Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Απριλίου 03, 2015

Η Εκκλησία θεραπεύει δεν τιμωρεί


Γράφει ο αρχιμ. Θεόφιλος Λεμοντζής
Η Εκκλησία ως «ιατρείο ψυχής» μπορεί να προσεγγίσει και να θεραπεύσει τους πλανεμένους αδελφούς.

Ο π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος, ο μακαριστός αυτός υπερασπιστής της πίστεως, διέκρινε ότι πολ­λές φορές η επέμβαση του εκκλησιαστικού και οικείου περιβάλλοντος των θυμάτων αποτελεί συνισταμένη πανικού, απόρριψης, αποκλεισμού...
λανθασμένης διάγνωσης και το βασικότερο, παντελούς άγνοιας του σεναρίου και της σκηνοθεσίας που μεθοδεύουν οι αιρέσεις με σκοπό να δελεάσουν και να εξασφαλίσει οπαδούς[4].

Η εκ των προτέρων κατ’ αρχάς αποδοχή του άλλου ως έχει, δηλαδή με τα ελαττώματά του, τις αδυναμίες του, την τυχόν εξωτερική του εμφάνιση κ.λ.π. είναι ένα σωστός τρόπος προσέγγισής του. Αγάπη, προς το απολωλός ή τον αδιάφορο θα πρέπει να εκδηλώνεται χωρίς υστεροβουλία. Αυτό που χρειάζεται είναι η περίθαλψη και η απεριόρι­στη αγάπη και κατανόηση. Πολύ σωστά η Εκκλησία μας έχει χαρακτηρισθεί ως ένα μεγάλο Νοσοκομείο όπου όλοι όσο βαριά άρρωστοι και εάν είναι μπορούν ν’ αποθεραπευτούν. Η Εκκλησία οικοδομείται με τη μετάδοση της άκτιστης και θεοποιού Χάριτος[5].

Ο αείμνηστος π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος μας επισημαίνει ξανά και ξανά ότι ο άξιος ποιμένας δεν τρέχει να αναζητήσει το χαμένο πρόβα­το με σκοπό να το δείρει. Κανένας σωστός ποιμένας δεν είναι τόσο σκληρός, ώστε να μη δείχνει έλεος. Γι’ αυτό χρειάζεται σύνεση, κατα­νόηση, αγάπη. Πρόκειται για σοβαρά ασθενείς, που δεν έχουν συναί­σθηση ότι πάσχουν, θεωρούν τον εαυτό τους γιατρό, ικανό να δώσει στον καθένα μας συνταγές θεραπείας[6].

Ο άνθρωπος αναζητεί αγάπη και ζεστασιά. Εάν δεν βιώνει αυτή του τη ανάγκη μέσα στα πλαίσια της εκκλησιαστικής ζωής σίγουρα θ’ ανα­ζητήσει να την γεμίσει κάπου αλλού.

Πολλοί συνάνθρωποί μας, λόγω προσωπικών, ψυχολογικών, οικογε­νειακών περιπετειών έχουν βιώσει στη ζωή τους το μαρτύριο της έλλει­ψης ζεστασιάς και αγάπης. Δεν έχουν κάποιο άνθρωπο δίπλα τους για να τους συμπαρασταθεί και να σταθεί δίπλα τους, για να καλύψει το κενό που πρέπει να πληρωθεί με αγάπη, φροντίδα, ζεστασιά και ενδια­φέρον.

Η επίγεια ζωή του ανθρώπου δεν είναι χαρές και γέλια αλλά κυρίως λύπες και πίκρες. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της απομάκρυνσης από το Θεό. (Γεν. 2.8,15-17,3.1-0). Ο άνθρωπος βιώνει τις συνέπειες της πτώ­σης του, της παρακοής στο θέλημα του Θεού. (Γεν. 3,7-13). Πολλές φορές η ζωή εκδιπλώνεται ενώπιον μας με τραγικό και δραματικό τρόπο. Προσωπικές αποτυχίες, οικογενειακές και κοινωνικές συγκρού­σεις, προσωπικά δράματα, ψυχολογικός κλονισμός, έρχονται να ταρά­ξουν την ύπαρξή μας. 

Ειδικά, ο θάνατος προσφιλών προσώπων κλονί­ζει τα θεμέλια του ψυχολογικού μας κόσμου, συγκλονίζει συθέμελα το ανθρώπινο είναι. Τα γεγονότα αυτά μας θέτουν ενώπιον των οριακών καταστάσεων που μπορεί να φτάσει η ύπαρξή μας. Βιώνοντας αυτές τις οριακές καταστάσεις, βιώνουμε τον προσωπικό μας Άδη, εκείνη την κατάσταση της απόλυτης μοναξιάς, βρισκόμαστε σε τραγικό αδιέξοδο. Σε αυτή την κατάσταση ο άνθρωπος έχει ανάγκη από ζεστασιά, συντροφιά, αγάπη, κατανόηση, ένα λόγο παρηγοριάς. 

Σε αυτή τη δύσκολη κατάσταση ο άνθρωπος είναι ανοιχτός σε κάθε είδους πράξη αγάπης και φροντίδας και γίνεται ευάλωτος σε «επιθέσεις αγάπης» πολλών αιρετικών. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι κατά την κατάστα­ση απώλειας προσφιλών προσώπων ο άνθρωπος παρουσιάζει ανησυ­χίες, αγωνίζεται να μάθει την τύχη των αποθανόντων πλέον προσφι­λών του προσώπων, και ενδιαφέρεται να μάθει για τη θρησκευτική και μεταφυσική διάσταση της ανθρώπινης ζωής.

Σε αυτή τη στιγμή μπορεί να παρουσιαστούν αιρετικοί, όπως οι Μάρτυρες του Ιεχωβά και οι οποί­οι θα προθυμοποιηθούν να καλύψουν αυτό το μεταφυσικό κενό του υποψηφίου και βασανισμένου από τα χτυπήματα της ζωής προσήλυτου παρουσιάζοντας τις αφελείς τους διδασκαλίες περί ανάστασης των νεκρών και τη διδασκαλία τους περί της δευτέρας Παρουσίας του Κυρί­ου μας. Παράλληλα, με συνεχείς επισκέψεις αποκτούν μια προσωπική οικειότητα με το υποψήφιο θύμα και του δίδουν ζεστασιά και αγάπη, προσπαθώντας ν’ αναπληρώσουν το δυσαναπλήρωτο κενό στην ψυχή του. Ο υποψήφιος προσήλυτος τους εμπιστεύεται και η παρουσία του σε μια και περισσότερες συναθροίσεις των αιρετικών αυτών αποτελεί πια θέμα χρόνου.

Ο π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος μας παρουσιάζει ένα όπλο των αιρέ­σεων και ειδικά των Μαρτύρων του Ιεχωβά, και αυτό είναι ο λεγόμενος «βομβαρδισμός αγάπης». Η αγάπη όμως αυτή ερμηνευομένη από τους σκοπούς που υπηρετεί είναι υποκριτική, επίπλαστη χωρίς βάθος και έννοια. Είναι η «αγάπη» ενός προβατόσχημου λύκου απέναντι σε αγνό αμνό, το δέλεαρ της οργάνωσης για να προσελκύσει τους ανυποψία­στους ανθρώπους στις «φυλακές» της αίρεσης[4].

Η «αγάπη» των αιρετικών μοιάζει με την «αγάπη» που δείχνει ο κυνηγός προς το θήραμά του. Πλησιάζει το θήραμά του με «καλοσύνη», προσπαθεί να γίνει φίλος του, το πλησιάζει σιγά-σιγά, ώστε να μην καταλάβει τις εχθρικές του διαθέσεις, χρησιμοποιεί κινήσεις των χεριών του για να δείξει στο θήραμά του ότι το αγαπά και θέλει μόνο να το ταΐσει και όταν έρχεται σε μια ικανή απόσταση βολής, τότε εκτο­ξεύει τα βέλη του ή χρησιμοποιεί το μαχαίρι του για να το σφάξει και να επιφέρει το θάνατό του.

Αυτού του είδους «αγάπη» είναι «αγάπη των αδελφών στις συνα­θροίσεις» των αιρετικών. Αυτού του είδους η «αγάπη» εφαρμόζεται από τους περισσότερους αιρετικούς οι οποίοι πίσω από αυτή την επί­πλαστη και ουσιαστικά ανύπαρκτη αγάπη καλύπτουν τις πραγματικές διαθέσεις τους.

Ο άνθρωπος είναι ψυχή και σώμα. Είναι ένωση πνευματικού και υλι­κού στοιχείου. Στην ύπαρξή του ενώνεται ο πνευματικός και ο υλικός κόσμος. Είναι ένα όν μοναδικό και αξιοθαύμαστο. Ο Απόστολος Παύ­λος στην προς Εβραίους επιστολή μας παρουσιάζει με έντονο τρόπο αυτό το μυστήριο της ανθρώπινης ύπαρξης όταν τον συγκρίνει με το νοητό κόσμο. (Εβρ. 2,7).

Ο Απόστολος Παύλος στο 13ο κεφάλαιο της Α' προς Κορινθίους επιστολή, μας παρουσιάζει την αληθινή έννοια της αγάπης. Η αγάπη είναι η υπέρτατη αρετή, το υπέρτατο πνευματικό απόκτημα, το χάρι­σμα μπροστά στο οποίο φανερώνεται όλος ο πλούτος της εν Χριστώ ζωής. (Α' Κορ. 13,1) Η αληθινή αγάπη έχει μακροθυμία, δεν κυριαρ­χείται από ζηλοφθονία, ανέχεται τα πάντα και υποχωρεί στα πάντα. (Α' Κορ. 13,4). Η αληθινή αγάπη δεν κρύπτει ιδιοτέλεια όπως των αιρετικών αλλά ανιδιοτέλεια. Πρέπει ν’ αγαπούμε «εν αγάπη ανυποκρίτω» (Β' Κορ. 6,6) διότι ο ίδιος ο Θεός «αγάπη εστίν» (Α' Ιωανν. 4,8)

Ο Απόστολος Παύλος γράφει στην Α' προς Κορινθίους επιστολή: «Τίς σκανδαλίζεται και ουκ εγώ πυρούμαι» (Α' Κορ. 11,29), συμμετέ­χοντας στα υπαρξιακά προβλήματα των Κορινθίων. Η κατανόηση του ανθρώπινου προβληματισμού βοηθά αυτόν που ασχολείται με την σωτηρία των ανθρώπων να συμμετάσχει ουσιαστικά στα προσωπικά προβλήματα του ποιμενόμενου. Η δική μας προσωπική συμμετοχή στα υπαρξιακά προβλήματα του ανθρώπου και η κοινωνία αγάπης που θα πρέπει να δημιουργήσουμε θα μας δώσει την δυνατότητα να οικοδομή­σουμε και να εντάξουμε ουσιαστικά τους ανθρώπους στην ποίμνη του Χριστού.

Η Εκκλησία αγαπά τον άνθρωπο όχι διότι επιθυμεί να το κάνει πειθήνιο όργανό της αλλά διότι έτσι εκφράζει τη φύση και την απο­στολή της, αγαπά τον άνθρωπο όχι διότι επιθυμεί να τον εξουσιάζει αλλά διότι ακολουθεί πιστά το λόγο του Κυρίου (Ιωάν), η Εκκλησία δεν αγαπά μόνο όσους ανήκουν σε αυτήν αλλά ολόκληρο τον κόσμο, αυτούς που την αγαπούν και αυτούς που την υπηρετούν και αυτούς που την εχθρεύονται. Είναι η ολοκληρωτική έκφραση της αγάπης.

[4] π. Αντωνίου Αλεβιζόπουλου. ο.π.. σελ. 13.
[5] Αρχ. Χριστόφορου Τσιάκα. Η Ορθόδοξος Εκκλησία έναντι των αιρέσεων και της παρα&ρησκείας. Μια σύγχρονη απειλή για την Ορθόδοξη πίστη και τον πολιτι­σμό μας. Λεμεσός 1993. σελ. 29.
[6] π. Αντωνίου Αλεβιζόπουλου, ο.ττ., σελ. 242.
[4] π. Αντωνίου Αλεβιζόπουλου, ο.π., σελ. 14.

το είδαμε εδώ

Η ΕΓΕΡΣΙΣ ΤΟΥ ΕΝ ΤΑΦΩ ΤΕΤΡΑΗΜΕΡΟΥ, ΑΓΙΟΥ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΥ ΦΙΛΟΥ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ




Η ΕΓΕΡΣΙΣ ΤΟΥ ΕΝ ΤΑΦΩ ΤΕΤΡΑΗΜΕΡΟΥ, ΑΓΙΟΥ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΥ ΦΙΛΟΥ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ
      "Ο Λάζαρος ήταν Εβραίος κατά το γένος, Φαρισαίος κατά την αίρεση, και υιός, όπως έχει βρεθεί, του Φαρισαίου Σίμωνα, καταγώμενος από την κώμη της Βηθανίας. Ενώθηκε με δεσμά φιλίας με τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, ο Οποίος ήλθε στον κόσμο για τη σωτηρία μας. Επειδή λοιπόν ο Χριστός συνεχώς διαλεγόταν με τον Σίμωνα, διότι και αυτός πίστευε πολύ στην ανάσταση από τους νεκρούς, και πήγαινε στο σπίτι του, κατά φυσικό τρόπο ο Λάζαρος, όπως και οι δύο του αδελφές, η Μάρθα και η Μαρία, αγάπησαν γνήσια τον Κύριο. Καθώς πλησίαζε το σωτήριο Πάθος, επειδή έπρεπε να θεωρηθεί αξιόπιστο το μυστήριο της Αναστάσεως του Κυρίου, ο μεν Ιησούς έμενε πέραν του Ιορδάνου, αφού προηγουμένως είχε αναστήσει από τους νεκρούς την κόρη του Ιαείρου και τον υιό της Χήρας. Ο δε φίλος του Λάζαρος αρρώστησε βαριά και πέθανε. 

Ο Ιησούς λοιπόν, ενώ δεν ήταν στη Βηθανία, λέγει στους μαθητές: Ο Λάζαρος κοιμήθηκε, και μετά από λίγο πάλι: Ο Λάζαρος, λέγει, πέθανε. Έρχεται λοιπόν στη Βηθανία, αφήνοντας τον Ιορδάνη, καθώς Του έστειλαν μήνυμα οι αδελφές του Λαζάρου. Απέχει δε η Βηθανία περίπου δεκαπέντε στάδια από τα Ιεροσόλυμα. Τον προϋπάντησαν οι αδελφές του Λαζάρου που του είπαν: Κύριε, αν ήσουν εδώ, δεν θα πέθαινε ο αδελφός μας. Αλλά και τώρα, αν θελήσεις, θα τον αναστήσεις, γιατί μπορείς. Ερωτά τον όχλο ο Ιησούς. Πού τον βάλατε; Και αμέσως όλοι πήγαν προς το μνήμα. Κι αφού σήκωσαν τον λίθο, η Μάρθα λέγει: Κύριε, μυρίζει πια, γιατί είναι τέσσερις ημέρες μέσα. Ο Ιησούς προσευχήθηκε και έκλαψε για τον Λάζαρο, οπότε με μεγάλη φωνή κραύγασε: Λάζαρε, έλα έξω. Κι αμέσως ο πεθαμένος βγήκε, κι αφού λύθηκε αναχώρησε για το σπίτι του. Αυτό το τεράστιο παράδοξο ξεσήκωσε τον φθόνο του Εβραϊκού λαού, που εξοργίστηκε κατά του Χριστού. Ο δε Ιησούς πάλι έφυγε γρήγορα. Οι δε αρχιερείς σκέφτηκαν και τον Λάζαρο να σκοτώσουν, διότι πολλοί βλέποντάς τον πίστευαν στον Χριστό. Ο Λάζαρος τότε που κατάλαβε τις σκέψεις τους διαφεύγει προς τη νήσο Κύπρο, όπου και έμενε, μέχρις ότου αργότερα αναδείχτηκε αρχιερέας της πόλης του Κυτίου από τους Αποστόλους. Κι αφού έζησε καλώς και θεοφιλώς, τριάντα χρόνια μετά από την ανάστασή του πέθανε και πάλι. Ετάφη εκεί και έκανε πολλά θαύματα.
      Λέγεται δε ότι μετά την ανάστασή του δεν έφαγε τίποτε χωρίς να βάλει και κάτι πικρό στο φαγητό και ότι το ωμοφόριό του το έφτιαξε η πάναγνη του Θεού Μητέρα με τα χέρια της και του το χάρισε. Το τίμιο και άγιο λείψανό του ο σοφότατος βασιλιάς Λέων, από κάποια θεία όραση κινούμενος έστειλε και το πήρε από εκεί και το κατέθεσε με σεμνότητα και με πολυτέλεια στον Ναό που έκτισε στην Κωνταντινούπολη προς τιμή του. Και τώρα ακόμη παραμένει το τίμιο λείψανό του, που βγάζει κάποια άρρητη ευωδία. Τάχθηκε δε να εορτάζεται η έγερσή του κατά τη σημερινή ημέρα, διότι οι άγιοι και θεοφόροι Πατέρες μας, μάλλον δε οι άγιοι Απόστολοι, μετά την κάθαρση της σαρανταήμερης νηστείας, ενόψει των αγίων Παθών του Κυρίου μας, επειδή βρήκαν αυτό το θαύμα ότι ήταν η αρχή και μάλιστα η αιτία της μανίας των Ιουδαίων κατά του Χριστού, γι' αυτό λοιπόν έθεσαν εδώ το υπερφυσικό αυτό τεράστιο θαύμα. Αυτό λοιπόν το θαύμα μόνος ο ευαγγελιστής Ιωάννης το έγραψε, διότι οι άλλοι ευαγγελιστές το παρέλειψαν. Ίσως γιατί ήταν ζωντανός ο Λάζαρος και τον έβλεπαν. Λέγεται μάλιστα ότι και γι' αυτό ακριβώς συνέγραψε και το υπόλοιπο Ευαγγέλιο και ότι οι άλλοι δεν αναφέρθηκαν καθόλου στην άναρχη Γέννηση του Χριστού. Διότι αυτό ήταν το ζητούμενο να πιστευθεί, δηλαδή ότι ο Χριστός ήταν ο Υιός του Θεού και Θεός. Και ότι αναστήθηκε και θα γίνει ανάσταση των νεκρών, πράγμα το οποίο με την ανάσταση του Λαζάρου γίνεται περισσότερο πιστευτό. Ο Λάζαρος δε δεν είπε τίποτε για τα εν Άδη ή διότι δεν του επέτρεψε ο Θεός να δει τελείως τα εκεί ή διότι τα είδε μεν, αλλά πήρε εντολή να κρατήσει σιωπή γι' αυτά. Από τότε και μετά, κάθε άνθρωπος που μόλις έχει πεθάνει λέγεται Λάζαρος, ενώ το εντάφιο ένδυμα ονομάζεται Λαζάρωμα, καθώς τον παρακινεί ο λόγος να θυμηθεί τον πρώτο Λάζαρο. Διότι αν εκείνος με τον λόγο του Χριστού αναστήθηκε και ξανάζησε πάλι, έτσι κι αυτός: μολονότι πέθανε, όμως θα αναστηθεί με την τελευταία σάλπιγγα και θα ζήσει αιώνια".
      Η ανάσταση του Λαζάρου από τον Κύριο θεωρείται από τον άγιο Θεοφάνη, τον υμνογράφο και της σημερινής εορτής, πρώτα από όλα ως φανέρωση της διπλής φύσης Του, της ανθρώπινης και της θεϊκής. Η μεν ανθρώπινη φύση Του φανερώνεται από το γεγονός ότι ο Κύριος ερωτά, σαν να αγνοεί, τον τόπο της ταφής του φίλου Του, αλλά και από το γεγονός ότι κλαίει για τον θάνατό του. Η δε θεϊκή φύση Του αποκαλύπτεται, όπως είναι φυσικό, από την ανάσταση του Λαζάρου, καθώς η ισχύς του θεϊκού λόγου Του βγάζει από το χώρο των κεκοιμημένων τον Λάζαρο, αλλά και προηγουμένως, από τη πρόγνωση του θανάτου του. Τα συγκεκριμένα τροπάρια και οι στίχοι που καταγράφουν την "διπλόην" αυτήν του Κυρίου είναι πάμπολλα. Για παράδειγμα, ως προς την ανθρώπινη φύση Του: "Αφού έγινες ουσιαστικά άνθρωπος κατά τη φύση, Χριστέ, από την Παρθένο, ρωτούσες ως άνθρωπος να μάθεις για τον τάφο του, ενώ δεν αγνοούσες ως Θεός πού βρισκόταν" ("Τον άνθρωπον φύσει ουσιωθείς, Χριστέ, εκ Παρθένου, του Λαζάρου συ την ταφήν μαθείν επηρώτας ως άνθρωπος, ουκ αγνοών ως Θεός όπου έκειτο") (ωδή α΄). "Ενώ ήξερες, ρωτούσες, λέγει: Πού τον έχετε βάλει; Και προσευχήθηκες στον Πατέρα, χύνοντας δάκρυα ως άνθρωπος"("ειδώς ηρώτας, φησί: Πού τεθείκατε; Και τω Πατρί προσηύξω, δακρύσας ως άνθρωπος") (κάθισμα όρθρου). "Θρηνείς, Ιησού. Αυτό είναι γνώρισμα της ανθρώπινης φύσης" ("Θρηνείς, Ιησού. Τούτο θνητής ουσίας") (στίχος συναξαρίου). Ως προς τη θεϊκή φύση Του: "Δίνεις ζωή στον φίλο Σου. Αυτό είναι γνώρισμα της θεϊκής δύναμής Σου" ("Ζωοίς φίλον σου. Τούτο θείας ισχύος") (στίχος συναξαρίου)."Έδειξες σε όλους το γνώρισμα της υπέρθεης θεότητάς Σου, καθώς ανέστησες από τους νεκρούς τον τετραήμερο στον τάφο Λάζαρο, Δέσποτα" ("Πάσι της υπερθέου γνώρισμα θεότητος υπέδειξας, εκ των νεκρών εγείρας τετραήμερον Λάζαρον, Δέσποτα") (ωδή α΄). "Συ που δημιούργησες όλον τον κόσμο από το μηδέν και γνωρίζεις τα κρυφά των καρδιών, προλέγεις ως Κύριος στους μαθητές την κοίμηση του Λαζάρου" ("Ο πριν εκ μη όντων παραγαγών την σύμπασαν Κτίσιν και γινώσκων των καρδιών ταμεία, προλέγεις ως Δεσπότης τοις Μαθηταίς του Λαζάρου την κοίμησιν") (ωδή α΄). Έτσι "προβάλλοντας ο Κύριος δύο ενέργειές Του, δείχνει και τη διπλή φύση Του. Ότι δηλαδή είναι Θεός και άνθρωπος" ("Δύο προβαλλόμενος τας ενεργείας Σου, έδειξας των ουσιών, Σώτερ, την διπλόην. Θεός γαρ εί και άνθρωπος") (ωδή γ΄).
      Η ανάσταση του Λαζάρου όμως συνιστά κατά τον υμνογράφο σημαντικό γεγονός, γιατί δείχνει και την αξιοπιστία της ανάστασης του ίδιου του Κυρίου. Ο Κύριος δηλαδή που είχε προείπει την ανάστασή Του είναι επόμενο να καθιστά εντελώς αξιόπιστη την προφητεία Του, με την ανάσταση εκ νεκρών που κάνει στον Λάζαρο. Αφού με άλλα λόγια ανέστησε έναν άνθρωπο εκ νεκρών, γιατί να μην μπορεί να αναστήσει και τον εαυτό Του; Η λογική του Κυρίου εν προκειμένω είναι παρεμφερής με τη λογική και των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης, όπως έπειτα και με τις προφητείες της Αποκάλυψης του Ιωάννη. Τι θέλουμε να πούμε; Στους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης βλέπουμε ότι για να καταστήσουν αξιόπιστες τις προφητείες τους περί του ερχόμενου Μεσσία, περί ενός δηλαδή μακρινού γεγονότος, έλεγαν προφητείες που αναφέρονταν σε βάθος λίγου χρόνου. Επιβεβαιώνονταν οι προφητείες αυτές σύντομα, συνεπώς και ο λόγος για τον Μεσσία εθεωρείτο αξιόπιστος. Το ίδιο συμβαίνει και με την Αποκάλυψη του Ιωάννη: ο Ιωάννης για να μιλήσει περί της αλήθειας του ερχομού του Κυρίου κατά τη Δευτέρα Του παρουσία, ομιλεί περί γεγονότων που επαληθεύονταν σε μικρό χρονικό διάστημα. Η λογική λοιπόν και στο γεγονός της ανάστασης του Λαζάρου είναι το ίδιο: Αυτός που ανασταίνει τον Λάζαρο, δείχνοντας ότι είναι ο Κύριος της ζωής και του θανάτου, ο Ίδιος σε λίγες ημέρες θα αναστηθεί από τους νεκρούς. "Δείχνοντας, Λόγε, ότι η Ανάστασή Σου αξίζει να πιστευτεί πράγματι, ανέστησες σαν από ύπνο τον φίλο σου, που ήδη μύριζε άσχημα, δηλαδή τον τετραήμερο νεκρό από το μνήμα"("Πιστούμενος, Λόγε, την σεαυτού Ανάστασιν όντως, ως εξ ύπνου τον προσφιλή ανέστησας ήδη οδωδότα, τον τεταρταίον νεκρόν εκ του μνήματος") (ωδή α΄).
      Και βεβαίως η ανάσταση του Λαζάρου που παραπέμπει στην Ανάσταση του Κυρίου, προχωρά κατ' επέκταση και στην ανάσταση εκ νεκρών όλων των ανθρώπων. Η Ανάσταση του Κυρίου άλλωστε γι' αυτό έγινε. Όχι γιατί είχε ανάγκη της ανάστασης αυτής ο Κύριος, ο Ίδιος ο παντοδύναμος Θεός που σαρκώθηκε, αλλά για να δώσει στους ανθρώπους τη μεγαλύτερη δωρεά: να υπερβούν τον θάνατο - το τίμημα της αμαρτίας τους - συνεπώς να ζήσουν αυτό που απαρχής είχε δοθεί ως προοπτική στους ανθρώπους: να ζουν αιωνίως εν Θεώ, ψυχή τε και σώματι. Διότι βεβαίως ο άνθρωπος δεν δημιουργήθηκε για να πεθάνει, αλλά για να ζήσει. Ο θάνατος ήλθε ως το αποτέλεσμα της διαγραφής του Θεού από τη ζωή τους. Όμως συνιστούσε γεγονός ανάποδο προς τη φυσιολογία τους. Ο Κύριος λοιπόν ήλθε "ίνα ζωήν έχωσιν οι άνθρωποι και περισσόν έχωσι". Κι από την άποψη αυτή η Ανάσταση του Κυρίου, αρχής γενομένης από την ανάσταση του Λαζάρου, αποτελεί τη μεγαλύτερη εορτή και των πάντων γεγονότων ανώτερο γεγονός, που νοηματίζει τα πάντα. "Τον Λάζαρο που πέθανε, τον ανέστησες από τον Άδη που βρισκόταν τέσσερις ημέρες, Χριστέ, τραντάζοντας έτσι πριν από τον θάνατό Σου τη δύναμη του θανάτου και προμηνύοντας μέσω ενός προσφιλούς σου προσώπου την ελευθερία όλων των ανθρώπων από τη φθορά"("Λάζαρον τεθνεώτα, τετραήμερον ανέστησας εξ Άδου, Χριστέ, προ του σου θανάτου διασείσας του θανάτου το κράτος, και δι' ενός προσφιλούς, την πάντων ανθρώπων προμηνύων εκ φθοράς ελευθερίαν") (στιχηρό αίνων).
      Ο άγιος Θεοφάνης όμως σημειώνοντας την ανάσταση εκ νεκρών όλων των ανθρώπων τονίζει και την προϋπόθεση, προκειμένου η ανάσταση αυτή να λειτουργεί θετικά για τον άνθρωπο. Διότι την ανάσταση θα τη ζήσουν όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρωποι, όχι όμως κατά τρόπο χαροποιό και φωτεινό. Η ανάσταση των νεκρών κατά τη Δευτέρα Παρουσία για άλλους θα είναι, κατά τα λόγια του ίδιου του Κυρίου, ανάσταση ζωής και για άλλους ανάσταση κρίσεως. Κι εκείνο που θα καταστήσει χαροποιό και φωτεινό γεγονός την ανάσταση, κυριολεκτικά παραδείσια κατάσταση, είναι αν ο άνθρωπος, μέσα στα πλαίσια αυτού του κόσμου που ο Θεός επέτρεψε να βρεθεί, ζήσει με πίστη και με αγάπη, δηλαδή με μετάνοια από τον κακό και αμαρτωλό και εγωιστικό τρόπο ζωής του. Αν με άλλα λόγια από τώρα ζήσει την ανάσταση του Κυρίου. Ο άγιος υμνογράφος συνεπώς μας καθοδηγεί στο πώς κανείς από εδώ και τώρα ζει την ανάσταση του Κυρίου. Χρησιμοποιώντας το παράδειγμα της ανάστασης του Λαζάρου, εκεί που ο ζωοποιός λόγος του Κυρίου μεταγγίζει την ίδια τη ζωή, εύχεται ο Κύριος να αναστήσει και τον δικό μας νου, που κείτεται νεκρός λόγω των αμαρτιών του. Αν από τώρα δεχτούμε τον λόγο του Κυρίου, τότε θα αναστηθούμε από τη νέκρα της αμαρτίας σαν τον Λάζαρο, συνεπώς και ο θάνατός μας, πολύ περισσότερο η Δευτέρα του Κυρίου Παρουσία, θα είναι και για εμάς ανάσταση ζωής. Τον Κύριο δηλαδή που ζήσαμε σ' αυτήν τη ζωή, τον Ίδιο θα ζούμε και αιωνίως, με χαρά και ευφροσύνη. "Τον νεκρό που μύριζε άσχημα και που ήταν δεμένος με σάβανα, Δέσποτα, τον ανέστησες. Κι εμένα που ειμαι δεμένος με τις σειρές των αμαρτημάτων μου, ανάστησέ με" ("Τον νεκρόν οδωδότα, δεδεμένο κειρίαις, Δέσποτα, ήγειρας. Καμέ πεπεδημένον σειραίς αμαρτημάτων διανάστησον") (ωδή ζ΄). "Όπως είπες Κύριε στη Μάρθα: Εγώ είμαι η ανάσταση, έμπρακτα εκπλήρωσες τον λόγο Σου, καλώντας από τον Άδη τον Λάζαρο. Κι εμένα, φιλάνθρωπε, που είμαι νεκρός από τα πάθη μου, ως συμπαθής ανάστησέ με, Σε παρακαλώ" ("Καθώς είπας, Κύριε, τη Μάρθα: Εγώ ειμι η ανάστασις, έργω τον λόγον επλήρωσας, εξ Άδου καλέσας τον Λάζαρον. Καμέ, φιλάνθρωπε, νεκρόν τοις πάθεσι, ως συμπαθής εξανάστασον, δέομαι") (στιχηρό αίνων).
π. Γεώργιος Δορμπαράκης
το είδαμε εδώ

Ὁ Ἅγιος Λάζαρος στὴν Ὀρθόδοξη Εἰκονογραφία




«Τὴν κοινὴν Ἀνάστασιν πρὸ τοῦ Σοῦ πάθους πιστούμενος, ἐκ νεκρῶν ἤγειρας τὸν Λάζαρον, Χριστὲ ὁ Θεός. Ὅθεν καὶ ἡμεῖς ὡς οἱ παῖδες, τὰ τῆς νίκης σύμβολα φέροντες, Σοὶ τῷ Νικητῇ τοῦ θανάτου βοῶμεν ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ Ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου» (Ἀπολυτίκιο τοῦ Σαββάτου τοῦ Λαζάρου).

      Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ δοξολογεῖ ἡ Ἐκκλησία μας τὴν Ἀνάσταση τοῦ ἐδῶ τιμωμένου Ἁγίου Λαζάρου. Καὶ ταυτόχρονα φανερώνει μὲ αὐτὰ τὸ βαθύτερο νόημα καὶ τοῦ θαύματος τῆς Ἀναστάσεώς του καὶ τῆς ἑορτῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ποὺ σχετίζεται μὲ αὐτό. Ὅτι δηλαδὴ τὸ θαῦμα αὐτὸ τοῦ Κυρίου δὲν εἶναι μόνο ἕνα γεγονὸς τῆς ζωῆς τοῦ Λαζάρου, ἀλλὰ καὶ προτύπωση τῆς κοινῆς Ἀναστάσεως ὁλοκλήρου τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων. Τὴν ἴδια ὅμως ἀλήθεια ποὺ ἐκφράζει ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴν θεολογικὴ ποίηση καὶ τὴν δοξολογικὴ μουσική της, τὴν ἴδια ἀκριβῶς ἐκφράζει καὶ μὲ μίαν ἄλλη γλώσσα, μὲ τὴν ζωγραφικὴ γλώσσα τῆς εἰκονογραφίας. Τὸ πώς, μὲ ποιοὺς τρόπους, ἡ ζωγραφικὴ ἐκκλησιαστικὴ γλώσσα τιμᾶ καὶ ὑμνεῖ τὸν τιμώμενο καὶ στὸ παρὸν συμπόσιο Ἅγιο Λάζαρο θὰ ἀποτελέσει τὸ θέμα τῆς εἰσηγήσεώς μας.


     Ἡ ὀρθόδοξη εἰκονογραφία ἔχει ἀφιερώσει στὸν Ἅγιο Λάζαρο δύο εἰκονογραφικὰ θέματα. Τὸ ἕνα ἀναφέρεται στὴν ὑπὸ τοῦ Κυρίου Ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου. Τὸ ἄλλο εἶναι ἡ ἰδιαίτερη προσωπικὴ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Λαζάρου ὡς ἱεράρχου. Θὰ περιγράψουμε τὰ δύο αὐτὰ θέματα καὶ στὸ τέλος θὰ δοῦμε συνολικὰ τὴ θέση καὶ τὴ σημασία τοῦ Ἁγίου Λαζάρου στὴν ὀρθόδοξη εἰκονογραφία καὶ στὴ θεολογία τῆς Ἀναστάσεως.


Α΄ Τὸ Εἰκονογραφικὸ θέμα τῆς «Ἀναστάσεως τοῦ Λαζάρου»


     Τὸ θέμα αὐτὸ εἶναι εὐαγγελικὸ καὶ ἱστορικό. Βασίζεται σὲ διηγήσεις τῶν Εὐαγγελίων (Ἰω. 11, 1–44), καὶ δὲν εἶναι κατ’ ἀρχὴν συμβολικὴ παράσταση. Ἀποτελεῖ ἀπεικόνιση γεγονότος ἱστορικοῦ ποὺ ἔλαβε χώραν σὲ συγκεκριμένο τόπο καὶ χρόνο. Στὴ Βηθανία. στὸν τόπο ὅπου ἔμενε ὁ φίλος τοῦ Κυρίου μὲ τὶς ἀδελφές του λίγες ἡμέρες πρὸ τοῦ πάθους τοῦ Κυρίου. Περιέχει, λοιπόν, ἡ εἰκόνα τῆς «Ἀναστάσεως τοῦ Λαζάρου» συγκεκριμένα ἱστορικὰ στοιχεῖα τὰ ὁποῖα εἶναι τὰ ἀκόλουθα:

1) Τὰ τελούμενα συμβαίνουν ἔξω τῆς Βηθανίας, ἡ ὁποία φαίνεται στὸ βάθος.

2) Φαίνεται ὁ τάφος, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἄνθρωποι ἀφαιροῦν τὴν πλάκα.

3) Ὁ Λάζαρος φαίνεται μέσα στὸ μνημεῖο ὄρθιος ἢ νὰ ἀνακάθεται, τυλιγμένος μὲ τὰ σάβανα.

4) Ἕνας εἰκονιζόμενος φέρνει τὸ μανίκι του στὴ μύτη γιὰ νὰ ἀποφύγει τὴν δυσοσμία ποὺ ὅλοι περιμένουν ἀπὸ ἕναν τετραήμερο νεκρό.

5) Αὐτὸς ποὺ φέρει τὴν πλάκα τοῦ τάφου φαίνεται νὰ καταβάλλει μεγάλη μυϊκὴ δύναμη γιὰ νὰ σηκώσει τὸ βάρος τῆς πέτρας.

6) Φίλοι, γείτονες καὶ μαθητὲς παρακολουθοῦν ἔκθαμβοι.

7) Ἡ Μάρθα καὶ ἡ Μαρία προσκυνοῦν τὸν Κύριο καὶ τοῦ φιλοῦν τὰ πόδια μὲ εὐγνωμοσύνη.

8) Ὁ Ἰησοῦς εἶναι παρὼν καὶ ἀπευθύνει τὸ κάλεσμα πρὸς τὸν Λάζαρο εὐλογώντας τον μὲ τὸ δεξί του χέρι. Εἶναι τὸ κυριαρχοῦν στὴ σύνθεση πρόσωπο, τὸ ὁποῖο προσδίδει στὴν ζωγραφικὴ καὶ κάποιους ἄλλους χαρακτῆρες ποὺ ξεπερνοῦν τὰ ἱστορικὰ δεδομένα καὶ ἀνάγουν τὴν εἰκόνα σὲ ἕνα ἄλλο ἐπίπεδο, στὸ ὁποῖο θὰ ἀναφερθοῦμε σὲ λίγο. Πάντως ἤδη σ’ αὐτὰ τὰ ἱστορικὰ στοιχεῖα τῆς εἰκόνος καταβάλλεται προσπάθεια νὰ φανεῖ πὼς ὁ Ἰησοῦς εἶναι πηγὴ δυνάμεως καὶ ζωῆς. Ἡ ζωγραφικὴ ὡς τέχνη τῆς ὁράσεως καὶ ὄχι τῆς ἀκοῆς, ὡς τέχνη τοῦ χώρου καὶ ὄχι τοῦ χρόνου, δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει κίνηση καὶ δράση, οὔτε νὰ μᾶς βάλει νὰ ἀκούσουμε τὸ «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω». Ὅμως μπορεῖ ἀντ’ αὐτοῦ νὰ βρεῖ τὴ γόνιμη στιγμή, ὅπου ὁ Ἰησοῦς ἔχει πάρει τὴν παντοκρατορικὴ στάση σὰν Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου καὶ κοιτάζοντας πρὸς τὸν νεκρὸ φίλο Του μὲ ἀστραφτερὴ ματιά, ἁπλώνει δυναμικὰ τὸ χέρι καὶ τὸν εὐλογεῖ, κι αὐτὴ ἡ χάρη ποὺ τοῦ δίνει εἶναι καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Λαζάρου.

     Ἂς συγκρατήσουμε αὐτὰ τὰ ἱστορικὰ στοιχεῖα γιὰ τὴν περαιτέρω διερεύνηση τοῦ θέματος, ὑπογραμμίζοντας τὴν θέση–κλειδὶ ποὺ κατέχει ὁ Ἰησοῦς στὴν παράσταση. Καὶ ἂς ἐπιχειρήσουμε νὰ ἐντάξουμε τὴν εἰκόνα τῆς ἀναστάσεως τοῦ Λαζάρου μέσα στὸ ὅλο λειτουργικὸ πλαίσιο τῆς εἰκονογραφίας. Θὰ δοῦμε τότε ὅτι ἡ Ἐκκλησία δίνει στὸ εἰκονογραφικὸ θέμα τῆς ἀναστάσεως τοῦ Λαζάρου ἰδιαίτερη ἀξία. Δὲν τὸ θεωρεῖ ὡς ἕνα ἀπὸ τὰ θαύματα τοῦ Κυρίου μόνο, οὔτε ὡς ἕνα ἐπεισόδιο ἀπὸ τὸ βίο ἑνὸς ἁγίου της ἁπλῶς. Συμπεριλαμβάνει τὸ θέμα στὸ Δαιδεκάορτο, δηλαδὴ μέσα στὸν εἰκονογραφικὸ κύκλο τῶν δώδεκα γεγονότων ποὺ θεωρεῖ ὡς τὰ πλέον βασικὰ στὴν ἔνσαρκο Οἰκονομία τοῦ Χριστοῦ. Τὶς δώδεκα αὐτὲς σκηνὲς τοποθετεῖ ἢ στὶς καμάρες τῆς στέγης τοῦ ναοῦ ποὺ σχηματίζουν τὸ σταυρὸ τοῦ βυζαντινοῦ ρυθμοῦ ἢ στὶς φορητὲς εἰκόνες ποὺ σχηματίζουν τὸ Εἰκονοστάσι ἢ Τέμπλο.

       Εἶναι φανερὸ πὼς θέλει νὰ μᾶς χειραγωγήσει ἀπὸ τὰ κατώτερα διαζώματα τοιχογραφιῶν μὲ μεμονωμένους ἁγίους, σκηνὲς ἀπὸ τοὺς βίους καὶ θαύματά των, πρὸς τὴν ἔνσαρκο Οἰκονομία τοῦ Χριστοῦ (πάνω στὶς κεραῖες τῆς σταυροειδοῦς στέγης τοῦ ναοῦ) ποὺ παρουσιάζει τὸ Δωδεκάορτο καὶ μέσω τοῦ Δωδεκαόρτου πρὸς κάτι ἄλλο. Μᾶς ὁδηγεῖ πρὸς τὸν Ἐρχόμενο Παντοκράτορα Χριστό, ὁ ὁποῖος ἀνατέλλει ὡς νοητὸς ἥλιος τῆς δικαιοσύνης ἀπὸ τὸ βάθος τοῦ τρούλλου.

      Οἱ εἰκόνες πάλι τοῦ τέμπλου μᾶς εἰσοδεύουν στὸ Ἱερὸ Βῆμα, στὴν εὐχαριστιακὴ ἀτμόσφαιρα ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ πρόγευση τῆς ἐσχάτης ἡμέρας, πάλι δηλαδὴ τοῦ Ἐρχόμενου Χριστοῦ, ποὺ μᾶς ἀνοίγει τὴ Βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

     Πρέπει, λοιπόν, ἐκτός ἀπὸ τὴν καθαρὰ ἱστορικὴ διάσταση νὰ ἀναζητήσουμε στὰ θέματα τοῦ Δωδεκαόρτου (ἑπομένως καὶ στὴν Ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου) μίαν ἄλλη ἑρμηνεία καὶ σημασία. Ἡ λειτουργική τους θέση τῶν μὲν τοιχογραφιῶν μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς, τῶν δὲ φορητῶν εἰκόνων μεταξὺ κυρίως Ναοῦ καὶ Βήματος σημαίνει λειτουργικὰ μία θέση ἀνάμεσα στὴν ἱστορία καὶ στὰ ἔσχατα. Καὶ πράγματι, ἂν προσέξουμε τὴν εἰκόνα τῆς ἀναστάσεως τοῦ Λαζάρου καὶ ἂν τὴν δοῦμε μέσα στὸ γενικὸ κλίμα τῆς ὀρθοδόξου εἰκονογραφίας, θὰ καταλήξουμε πὼς κάτω ἀπὸ τὸ ἱστορικὸ ἐπίπεδο κρύπτεται κάποιο ἄλλο. Κάθε λεπτομέρεια ἱστορική, ποὺ παρουσιάζεται στὴν εἰκόνα τῆς ἀναστάσεως τοῦ Λαζάρου, ἀποδίδεται τεχνοτροπία κατὰ τὸν γνωστὸ βυζαντινὸ τρόπο ποὺ δημιουργεῖ ἕνα ἄλλο, παράλληλο πρὸς τὸ ἱστορικό, ἐπίπεδο, ἕνα ἐπίπεδο ἐσχατολογικό, τὸ ὁποῖο στοιχειοθετεῖται ἀπὸ τὶς ἀκόλουθες λεπτομέρειες.

1. Ὁ νεκρὸς Λάζαρος δὲν ἔχει παθητικὴ στάση, ἀλλὰ σκύβει πρὸς τὸν Κύριο σὲ στάση ὑπακοῆς, σὰν ἡ Ἀνάστασή του νὰ εἶναι ἀποτέλεσμα ὑπακοῆς τῆς φθαρτῆς φύσεως στὸν Ἰησοῦ, ποὺ ἀποδεικνύεται πλέον στὴν εἰκόνα ὄχι μόνο ὡς ὁ ἱστορικὸς Ἰησοῦς, ἀλλὰ καὶ ὁ ἐσχατολογικὸς Χριστὸς Κυρίου, στὸν ὁποῖον ὑπακούουν τὰ πάντα. Ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ παντοκρατορικὴ στάση, μὲ τὴν ὁποία εἴδαμε ὅτι παρουσιάζει τὸν ταπεινὸ Ἰησοῦ ἡ εἰκόνα. Ἔχει δηλαδὴ ἡ ὀρθόδοξη εἰκονογραφία μίαν ἰδιάζουσα ὅραση, ποὺ ἐπιπροβάλλει τὴν ἱστορία στὰ ἔσχατα. Βλέπει ἱστορικὰ γεγονότα, ἀλλὰ πίσω ἀπ’ αὐτὰ ὁραματίζεται τὸ ἐσχατολογικό τους «τέλος», τὴν ὁλοκλήρωσή τους.

2. Αὐτὸ δὲν συναντᾶται μόνο σὲ ἐπιμέρους λεπτομέρειες τῆς συνθέσεως, σὰν ὁ ἁγιογράφος νὰ ἐμπνεύσθηκε μία λεπτομέρεια γιὰ νὰ θεολογήσει στιγμιαία. Οὔτε εἶναι κάτι ποὺ συναντᾶμε σὲ μία εἰκόνα ἑνός, ἂς ποῦμε, ἐμπνευσμένου ἁγιογράφου, ἐνῶ λείπει ἀπὸ τὴν εἰκόνα ἑνὸς ἄλλου, μὴ ἐμπνευσμένου. Ἀλλὰ μία ἐσχατολογικὴ πνοὴ ὑπερβάσεως τοῦ θανάτου, τῆς φθορᾶς καὶ ὅλων τῶν νόμων τῆς φύσεως διαπερνᾶ ὁλόκληρη τὴν εἰκονογραφία, ἑπομένως καὶ κάθε εἰκόνα ποὺ ἀκολουθεῖ τὸ ὀρθόδοξο τυπικό, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν ἀτομικὴ ἔμπνευση ἢ εὐσέβεια τοῦ κάθε ἁγιογράφου. Χαρακτηριστικὴ ὡς πρὸς αὐτὸ εἶναι ἡ ἑξῆς λεπτομέρεια. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ σηκώνει τὴν πλάκα τοῦ τάφου φαίνεται νὰ καταβάλλει μεγάλη μυϊκὴ δύναμη γιὰ νὰ μετακινήσει τὴ βαρειὰ πέτρα. Ὅμως ἂν δοῦμε πὼς εἰκονίζεται ἡ ἴδια ἡ πλάκα τοῦ τάφου, θὰ παρατηρήσουμε πὼς ζωγραφίζεται ἀβαρὴς καὶ ἀνάλαφρη. Αὐτὸ τεχνοτροπικὰ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὸ ὅτι ἡ ὅλη σύνθεση δὲν φωτίζεται ἀπὸ συγκεκριμένη ἐνδοκοσμικὴ πηγὴ φωτὸς (ἥλιο κτλ.), ἀλλὰ ἀπὸ φῶς ποὺ δὲν ξέρουμε ἀπὸ ποὺ ἔρχεται καὶ ποὺ δὲν ἀκολουθεῖ τὸ νόμο τῆς εὐθύγραμμης διαδόσεως. Γι’ αὐτὸ δὲν ἀφήνει ἡ πλάκα σκιὲς στὸ ἔδαφος, δὲν ἔχει πάνω της πολλὲς καὶ κυρίως μονόπλευρες σκιές, δὲν ἔχει πάχος καὶ βάθος, καὶ ἑπομένως δὲν μᾶς πείθει πὼς ἔχει βάρος. Ἔχουμε, λοιπόν, ἀφ’ ἑνὸς ἕνα σχέδιο, ἕνα σκίτσο τῆς παραστάσεως ποὺ ὑποβάλλει τὸ αἴσθημα βαρύτητος καί, ἀφ’ ἑτέρου, ἕνα φῶς ποὺ φωτίζει ἰδιαζόντως αὐτὸ τὸ σχέδιο ἔτσι, ὥστε νὰ αἴρει τὸ αἴσθημα βαρύτητος. Νὰ ποιὰ εἶναι ἡ ζωγραφικὴ γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας. Δείχνει τὸν πραγματικὸ κόσμο, ἀλλὰ μεταμορφωμένο κι ἀπελευθερωμένο ἀπὸ τὴ φθορά. Δείχνει μὲν τὰ πάντα σὲ ἕνα ἐπίπεδο ἱστορικὸ καὶ ρεαλιστικό, ἀλλὰ ταυτόχρονα τὰ ἀνάγει σὲ ἄλλο ἐπίπεδο ὑπεριστορικό, υ-περρεαλιστικό, ἐσχατολογικό.

3. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὰ βουνὰ καὶ τὰ κάστρα, τὰ ὁποῖα μὴν ἀφήνοντας σκιὲς καὶ ὄντας ὁλόφωτα, οὔτε αἴσθημα βαρύτητος οὔτε φθορᾶς ὑποβάλλουν.

4. Μάλιστα τὰ βουνὰ στὶς περισσότερες εἰκόνες τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Λαζάρου ἔχουν τὴν ἰδιάζουσα πρισματικὴ δομὴ τῆς βυζαντινῆς ζωγραφικῆς ποὺ τὰ παρουσιάζει σὰν ἀνάλαφρα ἐλατήρια ποὺ ἐκτοξεύονται πρὸς τὰ πάνω, ἀντὶ νὰ βαραίνουν πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς βαρύτητος.

5. Τὸ φῶς, τέλος, τῆς εἰκόνος εἶναι τέτοιο, ποὺ δὲν μᾶς δημιουργεῖ τὸ αἴσθημα οὔτε πὼς ἀνατέλλει οὔτε πὼς δύει. Δὲν νιώθουμε πὼς ἡ εἰκόνα παρουσιάζει τὰ δρώμενα σὲ μία ὁρισμένη χρονικὴ στιγμὴ τῆς ἡμέρας.

    Τὰ ἐσχατολογικὰ αὐτὰ στοιχεῖα ποὺ συνυπάρχουν μὲ τὰ προαναφερθέντα ἱστορικὰ στοιχεῖα τῆς παραστάσεως ἑνοποιοῦν τὸ χρόνο καὶ τὸν χῶρο, δὲν τὸν δείχνουν κομματιασμένο καὶ ἑνώνουν ἱστορία καὶ ἔσχατα στὸ ἕνα πρόσωπο τοῦ ἱστορικοῦ Ἰησοῦ ποὺ ἀνέστησε τὸν Λάζαρο καὶ εἶναι ταυτόχρονα ὁ Ἐρχόμενος Παντοδύναμος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Παντοκράτωρ. Ὁπότε ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου ζωγραφιζόμενη ὀρθοδόξως ἀνάγεται σὲ εἰκόνα ὄχι μόνο Ἀναστάσεως τοῦ ἑνὸς ἀνθρωπίνου προσώπου, τῆς μίας ὑποστάσεως τοῦ Λαζάρου, ἀλλὰ καὶ Ἀναστάσεως ὁλόκληρου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καὶ μεταμορφώσεως ὁλόκληρης τῆς κτίσεως. Νά, λοιπόν, τὸ νόημα τῆς ἑορτῆς ποὺ —ὅπως εἴπαμε στὴν ἀρχὴ— φανερώνει ἡ ποίηση καὶ ἡ ὑμνογραφία, ὄχι λιγότερο ὅμως καταδεικνύει καὶ ἡ ζωγραφικὴ γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας μας.


Β΄ Τὸ Εἰκονογραφικὸ θέμα τοῦ Ἁγίου Λαζάρου ὡς Ἐπισκόπου



    Ἡ Ἐκκλησία ὅμως δὲν μένει μόνο στὴν ἱστόρηση τῆς παραστάσεως τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Λαζάρου. Ἔχει καὶ τὴν ἰδιαίτερη εἰκόνα του, ὅπως καὶ κάθε ἁγίου. Τὰ ἐνδοϊστορικὰ στοιχεῖα τῆς εἰκόνος εἶναι παρμένα ἀπὸ τὴν παράδοση. Σύμφωνα μ’ αὐτὴν ὁ ἅγιος Λάζαρος μετὰ τὴν ἀνάστασή του ἔμεινε στὴ ζωὴ ἀκόμη τριάντα ἔτη, ἦλθε στὴν Κύπρο, ὅπου ἔγινε ἐπίσκοπος καὶ ἐκήρυξε τὸν Χριστό, ἐκοιμήθη δὲ καὶ ἐτάφη στὸ Κίτιο, ἀπὸ ὅπου μεταφέρθηκαν τὰ ἅγια λείψανά του τὸ 890 στὸν περικαλῆ ναὸ ποὺ ἀνήγειρε πρὸς τιμὴν του ὁ Λέων ΣΤ΄ ὁ Σοφός. Σύμφωνα, λοιπόν, μὲ τὴν παράδοση αὐτὴ εἰκονίζεται ὁ ἅγιος Λάζαρος μὲ ἀρχιερατικὰ ἄμφια, κρατώντας τὸ Εὐαγγέλιο μὲ τὸ ἀριστερό του χέρι.

     Ἰδιαίτερη ἐντύπωση προκαλεῖ τὸ πρόσωπό του. Ἔχει θλιμμένη ἔκφραση, εἶναι ρυτιδωμένο καὶ δὲν ἔχει μαλλιά, μουστάκια καὶ γένεια. Οἱ εἰκόνες αὐτὲς εἶναι πολὺ σπάνιες. Ἡ σημαντικότερη συναντᾶται στὴν πασίγνωστη ἐκκλησία τοῦ Ἄρακα στὰ Λαγουδερα καὶ εἶναι τοιχογραφία τοῦ 1192. Τὰ χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου εἶναι ἰδιάζοντα καὶ μᾶς παραπέμπουν στὴν τοιχογραφία τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Λαζάρου στὸ ναὸ τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος ποὺ βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὰ Σκόπια, γνωστὸς μὲ τὸ ὄνομα Νέρεζι καὶ μὲ θαυμάσιες τοιχογραφίες τοῦ 1164, δηλαδὴ μίας τριακονταετίας πρὶν ἀπὸ τὸ τῆς Κύπρου. Καὶ στὴν τοιχογραφία τοῦ Νέρεζι τὰ χαρακτηριστικά τοῦ Ἁγίου εἶναι ἰδιάζοντα σὲ σχέση πρὸς ἄλλα μνημεῖα. Ἡ κορυφὴ τῆς κεφαλῆς του δὲν σκεπάζεται, ὅπως σὲ εἰκόνες τοῦ Σινᾶ. Τὸ μέτωπο εἶναι ἰδιαίτερα στρογγυλὸ (στοιχεῖο ποὺ δὲν συναντᾶται ἀλλοῦ παρὰ μόνο στὸν Ἄρακα). Ἡ βαθειὰ ρυτίδα κάτω ἀπὸ τὸ μῆλο τοῦ προσώπου ἔχει ὁλόιδιο σχῆμα μὲ τοῦ Ἄρακα. Δὲν ἔχει καθόλου μουστάκια καὶ γένεια, ὅπως ἔχουν ὅλες οἱ μεταβυζαντινὲς εἰκόνες καὶ —ἔστω σὲ μικρότερο βαθμὸ— οἱ παλιὲς βυζαντινές. Ἐπίσης ἡ στροφὴ τῆς κεφαλῆς πρὸς τὰ δεξιὰ εἶναι ἴδια καὶ στὸ μνημεῖο τῆς Κύπρου καὶ στὸ Νέρεζι, σὰν ὁ ζωγράφος τοῦ Ἄρακα νὰ ἀντέγραψε τὸ Νέρεζι.

       Κάτι τέτοιο δὲν εἶναι ἀπίθανο, γιατί ἔχει μαρτυρηθεῖ ὁμοιότητα ἀνάμεσα σὲ βυζαντινὰ μνημεῖα τῆς Κύπρου καὶ ἀντίστοιχα μνημεῖα ὄχι μόνο τοῦ Σινᾶ (Γ. Σωτηρίου) ἀλλὰ καὶ τῶν Βαλκανίων. Ἔχει γραφεῖ μελέτη τοῦ Βόϊσλαβ Τζούριτς γιὰ τὶς ὁμοιότητες τῆς κυπριακῆς φορητῆς εἰκόνος τοῦ ἁγίου Πέτρου πρὸς τοιχογραφία τῆς ἐκκλησίας τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα στὸν ποταμὸ Τρέσατς πάλι κοντὰ στὰ Σκόπια («Τὸ ἐργαστήριο τοῦ Μητροπολίτου Ἰωάννου», περιοδ. Ζograf τεῦχος Γ΄, 1969). Ἀλλὰ καὶ ἐμεῖς παρατηρήσαμε ὁμοιότητες μεταξὺ Ἐπιταφίου Θρήνου τοῦ Νέζερι καὶ Κουρμπίνοβο (1191) ἀφ’ ἑνός, καὶ Μονῆς Χρυσοστόμου στὸν Κουτσοβέντη στὴν Κύπρο, ἀφ’ ἑτέρου (πρβλ. τὰ χέρια καὶ στάση Θεοτόκου). Μποροῦμε, λοιπόν, νὰ ἀχθοῦμε στὸ συμπέρασμα πὼς ὁ ἁγιογράφος τοῦ Ἄρακα πῆρε τὸ πρόσωπο ἀπὸ τὴ σύνθεση τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Λαζάρου τοῦ Νέρεζι, τὸ ἐπεξεργάσθηκε βέβαια μὲ τὴ δική του τεχνοτροπία, καὶ τὸ ἔδεσε μὲ σχέδιο σώματος ἱεράρχου μὲ φελόνιο, ὠμοφόριο καὶ εὐαγγέλιο, πετυχαίνοντας ἔτσι καὶ στάση σιλουέττας δυνατὴ καὶ ἔκφραση προσώπου μοναδικὴ σὲ πνευματικὴ καὶ ἀσκητικὴ δύναμη. (Οἱ διαφορὲς μεταξὺ τῶν δύο προσώπων εἶναι ἐλάχιστες. Στὸ Νέρεζι συναντᾶμε ἀπαράμιλλη πλαστικότητα, φωτοσκίαση καὶ ἕνα βλέμμα μᾶλλον ἀπλανὲς σὰν νὰ ξυπνάει, ἐνῶ στὰ Λαγουδέρα περισσότερη γραμμικότητα, σχηματοποίηση καὶ σπάνια δύναμη ἐκφράσεως στὸ βλέμμα). Αὐτὴ ἡ χειρονομία τοῦ ζωγράφου τοῦ Ἄρακα, νὰ πάρει τὸ πρόσωπο τοῦ ἀνασταινόμενου Λαζάρου ἀπὸ τὸ Νέρεζι καὶ νὰ τὸ βάλει στὴν εἰκόνα του, δὲν εἶναι ἄμοιρη μίας θεολογικῆς ἀλήθειας, τὴν ὁποία ἀξίζει νὰ ἐπισημάνουμε καὶ ἀναπτύξουμε λίγο ἐδῶ, στὸ τέλος τῆς εἰσηγήσεώς μας.


Γ΄. Ὁ Ἅγιος Λάζαρος καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία τῆς Ἀναστάσεως


       Μὲ ἄλλα λόγια μποροῦμε νὰ ποῦμε πὼς ὁ ἁγιογράφος ἔκανε ὅ,τι κάνει ἡ ἁγιογραφία ὅταν ζωγραφίζει τὸν Χριστὸ στὶς ἐμφανίσεις Του μετὰ τὴν Ἀνάσταση. Τὸν παρουσιάζει νὰ ἔχει τὰ στίγματα στὴν πλευρά, στὰ χέρια καὶ στὰ πόδια. Μὲ τὰ στίγματα αὐτὰ Τὸν ἀναγνώριζαν οἱ μαθητές, παρ’ ὅλο ποὺ ἐμφανιζόταν μεταμορφωμένος «ἐν ἑτέρα μορφῇ». Τὰ στίγματα αὐτὰ βλέποντας καὶ ψηλαφώντας ὁ Θωμᾶς ὁμολόγησε «ὁ Κύριάς μου καὶ ὁ Θεός μου!». Συνέδεαν δηλαδὴ τοὺς δύο τρόπους ὑπάρξεως τοῦ Χριστοῦ, α) τὸν πρὸ τῆς Ἀναστάσεως καὶ β) τὸν μετὰ τὴν Ἀνάσταση «ἐν ἑτέρα μορφῇ», χάρη στὸ ἕνα καὶ μόνο σῶμα Του, ποὺ δὲν ἔπαυσε καὶ μετὰ τὴν Ἀνάσταση νὰ φέρει τὰ ἴδια στίγματα τῆς ἀγάπης Του. Ἡ σταυρικὴ θυσία Του ἐξ ἀγάπης, ἡ ὁποία δηλώνεται καὶ φαίνεται μὲ τὰ στίγματα, Τοῦ ἔδινε τὴν μία καὶ μοναδικὴ ταυτότητα μὲ τὴν ὁποία Τὸν ἀναγνώριζαν. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ διατήρηση τῶν στιγμάτων τοῦ Πάθους Του μετὰ τὴν Ἀνάσταση δείχνει πώς, ἐνῶ κάθε φθορὰ θὰ καταργηθεῖ μὲ τὴν Ἀνάσταση, θὰ μείνουν τὰ σημάδια ἐκεῖνα ποὺ δίνουν ἐκκλησιαστικὴ ταυτότητα στὸν Ἅγιο, ἐπειδὴ προέρχονται ἀπὸ σχέσεις ποὺ τὸν συνὲδεσαν γιὰ πάντα μὲ τὸν Χριστὸ καὶ μὲ τὴν Ἐκκλησία. Στὸ Χριστὸ ἔμειναν τὰ στίγματα. Στὸν ἅγιο Λάζαρο ἔμειναν τὰ σημάδια ἀπὸ τὸν θάνατό του. Πάνω στὸν θάνατό του ἐπέδρασε ὁ Κύριος καὶ τὸν ἀνέστησε ἐξ ἀγάπης καὶ τώρα ἐμεῖς, τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἀναγνωρίζουμε ἀμέσως τὴν εἰκόνα τοῦ Λαζάρου, ἐπειδὴ ἔχει τὰ σημάδια ποὺ τοῦ δίνουν τὴν ἐκκλησιαστική του ταυτότητα.

      Ὁ ἁγιογράφος, λοιπόν, ποὺ πῆρε τὸ πρόσωπο τοῦ Λαζάρου ἀπὸ τὴν σύνθεση τῆς Ἀναστάσεώς του καὶ τὸ χρησιμοποίησε στὴν εἰκόνα τοῦ ἁγίου Λαζάρου ὡς ἱεράρχου, ἐπανέλαβε ὅ,τι κάνει ἡ ἁγιογραφία καὶ στὶς ἐμφανίσεις τοῦ Χριστοῦ μετὰ τὴν Ἀνάσταση. Ἡ ἀνάσταση ἑπομένως τοῦ ἁγίου Λαζάρου καὶ ἡ ἐκ μέρους μας προσκύνηση τῆς εἰκόνας του εἶναι μία ἰδιαίτερη μέσα στὴν εἰκονογραφία μαρτυρία τοῦ δόγματος τῆς Ἀναστάσεως τῶν σωμάτων, τὴν ὁποία ἐξ ἄλλου ὁμολογοῦμε καὶ κάθε φορά ποὺ ἀπαγγέλλουμε στὴ Λειτουργία τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὅπου ὁμολογοῦμε ὅτι πιστεύουμε σὲ «Ἀνάστασιν νεκρῶν».

     Αὐτό, κατ’ ἐπέκταση, σημαίνει πὼς ἡ εἰκόνα τοῦ ἁγίου Λαζάρου μᾶς φανερώνει τὴν ἀνεκτίμητη ἀξία τοῦ ἑνὸς καὶ μοναδικοῦ σώματός μας. Γιατί μ’ αὐτὸ τὸ ἕνα καὶ μοναδικὸ σῶμα ὑπάρχουμε καὶ δροῦμε τώρα μέσα στὴν ἱστορία, καὶ μὲ τὸ ἴδιο θὰ ὑπάρχουμε καὶ αἰώνια μετὰ τὴν ἱστορία, στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἡ ὀρθόδοξη εἰκονογραφία, δηλαδή, δίνει τὴν ἀπάντηση καὶ σὲ κάθε πλάνη μετεμψυχώσεως, μετενσαρκώσεις κτλ. Ἀλλὰ ἐπίσης ἡ εἰκόνα τοῦ ἁγίου Λαζάρου δείχνει καὶ τὴ μοναδικὴ ἀξία τῆς ἱστορίας, ἑπομένως καὶ τῆς κάθε στιγμῆς στὴ ζωὴ τοῦ κάθε ἀνθρώπου.

    Ἐδῶ πλέον ἐρχόμαστε στὸ μεγάλο θέμα τῆς ὀρθοδόξου ἀσκήσεως. Διότι διὰ τῆς ἀσκήσεως θὰ μετατρέψουμε τὴν ἱστορία ἀπὸ ἱστορία ἀρνήσεως καὶ πτώσεων σὲ ἱστορία καταφάσεως στὸν Θεὸ καὶ μετανοίας. Διὰ τῆς ἀσκήσεως θὰ ἐκφρασθεῖ πρὸς τὰ ἔξω καὶ συγκεκριμένα καὶ διὰ τοῦ σώματος (δηλ. διὰ συγκεκριμένων πράξεων ποὺ τελοῦνται ἀσφαλῶς διὰ τοῦ σώματος, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ἐπιτελεσθοῦν ἐρήμην τοῦ σώματος) ἡ βούλησή μας γιὰ κατάφαση στὸν Θεὸ καὶ στὸ θέλημά Του, τὸ ὁποῖο εἶναι ἡ σωτηρία καὶ ἡ αἰωνιότητα τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς κτίσεως.

     Καὶ ὅλο αὐτὸ τὸ χριστιανικὸ ἦθος τῆς πίστεως στὴν Ἀνάσταση καὶ τῆς ἀναστάσιμης ἐλπίδας ποὺ ἀπορρέει ἀπ’ αὐτήν μᾶς τὸ φανερώνει ἡ εἰκόνα τοῦ τετραημέρου καὶ φίλου τοῦ Χριστοῦ Λαζάρου. Σ’ αὐτὸν καὶ τὸ Συμπόσιό μας δέεται νὰ πρεσβεύει στὸν Κύριο τῆς Ζωῆς γιὰ νὰ μᾶς σώζει ἀπὸ τὴ φθορά. Ἀπὸ κάθε φθορά, τῆς ἁμαρτίας τῆς προσωπικῆς, τῶν παθῶν, τῆς ἁμαρτίας τῆς συλλογικῆς ποὺ ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα στὴν οἰκολογικὴ φθορά, νὰ μᾶς σώζει ἀπὸ τὴ φθορὰ τῆς ὑγείας, ἀπὸ τὴ φθορὰ τῶν αἰσθημάτων μας τῆς ἀγάπης, ἀπὸ τὴ φθορὰ τοῦ ἐσχάτου ἐχθροῦ, τοῦ θανάτου. Νὰ πρεσβεύει ἀκόμη στὸν Κύριο τῆς Ζωῆς νὰ μᾶς θυμηθεῖ κατὰ τὴν Ἡμέρα τὴ Φοβερὰ καὶ νὰ μᾶς καλέσει κοντά Του στὸ Φῶς τῆς Ἀναστάσεως, ὡς αἰώνιους φίλους Του, σὰν τὸν φίλο Του τὸν Ἅγιο Λάζαρο.

Ἀπό τό βιβλίο:«Ἐν ἐσόπτρω -εἰκονολογικὰ μελετήμαστα», του π. Σταμάτη Σκλήρη
ἔκδ. Μ. Π. Γρηγόρης.


το είδαμε εδώ

Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Ἁγίου Λαζάρου,


 π. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν
Τὸ προοίμιο τοῦ Σταυροῦ.
athens_lazaros[1]«Τὴν ψυχωφελῆ, πληρώσαντες Τεσσαρακοστήν, καὶ τὴν Ἁγίαν Ἑβδομάδα τὸ σόν πάθος, αἰτοῦμεν κατιδεῖν Φιλάνθρωπε …» Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ στιχηροῦ στὸν ἑσπερινό τῆς Παρασκευῆς, πρὶν τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων, τελειώνει ἡ Μεγάλη Σαρακοστή. Μπαίνουμε πιὰ στὴν «Ἁγία Ἑβδομάδα», στὴν περίοδο τοῦ ἑορτασμοῦ τῶν παθῶν τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Θανάτου καὶ τῆς Ἀναστάσεώς Του. Περίοδος ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου.
Τὰ γεγονότα τῆς διπλῆς γιορτῆς, ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου καὶ ἡ εἴσοδος τοῦ Κυρίου στὰ Ἱεροσόλυμα, ἀναφέρονται στὰ λειτουργικὰ κείμενα σὰν «προοίμιο τοῦ Σταυροῦ». Ἔτσι, γιὰ νὰ καταλάβουμε καλύτερα αὐτὰ τὰ γεγονότα, θὰ πρέπει νὰ τὰ δοῦμε μέσα στὰ πλαίσια τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας.
Τὸ κοινὸ ἀπολυτίκιο τῶν δύο αὐτῶν ἡμερῶν: «τὴν κοινὴν ἀνάστασιν πρὸ τοῦ σοῦ πάθους πιστούμενος, ἐκ νεκρῶν ἤγειρας τὸν Λάζαρον, Χριστὲ ὁ Θεός…» μᾶς βεβαιώνει, μὲ κατηγορηματικὸ τρόπο, γιὰ τὴν ἀλήθεια τῆς κοινῆς ἀνάστασης. Εἶναι πολὺ σημαντικὸ ὅτι μία ἀπὸ τὶς μεγάλες γιορτὲς τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ θριαμβευτικὴ εἴσοδος τοῦ Κυρίου στὰ Ἱεροσόλυμα, γίνεται ὁ ὁδηγὸς στὴν πορεία μας μέσα στὸ σκοτάδι τοῦ Σταυροῦ. Ἔτσι τὸ φῶς καὶ ἡ χαρὰ λάμπουν ὄχι μόνο στὸ τέλος τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας ἀλλὰ καὶ στὴν ἀρχή της. Τὸ φῶς καὶ ἡ χαρὰ φωτίζουν αὐτὸ τὸ σκοτάδι καὶ ἀποκαλύπτουν τὸ βαθὺ καὶ τελικὸ νόημά του.
Ὅλοι ὅσοι εἶναι ἐξοικειωμένοι μὲ τὴν Ὀρθόδοξη λατρεία γνωρίζουν τὸν ἰδιότυπο, σχεδὸν παράδοξο, χαρακτήρα τῶν ἀκολουθιῶν τοῦ Σαββάτου τοῦ Λαζάρου. Εἶναι, θὰ λέγαμε, Κυριακὴ καὶ ὄχι Σάββατο, δηλαδὴ ἔχουμε μέσα στὸ Σάββατο ἀναστάσιμη ἀκολουθία. Ξέρουμε ὅτι τὸ Σάββατο εἶναι βασικὰ ἀφιερωμένο στοὺς τεθνεῶτες καὶ ἡ Θεία Λειτουργία γίνεται στὴ μνήμη τους. Ὅμως τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου εἶναι διαφορετικό. Ἡ χαρὰ ποὺ διαποτίζει τὶς ἀκολουθίες αὐτῆς τῆς ἡμέρας τονίζει ἕνα κεντρικὸ θέμα: τὴν ἐπερχόμενη νίκη τοῦ Χριστοῦ κατὰ τοῦ Ἅδη.
Ἅδης εἶναι ὁ βιβλικὸς ὅρος ποὺ χρησιμοποιεῖται γιὰ νὰ ὁρίσει τὸ θάνατο μὲ τὴν παγκόσμια δύναμή του, ποὺ μὲ τὰ ἀδιαπέραστα σκότη καὶ τὴ φθορὰ καταπίνει κάθε ζωὴ καὶ δηλητηριάζει ὁλόκληρο τὸ σύμπαν. Ἀλλὰ τώρα, μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου, ὁ «θάνατος ἀρχίζει νὰ τρέμει». Ἀκριβῶς ἀπὸ δῶ ἀρχίζει ἡ ἀποφασιστικὴ μονομαχία ἀνάμεσα στὴ Ζωὴ καὶ τὸ Θάνατο καὶ μᾶς προσφέρει τὸ κλειδὶ γιὰ μία πλήρη κατανόηση τοῦ λειτουργικοῦ μυστηρίου τοῦ Πάσχα.
Στὴν πρώτη Ἐκκλησία, τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου ὀνομαζόταν «ἀναγγελία τοῦ Πάσχα». Πραγματικὰ αὐτὸ τὸ Σάββατο ἀναγγέλει, προμηνύει, τὸ ὑπέροχο φῶς καὶ τὴ γαλήνη τοῦ ἑπομένου Σαββάτου, τοῦ Ἁγίου καὶ Μεγάλου Σαββάτου, ποὺ εἶναι ἡμέρα τοῦ Ζωηφόρου Τάφου.
Τὸ πρῶτο μας βῆμα ἂς εἶναι ἡ προσπάθεια νὰ καταλάβουμε τὸ ἑξῆς: ὁ Λάζαρος, ὁ φίλος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ προσωποποίηση ὅλου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καὶ φυσικὰ κάθε ἀνθρώπου ξεχωριστὰ. Ἡ Βηθανία, ἡ πατρίδα τοῦ Λαζάρου, εἶναι τὸ σύμβολο ὅλου τοῦ κόσμου, εἶναι ἡ πατρίδα τοῦ καθενός. Ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς δημιουργήθηκε νὰ εἶναι φίλος τοῦ Θεοῦ καὶ κλήθηκε σ’ αὐτὴ τὴ θεϊκὴ Φιλία ποὺ εἶναι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ, ἡ κοινωνία μαζί Του, ἡ συμμετοχὴ στὴ ζωή Του. «Ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων» (Ἰω. 1, 4). Καὶ ὅμως αὐτὸς ὁ φίλος (ὁ ἄνθρωπος), τὸν ὁποῖο τόσο ἀγαπάει ὁ Θεὸς καὶ τὸν ὁποῖο μόνο ἀπὸ ἀγάπη δημιούργησε, δηλαδὴ τὸν ἔφερε στὴ ζωή, τώρα καταστρέφεται, ἐκμηδενίζεται ἀπὸ μία δύναμη ποὺ δὲν τὴ δημιούργησε ὁ Θεός: τὸ θάνατο. Ὁ Θεὸς συναντάει μέσα στὸν κόσμο, ποὺ Αὐτὸς δημιούργησε, μία δύναμη ποὺ καταστρέφει τὸ ἔργο Του καὶ ἐκμηδενίζει τὸ σχέδιό Του. Ἔτσι ὁ κόσμος δὲν εἶναι πιὰ παρὰ θρῆνος καὶ πόνος, δάκρυα καὶ θάνατος.
Πῶς εἶναι δυνατὸν αὐτό; Πῶς συνέβηκε κάτι τέτοιο; Αὐτὰ εἶναι ἐρωτήματα ποὺ διαφαίνονται στὴ λεπτομερῆ διήγηση ποὺ κάνει ὁ Ἰωάννης στὸ Εὐαγγέλιό του γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ὅταν ἔφτασε στὸν τάφο τοῦ φίλου Του Λαζάρου. «Ποῦ τεθείκατε αὐτόν; λέγουσι αὐτῷ· Κύριε ἔρχου καὶ ἴδε. Ἐδάκρυσεν ὁ Ἰησοῦς». (Ἰω. 11, 35). Γιατί, ἀλήθεια, ὁ Κύριος δακρύζει βλέποντας τὸ νεκρὸ Λάζαρο ἀφοῦ γνωρίζει ὅτι σὲ λίγα λεπτὰ ὁ ἴδιος θὰ τοῦ δώσει ζωή; Μερικοὶ Βυζαντινοὶ ὑμνογράφοι βρίσκονται σὲ ἀμηχανία σχετικὰ μὲ τὸ ἀληθινὸ νόημα αὐτῶν τῶν δακρύων. Μιλᾶνε γιὰ δάκρυα ποὺ χύνει ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ἡ δύναμη τῆς ἀνάστασης ἀνήκει στὴ θεϊκή Του φύση. Ἡ Ὀρθόδοξη ὅμως Ἐκκλησία μᾶς διδάσκει ὅτι ὅλες οἱ πράξεις τοῦ Χριστοῦ ἦταν «Θεανδρικές», δηλαδὴ θεϊκὲς καὶ ἀνθρώπινες ταυτόχρονα. Οἱ πράξεις Του εἶναι πράξεις ἑνὸς καὶ τοῦ αὐτοῦ Θεοῦ-Ἀνθρώπου, τοῦ σαρκωμένου Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Αὐτός, λοιπόν, ποὺ δακρύζει δὲν εἶναι μόνο Ἄνθρωπος ἀλλὰ καὶ Θεός, καὶ Αὐτὸς ποὺ καλεῖ τὸν Λάζαρο νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸν τάφο δὲν εἶναι μόνο Θεὸς ἀλλὰ καὶ Ἄνθρωπος ταυτόχρονα. Ἑπομένως αὐτὰ τὰ δάκρυα εἶναι θεία δάκρυα. Ὁ Ἰησοῦς κλαίει γιατί βλέπει τὸ θρίαμβο τοῦ θανάτου καὶ τῆς καταστροφῆς στὸν κόσμο τὸ δημιουργημένο ἀπὸ τὸν Θεό.
«Κύριε, ἤδη ὄζει…», λέει ἡ Μάρθα καὶ μαζί της oἱπαρεστῶτες Ἰουδαῖοι, προσπαθώντας νὰ ἐμποδίσουν τὸν Ἰησοῦ νὰ πλησιάσει τὸ νεκρό. Αὐτὴ ἡ φοβερὴ προειδοποίηση ἀφορᾶ ὁλόκληρο τὸν κόσμο, ὅλη τὴ ζωή. Ὁ Θεὸς εἶναι ἡ ζωὴ καὶ ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς. Αὐτὸς κάλεσε τὸν ἄνθρωπο νὰ ζήσει μέσα στὴ θεία πραγματικότητα τῆς ζωῆς καὶ ἐκεῖνος τώρα «ὄζει» (μυρίζει ἄσχημα). Ὁ κόσμος δημιουργήθηκε νὰ ἀντανακλᾶ καὶ νὰ φανερώνει τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ ἐκεῖνος «ὄζει»…
Στὸν τάφο τοῦ Λαζάρου ὁ Θεὸς συναντᾶ τὸ Θάνατο, τὴν πραγματικότητα ποὺ εἶναι ἀντὶ-ζωή, ποὺ εἶναι διάλυση καὶ ἀπόγνωση. Ὁ Θεὸς συναντᾶ τὸν ἐχθρό Του, ὁ ὁποῖος τοῦ ἀπέσπασε τὸν κόσμο Του καὶ ἔγινε ὁ ἴδιος «ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου». Καὶ ὅλοι ἐμεῖς ποὺ ἀκολουθοῦμε τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καθὼς πλησιάζει στὸν τάφο τοῦ Λαζάρου, μπαίνουμε μαζί Του στὴ «δική Του ὥρα» («ἰδοὺ ἤγγικεν ἡ ὥρα…»)· στὴν ὥρα γιὰ τὴν ὁποία πολὺ συχνὰ εἶχε μιλήσει καὶ τὴν εἶχε παρουσιάσει σὰν τὸ ἀποκορύφωμα, τὸ πλήρωμα ὁλοκλήρου τοῦ ἔργου Του.
Ὁ Σταυρός, ἡ ἀναγκαιότητά του καὶ τὸ παγκόσμιο νόημά του ἀποκαλύπτονται μὲ τὴν πολὺ σύντομη φράση τοῦ Εὐαγγελίου: «καὶ ἐδάκρυσεν ὁ Ἰησοῦς…». Τώρα μποροῦμε νὰ καταλάβουμε γιατί δάκρυσε : ἀγαποῦσε τὸ φίλο Του Λάζαρο καὶ γι’ αὐτὸ εἶχε τὴ δύναμη νὰ τὸν φέρει πίσω στὴ ζωή. Ἡ δύναμη τῆς Ἀνάστασης δὲν εἶναι ἁπλὰ μία θεϊκὴ «δύναμη αὐτὴ καθ’ ἑαυτήν», ἀλλὰ εἶναι δύναμη ἀγάπης, ἢ μᾶλλον ἡ ἀγάπη εἶναι δύναμη.
Ὁ Θεὸς εἶναι Ἀγάπη καὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι Ζωή. Ἡ Ἀγάπη δημιουργεῖ Ζωή… Ἡ Ἀγάπη, λοιπόν, εἶναι ἐκείνη ποὺ κλαίει μπροστὰ στὸν τάφο καὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι ἐκείνη ποὺ ἐπαναφέρει τὴ ζωή. Αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα τῶν θεϊκῶν δακρύων τοῦ Ἰησοῦ. Μέσα ἀπ’ αὐτὰ ἡ ἀγάπη ἐνεργοποιεῖται καὶ πάλι· ἀναδημιουργεῖ, ἀπολυτρώνει, ἀποκαθιστᾶ τὴ σκοτεινὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου: «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω!..» Προσταγὴ ἀπολύτρωσης. Κάλεσμα στὸ φῶς. Ἀκριβῶς γι’ αὐτὸ τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου εἶναι τὸ προοίμιο καὶ τοῦ Σταυροῦ, σὰν τὴ μέγιστη θυσία τῆς ἀγάπης, καὶ τῆς Ἀνάστασης, σὰν τὸν τελικὸ θρίαμβο τῆς ἀγάπης.
Ἀπό τό βιβλίο: Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ,
Ἔκδ. Ἀκρίτας 1990.
Το είδαμε εδώ

Εμείς Τον προδώσαμε, αλλά Εκείνος δεν μας απαρνήθηκε

Μολονότι τον προδώσαμε, δεν μας απαρνήθηκε, δεν μας ξέχασε, δεν μας άφησε αβοήθητους!
Τί ακριβώς πάθαμε μετά το προπατορικό αμάρτημα; Ποιό είναι, δηλαδή, το αποτέλεσμα της παρακοής των προπατόρων μας; Η φύση μας δεν άλλαξε. Τα μέρη και οι δυνάμεις της έμειναν όπως ήταν και πριν από την παράβαση, με τους ίδιους νόμους και τις ίδιες ανάγκες. Η προαίρεση μας, ωστόσο, η αυτοσυνειδησία μας, δεν ακολούθησε ελεύθερα την ίδια κατεύθυνση. Τα πάθη ανέτρεψαν την αρχική τάξη και την ομαλή αλληλεξάρτηση των μερών και των δυνάμεων της φύσεως μας, διατάραξαν την όλη ζωή και δραστηριότητα του ανθρώπου και γέννησαν μια ειδική κατηγορία επιβλαβών δυνάμεων. Τα πάθη, όπως έχω ξαναπεί, δεν είναι φυσικά. Έχουν, ωστόσο, τη δύναμη να ελέγχουν και να ρυθμίζουν όλες τις δυνάμεις μας όπως θέλουν. Αυτό, λοιπόν, έγινε.
xristos2
Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο για να είναι ευτυχισμένος κοντά του, μόνο κοντά του, έχοντας ζωντανή σχέση και επικοινωνία μαζί Του. Γι’ αυτό και «φύσηξε στο πρόσωπο του πνοή ζωής» (Γεν. 2:7), του έδωσε δηλαδή το πνεύμα. Τα κύρια χαρακτηριστικά του πνεύματος είναι η αυτοσυνειδησία και η ελευθερία, ενώ οι κύριες εκδηλώσεις του είναι, πρώτον, η ομολογία του Θεού ως Δημιουργού, προνοητή και μισθαποδότη και, δεύτερον, ένα αίσθημα ολοκληρωτικής εξαρτήσεως από εκείνον. Το αίσθημα αυτό εκδηλώνεται με την αγαπητική πρόσβλεψη του Θεού, με τη σταθερή προσήλωση στο Θεό, με τον ευλαβικό φόβο του Θεού, με την εκτέλεση του θελήματος του Θεού, σύμφωνα με τα κελεύσματα της συνειδήσεως, και με την απάρνηση όλων των επίγειων για χάρη του Θεού.
Αυτοσυνειδησία και ελευθερία δόθηκαν με το πνεύμα στον άνθρωπο όχι για να ξιππαστεί και να ενεργεί αυθαίρετα, αλλά για να διαπιστώσει και να παραδεχτεί πως ό,τι έχει προέρχεται από το Θεό, κι έτσι, ζώντας σύμφωνα με τη φυσική τάξη που καθόρισε Εκείνος, να κατευθύνεται συνειδητά και ελεύθερα προς τον τελικό του σκοπό, την αιώνια ζωή μετά τον σωματικό θάνατο. Όταν το κάνει αυτό, μένει ενωμένος με το Θεό και Εκείνος μ’ αυτόν. Και όταν ο Θεός μένει ενωμένος μ’ έναν άνθρωπο, δίνει στο πνεύμα του τη δύναμη να ελέγχει και να κατευθύνει το σώμα και τη ψυχή, καθώς και τα εξωτερικά πράγματα. Αυτή ήταν η αρχική κατάσταση του ανθρώπου.
Το επιβεβαίωσε ο Κύριος με τον θείο λόγο του, προστάζοντας τους πρωτόπλαστους να γνωρίζουν ως Θεό εκείνον μόνο, να υπηρετούν εκείνον μόνο, να βαδίζουν σύμφωνα με το θέλημα εκείνου μόνο. Και για να μη βρεθούν σε αμηχανία ως προς τον τρόπο εκπληρώσεως του θείου θελήματος, τους έδωσε μια ασήμαντη εντολή: Να μη φάνε τον καρπό ενός δέντρου, του δέντρου της γνώσεως του καλού και του κακού, όπως το ονόμασε. Έτσι, λοιπόν, οι προπάτορές μας άρχισαν να ζουν ευφρόσυνα μέσα στον παράδεισο.
Ένα πνεύμα, όμως, που είχε πέσει πρωτύτερα από υπερηφάνεια, τους φθόνησε για τη μακαριότητά τους και τους έβγαλε από το δρόμο του Θεού, παρακινώντας τους να παραβούν την ασήμαντη εντολή που τους είχε δοθεί. Τους εξαπάτησε, λέγοντάς τους δελεαστικά, ότι, αν γεύονταν τον απαγορευμένο καρπό, θα γίνονταν σαν θεοί! Το πίστεψαν. Και δοκίμασαν τον καρπό. Το γεγονός αυτό καθεαυτό δεν είναι ίσως σημαντικό. Το κακό είναι ότι πίστεψαν το πονηρό πνεύμα, χωρίς καν να το γνωρίζουν. Ίσως κι αυτό ακόμα να μην ήταν τόσο φοβερό, αν ο διάβολος δεν είχε δηλητηριάσει τις ψυχές τους με πονηρούς λογισμούς και αμαρτωλά αισθήματα εναντίον του ίδιου του Θεού, πείθοντας τους ότι εκείνος τους απαγόρεψε να φάνε από το δέντρο της γνώσεως του καλού και του κακού, επειδή, αν το έκαναν, θα γίνονταν σαν θεοί.
Να τι πίστεψαν. Και πιστεύοντάς το, δεν μπορούσαν παρά να έχουν βλάσφημους λογισμούς για τον Πλάστη τους, όπως, λ.χ., ότι τους φθόνησε και τους φέρθηκε δίχως καλοσύνη. Αφού δέχτηκαν τέτοιους λογισμούς, δεν μπορούσαν ν’ αποφύγουν, στη συνέχεια, και κάποια δυσμενή αισθήματα εναντίον του Θεού, αισθήματα που τους οδήγησαν σε αυτόβουλες αποφάσεις: “Θα πάρουμε μόνοι μας ό,τι εκείνος δεν μας δίνει. Να ποιος είναι, κι εμείς τον θεωρούσαμε αγαθό! Δεν έχουμε, λοιπόν, παρά να τον αγνοήσουμε και να ρυθμίσουμε εμείς οι ίδιοι τη ζωή μας!”. Έτσι σκέφτηκαν. Και αυτονομήθηκαν, χωρίστηκαν από το Θεό, πιστεύοντας φιλόδοξα ότι, σύμφωνα με την υποβολή του πονηρού, θα γίνονταν σαν θεοί. «Θ’ ανέβω πάνω από τα σύννεφα, θα γίνω όμοιος με τον Ύψιστο!» (Ησ. 14:14). Αυτό δεν ήταν μόνο ένας μάταιος λογισμός. Ήταν μια εχθρική απόφαση.
Ο άνθρωπος, αναλαμβάνοντας πια ο ίδιος με αυτοπεποίθηση τον καθορισμό της πορείας του, κυριεύτηκε από έπαρση και αλαζονεία. Η κακή χρήση της ελευθερίας του, πάλι, τον έκανε κακόβουλο και πεισματάρη. Η απομάκρυνση από το Θεό ολοκληρώθηκε με την αποστροφή και την ανταρσία εναντίον Του. Γι’ αυτό κι εκείνος εγκατέλειψε τους παραβάτες. Έτσι η ζωντανή ενότητα Θεού και ανθρώπου διασπάστηκε. Ο Θεός είναι παντού και συντηρεί τα πάντα, αλλά ενώνεται με ελεύθερα όντα μόνο όταν υποτάσσονται σ’ αυτόν. Κανενός το αυτεξούσιο δεν παραβιάζει.
elkomenos2
Συντηρεί, βέβαια, και φυλάει ακόμα και τους πιο εγωιστές, αλλά δεν τούς πλησιάζει, δεν ενώνεται μαζί τους. Έτσι και οι προπάτορές μας αφέθηκαν μόνοι. Αν είχαν μετανοήσει έγκαιρα, ίσως ο Θεός να είχε επιστρέψει κοντά τους. Δυστυχώς, όμως, έμειναν αμετανόητοι. Παρά τα ολοφάνερα αποδεικτικά στοιχεία, ούτε ο Αδάμ ούτε η Εύα παραδέχτηκαν πως ήταν ένοχοι. Έτσι τιμωρήθηκαν με έξωση από τον παράδεισο. Συνήλθαν μετά την έξωσή τους, μα ήταν πια αργά. Δεν είχαν παρά να υπομείνουν τις συνέπειες της πτώσεώς τους, όπως τις υπομένει ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, που κατάγεται απ’ αυτούς. Ας ευγνωμονούμε τον πανάγαθο Θεό, που, μολονότι τον προδώσαμε, δεν μας απαρνήθηκε, δεν μας ξέχασε, δεν μας άφησε αβοήθητους. Μ’ ένα θαυμαστό τρόπο οικονόμησε την επανένωση μας μαζί του.
Ξανοίχτηκα αρκετά. Ας επικεντρώσουμε, λοιπόν, την προσοχή μας στο τι συνέβη μέσα στον άνθρωπο: Το πνεύμα, όσο ήταν σε ζωντανή κοινωνία με το Θεό και έπαιρνε θεία δύναμη απ’ αυτόν, είχε εξουσία πάνω στη ψυχή και το σώμα. Όταν διακόπηκε η κοινωνία του με το Θεό, διακόπηκε και η ενίσχυσή του με θεία δύναμη. Μόνο του και αδύναμο πια, δεν μπορούσε να κυβερνήσει τη ψυχή και το σώμα, που το αιχμαλώτισαν και το υπέταξαν. Στον άνθρωπο κυριάρχησε η διάνοια και, μέσω της διάνοιας, η σαρκικότητα. Έτσι ο άνθρωπος, από πνευματικός, έγινε διανοητικός και σαρκικός. Το αποδυναμωμένο πνεύμα δεν έχει, από τότε μέχρι σήμερα, εξουσία πάνω του. Είναι το ίδιο πνεύμα που πήρε εξαρχής από το Θεό, αλλά ανίσχυρο.
Γνωστοποιεί, πάντως, την ύπαρξή του κάπου-κάπου, άλλοτε με το φόβο του Θεού, άλλοτε με τα ξυπνήματα της συνειδήσεως και άλλοτε με το ανικανοποίητο από τα κτιστά πράγματα. Σ’ αυτές τις εκδηλώσεις δεν δίνουμε πολλή προσοχή. Μόλις που τις αντιλαμβανόμαστε, καθώς όλο το ενδιαφέρον μας είναι στραμμένο στις μέριμνες της επίγειας ζωής. Η διάνοια μας έχει αφοσιωθεί σ’ αυτή τη ζωή, μια ζωή υλική. Την επίγεια ζωή, τη ζούμε όλοι με σώμα, και καθετί σωματικά απτό φαίνεται αναγκαίο.
Ο άνθρωπος, όταν συντελέστηκε η ανατροπή της τάξεως στις αμοιβαίες σχέσεις και στην αλληλεξάρτηση των μερών της φύσεώς του, δεν μπορούσε πια να δει τα πράγματα μέσα στην ορθή τους προοπτική, ούτε μπορούσε να διατηρήσει τις ανάγκες, τις επιθυμίες και τα συναισθήματά του σε ευταξία και ισορροπία. Σ’ όλα αυτά  -ανάγκες, επιθυμίες, συναισθήματα- επικράτησε σύγχυση και αταξία. Μα το χειρότερο ήταν ότι σ’ αυτή την κατάσταση προστέθηκαν και τα πάθη, που κυριάρχησαν στον άνθρωπο και άρχισαν να τον τυραννούν. Φοβερή είναι η τυραννία των παθών! Έχεις δει πώς η οργή ψήνει σαν πυρετός τον οργισμένο; Πώς ο φθόνος τρώει σαν σαράκι τον φθονερό;
Πώς η λύπη λιώνει σαν αργός θάνατος τον βυθισμένο σε πένθος; Έτσι συμβαίνει με όλα τα πάθη, που εμφανίστηκαν μέσα μας μαζί με τη φιλαυτία. Αυτή είναι η μάνα τους. Μόλις ο προπάτοράς μας είπε μέσα του, “εγώ ο ίδιος”, “ο εαυτός μου”, στη ψυχή του ρίζωσε η φιλαυτία, αυτό το δηλητήριο, αυτός ο σπόρος του σατανά. Από τη φιλαυτία αναπτύχθηκαν στη συνέχεια και τα άλλα πάθη -υπερηφάνεια, φθόνος, οργή, μίσος, λύπη, απελπισία, πλεονεξία, φιληδονία, κλπ.- με όλα τα επακόλουθα και τις συνέπειές τους. Ενωμένα πια με την ανθρώπινη φύση, επιδεινώνουν μια κατάσταση που, και χωρίς αυτά, ήταν κατάσταση διαταραχής της φυσικής τάξεως.
Να, λοιπόν, σε τι συνίσταται η αρρώστια μας: Το πνεύμα κυριεύθηκε από έπαρση και αλαζονεία, από κακοβουλία και πεισμονή. Έτσι έχασε την εξουσία του και υποτάχθηκε στη ψυχή, στο σώμα και στα εξωτερικά, στα υλικά πράγματα. Ακολούθησαν η σύγχυση και ο πολλαπλασιασμός των αναγκών και των επιθυμιών, διανοητικών και σωματικών. Αυτές καθαυτές οι ανάγκες του ανθρώπου είναι περιορισμένες και εύτακτες. Το αρρωστημένο πνεύμα, όμως, που από τη φύση του έχει απεριόριστη ενέργεια, τις πολλαπλασιάζει ακατάπαυστα και τις μπερδεύει, δημιουργώντας αυτή τη σύγχυση και την αταξία, για την οποία μιλήσαμε.

(Οσίου Θεοφάνους του Εγκλείστου, «Ο δρόμος της ζωής»,σ. 87-92, εκδ. Ι.Μ.Παρακλήτου)
πηγή

ΧΑΙΡΕΤΕ ΕΝ ΚΥΡΙΩ ΠΑΝΤΟΤΕ ΠΑΛΙΝ ΕΡΩ ΧΑΙΡΕΤΕ Αποστολικό ανάγνωσμα Κυριακής των Βαΐων (Φιλιπ. δ' 4-9)

ΧΑΙΡΕΤΕ ΕΝ ΚΥΡΙΩ ΠΑΝΤΟΤΕ ΠΑΛΙΝ ΕΡΩ ΧΑΙΡΕΤΕ
Αποστολικό ανάγνωσμα
Κυριακής των Βαΐων
(Φιλιπ. δ' 4-9)


Αποτέλεσμα εικόνας για ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΙΩΝΟυδέν ανθρώπινο σύστημα και ουδεμία φιλοσοφία μπορεί να διδάξει στον άνθρωπο την πραγματική χαρά και μάλιστα να την βιώνει όταν αυτός βρίσκεται κυκλωμένος από θλίψεις και πειρασμούς. Και όμως αυτό το κατά κόσμον παράδοξο το βλέπουμε να πραγματοποιείται όταν ο πιστός χριστιανός συνειδητά ζει και εφαρμόζει τις εντολές τού Θεού.
Χαίρετε εν Κυρίω πάντοτε. Πάλιν ερώ, χαίρετε”, γράφει ο θεόπνευστος Απόστολος στους Φιλιππησίους και δι' αυτών σε όλο το σώμα τής Εκκλησίας.
Χαρά λοιπόν, μολονότι με την Κυριακή των Βαίων εισερχόμεθα στην Μεγάλη Εβδομάδα όπου αποκορυφούται το πάθος τού Κυρίου και δεσπόζει ο οδυνηρός Σταυρός; Βεβαίως, διότι η ορθόδοξος πνευματικότης δεν είναι του κόσμου τούτου. Δεν ερμηνεύεται από τα βλεπόμενα, αλλά κυριαρχεί το υπέρλογο και οι διατάξεις τής χάριτος ακόμα και στις πλέον δύσκολες και οδυνηρές στιγμές που διανύουμε. Σε στιγμές που όλα φαίνονται να χάνονται και να κυριαρχεί το αρνητικό, τότε δηλ. που φαίνεται να χαίρονται οι εχθροί τού Χριστού. Όταν όμως υπάρχει η απόλυτη εμπιστοσύνη στον Εσταυρωμένο και Αναστάντα, τότε η χαρά πάντοτε μεσουρανεί και το ευλογημένο χαμόγελο στα χείλη αποδεικνύει τη χάρη και την ειρήνη τού Αγίου Πνεύματος. Και υπάρχουν λόγοι που ανθεί η χαρά στις χριστιανικές καρδιές.
Ο πρώτος λόγος που δικαιολογεί την χαρά είναι η αντιμετώπισις των προβλημάτων με την ζωντανή πίστη στον Χριστό. Τα βασανιστικά ερωτήματα που συνθλίβουν τους μακράν τής Εκκλησίας ανθρώπους “τι θα γίνουμε”! “πώς θα ζήσουμε”! “τι θα φάμε”! “πώς θα εξασφαλισθούμε”! Αλλά και τόσα άλλα που ως καταθλιπτική επωδός αναδύονται στα πικραμένα χείλη, όχι ότι τα αγνοούν οι πιστοί, αλλά τα βλέπουν αντικειμενικά και μέσα από το φως τής εις Χριστόν πίστεως. Ο Ορθόδοξος Χριστιανός δεν καταντά είλωτας της ζωής όπως αυτοί που δεν γνωρίζουν διάλειμμα και Κυριακή, ή όπως εκείνοι που μπορεί να διαθέτουν όλα τα αγαθά τής γης και όμως να νομίζουν ότι δεν έχουν τίποτε με αποτέλεσμα να καταντούν οι δυστυχέστεροι των ανθρώπων.
Όχι, ουδέποτε τέτοιες αποκρουστικές και ζοφερές καταστάσεις που οδηγούν ακόμα και σε ψυχοπάθειες και καταλήγουν σε πνευματική νέκρωση. Ο πιστός μελετά τον θείο λόγο όπως τον ερμηνεύουν οι θεοφόροι πατέρες, προσεύχεται καθημερινώς και ει δυνατόν ακαταπαύστως και την όλη του ζωή την έχει αναθέσει στην πατρική πρόνοια του Θεού. Κάνει βεβαίως ό,τι περνά από το χέρι του· ουδέποτε παραμελεί το καθήκον του· είναι κατά πάντα συνειδητός στις υποχρεώσεις του, όμως μετά και πάνω απ' όλα αυτά, ακόμα και στις θλίψεις και τα ατυχήματα δοξάζει τον Τριαδικό Θεό και δοκιμάζει την χάρη και την ευλογία.
Αλλά υφίσταται και δεύτερος σπουδαίος, ουσιωδέστερος λόγος για τον οποίο ο πιστός ουδέποτε αισθάνεται να τον εγκαταλείπει η καρδιακή χαρά. Και ποίος είναι αυτός; Μα, η άφεσις των αμαρτιών μας!
Ο Χριστιανός δεν είναι ο ένοχος που δεν έχει πού να κρυφτεί από τον έλεγχο της συνειδήσεως. Πολύ σωστά είπε κάποιος ότι: “ουδέποτε οι Ερινύες κυνήγησαν και συνέλαβαν συνειδητό πιστό”. Αλλά και πώς να συλλάβουν πιστό αφού την άφεση των αμαρτιών συνακολουθεί η ουράνια ευλογία;
Βεβαίως, Χριστιανός δεν θα πει αναμάρτητος. Κάποιες φορές μάλιστα τα πάθη και οι αδυναμίες, τη συνεργεία τού εχθρού, θεριεύουν σε τέτοιο βαθμό που ουδέποτε μπορούν να φανταστούν οι κοσμικοί τούς οποίους ο διάβολος “σέρνει από την μύτη”. Όχι, ο πιστός δεν είναι ο απείραστος, είναι όμως ο αγωνιστής που γνωρίζει ότι το έλεος του Θεού είναι άπειρο για όσους μετανοούν και ακαταπαύστως αγωνίζονται τον δύσκολο μεν, όμορφο δε και ανέκφραστο αγώνα των ευαγγελικών αρετών και της αγιότητος. Η δε τακτική μυστηριακή ζωή, ο αρραβώνας δηλ. της Βασιλείας των ουρανών δεν είναι παρά η μυστική χαρά που φέρει την κάθαρση, τον φωτισμό και πληρεί τον άνθρωπο με την “ειρήνην τού Θεού την υπερέχουσαν πάντα νουν” όπως λέει και εύχεται σε όλους ο Απόστολος Παύλος.
Θα μπορούσε όμως από την μυροβόλο δέσμη τής χαράς να λείπει και το τρίτο άνθος τού ουρανού; Αυτή δηλ. η ελπίδα για το υπέρλαμπρο μέλλον που μας αναμένει στο υπερουράνιο θυσιαστήριον· πλησίον τής Θεοτόκου και μητέρας του φωτός· και εκεί που όλες οι άγιες και εκλεκτές ψυχές μάς αναμένουν “ίνα μή χωρίς ημών τελειωθώσι”; (Εβρ. ια΄ 39).
Ποιός μπορεί αλήθεια να περιγράψει το υπέρλαμπρο εκείνο μέλλον; Όχι απλώς εκεί δεν υφίσταται ίχνος πόνου και δακρύων, πένθη και αδικίες ανθρώπινες, αλλά εκεί μάς αναμένει ο παράδεισος. Ο παράδεισος τον οποίον ο Θεός χαρίζει στα τέκνα Του που εκτίμησαν την αγάπη Του. Εκεί τα αιώνια. Η δόξα, η τιμή και τα αιώνια αγαθά, “ά οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν Αυτόν”!
Και είναι μεν αλήθεια ότι δεν βλέπουμε διά των αισθητών μας οφθαλμών όλες αυτές τις ευλογίες που αναμένουν τους πιστούς. Συμβαίνει όμως κάτι απείρως ανώτερο. Τα πιστεύουμε και τα αποδεχόμεθα απολύτως όλα αυτά που μας αποκάλυψε ο Χριστός. Τα πιστεύουμε με όλη τη δύναμη του “είναι” μας και με όλη τη θέρμη τής καρδιάς μας και επομένως, διά της ορθοδόξου πίστεώς μας, από του νυν βιώνουμε τα μέλλοντα, δοθέντος ότι αυτή η ορθόδοξος πίστις είναι “των ελπιζομένων υπόστασις και πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων”.
Και μετά απ' όλα αυτά, από το αντίκρυσμα δηλ. των προβλημάτων της ζωής μέσω τής πίστεώς μας, την άφεση των αμαρτιών μας και τέλος το δοξασμένο μέλλον μας στην ουράνια Βασιλεία τού Θεού, είναι δυνατόν να καλλιεργούμε σκέψεις και να εκτρέφουμε αισθήματα που εκδιώκουν την χαρά από την ψυχή; “Παιδί μου, δεν έχεις δικαίωμα να φυγαδεύεις την χαρά μέσα από την ύπαρξή σου”, ετόνιζε ένας πνευματικός σε κάποια ψυχή που έρρεπε προς την μελαγχολία.
Αδελφοί “χαίρετε εν Κυρίω πάντοτε”. Η συστηματική καλλιέργεια της ορθοδόξου πνευματικότητας, νομοτελειακώς επιφέρει την δρόσον Αερμών τής χαράς και τις ριπές της δροσοβόλου χάριτος.
Το λοιπόν “χαίρετε εν Κυρίω πάντοτε. Πάλιν ερώ, χαίρετε”!
Αμήν




Άρχ. Ιωήλ Κωνστάνταρος

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...