Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Μαρτίου 27, 2016

Γιατί Ορθόδοξοι και Καθολικοί δεν γιορτάζουμε μαζί το Πάσχα;

πάσχαΤο Πάσχα των καθολικών είναι ένα καθιερωμένο τετραήμερο για τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, ενώ και τα σχολεία κλείνουν για 2 εβδομάδες. Κάπως έτσι, το καθολικό πάσχα αποτελεί την ανεπίσημη έναρξη της τουριστικής περιόδου για τη χώρα μας.
Γιατί όμως η ημερομηνία αυτής της γιορτής είναι κινητή και πώς καθορίζεται από τις δύο Εκκλησίες;
Την απάντηση θα πρέπει να την αναζητήσουμε στις παραδόσεις των Εβραίων, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν το σεληνιακό ημερολόγιο, που βασιζόταν στον κύκλο της Σελήνης. Εκείνα τα χρόνια γιόρταζαν το Πάσχα, ονομασία που βγαίνει από τη λέξη «πεσάχ» και σημαίνει «διέλευση», στις 14 του μήνα Νισάν, που ήταν η πρώτα μέρα της εαρινής ισημερίας ή η μέρα αμέσως μετά από αυτήν.
Η συγκεκριμένη ημέρα συνδέθηκε αμέσως με τον εορτασμό του χριστιανικού Πάσχα, από τα πρώτα χρόνια, μετά την Ανάσταση του Χριστού, και αυτό γιατί, σύμφωνα με την παράδοση, ο Χριστός αναστήθηκε την πρώτη ημέρα μετά το εβραϊκό Πάσχα, που έτυχε να είναι Σάββατο.
Αρχικά, κάθε χριστιανική εκκλησία γιόρταζε το Πάσχα σε άλλη ημερομηνία, ενώ οι εθνικές εκκλησίες προτιμούσαν την Κυριακή. Η Α’ Οικουμενική Σύνοδος της Νίκαιας αποφάσισε ότι το Πάσχα θα γιορτάζεται την πρώτη Κυριακή μετά την πρώτη πανσέληνο της άνοιξης, ενώ αν η πανσέληνος γίνει εκείνη την Κυριακή, τότε η γιορτή μεταφέρεται για την αμέσως επόμενη Κυριακή. Έτσι, χριστιανικό και εβραϊκό Πάσχα δεν θα συνέπιπταν ποτέ, ενώ το χριστιανικό έθιμο συνδέθηκε και με το αστρονομικό φαινόμενο της πανσελήνου.
Οπότε, για να υπολογιστεί η ημερομηνία της Ανάστασης σε ένα έτος, αρκούσε η ημερομηνία της πρώτης εαρινής πανσελήνου. Όμως το ημερολόγιο που ίσχυε εκείνη την εποχή ήταν αυτό που είχε θεσπίσει ο Ιούλιος Καίσαρας το 45 π.Χ. και το οποίο είχε ανά έτος 365 ημέρες, ενώ σε κάθε τετραετία, στο δίσεκτο δηλαδή έτος, προσέθετε μια ημέρα παραπάνω. Επειδή όμως το κάθε ηλιακό έτος διαθέτει στην πραγματικότητα 365,242199 ημέρες, το ιουλιανό ημερολόγιο αποδείχτηκε ότι είναι μεγαλύτερο από το πραγματικό κατά 11 λεπτά και 13 δευτερόλεπτα.
Η αλλαγή ήρθε με το γρηγοριανό ημερολόγιο, το οποίο μετονόμασε την 5η Οκτωβρίου του 1582, σε 15η Οκτωβρίου, ώστε η εαρινή ισημερία να πέσει στις 21 Μαρτίου, όπως ακριβώς προέβλεπε και η Α’ Οικουμενική Σύνοδος.
Τα περισσότερα καθολικά κράτη το υιοθέτησαν μέσα στα επόμενα 5 χρόνια, ενώ τα ορθόδοξα ήταν εντελώς αντίθετα, με αποτέλεσμα να διατηρήσουν το ιουλιανό ημερολόγιο, μέχρι τον 20ό αιώνα.
Στην Ελλάδα το γρηγοριανό ημερολόγιο ήρθε στις 16 Φεβρουαρίου του 1923, ενώ η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία, σε αντίθεση με το κράτος, διατήρησε το ιουλιανό ημερολόγιο μέχρι το 1924, όπου και τελικά ταυτίστηκε με το πολιτικό, για να ενισχύσει τις ακίνητες εορτές. Το Πάσχα όμως εξακολουθεί να υπολογίζεται με βάση το ιουλιανό σύστημα, όπως άλλωστε και όλες οι υπόλοιπες κινητές εορτές.
Επιπλέον, ως προς τη διαφορά των ημερομηνιών που γιορτάζονται τα δύο Πάσχα καθοριστικό ρόλο  παίζει και ο «μετωνικός κύκλος», που είναι το σύστημα πρόβλεψης των εαρινών πανσελήων και το οποίο η Ορθόδοξη Εκκλησία χρησιμοποιεί μέχρι και σήμερα.
Οι καθολικοί, λοιπόν, γιορτάζουν την Ανάσταση σύμφωνα με τον κανόνα της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, όμως υπολογίζουν την πανσέληνο σύμφωνα με το γρηγοριανό ημερολόγιο, μαζί με το σφάλμα που φέρει το μετωνικό σύστημα, προσθέτοντας ορισμένες ημέρες, με αποτέλεσμα,η καθολική πανσέληνος να είναι πιο κοντά στην αστρονομική από ότι η ορθόδοξη.
Καθολικοί και Ορθόδοξοι γιορτάζουν μαζί το Πάσχα, μόνο όταν η μετώνεια πασχαλινή πανσέληνος συμπέσει από την Κυριακή μέχρι το Σάββατο της ίδιας εβδομάδας, οπότε την αμέσως επόμενη Κυριακή είναι το διπλό Πάσχα.
Το φαινόμενοπροβλέπεται να συμβεί και το 2017, στις 16 Απριλίου. Συνολικά, για τον παρόντα αιώνα, θα υπάρξουν 31 έτη με κοινό εορτασμό του Πάσχα για τις δύο Εκκλησίες, ενώ κάθε αιώνα θα συμβαίνει όλο και πιο σπάνια αυτό.
Μάλιστα, το 2698 υπολογίζεται ότι θα είναι το τελευταίο κοινό Πάσχα, καθώς μετά τα 2700, εξαιτίας του μετώνειου σφάλματος, η ιουλιανή και η γρηγοριανή πανσέληνος δεν θα μπορέσουν να συμπέσουν ποτέ ξανά.

Η ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΜΑΣ ΩΣ ΑΝΤΙΔΟΤΟ ΣΤΗΝ ΚΡΙΣΗ

Κων­σταν­τί­νου Χο­λέ­βα
 Πο­λι­τι­κοῦ Ἐ­πι­στή­μο­νος

Τί εἶ­ναι κρί­ση;
ELLHNORTHODOXH_TAYTOTHTAΤί εἶ­ναι κρί­ση; Τί ση­μαί­νει στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ κρί­ση. Μὴν ἀ­παν­τή­σε­τε, ἀ­γα­πη­τοὶ ἀ­να­γνῶ­στες. Οἱ ἔν­νοι­ες εἶ­ναι πά­ρα πολ­λές. Ὅ­σα λε­ξι­κὰ καὶ νὰ ψά­ξε­τε θὰ βρεῖ­τε πά­ρα πολ­λές. Ὡς Χρι­στια­νοί, ξέ­ρου­με πὼς ὑ­πάρ­χει ἡ ἔν­νοια­ τῆς κρί­σης ποὺ ση­μαί­νει Δί­κη καὶ λέ­ω· μή­πως ἡ κρί­ση εἶ­ναι μί­α μορ­φὴ θεί­ας Δί­κης; Μή­πως γιὰ ὅ­σους πι­στεύ­ου­με στὸν Θε­ό, ἡ κρί­ση εἶ­ναι μί­α μορ­φὴ θεί­ας Δί­κης, νὰ μᾶς δώ­σει ἕ­να μή­νυ­μα ὁ Θε­ὸς πῶς κά­πως ξε­φύ­γα­με, ὅ­τι ἴ­σως δώ­σα­με ἔμ­φα­ση πε­ρισ­σό­τε­ρο σὲ ὑ­λι­κὰ ἀ­γα­θά, ὅ­τι δὲν στη­ρι­χτή­κα­με στὴν πρό­νοι­α, στὴν προ­σευ­χὴ στὴν βο­ή­θειά του; Μή­πως ὁ Θε­ὸς μᾶς χτυ­πά­ει καμ­πα­νά­κι γιὰ νὰ μᾶς βο­η­θή­σει; Μή­πως πα­ρα­συρ­θή­κα­με;

Μή­πως μᾶς θυ­μί­ζει κά­τι;
Ὁ τό­πος ἔ­χει πε­ρά­σει ξα­νὰ δύ­σκο­λες στιγ­μές. Τώ­ρα λέ­με «τί κά­νει τὸ κρά­τος;». Ὅ­πως λέ­με «τί κά­νει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α;». Ὅ­λοι μας, ὅ­μως, εἴ­μα­στε Ἐκ­κλη­σί­α. Ὅ­λοι μας εἴ­μα­στε ὑ­πεύ­θυ­νοι γιὰ τὸ τί κά­νει τὸ κρά­τος. Ἕ­να ἀ­πὸ τὰ στοι­χεῖ­α τοῦ κρά­τους εἶ­ναι ὁ λα­ός. Ἐ­μεῖς, εἴ­μα­στε κομ­μά­τι τοῦ κρά­τους. Ἀλ­λὰ ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο θὰ θυ­μί­σω ὅ­τι ἐ­πι­βι­ώ­σα­με σὲ κρί­σεις με­γα­λύ­τε­ρες καὶ πιὸ δύ­σκο­λες, χω­ρὶς νὰ ἔ­χου­με κρά­τος. Πό­τε; Στὴν Τουρ­κο­κρα­τί­α. Εἴ­χα­με κρά­τος μὲ τὴν ἔν­νοι­α τὴ νο­μι­κή; Ὄ­χι. Πο­λι­τεια­κὰ κρά­τος δὲν εἴ­χα­με. Τί εἴ­χα­με; Πῶς ἐ­πι­βι­ώ­σα­με; Πῶς σή­με­ρα ἔ­χου­με Ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη καὶ Ἑλ­λη­νι­κὴ γλῶσ­σα; Πῶς κρα­τή­σα­με τὰ στοι­χεῖ­α μας αὐ­τά; Πῶς ἀν­τέ­ξα­με; Πῶς πέ­τυ­χε τὸ ᾿21 με­τὰ ἀ­πὸ 80 ἐ­πα­να­στά­σεις πού δὲν πέ­τυ­χαν; Καὶ αὐ­τὸ εἶ­ναι ἕ­να μή­νυ­μα ἐμ­μο­νῆς καὶ ἐ­πι­μο­νῆς. Στὰ σχο­λι­κὰ βι­βλί­α γρά­φουν γιὰ δύ­ο ἀ­τυ­χεῖς ἐ­ξε­γέρ­σεις· τοῦ Δι­ο­νυ­σί­ου Φι­λο­σό­φου, ποὺ τὸν ἔ­γδα­ραν ζων­τα­νὸ στὰ Γι­άν­νε­να τὸ 1611, καὶ τὰ Ὀρ­λω­φι­κά, τό­τε ποὺ ὑ­πο­σχέ­θη­καν οἱ ναύ­αρ­χοι ἀ­δερ­φοὶ Ὀρ­λώφ, τῆς Με­γά­λης Αἰ­κα­τε­ρί­νης νὰ ἔρ­θουν νὰ μᾶς βο­η­θή­σουν. Τε­λι­κὰ ἀ­δι­α­φό­ρη­σαν καὶ ἔ­μει­νε μό­νος του ὁ Κα­τσώ­νης. Καὶ δὲν ἔ­γι­ναν μό­νο αὐ­τές. Ὀ­γδόν­τα ἐ­πα­να­στά­σεις πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­καν μέ­χρι τε­λι­κὰ νὰ γί­νει ἡ ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­ση. Καὶ πῶς ἐ­πι­βι­ώ­σα­με; Τί εἴ­χα­με;
Εἴ­χα­με Ἐκ­κλη­σί­α ποὺ κρα­τοῦ­σε τὴν πί­στη, τὴν αἰ­σι­ο­δο­ξί­α, κρα­τοῦ­σε ἕ­να ὅ­ρα­μα. Μι­λών­τας γιὰ Ἀ­νά­στα­ση, ὁ Ἕλ­λη­νας πί­στευ­ε καὶ στὴν Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Γέ­νους. Κά­θε Πά­σχα ποὺ χτυ­ποῦ­σαν οἱ καμ­πά­νες –καὶ ἐ­πέ­τρε­πε ὁ Τοῦρ­κος νὰ χτυ­ποῦν οἱ καμ­πά­νες καὶ νὰ πέ­φτουν καὶ οἱ μπα­τα­ρι­ὲς (πυ­ρο­βο­λι­σμοὶ)– ὁ Ἕλ­λη­νας ἔ­λε­γε «Χρι­στὸς Ἀ­νέ­στη», προ­σέ­θε­τε καὶ «ἡ Ἑλ­λὰς Ἀ­νέ­στη». Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α κρά­τη­σε καὶ τὴν ἐ­θνι­κὴ συ­νεί­δη­ση, μὲ τὴν ἔν­νοι­α τοῦ γέ­νους τῶν Ρω­μη­ῶν, τῶν ὀρ­θο­δό­ξων Ἑλ­λή­νων. Ἕλ­λη­νες καὶ Ρω­μη­οὶ καὶ Γραι­κοὶ καὶ τὰ τρί­α ὀ­νό­μα­τα χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν ἀ­πὸ Ἁ­γί­ους, ἀ­πὸ Ὁ­μο­λο­γη­τὲς καὶ ἀ­πὸ ἥ­ρω­ες τοῦ ᾿21 καὶ ἀ­πὸ δι­α­νο­ού­με­νους. Τὸ «Ρω­μη­ὸς» εἶ­ναι πιὸ Χρι­στι­α­νι­κό, τὸ «Γραι­κὸς» προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὸν Ἀ­ρι­στο­τέ­λη, πιὸ ἀρ­χαι­ο­ελ­λη­νι­κὸ καὶ πιὸ εὐ­ρω­πα­ϊ­κό. Στὴ συ­νέ­χεια τὸ «Ἕλ­λη­νας» τὰ κα­λύ­πτει ὅ­λα καὶ γι᾿ αὐ­τὸ σή­με­ρα τὸ χρη­σι­μο­ποι­οῦ­με πιὸ πο­λύ. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α κρά­τη­σε τὴ γλῶσ­σα. Πολ­λοὶ Καπ­πα­δό­κες στὰ χω­ριὰ τοῦ Ἁγ. Ἀρ­σε­νί­ου καὶ τοῦ Γέ­ρον­τος Πα­ϊ­σί­ου, μι­λοῦ­σαν τούρ­κι­κα, ἦ­ταν τουρ­κό­φω­νοι. Πολ­λοὶ ἀ­πὸ ἐ­σᾶς μπο­ρεῖ νὰ ἔ­χε­τε παπ­ποῦ­δες καὶ γι­α­γιά­δες ποὺ ἦρ­θαν ἀ­πὸ τὴ Μι­κρα­σί­α καὶ μι­λοῦ­σαν τούρ­κι­κα. Πῶς κρά­τη­σαν ἐ­πὶ πέν­τε αἰ­ῶ­νες οἱ Καπ­πα­δό­κες, ποῦ εἶ­χαν ὑ­πο­δου­λω­θεῖ νω­ρί­τε­ρα; Τούρ­κι­κα μι­λοῦ­σαν ἐ­κεῖ, ἀλ­λὰ οἱ Ὀρ­θό­δο­ξη Θεί­α Λει­τουρ­γί­α ἦ­ταν στὰ ἑλ­λη­νι­κά, ἔ­τσι σώ­θη­κε ἡ γλῶσ­σα.
Τί ἄλ­λο εἴ­χα­με; Εἴ­χα­με Με­γά­λη Ἰ­δέ­α! Πα­ρε­ξη­γη­μέ­νη σή­με­ρα ἀ­πὸ πολ­λούς. Στὰ σχο­λι­κὰ βι­βλί­α σή­με­ρα δὲν ὑ­πάρ­χει ἢ ὑ­πάρ­χει μὲ μί­α μορ­φὴ κά­πως ἀρ­νη­τι­κή. Τί ἔ­λε­γε ἡ Με­γά­λη Ἰ­δέ­α; Ἔ­λε­γε πὼς αὐ­τὸς ὁ λα­ὸς ἔ­πρε­πε νὰ πά­ψει νὰ εἶ­ναι ὑ­πό­δου­λος. Μί­α ἰ­δέ­α ποὺ ξε­κί­νη­σε ἐ­πὶ Φραγ­κο­κρα­τί­ας ὅ­ταν οἱ σταυ­ρο­φό­ροι τὸ 1204 πῆ­ραν τὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη καὶ ἀν­δρώ­θη­κε ἐ­πὶ Τουρ­κο­κρα­τί­ας, τὸ «πά­λι μὲ χρό­νια μὲ και­ρούς». Καὶ τό­τε ἔ­πρε­πε νὰ ὑ­πάρ­χει αὐ­τὴ ἡ ἰ­δέ­α. Ἔ­πρε­πε νὰ ὑ­πάρ­χει, για­τί τὸ ὅ­ρα­μα ξυ­πνά­ει τὸν σκλα­βω­μέ­νο λα­ὸ νὰ προ­χω­ρεῖ.
Τί ἄλ­λο εἴ­χα­με; Ἀ­γά­πη στὰ γράμ­μα­τα. Πα­ρά­δειγ­μα· ἕ­να παι­δά­κι ὀ­νό­μα­τι Νι­κο­λά­κης, ξε­κι­νᾶ τὸ 1750 ἀ­πὸ ἕ­να νη­σὶ τοῦ Αἰ­γαί­ου καὶ φεύ­γει ἀ­φοῦ ἔ­μα­θε τὰ κολ­λυ­βο­γράμ­μα­τα ἀ­πὸ ἕ­ναν ἱ­ε­ρέ­α ἐ­κεῖ, πά­ει στὴ Σμύρ­νη, στὴν Εὐ­αγ­γε­λι­κὴ σχο­λὴ – πα­νε­πι­στή­μιο γιὰ τὴν ἐ­πο­χή, με­γά­λη σχο­λή. Κά­θε­ται πέν­τε χρό­νια ἐ­κεῖ, μα­κριὰ ἀ­πὸ τοὺς γο­νεῖς του μὲ ἕ­να τριμ­μέ­νο ρα­σά­κι, μὲ ἕ­να κε­ρά­κι νὰ πέ­φτει πά­νω ἀ­πὸ στὰ βι­βλί­α του, μὲ τρύ­πια πα­πού­τσια, μὲ μη­δὲν χαρ­τζι­λί­κι ἀ­πὸ τοὺς γο­νεῖς του, χω­ρὶς ἐ­πι­κοι­νω­νί­α μα­ζί τους – μιᾶς καὶ τό­τε δὲν ὑ­πῆρ­χαν οὔ­τε φάξ, οὔ­τε κι­νη­τά. Οἱ γο­νεῖς του πέν­τε χρό­νια ἤ­ξε­ραν ὅ­τι ὁ Νι­κο­λά­κης ἦ­ταν στὸ ἔ­λε­ος τοῦ Θε­οῦ, ὅ­τι μά­θαι­νε γράμ­μα­τα. Καὶ πα­ρ᾿ ὅ­λες τὶς δυ­σκο­λί­ες ὁ Νι­κο­λά­κης ἔ­μα­θε καὶ τὰ ἀρ­χαί­α ἑλ­λη­νι­κά τοῦ Ὁ­μή­ρου καὶ τοῦ Θου­κυ­δί­δη καὶ τῶν Πα­τέ­ρων καὶ ὅ­λη τὴν Και­νὴ Δι­α­θή­κη ἀ­πέ­ξω καὶ τὴ Θε­ο­λο­γί­α πο­λὺ κα­λὰ καὶ γαλ­λι­κὰ καὶ ἰ­τα­λι­κὰ καὶ λα­τι­νι­κὰ καὶ φυ­σι­κὴ καὶ μα­θη­μα­τι­κὰ καὶ ἰ­α­τρι­κή. Ὁ Νι­κο­λά­κης Καλ­λι­βρού­τσης, εἶ­ναι ὁ Ἅγ. Νι­κό­δη­μος ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της, ποὺ ἔ­φυ­γε ἀ­πὸ τὴν Νά­ξο για­τί ἀ­γα­ποῦ­σε τὰ γράμ­μα­τα. Καὶ ζω­γρα­φί­ζει τὴν καρ­διὰ καὶ πε­ρι­γρά­φει τὴ λει­τουρ­γί­α τοῦ αἵ­μα­τος καὶ θυ­μᾶ­ται ἀ­π᾿  ἔ­ξω τούς Πα­τέ­ρες καὶ πά­ει σὲ ἕ­να νη­σὶ μὲ τὸν Γέ­ρον­τά του καὶ θυ­μᾶ­ται ἀ­π᾿ ἔ­ξω ὅ­λους τούς Ἀρ­χαί­ους καὶ ὅ­λη τὴν Και­νὴ Δι­α­θή­κη καὶ γρά­φει βι­βλί­ο μὲ πα­ρα­πομ­πές, χω­ρὶς νὰ ἔ­χει πρό­σβα­ση στὰ βι­βλί­α, οὔ­τε δι­α­δί­κτυ­ο τὴν ἐ­πο­χὴ ἐ­κεί­νη. Για­τί μά­θαι­ναν νὰ δι­α­βά­ζουν. Μά­θαι­ναν νὰ κο­πιά­ζουν. Καὶ δι­ε­ρω­τῶ­μαι· ἡ παι­δα­γω­γι­κὴ φι­λο­σο­φί­α τῶν τε­λευ­ταί­ων δε­κα­ε­τι­ῶν ποὺ λέ­ει «μὴ βά­ζεις κόκ­κι­νο στὰ γρα­πτά τοῦ παι­διοῦ», «μὴν τὸ κου­ρά­ζεις πο­λύ», «μὴν τοῦ βά­ζεις πολ­λὲς ἀ­σκή­σεις», «μὴν τοῦ βά­ζεις πολ­λὴ γραμ­μα­τι­κή», «μὴν γρά­φει ἔκ­θε­ση, ἀλ­λὰ μό­νο πε­ρί­λη­ψη», «μὴ μα­θαί­νει κα­νό­νες», «μὴ μα­θαί­νει τό­νους καὶ πνεύ­μα­τα» -για­τί τὰ κα­ταρ­γή­σα­με γιὰ οἰ­κο­νο­μί­α χρό­νου καὶ μᾶλ­λον ἀ­νορ­θό­γρα­φα βγαί­νουν τὰ παι­διὰ- αὐ­τὸ τὸ «μή, μή, μή…» βο­ή­θη­σε; Για­τί τὰ παι­διὰ τὴν ἐ­πο­χὴ τοῦ Νι­κο­λά­κη -Ἁγ. Νι­κο­δή­μου- μά­θαι­ναν γράμ­μα­τα, ὑ­πὸ δου­λεί­αν, χω­ρὶς τὰ στοι­χει­ώ­δη ὑ­λι­κὰ μέ­σα καὶ ἤ­ξε­ραν ἄ­πται­στα καὶ τὰ Ἀρ­χαί­α καὶ τὰ Νέ­α Ἑλ­λη­νι­κὰ καὶ ἦ­σαν καὶ ρή­το­ρες καὶ συγ­γρα­φεῖς; Ἐ­ρώ­τη­μα τὸ θέ­τω γιὰ νὰ συγ­κρί­νου­με μὲ τὴ «μον­τέρ­να» παι­δα­γω­γι­κή.
Τέ­λος, τί ἄλ­λο εἴ­χα­με; Εἴ­χα­με ἰ­δι­ω­τι­κὴ πρω­το­βου­λί­α μὲ ἐ­θνι­κὴ συ­νεί­δη­ση. Εἴ­χα­με ἐ­πι­χει­ρη­μα­τί­ες, ἐμ­πό­ρους, ναυ­τι­κοὺς μὲ ἐ­θνι­κὴ συ­νεί­δη­ση. Ἔ­φευ­γε ἕ­να φτω­χὸ παι­δὶ ἀ­πὸ τὰ Γι­άν­νε­να, ὁ Ζώ­ης Κα­πλά­νης –ποὺ ἔ­μα­θε καὶ αὐ­τὸς γράμ­μα­τα τὸ βρά­δυ, δι­α­βά­ζον­τας στὸ μα­γα­ζὶ τοῦ ἐμ­πό­ρου ἀ­φεν­τι­κοῦ του πά­νω στὰ σα­κκιὰ– πῆ­γε στὴ Ρω­σσί­α ἔ­γι­νε ἔμ­πο­ρος, ἔ­γι­νε πλού­σιος, ἀλ­λὰ τὰ χρή­μα­τα τὰ ἔ­στελ­νε στὰ Γι­άν­νε­να γιὰ νὰ γί­νει ἡ σχο­λὴ ποὺ εἶ­ναι γνω­στὴ ἀ­κό­μα καὶ σή­με­ρα, ἡ «Κα­πλά­νει­ος Σχο­λή». Ἐ­θνι­κοὶ εὐ­ερ­γέ­τες· ἐ­πι­χει­ρη­μα­τί­ες, ἔμ­πο­ροι, ναυ­τι­κοί.

Νὰ λοι­πὸν, πὼς ἐ­πι­βι­ώ­σα­με χω­ρὶς κρά­τος! Μὲ Ἐκ­κλη­σί­α, ὅ­ρα­μα τὴ Με­γά­λη Ἰ­δέ­α, ἀ­γά­πη στὰ Γράμ­μα­τα, ἰ­δι­ω­τι­κὴ πρω­το­βου­λί­α καὶ Ἀν­θρώ­πους μὲ ἐ­θνι­κὴ συ­νεί­δη­ση.

«Δυ­στυ­χῶς Ἐ­πτω­χεύ­σα­μεν»
Καὶ νὰ πῶ καὶ ἄλ­λη μί­α ἱ­στο­ρί­α, πιὸ κον­τι­νὴ στὰ ση­με­ρι­νά. Σή­με­ρα ἀ­κοῦ­με γιὰ πτώ­χευ­ση, τί ση­μαί­νει αὐ­τό; Ποῦ θὰ πά­ει ἡ Ἑλ­λά­δα ἂν συμ­βεῖ αὐ­τό; Δὲν εἶ­μαι οἰ­κο­νο­μο­λό­γος νὰ σᾶς πῶ τί ἀ­κρι­βῶς ση­μαί­νει πτώ­χευ­ση. Ναὶ, ἔ­χει ξα­να­γί­νει, πραγ­μα­τι­κή, ἐ­πί­ση­μη πτώ­χευ­ση. Καὶ πιὸ τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα; Ἀ­φυ­πνι­σθή­κα­με, φι­λο­τι­μη­θή­κα­με καὶ ἀ­πε­λευ­θε­ρώ­σα­με ἑ­κα­τομ­μύ­ρια ὑ­πο­δού­λους Ἕλ­λη­νες. Θὰ σᾶς πῶ τὸ ἱ­στο­ρι­κὸ πα­ρά­δειγ­μα· 1893, πρω­θυ­πουρ­γὸς Χα­ρί­λα­ος Τρι­κού­πης. Δα­νεί­ζε­ται καὶ ξε­πλη­ρώ­νει προ­η­γού­με­νο καὶ προ­προ­η­γού­με­νο δά­νει­ο. Ζη­τᾶ ἀ­πὸ τὴν Ἀγ­γλί­α προ­νο­μια­κοὺς ὅ­ρους γιὰ νὰ ξε­πλη­ρώ­σει τὰ προ­η­γού­με­να δά­νεια καὶ τοῦ λέ­νε οἱ Ἄγ­γλοι θὰ σοῦ δώ­σου­με δά­νει­ο, ἂν ὑ­πο­θη­κεύ­σεις τὰ ἐ­θνι­κά σου θέ­μα­τα στὴν Ἀγ­γλί­α. Τό­τε ἦ­ταν τὸ Μα­κε­δο­νι­κὸ καὶ τὸ Κρη­τι­κὸ ζή­τη­μα – δὲν εἶ­χαν ἑ­νω­θεῖ ἀ­κό­μα μὲ τὴν Ἑλ­λά­δα. Καὶ λέ­ει ὁ Τρι­κού­πης «ὄ­χι, δὲν ὑ­πο­θη­κεύ­ω τὴν ἐ­ξω­τε­ρι­κή μου πο­λι­τι­κὴ στὴ Βρε­ττα­νί­α καὶ σὲ ὁ­ποι­α­δή­πο­τε ἄλ­λη δύ­να­μη». Ἔ­τσι κά­νει τὴν ἱ­στο­ρι­κὴ δή­λω­ση «Δυ­στυ­χῶς ἐ­πτω­χεύ­σα­μεν». Ἀλ­λὰ εἶ­πε καὶ μί­α ἄλ­λη φρά­ση ποὺ δεί­χνει τὴν ἐλ­πί­δα ἑ­νὸς πο­λι­τι­κοῦ με­γα­λε­πή­βο­λου: «ἡ Ἑλ­λὰς προ­ώ­ρι­σται (δηλ. εἶ­ναι προ­ο­ρι­σμέ­νη) νὰ ζή­σει καὶ θὰ ζή­σει». Καὶ τὸν δι­ώ­χνουν καὶ δὲν βγῆ­κε κἄν βου­λευ­τής. Συ­νε­χί­ζε­ται ἡ ἱ­στο­ρί­α. Παίρ­νει τε­λι­κὰ δά­νει­ο ἡ Ἑλ­λά­δα. Δεύ­τε­ρο πλῆγ­μα τὸ 1897, Ἑλ­λη­νο­τουρ­κι­κὸς πό­λε­μος, ἀ­τυ­χής. Ὑ­πο­χω­ροῦ­με καὶ φτά­νουν οἱ Τοῦρ­κοι μέ­χρι τὴ Λά­ρι­σα. Τρί­το πλῆγ­μα, τὸ 1898 ἐγ­κα­θί­στα­ται στὴν χώ­ρα μας ἡ «Τρό­ϊκα» τῆς ἐ­πο­χῆς ἐ­κεί­νης. Ἕξι δυ­νά­μεις, με­γά­λες δυ­νά­μεις εὐ­ρω­πα­ϊ­κὲς μπῆ­καν στὴν Ἑλ­λά­δα καὶ ἔ­παιρ­ναν διὰ νό­μου ὅ­λα τὰ ἔ­σο­δα ποὺ εἶ­χε τὸ κρά­τος ἀ­πὸ τὰ κρα­τι­κὰ μο­νο­πώ­λια, δη­λα­δὴ σπίρ­τα, τσι­γά­ρα, πε­τρέ­λαι­ο, ἁ­λά­τι, τρα­που­λό­χαρ­τα καὶ τὰ τε­λω­νεῖ­α Πει­ραι­ῶς καὶ Λαυ­ρί­ου τὰ ἤ­λεγ­χαν ξέ­νοι. Ἄ­ρα τὸ ἑλ­λη­νι­κὸ δη­μό­σιο τα­μεῖ­ο ἔ­χα­νε ση­μαν­τι­κὰ ἔ­σο­δα. Αὐ­τὴ ἡ Ἑλ­λά­δα ἡ πτω­χευ­μέ­νη ποὺ εἶ­χε ὑ­πο­στεῖ Δι­ε­θνῆ Οἰ­κο­νο­μι­κὸ Ἔ­λεγ­χο, κα­τόρ­θω­σε σὲ λί­γα χρό­νια νὰ με­γα­λώ­σει τὰ σύ­νο­ρά της (Μα­κε­δο­νι­κὸς Ἀ­γώ­νας) καὶ τὸ 1912-1913 νὰ ἀ­πε­λευ­θε­ρώ­σει Ἤ­πει­ρο, Μα­κε­δο­νί­α, Κρή­τη, νη­σιὰ Αἰ­γαί­ου καὶ νὰ ἑ­τοι­μά­σει τὴν ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­ση τῆς Θρά­κης. Για­τί ἡ πτώ­χευ­ση τοῦ 1893 δὲν  ὁ­δή­γη­σε σὲ ἀ­παι­σι­ο­δο­ξί­α, σὲ αὐ­τὸ τὸ γκρί­ζο ποὺ βλέ­που­με σή­με­ρα, σὲ κα­τά­θλι­ψη, ἀ­δι­α­φο­ρί­α, ἄρ­νη­ση τοῦ ἀν­θρώ­που γιὰ δη­μι­ουρ­γι­κό­τη­τα. Για­τί δὲν ὁ­δή­γη­σε ὅ­λο αὐ­τὸ καὶ τό­τε σὲ κα­τά­θλι­ψη; Για­τί ὑ­πῆρ­χαν πνευ­μα­τι­κὲς ἀ­ξί­ες.

Νὰ θυ­μί­σω, ὅ­τι τὸ 1896 ἕ­νας τσα­ρου­χο­φό­ρος νε­ρου­λὰς ὀ­νό­μα­τι Σπύ­ρος Λού­ης κερ­δί­ζει τὸ Μα­ρα­θώ­νιο καὶ ἡ Ἑλ­λά­δα ἀ­πο­γει­ώ­νε­ται. Γί­νε­ται παγ­κο­σμί­ως γνω­στή. Χρυ­σὸ στὸ Μα­ρα­θώ­νιο τῶν Ὀ­λυμ­πια­κῶν Ἀ­γώ­νων, τῶν πρώ­των τῆς νε­ώ­τε­ρης ἐ­πο­χῆς. Καὶ ρω­τοῦν τὸ Σπύ­ρο Λού­η «τί βι­τα­μί­νες πῆ­ρες;» -δὲν ὑ­πῆρ­χαν τό­τε τὰ ἀ­να­βο­λι­κὰ- «ποι­ὸν εἶ­χες προ­πο­νη­τή;». Καὶ ἀ­παν­τά­ει, «τὸ βρά­δυ πρὸ τοῦ ἀ­γῶ­νος νή­στε­ψα καὶ προ­σευ­χή­θη­κα στὸ ἐκ­κλη­σά­κι τοῦ Μα­ρα­θῶνα» -ὁ Μα­ρα­θώ­νας ἦ­ταν μα­κριὰ ἀ­πὸ τὴν Ἀ­θή­να, μία­ μέ­ρα δρό­μος- «Νή­στε­ψα καὶ κοι­νώ­νη­σα καὶ προ­σευ­χή­θη­κα, ὅ­πως λέ­ει ἡ μά­ννα μου. Καὶ ἡ Πα­να­γί­α μοῦ ᾿δω­σε τὸ με­τάλ­λιο».
Δεύ­τε­ρη ση­μαν­τι­κὴ πνευ­μα­τι­κὴ ἀ­ξί­α ποὺ εἶ­χαν οἱ ἄν­θρω­ποι τὴν ἐ­πο­χὴ ἐ­κεί­νη, εἶ­ναι ἡ αὐ­το­θυ­σί­α. Θὰ μοῦ πεῖ­τε, «καὶ σή­με­ρα εἶ­ναι εὔ­κο­λο;». Αὐ­το­θυ­σί­α εἶ­ναι ἕ­νας γο­νιὸς ποὺ θυ­σιά­ζει τὴ δι­α­σκέ­δα­σή του, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, γιὰ νὰ μπο­ρεῖ νὰ κά­τσει νὰ δι­α­βά­σει τὰ παι­διά του. Κι αὐ­τὸ εἶ­ναι αὐ­το­θυ­σί­α. Τὴν ἐ­πο­χὴ ἐ­κεί­νη ἡ αὐ­το­θυ­σί­α ἐκ­φρά­σθη­κε στὸ πρό­σω­πο ἑ­νὸς ἥ­ρω­α, τοῦ Παύ­λου Με­λᾶ, ποὺ ἔ­φυ­γε ἀ­πὸ τὰ σα­λό­νια τῶν Ἀ­θη­νῶν γιὰ νὰ θυ­σια­σθεῖ στὴν τουρ­κο­κρα­τού­με­νη Μα­κε­δο­νί­α. Ὁ πα­τέ­ρας του ἦ­ταν Δή­μαρ­χος, ὁ πε­θε­ρὸς του ὁ Δρα­γού­μης πρω­θυ­πουρ­γὸς καὶ ὅ­μως πῆ­γε τρεῖς φο­ρὲς στὶς λά­σπες τῆς Μα­κε­δο­νί­ας γιὰ νὰ ἀ­φυ­πνί­σει τὸ Γέ­νος.
Τρί­τον. Ἕ­νας Γε­ώρ­γιος Ἀ­βέ­ρωφ ἔ­βα­λε χρή­μα­τα καὶ ἔ­δω­σε τὸ μι­σὸ τοὐ­λά­χι­στον κε­φά­λαι­ο γιὰ νά οἰ­κο­δο­μη­θεῖ τὸ θω­ρη­κτὸ Ἀ­βέ­ρωφ τοῦ Βαλ­κα­νι­κοῦ πο­λέ­μου, τὸ πλοῖ­ο αὐ­τὸ τὸ με­γά­λο. 
Καὶ τέ­ταρ­το στοι­χεῖ­ο, τὸ κυ­ρι­ώ­τε­ρο: Οἱ Ἕλ­λη­νες τοῦ 1893-1912  εἶ­χαν πί­στη γιὰ τὴ συ­νέ­χεια τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ. Τί εἶ­ναι ἡ συ­νέ­χεια τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ; Εἶ­ναι ἡ δι­α­χρο­νι­κή του πο­ρεί­α ὅ­πως τεκ­μη­ρι­ώ­νε­ται ἱ­στο­ρι­κά.. Εἶ­ναι ἡ αἴ­σθη­ση ὅ­τι χρω­στοῦ­με στοὺς Ἀρ­χαί­ους καὶ τοὺς Βυ­ζαν­τι­νούς. Ὄ­χι φυ­λε­τι­κά. Πο­τέ!  Ὁ Ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξος τρό­πος ζω­ῆς δὲν σκέ­πτε­ται φυ­λε­τι­κὰ-βι­ο­λο­γι­κά.. Τὸ ἀ­πορ­ρί­πτου­με αὐ­τό. Πνευ­μα­τι­κὰ καὶ πο­λι­τι­στι­κὰ εἶ­ναι τὰ κρι­τή­ριά μας! Μί­α συ­νέ­χεια τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ στὸν χρό­νο καὶ στὸν χῶ­ρο, μί­α ἑ­νό­τη­τα ἀ­ξι­ῶν ἀ­νὰ τοὺς αἰ­ῶ­νες.

Ἡ κρί­ση ὡς ἀ­φύ­πνι­ση καὶ ὁ ρό­λος τῆς Παι­δεί­ας
Μή­πως, τὰ τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια ἔ­χου­με πέ­σει στὰ δί­χτυ­α ἑ­νὸς εὐ­δαι­μο­νι­σμοῦ, μὲ τὴ μα­νί­α γιὰ κα­λο­πέ­ρα­ση ποὺ μᾶς δι­δά­σκουν ἡ τη­λε­ό­ρα­ση καὶ οἱ δι­α­φη­μί­σεις; Ὅ­σα ἀ­γο­ρά­ζου­με τὶς τε­λευ­ταῖ­ες δε­κα­ε­τί­ες ἦ­σαν χρή­σι­μα; Δὲν λέ­ω νὰ εἴ­μα­στε μὲ τὸ τριμ­μέ­νο πα­πού­τσι τοῦ Ἁ­γί­ου Νι­κο­δή­μου. Προ­φα­νῶς ὄ­χι! Μή­πως ὅ­μως ὑ­περ­χρε­ω­θή­κα­με ὡς ἄ­το­μα καὶ ὡς οἰ­κο­γέ­νει­ες;  Μή­πως καὶ ὡς κρά­τος κά­να­με τὸ ἴ­διο; Μή­πως ὑ­περ­δα­νει­ζό­μα­σταν καὶ γιὰ πολ­λοὺς λό­γους μὲ ἀ­πο­τέ­λε­σμα σή­με­ρα νὰ μὴ μπο­ροῦ­με νὰ ξε­πλη­ρώ­σου­με τὰ πρῶ­τα δά­νεια καὶ νὰ παίρ­νου­με και­νού­ργια κυ­ρί­ως γιὰ νὰ ξε­πλη­ρώ­σου­με τὰ πα­λιά; Αὐ­τὸ μᾶς ὁ­δη­γεῖ στὴν ἀ­να­ζή­τη­ση πιὸ πνευ­μα­τι­κῶν ἀ­ξι­ῶν. Πι­στεύ­ω λοι­πόν, ὅ­πως εἶ­πα καὶ στὴν ἀρ­χή, ὅ­τι ὁ Θε­ὸς δί­νει με­ρι­κὲς φο­ρὲς τὴν κρί­ση, δί­νει τὴ δυ­να­τό­τη­τα νὰ ξα­να­σκε­φτοῦ­με ποι­οὶ εἴ­μα­στε, ποῦ πᾶ­με, για­τί πᾶ­με καὶ τί λά­θη κά­νου­με. Καὶ  πι­στεύ­ω ὅ­τι στὴ συ­ζή­τη­ση γιὰ τὴν Παι­δεί­α ποὺ ἔ­χει ἀρ­χί­σει, δὲν πρέ­πει νὰ μέ­νου­με μό­νο στὸν τρό­πο εἰ­σα­γω­γῆς στὰ Πα­νε­πι­στή­μια ἢ μό­νο στὴ δι­οί­κη­ση. Τὸ ἐ­ρώ­τη­μα «τί ἀν­θρώ­πους δι­α­πλά­θου­με;». Τὸν homo economicus, τὸν κα­τα­να­λω­τή, τὸν ἄν­θρω­πο πού εἶ­ναι θύ­μα τῆς δι­α­φή­μι­σης, θύ­μα τῶν με­γά­λων τρα­πε­ζῶν, τῶν δα­νεί­ων; Ἢ ἄν­θρω­πο ἀ­νε­ξάρ­τη­το ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­χει συ­νεί­δη­ση ἠ­θι­κή, ὁ ὁ­ποῖ­ος σέ­βε­ται τὸ πα­ρελ­θόν του, ξέ­ρει τὴν ἱ­στο­ρί­α του; Γι᾿ αὐ­τὸ θέ­λω νὰ ἐλ­πί­ζω πὼς μέ­σα στὴν ὅ­λη κρί­ση, σύγ­κρι­ση, ἐ­πί­κρι­ση ποὺ κά­νου­με χω­ρὶς ὅ­μως ὑ­πο-κρι­σί­α, θὰ  κα­τα­λά­βου­με ὅ­τι τὸ μέλ­λον τοῦ τό­που εἶ­ναι μί­α παι­δεί­α πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀν­θρω­πι­στι­κή, μί­α παι­δεί­α μὲ με­γα­λύ­τε­ρη ἔμ­φα­ση σὲ ἀρ­χὲς καὶ ἀ­ξί­ες, μί­α παι­δεί­α ποὺ θὰ βγά­ζει ἄν­θρω­πο -ἄ­νω θρώ­σκον­τα- σὲ ἀν­τί­θε­ση μὲ τὶς λα­τι­νι­κὲς γλῶσ­σες ὅ­που ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι homo, χῶ­μα, ὕ­λη. Νὰ εἶ­ναι μί­α παι­δεί­α ἡ ὁ­ποί­α δὲν θὰ μᾶς ἀ­πο­κό­ψει οὔ­τε ἀ­πὸ τὴ γλῶσ­σα μας, τὴν ἑ­νια­ία Ἑλ­λη­νι­κή. Για­τί ἀρ­χαί­α, βυ­ζαν­τι­νά, εὐ­αγ­γε­λι­κά, εἶ­ναι μί­α ἡ γλῶσ­σα μας. Δὲν εἶ­ναι ξέ­νη γλῶσ­σα τὰ ἀρ­χαί­α, μί­α εἶ­ναι ἡ γλῶσ­σα μας. Οὔ­τε ἀ­πὸ τὴν ἱ­στο­ρί­α μας νὰ ἀ­πο­κο­ποῦ­με οὔ­τε ἀ­πὸ τὰ Ὀρ­θό­δο­ξα Θρη­σκευ­τι­κά μας. Ἄλ­λω­στε σή­με­ρα σὲ ὅ­λη τὴν Εὐ­ρώ­πη βλέ­που­με νὰ ἐ­πα­νέρ­χε­ται μὲ ἔμ­φα­ση ἡ ἀ­νάγ­κη γιὰ πε­ρισ­σό­τε­ρη ἀν­θρω­πι­στι­κὴ παι­δεί­α.
Ἂς γί­νει ἡ κρί­ση μί­α εὐ­και­ρί­α νὰ ἀ­να­βα­πτι­σθοῦ­με στὰ Ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξα ἰ­δα­νι­κά μας!

(Τὸ κεί­με­νο βα­σί­ζε­ται σὲ σχε­τι­κὴ ὁ­μι­λί­α τοῦ συγ­γρα­φέ­ως, ἡ ὁ­ποί­α πα­ρου­σι­ά­σθη­κε στὸ Ἀ­γρί­νιο, στὴν Πά­τρα, στὴ Λα­μί­α καὶ σὲ πολ­λὲς ἐ­νο­ρί­ες καὶ σω­μα­τεῖ­α τῶν Ἀ­θη­νῶν καὶ τοῦ Πει­ραι­ῶς).

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ Ε.ΡΩ.  ΤΕΥΧΟΣ 12 

Γόρτυνος Ιερεμίας: Η προσευχή είναι η αιτία όλων των καλών

ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΕΓΚΥΚΛΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΙΕΡΕΜΙΑ
ΟΜΙΛΙΑ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ (ΑΑΠ 32,783Ε-789Ε)
ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ
1. Διάβασα, αδελφοί μου χριστιανοί, μία ωραία ομιλία του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, περί προσευχής. Μου άρεσε πολύ η ομιλία αυτή και επιθυμώ να σας την προσφέρω με λίγα απλά λόγια. Στην αρχή της ομιλίας του ο Χρυσόστομος ονομάζει την προσευχή «κεφάλαιον παντός αγαθού», ότι δηλαδή η προσευχή είναι η αιτία όλων των καλών. Πραγματικά, αδελφοί μου, όλα τα καλά προέρχονται από την προσευχή. Έτσι, αυτό που θέλουμε για το καλό της ψυχής μας και το καλό της ζωής μας γενικά να το λέγουμε και να το παρακαλούμε στον Θεό με την προσευχή. 
Αλλά το μεγαλύτερο και γλυκύτερο καλό που μας δίνει η προσευχή είναι ότι μας κάνει την τιμή να μιλάμε για τον Θεό! «Πας ο προσευχόμενος τω Θεώ διαλέγεται», λέει ο Χρυσόστομος. Πόσο μεγάλη τιμή, πραγματικά, το να μιλάς με τον Θεό!.. Αυτή η τιμή, λέγει ο άγιος πατέρας, μας εξομοιώνει με τους αγγέλους. Ναί, η προσευχή, αγαπητοί μου, είναι το κοινό έργο των αγγέλων και των ανθρώπων. Αλλά και η προσευχή ξεχωρίζει τους ανθρώπους από τα ζώα, γιατί τα ζώα δεν προσεύχονται. «Αύτη σε χωρίζει των αλόγων, αύτη συνάπτει τοις αγγέλοις» (Χρυσόστομος)!
2. Αλλά αυτός που μιλάει στον Θεό με την προσευχή, μόνο με αυτό που κάνει, γίνεται δικαιότερος και οσιώτερος. Και να πως: Όποιος συνομιλεί συνέχεια με κάποιον παίρνει απ᾽ αυτόν την σκέψη του και το ήθος του. Έτσι, όσοι συνομιλούν με σοφούς παίρνουν απ᾽ αυτούς την φρόνησή τους και την σοφία τους. Το ίδιο, λέει ο Χρυσόστομος γι᾽ αυτούς που προσεύχονται. Συνομιλούντες με τον Θεό παίρνουν την καλοκαγαθία και την σοφία και τους τρόπους επιείκειας του Θεού. Έτσι, καταλήγουμε να πούμε ότι αιτία και αφορμή όλων των αρετών είναι η προσευχή και χωρίς την προσευχή δεν μπορούμε να πετύχουμε τίποτε. «Μηδέν δύνασθαι των συντελούντων εις ευσέβειαν εισελθείν εις ψυχήν, προσευχής και δεήσεως έρημον», λέγει ο Χρυσόστομος.
Έπειτα, όσοι προσεύχονται σωστά, δεν ανέχονται μετά την προσευχή τους ούτε να κάνουν, αλλά ούτε και να σκεφθούν κάτι, που θα είναι ανάξιο για την προσευχή, που προ ολίγου γεύθηκαν. Ναί! Όσοι διαλέχθηκαν με τον Θεό στην προσευχή, δεν τους κάνει όρεξη να σκεφθούν έπειτα για αισχρές ηδονές και να ανοίξουν έτσι δρόμο στον διάβολο (δούναι τω διαβόλω πάροδον επί την διάνοιαν»), να κατοικήσει στην ψυχή τους.
 
3. Η προσευχή, λοιπόν, είναι πρώτον συνομιλία με τον Θεό, είπε ο Χρυσόστομος. Είναι «νεύρα της ψυχής» λέγει στην συνέχεια ο άγιος πατέρας. Και όπως το σώμα συγκρατείται από τα νεύρα και έτσι μόνο μπορεί να στέκεται και να τρέχει, και χωρίς τα νεύρα διαλύεται, έτσι και με την προσευχή. Είναι τα νεύρα της ψυχής. Οι ψυχές μας στέκονται και κινούνται στον δρόμο της ευσέβειας με την προσευχή. «Παραλύσαμε», χριστιανοί μου, πνευματικά, αν σταματήσουμε την προσευχή. Αν σταματήσουμε την προσευχή, είναι σαν να βγάλουμε το ψάρι από την θάλασσα. Ναί, χριστιανοί μου! Όπως το ψάρι έγινε για την θάλασσα, έτσι και η ψυχή μας έγινε για τον Θεό! Σπαρταράει το ψάρι έξω από την θάλασσα και πεθαίνει η ψυχή μας, όταν δεν έχει σχέση και συνομιλία με τον Θεό. «Αν της προσευχής αποστερήσης σαυτόν, ταυτόν ποιήσεις, ώσπερ αν ει τον ιχθύν εκ του ύδατος εξήγαγες· ώσπερ γαρ εκείνω (στο ψάρι) ζωή και ύδωρ, ούτω σοι η προσευχή», λέει ωραία ο άγιος Χρυσόστομος.
4. Στο τέλος της ομιλίας του ο άγιος πατέρας καταφεύγει στην Αγία Γραφή για να στηρίξει αυτά που είπε, ότι δηλαδή η προσευχή έχει μεγάλη δύναμη και αυτή σώζει και αγιάζει τον πιστό.
(α) Για την δύναμη της συνεχούς προσευχής μίλησε ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, όταν είπε για τον σκληρό εκείνο κριτή, που ούτε Θεό φοβόταν ούτε ανθρώπους εντρεπόταν· μια όμως αδικημένη χήρα τον παρακαλούσε συχνά να την δικαιώσει από τον αντίδικό της. Και ο κριτής, αν και άσπλαχνος, όμως, επειδή ενοχλείτο συνεχώς από την χήρα, της εκπλήρωσε το αίτημά της και την δικαίωσε. Και αν ο σκληρός κριτής ενήργησε έτσι, ο πολυεύσπλαχνος Θεός δεν θα ακούσει τις προσευχές των παιδιών Του που κράζουν σ᾽ Αυτόν μέρα και νύκτα; Θα τις ακούσει βεβαίως (βλ. Λουκ. 18,1-8).
(β) Η Αγία Γραφή πάλι μας λέει ότι η προσευχή σώζει έθνη και πόλεις και όλη την οικουμένη. Και ως μαρτυρία γι᾽ αυτό φέρει ο Χρυσόστομος τον απόστολο Παύλο. Προσευχόταν για όλο τον κόσμο, γι᾽ αυτό και τον χαρακτηρίζει «φύλακα της οικουμένης»· αυτός, «διά της συνεχούς δεήσεως πάντα τα έθνη διέσωσε», λέγει ο Χρυσόστομος. «Κάμπτω τα γόνατά μου – δηλαδή, γονατίζω, λέει ο απόστολος Παύλος – προσευχόμενος προς τον Πατέρα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, “εξ ου πάσα πατριά” ( δηλαδή, από τον οποίον κάθε γένος) στον ουρανό και στην γη παίρνει το όνομα».
(γ) Και τι προσεύχεται ο Απόστολος Παύλος; Προσεύχεται «κατοικήσαι τον Χριστόν εν ταίς καρδίαις υμών» (Εφ. 3,14-17). Βλέπεις, λέει ο Χρυσόστομος, πόση δύναμη έχει η προσευχή; Κάνει τις καρδιές των ανθρώπων Ναούς, κατοικία Χριστού. Πραγματικά, ποιο άλλο μεγαλύτερο εγκώμιο μπορεί να ειπωθεί για την προσευχή από το ότι αυτή μας κάνει Ναούς του Χριστού; «Κατοικήσαι τον Χριστόν εν ταίς καρδίαις υμών»! «Ον ου χωρούσιν ουρανοί, ούτος εις ψυχήν εισέρχεται ζώσαν εν προσευχαίς» (Χρυσόστομος)!
(δ) Από τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου θα δούμε, αγαπητοί μου, ότι όλο το αποστολικό του έργο και όλα τα θαυμαστά του έργα, το να αντέχει σε φυλακίσεις, το να υπομένει δαρμούς, το να διώχνει δαίμονες, το να ανασταίνει νεκρούς, το να θεραπεύει αρρώστους, όλα αυτά τα πετύχαινε με την προσευχή! Όση δύναμη έχουν τα νερά για τα δέντρα, το ίδιο και οι προσευχές στην ζωή των αγίων, λέει ο Χρυσόστομος. «Ην γαρ επί των δένδρων ισχύν έχει τα ύδατα, ταύτην επί του βίου των αγίων αι προσευχαί»!
(ε) Ας θυμηθούμε τους ραβδισμούς και την φυλάκιση του Αποστόλου Παύλου στους Φιλίππους της Μακεδονίας μαζί με τον Σίλα (βλ. Πραξ. κ. 16). Αλλά έγινε μεγάλο θαύμα τότε: Έγινε μεγάλος σεισμός και σαλεύθηκαν τα θεμέλια της φυλακής και άνοιξαν όλες οι πόρτες της και ελευθερώθηκαν όλοι οι φυλακισμένοι. Στην συνέχεια σώθηκε ψυχικά και ο δεσμοφύλακας, γιατί πίστεψε στον Χριστό. Ποιος το έκανε το θαύμα αυτό; Το έκανε η προσευχή! Γιατί λέει η διήγηση στο βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων: «Περί δε το μεσονύκτιον Παύλος και Σίλας προσευχόμενοι ύμνουν τον Θεόν» (16,25).
(στ) Γι᾽ αυτό και ο Απόστολος, γνωρίζοντας την δύναμη της προσευχής, λέει σε όλους τους χριστιανούς: «Τη προσευχή προσκαρτερείτε, γρηγορούντες εν αυτή, εν ευχαριστία» (Κολ. 4,2). Να προσεύχονται και μάλιστα να επιμένουν στην προσευχή. Να γρηγορούν στην προσευχή. Και ακόμη περισσότερο λέγει στην συνέχεια και το άλλο το σημαντικό: Να προσεύχονται και γι᾽ αυτόν και όλους τους κήρυκες, για να κηρύττει με παρρησία το Ευαγγέλιο και να ευλογείται το κήρυγμά του. «Ίνα μοι δοθή λόγος – λέγει – εν ανοίξει του στόματός μου εν παρρησία, λαλήσαι το μυστήριον του Ευαγγελίου» (στιχ. 3). Τόση παρρησία έχουν οι προσευχές, χριστιανοί μου, ώστε να μπορεί ένας απλός χριστιανός να προσεύχεται και για τον απόστολο Παύλο. Να παρακαλεί, δηλαδή, ένας απλός στρατιώτης τον βασιλιά για έναν πολύ μεγάλο στρατηγό!
(ζ) Άλλο παράδειγμα για την δύναμη της προσευχής από την Αγία Γραφή φέρει ο Χρυσόστομος τον μέγα πάλι απόστολο Πέτρο, που φυλακίστηκε και αυτός για το κήρυγμα του Ευαγγελίου. Αλλά όπως λέγει ο ευαγγελιστής Λουκάς, «γινόταν γι᾽ αυτόν ένθερμη προσευχή στον Θεό από όλη την Εκκλησία». Και έγινε το θαύμα! Η προσευχή της Εκκλησίας άνοιξε τις πύλες της φυλακής και ελευθερώθηκε ο Απόστολος (βλ. Πραξ. 12,5 εξ.).
(η) Ο Μωυσής πάλι έσωσε τον λαό του Ισραήλ από τους Αμαληκίτες με την προσευχή του, που την έκανε κάνοντας και τον Σταυρό του, γιατί είχε τεταμένα τα χέρια του και το σώμα του σχημάτιζε Σταυρό (βλ. Εξ. 17,10-11).
(θ) Η προσευχή νίκησε την φωτιά στην περίπτωση των Τριών Παίδων στην κάμινο και νίκησε και τα λιοντάρια στην περίπτωση του προφήτου Δανιήλ (βλ. Δαν. 6,14 εξ).
(ι) Η προσευχή γέννησε τον προφήτη Σαμουήλ από την στείρα μητέρα του την Άννα (βλ. Α´ Βασ. κ. 1).
(ια) Με την προσευχή ο βασιλεύς Εζεκίας έτρεψε σε φυγή το πλήθος των Περσών (βλ. Δ´ Βασ. κ. 18). Ενώ εκείνοι που έφεραν στο τείχος πολεμικές μηχανές, ο Εζεκίας οχύρωνε το τείχος του με την προσευχή, λέγει χαρακτηριστικά ο Χρυσόστομος.
(ιβ) Η προσευχή έσωσε τους Νινευίτες. Τους έσωσε από την βέβαιη καταστροφή τους (βλ. Ιωάν. κ. 3).
Και γενικά λέγει ο Χρυσόστομος, «ότι είναι για το σπίτι το θεμέλιο, το ίδιο είναι και για την ψυχή μας η προσευχή»!
Γι᾽ αυτό, χριστιανοί μου, ποτέ να μην παραλείπουμε την προσευχή, γιατί απ᾽ αυτήν εξαρτάται η πνευματική μας πρόοδος και η σωτηρία μας, αλλά και όλα τα αγαθά της ζωής μας.
Με πολλές ευχές
† Ο Μητροπολίτης Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως 

Ζε σουί Καραϊσκάκης

Του Παναγιώτη Λιάκου

Υπάρχουν αποτελεσματικότεροι τρόποι καταπολέμησης του ισλαμικού φανατισμού από τις βαφές προφίλ στο facebook με χρώματα σημείων.
Οι ισλαμιστές μυρίστηκαν ψητό και έρχονται για να κόψουν μερίδα με τις χατζάρες τους. Τόσο απλή η Ιστορία. Οσο βλέπουν δάκρυα, και κλάψες, και στημένα πιάνα δίπλα στους χώρους όπου χύθηκε αίμα αθώων και κεράκια αναμμένα κι όλοι μαζί οι χλεχλέδες να τραγουδούν Ελτον Τζον μπογιατίζοντας τα προφίλ στο facebook με γαλλικές και βελγικές σημαίες θα τρίβουν τα χέρια τους και θα αγοράζουν μπαταρίες για τα τηλεκοντρόλ πυροδότησης των βομβών.
Αν η Ευρώπη τούς αφήσει (που δεν θα τους αφήσει), συντόμως θα σερβίρουν τη Μέρκελ σις κεμπάπ και τον Σόιμπλε ταούκ κιοξού. Προς το παρόν βρίσκουν χώρο και κινούνται. Όσο είναι μπόσικο το καραβόσκοινο θα τραβάνε. Μόλις τεντώσει, θα χαλαρώσουν.

Η Ελλάδα για να πάρει μπρος και να 'ρθει στα λογικά της πρέπει πρώτα να κοιτάξει πίσω. Δεν χρειάζεται να πάει πάρα πολύ πίσω, μέχρι τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνος ή του Ωγύγου. Το 1821 είναι το καλύτερο σεμινάριο χειρισμού αντίστοιχων περιστάσεων που έχουμε... πρόχειρο.
Απροσκύνητος
Ας πάρουμε, για παράδειγμα, τον στρατηγό Γεώργιο Καραϊσκάκη. Τον Ιούλιο του 1823 ο Μαχμούτ πασάς ζήτησε από τον Καραϊσκάκη να συνθηκολογήσει στέλνοντάς του την ακόλουθη επιστολή: «Με λέγουν Μαχμούτ πασιά Σκόδρα. Είμαι πιστός, είμαι τίμιος. Το στράτευμά μου το περισσότερον σύγκειται από χριστιανούς. Εδιορίσθην από τον Σουλτάνον να ησυχάσω τους λαούς. Δεν θέλω να χύσω αίμα. Μη γένοιτο. Οποιος θέλει να είναι με εμένα, πρέπει να είναι πλησίον μου. Οποιος δεν θέλει ας καρτερεί τον πόλεμό μου. Δέκα πέντε ημέραις σας δίδω καιρόν να σκεφτείτε».
Ακολουθεί η επική απάντηση του Γεωργίου Καραϊσκάκη: «Μου γράφεις ένα μπουγιουρντί, λέγεις να προσκυνήσω. Κι εγώ, πασά μου, ρώτησα τον π@#τζον μου τον ίδιον κι αυτός μου αποκρίθηκε να μην σε προσκυνήσω κι αν έρθεις κατ' επάνω μου, ευθύς να πολεμήσω».

Αν κρίνουμε από τα αποτελέσματα, αυτού του είδους η προσέγγιση των πολιτισμών, συνδυαζόμενη με δυνατό τουφεκίδι, χάρισε στο έθνος όποια ελευθερία απολαμβάνει. Αν ο Καραϊσκάκης εφλούφλιζε με το facebook, φέσια θα φορούσαμε. πηγή

 redskywarning

ΣΧΟΛΙΟ: Aς δώσουμε προσοχή στήν γλώσσα. Η ορθολογιστική εξουσιαστική τού κατακτητού καί η ελεύθερη, ποιητική τού Ελληνα. Οι Ελληνες μορφωμένοι μόνο μέ τίς προφορικές παραδόσεις τους  διαθέτουν ποιητικό λόγο, λόγο ψυχής, πού αποτελεί καί τήν ιδιοπροσωπεία τους, πού τούς καθιστά λαό. Μέ μιά ενότητα πνευματική, επέκεινα τών λέξεων. Λαό μυθικό καί ελεύθερο. Η ποίηση είναι η ζωή μας. Ενας λόγος πέραν τής ερμηνείας, άμεσος, κατανοητός, καρδιακός. Αυτόν τόν λόγο κατέστρεψε ο Κοραής καί νέκρωσε τήν ελληνική ψυχή. Αυτόν τόν λόγο δέν αποδέχεται μέσα στό πάθος τής φιλαρχίας του ο Ράμφος καί αυτή τήν ψυχή θέλει νά οδηγήσει στά κρεματόρια ο Βαρθολομαίος καί οι σύν αυτώ. Στήν Ελλάδα σήμερα κυριαρχούν οι νεκρές ψυχές. Αυτές μεγαλώνουν καί τά παιδιά μας  καί  βρίσκουν φυσική τήν κόλαση. Αυτό είναι τό κριτήριο αλήθειας καί ψεύδους. Ο ψεύτης είναι βαρετός, σέρνεται στό χώμα κουβαλώντας ένα αβάσταχτο φορτίο λέξεων. Η Ελληνική ψυχή έχει τίς λέξεις γιά φτερά της καί σάν αετός κυριαρχεί μέ τόν λόγο της στούς αιθέρες χαιρετίζοντας τόν ήλιο. ΚΑΙ  ΗΛΙΟΙ  ΠΟΤΙΖΟΥΝ  ΤΑ ΔΑΣΗ  ΜΕ  ΦΩΣ.
Αμέθυστος

Οἱ δρόμοι τῆς μετάνοιας

Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος



Εἶσαι ἁμαρτωλός; Μήν ἀπελπίζεσαι! Μπές στήν ἐκκλησία μέ μετάνοια. Ἁμάρτησες; Πές στόν Θεό! “Ἁμάρτησα”. Τόσο δύσκολο εἶναι νά ὁμολογήσεις τήν ἁμαρτία σου; Μά, ἄν δέν κατηγορήσεις ἐσύ τόν ἑαυτό σου, θά ἔχεις κατήγορό σου τόν διάβολο. Πρόλαβε, λοιπόν, καί ἅρπαξέ του τό ἀξίωμα· γιατί, πράγματι, ἀξίωμά του εἶναι τό νά κατηγορεῖ. Πρόλαβέ τον καί σβῆσε τό ἁμάρτημα· γιατί ἔχεις κατήγορο πού δέν μπορεῖ νά σωπάσει.

Ἁμάρτησες; Δέν σοῦ ζητῶ τίποτ ἄλλο, παρά τοῦτο μόνο: “Μπές στήν ἐκκλησία καί πές μετανοημένος στόν Θεό τό “Ἁμάρτησα”. Γιατί εἶναι γραμμένο: «Λέγε πρῶτος ἐσύ τίς ἁμαρτίες σου, γιά νά δικαιωθεῖς» (Ἠσ. 43, 26). Πές τήν ἁμαρτία, γιά νά τήν ἐξαλείψεις. Δέν χρειάζονται γι’ αὐτό οὔτε κόπος, οὔτε πολλά λόγια, οὔτε ἔξοδα, οὔτε ἄλλο τίποτα παρόμοιο. Ἕνας λόγος μόνο: «Ἁμάρτησα».
Καί ἀπό ποῦ ξέρω, θά μέ ρωτήσεις, πώς, ἄν πῶ τήν ἁμαρτία μου, τή σβήνω;

Σοῦ ἀπαντῶ: Στή Γραφή θά βρεῖς τόσο ἐκεῖνον πού τήν εἶπε καί τήν ἔσβησε, ὅσο κι ἐκεῖνον πού δέν τήν εἶπε καί καταδικάστηκε.
Ὁ Κάιν σκότωσε τόν ἀδελφό του ἀπό φθόνο. «Ποῦ εἶναι ὁ ἀδελφός σου ὁ Ἄβελ;», τόν ρώτησε ἀργότερα ὁ Θεός (Γέν. 4, 9). Καί τόν ρώτησε ὄχι γιατί δέν ἤξερε Ἐκεῖνος, πού γνωρίζει τά πάντα, ἀλλά γιατί ἤθελε νά ὁδηγήσει τόν φονιᾶ σέ μετάνοια. Μά ὁ Κάιν ἀποκρίθηκε: «Δέν ξέρω· μήπως εἶμαι φύλακας ἐγώ τοῦ ἀδελφοῦ μου;» (Γέν. 4, 9).Ἔστω, δέν εἶσαι φύλακας· γιατί ὅμως ἔγινες φονιᾶς; Δέν τόν φύλαγες· γιατί ὅμως καί τόν σκότωσες; Πῶς τολμᾶς καί μιλᾶς ἔτσι; «Ἡ φωνή τοῦ αἱματοκυλισμένου ἀδελφοῦ σου μοῦ φωνάζει δυνατά ἀπό τή γῆ», τοῦ λέει τότε ὁ Θεός (Γέν. 4, 10)· καί τόν τιμώρησε ἀμέσως, ὄχι τόσο γιά τόν φόνο, ὅσο γιά τήν ἀναίδειά του· γιατί δέν σιχαίνεται ὁ Θεός τόσο ἐκεῖνον πού ἁμαρτάνει, ὅσο ἐκεῖνον πού εἶναι ἀδιάντροπος.

Ἐπειδή, λοιπόν, ὁ Κάιν, μολονότι στή συνέχεια μεταμελήθηκε, δέν ὁμολόγησε πρῶτος τήν ἁμαρτία του, γι’ αὐτό δέν βρῆκε συγχώρηση. Βαρειά ἦταν ἡ τιμωρία του: «Θά στενάζεις καί θά τρέμεις πάνω στή γῆ» (Γέν. 4, 12). Δέν τοῦ πῆρε τή ζωή ὁ Θεός, γιά νά μήν ξεχαστεῖ ἡ ἀλήθεια· ἀλλά τόν ἔκανε νόμο, γιά νά τόν διαβάζουν ὅλοι οἱ κατοπινοί ἄνθρωποι, κι ἔτσι ἡ συμφορά του νά γίνει στούς ἄλλους ἀφορμή φιλοσοφίας (μετανοίας). Καί περιπλανιόταν ὁ Κάιν σάν νόμος ἔμψυχος, σάν στήλη κινούμενη, σιωπηλή μά πιό βροντόφωνη κι ἀπό σάλπιγγα. «Άς μήν κάνει κανένας ὅ,τι ἔκανα, γιά νά μήν πάθει τά ἴδια», διαλαλεῖ μέσ’ ἀπό τή Γραφή. Τιμωρήθηκε γιά τήν ἀδιαντροπιά του. Καταδικάστηκε, γιατί δέν ὁμολόγησε τήν ἁμαρτία του. Ἄν τήν ὁμολογοῦσε, θά τήν ἔσβηνε.
Ὁ πρῶτος δρόμος, λοιπόν, τῆς μετάνοιας καί τῆς ἀφέσεως εἶναι ἡ ὁμολογία. Καί γιά νά βεβαιωθεῖς ὅτι ἔτσι εἶναι, κοίτα πῶς ἕνας ἄλλος, ὁμολογώντας τήν ἁμαρτία του, τήν ἔσβησε.

Ὁ προφήτης καί βασιλιᾶς Δαβίδ ἔπεσε σέ διπλό ἁμάρτημα μοιχείας καί φόνου. Εἶδε, λέει ἡ Γραφή, μιά ὡραία γυναίκα νά λούζεται, τήν πόθησε σφοδρά καί στή συνέχεια ἁμάρτησε μαζί της. Ἔτσι ἕνας προφήτης ἔπεσε σέ μοιχεία, ἕνα μαργαριτάρι στόν βοῦρκο. Ἀλλά δέν εἶχε καταλάβει ἀκόμα πώς ἁμάρτησε· τόσο τόν εἶχε σκοτίσει τό πάθος. Γιατί ἡ ψυχή εἶναι γιά τό σῶμα ὅ,τι ὁ ἁμαξᾶς γιά τό ἁμάξι. Ἔχει μεθύσει ὁ ἁμαξᾶς; Καί τό ἁμάξι προχωράει ἄτακτα. Ἔχει σκοτιστεῖ ἀπό τό πάθος ἡ ψυχή; Καί τό σῶμα κυλιέται στόν βοῦρκο.

Τί ἔκανε, λοιπόν, ὁ Δαβίδ; Μοίχευσε. Δέν εἶχε, ὅμως, συναίσθηση τοῦ κακοῦ πού ἔκανε, ἄν καί βρισκόταν σχεδόν στά γεράματά του. Τά γεράματα, βέβαια, δέν ὠφελοῦν τόν ἀμελῆ καί ἀδιάφορο, οὔτε πάλι τά νιάτα μποροῦν νά βλάψουν ὅποιον ἔχει ζῆλο γιά τήν ἀρετή. Γιατί τό ἦθος δέν εἶναι δημιούργημα τῆς ἡλικίας, ἀλλά κατόρθωμα τῆς θελήσεως. Ἀπόδειξη γι’ αὐτό εἶναι ἀφενός ὁ προφήτης Δανιήλ, πού σέ ἡλικία δώδεκα χρονῶν ἦταν ἤδη κριτής, καί ἀφετέρου οἱ γέροι ἐκεῖνοι δικαστές, πού σέ τόσο μεγάλη ἡλικία θέλησαν ν’ ἁμαρτήσουν μέ τήν εὐσεβῆ Σωσάννα. Οὔτε ἐκεῖνον τόν ἔβλαψαν τά νιάτα του οὔτε αὐτούς τούς ὠφέλησαν τά ἄσπρα τους μαλλιά. Καί ὁ Δαβίδ, λοιπόν, πού ἁμάρτησε ἀρκετά ἡλικιωμένος, δέν συναισθανόταν τήν ἁμαρτία του, γιατί ὁ ἁμαξᾶς νοῦς του ἦταν μεθυσμένος ἀπό τό πάθος τῆς ἀκολασίας.

Καί ὁ Θεός τί ἔκανε; Τοῦ ἔστειλε τόν προφήτη Νάθαν. Ὁ προφήτης ἦρθε στόν προφήτη. Ἔτσι γίνεται καί μέ τούς γιατρούς. Ὅταν ἕνας γιατρός ἀρρωστήσει ἔχει τήν ἀνάγκη ἄλλου γιατροῦ. Τό ἴδιο κι ἐδῶ. Προφήτης ἁμάρτησε, προφήτης ἔφερε τό γιατρικό. Ἔρχεται, λοιπόν, ὁ Νάθαν, μά δέν τόν ἐλέγχει ἀμέσως, μόλις μπῆκε μέσα, οὔτε τοῦ λέει, “Παράνομε καί μαγαρισμένε, πού ἔπεσες σέ μοιχεία, καί φόνο, πῶς, ἐνῶ τόσο πολύ τιμήθηκες ἀπό τόν Θεό, καταπάτησες τίς ἐντολές Του;”. Τίποτα τέτοιο δέν εἶπε ὁ Νάθαν, γιά νά μήν τόν κάνει πιό ἀναίσχυντο· γιατί ὁ ἁμαρτωλός, ὅταν ξεσκεπάζονται τά ἁμαρτήματά του, ὁδηγεῖται στήν ἀδιαντροπιά. Τί τοῦ λέει, λοιπόν; «Βασιλιᾶ, θέλω νά θέσω ὑπό τήν κρίση σου μιάν ὑπόθεση: Ἦταν ἕνας πλούσιος κι ἕνας φτωχός. Ὁ πλούσιος εἶχε πολλά κοπάδια προβάτων καί βοδιῶν. Ὁ φτωχός δέν εἶχε τίποτ’ ἄλλο παρά μιά προβατίνα, πού ἔπινε νερό ἀπό τό ποτήρι του, ἔτρωγε ἀπό τό ψωμί του καί κοιμόταν στήν ἀγκαλιά του», μ’ αὐτό φανέρωνε τόν τίμιο δεσμό τοῦ ἄνδρα μέ τή σύζυγό του. «Ὅταν, λοιπόν, ἦρθε κάποιος ξένος, λυπήθηκε ὁ πλούσιος τά δικά του ζῶα κι ἔσφαξε τήν προβατίνα τοῦ φτωχοῦ, γιά νά φιλοξενήσει τόν ἐπισκέπτη του>> (πρβλ. Β΄ Βασ. 12, 1-4). Καί ὁ βασιλιᾶς τί ἀποκρίθηκε; Νομίζοντας ὅτι πρόκειται γιά ἄλλον, ὀργίστηκε ὑπερβολικά καί εἶπε στόν Νάθαν: «Θάνατος πρέπει σ’ αὐτόν τόν ἄνθρωπο! Καί νά δώσει ἑφτά φορές τήν ἀξία τῆς προβατίνας» (Β΄ Βασ. 12, 5-6). Ἀπόφαση πολύ αὐστηρή. Ἔτσι εἶναι, ὅμως, οἱ ἄνθρωποι. Τούς ἄλλους τούς καταδικάζουν εὔκολα μέ μεγάλη αὐστηρότητα καί σκληρότητα.

Τί κάνει τότε ὁ Νάθαν; Δέν βάζει μαλακτικά στήν πληγή γιά πολλές ὧρες, ἀλλά στή στιγμή χώνει τό νυστέρι βαθιά, γιά νά πονέσει τόν βασιλιᾶ. «Ἐσύ εἶσαι ἐκεῖνος πού τό ἔκανε αὐτό», τοῦ λέει. Καί ὁ Δαβίδ ἀμέσως ἀπαντᾶ: «Ἁμάρτησα ἐνώπιον τοῦ Κυρίου» (Β΄ Βασ. 12, 13). Δέν λέει, «Ποιός εἶσαι ἐσύ πού μέ ἐλέγχεις; Ποιός σ’ ἔστειλε νά μοῦ μιλήσεις τόσο θαρρετά; Πῶς τολμᾶς νά κάνεις κάτι τέτοιο;». Ἀλλά συναισθάνεται τήν ἁμαρτία του καί παραδέχεται: «Ἁμάρτησα ἐνώπιον τοῦ Κυρίου». Τότε καί ὁ Νάθαν τόν βεβαιώνει: «Καί ὁ Κύριος συγχώρησε τό ἁμάρτημά σου». Τόν συγχώρησε, γιατί καταδίκασε τόν ἑαυτό του. Ἔσβησε τήν ἁμαρτία του, γιατί τήν ὁμολόγησε μέ γενναιοφροσύνη. Ἡ ὁμολογία, λοιπόν, εἶναι ὁ πρῶτος δρόμος πού ὁδηγεῖ στή μετάνοια.

Ὑπάρχει, ὅμως, κι ἕνας ἄλλος δρόμος, τό πένθος. Οὔτε καί γι’ αὐτό χρειάζεται κόπος. Δέν σοῦ ζητάω νά ταξιδέψεις στά πέλαγα, νά φτάσεις σέ μακρινά λιμάνια, νά κάνεις ὁδοιπορία, νά ξοδέψεις χρήματα, νά παλέψεις μέ τ’ ἄγρια κύματα. Ἀλλά τί; Νά πενθήσεις γιά τήν ἁμαρτία. Καί ἀπό ποῦ ξέρω, θά μέ ρωτήσεις πάλι, πώς, ἄν πενθήσω, σβήνω τήν ἁμαρτία; Ἔχεις καί γι’ αὐτό ἀπόδειξη ἀπό τή Γραφή.

Ἦταν ἕνας βασιλιᾶς πού λεγόταν Ἀχαάβ θέλησε νά πάρει τό ἀμπέλι κάποιου Ναβουθαί ἀπό τήν πόλη Ἰεζράελ, δίνοντάς του ὡς ἀντάλλαγμα ἄλλο ἀμπέλι ἤ χρήματα. Μά ὁ Ναβουθαί δέν τοῦ τό πουλοῦσε, γιατί ἦταν πατρική του κληρονομιά. Ὁ βασιλιᾶς ἀπό τή λύπη του δέν ἤθελε οὔτε νά φάει. Τότε ἡ βασίλισσα Ἰεζάβελ, ἡ ἀδιάντροπη καί μιαρή, τόν πλησίασε καί τοῦ εἶπε: «Γιατί στενοχωριέσαι καί δέν τρῶς;... Σήκω, φάε, σύνελθε. Ἐγώ θά σοῦ δώσω τό ἀμπέλι τοῦ Ναβουθαί» (Γ΄ Βασ. 20, 5, 7). Παίρνει, λοιπόν, καί γράφει στό ὄνομα τοῦ βασιλιᾶ μιάν ἐπιστολή σ’ ὅλους τούς πρεσβυτέρους τῆς Ἰεζράελ, προστάζοντάς τους: «Κηρύξτε νηστεία καί παρουσιάστε ψευδομάρτυρες ἐναντίον τοῦ Ναβουθαί, πού νά ποῦν ὅτι βλαστήμησε τόν Θεό καί τόν βασιλιᾶ» (πρβλ. Γ΄ Βασ. 20, 10). Τί νηστεία ἦταν αὐτή! Νηστεία γεμάτη ἀνομία. Κήρυξαν νηστεία γιά νά κάνουν φόνο!

Καί τί ἔγινε, λοιπόν; Λιθοβολήθηκε ὁ Ναβουθαί καί πέθανε. Σάν τό ‘μαθε ἡ Ἰεζάβελ, λέει στόν Ἀχαάβ: «Σήκω νά κληρονομήσεις τό ἀμπέλι τοῦ Ναβουθαί, γιατί δέν εἶναι πιά ζωντανός» (Γ΄ Βασ. 20, 15). Κι ἐκεῖνος, ἐνῶ στήν ἀρχή λυπήθηκε, ὕστερα πῆγε νά πάρει τό ἀμπέλι. Τότε ὁ Θεός τοῦ ἔστειλε τόν προφήτη Ἠλία, λέγοντας: «Πήγαινε καί πές στόν Ἀχαάβ: Ἐπειδή κληρονόμησες κάνοντας φονικό, γι’ αὐτό ὁ Κύριος λέει, ὅτι στόν τόπο, ὅπου τά γουρούνια καί τά σκυλιά ἔγλειψαν τό αἷμα τοῦ Ναβουθαί, ἐκεῖ θά γλείψουν καί τό δικό σου αἷμα· καί οἱ πόρνες θά λουστοῦν στό αἷμα σου» (Γ΄ Βασ. 20, 10). Θεόσταλτη ἡ ὀργή, τέλεια ἡ ἀπόφαση, πλήρης ἡ καταδίκη. Καί κοίτα ποῦ τόν στέλνει - στό ἀμπέλι· ὅπου διαπράχθηκε τό ἔγκλημα, ἐκεῖ καί ἐπιβάλλεται, ἡ τιμωρία. Καί ὅταν εἶδε ὁ Ἀχαάβ τόν προφήτη Ἠλία, τί εἶπε; «Μέ βρῆκες, ἐχθρέ μου» (Γ΄ Βασ. 20, 20). Δηλαδή, ἔνοχος εἶμαι, γιατί ἁμάρτησα, καί μ’ ἔπιασες· τώρα ἔχεις τήν εὐκαιρία νά μέ περιφρονήσεις. «Μέ βρῆκες, ἐχθρέ μου». Γιατί ἐχθρός τοῦ Ἀχαάβ ὁ Ἠλίας; Γιατί ὁ προφήτης ἀσκοῦσε πάντα ἔλεγχο στόν βασιλιᾶ γιά τίς πράξεις του. «Σέ βρῆκα», τοῦ λέει. Καί τοῦ ἀναγγέλλει τή θεϊκή ἀπόφαση: «Νά τί λέει ὁ Κύριος: Ἐπειδή σκότωσες καί κληρονόμησες καί αἷμα ἀθώου ἔχυσες, θά χυθεῖ καί τό δικό σου αἷμα καί θά τό γλείψουν τά σκυλιά καί θά λουστοῦν σ’ αὐτό οἱ πόρνες».

Τ’ ἄκουσε ὁ βασιλιάς καί ταράχθηκε καί λυπήθηκε γιά τήν ἁμαρτία του. Συναισθάνθηκε τήν ἀδικία πού ἔκανε, κατανύχθηκε, ἔκλαψε, νήστεψε, ξέσκισε τόν χιτώνα του κι ἔβαλε σάκκο, σέ ἔνδειξη πένθους. Γι’ αὐτό καί ὁ Θεός ἀκύρωσε τήν ἀπόφασή Του, ἀφοῦ πρῶτα ὅμως ἀπολογήθηκε στόν Ἠλία, γιά νά μήν πάθει ὁ προφήτης ὅ,τι εἶχε πάθει ὁ Ἰωνᾶς.

Θυμάστε τί εἶχε γίνει μέ τόν Ἰωνᾶ; Τοῦ εἶπε ὁ Θεός: «Σήκω καί πήγαινε στή Νινευῆ, τήν πόλη τή μεγάλη, καί κήρυξε ἐκεῖ... Τρεῖς μέρες ἀκόμα, καί ἡ Νινευῆ θά καταστραφεῖ» (Ἰων. 1, 2 + 3, 4). Ὁ Ἰωνᾶς, γνωρίζοντας τή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, δέν ἤθελε νά πάει. Καί τί ἔκανε; Δοκίμασε νά ξεφύγει, γιατί σκέφτηκε: “Ἐγώ πάω νά κηρύξω· ὁ Θεός ὅμως, καθώς εἶναι σπλαχνικός, ἀλλάζει γνώμη καί δέν τούς τιμωρεῖ· καί τότε θά μέ θανατώσουν σάν ψευδοπροφήτη”. Κατέβηκε, λοιπόν, λέει ἡ Γραφή, ὁ Ἰωνάς στήν Ἰόππη, βρῆκε ἕνα πλοῖο, πού εἶχε προορισμό τή Θαρσίς, πλήρωσε τό ναῦλο του καί μπῆκε μέσα. (Ἰων. 1, 3).

Γιά ποῦ τό ΄βαλες Ἰωνᾶ; Σ’ ἄλλον τόπο πᾶς; Ἀλλά «τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ γῆ καί ὅλα ὅσα τή γεμίζουν» (Ψαλμ. 23,1). Στή θάλασσα; Ἀλλά «δική Του εἶναι ἡ θάλασσα καί Αὐτός τήν ἔφτιαξε» (Ψαλμ. 94, 5). Στόν οὐρανό; Ἀλλά δέν ἄκουσες τόν Δαβίδ πού λέει, «θά κοιτάξω τούς οὐρανούς, πού εἶναι καμωμένοι ἀπό τά δάχτυλά Σου» (Ψαλμ. 8, 4); Ὁ φόβος, ὡστόσο, τόν ἔκανε νά φύγει - ἔτσι νόμιζε· γιατί τό νά ξεφύγει κανείς πραγματικά ἀπό τόν Θεό εἶναι ἀδύνατο.

Ὅταν, ὅμως, ἡ θάλασσα τόν ἔφερε πάλι στήν ξηρά, ἦρθε στή Νινευῆ καί κήρυξε: «Τρεῖς μέρες ἀκόμα, καί ἡ Νινευῆ θά καταστραφῆ» (Ἰων. 3, 4). Καί σάν εἶδε πώς πέρασαν τρεῖς μέρες καί τίποτα δέν ἔγινε ἀπ’ ὅσα ἀπείλησε ὁ Θεός, προσευχήθηκε, ἐκφράζοντάς Του παράπονο: «Κύριε, γι΄ αυτό ἀκριβῶς δέν θέλησα νά ὑπακούσω σ’ Ἐσένα, ὅταν ἤμουνα στή χώρα μου, γιατί ἤξερα πώς εἶσαι σπλαχνικός καί πονετικός, μακρόθυμος καί πολυέλεος, καί ἀνακαλεῖς τήν ἀπόφασή σου νά τιμωρήσεις τούς ἀνθρώπους γιά τίς κακίες τους» (Ἰων. 4, 2).

Γιά νά μήν πάθει, λοιπόν, καί ὁ Ἠλίας ὅ,τι ἔπαθε ὁ Ἰωνᾶς, ὁ Θεός τοῦ φανέρωσε τήν αἰτία γιά τήν ὁποία συγχώρησε τόν Ἀχαάβ: «Εἶδες τή συντριβή τοῦ Ἀχαάβ μπροστά μου; Ὅσο, λοιπόν, ζεῖ, δέν θά στείλω τήν τιμωρία» (Γ΄ Βασ. 20, 29).

Ἄλλο καί τοῦτο! Ὁ κύριος γίνεται συνήγορος τοῦ δούλου. Ὁ Θεός ἀπολογεῖται σ’ ἕναν ἄνθρωπο γι’ ἄλλον ἄνθρωπο. Μή νομίζεις, τοῦ λέει πώς τόν συγχώρησα χωρίς λόγο. Ὄχι. Ἐπειδή ἄλλαξε τόν τρόπο τῆς ζωῆς του, ἄλλαξα κι ἐγώ στάση ἀπέναντί του κι ἔδιωξα τήν ὀργή μου. Αὐτό δέν σημαίνει πώς ἐσύ θά θεωρηθεῖς ψευδοπροφήτης. Γιατί εἶπες τήν ἀλήθεια. Ἄν ἐκεῖνος δέν ἄλλαζε τρόπο ζωῆς, θά τόν τιμωροῦσα, ὅπως εἶχα ἀποφασίσει. Τώρα, ὅμως, πού πένθησε καί θρήνησε, τόν συγχωρῶ.

Βλέπεις πού τό πένθος σβήνει τίς ἁμαρτίες;

Ἔχεις, ὅμως, καί τρίτο δρόμο μετάνοιας. Πολλούς δρόμους ἀναφέρω, γιά νά σοῦ κάνω, μέ τήν ποικιλία τους, πιό εὔκολη τή σωτηρία. Ποιός, λοιπόν, εἶναι τοῦτος ὁ τρίτος δρόμος;

Ἡ ταπεινοφροσύνη. Γίνε ταπεινός, καί θά ἐξαφανίσεις τίς πολλές σου ἁμαρτίες. Σοῦ τό ἀποδεικνύει ἡ Γραφή μέ τήν παραβολή τοῦ τελώνη καί τοῦ Φαρισαίου (Λουκ. 18, 10-14): Ἀνέβηκαν, λέει, ἕνας Φαρισαῖος κι ἕνας τελώνης στόν ναό, γιά νά προσευχηθοῦν. Καί ἄρχισε ὁ Φαρισαῖος ν’ ἀπαριθμεῖ μιά-μιά τίς ἀρετές του. «Δέν εἶμαι σάν τούς ἄλλους ἀνθρώπους», ἔλεγε, «ἅρπαγας, ἄδικος, μοιχός, ἤ καί σάν αὐτόν ἐδῶ τόν τελώνη». Ἄθλιε καί ταλαίπωρε! Ὅλο τόν κόσμο καταδίκασες. Γιατί πλήγωσες μέ τόν σκληρό λόγο σου κι αὐτόν πού ἦταν δίπλα σου; Δέν σοῦ ἔφτανε ἡ οἰκουμένη, ἔπρεπε καί τόν τελώνη νά καταδικάσεις; Ὅλους τους κατηγόρησες· οὔτε ἕναν ἄνθρωπο δέν λυπήθηκες; «Δυό φορές τήν ἑβδομάδα νηστεύω», συνέχισε, «καί δίνω στούς φτωχούς τό δέκατο ἀπό τά εἰσοδήματά μου». Τί περήφανα λόγια!

Καί ὁ τελώνης τί ἀποκρίθηκε; Ἀφοῦ τόν ἄκουσε, δέν εἶπε, «Ποιός εἶσαι ἐσύ, πού μιλᾶς γιά μένα ἔτσι; Ἀπό ποῦ ξέρεις τή ζωή μου; Δέν μέ συναναστράφηκες, δέν ἔμεινες μαζί μου, δέν μέ γνωρίζεις. Γιατί εἶσαι τόσο ξιπασμένος; Γιατί παινεύεσαι; Ποιός βεβαιώνει τά καλά σου ἔργα;». Τίποτα τέτοιο δέν εἶπε ὁ τελώνης. Μόνο ἦταν σκυμμένος, χτυποῦσε τό στῆθος του κι ἔλεγε: «Θεέ μου, σπλαχνίσου με τόν ἁμαρτωλό». Ἔτσι, μέ τήν ταπεινοφροσύνη του, δικαιώθηκε. Ὁ Φαρισαῖος ἔφυγε ἀπό τόν ναό γυμνός ἀπό ἀρετή, ἐνῶ ὁ τελώνης φορτωμένος μέ ἀρετή· γιατί τά λόγια του νίκησαν τά πράγματα. Ὁ Φαρισαῖος δηλαδή καταδικάστηκε ἀπό τήν ὑπερηφάνειά του, χάνοντας ὅ,τι εἶχε κερδίσει μέ τά ἔργα του, ἐνῶ ὁ τελώνης ἀθωώθηκε μέ τήν ταπεινοφροσύνη του, σβήνοντας τά ἁμαρτήματά του. Στήν οὐσία, βέβαια, δέν ἔδειξε ταπεινοφροσύνη· γιατί ταπεινοφροσύνη εἶναι τό νά ταπεινώνει κάνεις τόν ἑαυτό του, ἄν καί εἶναι μεγάλος στήν ἀρετή. Ὁ τελώνης εἶπε ἁπλά τήν ἀλήθεια, γιατί ἦταν ἁμαρτωλός. Καί πραγματικά, τί χειρότερο ἀπό τόν τελώνη; Ἔμπορος τῶν ξένων συμφορῶν, σφετεριστής τῶν ξένων κόπων, συμμέτοχος τῶν ξένων κερδῶν, ἐκβιαστής ἀσύστολος, πλεονέκτης εὐπρόσωπος, ἁμαρτωλός νόμιμος. Ἄν, λοιπόν, ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος ἔλαβε τόσο μεγάλη δωρεά μόνο γιατί ἔδειξε ταπεινοφροσύνη, πόσο μᾶλλον ἕνας ἐνάρετος πού ταπεινοφρονεῖ; Ὥστε, ἄν ὁμολογήσεις τίς ἁμαρτίες σου καί γίνεις ταπεινός, ἀθωώνεσαι καί συμφιλιώνεσαι μέ τόν Θεό.

Θέλεις τώρα νά μάθεις ποιός εἶναι ταπεινός; Κοίτα τόν Παῦλο, τόν διδάσκαλο τῆς οἰκουμένης, τό σκεῦος τῆς ἐκλογῆς, τό λιμάνι τό γαλήνιο, τόν πύργο τόν ἀσάλευτο, πού μέ τό μικρό του σῶμα γύρισε τόν κόσμο γιά νά κηρύξει τόν Χριστό, μπῆκε σέ τόσους κόπους, ἔστησε τόσα τρόπαια ἐναντίον τοῦ διαβόλου, φυλακίστηκε, πληγώθηκε, μαστιγώθηκε, σαγήνεψε τήν οἰκουμένη μέ τίς ἐπιστολές του, κλήθηκε στό ἀξίωμά του μέ οὐράνια φωνή... Καί μολαταῦτα, ταπεινοφρονοῦσε κι ἔλεγε: «Εἶμαι ὁ τελευταῖος ἀνάμεσα σ’ ὅλους τους ἀποστόλους· δέν εἶμαι ἄξιος οὔτε νά ὀνομάζομαι ἀπόστολος» (Α΄ Κορ. 15, 9). Βλέπεις μέγεθος ταπεινοφροσύνης; Ὁ Παῦλος θεωρεῖ τόν ἑαυτό του ὡς τόν τελευταῖο ἀνάμεσα στούς ἀποστόλους. Αὐτό εἶναι στ’ ἀλήθεια ταπεινοφροσύνη, τό νά ταπεινώνεται κανείς σέ ὅλα καί νά θεωρεῖ τόν ἑαυτό του τελευταῖο ἀπ’ ὅλους. Σκέψου, ποιός ἦταν ἐκεῖνος πού ἔλεγε αὐτά τά λόγια. Ἦταν ὁ Παῦλος ὁ οὐρανοπολίτης, ὁ στῦλος τῶν Ἐκκλησιῶν, ὁ ἐπίγειος ἄγγελος, ὁ οὐράνιος ἄνθρωπος.
Ἡ ταπεινοφροσύνη, λοιπόν, εἶναι ἕνας ἄλλος δρόμος μετάνοιας· ἡ ταπεινοφροσύνη, πού δικαίωσε τόσο εὔκολα τόν τελώνη καί τοῦ χάρισε τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

Ἄς ἔρθουμε τώρα σ ἕναν τέταρτο δρόμο. Εἶναι ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ βασίλισσα τῶν ἀρετῶν.

«Μεγάλο πρᾶγμα εἶναι ὁ ἄνθρωπος· μά πιό μεγάλο καί πολύτιμο πρᾶγμα εἶναι ὁ ἐλεήμων ἄνθρωπος», φωνάζει ὁ Σολομῶν (Παροιμ. 20, 6). Μεγάλα εἶναι τά φτερά τῆς ἐλεημοσύνης. Σκίζει τόν ἀέρα, περνάει τή σελήνη, ἀφήνει πίσω της τόν ἥλιο καί φτάνει στά οὐράνια. Μά μήτ’ ἐκεῖ στέκεται. Περνάει καί τόν οὐρανό, παραμερίζει καί τίς ἀγγελικές δυνάμεις καί ἔρχεται μπροστά στόν θρόνο τοῦ Κυρίου. Μάθε το ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, ὅπου ὁ ἄγγελος ἐκεῖνος, πού παρουσιάστηκε στόν εὐσεβῆ καί ἐλεήμονα ἑκατόνταρχο Κορνήλιο, τοῦ εἶπε: «Οἱ προσευχές σου καί οἱ ἐλεημοσύνες σου ἀνέβηκαν ὥς τόν Θεό» (Πράξ. 10, 4). Τί σημάινει αὐτό; Ὅτι, κι ἄν ἔχεις πολλές ἁμαρτίες, συνηγορεῖ γιά σένα στόν Θεό ἡ ἐλεημοσύνη. Μή φοβᾶσαι, γιατί καμμιά δύναμη δέν μπορεῖ νά τῆς ἐναντιωθεῖ. Ἔχει γραμμάτιο στά χέρια της καί ἀπαιτεῖ ἐξόφληση τοῦ χρέους. Γιατί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός εἶπε: «Ὅποιος κάνει μιά καλοσύνη σ’ ἕναν ἀπό τούς ἄσημους ἀδελφούς μου, σ’ ἐμένα τήν ἔκανε» (πρβλ. Ματθ. 25, 40). Ὅσες ἁμαρτίες κι ἄν ἔχεις, ἑπομένως, ἡ ἐλεημοσύνη σου εἶναι πιό βαρειά καί τίς ἀντισταθμίζει ὅλες.

Δέν πρόσεξες στό Εὐαγγέλιο τήν παραβολή τῶν δέκα παρθένων; Ἐκεῖνες πού ἀσκοῦσαν τήν παρθενία ἀλλά δέν εἶχαν ἐλεημοσύνη, ἔμεναν ἔξω ἀπό τή γιορτή τοῦ γάμου. Γιατί, ἀπό τίς δέκα, οἱ πέντε ἦταν συνετές καί οἱ πέντε ἄμυαλες. Οἱ συνετές εἶχαν πάρει λάδι γιά τά λυχνάρια τους. Οἱ ἄμυαλες δέν εἶχαν πάρει, καί γι’ αὐτό τά λυχνάρια τους ἄρχισαν νά σβήνουν. Τότε ζήτησαν λάδι ἀπό τίς συνετές. Ἐκεῖνες ὅμως ἀποκρίθηκαν: «Ὄχι, γιατί δέν θά φτάσει οὔτε γιά μᾶς οὔτε γιά σᾶς» (Ματθ. 25, 9). Δέν ἀρνήθηκαν ἀπό ἀσπλαχνία ἤ κακία, ἀλλ’ ἀπό ἔλλειψη χρόνου, γιατί ἐρχόταν ἤδη ὁ γαμπρός, καί ἀπό φόβο, μήπως μείνουν ὅλες ἔξω. Καί τίς συμβούλεψαν: «Καλύτερα νά πᾶτε σ’ ἐκείνους πού πουλᾶνε λάδι καί ν’ ἀγοράσετε γιά τά λυχνάρια σας». Εἶχαν κι αὐτές λυχνάρια, ἀλλά δέν εἶχαν λάδι. Τό λυχνάρι εἶναι ἡ παρθενία, τό λάδι ἡ ἐλεημοσύνη· καί ὅπως τό λυχνάρι, ἄν δέν τροφοδοτηθεῖ μέ λάδι, σβήνει, ἔτσι καί ἡ παρθενία, ἄν δέν ἔχει ἐλεημοσύνη, ἀπαξιώνεται. Ποιοί, ὅμως, εἶναι ἐκεῖνοι πού πουλᾶνε αὐτό τό λάδι; Οἱ φτωχοί. Καί πόσο τό πουλᾶνε; Ὅσο θέλεις. Ἡ τιμή δέν εἶναι καθορισμένη, κι ἔτσι δέν μπορεῖς νά φέρεις σάν δικαιολογία τή δική σου φτώχεια. Ἔχεις μόνο ἕναν ὀβολό; Ἀγόρασε τόν οὐρανό· ὄχι γιατί εἶναι φτηνός ὁ οὐρανός, ἀλλά γιατί εἶναι φιλάνθρωπος ὁ Θεός. Δέν ἔχεις οὔτε ἕναν ὀβολό; Δῶσε ἕνα ποτήρι κρύο νερό· γιατί «καί ὅποιος δώσει σ’ ἕναν ἀπ’ αὐτούς τούς ἄσημους ἕνα ποτήρι κρύο νερό γιά χάρη μου, ἀλήθεια σᾶς λέω, θά λάβει τήν ἀμοιβή του», εἶπε ὁ Κύριος (Ματθ. 10, 42).

Ἐμπόρευμα εἶναι ὁ οὐρανός κι ἐμεῖς ἀμελοῦμε. Δῶσε ψωμί καί πάρε παράδεισο. Δῶσε μικρά καί πάρε μεγάλα. Δῶσε πρόσκαιρα καί πάρε αἰώνια. Δῶσε φθαρτά καί πάρε ἄφθαρτα. Ἄν ὑπῆρχε ἕνα παζάρι, ὅπου θά μποροῦσες νά βρεῖς ἄφθονα καί πολύ φτηνά πράγματα, δέν θά πουλοῦσες ὅ,τι ἔχεις, δέν θά ἔκανες ὅ,τι περνάει ἀπό τό χέρι σου, γιά ν’ ἀγοράσεις τά ἐμπορεύματα ἐκεῖνα; Πῶς, λοιπόν, γιά τά φθαρτά δείχνεις τόση προθυμία, ἐνῶ γιά τό ἀθάνατο ἐμπόρευμα ἀμελεῖς καί ἀδιαφορεῖς; Δῶσε στούς φτωχούς, καί, ἄν ἐσύ σωπαίνεις τήν ὥρα τῆς Κρίσεως, ἀναρίθμητα στόματα θά ἀπολογοῦνται γιά σένα· γιατί ἡ ἐλεημοσύνη θά εἶναι ἐκεῖ καί θά συνηγορεῖ γιά τή σωτηρία σου. Μήν προφασίζεσαι φτώχεια. Ἡ χήρα πού φιλοξένησε τόν προφήτη Ἠλία ἦταν πάμφτωχη, μά ἡ φτώχεια δέν τήν ἐμπόδισε νά τόν φιλοξενήσει καί νά τόν ἐλεήσει μ΄ ὅ,τι εἶχε. Γι’ αὐτό καί ἀξιώθηκε ν’ ἀπολαύσει τούς καρπούς τῆς ἐλεημοσύνης της.

Ἵσως θά μοῦ πεῖς: “Δώσ’ μου κι ἐμένα τόν προφήτη Ἠλία, καί θά τόν φιλοξενήσω”. Γιατί ζητᾶς τόν Ἠλία; Τόν Κύριο τοῦ Ἠλία σοῦ δίνω, κι ἐσύ δέν τόν ἐλεεῖς· πῶς θά ἐλεοῦσες τόν Ἠλία, ἄν τόν ἔβρισκες; Ὁ Χριστός, ὁ Κύριος ὅλων, τό εἶπε ξεκάθαρα: «Ὅ,τι κάνατε γιά ἕναν ἀπό τούς ἄσημους ἀδελφούς μου, τό κάνατε γιά μένα» (Ματθ. 25, 40). Σκέψου, λοιπόν, τόν Χριστό ἐκείνη τήν ἡμέρα, νά λέει γιά σένα μπροστά στούς ἀγγέλους καί τόν κόσμο ὅλο: «Αὐτός στή γῆ μέ φιλοξένησε· αὐτός μέ μύριους τρόπους μέ περιμάζεψε». Τί παρρησία θά ἔχεις τότε μπροστά στούς ἀγγέλους! Τί καύχημα μπροστά στίς οὐράνιες δυνάμεις!

Μεγάλο πρᾶγμα εἶναι ἡ ἐλεημοσύνη, ἀδελφοί. Καί ἁμαρτίες ἐξαλείφει καί τήν καταδίκη ἀπομακρύνει. Ἄς δώσουμε, λοιπόν, στόν φτωχό ψωμί. Δέν ἔχουμε ψωμί; Ἄς τοῦ δώσουμε ἕναν ὀβολό. Δέν ἔχουμε ὀβολό; Ἄς τοῦ δώσουμε ἕνα ποτήρι νερό. Δέν τό ΄χουμε κι αὐτό; Ἄς τόν συμπονέσουμε γιά τή δυστυχία του, καί θά πάρουμε τήν ἀμοιβή μας· γιατί ὁ Θεός δέν μᾶς ἀμοίβει γιά τήν πράξη, ἀλλά γιά τήν προαίρεσή μας.

Μέ ὅλα τοῦτα, ὅμως, ξεχάσαμε τίς δέκα παρθένες, γιά τίς ὁποῖες μιλούσαμε. Ἄς γυρίσουμε, λοιπόν, σ’ αὐτές. Οἱ πέντε συνετές, ὅπως εἴπαμε, ἔστειλαν τίς πέντε ἄμυαλες ν’ ἀγοράσουν λάδι. Ἀλλά στό μεταξύ ἦρθε ὁ γαμπρός. Οἱ συνετές, πού εἶχαν ἕτοιμα καί ἀναμμένα τά λυχνάρια τους, μπῆκαν μαζί του στή γιορτή τοῦ γάμου, καί ἡ πόρτα ἔκλεισε. Ὕστερ’ ἀπό λίγο ἔφτασαν καί οἱ ἄλλες κι ἄρχισαν νά χτυπᾶνε. «Ἄνοιξέ μας», φώναζαν στόν γαμπρό. Αὐτός, ὅμως, τούς ἀποκρίθηκε ἀπό μέσα: «Ἀλήθεια σᾶς λέω, δέν σᾶς ξέρω» (Ματθ. 25, 12). Ἔπειτα ἀπό τόσους κόπους, τί ἄκουσαν; «Δέν σᾶς ξέρω»! Ἔπειτα ἀπό τόσους κόπους ἔμειναν ἔξω. Ἀφοῦ τίς σαρκικές ὁρμές χαλιναγώγησαν, ἀφοῦ στίς οὐράνιες δυνάμεις ἔμοιασαν, ἀφοῦ τά κοσμικά πράγματα περιφρόνησαν, ἀφοῦ τόν μεγάλο καύσωνα ὑπέμειναν, ἀφοῦ πάνω ἀπό τά σκάμματα πέρασαν, ἀφοῦ ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό πέταξαν, ἀφοῦ τό μεγάλο χάρισμα τῆς παρθενίας ἀπέκτησαν, ἀφοῦ τίς ἀνάγκες τοῦ σώματος καταπάτησαν, ἀφοῦ τήν ἀνθρώπινη φύση λησμόνησαν, ἀφοῦ στό σῶμα τους ἀσώματα ἔργα πραγματοποίησαν, τότε ἄκουσαν: «Δέν σᾶς ξέρω»!

Μεγάλο πρᾶγμα, μεγάλο κατόρθωμα, μεγάλη ἀρετή ἡ παρθενία. Ὅταν εἶναι μαζί μέ τήν ἀδελφή της, τήν ἐλεημοσύνη, γίνεται πανίσχυρη, καί τότε κανένα κακό δέν μπορεῖ νά τήν καταβάλει. Οἱ πέντε ἄμυαλες κοπέλες δέν εἶχαν καί τήν ἐλεημοσύνη μαζί μέ τήν παρθενία, γι’ αὐτό ἔμειναν ἔξω ἀπό τή γιορτή τοῦ γάμου. Τί ντροπή! Νίκησαν τήν ἡδονή, μά νικήθηκαν ἀπό τά χρήματα. Ἀπαρνήθηκαν τόν κοσμικό βίο, μά ὄχι καί τήν ὕλη. Ἀλλά καί οἱ παντρεμένες γυναῖκες, πού δέν σπλαχνίζονται τούς φτωχούς, εἶναι ἀδικαιολόγητες, κι ἄς προφασίζονται τή συντήρηση τῶν παιδιῶν τους. «Δῶσε ἐλεημοσύνη» τούς λές. «Ἔχουμε παιδιά καί δέν μποροῦμε», σοῦ ἀπαντοῦν. Ἀλλά ὁ Θεός σοῦ ἔδωσε παιδιά γιά νά γίνεις φιλάνθρωπη, ὄχι ἀπάνθρωπη. Θέλεις ν’ ἀφήσεις κληρονομιά καλή στά παιδιά σου; Ἄφησέ τους ἐλεημοσύνη, γιά νά σέ θαυμάζουν ὅλοι καί ν’ ἀφήσεις μνήμη ἀγαθή, προπαντός ὅμως γιά νά λυτρωθεῖς ἀπό τήν ἁλυσίδα τῶν ἀμέτρητων ἁμαρτημάτων σου καί νά ἐλεηθεῖς ἀπό τόν Κύριο.

Ἔχεις κι ἕναν πέμπτο δρόμο μετάνοιας, εὔκολο κι αὐτόν, μέ τόν ὁποῖο μπορεῖς ν’ ἀπαλλαγεῖς ἀπό τό βάρος τῶν ἁμαρτιῶν. Εἶναι ἡ προσευχή.

Κάθε ὥρα νά προσεύχεσαι. Μήν ἀποκάμεις. Μήν ἀμελήσεις. Μή σταματήσεις νά ἐπικαλεῖσαι τή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Κι Ἐκεῖνος, ἄν ἐπιμένεις, δέν θά σέ παραβλέψει, ἀλλά τίς ἁμαρτίες σου θά συγχωρήσει καί ὅ,τι Τοῦ ζητήσεις θά σοῦ δώσει. Ἄν σέ εἰσακούσει, εὐχαρίστησέ Τον καί συνέχισε νά προσεύχεσαι. Ἄν πάλι δέν σέ εἰσακούσει, ὄχι μόνο νά μήν ἀπελπίζεσαι, ἀλλά καί πιό ἐπίμονα νά Τόν παρακαλᾶς. Μή λές, «πολλές προσευχές ἔκανα καί τίποτα δέν ἔγινε», γιατί κι αὐτό γιά τό συμφέρον σου γίνεται. Ἐπειδή δηλαδή ὁ Θεός γνωρίζει πώς εἶσαι ἀμελής καί ἀδιάφορος καί πώς, ἄν ἀποκτήσεις μέ τήν προσευχή αὐτό πού χρειάζεσαι, θά πάψεις πιά νά προσεύχεσαι, ἀναβάλλει νά σοῦ δώσει ὅ,τι ζητᾶς, γιά νά καταγίνεσαι στήν προσευχή καί νά ἐπικοινωνεῖς μαζί Του συχνότερα. Γιατί ἄν δέν προσεύχεσαι ὅταν βρίσκεσαι σέ μιά δύσκολη περίσταση, τί θά κάνεις ὅταν ὅλα πᾶνε καλά; Ὁ Θεός, λοιπόν, προσποιεῖται ὅτι δέν σ ἀκούει γιά τό καλό σου, γιά νά σέ κάνει νά μήν ἐγκαταλείψεις τήν προσευχή. Γι’ αὐτό συνέχισε νά προσεύχεσαι, μήν ἀμελεῖς. Μήν ὑποτιμᾶς τή δύναμη τῆς προσευχῆς, πού πολλά μπορεῖ νά κατορθώσει. Καί τό ὅτι συντελεῖ στή συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν, μάθε το ἀπό τό ἅγιο Εὐαγγέλιο. Τί λέει ἐκεῖ;

Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν μοιάζει μέ ἄνθρωπο πού ἔκλεισε τήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ του κι ἔπεσε μέ τά παιδιά του νά κοιμηθεῖ. Τά μεσάνυχτα ἦρθε κάποιος γιά νά τοῦ ζητήσει ψωμί. Χτύπησε καί τοῦ φώναξε: «Ἄνοιξέ μου, γιατί ἔχω ἀνάγκη ἀπό ψωμί». Αὐτός ἀπό μέσα τοῦ ἀπάντησε: «Ἔχω πιά κλειδώσει τήν πόρτα· τά παιδιά μου κι ἐγώ εἴμαστε στό κρεβάτι· δέν μπορῶ νά σηκωθῶ γιά νά σοῦ δώσω». Ὁ ἄλλος, ὅμως, συνέχισε μέ ἐπιμονή νά χτυπάει. Ὁ σπιτονοικοκύρης τοῦ ξαναεῖπε: «Δέν μπορῶ νά σοῦ δώσω ψωμί. Πέσαμε νά κοιμηθοῦμε». Μά ὁ ἐνοχλητικός ἐπισκέπτης δέν ἔφυγε. Ἔμενε ἐκεῖ χτυπώντας τήν πόρτα. Τί νά κάνει τότε ὁ οἰκοδεσπότης; «Σηκωθεῖτε», εἶπε στά παιδιά του, «δῶστε του ὅ,τι ζητάει, γιά νά φύγει καί νά μᾶς ἀφήσει ἥσυχους» (πρβλ. Λουκ. 11, 5-8). Τί διδάσκεσαι ἀπ’ αὐτό; Νά προσεύχεσαι πάντοτε καί νά μή χάνεις τό θάρρος σου. Κι ἄν δέν παίρνεις ὅ,τι ζητᾶς, νά ἐπιμένεις στήν προσευχή, ὥσπου νά τό πάρεις.

Ἔχεις κι ἕναν ἄλλον δρόμο μετάνοιας, καθόλου δύσκολο. Ποιός εἶναι αὐτός; Τά δάκρυα. Κλάψε γιά τίς ἁμαρτίες σου, ὅπως διδάσκεσαι ἀπό τό ἱερό Εὐαγγέλιο:

Ὁ Πέτρος, ὁ κορυφαῖος ἀπόστολος, ὁ φίλος τοῦ Χριστοῦ, πού δέν δέχτηκε τή θεία ἀποκάλυψη ἀπό ἀνθρώπους ἀλλ’ ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό Πατέρα, ὅπως ὁ Κύριος μαρτυρεῖ -«Μακάριος εἶσαι Σίμων, γυιέ τοῦ Ἰωνᾶ, γιατί δέν σοῦ φανέρωσε τήν ἀλήθεια τῆς ὀρθῆς πίστεως κανένας ἄνθρωπος, ἀλλά ὁ οὐράνιος Πατέρας μου» (πρβλ. Ματθ. 16, 17)-, αὐτός ὁ Πέτρος ἔπεσε σέ παράπτωμα πάρα πολύ μεγάλο: Ἀρνήθηκε τόν ἴδιο τόν Χριστό! Καί αὐτό τό λέω ὄχι γιά νά κατηγορήσω τόν ἅγιο, ἀλλά γιά νά δώσω σ’ ἐσένα ἀφορμή μετάνοιας. Ναί, τόν Κύριο καί Κυβερνήτη καί Σωτήρα τοῦ κόσμου ἀρνήθηκε! Ἄς πάρουμε ὅμως, τά πράγματα ἀπό τήν ἀρχή.

Κάποτε ὁ Σωτήρας μας εἶδε μερικούς μαθητές Του νά Τόν ἐγκαταλείπουν. Τότε εἶπε στούς δώδεκα: «Μήπως θέλετε νά φύγετε κι ἐσεῖς;». «Καί σέ ποιόν νά πᾶμε, Κύριε;», ἀποκρίθηκε ὁ Πέτρος. «Ἐσύ ἔχεις λόγια πού ὁδηγοῦν στήν αἰώνια ζωή» (Ἰω. 6, 67-68). Ἀργότερα πάλι ὁ Κύριος, λίγο πρίν παραδοθεῖ, προεῖπε ὅτι ὁ Πέτρος θά Τόν ἀρνιόταν τρεῖς φορές. Μά ἐκεῖνος ἐπιπόλαια Τοῦ δήλωσε: «Κι ἄν ἀκόμα χρειαστεῖ νά πεθάνω μαζί Σου, δέν θά Σέ ἀπαρνηθῶ» (Ματθ. 26, 35).

Τί λές, Πέτρε; Ὁ Θεός προλέγει τί θά συμβεῖ, κι ἐσύ διαφωνεῖς; Ἔτσι, ὅμως, φανερώθηκε ἀπό τή μιά ἡ προαίρεσή του κι ἀπό τήν ἄλλη ἡ ἀνθρώπινη ἀδυναμία του.

Πότε ἔγινε αὐτό; Τή νύχτα πού παραδόθηκε ὁ Χριστός. Ὅταν πιά Ἐκεῖνος βρισκόταν στά χέρια τῶν Ἰουδαίων καί ἀνακρινόταν στό παλάτι τοῦ Καϊάφα, ὁ Πέτρος καθόταν ἔξω, στήν αὐλή, μέ τούς ὑπηρέτες καί ζεσταινόταν κοντά στή φωτιά, περιμένοντας νά δεῖ τί θ’ ἀπογίνει. Τότε τόν πλησίασε μιά κοπελίτσα καί τοῦ εἶπε: «Ἤσουνα κι ἐσύ μέ τόν Ἰησοῦ τόν Γαλιλαῖο» (Ματθ. 26, 69). Αὐτός ὅμως ἀπάντησε: «Δέν τόν ξέρω αὐτόν τόν ἄνθρωπο» (Ματθ. 26, 72). Τό ἴδιο ἔγινε καί δεύτερη καί τρίτη φορά. Ἔτσι πραγματοποιήθηκαν τά λόγια τοῦ Ἰησοῦ, πού γύρισε κι ἔριξε στόν Πέτρο μιάν εὔγλωττη ματιά. Δέν μίλησε στόν μαθητή Του μέ τό στόμα, γιά νά μήν τόν ντροπιάσει μπροστά στούς Ἰουδαίους, τοῦ μίλησε ὅμως μέ τό βλέμμα. Ἦταν σάν νά ἔλεγε: «Πέτρε, ὅ,τι εἶπα ἔγινε». Τότε ὁ Πέτρος συναισθάνθηκε τό παράπτωμά του καί ἄρχισε νά κλαίει· νά κλαίει ὄχι ἁπλᾶ, ἀλλά πικρά. Βαπτίστηκε, θά λέγαμε, μέσα στά δάκρυά του καί καθαρίστηκε μ’ αὐτά ἀπό τήν ἁμαρτία του, ἁμαρτία τόσο φοβερή, ὅπως εἶναι ἡ ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ.

Μέ τά δάκρυά σου σβῆσε κι ἐσύ κάθε ἁμαρτία σου. Κλάψε ὄχι ἁπλᾶ, ὄχι τυπικά, ἀλλά πικρά, ὅπως ὁ Πέτρος. Ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς σου νά πηγάζουν τά δάκρυα, γιά νά σέ σπλαχνιστεῖ ὁ φιλάνθρωπος Δεσπότης καί νά σέ συγχωρέσει. Γιατί ὁ ἴδιος εἶπε: «Δέν θέλω τόν θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ἀλλά τό νά ἐπιστρέψει μετανοημένος καί νά ζήσει» (Ἰεζ. 18, 23). Ἀπό σένα ζητάει κάτι μικρό, ἐνῶ Αὐτός σοῦ δίνει τά μεγάλα. Ἀφορμή ζητάει γιά νά σοῦ προσφέρει θησαυρό σωτηρίας. Μέ λίγα δάκρυα μετάνοιας σοῦ χαρίζει τήν ἄφεση.

Στή Γραφή θά βρεῖς καί πολλούς ἄλλους δρόμους μετανοίας, πέρα ἀπ’ αὐτούς πού ἀνέφερα. Τή μετάνοια κήρυσσε καί πρίν ἀπό τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ ὁ προφήτης Ἱερεμίας: «Μήπως αὐτός πού πέφτει, δέν σηκώνεται; Μήπως αὐτός πού χάνει τόν δρόμο του, δέν προσπαθεῖ νά τόν ξαναβρεῖ;» (Ἱερ. 8, 4). «Γυρίστε μετανοημένοι κοντά μου» (Ἱερ. 3, 7). Γι’ αὐτό πολλούς καί διάφορους τρόπους μετάνοιας μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός, γιά νά μᾶς κόψει κάθε πρόφαση ἀμέλειας.

Ἁμάρτησες; Ἔλα στήν Ἐκκλησία καί σβῆσε τήν ἁμαρτία σου. Ὅσες φορές κι ἄν πέσεις στόν δρόμο, τόσες καί σηκώνεσαι· ἔτσι, ὅσες φορές κι ἄν ἁμαρτήσεις, τόσες μετανόησε. Μήν ἀπελπιστεῖς, μήν ἀμελήσεις, γιά νά μή χάσεις τήν ἐλπίδα στά οὐράνια ἀγαθά, πού προορίζονται γιά μᾶς. Κι ἄν ἀκόμα στά βαθιά σου γεράματα ἁμαρτήσεις, μετανόησε καί ἔλα στήν Ἐκκλησία. Ἐδῶ εἶναι ἰατρεῖο, δέν εἶναι δικαστήριο. Συγχώρηση δίνει, δέν ζητάει εὐθύνη γιά τ’ ἁμαρτήματα. Πές στόν Θεό, «Σ΄ Ἐσένα μόνο ἁμάρτησα καί τό πονηρό μπροστά Σου ἔκανα» (Ψαλμ. 50, 6), καί θά σέ συγχωρήσει. Δεῖξε Του μετάνοια, καί θά σέ ἐλεήσει. Γιατί ἄλλα ἐξαρτῶνται ἀπό μᾶς καί ἄλλα ἀπό τόν Θεό. Ἄν ἐμεῖς κάνουμε ὅ,τι ἐξαρτᾶται ἀπό μᾶς, κάνει καί ὁ Θεός ὅ,τι ἐξαρτᾶται ἀπ’ Αὐτόν.

Ἀφοῦ, λοιπόν, ὁ Κύριος τῶν ὅλων εἶναι τόσο φιλάνθωπος, ἄς μήν ἀδιαφορήσουμε γιά τή σωτηρία μας. Βασιλεία οὐρανῶν μᾶς περιμένει καί παράδεισος καί ἀγαθά πού μάτι δέν εἶδε καί αὐτί δέν ἄκουσε καί ἀνθρώπινος νοῦς δέν μπορεῖ νά τά συλλάβει, καί δέν πρέπει νά κάνουμε ὅ,τι μποροῦμε, γιά νά μήν τά χάσουμε; Δέν πρέπει νά δώσουμε κάτι, ἔστω καί μικρό, γιά ν’ ἀποκτήσουμε τά μεγάλα καί ἀνεκτίμητα; Ἄς μετανοήσουμε, λοιπόν, ἄς συνηθίσουμε τά χέρια μας στήν ἐλεημοσύνη, ἄς ταπεινωθοῦμε, ἄς πενθήσουμε, ἄς κλάψουμε. Μικρά εἶναι ὅλα τοῦτα. Μεγάλα, ἀνώτερα ἀπό τίς δυνάμεις μας, εἶναι ὅσα θά μᾶς δοθοῦν ἀπό τόν Θεό, ὁ Παράδεισος καί ἡ Οὐράνια Βασιλεία, στήν ὁποία εἴθε νά εἰσέλθουμε ὅλοι μέ τή χάρη Του.

Σάββατο, Μαρτίου 26, 2016

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΕΛΑΥΝΟΥΣΑΣ ΜΑΝΤΗΛΑΣ

ΟΤΑΝ ΟΙ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΟΙ ΓΙΟΡΤΑΖΟΥΝ ΜΑΖΙ ΜΑΣ ΤΗΝ ΣΥΝΤΡΙΒΗ ΤΟΥ (ΨΕΥΤΟ)ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΛΛΑΔΑ!




Μήνυμα ασφαλώς και αποτελεί η ενέργεια της μαθήτριας, της 18χρονης μαθήτριας Άγια Ιμπραήμ, που γεννήθηκε στην Ελλάδα και η καταγωγή της είναι από την Αίγυπτο και η οποία επέλεξε (χωρίς κανείς να την εμποδίσει)  να φορέσει τη μαντίλα -σύμβολο του Ισλάμ- στη μαθητική παρέλαση για τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου. 

Σε συνέντευξή της, που φιλοξενεί το "Έθνος"  λέει δήθεν ότι "ήθελε να στείλει ένα μήνυμα κατά του ρατσισμού και του φανατισμού".

Αλλά ποιο είναι το αληθινό μήνυμα, αν αφαιρέσουμε από την κίνηση αυτή, την καταφανέστατη και στημένη  προπαγάνδα υπέρ της μουσουλμανοποίησης της Ελλάδας;

Η αλήθεια δεν κρύβεται όταν κανείς κοιτάξει ψύχραιμα πίσω από τα φαινόμενα. Αν και είναι καταφανώς προπαγανδιστική και όχι τυχαία η εμφάνιση της μανδήλας στην παρέλαση, ωστόσο κρύβεοι αλήθειες που δεν συμφέρουν διόλου τους προπαγανδιστές. 


Δηλαδή :

Ότι μια μουσουλμάνα παρήλασε (ντυμένη έτσι ώστε να φαίνεται ότι είναι μουσουλμάνα) γιορτάζοντας την συντριβή των ψευτομουσουλμάνων τούρκων από τους Έλληνες που επαναστάτησαν και μετά από αγώνες και πολύ αίμα κατόρθωσαν να τους εκδιώξουν!

Κάνουμε εδώ μια παρένθεση για να πούμε ότι έχουμε και στο παρελθόν τονίσει  όπως και οι ψευτοεβραίοι (που αποτελούν το 90% του Ισραήλ) έτσι και οι ψευτομουσουλμάνοι κατάγονται από τους Χαζάρους 

Το ότι αυτή είναι μια αληθινή μουσουλμάνα φαίνεται από αυτά που δήλωσε:"Για μας η θρησκεία δεν λέει να σκοτώσουμε. Καμία θρησκεία δεν λέει κάτι τέτοιο".

Πολύ περισσότερο που για τους πραγματικούς μουσουλμάνους δεν είμαστε άπιστοι, αφού ο Ιησούς Χριστός είναι κατ΄ αυτούς Προφήτης του Αλάχ!!!

 


Γιαυτό ακριβώς όχι μόνο δεν την ενόχλησε ο σταυρός στη σημαία αλλά με τιμή παρήλασε και φωτογραφήθηκε δίπλα του!





Άραγε γιατί ο αρχιεπίσκοπος έβγαλε τον σταυρό όταν μοίραζε τρόφιμα στους λαθρομετανάστες (και τους ελάχιστους πρόσφυγες);

Δέν ήξερε (ο γερμανοσπουδαγμένος)  ή έκανε ότι δεν ήξερε πως ο Ιησούς Χριστός είναι κατά το αληθινό ισλάμ Προφήτης του Αλάχ; 

Πάντως όπως και να το δει κανείς η παρέλαση της μανδήλας δεν αποτέλεσε μόνο απογύμνωση της προπαγάνδας για πολυπολιτισμική ή μάλλον μουσουλμανική Ελλάδα, αλλά κατέδειξε την διαφορά που χωρίζει το ψευτοϊσλάμ και το αληθινό Ισλάμ το οποίο σύμφωνα με το Φώτη Κόντογλου είναι πιο κοντά στην Ορθοδοξία από ότι ο παπισμός!





Ανέδειξε επίσης μια σεμνότητα που κάποτε είχαν και τα Ελληνόπουλα. Άλλωστε η μανδήλα (η κάλυψη της κόμης των γυναικών) είναι αρχαιοελληνική ιστορία...

Στην πραγματικότητα «ηγάπησαν… μάλλον το σκότος ή το φως»

Στην πραγματικότητα «ηγάπησαν… μάλλον το σκότος ή το φως»
Ναι, προσεύχομαι, ώστε το Πνεύμα το Άγιο να μην παύσει ποτέ να ενισχύει την πίστη σου, να βαθαίνει την αγάπη σου προς τον Χριστό, ο οποίος είναι το κύριο θεμέλιο όλης της ζωής του κόσμου αυτού.
Οι άφρονες σοφοί του αιώνα μας, που θεωρούν τον εαυτό τους «σοφό», νομίζοντας ότι γνωρίζουν τα πάντα και κατά κάποιον τρόπο θα φέρουν τη μακαριότητα στους ανθρώπους πάνω στη γη, στην πραγματικότητα «ηγάπησαν… μάλλον το σκότος ή το φως».
Μη βλέποντας κάποιος τον περιορισμό του, την αυτοκαταδίκη του σε θάνατο, μοιάζει με κτήνος. Μη αναγνωρίζοντας ότι ο άνθρωπος δεν περιορίζεται στα όρια της πρόσκαιρης ζωής επάνω στη γη, μόνο στην ορατή και αισθητή διάστασή του, μη συνειδητοποιώντας την επικείμενη έξοδο στη θαυμαστή αιωνιότητα που μας αποκαλύπτεται με τον Χριστό, βρίσκεται κατ’ ουσίαν σε βαθύ σκοτάδι άγνοιας για το τί είναι ο Άνθρωπος.

Από την άποψη αυτή η εποχή μας βρίσκεται σε τέτοια οπισθοδρομική κατάπτωση, σε χιλιετίες παγανισμού και λατρείας της σάρκας και των παθών, πράγμα στο οποίο είναι φρικτό να σταθεί η ψυχή. Βλέποντας τους ανθρώπους στο καταχθόνιο αυτό σκοτάδι, ο Γέροντας επί δεκαετίες προσευχόταν γι’ αυτούς με ασυγκράτητη ορμή αγάπης προς τον άνθρωπο. Όταν η Θεία Αγάπη αγγίζει την ψυχή, τότε αυτή θεωρεί με ανέκφραστο τρόμο την Αγιότητα του Θεού, του Χριστού, και φλέγεται από τον πόθο να δει τους πάντες μέσα στο φως αυτής της Αγάπης. Της είναι βέβαια φοβερό να σκεφθεί ότι η ενότητα αυτή με τον Θεό μπορεί κάποτε να διασπασθεί, και εξαιτίας του φόβου αυτού για τον εαυτό της η ψυχή φοβάται και για τους άλλους.

Ο ιερός φόβος της ψυχής έγκειται στο ότι γνωρίζει τα όριά της στην επίγεια εμπειρία, και έτσι, όταν η αιωνιότητα ανοίγεται μπροστά της με τέτοια δύναμη, η ψυχή αποκάμνει από την απειρότητα του Θεού, από κάποια «έκπληξη» η οποία δεν περιγράφεται με τίποτε, και από την ανικανότητα να πιστεύσει ότι αυτό είναι αληθινή πραγματικότητα. Έτσι και οι Απόστολοι στο όρος των Ελαιών «ιδόντες Αυτόν προσεκύνησαν Αυτώ, οι δε εδίστασαν».

Ο δισταγμός σε τέτοιες στιγμές είναι φυσικός για τον φτωχό, μικρό άνθρωπο. Να γιατί όλοι, όσοι πιστεύουν στον Χριστό, πρέπει να βρουν στον εαυτό τους εκείνη την ιερή «μωρία», χωρίς την οποία είναι αδύνατο να αποφασίσουν να υπερπηδήσουν την άβυσσο που μας χωρίζει από την αιωνιότητα.

(Αρχιμ. Σωφρονίου, «Γράμματα στη Ρωσία», εκδ. Ι.Μ.Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ , σ. 148-149)

Κυριακή Β΄ Νηστειών (Γρηγορίου του Παλαμά)- «Διό Γρηγόριε μη παύση πρεσβεύων Χριστώ φωτισθήναι τω θείω φωτί τους τιμώντας σε»

Απόστολος: Εβρ. α΄ 10-β΄3
Ευαγγέλιο: Μαρκ. β΄ 1-12
«Διό Γρηγόριε μη παύση πρεσβεύων Χριστώ φωτισθήναι τω θείω φωτί τους τιμώντας σε»
    Η δεύτερη Κυριακή των Νηστειών είναι αφιερωμένη στη φωτογράφο και ηρωική μορφή του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης του θαυματουργού. Σωστά η Εκκλησία μας τοποθέτησε τη μνήμη του αυτή την εποχή, γιατί ο άγιος Γρηγόριος εφάρμοσε την Ορθοδοξία στη ζωή του και με τους αγώνες του επηρέασε τα ορθόδοξα δόγματα που τόσο δοκιμάστηκαν από τη φρυγανώδη αίρεση του Βαρλαάμ. 

Ακόμα, έχει ιδιαίτερη σημασία η παρουσίαση του βίου και της θεολογίας του μέσα στην περίοδο των πνευματικών αγώνων, γιατί ο άγιος με τη διδασκαλία του προσδιορίζει τον πραγματικό προορισμό του Χριστιανού και υποδεικνύει τον τρόπο της θειώσεως, Ισάξιος των μεγάλων διδασκάλων και Ιεραρχών ανεδείχθη ο φωστήρ της Θεσσαλονίκης και κήρυκας του φωτός Γρηγόριος. Πολλούς αιώνες μετά τις Οικουμενικές συνόδους μόνος, με τη συμμαχία του Θεού, έδωσε σκληρές μάχες για την υπεράσπιση της Ορθοδοξίας και κατόρθωσε να διατηρήσει ανόθευτη τη Θεολογία. Ανακεφαλαίωσε ολόκληρη την προηγούμενη πατερική παράδοση και διακήρυξε, ότι σκοπός της ζωής είναι η θέωση, η χριστοποίηση του πιστού, η οποία επιτυγχάνεται με τα δάκρυα της μετάνοιας και την αδιάλειπτη προσευχή.
    Ο άγιος Γρηγόριος γεννήθηκε στην Ασία από επιφανείς κι ένδοξους γονείς. Ο πατέρας του κατείχε μεγάλο αξίωμα, η δε μητέρα του διακρινόταν για την αφοσίωση της στην Εκκλησία και τη φιλανθρωπία της. Είχε τη δοκιμασία ο άγιος να χάσει πολύ νωρίς τον πατέρα του και να μείνει ορφανός. Την πατρική φροντίδα αναπλήρωσε η φιλόστοργη μητέρα του, η οποία προσπάθησε να τον εκπαιδεύσει κοντά σε σοφούς διδασκάλους, οι οποίοι του μετέδωσαν κάθε επιστήμη. Εκείνος όμως επιθυμούσε περισσότερο από την κοσμική σοφία, τη φιλοσοφία της μοναχικής ζωής. Γι’ αυτό όταν έφτασε είκοσι ετών, διένειμε την περιουσία του στους φτωχούς κι αφού πρώτα εγκατέστησε τη μητέρα του και τις αδελφές του σε Μοναστήρι, πήρε τους αδελφούς του και κατευθύνθηκε στο Άγιο Όρος όπου τους οδήγησε σ Μοναστήρι. Εκείνος, ποθώντας το βίο της ασκήσεως, κατέφυγε στην έρημο του όρους στον ενάρετο άνδρα Νικόδημο. Εκεί εκπαιδεύτηκε στα πνευματικά και σύντομα κοσμήθηκε με τα χαρίσματα του αγίου Πνεύματος. Νύχτα και μέρα με δάκρυα παρακαλούσε το Θεό να φωτίσει την ψυχή του με τη θεία Χάρη και να την καθαρίσει από τα πάθη της φθοράς. «Φώτισόν μου το σκότος» ήταν η αέναη ικεσία του αγίου. Και πράγματι, ύστερα από πολλή άσκηση, αξιώθηκε να έχει εμπειρίες από θείες οπτασίες και αποκαλύψεις.
     Μετά το Άγιος Όρος, τον βρίσκουμε στη Βέροια, στη Θράκη, στην Κωνσταντινούπολη να στηρίζει τους Χριστιανούς με τα κηρύγματα του. Τότε δέχτηκε το αξίωμα της ιεροσύνης, με τη δύναμη της οποίας περισσότερο αγωνίστηκε για την ευσέβεια. Την εποχή εκείνη εμφανίστηκε ο κακόδοξος Βαρλαάμ ο Καλαβρός μορφωμένος αλλά εγωιστής και φιλόδοξος Μοναχός, ο οποίος με ασέβεια κήρυττε αρειανικά δόγματα ότι δηλαδή η Χάρη της Αγίας τριάδος και το φως του μέλλοντος αιώνος που έλαμψε στο όρος Θαβώρ, ήταν κτίσμα και δεν έχουν καμιά σχέση με τη Θεία φύση. Ο άγιος Γρηγόριος αντέταξε όλες του τις δυνάμεις στις αιρετικές δοξασίες του Βαρλαάμ και υπερασπίστηκε την Ορθοδοξία.
    Από θεοσεβείς βασιλείς επαινέθηκε και τιμήθηκε και από άλλους διώχθηκε και φυλακίστηκε. Πάλεψε με τις δυνάμεις του σκότους, ταλαιπωρήθηκε, αλλά στο τέλος στάθηκε νικητής και τροπαιούχος. Η αρετή του τον έφερε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Θεσσαλονίκης. Κι εκεί κατηγορείται από τον πολυμαθή αλλά εμπαθή Νικηφόρο Γρηγορά. Με τη σύνοδο του 1351 δικαιώνεται. Σε περίοδο πολιτικών διενέξεων συλλαμβάνεται  αιχμάλωτος από τους Αγαρηνούς και εκτοπίζεται στα βάθη της Ασίας από όπου αργότερα επιστρέφει και με ενθουσιασμό γίνεται δεκτός από το ποίμνιο του, το οποίο αντί των συνήθων αρχιερατικών πολυχρονισμών, του ψάλλει με μια φωνή τον κανόνα της Αναστάσεως «Αναστάσεως ημέρα» και «Φωτίζου, φωτίζου η νέα Ιερουσαλήμ» αναγνωρίζοντας με τον τρόπο αυτό τη θεολογία του περί του ακτίστου φωτός. Ύστερα από δώδεκα χρόνια ποιμαντορίας από τις πολλές κακουχίες ασθένησε και παρέδωσε την αγία του ψυχή στα χέρια του Θεού στις 14 Νοεμβρίου του 1362. Το χαριτόβρυτο λείψανό του μέχρι σήμερα είναι αποθηκευμένο στον Καθεδρικό Ναό της Θεσσαλονίκης και άπειρα θαύματα επιτελεί σε εκείνους που τον επικαλούνται με πίστη.
    Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς μελέτησε βαθειά την ανθρώπινη ψυχή και φώτισε με τη διδασκαλία του το δρόμο, τον οποίο κι εμείς σήμερα μπορούμε να ακολουθήσουμε αν θέλουμε να θεωθούμε και να απολαύσουμε το άκτιστο φως της τρισηλίου Θεότητος. Στα συγγράμματα του υπογραμμίζει ότι τα πάθη της ψυχής έχουν σύνδεσμο κι εξάρτιση μεταξύ τους. Πηγή όλων των παθών είναι η αίσθηση της γεύσεως. Από αυτή εκπορεύονται λαιμαργία, ο χορτασμός, τα σαρκικά πάθη. Όταν τα πάθη της σάρκας θεριέψουν. Τότε θέλουν κι όλες τις αισθήσεις δικές τους. Τότε θολώνεται ο νους, καταλαμβάνεται από αλαζονεία, παγιδεύεται σε πονηρές σκέψεις και γίνεται δούλος της σάρκας και υποχείριο του δαίμονα. Ο άνθρωπος λησμονεί το θεό, στρέφεται στη λατρεία της κτίσεως και ζει διεστραμμένη ζωή.
    Πως θεραπεύονται τα πάθη της ψυχής; Απάντηση στο ερώτημα αυτό δίνει ο άγιος με τη ζωή και τη διδασκαλία του. Τα πάθη της σάρκας θεραπεύονται με τη νηστεία. Τα πάθη του νου με την προσευχή. Τα πάθη της ψυχής με τα δάκρυα της μετάνοιας. Αν ο άνθρωπος δεν αγωνιστεί κατά των παθών με τα όπλα του φωτός, αν δε σταυρώσει τα μέλη του «δι’ εγκρατείας», αν δε νηστέψει «από αισχρών λογισμών και φαύλων πράξεων» δεν πρόκειται ποτέ να ατενίσει το πρόσωπο του Θεού. Ο Άγιος Γρηγόριος αξιώθηκε να δει θείες οπτασίες, γιατί προηγουμένως είχε καθαρίσει την ψυχή του. Ο Κύριος που μας δίδαξε «ότι οι καθαροί τη καρδία αυτοί τον θεόν όψονται» (Ματθ. ε΄ 8) εμφανίζεται και σήμερα σ’ εκείνους που με τη μετάνοια καθαρίζουν την ψυχή τους και την ετοιμάζουν θρόνο εκλεκτό του παμβασιλέως Χριστού. Δεν φτάνει μόνο να καθαρίσει ο πιστός την ψυχή του από τα πάθη. Απαραίτητο είναι στη θέση των παθών να βάλλει τις αρετές, γιατί αλλιώς τα πάθη επιστρέφουν πιο άγρια.
    Πολλοί άνθρωποι σήμερα γοητεύονται από τις ανατολίτικες θεωρίες περί διαλογισμού κι εσωτερικής απάθειας. Καταφεύγουν στους ψευτοασκητές του ινδουισμού και των άλλων θρησκειών για να «βοηθηθούν» στην ενδοσκόπηση και στην εσωστρέφεια. Θέλουνε να γνωρίσουν το υπερπέραν με σατανικές μεθόδους κι εμπλέκονται στα δίχτυα της απάτης και της συγχύσεως. Μόνο η Εκκλησία μας, μόνο η Ορθόδοξη Εκκλησία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και των άλλων μεγάλων νηπτικών πατέρων υποδεικνύει μέθοδο ψυχοσωτήρια γνώσεων του Θεού. Είναι αυτή που ο άγιος Γρηγόριος σήμερα μας παρουσίασε. Είναι ο δρόμος της μετάνοιας, της προσευχής, της καθάρσεως, της ασκήσεως: «Η άσκησις μήτηρ του αγιασμού εστίν εξ ου γεννάται η πρώτη γεύση της αισθήσεως των μυστηρίων Χριστού» τονίζει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος. Η άσκηση της Ορθόδοξης στην εποχή του καταναλωτισμού, όπου θεοποιούνται τα υλικά αγαθά, έχει ιδιαίτερη σημασία. Χωρίς αυτήν η ζωή μας θα είναι ατελείωτη πορεία μέσα στο σκοτάδι. Η άσκηση και τα έργα της αγάπης θα είναι οι πρόδρομοι του θείου φωτός εκείνου που σκέπασε τους μαθητές στο Θαβώρ, που φώτισε το κενό μνημείο, που επισκίασε τους Αποστόλους κατά την Πεντηκοστή, του φωτός εκείνου που φώτισε τον κόσμο και που γεμίζει κάθε ταπεινή και καθαρή ψυχή.
    Η εορτή του θεόπτη και θεοφύλακτου αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, μέσα στον καιρό της εγκράτειας είναι φως που μας καθοδηγεί στην πορεία της σωτηρίας μας. Μακάρι η διδασκαλία του να αναστήσει κάθε ράθυμη ψυχή και τα θεόφθογγα λόγια του να γίνουν κλίμακα που θα οδηγήσουν στο Θεό και τους ανθρώπους.

Γιώργος Σαββίδης

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...