Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Αυγούστου 12, 2014

π. Αθανασίου Μηνά, Πῶς ἕνας πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν καί παντοδύναμος Θεός εἶναι ἀνίκανος νά πάψει τό κακό;

Πῶς ἕνας  πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν καί παντοδύναμος Θεός
εἶναι ἀνίκανος νά πάψει τό κακό;
ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ   ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ   ΜΗΝΑ
Μιά ἐρώτηση γεμάτη εἰρωνεία ἤ εἰλικρίνεια.
Κάνοντας καλό λογισμό καί θεωρώντας πώς κρύβει ἀληθινή ἀγωνία γιά ἀπάντηση, ταπεινά καταθέτουμε τά ἑξῆς:
Πράγματι  ὁ Θεός βρίσκεται παντοῦ, καί τά πάντα πληροῖ καί τά πάντα κρατεῖ,ἀλλά ἐνοικεῖ μόνο στούς Ἁγίους, ζώντας μέσα σέ αὐτούς καί γνωριζόμενος διά μέσῳ αὐτῶν ὡς ὀργάνων τῆς ἐνεργείας Του. Οἱ Ἅγιοι εἶναι ζωντανές εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, καί κατά τήν Χάριν, ἴδιοι μέ τόν Ἰησοῦ. Πράγματι, ἀφοῦ ἀνύψωσαν τό νοῦ τους πρός τίς θεῖες καί ἄναρχες καί ἀθάνατες Ἀκτῖνες τοῦ Θεοῦ Πατρός, ἀφοῦ ἀναγεννήθηκαν κατά Χάριν διά τοῦ Λόγου ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καί ἀφοῦ ἔφεραν πλήρη τήν ὁμοίωση πρός τό Θεό πού τούς ἀναγέννησε, εὔλογα ἔλαβαν τό ὄνομα θεοί.
Ὄχι ἀπό τήν καλλιέργεια τῶν φυσικῶν προσκαίρων ἰδιωμάτων τους, ἀλλά ἀπό τά θεῖα καί μακάρια γνωρίσματα διά τῶν ὁποίων, ὅσο περισσότερο μετεῖχαν σ᾿ αὐτά, τόσο περισσότερο μεταμορφώθηκαν καί θεώθηκαν. Ἔγιναν «Καινή κτίση» (Α΄Κορ., ε΄17), ὁ καθ’εἷς «νέος ἄνθρωπος» (Κολασ., γ΄10).
Τό θέμα δέν εἶναι ἡ πανταχοῦ παρουσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τό κατά πόσο ἐμεῖς μετέχουμε σ᾿ αὐτήν διά τῶν μυστηρίων, οἰκειοθελῶς καί ἐγκαρδίως, ταπεινά καί ὑπάκουα σ᾿ αὐτό πού θέλει ὁ Θεός καί ὄχι ἡ σκεψούλα μας.
Λέει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος: «Οἱ ἄνθρωποι πού εἶναι φύσει κτίσματα δέν θά μποροῦσαν ἀλλοιῶς νά γίνουν υἱοί τοῦ Θεοῦ, παρά μόνον ἄν δέχονταν τό Πνεῦμα τοῦ Φυσικοῦ καί ἀληθινοῦ Θεοῦ· γιά νά συμβεῖ λοιπόν αὐτό ὁ Λόγος ἔγινε σάρκα (Ἰωάν., α΄14) ὥστε νά καταστήσει τό ἀνθρώπινο, δεκτικό θεότητος καί νά τό καλέσει υἱό» (Κατά Ἀρειανῶν, PC26, 273A).
Ὁ ἅγιος Διάδοχος ἐπίσκοπος Φωτικῆς διδάσκει ὅτι μόνο ὁ Θεός εἶναι κατά φύσιν ἀγαθός. Ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἀγαθός μέ τήν ἐπιμέλεια τῆς διαγωγῆς του μέσῳ τοῦ ὄντος ἀγαθοῦ, δηλ. τοῦ Θεοῦ. Τό κακό οὔτε φυσική ὕπαρξη ἔχει οὔτε εἶναι κανείς ἐκ φύσεως κακός. Ὁ Θεός δέν ἔπλασε τίποτε κακό. Ὅταν κανείς ἐπιθυμήσει τό κακό, τότε τό ἀνύπαρκτο ἀρχίζει καί γίνεται ὑπαρκτό, ὅπως τό θέλει ἐκεῖνος πού τό κάνει.
Σέ ἄλλο σημεῖο πάλι ὁ Μέγας Ἀθανάσιος χρησιμοποιεῖ τό ἑξῆς παράδειγμα: «Ὅπως ἄν κάποιος κλείσει τά μάτια του, ἐνῶ λάμπει ὁ ἥλιος καί ἡ γῆ φεγγοβολεῖ ἀπό τό φῶς του, ἀνακαλύπτει μέσα του τό σκοτάδι, τό ὁποῖο δέν ὑπάρχει στήν πραγματικότητα, καί περπατᾶ στό ἑξῆς περιπλανώμενος καί πολλές φορές πέφτει ἤ βαδίζει πρός τούς γκρεμούς καί νομίζει πώς δέν ὑπάρχει πλέον φῶς, ἔτσι καί οἱ ψυχές τῶν ἀνθρώπων. Ἐπειδή ἔκλεισαν τά μάτια τους διά τῶν ὁποίων μποροῦν νά βλέπουν τό Θεό, ἐπιθύμησαν καί βρῆκαν τά κακά τους, διαπράττοντάς τα, νομίζοντας μάλιστα ὅτι κάτι κάνουν. Ἔτσι ἐνῶ ἡ ψυχή δημιουργήθηκε νά βλέπει τό Θεό, ἐκείνη ἐπεζήτησε τά φθαρτά καί τό σκότος. ...Ἄλλαξε κατεύθυνση καί ξέχασε ὅτι εἶναι πλασμένη κατ᾿ εἰκόνα καί καθ᾿ ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ...Ἀφοῦ βγῆκε ἀπό τόν ἑαυτό της, ἔχοντας χάσει καί τό Θεό, κατασκευάζει τά ἀνύπαρκτα καί βλέπει μόνο ἐκεῖνα τά ὁποῖα προσπίπτουν στίς αἰσθήσεις». (Κατά εἰδώλων, σελ.90-96,  τ.1 ΕΠΕ).
Ἔτσι, ἡ ἀπάντηση σέ αὐτούς πού ἀποροῦν γιά τά πολλά κακά καί δεινά τοῦ κόσμου καί μέμφονται τόν Θεό πού δέν τά καταργεῖ ὡς Παντοδύναμος καί πανταχοῦ Παρών εἶναι:
Ἐκτός ἀπό τήν ΑΜΑΡΤΙΑ, κανένα πράγμα ἀπό τά τοῦ βίου αὐτοῦ δέν εἶναι πραγματικά κακό, ἔστω καί ἄν προξενεῖ κάκωση, οὔτε ὁ ἴδιος ὁ θάνατος.
 Ἁμαρτία ἐστιν ἡ ἀπιστία στόν Χριστό[1]Ἀπό τήν ἁμαρτία ἐπέρχεται σέ μᾶς ἐμφύλιος στάσις καί σύγχυσις πού προκαλεῖ κάθε εἶδος κακίας καί ἐνοικίζει τόν ἀρχηγό τῆς κακίας μέσα στούς ἀπίστους στασιάρχες καί στασιαστές· ὁ ἀρχηγός αὐτός, ὁ σατανᾶς, μετασκευάζει σέ θηρία αὐτούς στούς ὁποίους εἰσοικίζεται, δέν εἶναι δέ ὑπερβολή νά ποῦμε ὅτι τούς προετοιμάζει νά ἀποκτήσουν ἦθος δαιμόνων. Καί ἔτσι ἀπό τότε πού ὁ ἀρχάγγελος ἑωσφόρος ἐξέπεσε ἀπό ἀγαθός ἄγγελος, ὅπως τόν εἶχε δημιουργήσει ὁ Θεός, ἔγινε μέ τή δική του προαίρεση ἀνθρωποκτόνος καί μισάνθρωπος διάβολος, ἀντιστεκόμενος στίς βουλές τοῦ Θεοῦ, διαβάλλοντάς τις στούς ἀνθρώπους, ποθώντας νά τούς καθιστᾶ καί αὐτούς ἀνθρωποκτόνους καί ἀντιπάλους στό Ζωοδότη Χριστό.
Ἀφοῦ λοιπόν ὅλη ἡ Κτίσις εἶναι τρεπτή, πλήν τῶν ἀγγέλων πλέον, ἡ ὁρατή καί ἡ ἀόρατη, ἡ αἰσθητή καί ἡ ἀναίσθητη, ἡ λογική καί ἡ ἄλογη, μόνο ἡ λογική φύσις τοῦ ἀνθρώπου ἔχοντας τό αὐτεξούσιο, μπορεῖ ἐθελούσια, ἀφ’ἑαυτῆς, ἤ νά ἀναχθεῖ στό ἀγαθότερο ἤ νά ἐκπέσει στό χειρότεροἬ νά προσηλωθεῖ στή βούληση τοῦ Θεοῦ στήν ὁποία προστίθεται σ’αὐτήν γιά πάντα ἡ προκοπή καί πρόοδος πρός τό καλύτερο, ἤ νά ἀντιταχθεῖ στή βούληση τοῦ Θεοῦ, στίς ἐντολές Του, ὁπότε δικαίως ὁ Θεός παραχωρεῖ νά ὑποπέσει ἄθλια  καί καί νά ἐκπέσει στό χειρότερο.
Ἔχουμε γίνει ἀπό τόν Θεό αὐτεξούσιοι καί ἐλάβαμε μέσα μας τό ἡγεμονικό τῆς ψυχῆς ὡς ἐξουσιαστική δύναμη κατά τῶν παθῶν, τοῦ δόλου, τῆς κακίας, χωρίς κανένας νά μᾶς κυριαρχεῖ ἤ νά μᾶς ἐκβιάζει. Ὁ Τριαδικός Θεός πλάττοντας τόν ἄνθρωπο αὐτεξούσιο, τόν ἀξίωσε μεγάλης προνοίας ὥστε χρησιμοποιώντας σωστά τό αὐτεξούσιο νά κλίνει ὄχι πρός τό κακό, ἀλλά πρός τό ἀγαθό.  Αὐτεξούσια γίνεται κανείς καλός ἤ κακός. Ὁ Ἀγαθός Θεός εἶναι ἀπείραστος κακῶν.
Ποῦ εἶναι λοιπόν ἐκεῖνοι πού μέμφονται τόν Θεό γιά τά δεινά τοῦ κόσμου, τά δεινά τῶν ἀνθρώπων; Ἄν ὁ Θεός καταργήσει τό αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρωπίνου  προσώπου, κάνοντάς τον μόνο ἀγαθό,  τότε καταστρέφει τό ἴδιο τό πρόσωπο, τήν ἴδια τή δημιουργία, τήν ἐλευθερία ἐπιλογῆς, μέ ἀποτέλεσμα νά παρουσιάζεται ὄχι μόνο ὡς ὑπεύθυνος τῆς ὑποχρεωτικῆς ἀγαθότητας, κάτι πού δέν θά ἄρεσε σέ ὅλους, ἀλλά καί ὡς αὐτός πού θά ἀκυρώνει τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό, ἀφοῦ ὡς ἐλεύθερος Θεός θά καταλύει τό ἰδίωμα τῆς ἐλευθερίας ἀπό τόν κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ δημιουργημένο ἄνθρωπο.
Ἐν τούτοις, ὁ Θεός δέν εἶναι ἄδικος, ἀλλά κατά πάντα Δίκαιος καί Ἀγαθός.
Ἐπιτρέπει καί παραχωρεῖ, ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας, τό φερόμενο ὡς κακό, θεομηνίες, πολέμους, πείνα, διαζύγια, ἀρρώστιες, βάσανα καί πόνους, ἀποτυχίες, θλίψεις, θανάτους, μέ σκοπό νά δώσει τήν ἔσχατη εὐκαιρία στόν καθένα πού ἐπέλεξε τήν ἁμαρτίατό ὄντως κακό,  νά γλυτώσει διά τῆς μετανοίας ἀπό τήν αἰώνια καταδίκη[2]. Ἡ τεράστια ὅμως ἀδικία πού συντελεῖται ἀπό τόν ἄνθρωπο πρός τό Θεό εἶναι νά ρίχνει, τυφλωμένος, τά βάρη καί τίς εὐθῦνες στό Θεό, ἀποκομίζοντας τό κρῖμα γιά τόν ἑαυτό του.
Χρειαζόμαστε, ἀδελφοί μου νοῦν Χριστοῦ, τό φρόνημα τῶν Ἁγίων, γιά νά κατανοήσουμε εἰς τέλος τήν αἰτία τοῦ κακοῦ, ἤτοι τῶν δεινῶν πού μαστίζουν τήν ἀνθρωπότητα. Ἀπό τήν ἀρχή ὁ ἀνθρωποκτόνος διάβολος ἐξεγέρθηκε ἀπό φθόνο καί μῖσος ἐναντίον μας. Ἐν τούτοις, ὁ Ἀρχηγός τῆς Ζωῆς, ὁ Χριστός, ὁ Μεσσίας, κινήθηκε γιά χάρη μας ἀπό ὑπερβολική φιλανθρωπία καί ἀγαθότητα. Καί ὅπως ὁ διάβολος ἄδικα ἀγάπησε τήν ἀπώλεια τοῦ πλάσματος τοῦ Θεοῦ, ἔτσι ὁ Πλάστης δίκαια ἀγάπησε τή σωτηρία τοῦ πλαστουργήματος καί ἀπέθανε διά τάς ἁμαρτίας ἡμῶν καί ἀνέστῃ διά τήν δικαίωσιν ἡμῶν.                              
«Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ' ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον.» (Ἰωάν., γ΄16)«...ἵνα διὰ τοῦ θανάτου καταργήσῃ τὸν τὸ κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοῦτ' ἔστι τὸν διάβολον, καὶ ἀπαλλάξῃ τούτους, ὅσοι φόβῳ θανάτου διὰ παντὸς τοῦ ζῆν ἔνοχοι ἦσαν δουλείας.» (Ἐβρ.,β΄14-15)
Ἀπό αὐτό ἔγινε ὁλοφάνερη ἡ δικαιοσύνη. Ἔπρεπε δέ νά διδαχθοῦν καί οἱ ἄνθρωποι νά ἐπιδεικνύουν τή δικαιοσύνη μέ ἔργα ἐδῶ, κατά τόν καιρό τῆς θνητότητος, ὥστε παίρνοντας δύναμη νά τή διατηροῦν σταθερά τόν καιρό τῆς ἀθανασίας. Ἄς μήν κατηγορεῖται στό ἑξῆς ὁ Θεός γιά τό κακό καί τά δεινά πού ἡ ἁμαρτία σωρεύει στή ζωή μας. Αὐτή, ἡ ἁμαρτία, εἶναι τό μόνο καί μοναδικό κακό, ἡ μόνη καί μοναδική ἀδικία[3]. Μέγας εἶ Κύριε, καὶ θαυμαστὰ τὰ ἔργα σου καὶ οὐδεὶς λόγος ἐξαρκέσει,πρὸς ὕμνον τῶν θαυμασίων σου. 
Ἄς ποῦμε λοιπόν ἁπλά, μά μέ καρδιά, αὐτό πού εἶπε καί ὁ προφητάναξ Δαυΐδ: «ἐξαγορεύσω κατ᾿ἐμοῦ τήν ἀνομίαν μου τῷ Κυρίῳ· καί σύ ἀφῆκας τήν ἀσέβειαν τῆς καρδίας μου» (Ψαλμ. λα΄, 5)
Στόν Ἰησοῦ Χριστό, τόν Βασιλέα καί Κύριον, ἀνήκει ἡ Δόξα καί τό Κράτος εἰς τούς αἰῶνας. Ἀμήν.







[1] «...περὶ ἁμαρτίας μέν, ὅτι οὐ πιστεύουσιν εἰς ἐμέ·» (Ἰωάν.,ιστ΄ 9)
[2] «τὰ γὰρ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος...» (Ρωμ., στ΄ 23)
[3] «...ἔστιν ἁμαρτία πρὸς θάνατον·» (Ἰωάν.Α΄, ε΄16)

Ποιμαντορική Εγκύκλιος Δεκαπενταυγούστου του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Αιτωλίας Κοσμά


Κ Ο Σ Μ Α Σ
Ο ΧΑΡΙΤΙ ΘΕΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΤΗΣ ΑΓΙΩΤΑΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΑΙΤΩΛΙΑΣ ΚΑΙ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ
Προς  το  Χριστεπώνυμον  Πλήρωμα της  καθ’  ημάς  Ιεράς  Μητροπόλεως
«Ιδού γαρ από του νυν μακαριούσί με πάσαι αι γενεαί…»  (Λουκ. α’, 48)
 Σήμερα, αγαπητοί, εορτή της κοιμήσεως και της μεταστάσεως της Παναγίας μας, ημέρα τιμής, δόξης και μεγαλείου της μεγάλης μας μητέρας, ας θυμηθούμε αυτή την προφητεία, την οποία η κυρία Θεοτόκος είπε στη συγγένισσά της Ελισάβετ, την μητέρα του Τιμίου Προδρόμου.
«Άπό τώρα θα με μακαρίζουν όλες οι γενεές».
 Αυτή η προφητεία, την οποία με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος είπε η ταπεινή Παναγία μας, πραγματοποιήθηκε και συνεχώς πραγματοποιείται από τότε και μέχρι σήμερα.
            Σε εκείνη την επίσκεψι, η Ελισάβετ ομολόγησε ότι το κυοφορούμενο βρέφος της, ο Τίμιος Πρόδρομος, εσκίρτησε και επροσκύνησε «το φως το αληθινό» (Ιω. α , 9), «το φως του κόσμου» (Ιω. η , 12), «τον ήλιον της δικαιοσύνης» (Μαλα χ. δ , 2), τον Κύριο Ιησού Χριστό, τον οποίο περιέκλειε μέσα της η Παναγία.
 Τότε, εκπροσωπούσα τις γενεές των ανθρώπων, η Ελισάβετ εμακάρισε την Θεοτόκο λέγοντας: «Είσαι μακαρία και πανευτυχής, συ που επίστευσες ότι θα πραγματοποιηθούν όλα όσα ο Κύριος δια του αγγέλου Του, σου απεκάλυψε».
 Οι δοξολογίες που ακούσθηκαν από τις στρατιές των αγγέλων κατά την γέννησι του Κυρίου είναι και ο μακαρισμός της Μητέρας Του. Αυτή εμακάρισαν και οι ποιμένες. Και ο δίκαιος Συμεών ο Θεοδόχος την εμακάρισε όταν ανήγγειλε το μοναδικό ύψος και την ουράνια αξία του σωτηρίου έργου του Υιού της.
 Την Παναγία μας εμακάρισαν και τα πλήθη που άκουγαν τα «θεία ρήματα» από τον Υιό της: «Μακαρία η κοιλία η βαστάσασά σε και μαστοί ους εθήλασας…» (Λκ. ια’, 27).
 Πόση τιμή και δόξα δεν απήλαυσε η Παναγία μας μετά την Ανάστασι του Κυρίου!
 Απεριόριστος ήταν ο μακαρισμός και ο σεβασμός προς το πάνσεπτο πρόσωπό της και από την πρώτη Εκκλησία των Ιεροσολύμων.
 Το αποκορύφωμα όμως των μακαρισμών, της τιμής και της δόξης της, προσφέρθηκε κατά την κοίμησί της.
 Οι ιεροί υμνογράφοι, άγιοι πατέρες, όπως ο Ιωάννης Δαμασκηνός, Γρηγόριος Παλαμάς, Μάρκος Εφέσου ο Ευγενικός, ο ιερός Κοσμάς, Επίσκολος Μαϊουμά, Ανδρέας Κρήτης, Μάξιμος ο ομολογητής, Νικόδημος Αγιορείτης και άλλοι, αναφέρονται στις ευσεβείς παραδόσεις γύρω από την τιμή του πανσέπτου σκήνου της κατά την κοίμησί της.
 Γράφει για παράδειγμα, ο άγιος Μάξιμος ο ομολογητής στο βιβλίο του «ο βίος της Υπερευλογημένης Δεσποίνης ημών Θεοτόκου», αναφερόμενος στην ιερά κοίμησί της.
 «Αίφνης ηκούσθη δυνατή βροντή και ενεφανίσθη μία νεφέλη φερομένη από γαλήνιο άνδρα. Από τη μεγαλειώδη αυτή νεφέλη άρχισαν να κατέρχωνται εις την γην, οι άγιοι ένδοξοι μαθηταί και απόστολοι του Σωτήρος Χριστού συνερχόμενοι επί το αυτό από τα πέρατα της οικουμένης».
 Και ενώ έψαλαν και υμνούσαν οι Άγιοι Απόστολοι, έλαβε χώρα η μεγαλειώδης και θαυμαστή άφιξις Χριστού του Υιού και Θεού αυτής, συνοδευομένου από αναρίθμητες στρατιές αγγέλων και αρχαγγέλων… Και εις αυτό το κλίμα η Παναγία μήτηρ του Κυρίου, παρέδωσε την μακαρίαν και αμόλυντον ψυχήν αυτής εις τον βασιλέα και υιόν της και εκοιμήθη ύπνον γλυκύν και εράσμιον».
 Συνεχίζοντας ο Άγιος Μάξιμος την αναφορά του στη τιμή και τη δίξα της Παναγίας μας γράφει: «Μετά τρεις μέρες ο τάφος ευρέθη καινός. Οι λωρίδες και η σινδόνη με τα οποία την είχαν περιτυλίξει ευρέθησαν εντός αυτού, το παρθενικόν όμως σώμα απουσίαζε. Μετέστη πλησίον του Υιού και Θεού αυτής ώστε να ζη μαζί με Εκείνον ψυχή και σώματι και να βασιλεύη μαζί του».
«Μετέστη προς την ζωήν μήτηρ υπάρχουσα της ζωής…».
 Και η ορθόδοξος Εκκλησία μας έχει την Παναγία μας στην κορυφή της ουρανίου ιεραρχίας, επάνω και πρώτη από όλους τους αγίους και όλα τα αγγελικά τάγματα.
 Ημέρα και νύκτα μακαρίζει η Εκκλησία την Παναγία μας και καλεί και εμάς να την μακαρίζουμε, να την υμνούμε, να την δοξολογούμε.
 «Μεγάλη ευλογία και ακαταμάχητη βοήθεια λαμβάνουμε από την αδιάλειπτη και θερμή πρεσβεία της Δεσποίνης Θεοτόκου και η οποία είναι η των αγίων αγιωτέρα και ουρανών υψηλοτέρα και Χερουβείμ ενδοξοτέρα και Σεραφείμ τιμιωτέρα και υπέρ πάσαν κτίσιν σεβασμιωτέρα» υπογραμμίζει ο άγιος Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως. 
 Δικαίως λοιπόν μακαρίζεται και τιμάται από αγγέλους και αγίους η Παναγία μας, από τους Μαθητάς και Αποστόλους, δικαίως μακαρίζεται από την ορθόδοξο μητέρα μας Εκκλησία.
 Στους μακαρισμούς του ουρανού και της γης, στην τιμή και η δόξα που της προσφέρουν άγγελοι και άνθρωποι, ας προσθέσουμε με πίστι, ταπείνωσι και αγάπη τους δικούς μας μακαρισμούς, τη δική μας τιμή και ευχαριστία προς την Παναγία μας.
 Όχι όπως οι Παπικοί με τις υποκρισίες τους και την μαριολατρεία τους η οι προτεστάντες, οι οποίοι αρνούνται τις εικόνες της Παναγίας μας.
 Ζώντας την αγία Ορθοδοξία, η οποία κρατά απαραχάρακτη την αλήθεια του Ευαγγελίου και την Ιερά Παράδοσι, με τις ιερές παρακλήσεις του Δεκαπενταυγούστου, τους χαιρετισμούς, τους ύμνους και τα μεγαλυνάρια, ας υμνολογούμε και ας μακαρίζουμε την Παναγία μας κάθε μέρα.
 Στη δυσκολία, στην ασθένεια, στην αδικία, στην εγκατάλειψι, στη συμφορά μη φοβόμαστε, μην αποθαρυνόμαστε. Ας καταφεύγουμε στην Παναγία μας. Και εκείνη «πάντα προστατεύει ως αγαθή, τους καταφεύγοντας εν πίστει τη κραταιά αυτής χειρί…».
Ας αγωνισθούμε δε, με ανύστακτο προσωπικό αγώνα να σταματήση η βλασφημία ασεβών συνανθρώπων προς την Παναγία μας.
 «Την Δέσποιναν του κόσμου μακαρισμοίς και ύμνοις
 πάντες τιμήσωμεν».

Μετά πατρικών ευχών

O ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
† Ο ΑΙΤΩΛΙΑΣ ΚΑΙ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ ΚΟΣΜΑΣ

«Οἱ ταγοὶ τοῦ λαοῦ –Πατριάρχαι καὶ Ἀρχιεπίσκοποι– προδίδουν τὴν Ἐκκλησία χωρὶς δισταγμὸ ἀνοίγουν τὴν πόρτα στὸν Οἰκουμενισμό» +π. Ἀθανάσιος Μυτιληναῖος

+π. Ἀθανάσιος Μυτιληναῖος 

(μιλία ες τν προφ. σαΐα, ριθ. 85, 1997, . Μ. Παντοκράτορος)
«...Καὶ μία ὁλόκληρη τοπικὴ Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ καθεύδει καὶ νὰ ἔχει ἀνάγκη
 αὐτῆς τῆς ἀφυπνίσεως. Θὰ λέγαμε ἀκόμη, ἂν ξεχωρίσουμε πρόσωπα μόνο, 
ὅτι καὶ σὲ ὁλόκληρη τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία (ὅπως θὰ συμβεῖ καὶ συμβαίνει 
ἤδη στὰ ἔσχατα, διότι εἴμεθα στὴν περιοχὴ τῶν ἐσχάτων,
 ἐν ὄψει τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ ἀντιχρίστου), ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία νὰ εἶναι
 σὲ μιὰ κατάσταση ναρκώσεως, ἔξω ἀπὸ πρόσωπα, ἔξω ἀπὸ πρόσωπα 
-τὸ λέγω δυὸ φορές-, τὰ ὁποῖα θὰ εἶναι σὲ κατάσταση ἐγρηγόρσεως.

Ὁ Χριστὸς πόσες φορὲς τὸ εἶπε: «Γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε, 
ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν». Αὐτὸ τὸ «γρηγορεῖτε» εἶναι ἀναγκαιότατον 
σύνθημα πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν· καὶ βέβαια δὲν γρηγοροῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι· 
μακάριοι ὅμως οἱ γρηγοροῦντες. Καὶ τοῦτο διότι ἔρχεται φοβερὴ ἐποχή.
 Ζοῦμε τὴν ἐποχὴ αὐτή, ἔχουμε εἰσέλθει στὴν περιοχὴ αὐτῆς τῆς φοβερῆς ἐποχῆς.
Ἔτσι, ὅταν θὰ ἀρχίσει νὰ ἁπλώνεται –καὶ ἁπλώνεται– ὁ Οἰκουμενισμὸς
 καὶ στὴν πατρίδα μας, καὶ στὰ Πατριαρχεῖα μας, –τὸ ἀκούσατε ἄραγε;–
 καὶ στὰ πατριαρχεῖα μας, καὶ στὶς Ἀρχιεπισκοπές μας, τότε δὲν εἶναι ἀπέξω
 ὁ ἐχθρός· καὶ ὅταν ἡ τελευταία, θὰ λέγαμε, πράξη εἶναι ὁ Οἰκουμενισμός,
 καὶ θὰ εἶναι ἐργαλεῖο στὰ χέρια τοῦ ἀντιχρίστου, συνεπῶς, 
δὲν πρέπει νὰ εἴμεθα ξύπνιοι; Ναί, πρέπει, ἀλλὰ οἱ πολλοὶ μπορεῖ νὰ μὴ εἶναι ξύπνιοι. 
Ἔτσι θὰ λέγαμε, ὅτι μοιάζει κάποτε ὁλόκληρη ἡ Ὀρθοδοξία νὰ κοιμᾶται,
 ὅταν Πατριάρχαι καὶ Ἀρχιεπίσκοποι μπορεῖ νὰ τὴν προδίδουν. 
Ναί. Τότε μοιάζει μʼ ἐκεῖνο τὸ πλοιάριο στὸ ὁποῖο ὁ Χριστὸς κάποτε ἐκοιμᾶτο. 
Ἐκεῖνο τὸ πλοιάριο μὲ τοὺς μαθητὰς εἶναι τύπος τῆς Ἐκλλησίας...
Καὶ βλέπουμε σʼ αὐτὴν τὴν εἰκόνα: ὁ Χριστὸς καθεύδει. 
Ποιός καθεύδει; Μοιάζει ὅτι καθεύδει ὁ Χριστός. 
Ἔτσι, σὲ μιὰ ἐποχὴ παρακμῆς
 καὶ καθιζήσεως πνευματικῆς, οἱ λίγοι σωστοὶ πιστοὶ κραυγάζουν
 τὸν ἴδιο λόγο:
 «ἐπιστάτα, ἀπολλύμεθα, βοήθησον ἡμῖν».
 Τότε τὸν εἶπαν ἐπιστάτη, προϊστάμενο. 
Σήμερα λέμε: «Κύριε χανόμαστε, βάλε τὸ χέρι Σου»
Δὲν τὸ λέμε; Τὸ λέμε μὲ πόνο, μὲ ὀδύνη, μὲ δάκρυα...

Η ΔΙΚΑΙΗ ΤΙΜΩΡΙΑ ΤΟΥ ΒΛΑΣΦΗΜΟΥ ΗΘΟΠΟΙΟΥ ΥΠΟ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

                                                     

Η Ηλιούπολη ήταν μια πόλη της Λιβανησίας Φοινίκης. Σ΄ αυτήν κατοικούσε κάποιος ηθοποιός που ονομάζονταν Γαϊανός, ο οποίος στο θέατρο περιγελούσε και βλαστημούσε την αγία Θεοτόκο. Του παρουσιάστηκε η Παναγία και του είπε : «Τι κακό σου έκανα ώστε να με διασύρεις και να με βλαστημάς μπροστά σε τόσο κόσμο ;». Παρόλα αυτά, ο Γαϊανός όχι μόνο δεν διορθώθηκε, αλλά συνέχισε περισσότερο να βλαστημά την Παναγία, η οποία του εμφανίστηκε τρεις φορές απευθύνοντάς του την ίδια νουθεσία. Αυτός όμως παρέμενε αδιόρθωτος. Τότε ξαναεμφανίστηκε σ΄ αυτόν ένα μεσημέρι όταν κοιμόταν, και με το δάκτυλό της χάραξε μια γραμμή στα δυο του χέρια και τα δυο του πόδια. Μόλις ξύπνησε ο ασεβέστατος ηθοποιός, είδε ότι ήταν με κομμένα τα χέρια και τα πόδια του. Συνεπεία της τιμωρίας του, μετανόησε, εξομολογήθηκε και φανέρωσε σε όλους ποια ανταπόδοση έλαβε για τις βλαστημίες ου αγίου ονόματος της Θεοτόκου.

ΠΗΓΗ : ΛΕΙΜΩΝΑΡΙΟ – ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΕΥΚΡΑΤΑ ΒΙΒΛΟΣ Η ΛΕΓΟΜΕΝΗ ΛΕΙΜΩΝ, εκδ. ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΙΔΡΥΜΑ «Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΑΡΝΑΒΑΣ», ΑΘΗΝΑ, σ. 13 κ.ε.

Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ Ἀρχιμανδρίτης Ἀρσένιος Κατερέλος

Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ (119 Ν -1)

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΔΗΜΑΡΧΕΙΟ ΚΟΝΙΤΣΗΣ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΩΝ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΑ ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΜΗΣΙ ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ - 13/07/2014

(Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία)

Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καί Κονίτσης κ.κ. Ἀνδρέα,  υἱκῶς ἐκ μέσης καρδίας σᾶς εὐχαριστῶ καί σᾶς εὐγνωμονῶ πού μέ τήν εὐλογία σας σήμερα παρευρίσκομαι ἀνάμεσά σας ὡς ὁμιλητής μέ θέμα «Ἡ προσωπικότης τοῦ Γέροντος Παϊσίου».

Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς, σεβαστοί μου πατέρες καί ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί

Ὅσοι ἐγνωρίσαμε τόν Γέροντα Παΐσιο, ἄλλοι προσωπικά, ἄλλοι ἀπό τά βιβλία, ἄλλοι ἀπό διηγήσεις ἄλλων, διαπιστώνομε ὅτι ὁ Γέροντας Παΐσιος εἶχε ἀφιερώσει ὅλο του τό εἶναι στόν Θεό. Ἐφήρμοζε κατά γράμμα τό λεγόμενο «δέν ἔδωσε στόν Θεό τίποτε, ἐκεῖνος πού δέν τά ἔδωσε ὅλα».  Καί ὁ Γέροντας Παΐσιος ὄντως τά ἔδωσε ὅλα γιά τόν Θεό. Ἡ πνευματική του προσφορά ἀνά τούς αἰῶνας θά εἶναι μεγίστη καί ἀνυπολόγιστη. Παρά τίς προσωπικές του δοκιμασίες, πειρασμούς, ἀδικίες, συκοφαντίες κλπ., ἡ ὁλοκληρωτική του ἀγάπη καί ἡ ἀφοσίωσί του παρέμειναν ἀναλλοίωτες τόσον ὡς πρός τόν Θεό, ὅσο καί ὡς πρός τούς ἀνθρώπους. Ἦτο βιαστής τῆς φύσεώς του, εἶχε νῆψι, προσευχή, ἄσκησι καί γνήσιο πατερικό καί μοναχικό φρόνημα.
Ὅποιος τόν ἐπεσκέπτετο καί συνωμιλοῦσε μαζί του ἤ ἀκόμη καί μόνον νά ἔβλεπε ἐν σιωπῇ τήν μορφή του, ἔνοιωθε ὅτι ἀνέπνεε καθαρό ὀξυγόνο καί ἀνεζωογονεῖτο. Ὁ Γέροντας ἦτο πιστός στήν Παράδοσι καί πονοῦσε, ἀγωνιοῦσε καί προσηύχετο διακαῶς γιά τήν διατήρησι τῆς αὐθεντικότητας καί μοναδικότητας τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Δέν δεχόταν μέ τίποτε τήν ἀλλοίωσι τῆς παραδόσεως τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀπό τό κοσμικό φρόνημα, τίς ποικίλες ἐπιδράσεις, κλπ. Ἔλεγε: «Ἄν παραμείνωμε ἀσκητές, νηπτικοί, γνήσιοι μοναχοί, καί ἀφήσωμε νά χαθῆ ἡ φυσική κατάστασις τοῦ τόπου καί νά ἀλλοιωθῆ, αὐτό θά εἶναι πτῶσις γιά ὅλους μας. Ἄν πάλι διατηρήσωμε τά κτίρια, τά κειμήλια, κλπ. καί χάσωμε τήν μοναχική μας ἰδιότητα καί ἐκκοσμικευθοῦμε, τότε θά εἴμαστε σάν ξεναγοί σέ ἀξιοθέατα. Οὔτε τό ἕνα, οὔτε τό ἄλλο πρέπει νά ἐπιτρέψωμε. Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας μας, ἔλεγε, πρέπει νά μείνη καί νά διατηρηθῆ ἀναλλοίωτο καί τά ἄνθη του, οἱ μοναχοί του, νά εὐωδιάζουν πάντοτε μέ τήν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
Βλέπομε ὅτι ὁ Γέροντας ἦταν ἕνας γνήσιος παραδοσιακός Ἁγιορείτης μοναχός.
 Ἔλεγε: «Δέν ἔχω ὑποτακτικό - μέ τήν στενή ἔννοια - γιατί εἶμαι ὑποτακτικός ὅλου τοῦ κόσμου. Χρέος μου καί καθῆκον μου εἶναι νά προσεύχωμαι γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους. Δέν εἶμαι ἄνεργος. Τό ἐπάγγελμά μου εἶναι νά φτιάχνω τούς λογισμούς τῶν ἀνθρώπων».
Βλέπομε τί πνεῦμα διακονίας, ἀγάπης καί πόνο εἶχε ὁ Γέροντας γιά τούς ἀνθρώπους.  
Τόν ἐρώτησε κάποιος μοναχός: «Γέροντα, νά πάω σέ κοινόβιο ἤ νά μείνω μόνος μου σέ κελλί;».
Ἀπήντησε ὁ Γέροντας: «Ὑπάρχουν τά πουλιά τοῦ κλουβιοῦ καί τά πουλιά τοῦ κλαδιοῦ». Οἱ μοναχοί τοῦ κοινοβίου καί οἱ κελλιῶτες μοναχοί. «Μή διαλέξης μόνος σου τό κλουβί ἤ τό κλαδί, γιατί θά μείνης χωρίς φτερά». Χωρίς δηλαδή πνευματικά φτερά. «Γιατί τό πουλί χωρίς φτερά ἔχει πνευματικό μαρασμό. Βρές διακριτικό, ἔμπειρο πνευματικό ὁδηγό γιά νά σοῦ πῆ σέ ποιά πνευματική ράτσα-εἶδος ἀνήκεις. Κάνε ὑπακοή καί τότε διπλᾶ καί τριπλᾶ πνευματικά φτερά θά ἀποκτήσης. Διότι, μόνον σέ ὅ,τι γίνεται μέ ὑπακοή καί εὐλογία ἔρχεται ἡ Χάρις καί ἡ πνευματική προκοπή. Ἄν πάρωμε ἄδεια ἀπό τήν ''σημαία'', δηλαδή ἄν βάζωμε ''μετάνοια'' μόνο στόν δικό μας λογισμό καί κάνωμε ὑπακοή στόν ἑαυτό μας, τότε χάνομε καί ὅ,τι στοιχειῶδες ἔχομε ἀποκτήσει».
Βλέπομε τήν σοφία, τήν Χάρι, τήν διάκρισι σέ κάθε συμβουλή καί τήν βοήθεια πού προσέφερε ὁ Γέροντας.
Κάποτε ἕνας προσκυνητής πηγαίνοντας πρός τήν Παναγούδα ἔπεσε σέ ἕνα βαθύ ρέμα κοντά σέ ἕνα Κελλί. Ὁ Γέροντας τοῦ Κελλιοῦ αὐτοῦ τοῦ παρέσχε τίς πρῶτες βοήθειες καί ὁ προσκυνητής λόγῳ τοῦ σοβαροῦ χτυπήματος δέν πῆγε τελικά στόν Γέροντα Παΐσιο. Μετά ἀπό λίγο ὁ Γέροντας Παΐσιος ἐφώναξε ἀπό τήν Παναγούδα στόν Γέροντα τοῦ ἐν λόγῳ Κελλιοῦ, ὁ ὁποῖος εὑρίσκετο στήν ἁπλωταριά τοῦ Κελλιοῦ του, πού ἀπεῖχε περίπου τριακόσια μέ τετρακόσια μέτρα ἀπό τήν Παναγούδα καί εἶπε: «Ἔ, πάτερ τάδε.....». Καί ἀπήντησε ὁ μοναχός: «Εὐλόγησον Γέροντα, θέλετε κάτι;». «Τίποτε, τό ''τηλέφωνο'' δοκίμασα», εἶπε ὁ Γέροντας Παΐσιος.
Βλέπομε πῶς ὁ Γέροντας ἤξερε νά κρύβη τήν ἀρετή του καί πόσο διακριτικά καί μέ τί σοφία καί χάρι περνοῦσε τά μηνύματα τῆς ἀγάπης του, τῆς προσευχῆς του, τῆς ἔγνοιας του, τῆς μέριμνάς του, κλπ.
Σέ κάποιον δόκιμο μοναχό πού τόν ἐπισκέφθηκε στήν Παναγούδα ὁ Γέροντας εἶπε: «Πάρε ἕνα λουκούμι». Ὁ δόκιμος μοναχός, ἐνῶ ἦταν ἕτοιμος νά ἁπλώση τό χέρι του, κάτι τόν ἐμπόδισε καί δέν πῆρε τό λουκούμι. Καί ἔνοιωσε ἐκείνην τήν στιγμή μία ἐσωτερική γλυκύτητα. Ὁ Γέροντας σέ λίγο πάλι τοῦ λέγει: «Πᾶρε καί δεύτερο λουκούμι», ἐνῶ ὁ δόκιμος δέν εἶχε πάρει οὔτε κἄν τό πρῶτο. Ἀλλά καί πάλι, πρίν ἀκόμη ἁπλώση τό χέρι του, κάτι τόν ἐμπόδισε, δέν πῆρε λουκούμι καί ἔνοιωσε γιά δεύτερη φορά τήν ἴδια ἐσωτερική γλυκύτητα.
Μετά ἀπό καιρό, ὅταν ὁ δόκιμος μοναχός αὐτός ἐπισκέφθηκε πάλι τόν Γέροντα, ὁ Γέροντας, ὅπως συνήθιζε σέ ὅλους, τοῦ λέγει αὐθόρμητα: «Ἔλα εὐλογημένε νά σέ κεράσω πρῶτα κανένα λουκούμι». Καί τότε ἐκεῖνος τοῦ λέγει: «Γέροντα, θέλω ἀπό τά ἄλλα τά λουκούμια...», ἐννοῶντας τήν ἐσωτερική γλυκύτητα. Καί ὁ Γέροντας τοῦ ἀπήντησε χωρίς νά ζητήση διευκρινίσεις: «Ἀπό τά ἄλλα τά λουκούμια, θά δοῦμε...». Βλέπομε τί κομψότητα, λεπτότητα καί διορατικότητα διέκριναν τόν ἅγιο Γέροντα.
Μία φορά, σέ μία ἀγρυπνία, ἔψαλλε κάποιος Γέροντας τό «πᾶσα πνοή» σέ ἀργό (παπαδικό) ὕφος. Ἀλλά ἐπειδή ἐξέφυγε ἀπό τό μουσικό κείμενο, ἔβαλε καί δικά του αὐτοσχέδια μουσικά στοιχεῖα, μέ ἀποτέλεσμα νά τό κάνη πιό πολύπλοκο καί διαφορετικό ἀπό τό μουσικό κείμενο. Καί τότε τοῦ λέγει μέ ἀγάπη ὁ Γερο-Παΐσιος: « Ἔ, πάτερ, σ᾽ αὐτό τό «πᾶσα πνοή» πολλές πνοές ἔβαλες μέσα σήμερα».
Ἐδῶ βλέπομε πῶς μέ λεπτό χιοῦμορ καί λογοπαίγνια ἔδινε συμβουλές.
Ἔλεγε ὁ ἅγιος Γέροντας: «Νά ἔχωμε μετάνοια καί στόχος μας νά εἶναι ὁ Παράδεισος.  Ἀπέκδυσι τοῦ παλαιοῦ ἑαυτοῦ χρειάζεται καί ὄχι ἀπέκδυσι τοῦ ρουχισμοῦ, ὅπως συμβαίνει στίς ἡμέρες μας», ἐννοῶντας τήν ἄσχημη ἐνδυμασία. Ἔλεγε ἐπίσης: «Ὅλοι εἴμαστε παιδιά τοῦ Θεοῦ, ἀλλά πόσα ἀπό τά παιδιά Του βρίσκονται στό σπίτι τοῦ Πατέρα τους;».
Βλέπομε πόσο πολύ ἐνδιαφερόταν ὁ Γέροντας νά ἔχωμε μετάνοια καί νά μή χάσωμε τόν Παράδεισο.
Ἔλεγε: «Μέ τόσες ἀγρυπνίες καί ξενύχτια, πού κάνομε, εἴμαστε κατά Θεόν ἀλῆτες».
Εἶπε κάποτε, παραμονή τῆς ἑορτῆς τῆς Ἁγίας Ἄννης: « Πρέπει νά κάνωμε μία ἀγρυπνία σήμερα. Γιορτάζει ἡ Γιαγιά μας, ἀφοῦ Μάνα ἔχομε τήν Παναγία μας».
Εἶπε σέ κάποιον, ὁ ὁποῖος εἶχε τρεῖς κόρες μοναχές: «Τί ἀνάγκη ἔχεις ἐσύ; Ἔχεις συμπεθεριάσει μέ τήν Παναγία μας».
Ἔλεγε: «Ὁ μοναχός δέν πρέπει νά χρησιμοποιῆ καθρέφτη. Νά καλύψη τόν καθρέφτη μέ τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καί ἐκεῖ νά καθρεφτίζεται γιά νά βλέπη, νά συναισθάνεται καί νά ἐμπεδώνη τί ἀσχήμια πνευματική ἔχει. Σέ κανέναν ἄλλον καθρέφτη δέν πρόκειται νά δοῦμε καθαρά τόν πραγματικό μας ἑαυτό».
Βλέπομε πῶς προσπαθοῦσε μέ κάθε τρόπο νά βοηθήση τούς ἀνθρώπους νά θεραπευθοῦν.
Ἔλεγε μέ πόνο: «Μέ ἀδελφό καί πατέρα τόν Χριστό καί μάνα τήν Παναγία, εἴμαστε ὅλοι γνήσια πνευματικά ἀδέλφια». Δέν ὑπάρχει χῶρος ἀνάμεσά μας γιά ἑτεροθαλῆ καί ἑτερόδοξα "ἀδέλφια"». Καί ἀπό τήν συνάφεια τῶν λόγων του ἐννοοῦσε τούς ἑτεροδόξους, ὅτι ἐάν δέν ἐπιστρέψουν στήν Ὀρθοδοξία, δέν μποροῦν νά θεωρηθοῦν ἐν Χριστῷ ἀδελφοί.
Βλέπομε ἐδῶ πόσο πονοῦσε γιά τήν Ὀρθοδοξία καί πόσο ἐνδιαφερόταν γιά ὅ,τι ἀφοροῦσε τά ἐκκλησιολογικά θέματα καί κατέθετε τήν γνώμη του.
Κάποτε πού εἶχε πολλούς ἐπισκέπτες, γιά νά τούς ἀναπαύση, ἔμεινε μαζί τους γιά πολλές ὧρες. Μετά ἔκανε προσευχή γιά τά προβλήματά τους, καθυστερῶντας τόν προσωπικό του καλογερικό κανόνα, καί ἔφθασε νά κάνη τόν ἑσπερινό τῆς προηγουμένης ἡμέρας, ὅταν ἀνέτελε ὁ ἥλιος. Καί ἔλεγε ἐπ᾽ αὐτοῦ: «Ὁ ἥλιος ἀνέτελε καί ἐγώ ἔψαλλα ''φῶς ἱλαρόν''!». Ἐδῶ βλέπομε τί ἀγάπη εἶχε ὁ Γέροντας γιά τούς ἀνθρώπους καί δέν ὑπολόγιζε κούρασι, χάσιμο χρόνου, τήν ὑγεία του, κλπ., ἀλλά συγχρόνως ὅτι δέν παρέλειπε οὔτε στό ἐλάχιστο τό προσωπικό του καλογερικό τυπικό καί κανόνα.  
Ἔλεγε γιά τό Πηδάλιο: «Τό λένε ''πηδάλιο'', διότι μποροῦμε, ὅταν πρέπη, νά τό στρίβωμε ἐλαφρῶς. Ἀλλά, ποτέ δέν ἀλλοιώνομε, ἀλλάζομε καί οἰκονομοῦμε τά ἀνοικονόμητα. Π.χ., γιά τά κωλύμματα τῆς ἱερωσύνης, μέ πόνο καί θλῖψι ἔλεγε πρός ἐπισκόπους καί ἐνδιαφερομένους: «Μά, γιατί τέτοια ἐγκλήματα; Ἀφοῦ εἶναι ἁπλᾶ τά πράγματα. Οἱ συγκεκριμένοι, ἅγιοι μποροῦν νά γίνουν. Ἱερεῖς, ὄχι».
Κάποιος καθηγητής Πανεπιστημίου τῆς Θεολογίας εἶπε στόν Γέροντα Παΐσιο: ''Γέροντα, στήν ἐποχή πού ζοῦμε (τέλη τοῦ 20οῦ αἰῶνα), εἶναι δυνατόν νά πιστεύωμε ὅτι ὑπάρχουν δαίμονες; Ἀστεῖα πράγματα! Οἱ δαίμονες δέν εἶναι παρά ἡ προσωποποίησις τοῦ κακοῦ». Καί ὁ Γέροντας Παΐσιος εἶπε: «Μά, τί λές εὐλογημένε; Ἐμεῖς ἐδῶ βλέπομε δωρεάν σινεμά μέ δαίμονες».
Κάποτε ἔστειλε γράμμα σέ κάποιες μοναχές καί τίς προέτρεψε νά φύγουν ἀπό τήν Γερόντισσά τους, ἡ ὁποία ἦταν πλανεμένη καί ἐκινδύνευαν. Οἱ μοναχές τοῦ ἀπήντησαν: «Γέροντα, ἐκτός τῶν ἄλλων, ἡ ἡγουμένη εἶναι καί εὐειδής», δηλαδή ἔχει ὡραία μορφή. Καί ἀπήντησε ὁ Γέροντας: «Εὐειδής εἶναι; Τώρα κατάλαβα γιατί δέν μποροῦμε νά συνεννοηθοῦμε. Γιατί λείπουν ''βίδες'' σέ ὅλες σας».
Ὅταν τόν ἐπισκέφθηκαν κάποιοι συμφοιτητές μου, ὁ Γέροντας τούς εἶπε: «Τό πᾶν εἶναι νά μή χωλαίνουμε πνευματικά». Καί ὅταν ἕνας ἐξ αὐτῶν τόν ἐρώτησε: ''Γέροντα, γιά ἐμᾶς προσωπικά τό λέτε;'', ὁ Γέροντας ἀπήντησε: «Ἐξαιροῦνται οἱ παρόντες, ἐκτός ἀπό αὐτούς πού βρίσκονται ἐδῶ». Καί στήν ἴδια παρέα, ὅταν ὁ Γέροντας ἀντιλήφθηκε ὅτι δέν καταλάβαιναν τίποτε, οὔτε τά ἁπλᾶ, σέ κάποια στιγμή, θέλοντας νά τούς πειράξη, τούς εἶπε: «Ἐπειδή ἐσεῖς εἶστε τοῦ Πολυτεχνείου καί πιάνετε πουλιά στόν ἀέρα, τά εὐκόλως ἐννοούμενα παραλείπονται, ἐκτός ἀπό αὐτά πού δέν καταλαβαίνετε...».
Κάποτε, πού γινόταν ντόρος γιά κάποιον Γέροντα, γιά τόν ὁποῖον διέδιδαν ὡρισμένα πνευματικά του παιδιά ὅτι εἶχε διόρασι, προόρασι, νοερά προσευχή, κλπ., καί ὁ Γέροντας ἐκεῖνος τά δεχόταν, ὁ Γέροντας Παΐσιος τόν ἐκάλεσε στήν Παναγούδα καί τόν συμβούλευσε λέγοντάς του: «Τήν ἀρετή σου μή τήν βγάζης στό σφυρί, γιατί ἄν συνεχίσης ἔτσι ἀπό αὐτόν τόν ντόρο τελικά μόνο κουρνιαχτός θά μείνη».
Ἔλεγε γιά κάποιον ἱεροκήρυκα, ὅτι «ἔκαιγε μαζούτ ἀντί νά καίη κηροζίνη. Κούφιος θόρυβος, χωρίς ἔργο». Καί γιά κάποιον ἄλλον ἱεροκήρυκα ἔλεγε, ὅτι «κάνει πολύ ὡραῖο, ἀλλά ἀρνητικό κήρυγμα».
Ἕνας μοναχός πῆγε, παραμονή τῆς κουρᾶς του, νά πάρη εὐχή ἀπό τόν Γέροντα Παΐσιο καί τόν ἐρώτησε: ''Γέροντα, τί ἔχετε νά μοῦ πῆτε; Αὔριο γίνομαι μοναχός''. Ὁ Γέροντας τοῦ ἀπήντησε: «Ἀνέβα στόν πύργο, στό Κουτλουμοῦσι, καί πές: '' Ἔχε γειά καϋμένε κόσμε''!». Τί σοφό καί ἁγιασμένο χιοῦμορ εἶχε ὁ ἅγιος Γέροντας!
Σέ γυναῖκα πού τοῦ εἶπε: ''Γέροντα, βάλε τηλέφωνο, γιά νά μποροῦμε νά σέ βρίσκωμε γιά προσευχή σέ δύσκολες στιγμές, κλπ.'', τῆς εἶπε ὁ Γέροντας: «Εὐλογημένη, τί τό θέλεις τό τηλέφωνο; Στεῖλε τηλεγράφημα καί θά τό πάρω».
Σέ ἄλλη γυναῖκα πού τοῦ εἶπε «Γέροντα, μέ ἀκοῦς, ὅταν βρίσκεσαι στό Ἅγιο Ὄρος καί σοῦ μιλάω καί σέ παρακαλῶ στήν προσευχή μου;», ὁ Γέροντας Παΐσιος τῆς ἀπήντησε: « Ἔ, τί, γιά κουφό μέ πέρασες;».
Ἔχουν λεχθῆ καί ἔχουν γραφῆ καί εἶναι γνωστά πάρα πολλά ἀπό ὅσα εἶπε ὁ Γέροντας σέ πάρα πολλούς ἀνθρώπους πού τόν ἐγνώρισαν. Ἄς μοῦ ἐπιτραπῆ εἰς τήν ἀγάπη σας νά ἀναφέρω κάποια ἐλάχιστα προσωπικά μου περιστατικά, πού ἐπιτρέπεται νά λεχθοῦν καί ἔχουν σχέσι μέ τόν Γέροντα:
Ἤμουν δόκιμος καί κατά τήν ἀγρυπνία τῆς Ἀναστάσεως στό Κελλί τοῦ Γέροντά μου, παπα-Ἰσαάκ τοῦ Λιβανέζου, ψάλλαμε ὅλοι μας ἀπό κάτι. Ὅταν ὅμως ἔψαλλε ὁ γερο-Παΐσιος, ἔψαλλε τόσο συγκινητικά καί καρδιακά πού μᾶς ἔδινε τήν αἴσθησι ὅτι ὄντως ἐβίωνε τό ''ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι...''. Καί κατά τήν τελετή τῆς Ἀναστάσεως, στόν ἐξωτερικό χῶρο τοῦ Κελλιοῦ, ὅταν ψάλλαμε ὅλοι μαζί τά «Χριστός Ἀνέστη», κελαϊδοῦσαν τά πουλιά καί μέ ρώτησε χαμηλόφωνα: «Τί λένε τά πουλάκια;». Ἐγώ ἀπήντησα: «Ποῦ νά ξέρω Γέροντα;». Καί ἐκεῖνος εἶπε: «Εὐλογημένε, ψάλλουν τό Χριστός Ἀνέστη, κι ἐσύ κάθεσαι μουγγός καί δέν ἀπαντᾶς ''Ἀληθῶς Ἀνέστη'';».
Ὅταν μέ ἔστειλε στόν παπα-Ἰσαάκ γιά νά δοκιμάσω ὡς ὑποτακτικός, μέ ξεπροβόδισε περπατῶντας μαζί μου σχεδόν μέχρι τήν μισή ἀπόστασι ἀπό τήν Παναγούδα ἕως τό κελλί τοῦ παπα-Ἰσαάκ στήν Καψάλα. Καί ἐνῶ ἐγνώριζε ὅτι ὁ παπα-Ἰσαάκ ἦτο ἔμπειρος, σοφός, ἀσκητής, ὄντως γνήσιος Γέροντας - ἐξ ἄλλου ὁ π. Παΐσιος τόν εἶχε κάνει μεγαλόσχημο -, μοῦ εἶπε: «Νά ξέρης, ὅτι τά ἔντερα μέ τήν κοιλιά μας πολλές φορές μαλλώνουν καί γι᾽αὐτό γουργουλίζει ἡ κοιλιά. Δέν εἶναι εὔκολο νά συνεννοηθῆ ἕνας Ἕλληνας μέ ἕναν Λιβανέζο, ἀλλά ἄν μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ κάνης ὑπομονή, θά ἔχης "ἐνδοσυνεννόησι"».
Φυσικά ὁ Παπα-Ἰσαάκ μιλοῦσε ἄπταιστα Ἑλληνικά, ἀκόμη καί ἀρχαῖα. Ποῦ νά καταλάβω ὅμως ἐγώ τότε - ἤμουν στό τέλος τοῦ τρίτου ἔτους τοῦ Πολυτεχνείου, εἴκοσι δύο χρονῶν περίπου -, ποῦ νά καταλάβω, ὅτι ὁ Γέροντας δέν ἐννοοῦσε τήν γλῶσσα. Ἐννοοῦσε, ὅτι δέν εἶναι εὔκολη ἡ ὑπακοή. Δέν θέλει ὀρθολογισμό, κοσμική λογική, κλπ. καί ὅτι θέλει ἀγῶνα καί ὅλα τά ὑπόλοιπα, τά ὁποῖα εἶδα στήν πρᾶξι ὡς δόκιμος ἐν καιρῷ καί τότε θυμήθηκα καί ἐννόησα τά σοφά καί ἅγια λόγια τοῦ Γέροντος.
Τόν ρώτησα κάποτε: « Γέροντα, ἐμένα μέ ξέρουν ὅλοι οἱ Ἅγιοι;». Καί μοῦ ἀπήντησε: «Εὐλογημένε, νά τούς δώσης διεύθυνσι καί τηλέφωνο, γιά νά σέ βρίσκουν. Οἱ ἀριθμοί ἀπό τά τηλέφωνα εἶναι οἱ κόμποι τοῦ κομποσχοινιοῦ».
Κάποτε μοῦ εἶπε: «Πρέπει νά εἴμαστε προσεκτικοί καί νά ἀσπαζώμαστε μόνο τό φρόνημα ἀπό κάθε σωστό Γέροντα καί νά μή δεχώμαστε ὅ,τι διαδίδεται, γιατί ζοῦμε στήν ἐποχή τῆς παραπληροφόρησης». «Τί ἐννοεῖτε Γέροντα;». Καί ἀπήντησε: «Τό πόσες σάλτσες, παρασάλτσες, παραπληροφορίες καί παρατράγουδα ἄκουσα στήν ζωή μου, δέν εἶναι τίποτα μπροστά σέ ὅλα αὐτά, πού θά κυκλοφορήσουν μετά τήν κοίμησί μου. Ἔλεγαν καί θά λένε διάφορα, ὅτι τά εἶπε δῆθεν ὁ Παΐσιος, ἀλλά τούς τά ὑπαγορεύει ὁ ἑαυτός τους ὁ Πλανή - σιος. Ὅ,τι ὅμως ἔχω πῆ ἐγώ ὁ χαμένος, τό τί ἀκριβῶς ἐννοοῦσα, μόνο ὁ Χριστός γνωρίζει καί κάποια οὔτε ἐγώ ὁ ἴδιος τά καταλαβαίνω».
Βλέπομε τό πῶς ὁ Γέροντας ἤξερε νά καλύπτη καί νά κρύβη τήν ὁποιαδήποτε ἀρετή καί τίς ἐμπειρίες του...
Γιά ἕνα σοβαρό θέμα πού συνέβη καί γιά τό ὁποῖο μόνο τά ἀκόλουθα ἐπιτρέπεται νά σᾶς ἀναφέρω, ὁ Γέροντας στό θέμα αὐτό  βρέθηκε στήν μέση χωρίς νά εὐθύνεται καί πέρασε μία πολύ μεγάλη στενοχώρια, πίκρα, θλῖψι καί πόνο. Καί μετά ἀπό πολλά χρόνια ἀπό τότε  πού συνέβη τό γεγονός αὐτό, σέ σχετική συζήτησι τόν ἐρώτησα: «Γέροντα, πῶς ἀντέξατε τότε;». Καί μοῦ ἀπήντησε: «Ἔκανα παιδί μου τήν καρδιά μου κιμᾶ».
Βλέπομε τί θυσιαστική ἀγάπη εἶχε ὁ Γέροντας. Γενικά, ὅ,τι ἔκανε ὁ Γέροντας πάντοτε τό ἔκανε ἤ γιά νά βγῆ μεγάλο καλό ἤ γιά νά ἀποφευχθῆ μεγαλύτερο κακό. Ἄλλες φορές πάλι τά ἔπαιρνε ἐπάνω του μόνο καί μόνο ἀπό ἀγάπη.
Μέ ἐντολή τοῦ Γέροντός μου π. Ἰσαάκ τοῦ Λιβανέζου πῆγα στήν Παναγούδα, γιά νά πῶ στόν Γέροντα Παΐσιο ὅτι εἶχα τήν ἐπιθυμία νά γίνω ἱερέας. Καί μόλις πῆρα τήν εὐχή του, πρίν τοῦ πῶ ὁ,τιδήποτε, μοῦ εἶπε: «Θέλεις νά γίνης παπᾶς; Μέ τήν εὐχή μου».
Τοῦ εἶπα κάποτε: «Γέροντα, προσευχηθῆτε νά βάλω μυαλό». Καί μοῦ ἀπήντησε: «Μυαλό ἔχομε ὅλοι, ἀκόμη καί τά ζῶα. Νοῦς χρειάζεται».
Κάποτε, τοῦ εἶπα: «Γέροντα, νά προσέχετε τήν ὑγεία σας. Σᾶς ἔχει ἀνάγκη ὁ κόσμος. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πού ἔρχονται στό Ἅγιον Ὄρος ἐπιθυμοῦν καί λένε νά γνωρίσωμε τόν Γέροντα Παΐσιο». Καί ἀπήντησε: «Ἐγώ εὔχομαι νά γνωρίσουν ὅλοι στήν πνευματική τους ζωή τό παν-ίσιο».
 Ἔλεγε γιά τόν μακαριστό Μητροπολίτη σας Σεβαστιανό: «Ἐπίσκοποι εἶναι πολλοί, ἀλλά Σεβαστιανός κανένας». Παρεπιπτόντως, τό ἴδιο ἔλεγε καί γιά τόν Γέροντα Παρθένιο, τόν νῦν ἡγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Παύλου, Ἁγίου Ὄρους: «Ἡγούμενοι ὑπάρχουν πολλοί, Παρθένιος κανένας».
Μεγάλη Σαρακοστή τοῦ 1994. Τελευταία Μεγάλη Σαρακοστή καί τελευταῖο Πάσχα τῆς ἐπιγείου ζωῆς τοῦ Γέροντος Παϊσίου.
Εἶχα τήν εὐλογία καί τιμή νά κληθῶ στήν Σουρωτή, γιά νά τελέσω κάποιες ἀκολουθίες τῆς Σαρακοστῆς, ἐπίσης καί ὅλες τίς ἀκολουθίες ἀπό τήν Λειτουργία τῆς Μεγάλη Πέμπτης ἕως καί τήν Δευτέρα τοῦ Πάσχα. Λόγῳ τῆς ἀσθενείας τοῦ Γέροντος, κάποιες ἀκολουθίες-Λειτουργίες ἔγιναν κεκλεισμένων τῶν θυρῶν, παρουσίᾳ μόνον τοῦ Γέροντος, τῆς ἀδελφότητος καί τῆς ἀναξιότητος μου.
Σέ εὐχέλαιο τῆς Σαρακοστῆς, ὅταν τόν ἔχρισα, ἐπειδή ὁ Γέροντας ἦτο μοναχός καί δέν εἶχε ἱερωσύνη, ἔσκυψε νά μοῦ ἀσπασθῆ τό χέρι καί νά πάρη τήν εὐχή μου. Ἐγώ μπροστά στόν σεβάσμιο Γέροντα, ἀπό ντροπή καί δέος, τράβηξα τό χέρι μου, καί ἔσκυψα νά πάρω ἐγώ τήν εὐχή του. Τότε τσουγκρίσανε τά κεφάλια μας καί μέ ἀσπάσθηκε στό κεφάλι. Ὅταν τήν ἄλλη ἡμέρα τόν ἐρώτησα: ''Γέροντα, σᾶς πόνεσα;'', μοῦ ἀπήντησε: «Ὄχι, εὐλογημένε, δέν τό κατάλαβες ἀπό τόν κρότο;». Καί ἐγώ τοῦ ἀπήντησα αὐθόρμητα: «Κατάλαβα ὅτι τό δικό σας κεφάλι ἦταν γεμᾶτο μέ σοφία καί Χάρι, ἐνῶ τό δικό μου ἄδειο καί κούφιο».
Ὅταν τόν ἐκοινώνησα τήν τελευταία Μεγάλη Πέμπτη, ἐπίσης καί τό τελευταῖο Πάσχα τῆς ζωῆς του στήν Ἀνάστασι, δέν θά ξεχάσω ποτέ μέ τί εὐλάβεια καί εἰρήνη ἐκοινωνοῦσε, παρά τό ὅτι εἶχε φρικτούς πόνους καί εἶχε μείνει σχεδόν μία σκιά ἀπό τήν ἀσθένεια.
Στήν τελευταία συνάντησί μας τῆς ἐπιγείου ζωῆς του, ἐκτός τῶν ἄλλων, μοῦ εἶπε νά μή στέλνω κόσμο στό Παλαιό Ἡμερολόγιο, ἀλλά νά στέλνω καί νά ὁδηγῶ τόν κόσμο στόν Παλαιό τῶν Ἡμερῶν.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἀναμεσά μας ἐδῶ σήμερα ὑπάρχουν ἀρκετοί πού ἐγνώρισαν τόν Γέροντα Παΐσιο, ὅπως καί πάρα πολλοί ἄνθρωποι πού τόν ἐγνώρισαν καί δέν εὑρίσκονται ἐδῶ. Πιστεύω ὅτι ὅλοι συμφωνοῦμε, ὅτι τήν προσωπικότητα τοῦ Γέροντος Παϊσίου τήν συνθέτουν ἀρετές καί προτερήματα. Ὅπως ἐξυπνάδα, σοφία, εὐστροφία, ὀξυδέρκεια, διορατικότητα, ἁπλότητα, ἐτυμολογία, σοφό χιοῦμορ, σύνεσι, ταπείνωσι, διάκρισι, θυσιαστική ἀγάπη, ἐμπειρία, διόρασι, προόρασι, νῆψι, ἄσκησι, προσευχή, ἁγιότητα.
Ὅλοι γνωρίζομε ὅτι εἶναι ἕνας μεγάλος Ἅγιος καί εἶναι σκέπη γενικά γιά ὅλην τήν οἰκουμένη καί εἰδικά γιά τήν εὐλογημένη Κόνιτσα. Τήν εὐλογημένη Κόνιτσα, πού ἐκτός ἀπό τήν εὐχή τοῦ μακαριστοῦ σεπτοῦ ἐπισκόπου κυροῦ Σεβαστιανοῦ τήν σκεπάζει καί ἡ εὐχή τοῦ Γέροντος Παϊσίου. Εἶναι ἐπίσης μία εὐλογία πού ὑπάρχει ἐδῶ καί τό κατά σάρκα DNA τοῦ Γέροντος Παϊσίου, δηλαδή οἱ κατά σάρκα συγγενεῖς του πού κατοικοῦν ἐδῶ.
Νά ζήσης εὐλογημένη Κόνιτσα, ἀνάμεσα σέ ὅλες τίς πόλεις!

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, σᾶς ζητῶ συγγνώμη ἄν σᾶς ἐκούρασα. Τό νά πῶ ὅτι θά εἶμαι ἀναπολόγητος ἐπειδή ἐγνώρισα καί συνωμίλησα γιά ὧρες μέ τόν Γέροντα Παΐσιο ἴσως θεωρηθῆ ὑπερβολή, ταπεινολογία, κλπ. Ἐγώ ὅμως τό ἐννοῶ. Θά εἶμαι ἀναπολόγητος.
Τήν εὐχή τοῦ Γέροντα νά ἔχωμε.
Σᾶς εὐχαριστῶ.

Ἀρχιμανδρίτης Ἀρσένιος Κατερέλος
Ἡγούμενος Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος
(Ὁμιλία στό Δημαρχεῖο Κονίτσης στά πλαίσια τῶν ἐκδηλώσεων γιά τά εἴκοσι χρόνια ἀπό τήν κοίμησι τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου

 13/07/2014)

Δευτέρα, Αυγούστου 11, 2014

Τα χαρακτηριστικά της Παναγίας Θεοτόκου από τον άγιο Διονύσιο τον Αρειοπαγίτη.




Η Κυρία Θεοτόκος κατά τον έξω χαρακτήρα και ήθος του σώματος ήτο σεμνή και σεβάσμια κατά πάντα, ολίγα και απαραίτητα λαλούσα, ήτο ογλήγορος εις το υπακούειν και ευπροσήγορος, ετίμα όλους και επροσκύνει, είχε το μέγεθος του σώματος μέσον και σύμμετρον, δεν επαρουσιάζετο εις κάθε άνθρωπον, ήτο μακράν από τόν γέλωτα και έξω από κάθε ταραχήν και θυμόν.

Το χρώμα του θεοδόχου Της σώματος ήτο όμοιο με το χρώμα του σιταριού. Είχε ξανθάς τάς τρίχας της κεφαλής, είχεν οφθαλμούς πολλά ωραίους, χρωματισμένους με θείαν σεμνότητα, ωραισμένους με κόρας οξείς και όμοιας με τήν ελαίαν και καλλυνομένας με βλεφαρίδας φαιδροπρεπείς.

Είχε τα οφρύδια μαύρα, κυκλικώς σχηματισμένα.
Είχε τήν μύτην ομαλήν και ευθείαν.
Τα πανάμωμα χείλη Της ήτον ανθηρά, λάμποντα κοσμίως με ερυθρόν χρώμα και γέμοντα από την των λόγων γλυκύτητα.

Είχε το ιεροπρεπές πρόσωπον ολίγον μακρύ, είχε τάς θεοδόχους χείρας Της μακράς και τούς δακτύλους των χειρών μακρούς με λεπτότητα.

Ήτο ανυπερήφανος και είχε ταπείνωσιν υπερβάλλουσαν, εφόρει ρούχα φυσικώς χρωματισμένα, καθώς δηλούται από το άγιον μαφόριον, αυτόχροον υπάρχον.

Και δια να ειπούμεν καθολικώς, η Κυρία Θεοτόκος ήτο κατά τα εξωτερικά μέλη του σώματος γεμάτη τόση θείαν χάριν και σεβασμιότητα, ώστε όπου όστις έβλεπεν Αυτήν, ελάμβανε εις την ψυχήν του κάποιον φόβον και ευλάβειαν και χωρίς να Τήν ηξεύρη προτύτερα, εγνώριζεν από μόνον τόν εξωτερικόν χαρακτήρα Της ότι Αύτη αληθώς εστί Μήτηρ Θεού.

Και ο Αρεοπαγίτης θείος Διονύσιος, από την πολλήν αγάπην που είχε πρός τόν Χριστόν, ακούσας ότι έζη σωματικώς η πανάμωμος Μήτηρ Αυτού, επήγε να Την ιδεί, και λοιπόν βλέπων τήν θείαν θεωρίαν και τήν θαυμάσιαν και βασιλικήν ωραιότητά Της, ίδών δε και τούς Αγγέλους ισταμένους τριγύρω Αυτής και Τήν εδορυφόρουν ως βασίλισσαν, ακούσας δε και τα ουράνια λόγια εκ του αγίου στόματός Της, εξέστη ομολογήσας ότι και μόνος ο σωματικός Αυτής χαρακτήρ και το είδος Της Τήν εμαρτύρουν ως εστί Μήτηρ Θεού κατ' άλήθειαν.

Μεγαλείον και εξαίρετον ήτο εις μόνην τήν Θεοτόκον, διότι θεόθεν ήτο δεδωρημένον, ίνα γεννηθή εν τη Παλαιά Διαθήκη Παιδίον θήλυ κατ' επαγγελίαν, και μάλιστα εκ της στείρας, της θεοπρομήτορος Άννης.

Γνωστόν όμως έστω ότι η Κυρία Θεοτόκος, δια τα μεγαλεία ως Της έδωκεν ό Θεός, εσυνερίζετο τρόπον τινά και εφιλοτιμείτο να αγωνίζεται και Αυτή μετά τήν Ανάληψιν του Υιού Της με προσευχάς, με γονυκλισίας και με κάθε είδος ασκήσεως.

Όθεν λέγεται λόγος ότι, από τάς συχνάς γονυκλισίας, όπου η Θεοτόκος εποίει, εβαθούλωσαν αι πλάκαι, επάνω εις τας οποίας τα γόνατα έκλινεν.

πηγή

ΠΕΡΙ ΤΩΝ "ΕΓΚΩΜΙΩΝ" Ή ΤΟΥ "ΕΠΙΤΑΦΙΟΥ" ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ



Του Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου 
Αναπόσπαστο, πλέον, στοιχείο του Δεκαπενταυγούστου στην Ελλάδα είναι η τέλεση της λεγομένης «Ακολουθίας του Επιταφίου» της Παναγίας, κατά μίμησιν του Επιταφίου Θρήνου του Κυρίου. Η Ακολουθία αυτή έχει καταστεί δημοφιλής ή καλύτερα φολκλορική υπόθεση, την οποία μεταχειρίζεται ο κάθε εφημέριος ή και επίσκοπος κατά το δοκούν. Με αφορμή αυτή την κατάσταση που εμπεριέχει αρκετή δόση αυθαιρεσίας και άρα συνιστά σημαντική λειτουργική αταξία, επισημαίνουμε τα εξής: 
1. Κανονικά η Ακολουθία των Εγκωμίων της Παναγίας, ψάλλεται ως και του Χριστού (όρθρος Μ. Σαββάτου) μετά την θ' ωδή προ του εξαποστειλαρίου ανήμερα της εορτής της Κοιμήσεως. Το γράφει και ο Διονύσιος Παλαιών Πατρών, που συνέγραψε σχετική ακολουθία το 1541 μ.Χ., στην σχετική τυπική του διάταξη. Άρα τα Εγκώμια δεν πρέπει να ψάλλονται όποτε θέλει ο καθείς, όπως συμβαίνει σήμερα, σε πολλές περιοχές της Ελλάδας. Η αυτονόμηση της ακολουθίας έχει δυστυχώς πολλές παρενέργειες... 
2. Κανονικά τα Εγκώμια - είναι γνωστό - δεν περιλαμβάνονται στο επίσημο τυπικό της εορτής. Ψάλλονταν αρχικά, όπως φαίνεται, στα Ιεροσόλυμα, στον τάφο της Παναγίας, κάτι που ισχύει μέχρι σήμερα. Αυτό σημαίνει, επίσης, πως δεν θα πρέπει να ψάλλονται σε όλες τις ενορίες του κόσμου, αλλά μόνο όπου υπάρχουν θεομητορικά προσκυνήματα. Κι αυτό ελέγχεται... Κάποια στιγμή τα Εγκώμια της Παναγίας "πέρασαν" στη νησιωτική Ελλάδα, στα Δωδεκάνησα πρώτα και στην Πάτμο, μάλλον, αρχικά. Τα τελευταία χρόνια (30 υπολογίζω) έγιναν μόδα και στην κυρίως Ελλάδα, διότι στην ακολουθία αυτή αρέσκεται "το ευσεβές πλήρωμα", το οποίο την θέλει και θεαματική! Πρέπει, όμως, να μας προβληματίσει σοβαρά το γεγονός ότι τόσο στο Άγιον Όρος, τον κατ’εξοχήν θεομητορικό τόπο, όσο και στο Οικουμενικό Πατριαρχείο (μη ξεχνάμε ότι η Πόλη είναι η πόλη της Θεοτόκου) δεν ψάλλονται τα Εγκώμια της Παναγίας. 
3. Στα Εγκώμια δεν υπήρχε η παράδοση του "Σώματος" της Παναγίας και η λιτάνευσή του. Ο Διονύσιος το 1541 το γράφει καθαρά: "...προευτρεπισθέντος αναλογίου, τίθεται η αγία εικών της Κοιμήσεως της Θεοτόκου". Άρα το "σώμα" φοβούμαι πως αποτελεί παραφθορά... Μεγίστη δε γελοιότητα αποτελεί η υπό τινων εφημερίων «περιφορά του Επιταφίου της Παναγίας» εν τω μέσω της νυκτός, καθώς μια άλλη μόδα των ημερών μας απαιτεί τα Εγκώμια με Αγρυπνία παραμονές της εορτής. Το σωστό είναι τα Εγκώμια στην Αγρυπνία της εορτής. 
4. Δυστυχώς δεν έχουμε μια ολοκληρωμένη μελέτη επί του θέματος για να ξέρουμε πότε ακριβώς καθιερώθηκαν τα Εγκώμια, στα Ιεροσόλυμα αρχικώς. Αν όμως σκεφθούμε ότι και η εισαγωγή στα Τυπικά των Εγκωμίων της Μ. Παρασκευής πρέπει να έγινε στα μέσα του 15ου αιώνα (όπως παρατηρεί σε κείμενό του ο Σταύρος Ζουμπουλάκης βασιζόμενος στους ειδικούς), τότε το να γράφει ο Διονύσιος Παλαιών Πατρών στην Πάτρα τα Εγκώμια της Παναγίας στα μέσα του 16ου αιώνος είναι ένα γεγονός με μεγάλο ενδιαφέρον. Και δεν πρέπει να παραθεωρηθεί η πραγματικότητα της εποχής. Η Πάτρα, όπως και όλη η τότε υπόδουλος χώρα, ανήκε εκκλησιαστικά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο δεν υιοθέτησε ποτέ την πρακτική των Εγκωμίων της Παναγίας. 
Δεν έχουμε πάντως ενδείξεις ότι τα Εγκώμια του Διονυσίου εψάλησαν στη Μονή Γηροκομείου Πατρών. Μέχρι το 1997, οπότε ο μακαριστός Πατρών Νικόδημος εισήγαγε την Ακολουθία (μετά από σχετική έρευνα), δεν υπήρχε καμία σχετική παράδοση. Ούτε τον Διονύσιο ως Παλαιών Πατρών δεν γνωρίζαμε. Άρα η έρευνα έχει πολύ δρόμο ακόμα.

Μήτερ του Θεού φύλαξον με υπό την σκέπην Σου Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Σπάρτης κ.κ. Ευσταθίου


Σήμερα ἡ ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία μας γιορτάζει μιά ἀπό τίς πιό μεγάλες γιορτές της.

Σήμερα ἡ ἀθάνατη χώρα μας, ἡ γλυκιά μας ῾Ελλάδα, ἀπό τή μιά ἄκρη της ὡς τήν ἄλλη πανηγυρίζει τό καλοκαιρινό της «Πάσχα», ὅπως ὀνομάζει ὁ πιστός λαός μας τή μεγάλη γιορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου.

Η Οἰκουμενική Σύνοδος, βάζοντας τέρμα στίς αἱρέσεις, διατυπώνει τήν ἀλήθεια, πού πλέον σέβονται ὅλοι οἱ Χριστιανοί καί ὀνομάζει τήν Παναγία μας αὐτό πού ἦταν, δηλαδή Θεοτόκο.

Καί ὁ εὐσεβῆς λαός μας, ἐνῶ τή νοιώθει σάν οὐράνια δύναμη, πού ἔχει θέση στά δεξιά τοῦ Κυρίου μας, ἀνάμεσα σέ ἀγγέλους καί ἁγίους καί τή θεωρεῖ τιμιωτέρα τῶν πρώτων καί «ἁγία μείζων» τῶν ἁγίων, ἐν τούτοις τή φέρνει καί πολύ κοντά του καί τήν ὀνομάζει Μητέρα του.

Πράγματι ἡ Παναγία μας εἶναι ἡ Μάννα ὅλων τῶν χριστιανῶν μέ τίς χίλιες ἀγκαλιές.

Εἶναι τό οὐράνιο πρόσωπο πού καταλαβαίνει τόν πόνο τοῦ καθενός, τόν συμμερίζεται καί μεσιτεύει στόν Παντοδύναμο Θεό γιά τή λύτρωσή του.

Πόνεσε ἡ ἴδια. Εἶδε τό μονάκριβο παιδί Της ἐπάνω στόν Σταυρό, ἐνῶ γνώριζε τήν ἀθωότητά Του καί τήν ἁγιότητά Του.

Πόνεσε, ὅταν μέ τά μάτια Της ἔβλεπε νά μαστιγώνουν τό πανάγιο Σῶμα Του μέ τό μαστίγιο τῆς ἀχαριστίας.

Ο πόνος Της αὐτός μαζί καί ἡ ὑπομονή Της, Τήν ἔκαναν νά πάρει μιά ξεχωριστή θέση στή συνείδηση τοῦ λαοῦ μας.

Γι᾿ αὐτό χιλιάδες οἱ ναοί πού εἶναι ἀφιερωμένοι στό ὄνομά Της. ῾Εκατοντάδες χιλιάδες οἱ πιστοί καί τῶν δύο φύλων πού μέ καμάρι ἔχουν τό ὄνομά Της.

Καί ὅλοι οἱ ᾿Ορθόδοξοι, ἡμέρα σάν τή σημερινή, τιμοῦν τήν αἰώνια Μάννα πού δέν πέθανε ποτέ. Γιατί ὁ δικός Της σωματικός θάνατος κράτησε τρεῖς μόνο μέρες.

Οσο ζοῦσε σ᾿ αὐτή τή γῆ, τή χαιρότανε μόνο ἡ ᾿Ιερουσαλήμ καί ἡ πρώτη χριστιανική Εκκλησία.

Μετά τόν πρόσκαιρο θάνατό Της καί τή μετάθεσή Της στούς οὐρανούς, τήν κατέχει ὅλη ἡ Οἰκουμένη καί ὁ κάθε χριστιανός τή διεκδικεῖ γιά μητέρα του, τήν ἔχει γιά παρηγοριά του καί τήν ἐπικαλεῖται συχνά σάν τή μοναδική ἐλπίδα.

Οσο εὑρισκόταν ἐδῶ στή γῆ σωματικά, ἦταν ἡ ἐγγύηση τῆς ἑνότητος τῆς πρώτης ᾿Εκκλησίας, ὅπως ἡ παρουσία τῆς μάννας μέσα στήν οἰκογένεια ἀποτελεῖ τόν συνδετικό κρίκο τῶν παιδιῶν της.

Ετσι εἶναι ὁλοφάνερο στή ζωή μας, πώς ἡ Παναγία μας, φέρνει τόν ἕνα κοντά στόν ἄλλο, ὄχι μόνο στίς γιορτές Της, πού παρατηρεῖται ἀπερίγραπτη κοσμοσυρροή, ἀλλά πάντοτε, καί ὄχι μόνο τοπικά ἀλλά πρό πάντων ψυχικά καί αὐτό τό τελευταῖο ἐκφράζεται μέ τούς ἀσπασμούς, μέ τήν ἀνταλλαγή ἐγκαρδίων εὐχῶν μέ τά κοινά γεύματα ἀκόμη καί μέ τίς ὁμαδικές ἁγνές διασκεδάσεις.

Ολοι χωρᾶνε στίς χίλιες ἀνοιχτές ἀγκαλιές Της. Καί πρῶτα τά μικρά παιδιά, πού εἶναι ἁγνά στή σκέψη καί καθαρά στό σῶμα. Αὐτό ἄλλωστε ἀπηχεῖ καί ὁ στίχος τοῦ χριστιανοῦ ποιητή, πού ἀπευθυνόμενος στήν Παναγία τῆς Τήνου μέ ἐγκαρδιότητα τῆς λέγει: «῎Αχ Παναγιά μου Τηνιακιά μέ τά πολλά καντήλια, φύλαγε τό παιδάκι μου νά σοῦ τά κάνω χίλια».

Στήν ἀγκαλιά Της ἔχουν θέση οἱ νέοι μας, πού ἀγωνίζονται νά καταρτισθοῦν, νά μορφωθοῦν καί νά σταδιοδρομήσουν. ᾿Ακόμη καί ἐκεῖνοι πού παρασύρθηκαν ἀπό τά ἀθεϊστικά καί ὑλιστικά σύγχρονα ρεύματα. Αὐτοί πού εἶναι τά ἀθῶα θύματα μιᾶς χρεωκοπημένης κοινωνίας.

Τό ξεύρει ὁ ὑμνογράφος τῆς ᾿Εκκλησίας μας καί τήν παρακαλεῖ νά σώσει τή νεολαία μας ἀπό τούς λύκους πού τήν ἀπειλοῦν. Γνωρίζει τήν ἀγάπη Της πρός τούς νέους μας καί ὁ ἱερός ποιητής τοῦ ᾿Ακαθίστου ῞Υμνου καί γι᾿ αὐτό τήν ὀνομάζει προστατευτικό «τεῖχος τῶν παρθένων».

Στήν ἀγκαλιά Της εὑρίσκουν ξεκούραση οἱ ὥριμοι ἄνθρωποι πού ἔχουν στά χέρια τους τήν εὐθύνη τῆς οἰκογένειας.

Μόνοι τους εἶναι ἀδύνατο σέ τούτη τήν ἐποχή νά τά βγάλουν πέρα ὅσο νά τό θέλουν καί ὅσο νά προσπαθοῦν.

Μόνο ὁ Θεός καί ἡ Παναγία μας μποροῦν νά βοηθήσουν, ὥστε νά ξεπερνοῦν τίς δυσκολίες καί νά προχωροῦν χωρίς νά ἀποκάμουν, γι᾿ αὐτό καί ἡ προσευχή τους εἶναι «Φθάσε, Παναγία μου» ἤ «῾Υπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς».

Στήν ἀγκαλιά Της εὑρίσκουν καταφύγιο καί παίρνουν δύναμη οἱ ἀφοσιωμένοι στή λατρεία τοῦ Θεοῦ ῾Ιερεῖς καί Μοναχοί, γι᾿ αὐτό πάλι ὁ ὑμνογράφος τήν ὀνομάζει «καύχημα σεβάσμιον ῾Ιερέων εὐλαβῶν», ἐνῶ οἱ ἴδιοι εὐλαβικά ἀναφέρουν στίς ῾Ιερές ᾿Ακολουθίες τό ὀλιγότερο 45 φορές τό ὄνομά Της κάθε μέρα.

Ακόμη σέ μιά ἀπό τίς χίλιες ἀγκαλιές Της μποροῦν νά καταφύγουν, νά ξεκουραστοῦν καί νά λυτρωθοῦν οἱ ἁμαρτωλοί πού βασανίζονται ἀπό τίς τύψεις καί δοκιμάζουν τούς στυφούς καρπούς τῆς παρανομίας τους.

Εἶναι πολύ χαρακτηριστικό τό πρῶτο τροπάριο τοῦ Μικροῦ Παρακλητικοῦ Κανόνος πού λέγει: «Πολλοῖς συνεχόμενος πειρασμοῖς, πρός σέ καταφεύγω σωτηρίαν ἐπιζητῶν».

Οἱ Πατέρες μᾶς διδάσκουν πώς ὁ Δαβίδ νίκησε τόν Γολιάθ, χρησιμοποιώντας πέντε μικρές πέτρες.

Καί εὑρίσκουν ἕναν εὐλογημένο συμβολισμό στά πέντε γράμματα ἀπό τά ὁποῖα ἀποτελεῖται τό κύριο ὄνομα τῆς Παναγίας, δηλαδή «Μαρία». Καί μᾶς συμβουλεύουν, ἐάν θέλουμε νά νικήσουμε τόν δαίμονα, πού εἶναι ὁ ἐχθρός τῆς ψυχῆς μας, ἄς χρησιμοποιοῦμε καί ἐμεῖς σάν ἄλλες πέντε πέτρες, τά πέντε γράμματα, δηλαδή τό ὄνομά Της καί τότε ἡ νίκη θά εἶναι δική μας.

Τέλος, κοντά Της ἀναπαύονται οἱ πονεμένοι, οἱ ἄρρωστοι, αὐτοί πού δέν ἔχουν προστάτη κανένα, οἱ πτωχοί, οἱ ἐμπερίστατοι ἀδελφοί μας καί αὐτοί πού λόγω ἀδυναμίας αὐτοεξυπηρετήσεώς τους ἄραξαν τό κουρασμένο σῶμα τους σέ κάποιο ῞Ιδρυμα ἀγάπης καί στοργῆς τῆς ᾿Εκκλησίας.

Αὐτός εἶναι ἄλλωστε καί ὁ λόγος πού καθιερώσαμε στή Μητρόπολή μας αὐτή τήν ἡμέρα, τόν ἔρανο γιά τούς φτωχούς καί γιά ὅλους τούς πονεμένους ἀδελφούς μας.

Η Παναγία μας δείχνει τήν προστασία Της κάθε ἡμέρα στούς φτωχούς ἀδελφούς μας.

Μέ τρόπο θαυμαστό τούς παρηγορεῖ. Μυστικά καί ἀξιοθαύμαστα ἐνσταλάζει τήν ἀπαραίτητη ὑπομονή στίς καρδιές τους.

Μᾶς δείχνει ἔτσι τόν δρόμο νά τήν ἀκολουθήσουμε καί μᾶς ὑποδεικνύει τόν τρόπο νά τή μιμηθοῦμε.

Προσευχή Στην Παναγία !

 
Παναγία μου ! Μητέρα μου γλυκειά και στοργική!

Βασίλισσά μου, που προσκυνείσαι από τάγματα Αγγέλων και Αρχαγγέλων, και υμνείσαι από αναρίθμητα πλήθη πιστών Χριστιανών σου, σκύψε , Παναγία μου, κοντά μου να σου πω τον μυστικό πόνο της ψυχής μου.
Με βλέπεις. Είμαι βασανισμένος άνθρωπος, αμαρτωλός, που δεύτερος αμαρτωλός σαν και μένα άλλος, δεν υπάρχει. Θλίβομαι, πονώ, κλαίω, σπαράζει η ψυχή μου που Σου το λέγω, Παναγία μου. Το κρατώ μυστικό από τους άλλους. Γιατί πώς να τους το πω; Με τι λόγια, με τι κουράγιο να τους μιλήσω, να τους παρουσιάσω την αθλιότητά μου, τις πολλές μου αμαρτίες; Σε Σένα, Παναγία μου, μητέρα μου γλυκειά, λέω τον πόνο και εκφράζω τη μεγάλη μου θλίψη. Τα βάσανά μου είναι πολλά, γιατί οι αμαρτίες μου είναι πολλές και μεγάλες. Έλα, λοιπόν, Παναγία μου, λυπήσου με και βοήθησέ με. Δώσε μου μετάνοια, δώσε μου χάρη να μετανοήσω, να κλάψω, όπως μου πρέπει, να πέσω κάτω να ζητήσω το έλεος από τον Μονογενή Σου Υιό, να ειρηνεύσω, να σωθώ.

Παναγία μου, Γλυκειά Μητέρα όλου του κόσμου , κάνε μου τούτο το μεγάλο καλό. Σήκωσε από πάνω μου την αμαρτία και τη θλίψη, τον πόνο της ψυχής μου. Διώξε από κοντά μου τα βάσανα και τους πειρασμούς. Και σώσε με, γλυκιά μου Παρθένα, Μητέρα του κυρίου και Σωτήρος μου.

Αμήν.
  

( Πηγή : Ιστοσελίδα Αγίου Δημητρίου του Μυροβλήτη )

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...