Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Ιανουαρίου 27, 2017

Κυριακή της Χαναναίας :Σκληρός και άκαρδος ο Υιός και Λόγος του Θεού;


Αποτέλεσμα εικόνας για χαναναιας  2017


Αφιερωμένη αυτή η Κυριακή στην Χαναναία. Το Ευαγγελικό ανάγνωσμα που ακούσθηκε σήμερα στους Ναούς είχε να κάνει με την θεραπεία της κόρης αυτής της γυναικός, της Χαναναίας.
Μα σήμερα ο Ιησούς στην Ευαγγελική περικοπή παρουσιάζεται με ένα άλλο πρόσωπο. Ένα πρόσωπο άκαρδο και σκληρό. Θα μπορούσε κανείς να τον χαρακτηρίσει ακόμη και ως εθνικιστή αν δεν προσέξει και δεν κοιτάξει βαθύτερα στην περικοπή από το Ευαγγέλιο του Ματθαίου.
Συνεχίζοντας ο Ιησούς το ''ταξίδι'' του και φεύγοντας εκ των περιοχών της Τύρου και της Σιδώνας πηγαίνει σε μια περιοχή, στην λεγομένη Χαναάν.
Στενοχωρημένος, θλιμμένος με την ασπλαχνία των ανθρώπων της Γαλιλαίας μα και την αχαριστία τους.
Εκεί οι κάτοικοί τους όπως και σε άλλες περιοχές του Ισραήλ θεωρούσαν τον Θεό ως Κτήμα τους μιας και σύμφωνα με την λογική τους θεωρούσαν όχι μόνο ως εκλεκτό λαό τους ιδίους αλλά πως όλοι οι άλλοι λαοί είναι καταδικασμένοι να καταστραφούν. Ήταν λαοί ακάθαρτοι!!!
Για αυτό πλέον αναφέρεται με σκληρά μα και αληθινά λόγια στους κάτοικους της Γαλιλαίας λέγοντας πως αν οι πολίτες της Τύρου και της Σιδώνας έβλεπαν τα θαύματα που έχουν δει και ζήσει αυτοί της Γαλιλαίας θα είχαν προ καιρού σωθεί.
Στο πέρασμά του στην περιοχή της Χαναάν μια Χαναναία μόλις συναντά τον Χριστό του λέγει κραυγάζοντας: ''Ελέησον με Κύριε, Υιε του Δαυίδ. Η κόρη μου υποφέρει φρικτά διότι κατέχεται από δαιμόνιο.
Ο Ιησούς όμως την αγνοεί!!!!! Κάνει πως δεν την ακούει.
Σε άλλες περιπτώσεις ο Ιησούς αμέσως ως δάσκαλος, ως ποιμένας και ως Υιός του Ανθρώπου, Υιός της Αγάπης θα έσπευδε να βοηθήσει σε αυτούς που τον ζητούν.
Μα εξάλλου δια αυτόν τον σκοπό ήρθε, για να βοηθήσει αυτούς που τον αποζητούν.
Η πίστης της γυναικός ολοφάνερη από την αρχή της κραυγής βοηθείας της ''Κύριε'' αποκαλεί τον Ιησού, αναγνωρίζοντας την Θεότητά του και αναφερόμενη στο πρόβλημα που ταλαιπωρεί την κόρη της εκφράζει την ελπίδα και την πίστεώς της μιας και δεν θα του ανέφερε κάτι αν δεν πίστευε πως μπορεί να το ιάσει ως Θεός.
Οι μαθητές έκπληκτοι με την αδιάφορη στάση του Χριστού και τον πλησιάζουν λέγοντας του να την βοηθήσει ώστε να σταματήσει να φωνάζει για να μην μαζευτεί όχλος πολύς.
Η απάντησή του αποστομωτική μα συνάμα και περίεργη μιας και τους λέγει πως δεν έχει έρθει για όλους αλλά για τον λαό του Ισραήλ. 
Μα γιατί να το λέγει αυτό αυτός που εκφράζει την Θεία πρόνοια προς όλους, όλα και δια πάντα; Μήπως για να τους δοκιμάσει; Ή μήπως για να τους διδάξει;
Ή μήπως για να καυτηριάσει αυτούς που θεωρούν τον Θεό κτήμα τους ωσάν τους Ιουδαίους που θεωρούσαν πως ο Θεός θα πρέπει να παίρνει το μέρος τους, πως είναι οι μόνοι αλλά είναι και οι εκλεκτοί του Θεού και πως όλοι οι άλλοι προορίζονται για να χαθούν, να καταστραφούν;
Εδώ αρχίζει και γίνεται κατανοητή η στάση του Ιησού απέναντι στην Χανανάια, δεν ήτο σκληρός με την Χαναναία διότι προγνώριζε την πίστη της μα και την θέλησή της κι ας ήτο μια αλλόδοξη γυναίκα . Άκουσε και επίστευσε αυτό που ακόμη και οι σήμερα πολλοί χριστιανοί δεν είναι λίγες οι φορές που δεν μπορούν να το κατανοήσουν κι ας έχουν κάτι διαφορετικό από την Χαναναία μιας και δεν άκουσαν μόνο αλλά και είδαν. Μολονότι όμως τους λείπει η πίστις
Ποιο δεν μπορούν να κατανοήσουν;
Πως ο Θεός ήρθε στην γη δια όλους και όχι για τον εκλεκτό του λαό ούτε για όσους εμβαπτίστηκαν στο Όνομά Του. Ήρθε για όλους όσους τον είχαν και έχουν ανάγκη ανεξαρτήτου φύλου, φυλής, χρώματος, καταγωγής, θρησκεύματος.
Αρκεί και μόνο η εκ βάθους καρδίας και ολόψυχη επίκληση του ονόματος Του με πίστη και ελπίδα για να ζήσει, να δει και να βιώσει ο οποιοσδήποτε θαύματα.
Για αυτό και πολλοί χριστιανοί δεν βλέπουμε ''μεγάλα θαύματα'' στις μέρες μας και πολλές φορές βλέπουμε να γίνονται θαύματα σε αλλόθρησκους.
Γιατί; Διότι είδαν όλα τα άλλα ως μάταια και ψεύτικα και επίσπευσαν σε κάτι που ίσως δεν είχαν δει μέχρι τότε αλλά παρά μόνοι είχαν ακούσει και προσέτρεξαν σε αυτό.
Κι εμείς που καθημερινώς βλέπουμε, γνωρίζουμε και βιώνουμε αρνούμαστε ως χριστιανοί να κατανοήσουμε και να πιστεύσουμε σε αυτό στο οποίο είμαστε βαπτισμένοι.
Η Χαναναία λοιπόν επιμένει, τρέχει και τον προλαβαίνει. Πέφτει στα πόδια Του και Του ζητά για ακόμη μια φορά να την βοηθήσει . Σκληρή όμως η απάντηση του και πάλι.
Δεν είναι σωστό να πάρει κανείς το ψωμί (το έλεος του Θεού) που ανήκει στα παιδιά του (στους Ιουδαίους τότε και στους λεγόμενους χριστιανούς σήμερα θα μπορούσαμε να πούμε )και να το ρίξει στα σκυλιά(στους λεγομένους εκ των εκλεκτών ως ακάθαρτους, στους μη Ιουδαίους τότε και σήμερα στους ετερόδοξους, στους μη Χριστιανούς).
Η απάντηση της Χαναναίας είναι γεμάτη σοφία, πίστη μα και προσμονή για το Έλεος του Θεού: ναι μα και τα σκυλιά Κύριε (αν και θα μπορούσε να έχει προσβληθεί, συνεχίζει και τον αποκαλεί Κύριο, διότι τον αναγνωρίζει ως Θεό και κυρίαρχο των πάντων) τρώνε από αυτά τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι των αφεντικών τους.
Όχι μόνο όπως είπαμε του αναγνωρίζει και πάλιν την κυριαρχία των όλων ως Θεού αλλά του αναγνωρίζει και του επιβεβαιώνει το ατελείωτο έλεος Του μιας και του λέει ουσιαστικά πως έχει τόσο Έλεος που όχι μόνο φτάνει για τους εκλεκτούς Του αλλά και περισσεύει μιας και υπάρχουν ''ψίχουλα'' που δίνονται στα ''σκυλιά'' (στους ''ακάθαρτους'' στους μη εκλεκτούς.)
Και αμέσως ο Ιησούς δεν μπορούσε με την ευσπλαχνία Του μα και εφόσον δίδαξε όσους έβλεπαν αυτήν την σκηνή και ιδιαιτέρως τους ίδιους Του τους μαθητές που ενωτιζόντουσαν στους ''εκλεκτούς'' Του να μην αναγνωρίσει την πίστη της γυναικός αυτής και να μην της πραγματοποιήσει το θαύμα που αποζητούσε με θέρμη, επιμονή και ολόψυχη πίστη κάνοντας καλά την κόρη της που υπέφερε.!!!
Πόσοι Χριστιανοί σήμερα δεν θεωρούμε τον Θεό κτήμα μας;
Πόσοι δε είναι αυτοί που θεωρούμε τους μη βαπτισμένους ως ακάθαρτους και καταδικασμένους;
Μήπως όλοι εμείς που ξεχνούμε το Έλεος του Θεού και πως ο Θεός ήρθε για όσους τους αποζητούν;
Μήπως ξεχνάμε και πως στην φράση ''τω κόσμω σου άπαντι'' δεν εμπεριέχονται μόνο οι χριστιανοί αλλά όλα τα κτίσματά Του;
Πως όλοι είναι παιδιά του Θεού και έχουν την ίδια θέση μπρός Του με όλους εμάς, μα και την ίδια κλίση και προσδοκία εκ μέρους Του, με εμάς;
Αν το ξεχνάμε η το διαστρεβλώνουμε ας κοιτάξουμε την σημερινή Ευαγγελική περικοπή και ας δούμε τα μηνύματά της παίρνοντας και κάνοντας βίωμα αυτό που μας διδάσκει ο Κύριος μας και Θεός μας, Αμήν.!!!

ΤΙ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΓΙΑ ΕΝΑ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ.

Κυριακή ΙΖ’ Ματθαίου (Χαναναίας), Ματθαίου ιε΄, 21-28


Femeia Cananeanca
  • Αρχιμ. Αυγουστίνου Κκαρά
Πρωτότυπο κείμενο
 «Τω καιρώ εκείνω εξελθών εκείθεν ο Ιησούς ανεχώρησεν εις τα μέρη Τύρου και Σιδώνος. Και ιδού γυνή Χαναναία από των ορίων εκείνων εξελθούσα εκραύγαζεν αυτώ λέγουσα• ελέησόν με, Κύριε, υιέ Δαβίδ• ή θυγάτηρ μου κακώς δαιμονίζεται. Ο δε ουκ απεκρίθη αυτή λόγον. Και προσελθόντες oι μαθηται αυτού ήρώτων αυτόν λέγοντες• απόλυσον αυτήν, ότι κράζει όπισθεν ημών. Ο δε αποκριθείς είπεν ουκ απεστάλην ει μη εις τα πρόβατα τα απολωλότα οίκου Ισραήλ. Η δε ελθούσα προσεκύνει αυτώ λέγουσα• Κύριε, βοήθει μοι. Ο δε αποκριθείς είπεν ουκ εστί καλόν λαβείν τον άρτον των τέκνων και βαλείν τοίς κυναρίοις. Η δε είπε• ναι, Κύριε, και γαρ τα κυνάρια εσθίει από των ψιχίων των πιπτόντων από της τραπέζης των κυρίων αυτών. Τότε αποκριθείς ο Ιησούς είπεν αυτή• ω γύναι, μεγάλη σου η πίστις- γενηθήτω σοι ως θέλεις. Και ιάθη η θυγάτηρ αυτής από της ώρας εκείνης».
Μετάφραση
 Εκείνο τον καιρό, αφού βγήκε ο Ιησούς από τα μέρη εκείνα (της Γαλιλαίας), αναχώρησε στα μέρη της Τύρου και Σιδώνος. Και να μια γυναίκα Χαναναία από εκείνη την περιοχή βγήκε και φώναζε: « Ελέησε με, Κύριε, υιέ του Δαβίδ. Η θυγατέρα μου βασανίζεται άσχημα από το δαιμόνιο». Αυτός όμως δεν της απάντησε ούτε με μια λέξη. Και ήλθαν οι μαθητές του και τον παρακαλούσαν λέγοντας: «Απομάκρυνε την, γιατί φωνάζει από πίσω μας». Ο Κύριος όμως αποκρίθηκε: «Δεν είμαι σταλμένος παρά μόνο για τα χαμένα πρόβατα της γενεάς του Ισραήλ». Αυτή δε (η Χαναναία) αφού τον πλησίασε, τον προσκυνούσε και έλεγε, «Κύριε, βοήθησε με». Εκείνος της αποκρίθηκε: «Δεν είναι σωστό πράγμα να πάρω το ψωμί των παιδιών και να το ρίξω στα σκυλάκια». Αυτή δε είπε• «Ναι, Κύριε, αλλά και τα σκυλάκια τρώνε από τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι των κυρίων τους». Τότε ο Ιησούς της αποκρίθηκε: «Ω γυναίκα, είναι μεγάλη η πίστη σου• ας γίνει, όπως συ θέλεις». Και θεραπεύτηκε από εκείνη την ώρα η θυγατέρα της.
Διήγηση περικοπής
 Ο Ιησούς Χριστός πορεύεται στις περιοχές Τύρου και Σιδώνος.  Μια ταλαιπωρημένη Χαναναία γυναίκα δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον να γνωρίσει τον Κύριο, για τον οποίο φαίνεται να είχε ακούσει πολλά.  Γνώριζε δηλαδή για τις θεραπευτικές ικανότητες του Χριστού και ήδη μέσα στην καρδιά της άρχισε να υπάρχει η βαθιά πίστη για το πρόσωπό του. Έχοντας λοιπόν αυτή την πίστη και τη βεβαιότητα ότι ο Χριστός είναι ο Μεσσίας ζητά το έλεός του, «ελέησόν με, Κύριε, υιέ Δαβίδ• ή θυγάτηρ μου κακώς δαιμονίζεται».  Ζητά το έλεός του και τη χάρη του, ώστε να θεραπευτεί η θυγατέρα της, η οποία κατεχόταν από δαιμονικό πνεύμα. Ο Κύριος στην αρχή δε δίνει σημασία στις παρακλήσεις της Χαναναίας. Δεν της απαντάει καθόλου, εκείνη όμως εξακολουθεί να φωνάζει: «ελέησε με, Κύριε, υιέ του Δαβίδ». Ο Κύριος για να δοκιμάσει ακόμα περισσότερο την πίστη της γυναίκας της λέγει: Δεν είναι σωστό να πάρω το ψωμί, που είναι για τα παιδιά, δηλαδή για τους Ισραηλίτες, και να το δώσω στους εθνικούς, δηλαδή στους ειδωλολάτρες». Τότε η Χαναναία γυναίκα αποκαλύπτει το μεγαλείο της πίστης της, απαντώντας στον Κύριο: «Έχεις δίκαιο, Κύριε, του λέγει. Όμως και τα σκυλάκια, που είμαστε εμείς οι εθνικοί – ειδωλολάτρες, τρώνε από τα ψίχουλα, που πέφτουν από το τραπέζι των κυρίων τους». Τότε ο Χριστός επιβραβεύει την ακλόνητη πίστη της, γι’ αυτό και της λέγει μπροστά σ’ όλους: «Γυναίκα, είναι πολύ μεγάλη η πίστη σου. Ας γίνει όπως εσύ θέλεις». Και αμέσως συντελέστηκε το θαύμα και θεραπεύτηκε η άρρωστη θυγατέρα της, που εκείνη την ώρα βρισκόταν στο σπίτι της.
Πίστη
  Στη σημερινή ευαγγελική περικοπή ο Ιησούς Χριστός επιτελεί ένα από τα αναρίθμητα θαύματα της επί γης παρουσίας και δράσης του.  Το θαύμα όμως αυτό της θεραπείας της θυγατέρας της Χαναναίας γυναίκας μας δίνει την ευκαιρία να εμβαθύνουμε στην έννοια και σημασία της πίστης.
 Η πίστη είναι η βεβαιότητα, η πεποίθηση που διαθέτει κάποιος άνθρωπος για κάποιο γεγονός ή κάποιο πρόσωπο, χωρίς να έχει ο ίδιος προσωπική εμπειρία.  Χωρίς να ήταν παρών δηλαδή σε κάποιο γεγονός και να το είδε με τα μάτια του και να το άκουσε με τα αυτιά του, ή χωρίς να γνωρίσει προσωπικά κάποιο πρόσωπο, αλλά έχοντας ακούσει ή πληροφορηθεί από άλλους γι΄ αυτό.  Στη ζωή μας γενικά πορευόμαστε με βάση την πίστη.  Σημειώνει χαρακτηριστικά ο Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων: «πάντα τα εν τω κόσμω τελούμενα τη πίστει τελείται». Δηλαδή, όλα όσα γίνονται σε αυτό τον κόσμο, γίνονται, διότι όλα στηρίζονται στην πίστη. Για παράδειγμα πιστεύουμε ότι σε ένα ταξίδι μας θα πάμε καλά, γι΄ αυτό αποφασίζουμε να ταξιδεύσουμε. Πιστεύουμε ότι πηγαίνοντας στο γιατρό θα θεραπευθούμε, γι΄ αυτό αποφασίζουμε να τον επισκεφτούμε.  Και τόσα άλλα γεγονότα και καταστάσεις της ζωής μας στηρίζονται στην πίστη και όχι στην απόδειξη. 
Θρησκευτική πίστη
 
Θρησκευτική πίστη είναι η απόλυτη πεποίθηση και βεβαιότητα που έχει κανείς σε πρόσωπα, σε πράγματα και σε γεγονότα που έγιναν ή πρόκειται στο μέλλον να γίνουν, τα οποία είναι αόρατα και ακατάληπτα στις ανθρώπινες αισθήσεις.  Η θρησκευτική πίστη εμφανίζεται με την έναρξη της ανθρώπινης ιστορίας και πάντοτε διαδραμάτιζε και συνεχίζει και σήμερα να διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στη ζωή των λαών και πολιτισμών.  Είναι μπορούμε να πούμε μια βαθύτερη ανάγκη του ανθρώπου.
Χριστιανική πίστη
 Ο μοναδικός ορισμός της πίστης στην Αγία Γραφή υπάρχει στην Προς Εβραίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου: «Πίστις εστίν, ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων» (Εβρ. ια΄ 1). Αυτό σημαίνει ότι πίστη είναι η απόλυτη βεβαιότητα και η ακλόνητη πεποίθηση, ότι ο πιστός θα απολαύσει στο μέλλον αγαθά τα οποία τώρα φαίνεται πως δεν υπάρχουν, αλλά τα ελπίζει, τα περιμένει να πραγματοποιηθούν και να τα απολαύσει. Η πίστη δηλαδή είναι η θύρα μέσα από την οποία ο πιστός εισέρχεται σε μια ανώτερη σφαίρα, στη θεία αποκάλυψη.  Ο ίδιος ο Θεός αποκαλύπτει στον κόσμο του την Αλήθεια, που είναι ο Ιησούς Χριστός.  Αυτοί που πιστεύουν στον Ιησού Χριστό ως Μεσσία, Σωτήρα και Λυτρωτή δεν χρειάζονται αποδείξεις αλλά είναι βέβαιοι ότι πρόκειται να συμβούν όλα όσα υποσχέθηκε το αδιάψευστο στόμα του.  Για παράδειγμα ο πιστός άνθρωπος είναι βέβαιος ότι θα συμβεί η ανάσταση των νεκρών, η δεύτερη του Χριστού παρουσία, η αιώνια ζωή και βασιλεία του Θεού. Δεν έχει αποδείξεις για όλα αυτά αλλά είναι βέβαιος γι΄ αυτά, γιατί τα διακήρυξε ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός. Επιπλέον πίστη είναι «πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων».  Ο πιστός άνθρωπος είναι βέβαιος ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο «εκ του μη όντος», ότι ο Σωτήρας Χριστός είναι πρόσωπο ιστορικό, που έζησε πάνω στη γη, γεννήθηκε ως άνθρωπος από την Παναγία Παρθένο, σταυρώθηκε, αναστήθηκε, αναλήφθηκε στους Ουρανούς και κάθισε στα δεξιά του Θεού Πατέρα κ.α. Δεν χρειάζεται αποδείξεις για όλα αυτά, τα πιστεύει και τα παραδέχεται ως πραγματικά και αληθινά.
Τα χαρακτηριστικά της πίστης
 Σε πάρα πολλές διηγήσεις των ιερών ευαγγελίων υπάρχουν παραδείγματα μεγάλης πίστης, στη σημερινή όμως ευαγγελική περικοπή μπορούμε εύκολα να επισημάνουμε μερικά σημαντικά χαρακτηριστικά της χριστιανικής πίστης.
 
Ο Μεσσίας Χριστός 
Η Χαναναία γυναίκα πιστεύει στη μεσσιανική ιδιότητα του Ιησού Χριστού, γι΄ αυτό και τον αποκαλεί «υιόν Δαυίδ».  Η απλή και λιτή ζωή του Χριστού στάθηκε εμπόδιο για τους Ιουδαίους να τον αναγνωρίσουν ως τον αναμενόμενο Μεσσία, γι΄ αυτό γρήγορα απογοητεύτηκαν και δεν τον ακολούθησαν.  Η Χαναναία με την πίστη που διαθέτει κατορθώνει να κοιτάξει πέρα από την απλότητα του Χριστού, έτσι αναγνωρίζει στο πρόσωπό του τον απεσταλμένο του Θεού, το Νικητή του θανάτου, το Λυτρωτή του κόσμου.
 Η πίστη στη μεσσιανική ιδιότητα του Ιησού Χριστού κατέχει δεσπόζουσα θέση στην ορθόδοξη θεολογία.  Η άρνηση της ιδιότητας αυτής σημαίνει ουσιαστικά την άρνηση της θεότητας του Χριστού.  Ο Ιησούς Χριστός είναι ο Υιός του Θεού, που ενανθρώπησε και στο πρόσωπό του εκπληρώθηκαν όλες οι προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης.  Επομένως ο Ιησούς Χριστός είναι ο Μεσσίας, ο Λυτρωτής και Σωτήρας του ανθρωπίνου γένους.
 Η σταθερότητα της πίστης

 Η πίστη της Χαναναίας παραμένει σταθερή και ακλόνητη παρά τη σιωπή και φαινομενική αδιαφορία του Χριστού.  Η πραγματική πίστη δοκιμάζεται μεν, αλλά ποτέ δεν κάμπτεται.  Γι΄ αυτό η Χαναναία συνεχίζει να επιμένει, γιατί είναι βέβαιη ότι ο Χριστός είναι εκείνος που έχει τη δύναμη να εκπληρώσει την επιθυμία της. Έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στον Χριστό.
 Η σταθερή και ακλόνητη πίστη είναι μεγάλη αρετή για έναν πιστό.  Ο κάθε άνθρωπος στη ζωή του θα αντιμετωπίσει θλίψεις και δοκιμασίες και θα ζητήσει τη βοήθεια και το έλεος του Θεού.  Αν η πίστη του δεν είναι βαθιά και στερεωμένη, σύντομα θα απογοητευτεί και ίσως και να απιστήσει.  Ανεπανάληπτο παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση του δίκαιου Ιώβ. Ενώ του συνέβησαν τόσες θλίψεις και δυστυχίες και φαινόταν ότι ο Θεός τον εγκατέλειψε, εκείνος δεν οδηγείται στην απιστία και τη βλασφημία, αλλά σταθερά και ακλόνητα πιστεύει στο Θεό και ζητά το έλεός του.  Γι΄ αυτό στο τέλος δικαιώνεται και ανταμείβεται από το Θεό.
 Πίστη και ταπείνωση

 Η πίστη της Χαναναίας δεν είναι μόνο σταθερή και ακλόνητη, αλλά συνοδεύεται και από ειλικρινή ταπείνωση.  Δέχεται αδιαμαρτύρητα την παρομοίωσή της με σκύλο, δεν αντιδρά, δεν επαναστατεί, αλλά απαντά με τρόπο που δείχνει την υποταγή της. Στην περίπτωση αυτή δεν μπορούμε να μιλήσουμε για ταπεινολογία της Χαναναίας ή για αναγκαστική ταπείνωση, αλλά για ειλικρινή συντριβεί μπροστά στη δύναμη του Θεού.

 Πολλές φορές ο εγωισμός οδηγεί τον άνθρωπο στην ταπεινολογία για να γίνει συμπαθής ή ακόμα χειρότερα για να επαινεθεί από τους υπολοίπους.  Ο πραγματικός πιστός είναι και πραγματικά ταπεινός και αισθάνεται να είναι ο τελευταίος των ανθρώπων, γεγονός που τον κάνει να ζητά με συντριβή καρδίας το έλεος του Θεού.
 Ζωντανή πίστη

 Η Χαναναία δεν ανήκε στον εκλεκτό λαό του Θεού, δεν ήταν Ιουδαία αλλά ειδωλολάτρισσα.  Αυτό όμως δεν στέκεται εμπόδιο στο να πιστέψει στον Ιησού Χριστό.  

 Το να ανήκει κανείς στον εκλεκτό λαό της Παλαιάς Διαθήκης ή το να είναι μέλος της Εκκλησίας με τα δικά μας δεδομένα δεν αποτελεί δέσμευση για τον Θεό.  Αυτό που δεσμεύει τον Θεό είναι η ζωντανή πίστη.  Βέβαια η πίστη έξω από την Εκκλησία είναι ανύπαρκτη, αλλά και από την άλλη η τυπική συμμετοχή στην Εκκλησία χωρίς ουσιαστική πίστη δεν υποχρεώνει τον Θεό να εκπληρώσει τις επαγγελίες του.  Οι Ισραηλίτες καυχιόντουσαν ότι είναι απόγονοι του Αβραάμ και θεωρούσαν, ότι ο Θεός είναι υποχρεωμένος να τηρήσει τις υποσχέσεις του, για να πάρουν τη δέουσα απάντηση από τον Τίμιο Πρόδρομο: «δύναται ο Θεός εκ των λίθων τούτων εγείραι τέκνα τω Αβραάμ» (Ματθ. 3,9). Αυτό που μετρά για τον Θεό, είναι η ζωντανή πίστη, η οποία μπορεί μερικές φορές να δοκιμάζεται αλλά στο τέλος ξεπερνά τα εμπόδια.
 Πίστη και λογική 
 Η πίστη βρίσκεται πάνω από τη λογική.  Η Χαναναία αν στηριζόταν στην ανθρώπινη λογική της και έψαχνε να βρει αποδείξεις για το πρόσωπο και τη δύναμη του Ιησού Χριστού δε θα επιτύγχανε το σκοπό της.
 Ο άνθρωπος πολλές φορές αναζητά να βρει αποδείξεις που να ικανοποιούν τη λογική του και όταν δεν τις έχει αμφιβάλλει ή και κλονίζεται.  Η πίστη όμως υπερβαίνει τη λογική, ανήκει στο χώρο τη καρδίας και στηρίζεται στο λόγο του Θεού. Ο λόγος του Θεού είναι εκείνος που καλλιεργεί, αυξάνει και διατηρεί απτόητη και ακλόνητη την πίστη.
 Πίστη και θαύμα

 Όπως και σε όλες τις περιπτώσεις των θαυμάτων του Ιησού Χριστού έτσι και στην περίπτωση της Χαναναίας η πίστη είναι εκείνη που προκαλεί το θαύμα και όχι το αντίστροφο.  Ο Χριστός ποτέ δεν θαυματούργησε για να πιστέψουν οι άνθρωποι, αλλά πάντοτε τα θαύματα που επιτελούσε έρχονταν ως επιστέγασμα και επιβράβευση της πίστης των ανθρώπων, που τον πλησίαζαν και ζητούσαν το έλεός του.  Όταν τον προκαλούσαν, να κάνει κάποιο θαύμα για να πιστέψουν, ο Χριστός δεν ανταποκρινόταν θετικά.  Ακόμα και τις δύσκολες ώρες του Σταυρού που όλοι τον ενέπαιζαν και ζητούσαν να τους δείξει τη θεϊκή του δύναμη, ακόμα και τότε που θα μπορούσε να κάνει «σημεία και τέρατα» και όλοι θα πίστευαν σε αυτόν, ο Χριστός απαντούσε με τη σιωπή και τη φαινομενική αδυναμία του, γιατί μια τέτοια πίστη, που θα στηριζόταν στο φόβο δε θα είχε αξία.  Ο Ιησούς Χριστός μας βεβαιώνει: «εαν έχητε πίστιν ως κόκκον σινάπεως, ερείτε τω όρει τούτω, μετάβηθι εντεύθεν εκεί, και μεταβήσεται, και ουδέν αδυνατήσει υμίν» (Ματθ. 17,20).  Η πίστη προκαλεί το θαύμα, όχι το θαύμα την πίστη.
Καταληκτικά
 Αυτή τη ζωντανή πίστη της Χαναναίας γυναίκας ζητά ο Χριστός από όλους μας. Η πίστη της γυναίκας ήταν βαθιά, ειλικρινής, ακλόνητη γεμάτη από αγάπη και εμπιστοσύνη για τον Ιησού Χριστό. Και αυτό ήταν που τελικά την έσωσε και χάρισε στη θυγατέρα της τη θεραπεία. Ο κάθε άνθρωπος λοιπόν που πορεύεται στη ζωή του μέσα από θλίψεις και δοκιμασίες, δεν έχει πού αλλού να στηριχθεί παρά στην πίστη.  Η αληθινή και ακλόνητη πίστη στον Σωτήρα Χριστό είναι εκείνη που βοηθά τον άνθρωπο να υπερβεί τις δυσκολίες της παρούσας ζωής, αλλά κατεξοχήν του δίνει τη δυνατότητα να γευτεί τις επαγγελίες της βασιλείας του Θεού.
το  είδαμε εδώ

Ἄρωμα καταστροφῆς

Λίγους μῆνες μετὰ τὴν ἀγγλοαμερικανικὴ ἐπίθεση στὸ Ἰράκ, ποὺ σκοποῦσε στὴν ἀνατροπὴ τοῦ Σαντάμ, συνέτρωγα στὰ Καλύβια Ἀττικῆς μὲ ἕναν ἀμερικανοτραφὴ γιατρὸ, ὁ ὁποῖος προσπαθοῦσε νὰ μὲ πείσει ὅτι σὲ διάστημα μιᾶς τετραετίας θὰ ἔχει ἐγκαθιδρυθεῖ στὸ Ἰράκ μιὰ δυτικοῦ τύπου δημοκρατία καὶ ἐπὶ τῶν ἐρειπίων θὰ οἰκοδομηθεῖ μιὰ ἐπίσης δυτικοῦ τύπου οἰκονομία. Εἰς μάτην προσπάθησα νὰ τὸν πείσω πὼς ὅ,τι ταιριάζει στὴν Δύση δὲν ταιριάζει στὴν Ἀνατολὴ καὶ ὅτι ἀπὸ τὴν ὁλικὴ καταστροφὴ δὲν πρόκειται νὰ γεννηθεῖ καμμιὰ εὐρύτερη ἄνθιση οἰκονομική. Ἁπλῶς ἡ δυστυχία θὰ ἐκθρέψει τὸν θρησκευτικὸ φανατισμὸ μὲ συνεπακόλουθο τὴν ἐξάπλωση τῆς τρομοκρατίας καὶ ἐκτὸς Ἰράκ. Ὁ γιατρὸς ἔμεινε ἀμετάπειστος. Ἀγνοῶ τώρα τὶ λέει. Ξέρω ὅμως τὶ λένε τὰ πράγματα. Μπορεῖ στὴν κατεστραμμένη Βαγδάτη νὰ οἰκοδομήθηκε μιὰ χλιδάτη «Πράσινη Πόλη», ἄριστα φρουρούμενη καὶ περιτοιχισμένη. Ἐκεῖ ζοῦν οἱ ξένοι ἐπενδυτὲς καὶ ἰρακινοὶ χρυσοκάνθαροι, κυκλωμένοι ἀπὸ μιὰ θάλασσα δυστυχίας.
Δυστυχῶς ὁ νέος τρόπος ἀναπτύξεως, ποὺ εὐαγγελίζεται ὁ σύγχρονος καπιταλισμός, στηριγμένος στὶς ἰδεοληψίες τοῦ Μίλτον Φρίντμαν, διαμορφώνει παντοῦ μιὰ ληστρικὴ οἰκονομία. Παράλληλα μὲ τὴν ραγδαῖα αὔξηση τῆς κατασκευῆς ὑπερπολυτελῶν ξενοδοχείων καὶ ἐπαύλεων βαίνει καὶ ἡ κατασκευὴ παραγκουπόλεων. Οἱ παραγκουπόλεις εἶναι τὸ ἔμβλημα τῆς παγκοσμιοποιημένης οἰκονομίας, ποὺ τὸ μόνο ποὺ παγκοσμιοποιεῖται εἶναι ὁ ἠθικὸς ἐκπεσμὸς καὶ ἡ ἀνθρώπινη δυστυχία. Αὐτὴ ἡ ἀνισόρροπη καὶ παρανοϊκὴ ἀνάπτυξη κάποιων δεικτῶν δὲν συνιστᾶ οἰκονομία ἀλλὰ ἄρνηση οἰκονομίας. Τὸ «ἀόρατο χέρι» τοῦ Ἄνταμ Σμίθ ποὺ θὰ σκόρπιζε τάχα παντοῦ εὐημερία, ἔγινε πολὺ ἁρπακτικὸ κι ἔτσι δὲν ὑπηρετεῖ καμμιὰ εὐημερία. Διότι ἡ εὐημερία οἰκοδομεῖται πάνω στὴν ἰσορροπία, πάνω στὴν ἁρμονία, σὲ μιὰ γενικώτερη concordia. Ἡ τωρινὴ οἰκονομία τῆς παραφροσύνης γεννᾶ τὴ δυστυχία καὶ τὴν ἀπελπισία σὲ ὅλο τὸν πλανήτη, στὰ εὐρύτερα στρώματα τοῦ πληθυσμοῦ, ἐνῶ οἱ ἀπανταχοῦ χρυσοκάνθαροι, γιὰ λόγους ἀσφαλείας, ζοῦν σὲ συνθῆκες φυλακῶν πολυτελείας. Καὶ ὅπως τοὺς πεθαμένους, τοὺς πᾶνε τέσσερεις, συχνὰ καὶ περισσότεροι, γιὰ λόγους ἀσφαλείας. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ τρέμουν καὶ τὸν ἥσκιο τους. Ἀλλὰ ὅταν ὁ ἄνθρωπος φοβᾶται, ὅσα πλούτη κι ἄν ἔχει, εἶναι ψυχικὰ ἐνδεὴς. Δυστυχῶς, γιὰ τοὺς ληστοκράτες, στὸν παράδεισο δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ πάει μὲ ἰδιωτικὸ ἀεροπλάνο.
Μετὰ τὴν πτώση τῶν κομμουνιστικῶν καθεστώτων παρατηρεῖται τὸ φαινόμενο νὰ ὑποβαθμίζεται συστηματικὰ ὁ ρόλος τῆς ἐκκλησίας. Κι αὐτὸ ἐπειδὴ μπορεῖ νὰ δημιουργήσει ἕνα πλέγμα φιλαλληλίας καὶ φιλανθρωπίας καὶ, ἔτσι νὰ ὑποκατάστησε διάφορους κερδοσκοπικοὺς ὀργανισμοὺς ποὺ κάνουν σπέκουλα μὲ τὴν ἀνθρώπινη δυστυχία. Καὶ τὸ χειρότερο: Ἐδῶ καὶ χρόνια καταβάλλεται μιὰ συστηματικὴ προσπάθεια νὰ καταργηθεῖ οὐσιαστικὰ τὸ κράτος καὶ νὰ ὑποκατασταθεῖ ἀπὸ τὶς μεγάλες τράπεζες, τὰ μεγάλα ταμεῖα, ὅπως τὸ Δ.Ν.Τ., καὶ τὶς μεγάλες ἑταιρεῖες. Τὸ κράτος νὰ ὑπάρχει ἀλλὰ νὰ εἶναι χωρὶς... κράτος, δηλαδὴ χωρὶς δύναμη. Κράτος ἐν ἀκρατείᾳ. Νὰ λειτουργεῖ, ὅπως τοῦ ὑπαγορεύεται. Ὅμως οἱ σύμβουλοι-κρατοσωτῆρες μπορεῖ νὰ ξέρουν τὰ ἰατρικὰ δεδομένα ἀλλὰ δὲν ξέρουν τὸν ἀσθενῆ. Κι ὅταν αὐτὸς πεθάνει, λένε: «Τόσο τὸ χειρότερο γιὰ τὸν ἀσθενῆ». Αὐτὸς ἔκανε λάθος! Οἱ συμβουλὲς εἶναι ἀλάνθαστες. Τὴν «γιατρειὰ» αὐτὴ τὴ ζοῦμε στὸ πετσί μας. Δὲν θέλουμε ἄλλο σώσιμο. Ὁδηγούμαστε σὲ οἰκονομικὴ γενοκτονία. Ὁ μαφιόζικος καπιταλισμὸς δημιουργεῖ τὴν κουλτούρα τῆς διαφθορᾶς. Ἡ ἀφαίμαξη τῶν φτωχῶν συνεχίζεται συστηματικὰ καὶ τοῦτο γιὰ νὰ μπορέσουν οἱ πλούσιοι νὰ κρατήσουν τὰ ἄνομα πλούτη τους. Ὅλα αὐτὰ ἔχουν ἕνα ἄρωμα ἀποτυχίας. Τὸ οἰκονομικὸ χάος μπορεῖ νὰ δημιουργήσει ποικίλους ρατσισμοὺς, ποικίλες θεωρίες συνωμοσίας, πολλὰ κυνήγια μαγισσῶν καὶ πλῆθος ἀποδιο­πομπαίων τράγων. Μιὰ κούφια διακυβέρνηση εὔκολα γεννᾶ τὸ μάρκετινγκ τοῦ φόβου. Καὶ ὅπως συχνὰ ἔχουμε γράψει, ὁ φόβος εἶναι φασισμός
το είδαμε  εδώ

Τετάρτη, Ιανουαρίου 25, 2017

Γιώργος Παπαθανασόπουλος, Εννέα χρόνια χωρίς Χριστόδουλο


Αποτέλεσμα εικόνας για Χριστόδουλο Παρασκευαΐδη


Εννέα χρόνια χωρίς Χριστόδουλο
Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
            Στις 28 Ιανουαρίου συμπληρώνονται εννέα χρόνια από την κοίμηση του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου. Η επιρροή που ασκεί και  σήμερα φαίνεται από το συχνά και από πολλούς λεγόμενο  «Πού ΄σαι Χριστόδουλε...». Φαίνεται και από πρόσφατο δημοσίευμα –ένθετο σε αθηναϊκή εφημερίδα, προσκείμενη στον ΣΥΡΙΖΑ, γραμμένο από  δημοσιογράφο, που στα κείμενά του τον αντιμετώπισε με ιδεολογική προκατάληψη και τον αδίκησε – και τον αδικεί – κατάφωρα.

            Στην εισαγωγή του ενθέτου γράφει: «Λίγοι θα ξαφνιάστηκαν με την επιλογή μας να παρουσιάσουμε στη σειρά [Οι Γνωστοί – Άγνωστοι που σφράγισαν τη σύγχρονη Ελλάδα] τον Χριστόδουλο Παρασκευαΐδη και μάλιστα τρίτο, μετά τον Ανδρέα Παπανδρέου και τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος άφησε το δικό του ισχυρό ίχνος στην πολιτική ζωή της χώρας, παρά το γεγονός ότι δεν την [κυβέρνησε] με τη συμβατική έννοια του όρου». Σημειώνεται ότι η σειρά είχε τέσσερα πρόσωπα. Το τέταρτο ήταν ο Χαρίλαος Φλωράκης....
            Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος είχε την αγάπη και την εκτίμηση του απλού λαού και την ένιωσε. Δέχθηκε όμως  στην ψυχή του φονικά κτυπήματα φθόνου και μίσους. Δεν προέρχονταν μόνο από την παραδομένη στην παγκοσμιοποίηση κοσμική εξουσία και όσους την συνέτρεξαν. Ήσαν και – τα πιο ύπουλα και δηλητηριώδη – από εντός της Εκκλησίας κληρικούς και λαϊκούς, ακόμη και από όσους πίστευε πως ήσαν κοντινοί του...
            Όποιος τον έζησε από κοντά και χωρίς ιδιοτέλεια, από φοιτητή της Νομικής Σχολής έως τον θάνατό του, γνωρίζει ότι ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος:
            Υπήρξε άριστος στα γράμματα, ιδιοφυής στην αντίληψη, οραματιστής για την Εκκλησία και την Πατρίδα του. Αν και μεγάλη προσωπικότητα ήταν προσιτός, ευχάριστος, με ιλαρό πρόσωπο, που κοίταζε τους πάντες στα μάτια. Αγαπούσε όλους, ιδιαίτερα τα παιδιά.
            Περιφρονούσε το χρήμα. Ουδέποτε αμείφθηκε για Μυστήρια,  κηδείες, μνημόσυνα. Τον μισθό του άλλοι διαχειρίζονταν. Απεβίωσε χωρίς οποιοδήποτε δικό του περιουσιακό στοιχείο. Το μικρό διαμέρισμα στην Κυψέλη των γονέων του, μαζί με τον αδελφό του Ιωάννη, 91 ετών σήμερα,  το δώρισαν στη Μονή της Χρυσοπηγής.                   
            Στη δεκαετία του 1960, μαζί με τον Γέροντά του, Μητροπολίτη  πρ. Πειραιώς Καλλίνικο και τον Μητρ. Καλαβρύτων Αμβρόσιο δημιούργησαν Ίδρυμα στο Παγκράτι. Εκεί παρέλαβαν 33 παιδιά, 7 – 9 ετών, πάμπτωχα και ορφανά, από διάφορα σημεία της Ελλάδος. Σχεδόν όλα δεν είχαν κοιμηθεί σε στρώμα, δεν είχαν φορέσει πιτζάμες, δεν είχαν δει θάλασσα. Τα βοήθησαν να προσαρμοστούν στις ανάγκες των σχολείων της Αθήνας, και να σπουδάσουν. Σήμερα αυτά τα παιδιά είναι επιστήμονες, επιχειρηματίες, καλλιτέχνες και κληρικοί.  

            Αφιέρωσε όλη του τη ζωή και όλα του τα προσόντα στην Εκκλησία. Γνώριζε ότι θα υποστεί θανατηφόρες δοκιμασίες, με κτυπήματα κάτω από τη ζώνη, όταν έμπαινε εμπόδιο στις επιδιώξεις αντιπάλων της Εκκλησίας, ή σε σχέδια κληρικών εντός της Εκκλησίας. Όμως δεν δίσταζε. Προτιμούσε τις δοκιμασίες από το να προδώσει τις Αρχές και την Πίστη του.-  

Ἡ ἐπιστροφὴ τῆς πόρνης



Πολλὲς φορὲς στὴν προσευχή μου ζητοῦσα ἀπὸ τὸν Χριστὸ νὰ μὲ φωτίσει νὰ καταλάβω πῶς εἶναι ἡ εἰλικρινὴς μετάνοια, γιατί ἒνιωθα καὶ καταλάβαινα πὼς ἡ δική μου ἡ μετάνοια, δὲν ἦταν αὐτὴ ποὺ ἤθελε ὁ Θεός.
Κάποιο πρωινό, λοιπόν, πρὶν ἀρκετὰ χρόνια, γύρω στὸ 1996-97, εἶχα πάρει μία κοπέλα στὸ ταξί μου γιὰ νὰ τὴ μεταφέρω στὸν προορισμό της. Στὸν δρόμο μὲ ρώτησε τί ἦταν αὐτὸ ποὺ ἀκούγαμε.
Τῆς εἶπα πὼς εἶναι μία κασέτα ἀπὸ ἕνα κήρυγμα περὶ μετανοίας καὶ ἀφοῦ ἄκουσε λίγο, πιὸ κάτω πάλι μὲ ρώτησε:
Ἀλήθεια, τί εἶναι μετάνοια;
Μετάνοια εἶναι, γλυκιά μου, ἀπὸ τὰ λίγα ποὺ ξέρω, νὰ συναισθανθεῖ κανεὶς τὴν ἁμαρτωλότητά του, νὰ καταλάβει πὼς εἶναι ἄρρωστος ψυχικὰ καὶ πὼς ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ θεραπεία καὶ πρῶτος ἐγὼ πού σοῦ μιλάω. Βλέποντας, ὅμως, τὴν κοπέλα ἀπὸ τὸν καθρέφτη, καθὼς τῆς μιλοῦσα, εἶδα λίγο τὰ μάτια της γυαλισμένα ἀπὸ συγκίνηση ποὺ μάταια προσπαθοῦσε νὰ κρύψει, ἀλλὰ καὶ πάλι μὲ ρωτάει:
Καὶ πῶς ἔρχεται αὐτὴ ἡ θεραπεία;
Ὅταν πάρουμε τὴν ἡρωικὴ ἀπόφαση νὰ πᾶμε νὰ καταγγείλουμε τὸν ἑαυτό μας, ὄχι τὸν γείτονα, γιατί τὸν γείτονα εὔκολα τὸν καταγγέλλουμε καὶ μάλιστα μὲ πολλὴ ὄρεξη, ἀλλὰ τὸν ἑαυτό μας, συντρίβοντας τὸν παχυλὸ ἐγωισμό μας, τὴν ὑπερηφάνεια, τὴν κενοδοξία, τὴν ἀλαζονεία, τὴν ἔπαρση, τὴν οἴηση, γιατί ἡ ἁμαρτία, πλέον, ἔχει γίνει κατάσταση μέσα μας καὶ τὰ πάθη τώρα εἶναι ριζωμένα σὰν πλατάνια καὶ χρειάζεται κάθαρση. Καὶ ἡ κάθαρση ἔρχεται ὅταν ἡ ψυχὴ κουρνιάσει στὸ πετραχήλι τοῦ πνευματικοῦ μὲ δάκρυα μετανοίας καὶ ἀρχίσει νὰ ἐξομολογεῖται τὰ κρίματά της, γιὰ νὰ πάρει αὐτὴν τὴν εὐλογημένη ἄφεση ἁμαρτιῶν, γιὰ νὰ μπορεῖ μετὰ νὰ κοινωνάει Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ. Καὶ τότε, πίστεψέ με, γλυκιά μου, ἔρχονται στιγμὲς ποὺ πᾶς νὰ κάνεις τὸ ἀπόδειπνο καὶ τὰ δάκρυα φτάνουν στὸν ἀστράγαλο, ὄχι στὸ μάγουλο. Ἀπ’ τὸν ἀστράγαλο τὰ σκουπίζεις καὶ λές: «Γλυκύτατε Ἰησοῦ μου, τί ἔκανα τόσα χρόνια; Ποῦ ἔβοσκα; Τί φιλοσοφίες καὶ θεωρίες ἔλεγα; Ἔκανα καὶ τὸν ἔξυπνο. Γιατί τόσα χρόνια χαμένα; Γιατί; Γιατί;». Καὶ ὅπως λέει καὶ ὁ γέροντας Παΐσιος, «ἐὰν οἱ νέοι γευθοῦν μιὰ φορὰ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, μὲ γερανὸ νὰ τοὺς τραβᾶς ἀπὸ τὴν ἐκκλησία δὲν θὰ φεύγουν».
Ἕνας ἄλλος ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, κι αὐτὸ τὸ λέω σὲ σᾶς, ἀδελφοί μου, τώρα, ὅταν γονάτιζε νὰ προσευχηθεῖ ἔλεγε: «Χριστέ μου, σὲ παρακαλῶ μὴ μοῦ δίνεις ἄλλη χαρὰ γιατί θὰ σπάσει ἡ καρδιά μου». Ποπό! Ὄχι δῶσ’ μου, σταμάτα, Κύριε. Καὶ λένε οἱ πατέρες ἔλιωνε ἀπὸ γλύκα, ἀπὸ οὐράνια αὔρα, ἀπὸ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Βλέπετε, ἀδελφοί μου, ὅταν ὁ ἄνθρωπος βάλει ἀρχὴ μετανοίας, σὲ τί μέτρα ἁγιότητας μπορεῖ νὰ φθάσει! Πάντοτε, βέβαια, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ νὰ μὴν τὸ ξεχάσουμε ποτέ.
Ἀλλὰ ὅση ὥρα προσπαθοῦσα νὰ τῆς ἐξηγήσω, κοιτάζοντάς την ἀπὸ τὸν καθρέφτη, πρώτη φορὰ εἶδα ἄνθρωπο σὲ τέτοια κατάνυξη ποὺ τὰ δάκρυα πηδοῦσαν, στὴν κυριολεξία, πηδοῦσαν ἀπὸ τὰ μάτια της, ἄλλα σκουπίζοντας ἀπὸ τὰ μάγουλα καὶ ἄλλα ἔτρεχαν μὲς στὰ στήθια της. Ἀφοῦ σκούπισε καὶ ξανασκούπισε τὰ δάκρυά της μὲ ρώτησε:
Ὁ Χριστὸς συγχωρεῖ καὶ δέχεται καὶ τὶς πόρνες;
Καὶ ἔβαλε τὰ χεράκια της στὸ πρόσωπό της καὶ ἄρχισε νὰ κλαίει μὲ λυγμοὺς καὶ ἀναφιλητά.
Μὰ καὶ βέβαια, γλυκιά μου, γιὰ μᾶς τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἦρθε ὁ Χριστός. Ξέρεις γιατί τὰ χεράκια του εἶναι ἀνοιγμένα πάνω στὸν Σταυρό; Γιὰ νὰ ἀγκαλιάσει κάθε μετανοοῦντα καὶ κάθε ἁμαρτωλὸ καὶ πρῶτο πρῶτο ἐμένα πού σοῦ μιλάω. Γιὰ θυμήσου τί εἶπε ὁ Χριστός μας: «οὒ γὰρ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλ’ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν» (Ματθ. 9, 13)· Ἀλλὰ μιὰ στιγμή. Ὅταν λὲς πόρνη τί ἐννοεῖς; Δουλεύεις σὲ κάποια πάμπ, σὲ κάποιο μπαράκι;
Ὄχι, ὄχι κύριε Θανάση, ἀλλὰ πόρνη κανονική, μὲ πληρωμὴ σὲ σπίτι καὶ μάλιστα ἀρκετὰ χρόνια. Ἀλλὰ πίστεψέ με, ἄλλοι μὲ σπρώξανε σ’ αὐτὴν τὴ δουλειά.
Καὶ πάλι ἄρχισε νὰ κλαίει μὲ λυγμούς.
Ὄχι, γλυκιά μου, ὄχι, καὶ ἂν ἀκόμη ἔτσι ἔγιναν ὅπως τὰ λές, δὲ συμφέρει στὴν ψυχή μας νὰ ρίχνουμε καὶ τὴ δική μας προσωπικὴ εὐθύνη στοὺς ἄλλους, γιατί ἔτσι φεύγουμε ἀπὸ τὴ μετάνοια καὶ πᾶμε στὴν αὐτοδικαίωση. Ἄλλωστε, ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως δὲν θὰ μᾶς πεῖ ὁ Χριστὸς «γιατί ἁμαρτήσατε»· ὄχι, γιατί ὅλοι ἁμαρτωλοὶ εἴμαστε, ἀλλὰ «γιατί δὲν μετανοήσατε;». Καὶ τότε, θὰ μείνουμε ἀναπολόγητοι. Τί κρίμα!
Θὰ σοῦ πῶ κάτι ποὺ ἔχει μεταφορικὴ ἔννοια. Ἐὰν ὁ Χριστὸς μας φύγει ἀπὸ τὸν παράδεισο καὶ πάει στὴν κόλαση καὶ πεῖ σὲ ὅλους τοὺς κολασμένους ἐκεῖ: «Θέλω νὰ σᾶς κάνω ἕνα δῶρο, τί δῶρο θέλετε; Ἔτσι, ἕνα δῶρο θέλω νὰ σᾶς κάνω», ὅλοι μαζὶ θὰ φωνάξουν μὲ ἕνα στόμα:
«Νὰ μᾶς δώσεις πέντε λεπτά, Κύριε».
«Μὰ τί νὰ τὰ κάνετε;».
«Νὰ μετανοήσουμε, Κύριε».
«Καλά, ἐγὼ σᾶς ἔδωσα ἑξήντα, ἑβδομήντα, ὀγδόντα χρόνια, δὲν βρήκατε πέντε λεπτὰ καιρὸ νὰ πᾶτε σὲ ἕναν πνευματικὸ νὰ ἀνοίξετε τὴν καρδιά σας, νὰ πεῖτε τὰ κρίματά σας; Τόσα χρόνια σᾶς περίμενα, τί κάνατε;».
Εἴπαμε ὅτι εἶναι μεταφορικὴ ἡ ἔννοια. Ἂν πάρει τὸ βιβλιάριο ἀσθενείας ποὺ ἔχουμε ὅλοι μας καὶ τὸ ἀνοίξει ἐκείνη τὴν ἡμέρα καὶ δεῖ μέσα σφραγίδα καρδιολόγου, πνευμονολόγου, χειρουργοῦ, ὀδοντίατρου, ὀφθαλμίατρου, παθολόγου -γεμάτο σφραγίδες εἶναι καὶ τὸ δικό μου καὶ τὸ δικό σου- καὶ μὲ ρωτήσει ἐκείνη τὴν ἡμέρα καὶ μοῦ πεῖ: «Καλὰ Θανάση μου, ἡ σφραγίδα τοῦ πνευματικοῦ σου ποῦ εἶναι; Γιὰ τὸ σῶμα σου ἔτρεξες καὶ καλὰ ἔκανες, ἀλλὰ γιὰ τὴν ψυχή σου τί ἔκανες ἐδῶ κάτω στὴ γῆ;», ποπό! τί νὰ τοῦ πῶ καὶ τί νὰ δικαιολογηθῶ, πές μου σὲ παρακαλῶ;
Καὶ ἀμέσως, θυμᾶμαι, ἀπάντησε ἡ κοπέλα:
Ἐγὼ φταίω, κύριε Θανάση, καὶ κανεὶς ἄλλος. Νὰ ἤξερες πόσο σιχαίνομαι τὸν ἑαυτό μου, πόσο ἀηδία αἰσθάνομαι μέσα μου, ἀλλὰ πίστεψέ με, δὲν πρόκειται νὰ ξαναπάω σ’ αὐτὴν τὴ δουλειά. Νά, τὰ κλειδιὰ αὐτὰ ποὺ κρατάω στὰ χέρια μου δὲν θὰ ξανανοίξουν τὴν πόρτα αὐτὴν ποτὲ πιὰ ξανά.
Ἄρχισε καὶ πάλι νὰ κλαίει μὲ λυγμοὺς ζητώντας συνέχεια συγγνώμη. Ἀπὸ τὰ πολλὰ τὰ δάκρυα ἔφυγαν οἱ μπογιὲς καὶ τὰ κραγιὸν καὶ τὸ προσωπάκι της εἶχε γίνει χάλια τῆς καημένης.
Γλυκιά μου, τῆς λέω, μὴν στεναχωριέσαι καὶ μὴν ντρέπεσαι, δὲ χρειάζεται νὰ ζητᾶς συγγνώμη. Ἄλλωστε, αὐτὰ τὰ δάκρυα εἶναι τὰ πιὸ ὄμορφα δάκρυα, εἶναι τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας, γιατί μόνο αὐτὰ μποροῦν νὰ ξεπλύνουν τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὸν ρύπο τῆς ἁμαρτίας.
Καὶ τότε, θυμᾶμαι, μονολόγησα μέσα μου: «Χριστέ μου, ἂς εἶχα κι ἐγὼ ἕνα τέτοιο δάκρυ ἀπ’ αὐτῆς τῆς κοπέλας».
Κύριε Θανάση, σὲ παρακαλῶ, πήγαινέ με ἐὰν ξέρεις τώρα σὲ ἕναν πνευματικὸ νὰ βγάλω ὅλα αὐτὰ ποὺ ἔχω μέσα μου γιατί μὲ βαραίνουν τόσο πολύ.
Εἶσαι σίγουρη, γλυκιά μου;
Γιὰ τὸ μόνο ποὺ εἶμαι σίγουρη.
Κοίταξε, ἐδῶ ποὺ βρισκόμαστε, λίγο πιὸ πάνω στὴν Ἑπταπυργίου, εἶναι ὁ δικός μου πνευματικός, ἕνας παππούλης πράος καὶ ταπεινός, γεμάτος ἀγάπη· ἔχουν ἐξομολογηθεῖ χιλιάδες ψυχὲς στὸ πετραχήλι του, τί λές, πᾶμε;
Πᾶμε, κύριε Θανάση, καὶ σὲ παρακαλῶ κάνε λίγο γρήγορα.
Στὸν δρόμο, στὰ λίγα λεπτὰ ὥσπου νὰ φθάσουμε, ἀδελφοί μου, τὰ εἶχα γιὰ λίγο χαμένα· προσπαθοῦσα νὰ καταλάβω τί γινόταν, τί πρωινὸ ἦταν αὐτό. Προσευχόμουν ἀπὸ μέσα μου καὶ ἔλεγα: «Χριστέ μου, σὲ παρακαλῶ, τί νὰ κάνω; Φώτισέ με, ἐλέησόν με».
Ὅταν φθάσαμε ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ, γύρισα καὶ τὴν κοίταξα στὰ μάτια, λέγοντάς της γιὰ τελευταία φορά:
Εἶσαι σίγουρη, γλυκιά μου;
Καὶ μὲ τὰ δάκρυα νὰ τρέχουν μέχρι κάτω, μοῦ εἶπε:
Σὲ παρακαλῶ, πὲς στὸν πατέρα νὰ μὲ δεχθεῖ.
Τότε κατάλαβα ὅτι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ εἶχε ἐπισκεφθεῖ αὐτὴν τὴν ψυχὴ καὶ πὼς δὲ χρειαζόταν ἄλλη καθυστέρηση.
Μπαίνοντας, λοιπόν, στὸ σπίτι, εἶδα τὸ γιό του καὶ τὸν ρώτησα:
Ποῦ εἶναι ὁ πάτερ;
Δὲν εἶναι ἐδῶ.
Ποῦ εἶναι;
Εἶναι στὴν Καλλικράτεια.
Ὄχι τώρα, ὄχι τώρα.
Ἀλλά μοῦ ἔδωσε τὸ τηλέφωνο καὶ πῆρα ἀμέσως.
Πάτερ μου, αὐτὸ κι αὐτὸ συμβαίνει, τί νὰ κάνω; Σκέφτομαι νὰ πῶ στὴν κοπέλα νὰ ἔρθουμε ἀπὸ ἐκεῖ, ἀλλὰ δὲν θὰ τῆς πάρω οὔτε μία δραχμή.
Καλά, πὲς της ἐὰν θέλει, ἀλλὰ μὴν πιέζεις καταστάσεις.
Ὄχι, πάτερ μου, ὄχι.
Ὅταν βγῆκα ἔξω στὸ ταξὶ καὶ τῆς εἶπα πὼς ὁ πάτερ δὲν εἶναι ἐδῶ ἀλλὰ εἶναι στὴν Καλλικράτεια, στεναχωρέθηκε πολύ.
Μποροῦμε νὰ πᾶμε ὅμως, τῆς εἶπα, ἐὰν θέλεις κι ἐγώ, πίστεψέ με, δὲν θέλω οὔτε μία δραχμή.
Δὲν εἶναι τὰ χρήματα, κύριε Θανάση, ἀπ’ αὐτὰ ἔχω μπόλικα, ἀλλὰ γιὰ πές μου, σὲ παρακαλῶ, ἐδῶ κοντὰ δὲν ὑπάρχει καμία ἐκκλησία;
Πῶς, ἐδῶ πιὸ κάτω εἶναι οἱ Ἅγιοι Ἀνάργυροι καὶ μάλιστα πιστεύω πὼς τέτοια ὥρα οἱ πατέρες θὰ εἶναι ἀκόμα ἐκεῖ.
Φαίνεται πὼς ἔτσι ἦταν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὅταν φθάσαμε στὴν ἐκκλησία, λίγο πρὶν ἀποχωρισθοῦμε, μοῦ εἶπε:
Ἀπὸ ἐδῶ καὶ στὸ ἑξῆς, κύριε Θανάση, θὰ μὲ βλέπεις κάθε Κυριακὴ σ’ αὐτὴν τὴν ἐκκλησία.
Μόνο ποὺ ἐγώ, γλυκιά μου, δὲν ἐκκλησιάζομαι σ’ αὐτὴν τὴν ἐκκλησία ἀλλὰ τί σημασία ἔχει ἐὰν σὲ βλέπω ἐγώ, σημασία ἔχει ὅτι θὰ σὲ βλέπει ὁ Χριστός μας καὶ θὰ χαίρεται, ἀλλὰ καὶ ἐσὺ θὰ χαίρεσαι, ὅταν θὰ μπαίνεις μὲς στὴν ἐκκλησιά. Θὰ βλέπεις τὸν Ἐσταυρωμένο καὶ θὰ λὲς μυστικὰ ἀπὸ μέσα σου: «Χριστέ μου, ἦρθα, γιὰ σένα ἦρθα, γιατί μὲ ἀγαπᾶς καὶ σὲ ἀγαπάω». Αὐτὴ εἶναι ἡ ἔμπρακτη ἀγάπη, ὅταν ἔχει μία μικρὴ θυσία τόση δά, μία ὥρα. Τώρα ὅμως, θέλω νὰ κάνεις κάτι καὶ ἐσὺ γιὰ μένα.
Ὅ,τι θέλεις, κύριε Θανάση.
Τώρα ποὺ θὰ ἐξομολογηθεῖς, θέλω νὰ προσεύχεσαι γιὰ ὅλους τοὺς ὁδηγούς, γιατί ἔτσι θὰ εἶμαι καὶ ἐγὼ μέσα.
Κατεβαίνοντας ἀπ’ τὸ ταξί, ἦρθε νὰ μοῦ σφίξει τὸ χέρι, ἀλλὰ ἦταν τόσο συγκινημένη ποὺ τὰ δάκρυα, αὐτὰ τὰ τόσα πολλὰ δάκρυα, ἀδελφοί μου, θυμᾶμαι, ἔπεφταν ζεστὰ πάνω στὴ χειραψία καὶ μὲ πολλὴ δυσκολία, ἴσα ἴσα ποὺ τὴν κατάλαβα τί μοῦ εἶπε, ἦταν τὰ τελευταῖα λόγια της: «Φίλε, δὲν θὰ σὲ ξεχάσω ποτέ», καὶ ἔτρεξε γρήγορα ἀνεβαίνοντας τὰ σκαλιὰ τῆς ἐκκλησίας.
Σκούπισα τὰ μάτια μου, εὐχαρίστησα τὸν Θεὸ καὶ ἔβαλα μπρὸς γιὰ τὸ ἑπόμενο ἀγώι. Δὲν πρόλαβα, ὅμως, νὰ πάω ἑκατὸ μέτρα πιὸ κάτω καὶ θυμήθηκα τὴν προσευχὴ ποὺ εἶχα κάνει στὸν Χριστό μας, νὰ μοῦ φανερώσει πῶς θέλει τὴν πραγματική, τὴν εἰλικρινῆ, τὴν ἀληθινὴ μετάνοια. Καὶ τώρα, μέσα μου, μυστικά, εἶχα τὴν ἀπάντηση: «Νά, ἔτσι τὴ θέλω τὴ μετάνοια».
Ἀπὸ τότε τὴν κοπέλα αὐτὴ δὲν τὴν ξαναεῖδα, ἂν καὶ θὰ ἤθελα νὰ τὴν ξαναδῶ, γιὰ νὰ τὴ σφίξω στὴν ἀγκαλιά μου καὶ νὰ τῆς πῶ ἕνα μεγάλο εὐχαριστῶ, γιατί μοῦ ἔδειξε στὴν πράξη τί σημαίνει μετάνοια, τί σημαίνει ἐπιστροφὴ στὸν Θεό. Νὰ τὴν ἔχει καλὰ ὁ Θεὸς ὅπου κι ἂν βρίσκεται καὶ τῆς εὔχομαι ἀπὸ καρδιᾶς, καλὸ παράδεισο.

Για το πρωτείο του πάπα

Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἱερεμία
Ὁ Χριστός ἐν δόξῃ καί οἱ δώδεκα Ἀπόστολοι, Κωνσταντινούπολη, μέσα 14ου αἰ.
Μοῦ ἐζητήθη νά γράψω ὀλίγα λόγια γιά τό «πρωτεῖο» τοῦ πάπα, γιά τό ὅτι, δηλαδή, ὁ πάπας θέλει νά ἄρχει ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν. Τό κάνω αὐτό μέ τό παρόν σύντομο καί ἁπλό ἄρθρο.
1. Ἀρχικά θά ἔλεγα ὅτι Χριστός καί πρωτεῖα εἶναι ἄκρως ἀντίθετα. Ὅποιος πιστεύει στόν Ἰησοῦ Χριστό καί μάλιστα θέλει νά Τόν ὑπηρετήσει καί νά εἶναι ἀντιπρόσωπός Του, πρέπει νά ἔχει τό ἴδιο φρόνημα μέ Αὐτόν, φρόνημα ἀνιδιοτελείας καί αὐτοθυσίας. Γιατί ὁ Χριστός μας, ἄν καί ἦταν Θεός, ὅμως «ἐκένωσεν ἑαυτόν μορφήν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος… Ἐταπείνωσεν ἑαυτόν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου», καί τί θανάτου; «Θανάτου δέ σταυροῦ» (Φιλιπ. 2,6- 8)! Ὁ Ἰησοῦς Χριστός πάλι εἶπε καθαρά στούς μαθητές Του ὅτι, «ἐκεῖνος πού θέλει νά εἶναι μεγάλος μεταξύ σας, νά εἶναι ὑπηρέτης σας, καί ἐκεῖνος πού θέλει νά εἶναι μεταξύ σας πρῶτος («πρωτεῖο») θά εἶναι δοῦλος ὅλων»! Καί τό παράδειγμα αὐτό μᾶς τό ἔδωσε ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος «οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλά διακονῆσαι καί δοῦναι τήν ψυχήν αὐτοῦ λύτρον ἀντί πολλῶν» (Μάρκ. 10,42-45)! Ἀλλά καί ἄλλοτε ὁ Χριστός εἶπε καθαρά πάλι στού μαθητές Του: «Ἐάν κανείς θέλει νά εἶναι πρῶτος – ὁ πάπας θέλει νά εἶναι πρῶτος καί ζητάει «πρωτεῖο»! – πρέπει νά εἶναι ὁ τελευταῖος ὅλων καί ὑπηρέτης ὅλων» (Μάρκ. 9,35)!
Ὕστερα ἀπό αὐτούς τούς λόγους τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τό δικό Του μάλιστα ταπεινό καί δουλικό παράδειγμα, εἶναι πραγματικά ἐντροπή γιά ἕναν ἱερέα καί ἀρχιερέα καί ἀντιπρόσωπο Χριστοῦ νά ζητάει «πρωτεῖα». Ναί, εἶναι ἐντροπή του!… Δέν εἶναι ἀντιπρόσωπος τοῦ Χριστοῦ αὐτός.
2. Θά γράψω τώρα ἁπλᾶ πάλι, πῶς «κατήντησε» ὁ πάπας καί ζητάει «πρωτεῖο». Εἶναι γνωστόν, ὅτι μέ τούς παπικούς πρῶτα εἴμεθα ἑνωμένοι, ἀποτελούσαμε μέ αὐτούς μία Ἐκκλησία. Καί ἦταν πολύ καλή τότε ἡ Ρωμαϊκή Ἐκκλησία. Ἔδινε καλό παράδειγμα σέ ὅλες τίς Ἐκκλησίες· παράδειγμα ὀρθῆς πίστεως καί καλῶν ἔργων, ἔργων ἀγάπης. Ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος προβάλλει τήν τότε Ἐκκλησία τῆς Ρώμης ὡς πρότυπο πίστεως καί ἐμμονῆς στήν παράδοση περισσότερο ἀπό ὅλες τίς ἀποστολικές Ἐκκλησίες. Καί ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ θεοφόρος καλεῖ τήν Ἐκκλησία αὐτή «προκαθημένη τῆς ἀγάπης», «προκαθημένη» σέ χριστιανικά ἔργα. Ἔχουμε ἁγίους πᾶπες τήν ἐποχή αὐτή, ὁ δέ λαός, ἀλλά καί οἱ ἱερεῖς καί ὅλοι, ἑλκύονται πολύ ἀπό τήν ἁγιότητα καί τρέχουν πρός τόν ἅγιο. Ἔτσι, λοιπόν, τήν παλαιά αὐτή ἐποχή κατέφευγαν ὅλοι στήν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, στούς πᾶπες, καί ζητοῦσαν συμβουλή καί προστασία καί διευθέτηση διαφόρων ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων (γιά τήν ἔριδα περί τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα, γιά παράδειγμα). Ὅπως βλέπουμε, ὅλη ἡ Ἐκκλησία ἀπέδιδε στήν ἀρχή «πρωτεῖο» στήν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, ἀλλά τό πρωτεῖο αὐτό ἦταν πρωτεῖο τιμῆς καί ἀληθείας καί ὄχι πρωτεῖο ἐξουσίας. Μάλιστα καί ἐκ πολιτικῶν λόγων, γιά τό ὅτι δηλαδή πρόκειται γιά τήν Ἐκκλησία τῆς παλαιᾶς Ρώμης, ἡ Β´ Οἰκουμενική Σύνοδος (381 μ.Χ.), μέ τόν 3ο Κανόνα της, ἔδωσε στήν Ἐκκλησία αὐτή τήν πρώτη θέση μεταξύ ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν.
Ἐκεῖνο ὅμως πού κάνει μεγάλη ζημιά, καί ἰδιαίτερα στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο, εἶναι ὁ ἐγωϊσμός. Οἱ πᾶπες, λοιπόν, ἄρχισαν νά ὑπερηφανεύονται γιά τήν τιμή τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν πρός αὐτούς, γιά τό «πρωτεῖο» τιμῆς, ὅπως τό εἴπαμε, πού ἀπελάμβαναν, καί τό ζητοῦσαν στήν συνέχεια νά τούς γίνει «πρωτεῖο» ἐξουσίας καί δυνάμεως καί δικαιωμάτων. Ἐδῶ ἔχουμε σειρά παπῶν (Στέφανος, Δάμασος, Ἰννοκέντιος Α´, Βονιφάτιος Α´, Λέων Α´, Κελεστῖνος Α´ κ.ἄ.), οἱ ὁποῖοι ἀπαιτοῦν ὁ Ἐπίσκοπος Ρώμης νά ἀναγνωρίζεται ὡς «κεφαλή» ὅλων τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν καί τῆς καθόλου Ἐκκλησίας. Φθάνουν μάλιστα μέχρι τό σημεῖο νά ποῦν ὅτι ὅποιος δέν ἔχει κοινωνία μέ τήν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης εἶναι αἱρετικός· καί ὅτι ἡ γνώμη καί ἡ κρίση τοῦ πάπα εἶναι ἀπόλυτη καί ἐκφράζει τό θέλημα τοῦ Ἰδίου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐδῶ πᾶμε γιά τό «ἀλάθητο» τοῦ πάπα!…
Τώρα ἀρχίζει καί ὁ ἀγώνας τῶν παπικῶν νά κατοχυρώσουν καί ἁγιογραφικῶς τό «πρωτεῖο» τους. Ἄς προσέξουμε: Πρῶτα γεννήθηκε τό παπικό πρωτεῖο ὡς ἐπιθυμία δόξης καί ἐπιβουλῆς καί μετά ζητήθηκαν στηρίγματα καί μαρτυρίες τάχα ἀπό τήν Ἁγία Γραφή γιά τήν κατοχύρωσή του. Τώρα οἱ παπικοί ζητοῦν νά ἀποδείξουν ἀπό τήν Ἁγία Γραφή ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης ἱδρύθηκε ἀπό τόν ἀπόστολο Πέτρο, ὁ ὁποῖος γι᾽ αὐτούς εἶναι ἡ κορυφή ὅλων τῶν Ἀποστόλων, καί ἐπί τοῦ ὁποίου ὁ Χριστός ἵδρυσε τήν Ἐκκλησία. Ἄρα αὐτοί, οἱ διάδοχοι τοῦ Πέτρου ἔχουν ἐξουσία ἐφ᾽ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας. Τούς ἁρμόζει δηλαδή τό «πρωτεῖο». Αὐτά ὅμως πού θέλουν οἱ παπικοί δέν τούς τά προσφέρει ἡ Ἁγία Γραφή μέ τήν σωστή ὁμαλή ἑρμηνεία της. Παρά ταῦτα ὅμως αὐτοί ἐκβιάζουν τό ἱερό κείμενο, καί τό καταθλίβουν γιά νά «ἀποδείξει» τό «πρωτεῖο» τους. Σαφῶς ὅμως λέγουμε ὅτι ἀπό τήν Καινή Διαθήκη δέν κατοχυρώνεται τό «πρωτεῖο» τοῦ παπισμοῦ.
Οἱ ἀπαιτήσεις τῶν παπῶν προχώρησαν στήν συνέχεια μέ μεγαλύτερη ἑωσφορική ὁρμή. Ὁ πάπας θέλει νά γίνει ὄχι μόνο ἡ ἀνωτάτη ἐκκλησιαστική ἐξουσία, ἀλλά καί ἡ ἀνωτάτη ἐξουσία στόν κόσμο. Ὁ πάπας Νικόλαος ὁ Α´ (858-867) θεωρεῖ τόν ἑαυτό του ὡς τήν ὑψίστη νομοθετική καί δικαστική ἀρχή καί ὅτι μόνος αὐτός δικαιοῦται νά ἐκδίδει κανόνες στήν Ἐκκλησία. Ὁ δέ πάπας Γρηγόριος ὁ Ζ´ (1073-1085) εἶπε τό χειρότερο, ὅτι μόνο ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης ἱδρύθη ἀπό τόν Κύριο καί ὅτι εἶναι ἀδύνατο νά σωθεῖ κάποιος ἄν δέν ὑπακούει στόν πάπα! Ἡ κορύφωση δέ τῆς τρέλας τοῦ «πρωτείου» τοῦ παπισμοῦ εἶναι ἡ ἀνακήρυξη τοῦ «ἀλαθήτου» στήν 20η «οἰκουμενική» σύνοδό τους (!…) τό 1870 ἀπό τόν πάπα Πίο Θ´. Κατά τήν σύνοδο αὐτή τῶν παπικῶν ὑπῆρξαν πολλές ἀντιδράσεις γιά τό νέο αὐτό «δόγμα» καί πολλοί «ἐπίσκοποί» τους εἶπαν στόν πάπα ὅτι αὐτό δέν φέρεται στήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλά ὁ πάπας ἀπήντησε: «Ἡ παράδοση εἶμαι ἐγώ» (La traditio sono io)!…
6. Ἐπειδή δέν ὑπάρχουν πολλά περιθώρια χώρου στό περιοδικό μας ἀποκρούοντες μέ πολύ ἀποτροπιασμό τό «πρωτεῖο» τῶν παπικῶν ἀναφέρουμε τέλος τά παρακάτω δύο μόνο ἐπιχειρήματα ἐναντίον του:
(α) Δογματικῶς πιστεύουμε ὅτι ΜΙΑ εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἀλλά ἡ ΜΙΑ αὐτή Ἐκκλησία ἐκφράζεται σέ πολλές κατά τόπους Ἐκκλησίες. Οἱ τοπικές αὐτές Ἐκκλησίες δέν μπορεῖ νά ἐπιβληθοῦν στήν ΜΙΑ, τήν καθ᾽ ὅλου Ἐκκλησία, ἀλλά, ἀντίθετα, ἡ καθ᾽ ὅλου (Καθολική) Ἐκκλησία ἐπεμβαίνει καί ἐπιβάλλεται στίς τοπικές Ἐκκλησίες. Αὐτό εἶναι μία γενική ἐκκλησιολογική ἀρχή, ἡ ὁποία τηρεῖται διά παντός στήν Ἐκκλησία μας. Στή περίπτωση τοῦ πρωτείου τῶν παπικῶν ἀνατρέπεται ἡ χρυσή αὐτή βάση τῆς ἐκκλησιολογίας μας καί μία τοπική Ἐκκλησία, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης θέλει νά ἄρχει ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν, δηλαδή θέλει νά ἐπιβληθεῖ στήν καθ᾽ ὅλου Ἐκκλησία!…
(β) Τό «πρωτεῖο» τοῦ πάπα ἔρχεται ἀντίθετα πρός αὐτήν τήν πίστη μας, τήν πίστη στόν Θεό μας. Ὁ Θεός μας λέγεται «Ἁγία Τριάδα»: Πιστεύουμε τρία Πρόσωπα, τόν Πατέρα, τόν Υἱό καί τό Ἅγιο Πνεῦμα. Καί τά τρία αὐτά Πρόσωπα εἶναι ἰσότιμα. Τρία Πρόσωπα, ἀλλά μία θεία οὐσία. Ἔτσι ἔχουμε Τριάδα στήν Μονάδα καί Μονάδα στήν Τριάδα. Τά τρία Πρόσωπα ἔχουν κοινωνία ἀγάπης μεταξύ τους καί «περιχωροῦν» τό ἕνα τό ἄλλο. Ὁ Πατέρας μέσα στόν Υἱό καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα στόν Πατέρα καί τόν Υἱό κ.λπ. Αὑτό σημαίνει «περιχώρηση». Γιά τήν Ἁγία Τριάδα, τόν Θεό μας, πιστεύουμε ὅτι ὁ Πατέρας εἶναι «πρῶτος» ἔναντι τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι «πρῶτος» ὄχι κατά τήν δύναμη ἤ τήν ἐξουσία, ἀλλά μόνο κατά τήν αἰτία, γιατί ἀπό τόν Πατέρα γεννᾶται ὁ Υἱός καί ἀπό τόν Πατέρα πάλι ἐκπορεύεται τό Ἅγιο Πνεῦμα. Τήν «ὑποταγή» τοῦ ἑνός προσώπου στό ἄλλο τήν ἀπέρριψε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς αἵρεση.
Ἡ πίστη μας αὐτή στήν Ἁγία Τριάδα, ἡ «Τριαδολογία», ὅπως λέγεται, ρυθμίζει καί τήν «᾽Εκκλησιολογία», τήν ζωή μας, δηλαδή, μέσα στήν Ἐκκλησία. Ὅλοι μας στήν Ἐκκλησία εἴμαστε ἰσότιμοι καί ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ καί μεταξύ μας. Στήν Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει – δέν πρέπει νά ὑπάρχει – ὑποταγή μερικῶν μελῶν σέ ἄλλα, ἀλλά πρέπει νά ὑπάρχει κοινωνία καί περιχώρηση μεταξύ μας, μέ ἔργα ἀγάπης, γιατί ἔχουμε τήν ἴδια πίστη. Καί ὅσοι ἔχουμε ἐκκλησιαστικά ἀξιώματα, ὅσοι, δηλαδή, εἴμαστε ἱερεῖς ἤ ἐπίσκοποι, πρέπει νά γνωρίζουμε καλά ὅτι τά ἀξιώματά μας στήν Ἐκκλησία δέν εἶναι κυριαρχικά καί ὑπεροπτικά, ἀλλά διακονικά καί ὑπηρετικά γιά τήν σωτηρία τῶν ἀδελφῶν μας χριστιανῶν.
Ὁ πάπας μέ τό «πρωτεῖο», μέ τό ὁποῖο θέλει νά κυριαρχεῖ καί νά ἐξουσιάζει ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν, φέρνει ἄνω-κάτω αὐτή τήν ὡραία ἐκκλησιολογία, πού φτιάχνει μία τέλεια κοινωνία, βασιζόμενη στήν ἀγαπητική σχέση τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ Θεοῦ μας. Τό «πρωτεῖο» λοιπόν τῶν Καθολικῶν προσβάλλει τήν ὀρθόδοξη Τριαδολογία καί Ἐκκλησιολογία καί κατασκευάζει μία στυγνή δικτατορία, στήν ὁποία κυβερνᾶ ὁ ρωμαῖος ποντίφηκας, ὁ πάπας.
7. Τέλος, θέλουμε νά γράφουμε μία ἀλήθεια, ἡ ὁποία παρακαλοῦμε νά προσεχθεῖ, γιατί εἶναι πολύ σοβαρή: Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ὑπάρχει πρωτεῖο! Ὄχι ὅμως πρωτεῖο ἐξουσίας, ἀλλά «πρωτεῖο ΑΛΗΘΕΙΑΣ». Καί βεβαίως ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, ἐπειδή ἔχει – μόνη αὐτή – τήν ὅλη ἀλήθεια δικαιοῦται αὐτή καί μόνο νά ἔχει τό «πρωτεῖον τιμῆς», διότι ἔχει τό «πρωτεῖον ἀληθείας». Πέρα ὅμως ἀπό αὐτήν τήν γενική ἔννοια περί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, λέγουμε ὅτι καί ἕνας ἁπλός μοναχός στήν Ἐκκλησία μας, ἀλλά ἅγιος, σάν τόν ἅγιο Νικόδημο τόν ἁγιορείτη γιά παράδειγμα, ἤ σάν τόν ἅγιο Παΐσιο τόν ἁγιορείτη πάλι, ἔχουν καί αὐτοί, σάν ἰδιαίτερα πρόσωπα ὁ καθένας, ἔχουν «πρωτεῖον ἀληθείας». Αὐτό τό παρατηροῦμε ἤδη στόν ἅγιο Ἰγνάτιο τόν Θεοφόρο καί στόν ἅγιο Διονύσιο, ἐπίσκοπο Κορίνθου, ἔπειτα ἤ στόν ἅγιο Εἰρηναῖο, ἐπίσκοπο Λουγδούνου, ἀκόμη μετέπειτα. Στόν ἅγιο Διονύσιο Κορίνθου τό αἴσθημα τοῦ πρωτείου τῆς ἀληθείας, πού ἔχει γιά τόν ἑαυτό του, τοῦ δημιουργεῖ αἴσθημα γενικῆς εὐθύνης καί τόν κάνει ὄχι νά συμβουλεύει ἁπλῶς, ἀλλά νά «προστάττῃ» (βλ. Εὐσεβίου Ἐκκλησιαστική ἱστορ. Δ´ 23,6) νά δεχθοῦν καί νά ἐφαρμόσουν οἱ παραλῆπτες του τά παραγγελλόμενα. Καί σ᾽ αὐτό (στήν ὑπακοή στά λεγόμενά του) δέν ἐξαιρεῖται οὔτε ὁ ἰσχυρός ἐπίσκοπος τῆς Ρώμης Σωτήρ, ὁ ὁποῖος, ἐνῷ διαφωνοῦσε ἀρχικά μέ τόν Διονύσιο, ὑπεχώρησε ἔπειτα καί συνεφώνησε μέ τίς ἀπόψεις του. Ὅποιος στήν Ἐκκλησία μας ἐπίσκοπος ἤ καί ἁπλός ἱερεύς (σάν τόν πατέρα Ἐπιφάνιο τόν Θεοδωρόπουλο) ἤ καί λαϊκός (σάν τόν Καθηγητή Παναγιώτη Τρεμπέλα), λόγῳ ἁγιότητος καί γνώσεως τῆς θεολογίας, ἔχει – νοιώθει μέσα του αὐτό τό αἴσθημα τοῦ «πρωτείου ἀληθείας», αὐτός ἐκφράζει γνησιώτερα καί βαθύτερα καί ζωηρότερα ἀπό ὅσο οἱ ἄλλοι ἐπίσκοποι, ἱερεῖς ἤ λαϊκοί, τήν θεία ἀλήθεια σχετικά μέ τά προβλήματα πού ἀφοροῦν τήν σωτηρία καί τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό ὅμως τό αἴσθημα τοῦ ἔχοντος τό «πρωτεῖο ἀληθείας», πού τόν κάνει νά «προστάττῃ», ὅπως εἴπαμε γιά τόν ἅγιο Διονύσιο Κορίνθου, τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι μόνο δέν ἔχει καμμία σχέση μέ τό «πρωτεῖο ἐξουσίας» τοῦ πάπα, ἀλλά «οὐσιαστικά καί τό ἀναιρεῖ», ὅπως λέγει ὡραῖα ὁ μακαριστός πατρολόγος Καθηγητής, μακαριστός μοναχός Γεράσιμος (Στυλιανός) Παπαδόπουλος (βλ. Πατρολογία του, τόμ. Α´, σ. 268. 269).
Ἀπό αὐτό τό αἴσθημα, τοῦ πρωτείου ἀληθείας κινήθηκε καί ὁ ἅγιος Κλήμης ὁ Ρώμης νά γράψει ἐπιστολή πρός τήν Ἐκκλησία τῆς Κορίνθου συμβουλεύοντας γιά τήν εἰρήνευσή της, καί ὄχι ἀπό τό πρωτεῖο ἐξουσίας ὡς Ρώμης, ὅπως ἐσφαλμένως ἰσχρυρίζονται καθολικοί συγγραφεῖς πατρολογικῶν ἐγχειριδίων.
Περιοδικὸ «Ἐρῶ», τεύχος 25ο

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...