Νικη Μπάρλα.
Ο θεσμός των διακονισσών αναπτύχθηκε ιδιαίτερα τον δ’ αιώνα. Γυναίκες επιφανών αρχόντων θεωρούσαν τιμή τους να καταταγούν στην τάξη των διακονισσών. Το έργο τους συνίστατο στην φιλανθρωπία και γενικώτερα στην κοινωνική ευποιία. Ήταν επισκέπτριες των ασθενών, των θλιβομένων, των ενδεών γυναικών και των φυλακισμένων ομοφύλων τους. Αναλάμβαναν επίσης ιεραποστολική εργασία, κατήχηση και χριστιανική διδασκαλία στις γυναίκες. Επιμελούνταν των ορφανών και της μόρφωσής τους. Επικοινωνούσαν με τον οικείο επίσκοπο της Εκκλησίας για να του αναφέρουν τα αποτελέσματα του έργου της αποστολής τους.
Μεταξύ των πολλών διακριθεισών εξαιρέτων διακονισσών κατά τον δ’ αιώνα κρίναμε σκόπιμο να αναφέρουμε τις πιο γνωστές και επιφανείς από αυτές για να έχει προ οφθαλμών ο αναγνώστης συγκεκριμένη εικόνα.
1. Αγία Ολυμπιάδα:
Οι ιστορικοί την αναφέρουν ως την πιο γνωστή διακόνισσα λόγω της μεγάλης αγιότητος και της απαράμιλλης δραστηριότητος που ανέπτυξε στην Εκκλησία. Η οσία Ολυμπιάδα υπήρξε από εκείνες που <<αγωνίστηκαν τον ωραίο αγώνα, έτρεξαν το δρόμο ως το τέλος και διαφύλαξαν την πίστιν >>, όπως τονίζει χαρακτηριστικά και ο απόστολος των εθνών Παύλος στην Β’ προς Τιμόθεον επιστολή του: <<τον αγωνα τον καλον ηγώνισμαι, τον δρόμον τετέλεκα, την πίστιν τετήρηκα>>. Η οσία Ολυμπιάδα υπήρξε μιμήτρια της αγίας ισαποστόλου Θέκλας. Η αγία Θέκλα καταφρόνησε τα χρήματα, μίσησε τις πρόσκαιρες ηδονές του κόσμου, αρνήθηκε το γάμο και ομολόγησε παρθενία και αφοσίωση στον αληθινό Νυμφίο που δεν είναι άλλος από το Χριστό, ακολουθώντας τα διδάγματα του μεγάλου αποστόλου των εθνών Παύλου και τις θεόπνευστες άγιες Γραφές της Εκκλησίας.
Η Ολυμπιάδα γεννήθηκε το έτος 367/368 μ.Χ. και καταγόταν από οικογένεια ευγενών. Ο πατέρας της ονομαζόταν Σέλευκος ή Σεκούνδος και ετιμάτο με το αξίωμα του κόμητος. Δεν αντλούμε πολλές πληροφορίες για εκείνον από τις πηγές, όπως αντίθετα συμβαίνει με τον πάππο της Αβλάβιο. Ο Αβλάβιος ήταν (επί Μ. Κωνσταντίνου) Praefector Praetorii, δηλαδή έπαρχος. Η Ολυμπιάδα έχασε τους γονείς της σε πολύ μικρή ηλικία αλλά στάθηκε <<τυχερή>>, γιατί την κηδεμονία της ανέλαβε ο θείος της Προκόπιος, που ήταν έντιμος άνδρας με σπουδαίο χαρακτήρα και φίλος του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου. Την διαπαιδαγώγησή της ανέλαβε η Θεοδοσία που ήταν αδελφή του αγίου Αμφιλοχίου Επισκόπου Ικονίου. Μετά το θάνατο των γονέων της η οσία Ολυμπιάδα κληρονόμησε μία τεράστια περιουσία. Ως δείγμα της περιουσίας αυτής αναφέρουμε τα ακίνητα που περιήλθαν στην κατοχή της στη Θράκη, τη Γαλατία, την Καππαδοκία, τη Βιθυνία καθώς και στην <<Βασιλεύουσα>>, το κέντρο της αυτοκρατορίας. Τα έτη 379-381, που ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη, η Ολυμπιάδα ήρθε σε επαφή με τον άγιο και δέχτηκε την επίδραση του μεγάλου Πατρός. Σίγουρα πρέπει να έχαιρε της εκτίμησης του αγίου, ο οποίος την επισκεπτόταν συχνά στην οικία της για να αναπαυθεί. Από τον βίο της αγίας, που γράφει η μοναχή Σεργία , πληροφορούμαστε ότι για λίγες ημέρες η οσία είχε μνηστευθεί ή νυμφευθεί τον έπαρχο της Κωνσταντινουπόλεως Νεβρίδιο. Ο γάμος της κατά κάποιες απόψεις κράτησε είκοσι μήνες, κάτι που κατά την ταπεινή μας γνώμη δεν επιβεβαιώνεται από πηγές της εποχής.<< Λέγεται γάρ αμίαντος κεκοιμησθε παρθένος, συμβίος γεγονυια του θείου λόγου, σύνευνος δε πάσης αληθούς ταπεινοφροσύνης>>. Θα ήταν λίγο δύσκολο να συμβεί το ανωτέρω αν παρέμενε παντρεμένη για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως έχει υποστηριχθεί. Αντίθετα: <<παρά γαρ του παντεπόπτου Θεού, του προορωντος τας των ανθρώπων εκβάσεις, ουδέ ενιαυτόν συνειναι αυτή κατηξιώθη ο πρόσκαιρος αυτης ανήρ, συντόμως αυτού το της φύσεως χρέος απαιτηθέντος, και παρθένος άμωμος μέχρι τέλους διεφυλάχθη>>. Ο Παλλάδιος στην <<Λαυσαϊκή Ιστορία>> λέει για το συγκεκριμένο θέμα ότι η Ολυμπιάδα: << ήτο νύμφη προς ολίγας ημέρας Νεβριδίου>> και συνεχίζει λέγοντας οτι: << αύτη δε τη αληθεία γυνή ουδενός>>. Το γεγονός του θανάτου του συζύγου της έγινε σημαντικός σταθμός στη ζωή της, γιατί η Ολυμπιάδα ερμήνευσε την αποστέρηση του Νεβριδίου ως φωνή του Θεού, που την καλούσε να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στη διακονία Του. Ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος (379 – 395) είχε κατασχέσει την περιουσία της για να την αναγκάσει να ξαναπαντρευτεί. Εκείνη δεν κάμφθηκε και ο αυτοκράτορας της επέστρεψε την περιουσία. Η αγία την αξιοποίησε για να αφιερωθεί σε έργα φιλανθρωπίας και ευποιίας, ξεπερνώντας ακόμη και τον καλό Σαμαρείτη των θείων Γραφών, όπως τονίζεται στο βίο της. Η Ολυμπιάδα γι’ αυτό το λόγο χειροθετήθηκε από τον αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως (Νεκτάριο) διακόνισσα. Στη συνέχεια, ακολουθώντας τα διδάγματα του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου (του και διαδόχου του Νεκταρίου στο θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως) δώρησε στην Εκκλησία της Πόλεως <<χρυσίου λίτρας μυρίας, αργυρίου λίτρας δισμυρίας πάσας τας προσηκούσας αυτή ακινήτους κτήσεις…>>. Η Ολυμπιάδα ως διακόνισσα ανέπτυξε μεγάλη δράση. Ο Παλλάδιος μας λέγει ότι συμβούλευε τον αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως Νεκτάριο για εκκλησιαστικά θέματα:<< οίδα ταύτην τον Νεκτάριον πλέον τεθεραπευκέναι ως και εν τοις εκκλησιαστικοίς αυτή πείθεσθαι>>. Εκτός από τον Νεκτάριο Κπόλεως υπηρέτησε (διακόνισε) τον Αμφιλόχιο Ικονίου ( το Γρηγόριο Θεολόγο, που προαναφέραμε, τον Επιφάνιο Κύπρου ) και <<ετέρους πολλούς των αγίων και θεοφόρων Πατέρων ενδημήσαντας κατά την βασιλίδαν πόλιν>>. Όταν χειροθετήθηκε η οσία σε διακόνισσα τότε έφτιαξε ένα μοναστήρι κοντά στο ναό της αγίας Σοφίας. Όταν δε μάλιστα είδαν το θεάρεστο έργο που επιτελούσε, άρχισαν να έρχονται στη μονή πολλές νέες και να την ακολουθούν. Αναμεσά τους η Ελισανθία, που ήταν συγγενής της και <<παρθένος υπάρχουσα>>, μαζί με τις δύο αδελφές της την Μαρτυρία και την Παλλαδία. Διακόσιες πενήντα γυναίκες συγκεντρώθηκαν στη μονή της Ολυμπιάδος. Εκεί χειροθετήθηκαν σε διακόνισσες και οι τρεις ανωτέρω αναφερθείσες παρθένες Ελισανθία, Μαρτυρία και Παλλαδία από τον αγιώτατο Πατριάρχη Κπόλεως Ιωάννη τον Χρυσόστομο. Οι γυναίκες αυτές ζούσαν με εγκράτεια, αγρυπνώντας και απαύστως δοξολογώντας και ευχαριστώντας τον Θεό. Απαγορευόταν να τις επισκέπτεται άνδρας στη μονή εκτός από τον ι. Χρυσόστομο που πήγαινε συχνά για να τις στηρίξει με τις πάνσοφες διδαχές του. Η οσία στη μονή, μιμούμενη τις μαθήτριες του Κυρίου μας, ετοίμαζε και φρόντιζε δια την καθημερινή τροφή του αγίου Ιωάννη ακόμη και όταν εξορίστηκε, μέχρι την << αποβίωσή >> του << παρέχουσα πάσα δαπάνη >>. Η Ολυμπιάδα λοιπόν έγινε πιστή και αφοσιωμένη διακόνισσα, που προέκοπτε στην αγαθότητα και στην ενάρετη ζωή. Μετέσχε μάλιστα και των ταλαιπωριών του ιερού Χρυσοστόμου, αφού εξορίστηκε στη Νικομήδεια εξ αιτίας της στενής σχέσης της με τον πνευματικό της πατέρα Ιωάννη το Χρυσόστομο. Συνέχισε όμως τον πνευματικό της αγώνα και από την εξορία, ανέθεσε στην πνευματική της θυγατέρα Μαρίνα τη συνέχιση του έργου της και μετά θάνατον, προς φύλαξη των πιστών Νικομηδέων. Λίγο πριν κοιμηθεί άφησε και γραπτή εντολή-Διαθήκη. Κατά τον ιερό Συναξαριστή η οσία Ολυμπιάς << λιπουσα πατρίδα φίλην, προς την ανω χαίρουσα βαίνει πατρίδα >>, κοιμηθείσα στις 25 Ιουλίου 408, σε ηλικία 41 ετών στη Νικομήδεια σχεδόν ένα χρόνο μετά την κοίμηση του πνευματικού της πατέρα και διδασκάλου Ιωάννου Χρυσοστόμου († 14 Σεπτεμβρίου 407). Η μνήμη της εορτάζεται από την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία την 25η Ιουλίου κατά το μηνολόγιο του Βυζαντινού αυτοκράτορα Βασιλείου Β’ του Βουλγαροκτόνου και από τους δυτικούς στις 17 Δεκεμβρίου. Εκοιμήθη επί της βασιλείας του Βυζαντινού αυτοκράτορα Αρκαδίου. Μετά το θάνατό της μάλιστα αναφέρονται θαυματουργικές εμφανίσεις της στη μονή που η ίδια έκτισε. Ενδεικτικό του ήθους της οσίας Ολυμπιάδος είναι το γεγονός ότι δεν απέβαλε το χιτώνα της ούτε για να πλυθεί, προκειμένου να μην εκθέσει το σώμα της γυμνό. Ο ίδιος ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννης Χρυσόστομος λέγει για την Ολυμπιάδα: <<ούτε γαρ τόπος, ου χώρα, ουκ έρημος, ου νήσος, ουκ εσχατιά άμοιρος έμεινε των τοιαύτης αοιδίμου επιδόσεων[…] αλλά πάσαν απλώς την οικουμένην κατασπείρασα ταις ελεημοσύναις>>. Επίσης ο ιερός πατήρ αναφέρει ότι η Ολυμπιάς είχε σβήσει τις επιθυμίες της σαρκός, την οποία είχε καταστήσει <<άβατον>>. Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι επρόκειτο για ένα πλάσμα κεκοσμημένο με πάρα πολλά χαρίσματα <<άνωθεν>> από του Πατρός των Φώτων κατελθόντα.
2. Οσία Ευπραξία:
Η μνήμη της εορτάζεται στις 25 Ιουλίου. Καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη, ήταν δε θυγατέρα του Αντιγόνου και της Ευπραξίας. Ο πατέρας της ήταν συγκλητικός, συγγενής προς το γένος του Μ. Θεοδοσίου (379-395), από τον οποίο και απολάμβανε ιδιαίτερης τιμής. Ο Αντίγονος και η Ευπραξία ήταν πλούσιοι και προσέφεραν πολλά για την ανακούφιση των ενδεών και των πασχόντων. Από τον γάμο τους απέκτησαν μία κόρη που την ονόμασαν Ευπραξία, με σκοπό να μιμηθεί τους χρηστούς τρόπους και τις αρετές της μητέρας της όταν μεγαλώσει. Μετά το θάνατο του πατρός της Αντιγόνου, η σύζυγός του Ευπραξία έθεσε την κόρη της υπό την προστασία του αυτοκράτορα Θεοδοσίου, την οποία αυτός αν και ήταν μικρή την εμνήστευσε με κάποιον από τους συγκλητικούς του. Ο γάμος της όμως ανεβλήθη μέχρι την ενηλικίωσή της. Λίγο καιρό μετά την αναβολή αυτή η μητέρα της την πήρε και αναχώρησαν για την Αίγυπτο με σκοπό να επιθεωρήσουν την εκεί κτηματική τους περιουσία. Η νεαρή Ευπραξία στην Αίγυπτο περνούσε τον καιρό της φροντίζοντας τους πτωχούς και το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου της το περνούσε επισκεπτόμενη ναούς και μοναστήρια, προσπορίζοντας στους μονάζοντες τα αναγκαία προς το ζην. Στην Θήβα της Αιγύπτου επισκέφθηκε κάποια, φημισμένη στην περιοχή, γυναικεία μονή, στην οποία ασκούνταν εκατόν τριάντα μοναχές. Ο βίος τους διακρινόταν για τη μεγάλη λιτότητά του, τις πολλές προσευχές, τις νηστείες και την απασχόληση σε εργασίες. Η μεγάλη άσκηση, οι αδιάλειπτες προσευχές και οι χριστιανικές αρετές των μοναζουσών της εν λόγω Μονής έκαναν βαθειά εντύπωση στην Ευπραξία και την θυγατέρα της, η οποία περιεβλήθη το μοναχικό σχήμα, ασκήτευσε για 45 χρόνια και διακρίθηκε για την οσιότητα του βίου της. Εκείνο που ιδιαιτέρως την διέκρινε ήταν οι καλές και θεάρεστες πράξεις, οι ελεημοσύνες και αγαθοεργίες, εξ αιτίας των οποίων εύλογα ονομάστηκε Ευπραξία.<< Ευπραξία πρόσεστι Χριστω πλουσία, πολλαίς κομωσα ψυχικαις ευπραξίαις>>. Ακολουθία αυτής συνέταξε ο Μέγας Υμνογράφος της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης.
3. Όσία Μάρθα:
Ήταν μητέρα του αγίου Συμεών του Στυλίτου. Θεοσεβής ούσα διακρινόταν για τις χριστιανικές αρετές της. Στεκόταν για ώρες όρθια, υποβάλλοντας τον εαυτό της σε αυστηρή άσκηση. Ανέπτυξε μεγάλη φιλανθρωπική δράση, ντύνοντας γυμνούς, τρέφοντας πεινώντες και προσέφερε καθαρές σινδόνες σε όσους βαπτίζονταν και δεν είχαν. Επίσης προσέφερε σινδόνες και για τον ενταφιασμό των πτωχών. Τιμούσε και αγαπούσε κατ’ εξοχήν την Υπεραγία Θεοτόκο. Προαισθάνθηκε το τέλος της και μετέβη προς αποχαιρετισμό του υιού της Συμεών. Ετάφη στην Αντιόχεια και το σκήνωμά της το μετέφερε ο όσιος Συμεών αργότερα στον τόπο όπου μόναζε. Η μνήμη της εορτάζεται 4 Ιουλίου και 1η Σεπτεμβρίου.
4. Οσία Μελάνη η Ρωμαία:
Η μνήμη της τιμάται στις 8 Ιουνίου. Έζησε κατά τους χρόνους της βασιλείας του Ωνωρίου (395-423), καταγόταν δε από τη Ρώμη όπου γεννήθηκε κατά το 349/350. Ήταν από πλούσια και σπουδαία οικογένεια. Συνεζεύχθη νεώτατη τον ευγενή Ουαλέριο Μάξιμο και απέκτησαν δύο τέκνα. Σε ηλικία 22
όμως ετών χήρευσε. Αποσύρθηκε τότε σε προάστιο της Ρώμης και επιδόθηκε σε έργα φιλανθρωπίας, προστατεύοντας φτωχούς, περιθάλποντας ασθενείς, φιλοξενώντας οδοιπόρους, επισκεπτόμενη εξορίστους και φυλακισμένους. Προσέφερε πάρα πολλά σε ναούς και μονές. Αργότερα έφυγε από τη Ρώμη και πήγε στην Αίγυπτο, όπου εκεί επισκέφθηκε διάφορες περιοχές στις οποίες υπήρχαν μοναστήρια. Το 378 βρισκόταν στα Ιεροσόλυμα όπου έχτισε μονή στο όρος των Ελαιών, συγκεντρώνοντας πολλές <<παρθένους>> οι οποίες είχαν κλίση προς το μοναχικό βίο, για τη συντήρηση των οποίων είχε αναλάβει η ίδια όλες τις δαπάνες. Μετά από τριάντα χρόνια παραμονής στην Ανατολή επέστρεψε στη Ρώμη για να στηρίξει την εγγονή της Μελάνη τη νεωτέρα στην απόφασή της να γίνει μοναχή. Αρχές του ε’ αιώνα (403) επιστρέφει στα Ιεροσόλυμα, όπου και κοιμήθηκε εν Κυρίω στις 8 Ιουνίου του έτους 410. Η οσία Μελάνη έχαιρε εκτιμήσεως του ιερού κλήρου, των μοναχών και του χριστεπωνύμου πληρώματος γιατί προσέφερε πολλά γι’ αυτό και η φήμη της ήταν μεγάλη.
5. Οσία Μελάνη η νεωτέρα:
Ήταν εγγονή της οσίας Μελάνης της Ρωμαίας. Γεννήθηκε το 383 από τον Πουμπλικόλα και την Αλβίνα στη Ρώμη. Από τη μάμμη της διδάχθηκε πολλά για το μοναχικό βίο και ακολούθησε το παραδειγμά της. Αναγκάστηκε να συζευχθή τον Ουαλέριο Πινιανό.Από το γάμο τους απέκτησαν μία θυγατέρα και έναν υιό που πέθαναν σε πολύ μικρή ηλικία. Η οσία ασθένησε σοβαρά και τότε έπεισε το σύζυγό της, μετά την ίαση εκ της ασθένειάς της, να ασκήσουν τέλεια εγκράτεια και αποχή. Μεγάλο μέρος της περιουσίας τους, παρά τις αντιδράσεις των συγγενών τους, το διένειμαν σε πτωχούς, ενίσχυσαν ναούς και απελευθέρωσαν πάνω από οκτώ χιλιάδες δούλους. Προσέφεραν τη φιλοξενία τους στον επίσκοπο Ελενουπόλεως Παλλάδιο και αργότερα η Μελάνη έφτιαξε μονή στην οποία συγκέντρωσε ενενήντα παρθένες αλλά μετά το θάνατο του συζύγου της και ανδρική μονή. Εκοιμήθη στις 31 Δεκεμβρίου 439.
6. Οσία Ποπλία η ομολογήτρια:
Η μνήμη της τιμάται στις 9 Οκτωβρίου. Επειδή ήταν θεοσεβής προεχειρίσθη διάκονος στην Εκκλησία της Αντιοχείας, κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Ιουλιανού του Παραβάτη(360-363). Από τον γάμο της απέκτησε έναν υιό τον οποίο ανέθρεψε <<εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου>>. Το όνομά του ήταν Ιωάννης και έδειξε νωρίς την κλίση του προς την ιερωσύνη. Χειροτονήθηκε διάκονος και αργότερα πρεσβύτερος, έχαιρε δε μεγάλης εκτίμησης. Εξελέγη επανειλημμένως επίσκοπος Αντιοχείας, αρνήθηκε όμως το επισκοπικό αξίωμα και παρέμενε πρεσβύτερος ζώντας με ταπείνωση. Η οσία Ποπλία, η μητέρα του, μετά το θάνατο του συζύγου της ακολούθησε το μοναχικό βίο και διετέλεσε ηγουμένη γυναικείας μονής με πολλές μονάζουσες. Όταν η οσία Ποπλία ήταν σε μεγάλη ηλικία, ο Ιουλιανός επισκέφθηκε την Αντιόχεια. Ενώ περνούσε από τη μονή της ο Ιουλιανός άκουσε την οσία να ψάλλει:<< Τα είδωλα των εθνων αργύριον και χρυσίον, έργα χειρων ανθρώπων• στόμα έχουσι και ου λαλήσουσιν, οφθαλμούς έχουσιν και ουκ όψονται. Ωτα έχουσιν και ουκ ενωτισθήσονται, ουδέ γαρ έστι πνεύμα εν τω στόματι αυτων. Όμοιοι αυτοις γένοιντο οι ποιούντες αυτά και πάντες οι πεποιθότες επ’ αυτοις>>. Αυτό εξόργισε τον Ιουλιανό ο οποίος διέταξε να ραπίσουν την Ποπλία και όχι να την θανατώσουν, επιφυλασσόμενος να το πράξει άλλη φορά. Η Ποπλία συνέχισε χωρίς να πτοηθεί από τις απειλές του Ιουλιανού να ψάλλει τα εξής: <<Αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτου, και φυγέτωσαν από προσώπου αυτού οι μισούντες αυτόν. Ως εκλίπει καπνός, εκλιπέτωσαν• ως τήκεται κηρός από προσώπου πυρός, ούτως απολούνται οι αμαρτωλοί από προσώπου του Θεου. Και οι δίκαιοι ευφρανθήτωσαν, αγαλλιάσθωσαν ενώπιον του Θεού>>. Ο Ιουλιανός δεν πρόλαβε να κάνει πράξη τις απειλές του γιατί η οσία Ποπλία κοιμήθηκε εν Κυρίω.
Ο θεσμός των διακονισσών αναπτύχθηκε ιδιαίτερα τον δ’ αιώνα. Γυναίκες επιφανών αρχόντων θεωρούσαν τιμή τους να καταταγούν στην τάξη των διακονισσών. Το έργο τους συνίστατο στην φιλανθρωπία και γενικώτερα στην κοινωνική ευποιία. Ήταν επισκέπτριες των ασθενών, των θλιβομένων, των ενδεών γυναικών και των φυλακισμένων ομοφύλων τους. Αναλάμβαναν επίσης ιεραποστολική εργασία, κατήχηση και χριστιανική διδασκαλία στις γυναίκες. Επιμελούνταν των ορφανών και της μόρφωσής τους. Επικοινωνούσαν με τον οικείο επίσκοπο της Εκκλησίας για να του αναφέρουν τα αποτελέσματα του έργου της αποστολής τους.
Μεταξύ των πολλών διακριθεισών εξαιρέτων διακονισσών κατά τον δ’ αιώνα κρίναμε σκόπιμο να αναφέρουμε τις πιο γνωστές και επιφανείς από αυτές για να έχει προ οφθαλμών ο αναγνώστης συγκεκριμένη εικόνα.
1. Αγία Ολυμπιάδα:
Οι ιστορικοί την αναφέρουν ως την πιο γνωστή διακόνισσα λόγω της μεγάλης αγιότητος και της απαράμιλλης δραστηριότητος που ανέπτυξε στην Εκκλησία. Η οσία Ολυμπιάδα υπήρξε από εκείνες που <<αγωνίστηκαν τον ωραίο αγώνα, έτρεξαν το δρόμο ως το τέλος και διαφύλαξαν την πίστιν >>, όπως τονίζει χαρακτηριστικά και ο απόστολος των εθνών Παύλος στην Β’ προς Τιμόθεον επιστολή του: <<τον αγωνα τον καλον ηγώνισμαι, τον δρόμον τετέλεκα, την πίστιν τετήρηκα>>. Η οσία Ολυμπιάδα υπήρξε μιμήτρια της αγίας ισαποστόλου Θέκλας. Η αγία Θέκλα καταφρόνησε τα χρήματα, μίσησε τις πρόσκαιρες ηδονές του κόσμου, αρνήθηκε το γάμο και ομολόγησε παρθενία και αφοσίωση στον αληθινό Νυμφίο που δεν είναι άλλος από το Χριστό, ακολουθώντας τα διδάγματα του μεγάλου αποστόλου των εθνών Παύλου και τις θεόπνευστες άγιες Γραφές της Εκκλησίας.
Η Ολυμπιάδα γεννήθηκε το έτος 367/368 μ.Χ. και καταγόταν από οικογένεια ευγενών. Ο πατέρας της ονομαζόταν Σέλευκος ή Σεκούνδος και ετιμάτο με το αξίωμα του κόμητος. Δεν αντλούμε πολλές πληροφορίες για εκείνον από τις πηγές, όπως αντίθετα συμβαίνει με τον πάππο της Αβλάβιο. Ο Αβλάβιος ήταν (επί Μ. Κωνσταντίνου) Praefector Praetorii, δηλαδή έπαρχος. Η Ολυμπιάδα έχασε τους γονείς της σε πολύ μικρή ηλικία αλλά στάθηκε <<τυχερή>>, γιατί την κηδεμονία της ανέλαβε ο θείος της Προκόπιος, που ήταν έντιμος άνδρας με σπουδαίο χαρακτήρα και φίλος του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου. Την διαπαιδαγώγησή της ανέλαβε η Θεοδοσία που ήταν αδελφή του αγίου Αμφιλοχίου Επισκόπου Ικονίου. Μετά το θάνατο των γονέων της η οσία Ολυμπιάδα κληρονόμησε μία τεράστια περιουσία. Ως δείγμα της περιουσίας αυτής αναφέρουμε τα ακίνητα που περιήλθαν στην κατοχή της στη Θράκη, τη Γαλατία, την Καππαδοκία, τη Βιθυνία καθώς και στην <<Βασιλεύουσα>>, το κέντρο της αυτοκρατορίας. Τα έτη 379-381, που ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη, η Ολυμπιάδα ήρθε σε επαφή με τον άγιο και δέχτηκε την επίδραση του μεγάλου Πατρός. Σίγουρα πρέπει να έχαιρε της εκτίμησης του αγίου, ο οποίος την επισκεπτόταν συχνά στην οικία της για να αναπαυθεί. Από τον βίο της αγίας, που γράφει η μοναχή Σεργία , πληροφορούμαστε ότι για λίγες ημέρες η οσία είχε μνηστευθεί ή νυμφευθεί τον έπαρχο της Κωνσταντινουπόλεως Νεβρίδιο. Ο γάμος της κατά κάποιες απόψεις κράτησε είκοσι μήνες, κάτι που κατά την ταπεινή μας γνώμη δεν επιβεβαιώνεται από πηγές της εποχής.<< Λέγεται γάρ αμίαντος κεκοιμησθε παρθένος, συμβίος γεγονυια του θείου λόγου, σύνευνος δε πάσης αληθούς ταπεινοφροσύνης>>. Θα ήταν λίγο δύσκολο να συμβεί το ανωτέρω αν παρέμενε παντρεμένη για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως έχει υποστηριχθεί. Αντίθετα: <<παρά γαρ του παντεπόπτου Θεού, του προορωντος τας των ανθρώπων εκβάσεις, ουδέ ενιαυτόν συνειναι αυτή κατηξιώθη ο πρόσκαιρος αυτης ανήρ, συντόμως αυτού το της φύσεως χρέος απαιτηθέντος, και παρθένος άμωμος μέχρι τέλους διεφυλάχθη>>. Ο Παλλάδιος στην <<Λαυσαϊκή Ιστορία>> λέει για το συγκεκριμένο θέμα ότι η Ολυμπιάδα: << ήτο νύμφη προς ολίγας ημέρας Νεβριδίου>> και συνεχίζει λέγοντας οτι: << αύτη δε τη αληθεία γυνή ουδενός>>. Το γεγονός του θανάτου του συζύγου της έγινε σημαντικός σταθμός στη ζωή της, γιατί η Ολυμπιάδα ερμήνευσε την αποστέρηση του Νεβριδίου ως φωνή του Θεού, που την καλούσε να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στη διακονία Του. Ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος (379 – 395) είχε κατασχέσει την περιουσία της για να την αναγκάσει να ξαναπαντρευτεί. Εκείνη δεν κάμφθηκε και ο αυτοκράτορας της επέστρεψε την περιουσία. Η αγία την αξιοποίησε για να αφιερωθεί σε έργα φιλανθρωπίας και ευποιίας, ξεπερνώντας ακόμη και τον καλό Σαμαρείτη των θείων Γραφών, όπως τονίζεται στο βίο της. Η Ολυμπιάδα γι’ αυτό το λόγο χειροθετήθηκε από τον αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως (Νεκτάριο) διακόνισσα. Στη συνέχεια, ακολουθώντας τα διδάγματα του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου (του και διαδόχου του Νεκταρίου στο θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως) δώρησε στην Εκκλησία της Πόλεως <<χρυσίου λίτρας μυρίας, αργυρίου λίτρας δισμυρίας πάσας τας προσηκούσας αυτή ακινήτους κτήσεις…>>. Η Ολυμπιάδα ως διακόνισσα ανέπτυξε μεγάλη δράση. Ο Παλλάδιος μας λέγει ότι συμβούλευε τον αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως Νεκτάριο για εκκλησιαστικά θέματα:<< οίδα ταύτην τον Νεκτάριον πλέον τεθεραπευκέναι ως και εν τοις εκκλησιαστικοίς αυτή πείθεσθαι>>. Εκτός από τον Νεκτάριο Κπόλεως υπηρέτησε (διακόνισε) τον Αμφιλόχιο Ικονίου ( το Γρηγόριο Θεολόγο, που προαναφέραμε, τον Επιφάνιο Κύπρου ) και <<ετέρους πολλούς των αγίων και θεοφόρων Πατέρων ενδημήσαντας κατά την βασιλίδαν πόλιν>>. Όταν χειροθετήθηκε η οσία σε διακόνισσα τότε έφτιαξε ένα μοναστήρι κοντά στο ναό της αγίας Σοφίας. Όταν δε μάλιστα είδαν το θεάρεστο έργο που επιτελούσε, άρχισαν να έρχονται στη μονή πολλές νέες και να την ακολουθούν. Αναμεσά τους η Ελισανθία, που ήταν συγγενής της και <<παρθένος υπάρχουσα>>, μαζί με τις δύο αδελφές της την Μαρτυρία και την Παλλαδία. Διακόσιες πενήντα γυναίκες συγκεντρώθηκαν στη μονή της Ολυμπιάδος. Εκεί χειροθετήθηκαν σε διακόνισσες και οι τρεις ανωτέρω αναφερθείσες παρθένες Ελισανθία, Μαρτυρία και Παλλαδία από τον αγιώτατο Πατριάρχη Κπόλεως Ιωάννη τον Χρυσόστομο. Οι γυναίκες αυτές ζούσαν με εγκράτεια, αγρυπνώντας και απαύστως δοξολογώντας και ευχαριστώντας τον Θεό. Απαγορευόταν να τις επισκέπτεται άνδρας στη μονή εκτός από τον ι. Χρυσόστομο που πήγαινε συχνά για να τις στηρίξει με τις πάνσοφες διδαχές του. Η οσία στη μονή, μιμούμενη τις μαθήτριες του Κυρίου μας, ετοίμαζε και φρόντιζε δια την καθημερινή τροφή του αγίου Ιωάννη ακόμη και όταν εξορίστηκε, μέχρι την << αποβίωσή >> του << παρέχουσα πάσα δαπάνη >>. Η Ολυμπιάδα λοιπόν έγινε πιστή και αφοσιωμένη διακόνισσα, που προέκοπτε στην αγαθότητα και στην ενάρετη ζωή. Μετέσχε μάλιστα και των ταλαιπωριών του ιερού Χρυσοστόμου, αφού εξορίστηκε στη Νικομήδεια εξ αιτίας της στενής σχέσης της με τον πνευματικό της πατέρα Ιωάννη το Χρυσόστομο. Συνέχισε όμως τον πνευματικό της αγώνα και από την εξορία, ανέθεσε στην πνευματική της θυγατέρα Μαρίνα τη συνέχιση του έργου της και μετά θάνατον, προς φύλαξη των πιστών Νικομηδέων. Λίγο πριν κοιμηθεί άφησε και γραπτή εντολή-Διαθήκη. Κατά τον ιερό Συναξαριστή η οσία Ολυμπιάς << λιπουσα πατρίδα φίλην, προς την ανω χαίρουσα βαίνει πατρίδα >>, κοιμηθείσα στις 25 Ιουλίου 408, σε ηλικία 41 ετών στη Νικομήδεια σχεδόν ένα χρόνο μετά την κοίμηση του πνευματικού της πατέρα και διδασκάλου Ιωάννου Χρυσοστόμου († 14 Σεπτεμβρίου 407). Η μνήμη της εορτάζεται από την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία την 25η Ιουλίου κατά το μηνολόγιο του Βυζαντινού αυτοκράτορα Βασιλείου Β’ του Βουλγαροκτόνου και από τους δυτικούς στις 17 Δεκεμβρίου. Εκοιμήθη επί της βασιλείας του Βυζαντινού αυτοκράτορα Αρκαδίου. Μετά το θάνατό της μάλιστα αναφέρονται θαυματουργικές εμφανίσεις της στη μονή που η ίδια έκτισε. Ενδεικτικό του ήθους της οσίας Ολυμπιάδος είναι το γεγονός ότι δεν απέβαλε το χιτώνα της ούτε για να πλυθεί, προκειμένου να μην εκθέσει το σώμα της γυμνό. Ο ίδιος ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννης Χρυσόστομος λέγει για την Ολυμπιάδα: <<ούτε γαρ τόπος, ου χώρα, ουκ έρημος, ου νήσος, ουκ εσχατιά άμοιρος έμεινε των τοιαύτης αοιδίμου επιδόσεων[…] αλλά πάσαν απλώς την οικουμένην κατασπείρασα ταις ελεημοσύναις>>. Επίσης ο ιερός πατήρ αναφέρει ότι η Ολυμπιάς είχε σβήσει τις επιθυμίες της σαρκός, την οποία είχε καταστήσει <<άβατον>>. Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι επρόκειτο για ένα πλάσμα κεκοσμημένο με πάρα πολλά χαρίσματα <<άνωθεν>> από του Πατρός των Φώτων κατελθόντα.
2. Οσία Ευπραξία:
Η μνήμη της εορτάζεται στις 25 Ιουλίου. Καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη, ήταν δε θυγατέρα του Αντιγόνου και της Ευπραξίας. Ο πατέρας της ήταν συγκλητικός, συγγενής προς το γένος του Μ. Θεοδοσίου (379-395), από τον οποίο και απολάμβανε ιδιαίτερης τιμής. Ο Αντίγονος και η Ευπραξία ήταν πλούσιοι και προσέφεραν πολλά για την ανακούφιση των ενδεών και των πασχόντων. Από τον γάμο τους απέκτησαν μία κόρη που την ονόμασαν Ευπραξία, με σκοπό να μιμηθεί τους χρηστούς τρόπους και τις αρετές της μητέρας της όταν μεγαλώσει. Μετά το θάνατο του πατρός της Αντιγόνου, η σύζυγός του Ευπραξία έθεσε την κόρη της υπό την προστασία του αυτοκράτορα Θεοδοσίου, την οποία αυτός αν και ήταν μικρή την εμνήστευσε με κάποιον από τους συγκλητικούς του. Ο γάμος της όμως ανεβλήθη μέχρι την ενηλικίωσή της. Λίγο καιρό μετά την αναβολή αυτή η μητέρα της την πήρε και αναχώρησαν για την Αίγυπτο με σκοπό να επιθεωρήσουν την εκεί κτηματική τους περιουσία. Η νεαρή Ευπραξία στην Αίγυπτο περνούσε τον καιρό της φροντίζοντας τους πτωχούς και το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου της το περνούσε επισκεπτόμενη ναούς και μοναστήρια, προσπορίζοντας στους μονάζοντες τα αναγκαία προς το ζην. Στην Θήβα της Αιγύπτου επισκέφθηκε κάποια, φημισμένη στην περιοχή, γυναικεία μονή, στην οποία ασκούνταν εκατόν τριάντα μοναχές. Ο βίος τους διακρινόταν για τη μεγάλη λιτότητά του, τις πολλές προσευχές, τις νηστείες και την απασχόληση σε εργασίες. Η μεγάλη άσκηση, οι αδιάλειπτες προσευχές και οι χριστιανικές αρετές των μοναζουσών της εν λόγω Μονής έκαναν βαθειά εντύπωση στην Ευπραξία και την θυγατέρα της, η οποία περιεβλήθη το μοναχικό σχήμα, ασκήτευσε για 45 χρόνια και διακρίθηκε για την οσιότητα του βίου της. Εκείνο που ιδιαιτέρως την διέκρινε ήταν οι καλές και θεάρεστες πράξεις, οι ελεημοσύνες και αγαθοεργίες, εξ αιτίας των οποίων εύλογα ονομάστηκε Ευπραξία.<< Ευπραξία πρόσεστι Χριστω πλουσία, πολλαίς κομωσα ψυχικαις ευπραξίαις>>. Ακολουθία αυτής συνέταξε ο Μέγας Υμνογράφος της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης.
3. Όσία Μάρθα:
Ήταν μητέρα του αγίου Συμεών του Στυλίτου. Θεοσεβής ούσα διακρινόταν για τις χριστιανικές αρετές της. Στεκόταν για ώρες όρθια, υποβάλλοντας τον εαυτό της σε αυστηρή άσκηση. Ανέπτυξε μεγάλη φιλανθρωπική δράση, ντύνοντας γυμνούς, τρέφοντας πεινώντες και προσέφερε καθαρές σινδόνες σε όσους βαπτίζονταν και δεν είχαν. Επίσης προσέφερε σινδόνες και για τον ενταφιασμό των πτωχών. Τιμούσε και αγαπούσε κατ’ εξοχήν την Υπεραγία Θεοτόκο. Προαισθάνθηκε το τέλος της και μετέβη προς αποχαιρετισμό του υιού της Συμεών. Ετάφη στην Αντιόχεια και το σκήνωμά της το μετέφερε ο όσιος Συμεών αργότερα στον τόπο όπου μόναζε. Η μνήμη της εορτάζεται 4 Ιουλίου και 1η Σεπτεμβρίου.
4. Οσία Μελάνη η Ρωμαία:
Η μνήμη της τιμάται στις 8 Ιουνίου. Έζησε κατά τους χρόνους της βασιλείας του Ωνωρίου (395-423), καταγόταν δε από τη Ρώμη όπου γεννήθηκε κατά το 349/350. Ήταν από πλούσια και σπουδαία οικογένεια. Συνεζεύχθη νεώτατη τον ευγενή Ουαλέριο Μάξιμο και απέκτησαν δύο τέκνα. Σε ηλικία 22
όμως ετών χήρευσε. Αποσύρθηκε τότε σε προάστιο της Ρώμης και επιδόθηκε σε έργα φιλανθρωπίας, προστατεύοντας φτωχούς, περιθάλποντας ασθενείς, φιλοξενώντας οδοιπόρους, επισκεπτόμενη εξορίστους και φυλακισμένους. Προσέφερε πάρα πολλά σε ναούς και μονές. Αργότερα έφυγε από τη Ρώμη και πήγε στην Αίγυπτο, όπου εκεί επισκέφθηκε διάφορες περιοχές στις οποίες υπήρχαν μοναστήρια. Το 378 βρισκόταν στα Ιεροσόλυμα όπου έχτισε μονή στο όρος των Ελαιών, συγκεντρώνοντας πολλές <<παρθένους>> οι οποίες είχαν κλίση προς το μοναχικό βίο, για τη συντήρηση των οποίων είχε αναλάβει η ίδια όλες τις δαπάνες. Μετά από τριάντα χρόνια παραμονής στην Ανατολή επέστρεψε στη Ρώμη για να στηρίξει την εγγονή της Μελάνη τη νεωτέρα στην απόφασή της να γίνει μοναχή. Αρχές του ε’ αιώνα (403) επιστρέφει στα Ιεροσόλυμα, όπου και κοιμήθηκε εν Κυρίω στις 8 Ιουνίου του έτους 410. Η οσία Μελάνη έχαιρε εκτιμήσεως του ιερού κλήρου, των μοναχών και του χριστεπωνύμου πληρώματος γιατί προσέφερε πολλά γι’ αυτό και η φήμη της ήταν μεγάλη.
5. Οσία Μελάνη η νεωτέρα:
Ήταν εγγονή της οσίας Μελάνης της Ρωμαίας. Γεννήθηκε το 383 από τον Πουμπλικόλα και την Αλβίνα στη Ρώμη. Από τη μάμμη της διδάχθηκε πολλά για το μοναχικό βίο και ακολούθησε το παραδειγμά της. Αναγκάστηκε να συζευχθή τον Ουαλέριο Πινιανό.Από το γάμο τους απέκτησαν μία θυγατέρα και έναν υιό που πέθαναν σε πολύ μικρή ηλικία. Η οσία ασθένησε σοβαρά και τότε έπεισε το σύζυγό της, μετά την ίαση εκ της ασθένειάς της, να ασκήσουν τέλεια εγκράτεια και αποχή. Μεγάλο μέρος της περιουσίας τους, παρά τις αντιδράσεις των συγγενών τους, το διένειμαν σε πτωχούς, ενίσχυσαν ναούς και απελευθέρωσαν πάνω από οκτώ χιλιάδες δούλους. Προσέφεραν τη φιλοξενία τους στον επίσκοπο Ελενουπόλεως Παλλάδιο και αργότερα η Μελάνη έφτιαξε μονή στην οποία συγκέντρωσε ενενήντα παρθένες αλλά μετά το θάνατο του συζύγου της και ανδρική μονή. Εκοιμήθη στις 31 Δεκεμβρίου 439.
6. Οσία Ποπλία η ομολογήτρια:
Η μνήμη της τιμάται στις 9 Οκτωβρίου. Επειδή ήταν θεοσεβής προεχειρίσθη διάκονος στην Εκκλησία της Αντιοχείας, κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Ιουλιανού του Παραβάτη(360-363). Από τον γάμο της απέκτησε έναν υιό τον οποίο ανέθρεψε <<εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου>>. Το όνομά του ήταν Ιωάννης και έδειξε νωρίς την κλίση του προς την ιερωσύνη. Χειροτονήθηκε διάκονος και αργότερα πρεσβύτερος, έχαιρε δε μεγάλης εκτίμησης. Εξελέγη επανειλημμένως επίσκοπος Αντιοχείας, αρνήθηκε όμως το επισκοπικό αξίωμα και παρέμενε πρεσβύτερος ζώντας με ταπείνωση. Η οσία Ποπλία, η μητέρα του, μετά το θάνατο του συζύγου της ακολούθησε το μοναχικό βίο και διετέλεσε ηγουμένη γυναικείας μονής με πολλές μονάζουσες. Όταν η οσία Ποπλία ήταν σε μεγάλη ηλικία, ο Ιουλιανός επισκέφθηκε την Αντιόχεια. Ενώ περνούσε από τη μονή της ο Ιουλιανός άκουσε την οσία να ψάλλει:<< Τα είδωλα των εθνων αργύριον και χρυσίον, έργα χειρων ανθρώπων• στόμα έχουσι και ου λαλήσουσιν, οφθαλμούς έχουσιν και ουκ όψονται. Ωτα έχουσιν και ουκ ενωτισθήσονται, ουδέ γαρ έστι πνεύμα εν τω στόματι αυτων. Όμοιοι αυτοις γένοιντο οι ποιούντες αυτά και πάντες οι πεποιθότες επ’ αυτοις>>. Αυτό εξόργισε τον Ιουλιανό ο οποίος διέταξε να ραπίσουν την Ποπλία και όχι να την θανατώσουν, επιφυλασσόμενος να το πράξει άλλη φορά. Η Ποπλία συνέχισε χωρίς να πτοηθεί από τις απειλές του Ιουλιανού να ψάλλει τα εξής: <<Αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτου, και φυγέτωσαν από προσώπου αυτού οι μισούντες αυτόν. Ως εκλίπει καπνός, εκλιπέτωσαν• ως τήκεται κηρός από προσώπου πυρός, ούτως απολούνται οι αμαρτωλοί από προσώπου του Θεου. Και οι δίκαιοι ευφρανθήτωσαν, αγαλλιάσθωσαν ενώπιον του Θεού>>. Ο Ιουλιανός δεν πρόλαβε να κάνει πράξη τις απειλές του γιατί η οσία Ποπλία κοιμήθηκε εν Κυρίω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά