Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Ιουνίου 09, 2012

Κυριακή των Αγίων Πάντων – Ο Χριστός πρότυπο υπομονής του Αρχιμανδρίτου Καλλίνικου Νικολάου


πηγή


Ἑβρ. ια΄ 32-ιβ΄ 2
Ὁ Χριστός πρότυπο ὑπομονῆς
Ἔχει λεχθεῖ ἀγαπητοί μου, ὅτι ἡ χριστιανική ζωή εἶναι ἕνας ἀγῶνας. Ὁ Κύριος περιγράφοντάς τήν εἶπε, πώς ὁμοιάζει μέ στενό καί δύσβατο μονοπάτι σέ ἀπόκρημνους βράχους. Οἱ Ἅγιοι Πάντες, πού ἑορτάζουμε σήμερα βαβαιώνουν αὐτήν τήν πραγματικότητα. Τούς ἑορτάζουμε καί θυμώμαστε τούς ἀγῶνες τους, τίς θυσίες τους, τούς κόπους τους, τά μαρτύριά τους, ὅλα ἐκεῖνα τέλος πάντων γιά τά ὁποῖα ἐκρίθησαν ἄξιοι τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά καί κάθε ἕνας ἀπό ἐμᾶς ἔχει τήν αὐτή τήν πείρα, τό πόσο κοπιώδης εἶναι ἡ συνεπής πρός τό θέλημά τοῦ Θεοῦ ζωή. Ἰδιαίτερα μάλιστα σέ καιρούς πειρασμῶν ἤ δοκιμασιῶν, σέ καιρούς θλίψεων καί ἀδικιῶν τόν νά ἐφαρμόσεις τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί νά ὑποταχθεῖς σ’ αὐτό γίνεται ἔργο δυσκολώτερο, πού ἀπαιτεῖ περισσότερη βοήθεια πνευματική.

Μᾶς διευκολύνει νά συνεχίσουμε τόν καλόν ἀγῶνα προτρέποντας μας νά τρέχουμε στόν ἀγῶνα, νά ἀγωνιζόμαστε πνευματικῶς δείχνοντας καί ἔχοντας ὑπομονή. Πόση ὑπομονή; Θά ἐρωτοῦσε κάποιος. Ὑπομονή κι ὅταν σέ ἀδικοῦν; Ὑπομονή καί ὅταν ὑποφέρεις κι ὅταν φταῖς; Ὑπομονή γιά χρόνια πολλά ἤ ἴσως καί γιά τήν ζωή ὁλόκληρη. Πόση ὑπομονή νά κάνουμε; Ἡ ἀπάντηση τοῦ ἀποστόλου Παύλου εἶναι: Δεῖτε τόν Χριστό, πού εἶναι ὁ ἀρχηγός καί ὁ τελειωτής τῆς πίστεως, τό πρότυπο καί ὁ κριτής μας, πόση ὑπομονή ἔκανε. Ὁ Χριστός, ἐνῶ εἶχε ἐξουσία νά μήν πεθάνει, ἐπειδή ἦταν ἀναμάρτητος, ὑπέμεινε σταυρόν. Δηλαδή ὄχι ἁπλῶς ὑπέμεινε θάνατο, ἀλλά ἕνα θάνατο τόν πιό ἐξευτελιστικό καί ἐν τούτοις κατεφρόνησε τήν ἐντροπή τοῦ ἀτιμωτικοῦ θανάτου.
Γι’ αὐτό ἀγαπητοί μου δέν ἔχουμε δικαιολογία, νά ὀλιγοπιστοῦμε καί νά μήν ὑπομένουμε. Μᾶς ἐλέγχει ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος ἀπό τό ὕψος τοῦ Σταυροῦ Του ἐρωτᾶ καθένα πού διαμαρτύρεται καί γογγύζει, ὅτι ὑποφέρει ἄδικα:
Χριστιανέ, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, ἐγώ ἔκανα κάτι κακό γιά νά σταυρωθεῖς; Ὕβρισα γιά νά μέ ὑβρίσουν; Ἐφόνευσα γιά νά μέ φονεύσουν ; Ἐταπείνωσα γιά νά μέ ταπεινώσουν ; Γιά πιό λόγο νά δέχομαι αὐτήν τήν περιφρόνηση καί τήν ἀτίμωση; Καμμία ἀφορμή δέν ὑπῆρχε. Οὐδένα ἐνόχλησα. Ἀντιθέτως πολλοῦ εὐεργέτησα. Κι ὅμως βλέπεις ὅτι κι ἐγώ ὑποφέρω. Συμμερίζομαι τήν θέση σου. Γιατί λοιπόν διαμαρτύρεσαι; Ἐσύ, λοιπόν, γιατί ἀγανακτεῖς, πού δέχεσαι θλίψεις, θάνατο, δοκιμασίες, ἀσθένειες, περιφρονήσεις, πτωχεία;
Δές ἐμένα καί παρηγορήσου. Κοίταξε ἐμένα πού φέρομαι στό σταυρό χωρίς νά φταίω καί πάρε θάρρος. Μή δειλιάζεις μπροστά στό Γολγοθᾶ σου. Γιατί κοντά στό Γολγοθᾶ εἶναι καί ἡ Ἀνάσταση.
Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο πρέπει νά δείχνουμε ὑπομονή στήν ζωή μας καί σέ κάθε περίπτωση. Ὁ Χριστός ἐπειδή ὑπέφερε, χωρίς νά φταίει, ἀνέβηκε καί ἐκάθισε στά δεξιά τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ. Ἐδῶ θά πρέπει νά διευκρινήσουμε, ὅτι ὁ Χριστός ὡς ἄνθρωπος ὑπέμεινε καί ὡς ἄνθρωπος δοξάσθηκε. Ἔτσι κατά τόν ἴδιο τρόπο θά δοξασθοῦν ἀπό τόν οὐράνιο Πατέρα μας ὅσοι δείξουν ὑπομονή στίς θλίψεις καί τίς δοκιμασίες. Μέσα ἀπό αὐτές θά ἀξιωθοῦμε νά ἀνέβουμε στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί νά λάβουμε τά αἰώνια ἀγαθά του.
Ζοῦμε σέ καιρούς δύσκολους. Πάντοτε, ἰδιαίτερα ὅμως στήν ἐποχή μας ἡ ἁμαρτία πολιορκεῖ τούς Χριστιανούς. Ἡ ἐπίθεση τοῦ κακοῦ γίνεται σ’ ὅλα τά μέτωπα καί μέ τρόπους ἀσύληπτους ἀπό τό νοῦ καί τήν φαντασία τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ Χριστιανοί πρέπει νά ἀντέξουμε. Νά μήν παραδοθοῦμε. Νά μείνουμε πιστοί στό Θεό. Νά ὑπακούσουμε στό θέλημά Του καί νά συνεχίσουμε νά ὑπακούουμε κάτω ἀπό ὁποιεσδήποτε συνθῆκες καί καταστάσεις. Ἐκεῖνο πού ἐπιχειρεῖται εἶναι νά χωρισθοῦμε ἀπό τόν Πατέρα μας.
Ὁ Πατέρας μας διά τοῦ Μονογενοῦ Του Υἱοῦ μᾶς ἐβεβαίωσε ὅτι ὅσοι ὑπομείνουν στό τέλος θά στεφανωθοῦν. Ὁ Κύριος μας στήν Ἀποκάλυψη παραγγέλει πρός τήν Ἐκκλησίαν τῆς Σμύρνης «Μή φοβᾶσαι τίποτε ὅσα μέλλεις νά πάθεις. Ὁ διάβολος θά βάλει μερικούς ἀπό ἐσᾶς στήν φυλακή γιά νά δοκιμασθεῖτε καί θά ὑποφέρετε δέκα μέρες. Νά εἶσαι πιστός μέχρι θανάτου καί θά σοῦ δώσω τό στεφάνι τῆς ζωῆς» (Ἀποκ. β΄10). Τήν ἴδια σύσταση καί προτροπή ὁ Χριστός κάνει σ’ ὅλους μας. Ἄς Τόν ἀκούσουμε.
Χριστιανέ Ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ!
Μή φοβᾶσαι τίς ἐπιθέσεις τοῦ διαβόλου. Μή φοβᾶσαι τόν πόλεμό του. Ὅσο κι ἀν σέ πολεμήσει θά νικήσεις. Ὅσο κι ἄν σέ δοκιμάσει μή χάνεις τό θάρρος σου. Ὅποιον πειρασμό ἤ δοκιμασία ἤ ἀδικία ἤ πόλεμο ἤ συκοφαντία ἤ θάνατο ἤ ἀσθένεια καί ὁτιδήποτε ἄλλο λυπηρό μείνε πιστός. Μή μέ ἐγκαταλείπεις. Μή γογγύζεις
Μήν ἀπομακρύνεσαι ἀπό Ἐμένα. Μείνε πιστός ἀκόμα καί ἄν σέ σκοτώσουν, ἄχρι θανάτου. Ἐγώ θά σέ στεφανώσω γιά τήν ὑπομονή σου.
Ἀδελφοί μου
Νομίζω ἰσχυρότερη παράκληση καί παρηγοριά δέ μπορεῖ κανείς ἄλλος νά μᾶς δώσει ἀπό τόν Κύριό μας. Μέ τήν δική Του ὑπομονή στίς θλίψεις Του γίνεται πρότυπο καί γιά μᾶς νά Τόν μιμηθοῦμε στήν ὑπομονή.
Ὑπομονή πού θά μᾶς στεφανώσει μέ τόν ἄφθορον στέφανον καί θά μᾶς ἀνοίξει τόν δρόμο πρός τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ πού εὔχομαι γιά ὅλους. Ἀμήν

Κυριακή των Αγίων Πάντων – Η Ελπίδα της αιώνιας ζωής (Αποστολικό Ανάγνωσμα)


Αποστολικό Ανάγνωσμα: Εβρ. ια΄33-ιβ΄2
Η ΕΛΠΙΔΑ ΤΗΣ ΑΙΩΝΙΑΣ ΖΩΗΣ
Ἡ πρώτη Κυριακὴ μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ εἶναι ἀφιερωμένη στὴ  μνήμη τῶν Ἁγίων Πάντων, δηλαδὴ ὅλων «τῶν  ἁπανταχοῦ τῆς  οἰκουμένης»  γνωστῶν  καὶ ἀγνώστων ἁγίων.  Πολλοὶ ἀπ’ αὐτούς, ὅπως  ἀναφέρει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸ σημερινὸ Ἀποστολικὸ  ἀνάγνωσμα, ἐπειδὴ δὲν δέχθηκαν νὰ ἀρνηθοῦν τὴν  πίστη τους,  ὑποβλήθηκαν σὲ  σκληρὰ  βασανιστήρια.
Ἀρνήθηκαν νὰ δεχθοῦν «τὴν  ἀπολύτρωσιν», νὰ γλυτώσουν δηλαδὴ τὰ βασανιστήρια καὶ νὰ  ἐξασφαλίσουν τὴν ἐπίγεια ζωή τους. Προτίμησαν τὸ μαρτύριο, «ἵνα κρείττονος ἀναστάσεως  τύχωσιν», γιὰ νὰ ἀναστηθοῦν στὴν τελικὴ ἀνάσταση καὶ ὄχι νὰ πετύχουν μιὰ πρόσκαιρη ἀποκατάσταση σ’ αὐτὴ τὴ ζωή.
Ἂς δοῦμε λοιπὸν πῶς ἡ ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως στὴν αἰώνια ζωὴ ἐνίσχυε τοὺς Ἁγίους μπροστὰ στὶς κάθε εἴδους δοκιμασίες, καὶ τί σημασία ἔχει αὐτὸ γιὰ τὴ δική μας ζωή.

1. Προσδοκία «ἄλλης βιοτῆς»
Εἶναι ἀξιοθαύμαστη ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ καρτερία ποὺ ἔδειξαν οἱ Ἅγιοι μπροστὰ σὲ κάθε δυσκολία καὶ κίνδυνο, ἀκόμη καὶ μπροστὰ στὸν θάνατο! Ἐκεῖνο ποὺ ὅπλιζε τὶς ψυχές τους μὲ θάρρος καὶ ἀνδρεία ἦταν ἡ ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως καὶ ἡ κληρονομία τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔμεναν ἀνεπηρέαστοι ἀπὸ τὰ θέλγητρα τοῦ κόσμου καὶ ἀτρόμητοι μπροστὰ στὰ φόβητρα τῶν τυράννων.
Ἕνα χαρακτηριστικὸ  παράδειγμα εἶναι τὸ μαρτύριο τῶν ἑπτὰ  Μακκαβαίων, ποὺ ἀναφέρεται στὴν Παλαιὰ Διαθήκη.  Τὰ ἑπτὰ αὐτὰ ἀδέλφια προτί μησαν νὰ πεθάνουν παρὰ νὰ προδώ σουν τὴν πίστη τῶν πατέρων τους. Ὅταν ὁ δήμιος ἀπείλησε τὸν τρίτο ἀδελφὸ ὅτι θὰ τοῦ κόψει τὴ γλώσσα καὶ τὰ χέρια, ἐκεῖνος ἤρεμος ἀπάντησε: «Ἀπὸ τὸν Θεὸ τοῦ οὐρανοῦ ἔχω τὰ μέλη αὐτά (τὴ γλώσσα καὶ τὰ χέρια) καὶ προκειμένου νὰ μείνω στὸν Νόμο τοῦ Θεοῦ ἀδιαφορῶ γι’ αὐτά, γιατὶ ἐλ πίζω ὅτι θὰ τὰ λάβω καὶ πάλι ἀπὸ τὸν Θεό» (Β΄ Μακ. ζ΄ 11). Κι ἡ ἁγία μητέρα τους, ποὺ παρακολουθοῦσε μὲ πόνο τὰ μαρτύριά τους, ὄχι μόνο δὲν λύγισε ἀλλὰ στεκόταν μὲ γενναιοψυχία καὶ ἐνίσχυε τὰ παιδιά της μὲ λόγια γεμάτα πίστη κι ἐλπίδα. Τοὺς ἔλεγε: Ὁ Δημιουργὸς τοῦ κόσμου, ποὺ ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο κι ἔδωσε ζωὴ σὲ ὅλα τὰ δημιουργήματα, Αὐτὸς θὰ σᾶς χαρίσει καὶ πάλι κατὰ τὴν εὐσπλαχνία του πνεῦμα καὶ ζωή! (Β΄ Μακ. ζ΄ 23).
Ἐπίσης ἐντυπωσιακὸ εἶναι καὶ τὸ παράδειγμα τοῦ δικαίου Ἰώβ, ὁ ὁποῖος ἂν καὶ ἔχασε ξαφνικὰ τὴν περιουσία του καὶ ὅλα τὰ παιδιά του, ἐντούτοις δὲν ἀπελπίστηκε. Ἐκεῖνο ποὺ τὸν ἐνίσχυε ἦταν ἡ πίστη στὸν Θεὸ καὶ ἡ ἐλπίδα στὴ μέλλουσα ζωή. Ἔλεγε: Γνωρίζω ὅτι ὁ Κύριος «ἀένναός ἐστιν», δηλαδὴ ζεῖ στοὺς αἰῶνες καὶ εἶναι Αὐτὸς ποὺ θὰ μὲ λυτρώσει ἀπὸ τὰ φοβερὰ δεινὰ καὶ θὰ μὲ ἀναστήσει (Ἰὼβ ιθ΄ 25-26). Γι’ αὐτὸ καὶ δόξαζε τὸν Θεὸ μὲ τὰ γνωστὰ λόγια του: «Εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ἰὼβ α΄ 21).
2. H ἐλπίδα μας σήμερα
Ἔτσι ζοῦσαν οἱ Ἅγιοι. Μὲ τὴν  ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως καὶ τὴν προσδοκία τῆς αἰωνιότητος. Κι αὐτὸ τοὺς ἔδινε δύναμη κι ἐνίσχυση γιὰ νὰ ὑπερνικοῦν κάθε δυσκολία, ἀκόμη καὶ τὴν ἀπειλὴ τοῦ θανάτου. Κι ἂν ἔτσι πολιτεύονταν ἄνθρωποι ποὺ ἔζησαν στὰ χρόνια τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἐμεῖς ποὺ ζοῦμε στὴν ἐποχὴ τῆς χάριτος, μετὰ τὸν θρίαμβο τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, καλούμαστε νὰ ἔχουμε πολὺ περισσότερο στερεωμένη τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα μας στὴν αἰωνιότητα. Ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται ἡ ἀληθινὴ ζωή.
Ἂς στρέψουμε λοιπὸν τὸ βλέμμα μας στὸν οὐρανό στὸν τελικὸ  στόχο καὶ προορισμό μας. Ἂν συνειδητοποιούσαμε ποιὰ δόξα μᾶς ἔχει  ἑτοιμάσει ὁ Θεὸς ἐφόσον μείνουμε ἑνωμένοι μαζί του, τότε θὰ περιφρονούσαμε κάθε ἐπίγεια δόξα καὶ πρόσκαιρη ἀπόλαυση καὶ θὰ ὑπομέναμε μὲ καρτερία κάθε ταλαι πωρία. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς βεβαιώνει ὅτι «οὐκ ἄξια τὰ  παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς»· ποὺ σημαίνει ὅτι δὲν εἶναι ἄξια τὰ ὅσα πάσχουμε καὶ ὑποφέρουμε στὴν παροῦσα ζωὴ σὲ σύγκριση μὲ τὴ δόξα ποὺ πρόκειται νὰ μᾶς ἀποκαλυφθεῖ γιὰ νὰ μᾶς δοθεῖ στὴ μέλλουσα ζωή (Ρωμ. η΄ 18). Ἂς δεχόμαστε λοιπὸν ὅσα ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς μὲ ἀκλόνητη ἐμπιστοσύνη στὴν ἀγαθὴ Πρόνοιά του κι ἂς κάνουμε  ὑπομονή, διότι, ὅπως λέγει πάλι ὁ ἴδιος  θεόπνευστος Ἀπόστολος, «τὸ παραυτίκα ἐλαφρὸν τῆς θλίψεως ἡμῶν καθ᾿ ὑπερβολὴν εἰς ὑπερβολὴν αἰώνιον βάρος δόξης κατεργάζεται ἡμῖν»· δηλαδή, οἱ θλίψεις μας ποὺ γρήγορα περνοῦν καὶ εἶναι γι’ αὐτὸ ἐλαφρές, ἑτοιμάζουν σὲ ὑπερβολικὰ μεγάλο βαθμὸ αἰώνιο βάρος δόξας σὲ μᾶς (Β΄ Κορ. δ΄ 17).
Ἀξίζει πράγματι νὰ μελετοῦμε συχνὰ τὴ ζωὴ τῶν Ἁγίων, ὥστε οἱ ψυχές μας νὰ λαμβάνουν θάρρος, ἐνίσχυση καὶ πολλὴ πνευματικὴ ὠφέλεια. Καθὼς λοιπὸν ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία σήμερα τιμᾶ τὴ μνήμη τῶν Ἁγίων Πάντων, εἶναι εὐκαιρία νὰ στρέψουμε τὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά μας στοὺς ἥρωες αὐτοὺς τῆς πίστεως καὶ νὰ τοὺς παρακαλέσουμε νὰ πρεσβεύουν γιὰ ὅλους ἐμᾶς, ὥστε νὰ τοὺς μιμηθοῦμε στὴν ὑπομονὴ καὶ τὴ σταθερότητά τους καὶ νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ κληρονομήσουμε μαζί τους τὴν ἄ -φθαρτη δόξα καὶ χαρὰ τοῦ οὐρανοῦ, τὴν αἰώνια Βασιλεία τοῦ Θεοῦ!
«Ο ΣΩΤΗΡ» 1-06-2012

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ (Μάτθ. Ι΄ 32-33, 37-38, ΙΘ΄ 27-30) του Αρχιμανδρίτου Ιωήλ Κωνστάνταρου




Δεν υπάρχει μεγάλυτερη ευλογία, αδελφοί μου, από το ανυμνούμε και να δοξολογούμε τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, για τις τόσες ευλογίες που μας χαρίζει, αλλά ιδίως διότι με τόση αγάπη και συγκατάβαση μας αποκάλυψε τους θεμελιώδεις όρους, με την εφαρμογή των οποίων, μπορούμε να αναδειχθούμε γνήσιοι μαθητές του. Οι δε Άγιοι της Εκκλησίας μας, που με τον αγώνα τους αποδείχθηκαν φίλοι του Θεού, ακριβώς τους όρους αυτούς αγωνίστηκαν και εκπλήρωσαν στη ζωή τους. Γι’ αυτό λοιπόν, άξια και δίκαια, η Αγία μας Ορθοδοξία τους τιμά και τους εορτάζει, και τον καθένα ξεχωριστά, βεβαίως, αλλά και όλους μαζί, όπως συμβαίνει την Κυριακή των Αγίων Πάντων.
Αλλά πριν προχωρήσουμε, να εξηγήσουμε για ποιόν λόγο το Σώμα του Χριστού εορτάζει την Κυριακή μετά την Πεντηκοστή όλους τους Αγίους;
Υπάρχουν σημαντικοί διδακτικοί λόγοι για τους οποίους γίνεται αυτό.
Και πρώτα απ’ όλα, διότι οι Άγιοι είναι αυτοί που με τον βίο και την πολιτεία τους, φανερώνουν στην ζωή των ανθρώπων τα δώρα του Αγίου Πνεύματος στους βαπτισμένους και αγωνιζομένους πιστούς Χριστιανούς. Την περασμένη Κυριακή, εορτάσαμε την γενέθλιον ημέρα της Εκκλησίας μας, την Πεντηκοστή. Με την επιφοίτηση στους μαθητές του Χριστού, του Αγίου Πνεύματος, η Αγία Τριάδα, χαρίζει τις θείες δωρεές και όσοι αποδέχονται αυτή τη ζωή του Πνεύματος, ανέρχονται τις πνευματικές βαθμίδες διά των ιερών μυστηρίων και της ασκήσεως και έτσι με την κάθαρση και τον φωτισμό, καταρτίζονται και γίνονται ναοί του Θεού. (Α΄ Κορ.γ΄ 16).
Αυτή λοιπόν, την ευλογημένη πραγματικότητα των Αγίων, μας αποδεικνύει διά της εορτής αυτής η Εκκλησία μας. Μας κηρύττει πιο απλά ότι εάν θέλουμε, όλοι μας, έχουμε την δυνατότητα να πραγματοποιήσουμε τον υψηλό σκοπό μας που δεν είναι άλλος, παρά η ομοίωσίς μας με τον Θεό. Άλλωστε δεν θα πρέπει να λησμονούμε ποτέ ότι η εντολή του Θεού είναι : «Άγιοι γίνεσθε..» (Α΄ Πετρ. Α΄ 16).
Δεύτερος λόγος για τον οποίο εορτάζονται πάντες οι Άγιοι αυτή την Κυριακή, είναι διότι αυτών των οποίων τα ονόματα και η ζωή τους μας είναι γνωστά, είναι πολύ λιγότεροι σε σχέση με όλους αυτούς οι οποίοι αγίασαν και μας είναι άγνωστοι. Αρκεί να τονίσουμε ότι τους τρεις πρώτους αιώνες, έχουμε κοντά δέκα εκατομμύρια μάρτυρες, που έδωσαν το αίμα τους για την αγάπη και την δόξα του Χριστού! Εάν τώρα, στους αγίους αυτούς που τελειώθηκαν με το μαρτύριο του αίματος, προσθέσουμε και το πλήθος των οσίων οι οποίοι μαρτύρησαν με το λευκό μαρτύριο της συνειδήσεως, προσφέροντας τη ζωή τους θυσία στην υπακοή, στην άσκηση και στις ερήμους «σταυρώνοντας την σάρκα...» (Γαλ.Ε΄24), και αν κοντά σ’ αυτούς δούμε τους ομολογητές, τους ιεραποστόλους, και γενικώς όλες αυτές τις ψυχές που αγάπησαν τον Χριστό και τελειώθηκαν στον ευλογημένο αγώνα της σωτηρίας, τότε μπορούμε πράγματι να αισθανθούμε έστω και για λίγο ότι βρισκόμαστε μέσα σε ευλογημένο και ουράνιο «νέφος μαρτύρων και αγίων»! 
Επειδή λοιπόν είναι φύσει αδύνατον να γνωρίζουμε τα ονόματα όλων αυτών των εκατομμυρίων ουρανοπολιτών, και να τιμούμε ξεχωριστά την μνήμη τους, γι’ αυτό την Κυριακή αυτή, εορτάζει ολόκληρο το πλήθος, τόσο των γνωστών, όσο και των αγνώστων αγίων της Εκκλησίας μας!
Οι όσιοι δε πατέρες που κάνουν λόγο για την εορτή αυτή, μας λένε ότι καθώς όταν επαινούνται οι στρατιώτες, επαινείται και αυτός ο βασιλεύς, όπου τους έχει, ομοίως και στην μεγάλη αυτή εορτή όπου επαινούνται οι Άγιοι, πολλώ μάλλον δοξάζεται και τιμάται ο ίδιος ο Τριαδικός Θεός, ο οποίο δέχθηκε την μαρτυρία τους, τους ετίμησε, τους ενδυνάμωσε και νίκησαν τον διάβολο με τα απαίσια όργανά του και ακόμα  την κακία του μακράν του Θεού κόσμου, αφού βεβαίως πρώτα είχαν νικήσει και υποτάξει οι άγιοι τον ίδιο τον εαυτόν τους. 
Αλλ’ όπως είδαμε, οι Άγιοι δεν είναι κάτι το αυτόνομο. Δεν είναι δηλαδή προσωπικότητες ξεκομμένες από την στρατευομένη εκκλησία μας, έστω κι αν αγωνίζονται «εν ερημίαις πλανώμενοι και όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης.» (Εβρ. ΙΑ΄38), έστω και αν δεν τους βλέπει μάτι ανθρώπου.
Είναι απολύτως συνδεδεμένοι οργανικώς με το Σώμα του Χριστού, όπου και αν βρίσκονται, και με οποιονδήποτε τρόπο και αν αγωνίζονται, είτε δηλ. μέσα στον κόσμο, είτε στο κοινόβιο, είτε ησυχία και στην έρημο! Ανήκουν συνειδητά στην Ορθοδοξία μας και βιώνουν αυτή την ζωή του Ευαγγελίου, όπως ακριβώς βιώθηκε και μας παραδόθηκε από τους προηγουμένους αγίους μας, οι οποίοι ήδη βρίσκονται στην θριαμβεύουσα εν ουρανοίς Εκκλησία και μας αναμένουν «ινά μη χωρίς ημών τελειωθώσιν» (Εβρ. ΙΑ¨40)
Από την αντικειμενική αυτή λοιπόν σκοπιά βλέποντας τα πράγματα, είναι εντελώς αδύνατον να υπάρξει και άρα να παραδεχθούμε αγιότητα εκτός του χώρου της Εκκλησίας.
Βεβαίως, «καλούς ανθρώπους» μπορούμε να βρούμε και σε άλλες ομάδες (αλήθεια, ποιός είναι ο προσδιορισμός του καλού ανθρώπου;). Όπως επίσης «ηθικοί άνθρωποι» μπορούν να υπάρξουν και εκτός χριστιανισμού. Ανθρώπους που καυχώνται «ότι προσφέρουν» μπορεί να βρει κανείς ακόμα και σε σκοτεινές οργανώσεις (ίσασιν οι μεμυημένοι), και γενικώς «καλοδιάθετες ψυχές» υφίστανται παντού και πάντοτε. Το ζητούμενο όμως δεν είναι αυτό αγαπητοί μου. Το ζητούμενο είναι η καθαυτή αγιότητα.
Αλλ’ ας μην ψάχνουμε, φίλοι μου, να βρούμε σε άλλους χώρους, μακράν της αγίας μας Ορθοδοξίας, το εύοσμο αυτό άνθος του παραδείσου. Όπως είναι αδύνατο να ζήσει ο άνθρωπος φυσιολογικά έξω από την ατμόσφαιρα, έτσι είναι εντελώς αδύνατον να βρεθεί αγιότητα έξω από την πεπνυμένη και φωτεινή ζωή της Εκκλησίας μας.
Όσο και αν προσπαθήσουν ορισμένοι να υποστηρίξουν το αντίθετο, το μόνο που θα κατορθώσουν είναι το να γίνουν καταγέλαστοι και να αποδείξουν ότι ουδέ γεύση ζωής πνευματικής έχουν αισθανθεί...
Να μιλήσουμε τώρα και για κάποιους, που λόγω θέσεως, θα έπρεπε να ορθοτομούν τον λόγο της αληθείας, και δυστυχώς, κατάντησαν να δέχονται «ευλογίες» δηλ. Αλογίες  και από τους αιρετικούς παπικούς; Τι να πει κανείς; Φράγκεψαν συνειδητά ή υπάρχει πλέον το ακαταλόγιστον; Διότι τι άλλο μπορεί να πει κανείς όταν βλέπει κληρικούς (;) να σέρνουν τα ράσα τους σε συναγωγές αιρετικών και να ραντίζονται από τον ψευτοαγιασμό των «αλατισμένων» Λατίνων; Τούτο μόνο θα επισημάνουμε. Το σε ποίο κατάντημα μπορεί να ξεπέσει κανείς όταν δεν ζει την βιωματική και ησυχαστική μας Ορθοδοξία όπως μας την παρέδωσαν οι θεούμενοι άγιοι της Εκκλησίας μας. Και συνάμα ας αναφωνήσουμε εκ μέσης καρδίας και με στεναγμό οδύνης το «δόξα τη μακροθυμία σου, Κύριε δόξα σοι»!
Αδελφοί μου. Η ανέκφραστη αγάπη του Θεού, μας έχει αξιώσει να είμαστε τέκνα της Εκκλησίας του Χριστού και άρα συμπολίτες των Αγίων Του. Δεν έχουμε παρά να συνειδητοποιήσουμε την μεγάλη αυτή δωρεά και ταυτοχρόνως να ξεκινήσουμε επιτέλους συνειδητή ζωή μετανοίας. Ζωή αγωνιστική. Ζωή καθάρσεως και φωτισμού, όπως μας διδάσκουν οι επίσημοι Άγιοι που εορτάζουμε την μνήμη τους. Όλα τ’ άλλα, όταν λείπει αυτή η ουσία, καταντούν φολκλόρ που επιφέρουν την οργή του Θεού και την αποδοκιμασία των ανθρώπων «τοις νουν έχουσιν».
Και μην ξεχνούμε: «Όπως με το να θυμάσαι την φωτιά, δεν ζεσταίνεσαι, έτσι και με το να πιστεύεις, χωρίς όμως να εφαρμόζεις τη χριστιανική ζωή και να διδάσκεσαι από το παράδειγμα των Αγίων, δεν σώζεσαι».



π. Ιωήλ
Κόνιτσα

Παρασκευή, Ιουνίου 08, 2012

«ΤΟ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ» Ἀρχιμ. Ἰωάννη Κωστώφ,




«Ἡ Ἐξομολόγηση, Μετάνοια: Τὸ ἀντικλείδι τοῦ Παραδείσου»
Περὶ μυστηρίων 1,
Ἀθήνα 2012, σσ. 359.

Τοῦ Παναγιώτη Τελεβάντου

.           Ἂν ἡ ἀπολογητικὴ εἶναι ὁ ἕνας πόλος τῆς διακονίας τοῦ σεβαστοῦ μας π. Ἰωάννη Κωστὼφ ἡ ἐξομολόγηση εἶναι ὁ δεύτερος. Χιλιάδες ἄνθρωποι πέρασαν ἀπὸ τὸ πετραχήλι τοῦ π. Ἰωάννη ποὺ ἀφιέρωσε – γιὰ δεκαετίες τώρα- ἀτέλειωτες ὧρες στὸ ἐξομολογητήριο “νουθετώντας ἕνα ἕκαστον”. Φυσικὸ λοιπὸν εἶναι νὰ ἔχει δώσει τὸν καλύτερό του ἑαυτὸ στὸ παρὸν βιβλίο ποὺ ἀφορᾶ καὶ στοὺς δύο πόλους τῆς ἱερατικῆς διακονίας του.
.           Ἡ μέθοδος τοῦ βιβλίου παραμένει ἡ ἴδια ποὺ ἀκολούθησε σὲ ὅλα του τὰ βιβλία. Παραθέτει ταξινομημένα σὲ ἑνότητες τὰ ἑκατοντάδες χωρία ποὺ μάζεψε ἀπὸ τὴν Βιβλική, Πατερικὴ καὶ θύραθεν παράδοση μὲ μικρὰ δικά του σχόλια.
.           Τὸ παρὸν βιβλίο εἶναι μὲ τὴν ὅλη σημασία τοῦ ὅρου ἕνα ὠφέλιμο βιβλίο, ἀπὸ τὴν ἄποψη ὅτι ἀποβλέπει στὴν πνευματικὴ ὠφέλεια τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς ἀποτελεσματικότητας τοῦ στόχου ποὺ ἔθεσε ὁ καλὸς συγγραφέας του.
.           Ὁ π. Ἰωάννης δὲν γράφει γιὰ νὰ γράφει. Δὲν δημοσιεύει βιβλία γιὰ νὰ ἐμπλουτίσει τὸ βιογραφικό του. Γράφει γιὰ νὰ ἀποτυπώσει τοὺς καρποὺς τῆς ποιμαντικῆς διακονίας του καὶ γιὰ νὰ παραθέσει πρὸς ὠφέλεια τὰ στάχυα τῆς ἀτέλειωτης συστηματικῆς μελέτης του.
.           Μᾶς συγκίνησε ἰδιαίτερα ἡ ἀναφορά του στὴ συγκλονιστικὴ ἱστορία ποῦ ἀφορᾶ στὸν ἀείμνηστο Ἡγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Διονυσίου Ἀρχιμανδρίτη Γαβριὴλ καὶ τοῦ μοναχοῦ ποὺ δὲν εἶχε ἐξομολογηθεῖ κάποιες ἁμαρτίες του μὲ ἀποτέλεσμα νὰ γίνει παίγνιο στὰ χέρια τοῦ διαβόλου. Συγκλονιστικὴ ἐπίσης ἡ ἱστορία τοῦ ἱερέα τοῦ λαϊκοῦ νοσοκομείου π. Ἀναστασίου Δραπανιώτη.
.           Τὸ προσεγμένο ἀνθολόγιο περὶ τοῦ μυστηρίου τῆς ἐξομολογήσεως ποὺ ἔκανε ὁ π. Ἰωάννης μελετώντας τὸ βιβλίο τοῦ ἀειμνήστου Γέροντος Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου “Ἔχει ἡ Ἐκκλησία ἐξουσίαν ἀφέσεως ἁμαρτιῶν;” μᾶς θυμίζει -γιὰ μία ἀκόμη φορά- τὴν ἀπολογητικὴ δύναμη τοῦ ἀειμνήστου Γέροντος Ἐπιφανίου, μέγα μέρος τοῦ ἔργου τοῦ ὁποίου ἐξακολουθεῖ ἀκόμη καὶ σήμερα 23 σχεδὸν χρόνια μετὰ τὴν κοίμησή του νὰ παραμένει ἀνέκδοτο. Ἂς ἐλπίσουμε ὄχι γιὰ πολὺ ἀκόμη.\

πηγή

«ΒΟΗΘΑ ΠΑΝΑΓΙΑ»! Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΞΑΝΑΓΕΜΙΖΕΙ ΤΙΣ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣςε



Βοήθα, Παναγιά, μὲ τὴν κρίση!

.           Ἡ οἰκονομικὴ κρίση ξαναγεμίζει τὶς ἐκκλησίες! Αὐτὸ εἶναι τὸ συμπέρασμα στὸ ὁποῖο καταλήγουν οἱ εἰδικοί, σὲ μία προσπάθεια νὰ ἐξηγήσουν τὸ φαινόμενο τῆς αὐξημένης προσέλευσης τῶν Ἑλλήνων καὶ τῶν Ἑλληνίδων στοὺς ναούς. Σύμφωνα μὲ τὸν καθηγητὴ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) Ἰωάννη Κουρεμπελέ, «ὑπάρχει μία ἔντονη στροφὴ στὴν θρησκεία γιὰ τὸν λόγο ὅτι καὶ ἡ ἴδια ἡ κρίση προκαλεῖ τὴν θρησκευτικὴ ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀναζητήσει ἐλπίδα στὴν ὁριακότητα, μέσα στὴν ὁποία ζεῖ καθημερινά». Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀνάγκη τῆς ἐλπίδας ποὺ τοὺς καλύπτει τὸ ὑπερβατικό, οἱ Ἕλληνες φαίνεται νὰ διακατέχονται τελευταῖα καὶ ἀπὸ τὴν διάθεση προσφορᾶς στὸν συνάνθρωπο. Ὡστόσο, ἕνας ἀκόμα λόγος γιὰ τὴν «στροφὴ» αὐτή, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ κ. Κουρεμπελές, εἶναι ὅτι ἡ θρησκεία προσφέρει στὸν ἄνθρωπο διεξόδους, ὥστε νὰ μὴν κλειστεῖ στὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ ἀντιθέτως νὰ προτάξει τὴν πραγματικὴ κοινωνία μὲ τὸν ἄνθρωπο.
.        Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὴν ἀνάγκη τῆς προσφορᾶς στὸν συνάνθρωπο ποὺ καταλαμβάνει τοὺς Ἕλληνες -ἔχοντες καὶ μὴ ἔχοντες-, ἰδίως τὸν τελευταῖο χρόνο, ὁ ρόλος καὶ ἡ κινητοποίηση τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας στὸν τομέα τῆς κοινωνικῆς προσφορᾶς εἶναι ἐξ ἴσου σημαντικὸς στὴν διαμόρφωση αὐτῆς τῆς τάσης. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐπιβεβαιώνει καὶ ὁ καθηγητὴς ποιμαντικῆς καὶ κοινωνικῆς θεολογίας τοῦ ΑΠΘ Ἡρακλῆς Ρεράκης, σημειώνοντας ὅτι «στὸ πλαίσιο αὐτὸ ἡ φιλανθρωπία ἀντιμετωπίζεται ὡς πρακτικὴ ποὺ ἀπορροφᾶ τοὺς κραδασμοὺς τῆς οἰκονομικῆς κρίσεως στὴν κοινωνικὴ ζωή». Βέβαια, ὅπως τονίζει ὁ ἴδιος, «δὲν ἦταν λίγες καὶ οἱ περιπτώσεις ποὺ οἱ ἐκπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας ἀπομάκρυναν τοὺς πιστοὺς ἀπὸ κοντά τους», ὑπογραμμίζοντας μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τὴν ἀνάγκη τῆς ὀρθῆς διαχείρισης τῆς συγκεκριμένης κατάστασης ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ Κλήρου, μακριὰ ἀπὸ ἀκρότητες καὶ σχετικοποιήσεις.
.        Σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν πρότερη ἀπομάκρυνση τῶν Ἑλλήνων ἀπὸ τὴν πίστη, ὁ κ. Ρεράκης κάνει λόγο γιὰ πνευματικὴ καὶ ὄχι οἰκονομικὴ κρίση, «καθὼς ἐδῶ καὶ 40 χρόνια στὴν Ἑλλάδα ὑπῆρχε πρόβλημα στοὺς θεσμοὺς καὶ στὴν ἐξουσία, τὸ ὁποῖο ὁδήγησε τελικὰ στὴ σημερινὴ κατάσταση». Αὐτὸ βέβαια δὲν ἀποτελεῖ ἑλληνικὴ «καινοτομία», ἀφοῦ τὰ ἴδια συνέβησαν καὶ στὸ σύνολο τῶν εὐρωπαϊκῶν καθολικῶν χωρῶν, κάτι ποὺ ἐκφράζεται μὲ τὸν χαρακτηριστικὸ ὅρο «εὐρωπαϊκὸς χειμώνας»· ὅρος ποὺ δίνει τὸ στίγμα τῆς ἀπομάκρυνσης τῶν Εὐρωπαίων ἀπὸ τὴν θρησκεία ἐδῶ καὶ ἀρκετὲς δεκαετίες.

(Ἄγγελος Σκορδᾶς)
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ 
07.06.2012

Και πάλιν περί Περγάμου κ. Ιωάννη Ζηζιούλα



ΚΑΙ ΠΑΛΙΝ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΕΡΓΑΜΟΥ κ. ΙΩΑΝΝΗ ΖΗΖΙΟΥΛΑ
ΑΔΙΑΦΟΡΟΥΝ ΟΙ ΕΠΙΣΚΟΠΟΙ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΒΛΑΣΦΗΜΙΑΝ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓ. ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
Τί ἀπαντᾶ ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στὸν Περγάμου κ. Ἰω. Ζηζιούλα
Διερχόμαστε τὴν ἑβδομάδα τῆς ΠεντηκοστῆςτῆςἉγίας Τριάδος καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ οἱ ἱερὲςἈκολουθίεςτὰ τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας μαςτὰ ἱερὰἀναγνώσματα μᾶς βοηθοῦν νὰ προσεγγίσουμε τὸμυστήριο καὶ νὰ οἰκειωθοῦμε τὴν χάρη τοῦ ἉγίουΠνεύματος.
Πῶς, ὅμως, εἶναι δυνατὸν νὰ δέχεται κανεὶς τὴν θείαν χάρη, παριστάμενος σὲ ἑορτασμούς, καὶ μάλιστα πανηγυρικούς, γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὅταν γνωρίζει γιὰ τὴν ἀσέβεια πρὸς τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ποὺ ἔχει ἐκφράσει ὁ μητροπολίτης Περγάμου κ. Ἰωάννης Ζηζιούλας;
Ὅταν ἀδιαφορεῖ γιὰ τὸ ἄν βραβεύεται ὁ κ. Ζηζιούλας, ἀντὶ νὰ ἐλεγχθεῖ γιὰ τὶς κακοδοξίες του; Καὶ μάλιστα, ὅταν βραβεύεται, ὄχι ἀπὸ ἕνα σύλλογο, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ μέλος τῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας, μητροπολίτη Βόλου κ. Ἰγνάτιο καὶ τὴν ὑπὸ τὴν προεδρία του Θεολογική(!) Ἀκαδημία;

Ὅταν οἱ Ἐπίσκοποι, ἐνῶ ἔχει κατατεθεῖ καταγγελία στὴν Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γιὰ τὶς βλασφημίες τοῦ κ. Ζηζιούλα, ἀντὶ νὰ ἐρευνήσουν τὸ θέμα καὶ νὰ δώσουν ἀπάντηση στοὺς 300 περίπου καταγγέλλοντες, ἀπαντοῦν διὰ τῆς σιωπῆς(!), περιφρονοῦντες σκαιῶς τὰ μέλη αὐτὰ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀδιαφορώντας γιὰ τὴν ἐπέκταση τῆς αἱρέσεως;
Ὅταν ὁ μητροπολίτης Περγάμου (σὰν νὰ μὴ συμβαίνει τίποτα) παρίσταται καὶ πάλι «θριαμβευτικὰ» στὴν Θεολογικὴ Ἀκαδημία Βόλου καὶ μὲ τὶς εὐχὲς τοῦ κ. Ἰγνάτιου «διδάσκει» μὲ αὐθεντία τοὺς πιστούς, ὁ «μή ἐν αἰσθήσει καί γνώσει λαβὼν τήν χάριν τοῦ Πνεύματος μηδέ διδακτός Θεοῦ γενόμενος δι᾿ αὐτῆς, μηδέ λόγον λαβὼν σοφίας καί γνώσεως ἄνωθεν, τά δέ τῶν θεοπνεύστων Γραφῶν ἀναιδῶς διερμηνεύων... τῇ ψευδωνύμῳ γνώσει πρός τοῦτο χρώμενος»; (Συμεὼν Νέου Θεολόγου, Βίβλος τῶν Ἠθικῶν, ιβ΄).
Παραθέτουμε α) τὶς κακόδοξες θέσεις τοῦ μητροπολίτη κ. Ζηζιούλα καὶ στὴν συνέχεια παραθέτουμε συμπληρωματικά, β) ἐκτὸς ἀπὸ τὰ πατερικὰ κείμενα ποὺ ἕως τώρα ἔχουμε καταθέσει καὶ ἀποδεικνύουν τὶς αἱρέσεις του, καὶ νέα κείμενα ἀπὸ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, ποὺ καταδεικνύουν ὅτι ἡ διδασκαλία τοῦ κ. Ζηζιούλα εἶναι κακόδοξη καὶ ἀποτελεῖ ἀσέβεια πρὸς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
Τὀ δυστύχημσα εἶναι πώς, παρόλο ποὺ ὑπεδείχθη ἡ κακοδοξία του, ὄχι μόνο δὲν προσπάθησε νὰ δώσει κάποιες ἐξηγήσεις, ἀναιρώντας τὶς κατηγορίες, ἢ νὰ δικαιολόγησει τὶς θέσεις του (ὅπως τουλάχιστον ἔκαναν ὅλοι οἱ αἱρετικοί), ἀλλὰ ἐπιδεικνύοντας μιὰ ἀδικαιολόγητη περιφρόνηση πρὸς αὐτοὺς ποὺ τοῦ προσάγουν πατερικὰ κείμενα (τὰ ὁποῖα ἀποδεικνύουν τὶς ἄστοχίες του) συνεχίζει νὰ διδάσκει τὶς βλασφημίες του.
Εἶναι τόσο σίγουρος ὅτι ἡ παναιρετικὴ οἰκουμενιστικὴ φατρία τῆς ὁποίας εἶναι ὁ μέντωρ, ἔχει πλέον ἐπιβληθεῖ-ἐπικρατήσει, ὥστε, δὲν χρειάζεται κἀν νὰ δίδει ἐξηγήσεις στοὺς ἀντιδρῶντες; (ἐπειδὴ αὐτοὶ δὲν ἔχουν τὴν δύναμη νὰ τὴν ἐμποδίσουν;). Θεωρεῖ ὅτι ἡ πατριαρχικὴ «εὐλογία» γιὰ τὸ φθοροποιὸ ἔργο του καὶ ἡ ἀνοχὴ τῶν ἑλλαδιτῶν ἐπισκόπων (ἀνοχὴ ποὺ τοὺς καθιστᾶ συνυπεύθυνους) ἔχει ἄρει κάθε ἐμπόδιο γιὰ τὴν ἐπέκταση –μὲ ταχύτατους ρυθμούς, πλέον– τῶν δαιμονικῶν οἰκουμενιστικῶν σχεδιασμῶν;
Ὅ,τι κι ἂν νομίζει ἢ πιστεύει, ἔχει ξεχάσει τὸ σημαντικότερο: ξεχνᾶ, πὼς ἔρχεται κάποια στιγμὴ ποὺ ὁ Θεὸς –ὁ Ὁποῖος ὅλους μᾶς ἀνέχεται πρὸς καιρὸν– ἐπεμβαίνει δραστικά. Καὶ «φοβερὸν τὸ ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος». Διὸ καὶ παράκλησή μας, νὰ οἰκονομήσει τὸ Παράκλητον Πνεῦμα τὴν μετάνοιά μας, δι’ εὐχῶν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν Ἁγίων ποὺ μεθαύριο ἑορτάζουμε.
Α) Παραθέτουμε, πρῶτα, τὶς κακόδοξες θέσεις τοῦ Περγάμου κ. Ζηζιούλα:
 «Ὁ πρῶτος λοιπὸν αὐτομάτως γεννᾷ τὴν Ἱεραρχία. Ὀντολογικὰ ἡ Ἱεραρχία ὑπάρχει καὶ στην Ἁγία Τριάδα. Ἡ πηγή, ἡ Ἀρχή, εἶναι ὁ Πατήρ, ἀπὸ ’κεί πηγάζουν τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Στὴν Ἁγία Τριάδα, λοιπόν, ἔχουμε μία διαβάθμιση, δὲν ἔχουμε αὐτόματη συνύπαρξη, ἀλλὰ ἔχουμε ὕπαρξη ἡ ὁποία μεταφέρεται ἀπὸ τὸν ἕναν στὸν ἄλλον. Ἐὰν βάλουμε τὰ πρόσωπα νὰ ἐμφανίζονται ἔτσι ταυτόχρονα, τότε καταργοῦμε τὴν ἔννοια τῆς αἰτιότητος. Ἡ αἰτιότητα δὲν εἶναι κάτι ποὺ μποροῦμε νὰ παραβλέψουμε.
»Ὁ πρῶτος ἔχει τὴν τιμὴ καὶ προηγεῖται μόνο γιατὶ ἐλεύθερα τὸν ἀποδέχονται οἱ μετ’ αὐτόν. Τὸ πρότυπο τῆς εὐχαριστιακῆς ἱεραρχίας εἶναι ἡ Ἁγία Τριάδα, στὴν ὁποία σαφῶς καὶ ὑπάρχει ἱεραρχία (βλ. «ὁ Πατήρ μου μείζων μού ἐστι»), ἀλλὰ ἡ προσωπικὴ ἱεράρχηση (ποτὲ π.χ. δὲν μποροῦμε νὰ βάλουμε πρῶτο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἢ τρίτον τὸν Υἱό), δὲν συνεπάγεται μείωση τῆς οὐσίας, δηλαδὴ ὀντολογικὴ ἱεράρχηση: τὰ τρία πρόσωπα εἶναι ἴσα καὶ ταυτίζονται κατὰ τὴν οὐσία Ἡ ἱεράρχηση στὸ προσωπικὸ ἐπίπεδο (ὁ Πατὴρ αἴτιος, ὁ Υἱὸς αἰτιατόν, τὸ Πνεῦμα αἰτιατὸν διὰ τοῦ αἰτιατοῦ) δεν αἴρει τὴ βασικὴ καὶ κατ’ οὐσίαν ἰσότητα τῶν Τριαδικῶν προσώπων». [σ.σ.: Ἐδῶ ἀκριβῶς συναντᾶμαι τὴν θεολογία τοῦ filioque καί, ἑπομένως, ὅλη ἡ εὐχαριστιακή θεολογία, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ ἐφαρμογὴ τῆς προσωπικῆς ἱεράρχισης, εἶναι ἐφαρμογὴ τῆς αἱρέσεως τοῦ filioque. Διότι στὴν πατερικὴ διδασκαλία αἴτιο εἶναι καὶ τὸ τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγ. Τριάδος. Κύριος αἴτιος τῆς υἱοθεσίας μας (στὴν ἐνσάρκωση) εἶναι ὁ Κύριος, αἴτιος τῆς ἀληθείας (Πεντηκοστή) εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα]. Καὶ συνεχίζει ὁ κ. Ζηζιούλας: «Τὸ ἴδιο καὶ μέσα στὴν εὐχαριστιακὴ κοινότητα, καὶ κατ’ ἐπέκταση στὴν Ἐκκλησία, ὅλοι εἶναι ἐξ ἴσου μέλη τοῦ σώματος καὶ ὅλοι ἔχουν ἀνάγκη ἀλλήλων, ἀλλὰ δὲν εἶναι ὅλοι τὸ ἴδιο. Ἡ ἔννοια τῆς κεφαλῆς ταυτίζεται ἀπὸ τὸν ἀπ. Παῦλο καὶ εἰσάγεται καὶ στὸ εὐχαριστιακὸ καὶ κανονικὸ λεξιλόγιο τῆς Ἐκκλησίας, ἀκριβῶς γιατὶ οἱ ρίζες της βρίσκονται στὴν ἴδια τὴν Ἁγία Τριάδα, τῆς ὁποίας εἰκόνα εἶναι ἡ Ἐκκλησία» (Ζηζιούλα Ἰω, «Εὐχαριστία καὶ Κόσμος», Ὁμιλία στὴν Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν Βόλου, 2008).
Β) Ἀκολουθοῦν: ἡ μετάφραση ἀποσπασμάτων ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ ποὺ ἀναιροῦν τὶς θέσεις τοῦ κ. Ζηζιούλα καὶ στὴ συνέχεια τὸ ἀρχαῖο  κείμενο.
ΠΕΡΙ ΕΚΠΟΡΕΥΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
ΛΟΓΟΣ Α΄.
Μετάφραση:
(Ι) «Ἐὰν πράγματι εἴπῃς, ὅτι τὸ Πνεῦμα ἀριθμεῖται εἰς τὴν σειρὰν μετὰ τὸν Υἱόν, τὸ ὁποῖον σοῦ φαίνεται ὡς τὸ ἀσφαλέστερον ἐπιχείρημα, ὅπως δὲ θὰ ἠδυνάμην νὰ εἴπω ἐγώ, δὲν εἶναι ὀλιγώτερον ἐσφαλμένον ἀπὸ τὰ ἄλλα, καὶ ἐκεῖνα θὰ σοῦ δείξουν ὅτιἐνίοτε ὁ Υἱὸς ἀναφέρεται μετὰ τὸ Πνεῦμα, ὅτι δηλαδὴ προαριθμεῖται τὸ ἅγιον Πνεῦμα... Ἡμεῖς δὲ λέγομεν τὸν Πατέρα οὔτε προκαταρκτικὸν οὔτε πρῶτον αἴτιον ἐπὶ τοῦ Πνεύματος, ὅπως σεῖς, δεύτερον δὲ τὸν Υἱόν, ἂν καὶ λόγῳ τοῦ δημιουργικοῦ αἰτίου οὕτω καλεῖται ὁ Υἱός. Καὶ ἐπειδὴ δι’ αὐτὸ καλεῖται οὕτως, ἐνίοτε ἀπὸ τοὺς θεολόγους  καλεῖται οὕτω καὶ ὅταν ὁμιλοῦν περὶ τῶν ἀκτίστων, ὅπως καὶ Πατὴρ καλεῖται λόγῳ τοῦ Υἱοῦ. Ἀλλ’ ἐνίοτε καὶ ὅταν ὁμιλοῦμεν διὰ τὰ κάτω οὕτω τὸν ὀνομάζομεν· διότι δὲνλατρεύομεν πρῶτον μὲν Θεὸν τὸν Πατέρα, δεύτερον δὲ τὸν Υἱόν, τρίτον δὲ τὸ ἅγιον Πνεῦμα, ὥστε πάντοτε μετὰ τὸ πρῶτον νὰ λέγωμεν τὸ δεύτερον καὶ μετ’ αὐτὸ τὸ τρίτον, ὑπερβάλλοντες ἀναγκαστικῶς εἰς τάξιν τὰ ὑπερβαίνοντα πᾶσαν τάξιν ὅπως καὶ πᾶσαν ἄλλην κατάστασιν (Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ἔργα 1, Πατερικαὶ Ἐκδ. “Γρ. Παλαμᾶς”, σελ. 145).
(ΙΙ) «33. Πράγματι ὁ χρυσοῦς εἰς τὴν γλῶσσαν Ἰωάννης ...λέγει· “ἂς κηρύττεται τὸ ἅγιον Πνεῦμα· ἂς ὑψώνεται ὁ μονογενής· ἂς δοξάζεται ὁ Πατήρ. Κανεὶς ἂς μὴ νομίζῃ ὅτι ἔχει ἀνατραπῆ ἡ ἀξία, ἂν μνημονεύωμεν πρῶτον τὸ Πνεῦμα, ἔπειτα τὸν Υἱόν, ἔπειτα τὸν Πατέρα· ἢ πρῶτον τὸν Υἱόν, ἔπειτα τον Πατέρα· διότι ὁ Θεὸς δὲν ἔχει τάξιν, ὄχι ὡς ἄτακτος ἀλλ’ ὡς εὑρισκόμενος ὑπεράνω τάξεως. Οὔτε σχῆμα ἄλλωστε ἔχει ὁ Θεός, ὄχι ὡς ἀσχήμων, ἀλλ’ ὡς ἀσχημάτιστος” (Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Λόγος εἰς τὸ ρητὸν τοῦ Ἀβραάμ 2, PG 56, 56, 555)» (ὅπ. παρ., σελ. 145).
(ΙΙΙ) «Ὑπεράνω τάξεως λοιπὸν ὁ Θεός, ἀλλ’ ὄχι ὑπὸ τάξιν. Ἐὰν δὲ ὑπάρχῃ καὶ τάξιςἐπὶ τοῦ Θεοῦ λόγῳ τοῦ τρισυποστάτου τῆς θεότητος, ἀλλὰ δὲν μᾶς εἶναι γνωστὴδιότι εἶναι ἐπάνω ἀπὸ πᾶν εἶδος τάξεως. Βεβαίως γνωρίζομεν τάξιν κατὰ τὴν ἐκφώνησιν, διδαχθέντες ἀπὸ τὴν θεόπνευστον Γραφήν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν διδασκόμεθα εὐσεβῶς ὅτι αὕτη ἐναλλάσσεται. Τὴν δὲ ἐνυπάρχουσαν ἐκ τῆς φυσικῆς ἀκολουθίας, καὶ μάλιστα εἰς τὰ δύο πρόσωπα, τὸν Υἱὸν καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα, δὲν γνωρίζομεν καθόλου. Διὸ καὶ ὁ θεολογικώτατος τῶν Γρηγορίων εἰς τὸν δεύτερον εἰρηνικὸν λέγει, “οὕτω φρονοῦμεν καὶ οὕτω δεχόμεθα, ὅτι ποίαν σχέσιν καὶ τάξιν ἔχουν τὰ πρόσωπα ταῦτα, πρέπει νὰ τὸ ἀφήνωμεν εἰς τὴν Τριάδα νὰ τὸ γνωρίζῃ καὶ εἰς τοὺς κεκαθαρμένους εἰς τοὺς ὁποίους θὰ τὸ ἀποκαλύψῃ ἡ Τριὰς ἢ τώρα ἢ ὕστερα” (Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 23, 11)»  (ὅπ. παρ., σελ. 145, 147).
(ΙV) «Βεβαίως γνωρίζομεν καὶ ἡμεῖς αὐτὴν τὴν παραδεδεγμένην τάξιν ἐπὶ τοῦ Θεοῦ· ὅτι δηλαδὴ ὁ Υἱὸς καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα εἶναι ὁμοῦ ἐκ τοῦ ἀϊδίου, ὑπάρχοντα εἰς ἄλληλα καὶ εἰς ἄλληλα ἀνήκοντα καὶ δι’ ἀλλήλων προβαίνοντα ἀσυγχύτως καὶ ἀμιγῶς... Τὴν ἄλλην ὅμως τάξιν, ἡ ὁποία θέτει τὸ ἅγιον Πνεῦμα δεύτερον ἐκ τοῦ Υἱοῦ, τρίτον δὲ ἐκ τοῦ Πατρός, οὔτε ἡμεῖς γνωρίζομεν οὔτε οἱ διδάσκαλοι καὶ προασπισταὶ τῆς Ἐκκλησίας γνωρίζουν... Διὰ τοῦτο τὸ Πνεῦμα λέγεται μετὰ τὸν Υἱὸν τοῦ Πατρός· ἐπειδὴ δηλαδὴ ἡμεῖς δὲν δυνάμεθα νὰ προφέρωμεν συγχρόνως διὰ τῆς γλώσσης καὶ τὰ δύο, ὅπως ἀκριβῶς προῆλθον ἐκ τοῦ Πατρός, ἐὰν θέσωμεν τὸ Πνεῦμα συναπτόμενον μὲ τὸν Πατέρα πρὸ τοῦ Υἱοῦ, τὸ Πνεῦμα θὰ ἐφαίνετο Υἱός...» (ὅπ. παρ., σελ. 149, 151).
(V) «Διότι ὅλα τοῦ Πατρός ἔχουν ἐξ ἴσου ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα πλὴν τῆς αἰτίας, ἡ ὁποία συμπεριλαμβάνει ἀμφοτέρας τὰς ὑπαρκτικὰς καθ’ ὑπόστασιν διαφοράς. Διὰ τοῦτο ἐνίοτε θέτομεν τὸ Πνεῦμα πρὸ τοῦ Υἱοῦ, μολονότι σπανιώτερον, συχνότερον δὲ μετὰ τὸν Υἱὸν καὶ τοῦτον μετὰ τὸν Πατέρα...» (ὅπ. παρ., σελ. 157).
(VΙ) «36. Ὁ Εὐνόμιος δὲ καὶ μετ’ αὐτὸν οἱ λατινόφρονες, μὴ ἀκούσαντες μὲ σύνεσιν τὴν τοιαύτην πρὸς τὸν Θεὸν εὐχαριστίαν τῶν πατέρων καὶ μὴ δυνηθέντες νὰ κατανοήσουν τὴν μέθοδον κατὰ τὰς ἀντιρρήσεις πρὸς τοὺς ἑτερόδοξους, συνήγαγονἀπὸ ἐδῶ κακῶς ὅτι τὸ ἅγ. Πνεῦμα εἶναι τρίτον ἀπὸ τὸν Πατέρα. Δὲν κατανόησαν οὔτε αὐτό, ὅτι ἂν συνέβαινε τοῦτο καὶ διὰ τούτου ἐδεικνύετο ἡ φυσικὴ τάξις τοῦ Υἱοῦ πρὸς τὸν Πατέρα καὶ τοῦ θείου Πνεύματος πρὸς τὸν Υἱόν, δὲν θὰ ἐτίθετο ἐνίοτε ὁ Υἱὸς μετὰ τὸ Πνεῦμα, τὸ ὁποῖον προαριθμεῖται, ἀφ’ ὅσον ἡ συνεκφώνησις τῶν τριῶν προσκυνητῶν προσώπων ἐναλλάσεται εἰς τὴν θείαν Γραφήν, καθὼς καὶ ὁ Μέγας εἰς τὴν θεολογίαν Γρηγόριος λέγει, ὅτι “τὰ ἴδια καὶ προαρθμοῦνται καὶ ὑπαριθμοῦνταιεἰς τὴν Γραφὴν λόγῳ τῆς ἰσοτιμίας τῆς φύσεως (Λόγος 31, 20)». Καὶ ἀλλοῦ (συνεχίζει ὁ ἅγ. Γρηγόρος ὁ Παλαμᾶς, ὁ ἴδιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέγει: «Θεολόγησε μαζὶ μὲ τὸν Παῦλον..., ἄλλοτε μὲν συναριθμοῦντα τὰς τρεῖς ὑποστάσεις, καὶ μάλιστα κατὰἐναλλακτικὴν σειράν, χωρὶς νὰ τηρῇ αὐστηρῶς τὴν τάξιν, προαριθμοῦντα,ἐναριθμοῦνταὑπαριθμοῦντα τὸ ἴδιον (Λόγος 34, 15)» (ὅπ. παρ.,  σελ. 157-159).
(VΙΙ) «Χωρὶς νὰ λαμβάνει αὐτὰ ὑπ’ ὄψιν ὁ Εὐνόμιος καὶ τὸ γένος τῶν Λατίνων,ἐδογμάτισαν κακῶς ὅτι τὸ ἅγιον Πνεῦμα εἶναι τρίτον εἰς τὴν τάξιν καὶ τὸ ἀξίωμα, ὄχι κατὰ τὴν ὁμολογίαν τάξιν ἀλλὰ κατὰ τὴν φυσικήν. Ἀπὸ ἐδῶ βέβαια ὁ μὲν Εὐνόμιος ἐδογμάτισεν ὅτι εἶναι τρίτον ἀπὸ τὸν Πατέρα κατὰ τὴν φύσιν, ὡς διαφέρον δῆθεν κατ’ αὐτὴν ἀπὸ ἀμφότερα, οἱ δὲ Λατῖνοι κατασκευάζουν ὅτι τὸ ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ» (ὅπ. παρ., σελ. 159).
(VΙΙΙ) «37. Ἡμεῖς δέ μαζὶ μὲ τοὺς ἱεροὺς Πατέρας ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον θέτομεν τὸ Πνεῦμα μετὰ τὸν Υἱὸν καὶ τοῦτον μετὰ τὸν Πατέρα, οὕτως ὥστε καθ’ ὅλα νὰ ἀποδίδωμεν συντομωτάτην τὴν δοξολογίαν καὶ τὴν εὐχαριστίαν καὶ τὴν ἀνάμνησιν διὰ τὰ τρία μέγιστα ὑπὲρ ἡμῶν ἔργα καὶ τὰς θεοπρεπεῖς καὶ προνοητικωτάτας οἰκονομίας· ὄχι διότι εἶναι δεύτερα καὶ τρίτα εἰς τὴν τιμὴν καὶ τὴν ἀξίαν –ἀφοῦ εἶναι ὁμότιμα– οὔτε διότι καθιστῶμεν τὴν δυάδα ἀρχὴν τοῦ ἑνὸς οὔτε διότι ἀναφέρομεν εἰς τὴν δυάδα τὸ ἕν, ἀλλὰ διότι εἷς εἶναι δι’ ἡμᾶς ὁ Θεός, ἀφοῦ  ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα ἀναφέρονται εἰς ἓν αἴτιον, ἀπὸ μόνον τὸν ὁποῖον ἔχει καὶ τὴν ὕπαρξιν ἑκάτερον αὐτῶν...» (ὅπ. παρ., σελ. 159).
(ΙΧ) «33. Ἔπειτα, ὁμιλοῦντες περὶ τῆς τάξεως ἐντὸς τοῦ Θεοῦ, ἀπεδείξαμεν ὅτιδὲν εἶναι γνωστὸν εἰς τοὺς ἁγίους ποίαν σχέσιν ἀπὸ ἀπόψεως τάξεως ἔχουν μεταξύ των ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα» (ὅπ. παρ., σελ. 177).
(Χ) «36. Ἐπίσης δεικνύομεν ὅτι μὴ ἀκούσαντες συνετῶς τοῦτο παλαιότερον ὁ Εὐνόμιος καὶ ὕστερον οἱ Λατινόφρονες ἐδογμάτισαν τὸ ἅγιον Πνεῦμα τρίτον ἀπὸ τὸν Πατέρα· καὶ ἐν συνεχείᾳ προεδογμάτισαν ὁ μὲν Εὐνόμιος ὅτι εἶναι τρίτον καὶ κατὰ τὴν φύσιν, οἱ δὲ Λατῖνοι ὅτι ἔχει τὴν ὕπαρξιν καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ» (ὅπ. παρ., σελ. 179).
 Κείμενο:
(Ι) «Εἰ γάρ ὅτι μετά τόν Υἱόν λέγεται τό Πνεῦμα ὑπαριθμούμενον ἐρεῖς, ὅ σοι δοκεῖ τῶν ἐπιχειρημάτων ἀσφαλέστερον, ὡς ἔγωγ᾿ ἄν φαίην οὐχ ἧττον τῶν ἄλλων σφαλερόν, κἀκεῖνοί σοι τόν Υἱόν δείξουσιν, ἔστιν οὐ λεγόμενον μετά τό Πνεῦμα, προαριθμουμένου δηλαδή τοῦ ἁγίου Πνεύματος...Οὐδὲ γὰρ προκαταρκτικὸν, οὐδὲ πρῶτον αἴτιον ἐπὶ τοῦ Πνεύματος, ὡς ὑμεῖς, τὸν Πατέρα λέγομεν, δεύτερον δὲ τὸν Υἱόν, εἰ καὶ διὰ τὸ δημιουργικὸν αἴτιον ταῦτα καλεῖται ὁ Πατήρ. Κἀκεῖθεν οὕτω κεκλημένος, ἔσθ᾿ ὅτε παρά τῶν θεολόγων οὕτως ὀνομάζεται καί περί τῶν ἀκτίστων τόν λόγον ποιουμένων, ὥσπερ καί Πατήρ διά τόν Υἱόν καλεῖται. Ἀλλ᾿ ἔσθ᾿ ὅτε καί περί τῶν κάτω ποιούμενοι τούς λόγους, οὕτω τοῦτον ὀνομάζομεν˙ οὐδέ γάρ πρῶτον μέν Θεόν τόν Πατέρα σέβομεν, δεύτερον δέ τόν Υἱόν, τρίτον δέ τό Πνεῦμα τό ἅγιον, ἵν᾿ ἀεί τό δεύτερον μετά τό πρῶτον λέγωμεν καί μετ᾿ αὐτό τό τρίτον, ὑπό τάξιν ἐξ ἀνάγκης ἄγοντες τά ὑπεράνω τάξεως, ὥσπερ καί τῶν ἄλλων πάντων ((Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ἔργα 1, Πατερικαὶ Ἐκδ. “Γρ. Παλαμᾶς”, σελ. 144).
(ΙΙ) «33. Ὁ γάρ χρυσοῦς τήν γλῶτταν Ἰωάννης ...φησί˙ “κηρυττέσθω Πνεῦμα ἅγιον˙ ὑψούσθω ὁ μονογενής˙ δοξαζέσθω ὁ Πατήρ. Μηδείς ἀνατετράφθαι τήν ἀξίαν νομιζέτω, εἰ Πνεύματος πρῶτον μνημονεύομεν, εἶτα Υἱοῦ, εἶτα Πατρός˙ ἤ Υἱοῦ πρῶτον, εἶτα Πατρός. Οὐ γάρ ἔχει τάξιν ὁ Θεός, οὐχ ὡς ἄτακτος, ἀλλ᾿ ὡς ὑπέρ τάξιν ὤν. Οὐδέ γάρ σχῆμα ἔχει ὁ Θεός, οὐχ ὡς ἀσχήμων, ἀλλ᾿ ὡς ἀσχημάτιστος”» (ὅπ. παρ., σελ. 144).
(ΙΙΙ) «Ὑπέρ τάξιν οὖν, ἀλλ᾿ οὐχ ὑπό τάξιν ὁ Θεός. Εἰ δ᾿ ἔστι καί τάξις ἐπί τοῦ Θεοῦ διά τό τρισυπόστατον τῆς θεότητος, ἀλλ᾿ οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἐγνωσμένη διά τό ὑπέρ πᾶν εἶδος τάξεως εἶναι. Τήν μέν γάρ κατά τήν ἐκφώνησιν τάξιν ἴσμεν, διδαχθέντες παρά τῆς θεοπνεύστου Γραφῆς, παρ᾿ ἧς καί ἐπαλλαττομένην ταύτην εὐσεβῶς διδασκόμεθα. Τήν δ᾿ ἐκ τῆς φυσικῆς ἀκολουθίας προσοῦσαν, καί μάλιστα τοῖς δυσί προσώποις, τῷ τε Υἱῷ καί τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, οὐδαμῶς ἴσμεν. Διό Γρηγορίων ὁ θεολογικώτατος ἐν τῷ δευτέρῳ τῶν Εἰρηνικῶν φησιν, «οὕτω φρονοῦμεν καί οὕτως ἔχομεν, ὡς ὅπως μέν ἔχει ταῦτα σχέσεώς τε καί τάξεως, αὐτῇ μόνῃ τῇ Τριάδι συγχωρεῖν εἰδέναι καί οἷς ἄν ἡ Τριάς ἀποκαλύψῃ κεκαθαρμένοις, ἤ νῦν ἤ ὕστερον» (ὅπ. παρ., σελ. 146, 148).
 (IV) «Ὅτι μέν γάρ ἅμα ἐξ ἀϊδίου ὁ Υἱός τε καί τό Πνεῦμα τό ἅγιον, ἐν ἀλλήλοις τε ὄντα καί ἀλλήλων ἐχόμενα καί δι᾿ ἀλλήλων ἀφύρτως τε καί ἀμιγῶς χωροῦντα· ...τήν δέ δεύτερον μέν ἐκ τοῦ Υἱοῦ, τρίτον δέ ἀπό Πατρός τιθεῖσαν τό Πνεῦμα τό ἅγιον οὔθ᾿ ἡμεῖς ἴσμεν οὔτε οἱ διδάσκαλοι καί προασπισταί τῆς Ἐκκλησίας... Διά τοῦτο μετά τόν τοῦ Πατρός Υἱόν λέγεται τό Πνεῦμα˙ μή δυναμένων γάρ ἡμῶν ἄμφω προφέρειν διά γλώττης ἅμα, ὥσπερ ἄρα καί ἐκ τοῦ Πατρός προῆλθον, εἰ πρό τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα τῷ Πατρί συννημένον θείημεν, δόξαι ἄν Υἱός τό Πνεῦμα» (ὅπ. παρ., σελ. 148, 150).
(V) «Πάντα γάρ τοῦ Πατρός ὁμοίως ἔχει ὁ Υἱός τε καί τό Πνεῦμα ἄνευ τῆς αἰτίας, συμπεριβαλλούσης ἄμφω τάς ὑπαρκτικάς καθ᾿ ὑπόστασιν διαφοράς. Διό καί πρό τοῦ Υἱοῦ ἔστιν οὗ τίθεμεν τό Πνεῦμα, εἰ καί ὡς ἐπ᾿ ἔλαττον, ὡς δέ ἐπί πλεῖστον μετά τόν Υἱόν καί μετά τόν Πατέρα τοῦτον...» (ὅπ. παρ., σελ. 156).
(VΙ) «36. Εὐνόμιος δέ καί μετ᾿ αὐτόν οἱ λατινικῶς φρονοῦντες μή συνετῶς ἀκηκοότες τῆς πρός τόν Θεόν τοιαύτης εὐχαριστίας τῶν Πατέρων καί τῆς ἐν ταῖς πρός τούς ἑτεροδόξους ἀντιρρήσεσιν οἰκονομίας μή δυνηθέντες συνιδεῖν, συνήγαγον κακῶς ἐντεῦθεν τρίτον ἀπό Πατρός εἶναι τό Πνεῦμα τό ἅγιον, μηδέ τοῦτο συνιδόντες, ὡς εἴγε  τοῦτο ἦν καί διά τοῦτο «ἡ φυσική τάξις τοῦ τε Υἱοῦ πρός τόν Πατέρα καί τοῦ θείου Πνεύματος πρός τόν Υἱόν ἐδείκνυτο, οὐκ ἄν, ἐπαλλαττομένης ἐν τῇ θείᾳ Γραφῇ τῆς συνεκφωνήσεως τῶν τριῶν προσκυνητῶν προσώπων, ἔστιν οὗ μετά τό Πνεῦμα ὁ Υἱός ἐτίθετο, προαριθμουμένου δηλαδή τοῦ ἁγίου Πνεύματος, καθάπερ καί ὁ πολύς ἐν θεολογίᾳ φησί Γρηγόριος, ὅτι «τά αὐτά καί προαριθμεῖται καί ὑπαριθμεῖται παρά τῇ Γραφῇ διά τήν ἰσοτιμίαν τῆς φύσεως... “Θεολόγησον, τοῦ πρός τρίτον οὐρανόν ἀναχθέντος, ποτέ μέν συναριθμοῦντος τάς τρεῖς ὑποστάσεις, καί τοῦτο ἐνηλλαγμένως, οὐ τετηρημένως ταῖς τάξεσι, προαριθμοῦντος, ἐναριθμοῦντος, ὑπαριθμοῦντος τό αὐτό”» (ὅπ. παρ., σελ. 156-158).
(VΙΙ) «Τούτων οὖν Εὐνόμιός τε καί τό τῶν Λατίνων γένος, μηδένα ποιησάμενοι λόγον, τρίτον εἶναι τῇ τάξει καί τῷ ἀξιώματι τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐδογμάτισαν, οὐ τῇ κατά τήν ὁμολογίαν τάξει ἀλλά τῇ φυσικῇ, κακῶς. Ὅ γε μήν Εὐνόμιος ἐντεῦθεν τρίτον ἀπό τοῦ Πατρός εἶναι καί τῇ φύσει, ὡς ἀμφοτέρων κατ᾿ αὐτήν διαφέρον, προσεδογμάτισεν, οἱ δέ Λατῖνοι καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπορεύεσθαι τό Πνεῦμα τό ἅγιον κατασκευάζουσιν» (ὅπ. παρ., σελ. 158).
(VΙΙΙ) «37. Ἡμεῖς δέ σύν τοῖς ἱεροῖς πατράσιν ὡς ἐπί τό πλεῖστον τό Πνεῦμα μετά τόν Υἱόν τιθέαμεν καί μετά τόν Πατέρα τοῦτον, ἵνα τῶν τριῶν ὑπέρ ἡμῶν μεγίστων ἔργων καί θεοπρεπῶν καί προμηθεστάτων οἰκονομιῶν συντομωτάτην ἀποδιδῶμεν διά πάντων τήν δοξολογίαν καί τήν εὐχαριστίαν καί τήν ἀνάμνησιν˙ οὐχ ὅτι δεύτερα καί τρίτα τῇ τιμῇ καί τῇ ἀξίᾳ - καί γάρ ὁμότιμα – οὐδέ τήν δυάδα ποιοῦντες τοῦ ἑνός ἀρχήν, οὐδ᾿ εἰς τήν δυάδα ἀναφέροντες τό ἕν, ἀλλ᾿ εἷς ἡμῖν Θεός, εἰς ἕν αἴτιον καί Υἱοῦ καί Πνεύματος ἀναφερομένων, ἐξ οὗ μόνου ἔχει τήν ὕπαρξιν ἑκάτερον αὐτῶν...» (ὅπ., παρ., σελ. 158).
(ΙΧ) «Εἶτα περί τῆς ἐν Θεῷ τάξεως ποιησάμενοι τόν λόγον προσαπεδείξαμεν μή γνωστόν εἶναι τοῖς ἁγίοις, ὅπως ἔχει πρός ἄλληλα σχέσεώς τε καί τάξεως ὁ Υἱός τε καί τό Πνεῦμα τό ἅγιον...» (ὅπ. παρ., σελ. 176).
(Χ) Καί ὅτι τοῦτο μή συνετῶς ἀκούσαντες Εὐνόμιός τε πρότερον καί οἱ λατινικῶς πεφρονηκότες ὕστερον, τρίτον ἀπό τοῦ Πατρός ἐδογμάτισαν τόν Πνεῦμα τό ἅγιον˙ κἀντεῦθεν ὁ μέν Εὐνόμιος τρίτον καί τῇ φύσει, Λατῖνοι δέ καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ τό εἶναι ἔχειν προσεδογμάτισαν» (ὅπ. παρ., σελ. 178).
«Φιλορθόδοξος Ἕνωσις “Κοσµᾶς Φλαµιᾶτος”»

Ἡ Ὀρθόδοξος παράδοσις καὶ ὁ σύγχρονος κόσμος Γέρων Θεόκλητος Διονυσιάτης (+)






(Ἀπὸ τὴν ὁμιλία ποὺ εἶχε κάμει στὴ Λεμεσὸ τὸ Νοέμβριο τοῦ 1981 ὁ πατὴρ Θεόκλητος Διονυσιάτης.)

Τώρα ποὺ εὑρισκόμεθα εἰς τὸν 20ον αἰώνα, εἰς τὸν κόσμον αὐτὸν μὲ τὰς συγχρόνους ἀντιλήψεις του, μὲ τὰς ἰδιότυπους δομάς του, μὲ τὴν ἀλλοφροσύνην του, μὲ τὴν σύνεσίν του, μὲ τὴν ἀλογίαν του καὶ τὴν λογικήν του, ἡ Ἐκκλησία δὲν ἔχει νὰ πῆ τίποτε νεώτερον ἀπ' ὅ,τι εἶπε. Ἁπλῶς μπορεῖ νὰ χρησιμοποιῆ μεθόδους διαφόρους αἱ ὁποῖαι ἐπιβάλλονται λόγῳ τῶν συνθηκῶν τοῦ συγχρόνου κόσμου. Ὅ,τι ὅμως εἶπε διὰ τῶν Ἁγίων Πατέρων, συνεχίζει νὰ τὸ λέγη καὶ σήμερα εἰς τὸν κόσμον. Ἐὰν ἀκολουθῶμεν τοὺς βίους τῶν Ἁγίων μας καὶ τὴν ἐν Ἁγίῶ Πνεύματι διδασκαλίαν των ἀγωνιζόμενοι νὰ οἰκειοθῶμεν αὐτὴν διὰ πείρας, τότε θὰ καταλάβωμεν τί θησαυροὺς ἔχει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία.

Πράγματι, ἔρχονται εἰς τὸν νοῦν ὠρισμένα κείμενα τῶν «μυστικῶν» Πατέρων τὰ ὁποῖα δικαιώνουν τὸν ἀσκητικὸν βίον, ὅπως τὰ κείμενα τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, ποὺ ἀναφέρονται σ' αὐτὴν τὴν προσωπικὴν κοινωνίαν ποὺ εἶχε μὲ τὸν Θεόν, καὶ τὰς συνεπείας αὐτῆς τῆς κοινωνίας. Ἀφοῦ ἔζησεν εἰς Μοναστήριον ἀπὸ μικρὸ παιδί, μὲ τὴν ἄσκησιν, καὶ ὑπακοὴν εἰς τὸν Γέροντά του, τὰς νηστείας του, τὰς ἀγρυπνίας του, τὰς προσευχάς του, τὴν βαθεῖαν ταπείνωσίν του, ἔφθασε νὰ γίνη σκεῦος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέχρι τοιούτου σημείου ὥστε ἡ Ἐκκλησία νὰ τὸν ὀνομάση «Θεολόγον», μετὰ τὸν Ἰωάννην τὸν Θεολόγον καὶ τὸν Γρηγόριον τὸν Θεολόγον.

Λέγει λοιπὸν εἰς ἕνα σημεῖον ὁ ἅγιος Συμεών, εἰς τοὺς «Ὕμνους θείων ἐρώτων», τὸ ἑξῆς, τὸ ὁποῖον μεταφέρω ἐν μεταφράσει: «Ἀπολαύω τῆς ἀγάπης Σου καὶ τῆς ὡραιότητός Σου, καὶ εἶμαι πλήρης θείας εὐδαιμονίας καὶ θείας γλυκύτητος. Τὸ πρόσωπόν μου λάμπει ὅπως τὸ πρόσωπον τοῦ ἀγαπημένου μου Ἰησοῦ. Ὅταν βυθίζωμαι μέσα εἰς τὸ φῶς Σου, τότε αἰσθάνομαι ὅτι γίνομαι ἕνα φῶς ὅμοιον μὲ τὸ ἰδικόν Σου. Καὶ τότε βλέπω τὸν ἑαυτόν μου ὡραιότερον ἀπ’ ὅλους τους ὡραίους, πλουσιώτερον ἀπ’ ὅλους τοὺς πλουσίους καὶ δυνατώτερον ἀπ’ ὅλους τοὺς αὐτοκράτορας. Διότι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος εἶναι ἄξιος νὰ εἰσέλθη εἰς τὸ φῶς Σου, γίνεται ἕνα φῶς ὅμοιον μὲ τὸ ἰδικόν Σου...»

Κοιτάξτε τί πληρότης καὶ τί αὐτάρκεια ἐν Θεῷ, τί ὀμορφιά, ὀμορφιὰ ὄχι μορφικὴ καὶ εἰκονιστικὴ ἀλλὰ ὀμορφιὰ πνευματική, εἰς τρόπον ὥστε, παρὰ τὸ βάθος τῆς ταπεινοφροσύνης του, νὰ βλέπη τὸν ἑαυτὸν του ὡραιότερον ἀπ’ ὅλους τοὺς ὡραίους, πλουσιώτερον ἀπ’ ὅλους τοὺς πλουσίους καὶ δυνατώτερον ἀπ’ ὅλους τοὺς αὐτοκράτορας, ἐπειδὴ ζῆ μέσα εἰς τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ. Καὶ αὐτὸ δὲν συμβαίνει μόνον εἰς τὸν ἅγιον Συμεών, ἀλλ’ εἰς ὅλα τὰ πλήθη τῶν ὁσίων Πατέρων, εἰς ὅσους ἐκαθάρισαν τὴν ψυχὴν τῶν ἀπὸ κάθε μολυσμόν, ἐταπεινώθησαν βαθέως καὶ ἐκοινώνησαν μὲ τὸν Θεόν.

Ὑπάρχουν ἐμπειρίαι, ὡς ἀλήθειαι καὶ ὡς ἦθος τῆς Ἐκκλησίας, αἱ ὁποῖαι δὲν γίνονται γνωσταὶ καὶ προσιτοὶ εἰς τὸν ἀνθρώπινον λόγον. Οὔτε ὑπόκεινται εἰς μίαν ἀνάλυσιν συλλογιοτικὴν καὶ λογικὴν ἀπὸ ἀνθρώπους ἐστερημένους αὐτῶν τῶν ἐμπειριῶν. Πρέπει νὰ κοινωνήση κανεὶς μὲ τὰς ἐμπειρίας αὐτάς, νὰ γίνη ὁ ἴδιος φορεὺς αὐτῶν τῶν Ἁγιοπνευματικῶν ἐμπειριῶν διὰ νὰ μπορῆ νὰ καταλάβη αὐτὰ τὰ μυστικὰ ὄργια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τὰς καρδίας τῶν Ἁγίων.

Ἂς ἀναφέρω ἐνδεικτικῶς τὴν ὑπακοὴν τὴν ὁποίαν κάμνομεν ἡμεῖς οἱ μοναχοί. Τί εἶναι ἡ ὑπακοὴ κατὰ βάθος; Μία ἠθελημένη ἄρσις τῆς ἐλευθερίας• θυσιάζω τὴν ἐλευθερίαν μου καὶ ὑποτάσσομαι, ἄρα εἶμαι ἀνελεύθερος• ὁ ἀνελεύθερος εἶναι δοῦλος. Ἐν τούτοις, αὐτὴ ἡ πράξις τῆς ἑκουσίου δουλείας, συμφώνως πρὸς τὴν καθολικὴν ἐμπειρίαν τῆς Ἐκκλησίας, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ ἔναρξις τῆς ἀπελευθερώσεως τῆς ψυχῆς, διότι δουλεία εἶναι στὴν πραγματικότητα ἡ ἐλευθερία τῶν ἀνθρώπων.

Ὅσοι, λοιπόν, ὑπέταξαν τὸν ἑαυτὸν των εἰς αὐτὴν τὴ διαδικασίαν τῆς ἑκουσίου ὑποταγῆς, ὅσοι ἐπέρασαν μέσα ἀπὸ τὸ στάδιον τῆς ἀσκήσεως, συνιστάμενον εἰς νηστείας, ἀγρυπνίας, προσευχάς, ἡσυχίαν, ταπείνωσιν, ὀνειδισμούς, μέσα εἰς τὸν χῶρον τὸν μοναστηριακὸν ἤ τὸν σκητιωτικὸν ἤ τὴν ἔρημον, γνωρίζουν τί δίδουν εἰς τὴν ψυχὴν αὐτὰ ὅλα, ποιὸν εἶναι τὸ ἄνθος τὸ ὁποῖον ἀναφύεται μέσα ἀπὸ τὴν ψυχὴν ὕστερα ἀπὸ αὐτὴν τὴν διαδικασίαν.
Ἔτσι διεμορφώθη τὸ ἦθος τῆς Ἐκκλησίας, καὶ εἰς αὐτὸ ἔπαιξε πρωτεύοντα ρόλον ὁ Μοναχισμός. Ὁ Μοναχισμὸς εἶναι ἀναπόσπαστος ἀπὸ τὴν καθολικὴν ζωὴν τῆς Ἐκκλησίας• διαφέρει μόνον εἰς τὴν ἰδιοτυπίαν ζωῆς καὶ ἁπλῶς ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὰς ἐγκοσμίους κοινωνίας. Ἡ Ἐκκλησία πάντοτε τὸν ἐθεώρησε ὡς ὑπόδειγμα τῆς ἐν κόσμῳ ζωῆς, ὑπόδειγμα τὸ ὁποῖον κεῖται εἰς μίμησιν (ὄχι βεβαίως ὅλων τῶν τρόπων ζωῆς του) ἀλλὰ ὅσον εἶναι δυνατόν. Δι’ αὐτὸ ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος μᾶς λέγει: «Φῶς μὲν μοναχοῖς, ἄγγελοι• φῶς δὲ κοσμικοῖς, μοναδικὴ πολιτεία».

Ἄς μοῦ ἐπιτραπῆ νὰ ἰσχυρισθῶ ὅτι δὲν μποροῦμεν νὰ ἔχωμεν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, χωρὶς τὸν Μοναχισμόν. Εἶναι ἐνδεχόμενον νὰ εἴμεθα ἐντελῶς μέλη τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐν τούτοις νὰ μὴν εἴμεθα ὀρθόδοξοι• νὰ ζῶμεν δηλαδὴ μέσα εἰς τὸν χῶρον τῆς Ἐκκλησίας ἀγνοοῦντες τὰ μεγαλεῖα τὰ θεολογικὰ καὶ πνευματικὰ ποὺ ἔχει ἡ Ἐκκλησία. Ἱστορικά, θεολογικὰ καὶ πνευματικὰ τεκμήρια βοοῦν ὅτι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι διεμόρφωσαν τὸ ἦθος τῆς Ἐκκλησίας καὶ διασώζουν τὴν Ἐκκλησίαν τὴν Ὀρθόδοξον εἰς τὰ ὑψηλὰ ἐπίπεδά της, εἶναι οἱ μοναχοὶ ἤ, ἂν θέλετε, ὄχι ὅλοι ἀλλὰ οἱ Πατέρες οἱ ἐκ μοναχῶν οἱ ὁποῖοι μέσα εἰς τὴν κάμινον τῆς ἀσκήσεώς των, μέσα εἰς τὸν θεῖον ἔρωτά των, ἐφήλκυσαν πλουσίως τὰς ἀκτῖνας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δι’ αὐτὸ καὶ εἰς τὴν ὑμνολογίαν μας συνήθως λέγομεν: «Γέγονας, ὅσιε, ἔσοπτρον καθαρὸν τῶν ἀκτίνων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐλλαμφθεὶς πλουσίως...»

Ἐπαναλαμβάνω: δὲν μποροῦμε νὰ ὀνομαζώμεθα ὀρθόδοξοι ἐὰν δὲν ἀποδεχθῶμεν τὴν ὁμόφωνον διδασκαλίαν τῶν Ἁγίων Πατέρων, καὶ δὲν μποροῦμεν νὰ παρεκκλίνωμεν ἀπὸ τὴν βασιλικὴν αὐτὴν πορείαν τῶν Ἁγίων Πατέρων χωρὶς νὰ διακινδυνεύσωμεν νὰ δημιουργήσωμεν ἀντινομικὰς καταστάστεις μέσα μας ἤ νὰ περιπέσωμεν εἰς μίαν πνευματικὴν σχιζοφρένειαν.

Ἡμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι εἴμεθα ὡραιότεροι ἀπ' ὅλους τοὺς ὡραίους, πλουσιώτεροι ἀπ’ ὅλους τοὺς πλουσίους, καὶ δυνατώτεροι ἀπ’ ὅλους τοὺς αὐτοκράτορας ἐὰν εἰσέλθωμεν μέσα εἰς τὸν χῶρον τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως καὶ δὲν ἀφήσωμεν τὰς ψυχάς μας νὰ ἀπατῶνται μὲ πτωχοδιδασκαλίας, ἑτεροδιδασκαλίας καὶ ἑτεροθρησκείας, μὲ ἐπινοήματα ἀνθρώπων μὲ λογισμοὺς «δειλούς», κατὰ τὸν προφήτην, ἀνθρώπων ἐστερημένων κύρους καὶ αὐθεντίας. Ἡ Ὀρθοδοξία μας εἶναι μεγάλον πράγμα: δὲν διακρίνεται δι’ αὐτάρκειαν ἐν τοῖς ἐλαχίστοις, καὶ εἶναι ξένη πρὸς τὴν ἔπαρσιν τὴν ὁποίαν προκαλοῦν μερικαὶ ἀγαθαὶ πράξεις φαρισσαϊκοῦ τύπου. Εἶναι πλούσια. Εἶναι ὁ πολύτιμος μαργαρίτης τὸν ὁποῖον ὁ Κύριός μας ἐκάλεσε νὰ ἀγοράσωμεν ἀφοῦ πωλήσωμεν πάντα. Λέγει δὲ χαρκτηριστικῶς ἐπὶ τοῦ σημείου αὐτοῦ ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης εἰς ἕνα τροπάριόν του: «Γίνου, ψυχή μου, μεγαλέμπορος»• μεγαλέμπορος, λοιπόν• ὄχι ψιλικατζής. Γιὰ μεγάλα πράγματα μᾶς ἔχει ὁμιλήσει ὁ Θεός.

Εἶναι ἐνδεχόμενον νὰ μὴν ἔχωμεν αὐτὰ τὰ γνωρίσματα τοῦ ἀληθινοῦ Ὀρθοδόξου, ἀπὸ τὴν ραθυμίαν μας ἤ ἄλλους λόγους. Τότε ἡ Ὀρθοδοξία μᾶς ὁδήγει τουλάχιστον εἰς τὴν ταπείνωσιν: μᾶς δεικνύει τὰ μεγαλεῖα ποὺ ἔχει ἑτοιμάσει ὁ Θεὸς δι’ ἡμᾶς, τὰ ὁποῖα καὶ καλούμεθα νὰ οἰκειωθῶμεν. Ὅταν δέ, διὰ ποικίλους λόγους, δὲν δυνάμεθα νὰ τὸ πράξωμεν, μᾶς ὑποδεικνύει μίαν ἄλλην λύσιν διὰ νὰ ἀντιμετωπίσωμεν τὴν δυστυχίαν μας: τὴν ταπείνωσιν. Μᾶς ἀπεκάλυψες, Κύριε, ἀρίστην ὁδὸν ὑψώσεως τὴν ταπείνωσιν, λέγει καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος.

Ἀντιθέτως, ἐὰν θεωρήσωμεν ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ἕνα θέμα δοσοληψίας μὲ τὸν Θεὸν (νὰ κάμωμεν δηλαδὴ μερικὰς καλὰς πράξεις κοινωνικοῦ χαρακτῆρος, νὰ προσευχώμεθα, νὰ κοινωνῶμεν, νὰ ἐξομολογούμεθα, καὶ αὐτὸ εἶναι ἀρκετόν), περιπίπτομεν εἰς τὴν αὐτάρκειαν, καὶ ἐνῶ εἴμεθα δυστυχεῖς, ἐλεεινοὶ καὶ γεμάτοι πάθη, αἰσθανόμεθα μίαν ἀνεσιν• αὐτὸς εἶναι ὁ φαρισσαϊσμὸς τὸν ὁποῖον ἐπισημαίνει ὁ Κύριος. Ἐνῶ ἡ ἁγία Ὀρθοδοξία μας (δηλ. τὸ αὐθεντικῶς ἑρμηνευόμενον ἅγιον Εὐαγγέλιον) μᾶς λέγει: καθαρθεῖτε ἀπὸ τὰ πάθη διὰ νὰ οἰκήσω μέσα σας• μὴν ἐμπιστεύεσθε μερικὰς ἐνεργείας ἐξωτερικὰς αἱ ὁποῖαι δὲν ἀποτελοῦν αὐτοσκοπὸν ἀλλὰ μέσον• ἐλευθερωθεῖτε ἀπὸ τὰ πάθη διὰ νὰ εἰσέλθω εἰς τὴν καρδίαν σας. Εἶναι αὐτὸ διὰ τὸ ὁποῖον προσευχόμεθα κάθε ἡμέραν: «Βασιλεῦ οὐράνιε, Παράκλητε, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας..., ἐλθὲ καὶ σκήνωσον ἐν ἡμῖν καὶ καθάρισον ἡμᾶς ἀπὸ πάσης κηλίδος...».

Μὴν ἐπαναπαυώμεθα λοιπόν, καὶ ἀπατῶμεν ἑαυτοὺς μὲ μικρὰ καὶ πτωχὰ καὶ εὐτελῆ πράγματα τὰ ὁποία ἄλλωστε κάμνουν καὶ οἱ «ἐθνικοί». Πρέπει νὰ ὁδηγηθῶμεν εἰς μίαν διαρκῆ ἀναζήτησιν τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, «Οὐκ ἔστιν ἄλλο τὸ ζητεῖν τὸ Θεὸν καὶ ἄλλο τὸ εὑρίσκειν, ἀλλὰ τοῦτο ἐστὶ τὸ εὑρίσκειν, τὸ ἀεὶ ζητεῖν καὶ ἐκκκαίεσθαι εἰς τὸν πόθον Ἐκείνου». Λοιπόν, ὅρος εὑρέσεως εἶναι ὁ πόθος• ὅταν ἔχωμεν πόθον, εὑρήκαμεν τὸν Θεόν. Δὲν τελειώνει ὅμως ἐκεῖ ἡ διαδικασία εὑρέσεως τοῦ Θεοῦ διότι, ὁ Θεὸς εἶναι ἄπειρος καὶ ἀσύλληπτος. Ὁ ἄνθρωπος δὲν σταματᾶ τὴν φοράν του πρὸς τελειότητα ἀφοῦ ἡ τελειότης καὶ τῶν τελείων εἶναι ἀτέλεστος. Δι’ αὐτὸ ἡ ζωὴ τῶν ἀληθινῶν ὀρθοδόξων εἶναι ζωὴ πεινώντων καὶ διψώντων τὸν Κύριον. Καὶ ὅταν δὲν τὸν εὑρίσκουν καὶ στενάζουν καὶ πενθοῦν καὶ φωνάζουν μαζὶ μὲ τὸν Δαυΐδ, «Πότε ἤξω καὶ ὀφθήσομαι τῷ προσώπῳ τοῦ Θεοῦ», ἤ πάλιν « Ὡς ἡ ἔλαφος ἐπείγεται ἐπὶ τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων, οὕτω καὶ ἡ ψυχή μου σὲ διψᾶ, ὁ Θεός», ἤ ὅπως ἡ νύμφη εἰς τὸ Ἆσμα Ἀσμάτων λέγει, «Τετρωμένη ἀγάπης εἰμὶ ἐγώ..., εἰς ὀσμὴν μύρων σου δραμοῦμαι...» (τρέχω ὀπίσω Σου Χριστέ μου)!...

Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἀπ. Παῦλος αὐτὸ λέγει: «Διώκω εἰ καὶ καταλάβω, ἐφ' ᾧ καὶ κατελήφθην ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ Ἰησοῦ» (τρέχω διὰ νὰ κάμω ἰδικόν μου ἐκεῖνο διὰ τὸ ὁποῖον καὶ ὁ Ἰ. Χριστὸς μὲ ἔκαμε ἰδικόν του). Καὶ ἀκόμη, «τὰ μὲν ὀπίσω ἐπιλανθανόμενος τοῖς δὲ ἔμπροσθεν ἐπεκτεινόμενος, κατὰ σκοπόν, διώκω...» (Φιλιπ. 3:12-14). Ξεχνῶ ὅ,τι ἔχω κάμει, τὰ ἀθλήματα τὰ μεγάλα, καὶ κρατῶ μόνο ἕνα πράγμα: τὴν γνῶσιν τῆς ἀθλιότητός μου. Ἕνας γίγας, ὁ Παῦλος, ἐκράτει μόνον τὴν γνῶσιν τῆς ἀθλιότητός του. " Ὅταν εἶχεν ἀνεβεῖ μέχρι τρίτου οὐρανοῦ, ὅταν ἔγινε αὐτὸ ποὺ ἦτο, ὁ θεῖος Παῦλος, τότε ἔλεγεν, «οὐκ εἰμὶ ἄξιος καλεῖσθαι ἀπόστολος», καὶ «ἔσχατον πάντων, ὡσπερεὶ τῷ ἐκτρωμάτι, ὤφθη ὁ Χριστὸς κάμοί» (Α' Κορ.15,9).

Αὐτὴ εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία μας.

- Γία τις αμαρτίες...( Γέρων Πορφύριος)




Ας μη γυρίζουμε πίσω στις αμαρτίες που έχουμε εξομολογηθεί. Η ανάμνηση των αμαρτιών κάνει κακό. Ζητήσαμε συγγνώμη; Τέλειωσε. Ο Θεός όλα τα συγχωρεί με την εξομολόγηση… Κι εγώ σκέπτομαι ότι αμαρτάνω. Δεν βαδίζω καλά. Ό,τι όμως με στενοχωρεί, το κάνω προσευχή, δεν το κλείνω μέσα μου, πάω στο πνευματικό, το εξομολογούμαι, τέλειωσε! Να μη γυρίζομε πίσω και να λέμε τι δεν κάναμε. Σημασία έχει τι θα κάνομε τώρα, απ’ αυτή τη στιγμή και έπειτα.
Η απελπισία και η απογοήτευση είναι το χειρότερο πράγμα. Είναι παγίδα του σατανά, για να κάνει τον άνθρωπο να χάσει την προθυμία του στα πνευματικά και να τον φέρει σε απελπισία.

Τυπικόν της 9ης Ἰουνίου 2012



Σάββατον: Ἐν ᾧ ἀποδίδεται ἡ Ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς. 
Τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Κυρίλλου, Ἀρχιεπισκόπου 
Ἀλεξανδρείας.
 Τῶν Ἁγίων πέντε Κανονικῶν  Παρθένων.
 
Ἡ Ἀκολουθία ψάλλεται ἀπαραλλάκτως, ὡς καί τήν ἡμέραν
 τῆς Ἑορτῆς, ἐν μέν τῷ Ἑσπερινῷ τά Στιχηρά Ἰδιόμελα 
Ἑσπέρια εἰς 8, ἅπαντα ἀνά μίαν, ἐξαιρουμένων τῶν
 Ἀναγνωσμάτων, ἐν δέ τῷ Μεσονυκτικῷ· τῶν 
διά τήν Λιτήν Στιχηρῶν Ἰδιομέλων καί ἐν τῷ Ὄρθρῳ·
τοῦ Πολυελέου καί τοῦ μετά αὐτοῦ Καθίσματος, τοῦ
 Εὐαγγελίου τοῦ Ὄρθρου καί τῆς τάξεως αὐτοῦ, 
τοῦ Συναξαρίου καί τοῦ Ὑπομνήματος τοῦ Πεντηκοσταρίου, 
ἀντ’ αὐτοῦ δέ ἀναγινώσκεται τῆς ἡμέρας (9ῃ Ἰουνίου).
ΕΙΣ ΤΗΝ Θ. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΝ
Ἀντίφωνα - Εἰσοδικόν: 
Τῆς Ἑορτῆς.
Μετά τήν Εἴσοδον.
Ἀπολυτίκια:
 1.– Τῆς Ἑορτῆς· «Εὐλογητός εἶ...» καί 
2.– Τοῦ Ναοῦ.
Κοντάκιον: 
Τῆς Ἑορτῆς·«Ὅτε καταβάς...».
Τρισάγιον.
Ἀπόστολος: 
Τῆς ἡμέρας·Σαββάτου α΄ ἑβδομάδος Ἐπιστολῶν (Ῥωμ. α΄ 7-12), μετά τοῦ Προκειμένου τῆς Ἑορτῆς.
Εὐαγγέλιον: 
Ὁμοίως· Σαββάτου α΄ ἑβδομάδος Ματθαίου (Ματθ. ε΄ 42-48).
Εἰς τό Ἐξαιρέτως: 
«Χαίροις, ἄνασσα...».
Κοινωνικόν: 
«Τό Πνεῦμά σου τό ἀγαθόν...».
«Εἴδομεν τό φῶς...».
Ἀπόλυσις: 
«Ὁ ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν...».
 

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...