Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 26, 2014

Άγιος Αλέξιος του Ελνάτ ο δια Χριστόν σαλός(+12/25 Σεπτεμβρίου 1937)

Ἀνάμεσα στοὺς πολλοὺς νεομάρτυρες τῆς ῾Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ὑπῆρξαν καὶ ἀρκετοὶ εὐλαβεῖς λαϊκοί. Ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς ἦταν ὁ Ἀλέξιος Ἰβάνοβιτς Βορόσιν, ὁ ὁποῖος βάδισε τὸν δύσκολο δρόμο τῆς διὰ Χριστὸν σαλότητος. Ἕνα δρόμο ποὺ ἔγινε ἀκόμη πιὸ δύσβατος ἐπειδὴ ὁ Ἀλέξιος ἔζησε στὴ δύσκολη δεκαετία τοῦ ᾿30, ὅταν ἡ βιαιότητα τῆς Σοβιετικῆς πολιτείας ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν ὑπῆρξε φοβερή. Παρ᾿ ὅλες ὅμως τὶς ἀντιξοότητες τῆς ἐποχῆς, ὁ Ἀλέξιος κατάφερε νὰ κρατήσῃ τὴν πίστι καὶ νὰ στεφανωθῇ μὲ τὸν στέφανο τοῡ μαρτυρίου τὸ 1937. Ἂν καὶ οἱ ἐκτελεστές του ἔχουν πλέον ξεχαστῆ, τὸ ἄφθορο σῶμα του παραμένει στὴν πόλι τοῦ Ἰβάνοβο ζωντανὸ μνημεῖο γιὰ τοὺς πιστούς.


Τὰ πρῶτα του χρόνια
Ὁ Ἀλέξιος γεννήθηκε στὶς 24 Ἰανουαρίου τοῦ 1886 στὸ χωριὸ Καουρχίκχο στὴν περιοχὴ Οὔριεβετς τῆς ἐπαρχίας Κόστρομα. Γονεῖς του ἦταν ὁ Ἰβὰν καὶ ἡ Εὐδοκία Βορόσιν, ἄνθρωποι πιστοὶ ποὺ καλλιεργοῦσαν τὴ γῆ. Ἡ περιοχὴ ὅπου μεγάλωσε ὁ Ἀλέξιος ἦταν γνωστή, γιατὶ ἐκεῖ τὸν 16ο αἰῶνα ἔζησε ἀσκητικὰ ὁ ἅγιος Συμεὼν τοῦ Οὔριεβετς. Οἱ ζωὲς τῶν δύο αὐτῶν ἔχουν πολλὲς ὁμοιότητες, ἴσως γιατὶ –ἐκτὸς τοῦ ὅτι ἔζησαν στὴν ἴδια περιοχή– ὁ Ἀλέξιος προσευχόταν θερμὰ στὸν ἅγιο Συμεών.

Ὅταν ὁ Ἀλέξιος ἔφτασε σὲ ἡλικία γάμου, ἄρχισε νὰ ψάχνῃ γιὰ σύζυγο καὶ ἦταν ἕτοιμος ν᾿ ἀρραβωνιαστῇ, ὅταν κάτι ἀναπάντεχο συνέβη κι ὁ ἀρραβώνας ἀπετράπη. Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ οἱ νέοι τῆς περιοχῆς εἶχαν τὴ συνήθεια νὰ συνάζωνται στὰ χωριὰ καὶ νὰ συζητοῦν, ἀλλὰ οἱ συζητήσεις αὐτὲς πολλὲς φορὲς δὲν εἶχαν θέματα πίστεως καὶ ἦταν ἀμφιβόλου ἠθικῆς. Παρακάλεσε λοιπὸν τὴν κοπέλλα νὰ μὴ λάβῃ μέρος σὲ τέτοιου εἴδους ἀνευλαβεῖς συζητήσεις, κάτι τὸ ὁποῖο ἐκείνη δὲν ἄκουσε. Καὶ ὁ Ἀλέξιος σκέφτηκε· Ἂν τώρα δὲν μὲ σέβεται καὶ δὲν ὑπακούει, τί θὰ γίνῃ ὅταν θά ᾿νε γυναίκα μου; Στὴ συνέχεια ἄρχισε νὰ προβληματίζεται μὲ τὴν ὅλη πολιτειακὴ κατάστασι ποὺ ἐπικρατοῦσε στὴ ῾Ρωσία, τῆς ὁποίας τὸ οἰκοδόμημα εἶχε ἀρχίσει νὰ σείεται. Εἶχε ἤδη ξεκινήσει ὁ Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος καὶ πολλοὶ ἐπέστρεφαν ἀπὸ τὸν πόλεμο πολὺ διαφορετικοί. Ὁ Ἀλέξιος διαισθανόταν ὅτι ἕνας ἐπικείμενος κίνδυνος ἦταν πρὸ τῶν πυλῶν.

Ἔτσι ἀποφάσισε νὰ διαλύσῃ τὸν ἀρραβῶνα του καὶ ν᾿ ἀποσυρθῇ στὸ ἐρημητήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος στὸ Κριβοεζέρσκ. Τὸ ἐρημητήριο αὐτὸ ἦταν ἀφιερωμένο στὸν ἅγιο Συμεὼν τοῦ Οὔριεβετς, καὶ ἱδρύθηκε τὸν 17ο αἰῶνα. Ἀπὸ τὶς τρεῖς πλευρὲς ὑπῆρχαν λίμνες καὶ στὴν τέταρτη πλευρὰ βρισκόταν ὑψηλὲς ἀμμώδεις πλαγιές. Ἐκεῖ ὑπῆρχε μιὰ πηγὴ ποὺ λεγόταν Ἡ πηγὴ τοῦ ἁγίου Συμεών, ὅπου ὁ Ἀλέξιος πήγαινε συχνὰ νὰ προσευχηθῇ. Ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς δέχτηκε τὸν Ἀλέξιο ὡςδόκιμο, ὁ ὁποῖος σιγὰ - σιγὰ συνήθισε τὴν τάξι καὶ τὸν τρόπο ζωῆς τοῦ κοινοβίου, ἀλλὰ παρ᾿ ὅλα αὐτὰ δὲν ἔμεινε ἐκεῖ.

Γυρίζοντας στὴν πόλι του δὲν ἔμεινε στὸ πατρικό του σπίτι μὲ τοὺς γονεῖς του, ἀλλὰ ἀποφάσισε νὰ ἐγκατασταθῇ στὸ ἀποχωρητήριο - μπάνιο ἔξω στὴν αὐλή. Σύντομα, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ πατέρα του, ἔχτισε στὸν κῆπο ἕνα κελλάκι. Ὁ Ἀλέξιος ἀφιέρωσε ὅλο τὸν ἐλεύθερό του χρόνο στὴν προσευχή, ἀπομονώνοντας τὸν ἑαυτό του εἴτε στὸ κελλί του εἴτε στὴν πηγὴ τοῦ ἁγίου Συμεών. Ἡ περιοχὴ ἐκεῖ εἶχε τέτοια φυσικὴ διαμόρφωσι ποὺ ὁ Ἀλέξιος μποροῦσε νὰ κρυφτῇ ἀπὸ τὰ βλέμματα τοῦ κόσμου.

Ἔφτασε ὁ Μάρτιος τοῦ 1917 καὶ ἡ ῾Ρωσία ἄρχισε νὰ δέχεται τὸ πρῶτο ταρακούνημα ἀπὸ τὸ προεπαναστατικὸ κίνημα. Στὰ χωριὰ δὲν ὑπῆρχαν κάποιες κρατικὲς ἀρχὲς γιὰ νὰ βάζουν μιὰ τάξι. Οἱ κάτοικοι συγκεντρώνονταν στὶς τοπικὲς συνελεύσεις ἀγροτῶν γιὰ ν᾿ ἀποφασίσουν πάνω σὲ θέματα ποὺ τοὺς ἀφοροῦσαν. Στὸ χωριὸ τοῦ Ἀλεξίου οἱ κάτοικοι τὸν ἐπέλεξαν ὡς πρόεδρο τῆς κοινότητός τους. Μὲ τὸ ποὺ ἔγινε πρόεδρος ὁ Ἀλέξιος δὲν ἄλλαξε καθόλου τὶς συνήθειες ποὺ εἶχε μέχρι τότε· προσευχόταν πολὺ καὶ συμμετεῖχε στὶς ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας. Ἀκόμη κι ὅταν ἔπρεπε ν᾿ ἀποφασίσῃ γιὰ κάτι, δὲν ἔφευγε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία ἀλλὰ παρέμενε μέσα προσευχόμενος μέχρι νὰ πάρῃ κάποια πληροφορία. Παρέμεινε πρόεδρος μόνο ἕνα χρόνο, γιατὶ κάποιος ἄλλος τοποθετήθηκε στὴ θέσι του ἀπὸ τὶς ἀρχές κ᾽ ἔτσι ὁ Ἀλέξιος σταμάτησε νὰ ἔχῃ ἐπαφὲς μὲ τὸν κόσμο καὶ κλείστηκε στὸ κελλί του, ἀφιερώνοντας ὅλο του τὸν χρόνο στὴν προσευχὴ καὶ στὴ νηστεία. Ἔτσι πέρασαν ἐννιὰ χρόνια.
Μιὰ νέα πάλη


Τὸ 1928 ἐπέλεξε νὰ βαδίσῃ τὸν δύσκολο δρόμο τῆς σαλότητας. Ἄρχισε νὰ ζῇ ὅπου εὕρισκε, κ᾽ ἦταν ντυμένος μὲ κουρέλια. Κανείς δὲν γνώριζε ποῦ περνοῦσε τὰ βράδια του καὶ οἱ ἐμφανίσεις του ἦταν ἀναπάντεχες. Κάποια φορὰ ἐμφανίστηκε νὰ βαδίζῃ μέσα στὰ χωράφια μετρώντας τα μὲ ἕνα ῥαβδὶ καὶ ἐνοχλώντας τοὺς χωρικοὺς ποὺ δούλευαν. Αὐτή του ἡ συμπεριφορὰ προκάλεσε τὸ γέλιο τῶν χωρικῶν, ἀλλὰ ἐκεῖνος δὲν ἔδωσε σημασία. Οἱ χωρικοὶ ἀγρίεψαν κι ἄρχισαν νὰ τὸν κυνηγοῦν. Ὁ ἅγιος ἔφυγε, ἀλλὰ ξαναγύρισε κάνοντας τὸ ἴδιο πρᾶγμα. Ἕνα χρόνο μετά, ἐμφανίστηκε στὰ ἴδια χωράφια ἕνας Σοβιετικὸς γραφειοκράτης καὶ τὰ μετροῦσε.


Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ δὲν περνοῦσε ἀπὸ τὸ μυαλὸ κανενὸς χωρικοῦ ὅτι θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ ἐξοριστῇ χωρὶς νὰ εἶνε ἔνοχος. Ὅμως ὁ ὅσιος πήγαινε στοὺς χωρικοὺς ποὺ θὰ ἐξωρίζονταν καὶ τοὺς προειδοποιοῦσε.
Οἱ χωρικοὶ ἄρχισαν νὰ συνηθίζουν τὶς ἐκκεντρικότητες τοῦ Ἀλεξίου, ἀλλὰ μιὰ μέρα ἐμφανίστηκε γυμνὸς σὲ δύο ὑποδηματοποιούς, τὸν Ἀλέξανδρο Σταπάνοβιτς καὶ τὸν Δημήτριο Ἰβάνοβιτς, κάτι ποὺ τοὺς ἔκανε ὅλους νὰ ἀπορρήσουν. Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρό, ἦρθαν στὸ χωριὸ ἀντιπρόσωποι τῆς κυβερνήσεως καὶ κατέσχεσαν ὅλη τὴν περιουσία τῶν δύο ὑποδηματοποιῶν, μέχρι τὸ τελευταῖο ροῦχο, ἀφήνοντάς τους γυμνοὺς δίπλα ἀπὸ τὰ σπίτια τους ποὺ δὲν τοὺς ἀνῆκαν πλέον.

Ἄλλες φορὲς ὁ ἅγιος πήγαινε σὲ κάποια χωριὰ κι ἄρχιζε νὰ μετρᾷ τὰ σπίτια, δίνοντας ἕνα νούμερο ἄσχετο μὲ τὸ πραγματικὸ ἐμβαδὸν τῶν σπιτιῶν. Οἱ κάτοικοι τὸν ἔβλεπαν καὶ γελοῦσαν. Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ ὅμως οἱ ἰδιοκτῆτες αὐτῶν τῶν σπιτιῶν συλλαμβάνονταν καὶ φυλακίζονταν γιὰ τόσα χρόνια ὅσο ὁ Ἀλέξιος ἔλεγε ὅτι ἦταν τὸ ἐμβαδὸν τῶν σπιτιῶν τους.

Μιὰ ἄλλη φορὰ τὸ χειμῶνα, ποὺ τὰ πάντα ἦταν σκοτεινὰ καὶ κανείς δὲν βάδιζε στὸ δρόμο, ἐμφανίστηκε νὰ περπατᾶ ὁ Ἀλέξιος καὶ νὰ κατευθύνεται στὸ χωριὸ Σερεντκίνο χωρὶς νὰ φοράῃ τὰ ροῦχα του. Χτύπησε τὴν πόρτα ἑνὸς σπιτιοῦ στὸ ὁποῖο ζοῦσε ἡ Ἀναστασία καὶ ὁ Γεννάδιος. Ἡ γυναίκα, ἀνοίγοντας τὴν πόρτα, τοῦ φώναξε ὑψώνοντας τὴ γροθιά της• «Ἀδιάντροπε ἄνθρωπε, πότε θὰ σταματήσῃς νὰ μᾶς ἐκθέτῃς;». Ὁ σύζυγός της ὅμως τὸν προσκάλεσε μέσα καὶ τοῦ ἔδωσε μιὰ καινούργια φορεσιά. Ὁ Ἀλέξιος ντύθηκε καὶ ἀποχαιρέτησε τὸ ζευγάρι, λίγο πιὸ πέρα ὅμως ξεντύθηκε, δίπλωσε τὰ ροῦχα καὶ τ᾿ ἄφησε πάνω στὸ χιόνι. Τὸ ζευγάρι βρῆκε τὰ ροῦχα καὶ γιὰ πολὺ καιρὸ ἔψαχνε νὰ βρῇ τὸν λόγο τῆς πράξεώς του αὐτῆς. Στὸ τέλος τοῦ χειμώνα ἦρθαν στὸ σπίτι τοῦ ζευγαριοῦ ἀντιπρόσωποι τῆς κυβερνήσεως καὶ τοὺς πέταξαν ἔξω, ἀφήνοντάς τους μόνο μὲ τὰ ἐσώρουχα.

Κάποια ἄλλη φορὰ ὁ Ἀλέξιος ἐμφανίστηκε στὴν ἀδελφή του Ἄννα. Μάζεψε κάποια πράγματα καὶ τὰ ἔβαλε πάνω στὸ τραπέζι. Ὅταν τὸ τραπέζι γέμισε, φόρεσε τὸ καπέλλο του κ᾽ ἔφυγε. Ἡ Ἄννα σκέφτηκε ὅτι ἴσως ἦταν κάποιο σημάδι, ἔτσι ἔκρυψε αὐτὰ τὰ πράγματα κάπου μακριὰ κι ὅταν τῆς πήραν ὅλα της τὰ ὑπάρχοντα, τὰ μόνα ποὺ εἶχε ἦταν ὅσα εἶχε κρύψει.

Ὁ ὅσιος πολλὲς φορὲς ἐπισκεπτόταν τὰ χωριὰ Σελεζένεβο καὶ Παρφένεβο, ὅπου σ᾿ ἕνα ἀπὸ τὰ σπίτια εἶχε ἕνα τσουβάλι βιβλία καὶ πήγαινε, διάβαζε πίνοντας τὸ τσάϊ του. Μιὰ φορὰ ὅμως μπῆκε στὸ σπίτι καὶ κάθησε πάνω ἀπὸ τὴ σόμπα σιωπηλός. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ τὸν φιλοξενοῦσαν εἶχαν συνηθίσει τὴν παράξενη συμπεριφορά του καὶ περίμεναν κ᾽ ἐκεῖνοι σιωπηλοί. Λίγη ὥρα ἀργότερα ὁ Ἀλέξιος βγῆκε ἔξω καὶ κάθισε στὸ κεφαλόσκαλο, καὶ ἔτσι, ὅπως καθόταν, κατέβηκε τὶς σκάλες καθιστός. Ἔπειτα σκαρφάλωσε πάνω σ᾿ ἕνα κάρρο στὴν αὐλὴ καὶ ξάπλωσε ἀρχίζοντας νὰ βογγάῃ σιωπηλά.

Δυὸ ἑβδομάδες ἀργότερα ἡ κυρία τοῦ σπιτιοῦ, παίρνοντας μία μεγάλη σιδερένια κατσαρόλα βραστὸ νερό ἀπὸ τὴ σόμπα, τὴν ἔχυσε πάνω της καὶ κάηκε τόσο πολὺ ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ βαδίσῃ. Βγῆκε ἔξω στὴ βεράντα, κάθησε στὰ σκαλοπάτια, τὰ κατέβηκε καθιστή, καὶ στὴ συνέχεια τὴν ἔβαλαν πάνω στὸ κάρρο ὅπου ἔπρεπε νὰ περιμένῃ δύο ὧρες μέχρι ποὺ κατάφεραν νὰ τὴ μεταφέρουν στὸ νοσοκομεῖο.

Ἐπίτροπος τῆς ἐκκλησίας τοῦ χωριοῦ Ἔλνατ ἦταν ὁ Παῦλος Ἰβάνοβιτς, ἕνας εὐσεβὴς καὶ δίκαιος ἄνθρωπος. Κάποια μέρα ὁ Ἀλέξιος μπῆκε στὸ ναὸ ἐνῷ γινόταν ἡ ἀκολουθία, φορώντας καπέλλο κι ἔχοντας ἕνα τσιγάρο στὸ στόμα. Ἔκανε βόλτες μέσα στὸ ναὸ μὲ τὰ χέρια του πίσω ἀπὸ τὴν πλάτη, προξενώντας τὴν δυσαρέσκεια ὅλων τῶν πιστῶν. Δὲν πέρασε πολὺς καιρὸς καὶοἱ ἀρχὲς διέταξαν τὸ κλείσιμο τοῦ ναοῦ ζητώντας τὰ κλειδιὰ ἀπὸ τὸν ἐπίτροπο Παῦλο, γιὰ νὰ δείξουν ὅτι οἱ πιστοὶ ἐθελούσια συμπράττουν στὸ κλείσιμο τῆς ἐκκλησίας. Ὁ Παῦλος ἀρνήθηκε νὰ παραδώσῃ τὴν ἐκκλησία στοὺς ἄθεους.

Φυλακίστηκε καὶ πέθανε στὴ φυλακή, ἐπειδὴ ἡ κλονισμένη του ὑγεία δὲν τοῦ ἐπέτρεψε νὰ ἀντέξῃ τὴν ἀνάκρισι. Μετὰ τὴ σύλληψι τοῦ ἐπιτρόπου ἔκλεισαν τὴν ἐκκλησία καὶ ἐργάτες μὲ καπέλλα καὶ τσιγάρα βάδιζαν ἀναιδῶς μέσα στὸ ναό, ὁ ὁποῖος μετατράπηκε σὲ λέσχη διασκεδάσεως.

Πολλοὶ ἦταν αὐτοὶ ποὺ γελοῦσαν ἢ κυνηγοῦσαν τὸν Ἀλέξιο, βλέποντας τὴν περίεργη συμπεριφορά του.

Πολλοὶ νέοι τὸν πείραζαν, περπατώντας δίπλα του, ἀλλὰ ὁ Ἀλέξιος δὲν ἔδινε σημασία. Βάδιζε πάντοτε φορώντας ἕνα μακρὺ πουκάμισο μέχρι τὰ γόνατα. Ὅταν τοῦ ἔδιναν ροῦχα, ἐκεῖνος ἀμέσως τὰ μοίραζε.

Πολλὲς φορὲς οἱ ἀρχὲς τὸν εἶχαν συλλάβει, στέλνοντάς τον σὲ ψυχιατρικὴ κλινική, ἀλλὰ ἐκεῖ οἱ γιατροὶ δὲν μποροῦσαν νὰ διαγνώσουν κάποια ψυχικὴ πάθησι, κ᾽ ἔτσι τὸν ἄφηναν ἐλεύθερο.

Ὁ ὅσιος ἔλεγε συχνὰ στὴν Ἄννα Μπεζεμίροβνα, ὅταν ἀκόμη ἦταν μικρή, τὴν ἑξῆς φράσι• «δῶσε μου μισὸ λίτρο».
 –Μὰ τί λέει ὁ Ἀλέξιος; ἀναρωτιόταν ἡ μικρή. Μέχρι ποὺ παντρεύτηκε καὶ [τότε] ἄκουγε συχνὰ ἀπὸ τὸν μέθυσο ἄντρα της τὴν ἴδια φράση.

Τὸ 1931 ὁ πεθερὸς τοῦ ἀνεψιοῦ τοῦ Ἀλεξίου, ὁ Νικόλαος Βασίλιεβιτς, ἐξωρίστηκε. Ἐπειδὴ ἦταν ἥδη ἠλικιωμένος, ἡ οἰκογένειά του δὲν εἶχε καμμιὰ ἐλπίδα νὰ τὸν ξαναδῇ ζωντανό. Μιὰ μέρα ὁ Ἀλέξιος πῆγε στὸ σπίτι τοῦ ἀνεψιοῦ του, τοῦ Δημητρίου Μιχαΐλοβιτς, στὸ ὁποῖο ἦταν μόνο ἡ σύζυγός του Ἄννα Νικολάεβνα, κ᾽ ἐπειδὴ δὲν ἤθελε νὰ εἶνε ἄπραγος, βρῆκε κάτι ν᾿ ἀπασχολῆται• κ᾽ ἐνῷ ἦταν ἀπορροφημένος στὴ δουλειά του, σήκωσε τὸ κεφάλι κ᾽ εἶπε· –Δὲν θὰ ἔρθῃ ὁ Νικόλαος στὸ σπίτι;
 –Ποιός Νικόλαος; ρώτησε ἡ Ἄννα. 
–Ὁ πατέρας σου. Ἐκείνη χτύπησε τὰ χέρια της ὅλο χαρὰ καὶ ρώτησε μὲ τὴ σειρά της 
–«Τί ἐννοεῖς, θεῖε Ἀλέξιε; ὑπάρχει περίπτωσι νὰ εἶνε τώρα στὸ δρόμο καὶ νὰ ἐπιστρέφῃ;
 –Ἴσως… ἴσως, ἀπάντησε ἐκεῖνος. Τὴν ἑπόμενη μέρα ὁ Νικόλαος ἐπέστρεψε σπίτι.

Ὅταν ἡ Ἄννα Νικολάεβνα γέννησε τὸ γυιό της, τοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομα Νικόλαος, ἐπειδὴ εἶχε γεννηθῆ λίγες μέρες πρὶν τὴν ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Νικολάου. Πρότειναν στὸν Ἀλέξιο νὰ εἶνε ὁ νονὸς τοῦ παιδιοῦ κ᾽ ἐκεῖνος δέχτηκε. Στὴ βάπτισι ὅλοι πῆγαν μὲ τὸ κάρρο ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Ἀλέξιο πού, ὅπως συνήθιζε, πῆγε περπατώντας. Δύο μέρες μετὰ τὴ βάπτιση, μαζεύτηκαν στὸ σπίτι τοῦ παιδιοῦ νὰ γιορτάσουν τὴν ὀνομαστική του ἑορτή.
 Ἐκείνη τὴν ἡμέρα ὁ Ἀλέξιος ἐμφανίστηκε στὸ σπίτι, μπῆκε μέσα ἀθόρυβα καὶ χωρὶς νὰ πῇ λέξι ξάπλωσε στὸ πάτωμα καὶ σταύρωσε τὰ χέρια του στὸ στῆθος, σὰν νὰ ἦταν νεκρός. Οἱ συγγενεῖς κοίταζαν τὸν Ἀλέξιο μὲ ἀπορία. Τὸ γεγονὸς ξεχάστηκε ἀπὸ τοὺς γονεῖς, ἀλλὰ τὸ ξαναθυμήθηκαν 42 χρόνια ἀργότερα, ὅταν ὁ Νικόλαος βρέθηκε νεκρὸς στὸ δημοτικὸ κῆπο τοῦ Κίνεσμα καὶ κείτονταν στὸ ἔδαφος μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα στὸ στῆθος.
Τὸ μαρτύριό του

Πλησίαζε ἡ ἐπέτειος τῶν 20 ἐτῶν ἀπὸ τὴν πτῶσι τοῦ Ῥωσικοῦ κράτους καὶ οἱ συλλήψεις συνεχίζονταν. Ὁ Ἀλέξιος γνώριζε, ὅτι αὐτὴ τὴ φορὰ δὲν θὰ διαφύγῃ τὴ σύλληψι καὶ τὸ θάνατο. Θέλησε λοιπὸν ν᾿ ἀποχαιρετίσῃ τοὺς συγγενεῖς του κ᾽ ἔτσι ξεκίνησε γιὰ τὸ πατρικό του, στὸ ὁποῖο τώρα ἔμενε ὁ ἀνιψιός του Δημήτρης μὲ τὴν οἰκογένειά του. Ἦταν Μάιος τοῦ 1937. Εἶχε μαζέψει ὅλα του τὰ ὑπάρχοντα σ᾿ ἕνα σάκκο, τὸν ὁποῖο ὅταν τὸν ἀντίκρυσε ἡ Ἄννα Νικολάεβνα τὸν ρώτησε·
 –Ἦρθες λοιπόν, Ἀλέξιε, νὰ μείνῃς γιὰ πάντα μαζί μας; Ὁ Ἀλέξιος δὲν ἀπάντησε, ἀλλὰ ἀρχίζοντας νὰ βγάζῃ ἕνα - ἕνα τὰ πράγματα ἀπὸ τὸ σάκκο σκεφτόταν τί θὰ ἔδινε στὸν καθένα.
 Ἡ οἰκογένειά του διαισθάνθηκε ὅτι κάτι παράξενο θὰ συμβῇ, ὅταν ὁ Ἀλέξιος, καθισμένος δίπλα στὴ σόμπα, ἄρχισε νὰ τραγουδᾶ ἕνα τραγούδι γιὰ τὴ φυλακή. Ἡ Ἄννα τὸν ρώτησε ἂν πρόκειται νὰ τοὺς συλλάβουν ξανά. Ἀφοῦ γευμάτισαν ὅλοι μαζί, ὁ Ἀλέξιος τοὺς εἶπε, κάνοντας μιὰ ὑπόκλισι·
 –Δημήτρη Μιχαΐλοβιτς, θὰ σᾶς τὰ ξεπληρώσω ὅλα, θὰ σᾶς τὰ ξεπληρώσω ὅλα. Θὰ ᾿ρθῆτε νὰ μὲ θάψετε, ἔτσι δὲν εἶναι; Ἐγὼ θὰ πεθάνω πρῶτος καὶ θὰ ᾿ρθῆτε νὰ μὲ θάψετε.

Τὸ πρωὶ τῆς ἑπομένης ἡμέρας ὁ Ἀλέξιος τοὺς ἀποχαιρέτησε καὶ κατευθύνθηκε πρὸς τὸ Παρφένοβο, ὅπου οἱ ἀρχὲς περίμεναν νὰ τὸν συλλάβουν.

Ἐκεῖνα τὰ χρόνια οἱ φυλακὲς ἦταν γεμᾶτες ἀπὸ ἱερεῖς, μοναχούς, ἀσκητάς, πιστοὺς ἄντρες καὶ γυναῖκες, ἀκόμη καὶ παιδιά. Ἀνάμεσά τους ὅμως ἦταν καὶ κομμουνισταί, ποὺ εἶχαν καταλῃστέψει τὸ κράτος, ἄγριοι κακοποιοὶ καὶ φονιᾶδες. Ὅλοι αὐτοὶ βρίσκονταν ἀνακατεμένοι στὰ ἴδια κελλιά. Ὁ Ἀλέξιος, παρ᾿ ὅλο ποὺ ἦταν μαζὶ μὲ ἐγκληματίες, δὲν παρέλειπε νὰ προσεύχεται νύχτα καὶ μέρα. Κανείς δὲν γνώριζε πότε κοιμᾶται ἢ ἂν ἔτρωγε, διότι ὅλα τὰ ἔδινε στοὺς συγκρατουμένους του.

Ἐπειδὴ δὲν εὕρισκαν κάποια κατηγορία ἐναντίον του, χρησιμοποίησαν βασανιστήρια κ᾽ ἔτσι τὸν ἔβαλαν νὰ σταθῇ ξυπόλητος πάνω σὲ μιὰ σόμπα ποὺ ἔκαιγε.

Σύντομα στὴ φυλακὴ διαδόθηκε ἡ φήμη, ὅτι ἀνάμεσά τους ὑπάρχει ἕνας ἅγιος, κ᾽ ἔτσι ὁ ὑπεύθυνος τῆς φυλακῆς τὸν πλησίασε μιὰ μέρα καὶ τὸν ρώτησε· –Ὅλοι σὲ ἀποκαλοῦν ἅγιο. Τί ἔχεις νὰ πῇς γι᾿ αὐτό;

–Τί εἴδους ἅγιος εἶμαι ἐγώ; εἶμαι ἕνας ἁμαρτωλὸς καὶ ἁπλὸς ἄνθρωπος.
–Σωστά, ἀπάντησε ὁ ὑπεύθυνος, ἐμεῖς δὲν βάζουμε ἁγίους στὴ φυλακή, κάτι θὰ ἔκανες γιὰ νά ᾿σαι ἐδῶ. Γιατί λοιπὸν σὲ ἔφεραν ἐδῶ;
–Ἐπειδὴ αὐτὸ εἶνε ἀρεστὸ στὸ Θεό, ἀπάντησε μὲ πραότητα ὁ Ἀλέξιος.

Λίγα λεπτὰ σιγῆς ἀκολούθησαν ὅταν ὁ Ἀλέξιος εἶπε·

–Γιατί μιλᾶς τώρα σ᾿ ἐμένα, ἐνῷ αὐτὴ τὴ στιγμὴ στὸ σπίτι σου ὑπάρχει μιὰ μεγάλη συμφορά;

Ὁ ὑπεύθυνος τῶν φυλακῶν ξαφνιάστηκε, ἀλλὰ δὲν πῆγε ἀμέσως στὸ σπίτι του. Ὅταν ἐπέστρεψε, βρῆκε τὴ γυναῖκα του κρεμασμένη. Ἀπὸ κείνη τὴ στιγμὴ προσπάθησε πολλὲς φορὲς νὰ ἐλευθερώσῃ τὸν Ἀλέξιο, ἀλλὰ δὲν ἦταν θέλημα Θεοῦ.

Μετὰ ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια ὁ Ἀλέξιος κοιμήθηκε ἐν Κυρίῳ στὸ ἀναρρωτήριο τῶν φυλακῶν. Μετὰ ἀπὸ 13 μέρες τὸ σῶμα του παραδόθηκε στοὺς συγγενεῖς του νὰ τὸ θάψουν. Θάφτηκε στὸ παλιὸ κοιμητήριο τοῦ Κίνεσμα καὶ στὶς 12/25 Σεπτεμβρίου τοῦ 1985 τὸ ἄφθαρτο λείψανο τοῦ ὁσίου Ἀλεξίου μεταφέρθηκε στὴν ἐκκλησία τῆς πόλεως Ζάρκι. Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1993 κατατάχτηκε στὸ ἁγιολόγιο τῆς ἐπισκοπῆς τοῦ Ἰβάνοβο καὶ τὸν Αὔγουστο τοῦ 2.000 ἔγινε ἡ ἁγιοκατάταξί του στοὺς νεομάρτυρες καὶ ὁμολογητὰς τῆς Ῥωσικῆς Ἐκκλησίας.
Τὸ ἱερό του λείψανο βρίσκεται τώρα στὸ ἅγιο βῆμα τῆς ἱ. μονῆς τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου στὴν πόλι Ἰβάνοβο, ὅπου ἐπιτελεῖ πολλὰ θαύματα καὶ ἰάσεις.
Απὸ τὸ περιοδικὸ «Orthodox Word», τ. 286 Σεπτ.-Ὀκτ./2012 τοῦ ἀρχιμανδρίτου Δαμασκηνοῦ Orlovsky μετάφρασις• ἱ. μονὴ Ἁγίου Αὐγουστίνου Φλωρίνης
Το είδαμε εδώ

Πάτρα: Το Σαββατοκύριακο οι εκδηλώσεις για την 50ή επέτειο της Επανακομιδής της Τιμίας Κάρας του Αγ. Ανδρέου - ΔΕΙΤΕ ΒΙΝΤΕΟ της συνέντευξης Τύπου του Μητροπολίτη κ.κ. Χρυσοστόμου


 Πάτρα: Το Σαββατοκύριακο οι εκδηλώσεις για την 50ή επέτειο της Επανακομιδής της Τιμίας Κάρας του Αγ. Ανδρέου - ΔΕΙΤΕ ΒΙΝΤΕΟ της συνέντευξης Τύπου του Μητροπολίτη κ.κ. Χρυσοστόμου Τέσσερις ακόμη Αρχιερείς έχουν προσκληθεί και θα έρθουν  στην Πάτρα για τον διήμερο εορτασμό

Τέσσερις ακόμη Αρχιερείς έχουν προσκληθεί και θα έρθουν στην Πάτρα για τον διήμ

Με λαμπρότητα και εκκλησιαστική μεγαλοπρέπεια θα τιμηθεί αυτό το Σαββατοκύριακο 27 και 28 Σεπτεμβρίου 2014 από την Ιερά Μητρόπολη Πατρών, η 50η επέτειος της Επανακομιδής της Αγίας Κάρας του Πολιούχου των Πατρών, Αποστόλου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου, στον τόπο του μαρτυρίου του, την Πάτρα.
Το μεγάλο ιστορικό, θρησκευτικό γεγονός της επανακομιδής της Τιμίας Κάρας του Αποστόλου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου από την Ρώμη και την Καθολική εκκλησία στην Ορθόδοξη Χριστιανική εκκλησία και την Πάτρα είχε πραγματοποιηθεί πριν ακριβώς μισό αιώνα, σαν σήμερα στις 26 Σεπτεμβρίου του 1964 μέσα σε μία ατμόσφαιρα ιερής συγκίνησης και παρουσία πλήθους κόσμου.
Τον μέγα αυτό εκκλησιαστικό θησαυρό που επεστράφη στην Αχαική πρωτεύουσα και την Ορθόδοξη Χριστιανική εκκλησία σχεδόν 500 χρόνια αφότου είχε παραμείνει στην Δύση, είχε τότε υποδεχθεί ο Μακαριστός Μητροπολίτης πρώην Πατρών Κωνσταντίνος, με ιερό συγκλονισμό και συγκίνηση.
Η Τιμία Κάρα του Πολιούχου των Πατρών είχε τοποθετηθεί τότε στον Παλαιό ιερό ναό του Αγίου ενώ από το φθινόπωρο του 1974 μεταφέρθηκε στο νέο ιερό ναό του Αγίου Ανδρέου που είχε μόλις εγκαινιαστεί από τον Μακαριστό Μητροπολίτη πρώην Πατρών κυρό Νικόδημο.
Όπως ανέφερε στο thebest.gr ο προιστάμενος του ναού του Αγίου Ανδρέου και Υπεύθυνος για θέματα Τύπου και Επικοινωνίας της Ιεράς Μητροπόλεως Πατρών,πρωτοπρεσβύτερος π. Νικόλαος Σκιαδαρέσης, στον φετινό διήμερο εορτασμό της σημαντικής αυτής επετείου για την Αποστολική Μητρόπολη των Πατρών αλλά και την εκκλησία μας, ο σεβασμιότατος Μητροπολίτης Πατρών κ.κ. Χρυσόστομος έχει προσκαλέσει να παραστούν και να λαμπρύνουν με την παρουσία τους τις εκδηλώσεις, τέσσερις ακόμη Μητροπολίτες.
Πιο συγκεκριμένα το σαββατοκύριακο στην Πάτρα θα συμμετάσχουν και θα συγχοροστατήσουν με τον κ.κ. Χρυσόστομο, οι σεβασμιότατοι Μητροπολίτες Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ.κ. Παντελεήμων, ο οποίος έλκει την καταγωγή του από την Θεσσαλονίκη, Ζιχνών και Νευροκοπίου κ.κ. Ιερόθεος, ο οποίος διατελεί και Έξαρχος Παγγαίου, ο Πρεβέζης και Νικοπόλεως κ.κ. Χρυσόστομος (Τσιρίγκας), ο οποίος είναι και Υπέρτιμος και Έξαρχος Παλαιάς Ηπείρου και ο Μητροπολίτης Μαρωνείας και Κομοτηνής κ.κ. Παντελεήμων Μουτάφης, ο οποίος κατάγεται από την Καβάλα και έχει γεννηθεί το 1970.
Σύμφωνα με το πρόγραμμα του επετειακού εορτασμού, το Σάββατο 27/9/2014 στις 19.00 θα τελεστεί πανηγυρικός αρχιερατικός εσπερινός στο μεγάλο ιερό ναό του Αγίου Ανδρέου ενώ το πρωί της Κυριακής 28 Σεπτεμβρίου, 7.30 -10, θα τελεστεί πολυαρχιερατική Θεία λειτουργία και χειροτονία διακόνου.
Στις 17.45 το απόγευμα της Κυριακής θα ξεκινήσει η πομπή για την Ιχθυόσκαλα όπου ο σεβασμιότατος Μητροπολίτης Πατρών κ.κ. Χρυσόστομος θα πραγματοποιήσει την καθιερωμένη δέηση και αγιασμό για την έναρξη της νέας αλιευτικής περιόδου ενώ στη συνέχεια όπως επιτάσσει το έθιμο, η Τιμία Κάρα και η εικόνα του Αποστόλου Ανδρέα θα μεταφερθούν με πλοιάριο διά θαλάσσης στον μώλο του Αγίου Νικολάου και στις 19.00 στην πλατεία Τριών Συμμάχων θα γίνει η Θεία δοξολογία και δέηση παρουσία των αρχών της πόλης και του κόσμου.
Μετά θα ακολουθήσει η ιερά λιτάνευση της Τιμίας Κάρας που θα τοποθετηθεί σε τιμητικό στρατιωτικό όχημα, κατά μήκος της οδού Αγίου Ανδρέου. Στην λιτάνευση θα συμμετάσχουν οι προσκεκλημένοι Μητροπολίτες, οι ιερείς, οι ψάλτες, οι εκπρόσωποι των πολιτικοστρατιωτικών αρχών του τόπου και ο κόσμος.
*Για τις εκδηλώσεις της 50ης επετείου της Επανακομιδής της Αγίας Κάρας του Αποστόλου Ανδρέου στην Πάτρα, έδωσε και συνέντευξη Τύπου ο σεβασμιότατος Μητροπολίτης Πατρών κ.κ. Χρυσόστομος στα τοπικά Μέσα ενημέρωσης την περασμένη Τετάρτη όπου και προσκάλεσε σύσσωμο τον Πατραικό λαό να δώσει το παρών στις εκδηλώσεις για τον Προστάτη της πόλης, Άγιο Ανδρέα.

 

 

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 25, 2014

Η ταφή,η εκταφή και τα άλιωτα σώματα.Θεολογική προσέγγιση

                                                                                    1. Πού;
Από τους πρώτους χρόνους της χριστιανωσύνης, υπήρχε συνήθεια να θάβονται οι χριστιανοί, καί μέσα οτούς ναούς, σε ειδικούς χώρους, ή καί κάτω από το "Αγιο Βήμα. Γι' αυτό ο άγιος Έφραίμ ό Σύρος, ορίζει στην διαθήκη του να μην ταφεί οτόν ναό, ή κάτω από το θυσιαστήριο του ναού. Αυτό γινόταν καί στην πατρίδα μας, ιδίως στα νησιά, μέχρι τελευταία, κατά τα χρόνια της σκλαβιάς, ως μαρτυρεί ό άγιος Νικόδημος ό Αγιορείτης (Πηδάλιο έκδ. Αστέρος σελ. 293, ύποσημ.). Σήμερα όμως ό χώρος ενταφιασμού των νεκρών, είναι αποκλειστικά ό ειδικός χώρος του νεκροταφείου.Μπαίνοντας, λοιπόν, το σώμα στην γη, στον τάφο αρχίζει νά λυώνει. Φθείρεται, γίνεται ένα με την γη «γη εΐ καί εις γήν άπελεύσει». Λέγεται, πώς πρώτα φθείρεται το μάτι, επειδή άπ' αυτό το μάτι, την όραση του καρπού, ήρθε ή αμαρτία στον κόσμο. Καί επειδή το σώμα φθείρεται, μυρίζει αναπόφευκτα.Έχει όμως σημασία το πού ακριβώς θά ταφεί ο νεκρός. Ό Τωβίτ λέει στο παιδί του: «παιδίον, εάν αποθάνω θάψον με, καί με ύπερίδης τήν μητέρα  σου... όταν άποθάνη θάψον αυτήν παρ' έμοί εν ένί τάφω» (Τωβίτ,δ'3-5).Ηταν τιμωρία γιά τόν προφήτη Αχιά τό νά μήν ταφεί στήν γη των πατέρων του. (Γ Βασιλειών, ιγ', στίχ. 22). Ό Μωυσής φεύγοντας από την Αίγυπτο πήρε μαζί του τα οστά του Ιωσήφ, εκπληρώνοντας την έπιθυμία του Πάγκαλου Ιωσήφ. (Γένεσ.50,25). Έπιθυμία τού Ιακώβ ήταν να ταφεί στην γη Χαναάν, ενώ πέθανε στην Αίγυπτο. «Ό πατήρ μου ώρκισέ με λέγων: Έν τώ μνημείω ό ώρυξα έμαυτώ έν γή Χαναάν, εκεί με θάψεις» Γένεσ. ν' 5). Ό άγιος Ανδρόνικος επιθυμούσε να πεθάνει εκεί πού τάφηκε ή σύζυγος του, αγία Αθανασία. Εκεί πέθανε και ετάφη, καίτοι ο Γέροντας του Δανιήλ, του πρότεινε να ακολουθήσει! Ό πρώτος Αρχιεπίσκοπος της Σερβίας, άγιος Σάββας (+1235) μετέφερε τα οστά του πατέρα του, αγίου Συμεών, από το Άγιο Όρος στην Σερβία, στο μοναστήρι της Στουντένιτσας. Ό άγιος Χρυσόστομος, θαμμένος ως έξόριοτος στα Κόμανα της Μ. Ασίας αρνιόταν επιμόνως, καί κατά τρόπο θαυματουργικό, να μεταφερθούν τα άγια λείψανα του, στην Κων/πολη. Ό στρατηγός του Μ. Κων/νου, Λεόντιος, αρρώστησε βαρεία. Καί έγινε καλά από τον άγιο Δημήτριο, άφοϋ προσκύνησε τον τάφο του. Γυρίζοντας για την πατρίδα του, προσκύνησε τον τάφο του. Γυρίζοντας για την πατρίδα του, ζήτησε λείψανα του αγίου για να φτιάξει εκεί εκκλησία είς μνήμη του αγίου. Του παρουσιάζεται, όμως, ό άγιος καί του λέει: «Να μη με διαχώρισης, αλλά να με άφήσης άκέραιον είς τήν πατρίδα μου» (Μέγας Συναξαριστής, Όκτώβριος σελ. 602). Ό νεοφανής άγιος "Αρσένιος ό Καππαδόκης, είπε σε κάποιο δούλο του Θεοϋ «Εσύ θα κατεβής εδώ εγώ θα κατεβώ στην Θεσ/νίκη, διότι εκεί μένω»( Ό άγιος Αρσένιος ό Καππαδόκης σελ. 31). Ή δούλη του Θεού Ελευθερία, θαμμένη σε τούρκικο νεκροταφείο δεν είχε καθόλου ανάπαυση στην ψυχή της! (αυάτόθι σελ. 129). Φαίνεται, πώς η  Παναγία είχε κάποια επιθυμία: Γεθσημανή τω χωρίω κηδεύσατέ μου το σώμα». Αυτά, λοιπόν, δείχνουν πώς οί ψυχές αναπαύονται όταν ενταφιάζονται έκεί πού επιθυμούν
2. Έκταφή-'Άλυωτα σώματα.

Σέ τρία περίπου χρόνια το νεκρό σώμα διαλύεται. Υπάρχουν βεβαια καί περιπτώσεις πού καί μετά τα τρία χρόνια, το σώμα παραμένει άλυωτο. Αυτό οφείλεται είτε οτήν μορφολογία του εδάφους είτε στην Ιδιοσυγκρασία του σώματος. Φυσιολογικά, το σώμα σε 5-7 χρόνια να διαλυθή. Καί άφοϋ διαλυθή γίνεται έκταφή. Παίρνουν τα κόκκαλά του, τα πλένουν με κρασί, τα θέτουν σε ειδικό κιβώτιο, τα φέρνουν στην εκκλησία, οτό μέσο καί γίνεται κανονικό μνημόσυνο. Κατόπιν, ή τα εναποθέτουν σε ειδικό οικίσκο του ναού ή ξανά ατό τάφο. "Αν όμως το σώμα δεν διαλύεται, καί επί πλέον έχει παραμορφωθεί, φουσκωμένο ως τύμπανο, τότε αυτό είναι ανησυχη­τικό. Σημείο πώς ή ψυχή βασανίζεται. Υποφέρει. Διότι σε κάτι είναι «δεμένη». Τί, λοιπόν, συμβαίνει;
α) Να είναι από κάποιον καταραμένη!
β) "Η ό ίδιος ό άνθρωπος να καταράσθηκε τον εαυτόν του να τον αναθεμάτισε, καί να ορκίσθηκε σ' αυτόν,
 γ. "Η, νάταν άδικος πολύ (έκλεβε, αδικούσε).
Ή Εκκλησία θέσπισε είδικές συγχωρητικές ευχές «είς πάσαν άράν καί άφορισμόν είς τεθνεώτα, άναγινωσκόμενα παρ' Άρχιερέως, ή έξ' ανάγκης παρά Πνευματικού Πατρός, εί ου πάρεστιν 'Αρχιερεύς» (Ή θεία Λειτουργία κ.λ.π., Δ. Σαλιβέρου, σελ. 102). Καί μεταξύ άλλων λένε οί ευχές: είτε ύπό, κατάραν πατρός ή μητρός, ε'ίτε τω ίδίω άναθέματι ύπέπεσεν ό δούλος σου ούτος (δείνα) είτε τίνα των ιερωμένων παρεπϊκρανε, καί παρ' αύτοϋ δεσμόν άλυτον έδέξατο, είτε υπό Άρχιερέως βαρυτάτω άφορισμώ περιέπεσε καί αμέλεια ή ραθυμία  χρησάμενος, ουκ έτυχε συγχωρήσεως, συγχώρησαν αύτώ δι' έμαυτου αμαρτωλού».
Στόν   βίον   του   αγίου   Διονυσίου   Αρχιεπισκόπου   Ζακύνθου, διαβάζαμε: «Ευρισκόμενος ό "Αγιος είς την πόλιν, έτυχε να ανοίξουν τάφον εις τον Ναόν του αγίου Νικολάου των Ξένων, οϋτω καλούμενον διότι εκεί ένεταφιάζοντο οΐ ξένοι, είναι δε ό Ναός ούτος καί Μητρόπολις της Ζακύνθου. Είς τον τάφον αυτόν επρόκειτο να ενταφιάσουν, άλλο λείψανον καί εύρον σώμα γυναικός προ πολλού άποθαμένης, το όποιον ήτο άδιάλυτον με τα ενδύματα του, διότι άπέθανεν με δεσμόν αφορισμού ή ταλαίπωρος. Ήλθον όθεν οι συγγενείς  αυτής  καί προσέπεσον  είς  τους  πόδας του  Αγίου, παρακαλούντες αυτόν με δάκρυα να ύπάγη είς τον Ναόν αυτόν να ανάγνωση εύχήν συγχωρητική είς εκείνο το δεδεμένον σώμα, ϊσως καί ο Κύριος ήθελε εισακούσει την δέησίν του. Ευοπλαχνισθείς ό "Αγιος τα δάκρυα των έπήγεν είς τον Ναόν νύκτα βαθείαν, έχων είς την συνοδείαν του τον Διάκονόν του καί τον Έφημέριον του αύτοϋ Ναού, ίδών το πτώμα εκείνο προοτάσσει να το έκβάλουν έξω από τον τάφον καί να τον στήσουν ορθόν είς εν στασίδιον της Εκκλησίας. Τότε φορών τό έπιτραχήλιον του καί το ώμοφόριον,κλίνας τα γόνατα καί προσευχόμενος ώραν ικανήν, έδέετο του Θεού με θερμά δάκρυα να λύση από τον δεσμόν του αφορισμού το άλυτον εκείνο σώμα. Ενώ δε ό "Αγιος άνεγίνωσκεν έπ' αύτοϋ την ουγχωρητικήν εύχήν, ω του θαύματος!, ως να ήτο έμψυχον το άπνουν εκείνο σώμα, κλίναν την κεφαλήν με κάποιον σχήμα προσκυνήσεως προς τον "Αγιον, ως δι' εύχαριστίαν της μεγάλης χάριτος,την οποίαν έλαβεν, έπεσε καταγής καί διελύθη παντελώς είς χώμα καί οστά... Παρόμοιον θαύμα έκαμε καί  εις  άλλου  ανδρός   άφορισμένον   λείψανον,  εις   χωρίον Καταστάριον» (Μέγας Συναξαριοτής, Δεκέμβριος, αελ. 491).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ.
 "Ηδη από την παλαιολιθική εποχή, έχομε σεβασμό στο νεκρό καί ιδέα της μέλλουσας ζωής. (Παν. Τρεμπέλα, απολογητικοί Μελέται τ.Γ. σελ. 364) Εκείνο όμως πού έχει ιδιαίτερη σημασία εδώ, είναι πώς ή ταφή ενός νεκρούς στους πρωτόγονους λαούς, «χρωματιζόταν >· από την αΙώνια ζωή. Γι' αυτό έβαζαν τον πεθαμένο σε φέρετρο, σχήμα βάρκας, σύμβολο πλεύσεως προς την αθανασία. Οί πενθούντες λούζονταν ομαδικά στο κοντινό ποτάμι ή για ένα διάστημα έκαναν αποχή από ορισμένα φαγητά καί από τις συζυγικές σχέσεις, καί απομονώνονταν από τον κόσμο. Καί δλα αύτά γινόταν με την πίστη πώς ό νεκρός έφυγε από τον παρόντα κόσμο καί πάει στόν άλλο κόσμο. Γι'αυτό θά πρέπει άπό ·δω νά θοηθηθεΙ»(E.O.James,The origins of religion,London P.68-87).
II. Ή κατάρα από λαϊκό είναι αβέβαιο αν «θα πιάσει». Από κληρικό όμως εΐναι σίγουρο. Διότι ό κληρικός έχει ιερωσύνη. Καί ιερωσύνη σημαίνει εξουσία. Καί ή κατάρα είναι χρήση εξουσίας. "Εχουμε αναρίθμητα καί συγκλονιστικά περιστατικά, που δείχνουν την καταπληκτική ενέργεια της κατάρας των κληρικών! Ακόμα καί άγιος, καί μάρτυρας να γίνει ό άλλος, αν έχει δεσμό ή κατάρα από Ιερέα, ό δεσμός δεν λύνεται, αν δεν διαβασθή ή ειδική συγχωρητική
Από το βιβλίο του αρχ.Βασιλείου Μπακογιάννη «Μετά θάνατον»;

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 24, 2014

ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ, ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ Ευαγγελικό ανάγνωσμα Κυριακής Α' Λουκά ( Λουκ. ε' 1-11)- Αρχιμανδρίτης Ιωήλ Κωνστάνταρος

ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ, ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ
Ευαγγελικό ανάγνωσμα
Κυριακής Α' Λουκά
( Λουκ. ε' 1-11)

Αρκετά είναι τα επαγγέλματα αυτά που όσοι τα εξασκούν χρειάζεται να υπολογίζουν και σ' ένα ποσοστό αποτυχίας. Η αλιεία όμως απαιτεί μεγάλο βαθμό κόπου και θυσίας και συνάμα περιέχει μεγάλη πιθανότητα απογοητεύσεως.
Αυτή ακριβώς την πραγματικότητα βλέπουμε στην ευαγγελική περικοπή της Α' Κυριακής του Λουκά. Το ευαγγελικό κείμενο συγκινεί αλλά και συγκλονίζει από πολλές απόψεις, δοθέντος ότι πλέκεται κατά μοναδικό τρόπο η ανθρώπινη αδυναμία, παρά την άριστη γνώση του επαγγέλματος, με την δύναμη του Ιησού και την πνοή της χάριτος.
Με τον αριστοτεχνικό του τρόπο ο θεόπνευστος Ευαγγελιστής μάς περιγράφει τα συγκινητικά περιστατικά.
Είχε προηγηθεί η ολονύκτιος κοπιαστική προσπάθεια του Πέτρου και των συνεργατών του προς “άγραν ιχθύων”. Τα ξημερώματα όμως δεν είχαν μαζί τους παρά αυτά που έσυραν τα δίκτυα, δηλ. την πίκρα, την απογοήτευση και την ανείπωτη κούραση των “μαστόρων” του ψαρέματος.
Σ' ένα λοιπόν από αυτά τα πλοία “ο ην του Σίμωνος”, ανέβηκε ο Ιησούς, παρακαλώντας τον μεστωμένο και ξάγρυπνο ψαρά να τραβήξει λίγο το σκάφος του. Να το πάει λίγο πιο μέσα από την στεριά ώστε να υπάρχει δυνατότητα ν' ακούουν τον λόγο του Κυρίου όλοι όσοι βρίσκονταν στην ακρογιαλιά.
Φαίνεται πως αρκετές φορές ο Θεός περιμένει να εξαντληθούν όλες οι ανθρώπινες δυνάμεις, όλες οι γνώσεις και οι ικανότητες ώστε να κάνει τη δική του παρέμβαση. Φαίνεται πως στις εκλεκτές ψυχές όντως “η χάρις εν ασθενεία τελειούται”.
Και έως εδώ όλα φαίνονταν φυσιολογικά. Ο λόγος του Θεού φώτιζε τα πλήθη και στάλαζε βάλσαμο στις καρδιές των ταλαίπωρων ψαράδων. Σε λίγο όμως οι μαθητές θα περάσουν στο χώρο του υπερφυσικού. Η λογική και η εμπειρία δεν μπορούν παρά να αντιδρούν στην εντολή έστω και εσωτερικά και ανέκφραστα. Ευτυχώς όμως, η πίστις και η έμπρακτη υπακοή σπάζουν το τείχος της λογικοκρατίας και ανοίγουν τους μαθητές στο πέλαγος της αγάπης και της εμπειρίας της πίστεως. Της αγάπης και της πίστεως που ενώπιόν τους τίποτε απολύτως δεν παραμένει αδύνατο.
Αλλ' ας ακούσουμε μέσα στην ύπαρξή μας τον διάλογο που αποτυπώνει ο Ιερός Ευαγγελιστής Λουκάς. “Ως δε επαύσατο λαλών, είπε προς τον Σίμωνα· επανάγαγε εις το βάθος και χαλάσατε τα δίκτυα υμών εις άγραν. Και αποκριθείς ο Σίμων είπεν αυτώ· επιστάτα, δι' όλης της νυκτός κοπιάσαντες ουδέν ελάβομεν· επί δε τω ρήματί σου χαλάσω το δίκτυον” (Λουκ. Ε' 4-5). Δηλ. όταν ο Ιησούς έπαυσε να ομιλεί είπε προς τον Σίμωνα· φέρε πάλιν το πλοίο στα βαθιά νερά της λίμνης και ρίξτε τα δίκτυα σας για να πιάσετε ψάρια. Και ο Σίμων απεκρίθη και του είπε· Διδάσκαλε, όλην τη νύκτα κοπιάσαμε ρίχνοντας τα δίχτυα και δεν πιάσαμε τίποτε. Αφού όμως το διατάζεις, με τέλεια πεποίθηση και υπακοή στο λόγο σου θα ρίξω το δίκτυ.
Αυτό ήταν. Σε λίγη ώρα η ψαριά ήταν τόση πολλή που κινδύνευε να σπάσει το δίχτυ τους. “Συνέκλεισαν πλήθος ιχθύων πολύ” και “διερρήγνυτο το δίκτυον”. Αλλά μπροστά σ' αυτό το γεγονός, ο παρορμητικός Πέτρος, το “στόμα των Αποστόλων”, τα χάνει και φαινομενικώς εκφράζεται παράδοξα. Να σταθούμε όμως στο σημείο αυτό.
Πράγματι, ενώπιον τοιούτων υπερφυσικών καταστάσεων, και όταν ο άνθρωπος συνειδητοποιεί ότι βρίσκεται ενώπιον αυτής της παρουσίας του Θεανθρώπου, βιώνει τόσο έντονες καταστάσεις και μάλιστα αλληλοσυγκρουόμενες, ώστε δεν γνωρίζει πώς να εκφραστεί, τι να ζητήσει ή και πώς να σιωπήσει. “Έξελθε απ' εμού, ότι ανήρ αμαρτωλός ειμί”. Κύριε, φύγε από το πλοίο μου, φύγε από κοντά μου. Δεν αντέχω. Είμαι άνθρωπος αμαρτωλός.
Το θάμβος και το δέος που βιώνει ο άνθρωπος στην παρουσία του Χριστού είναι κάτι το μοναδικό και απερίγραπτο. Κάνει την ψυχή να αισθάνεται πως ό,τι και να πει, όπως και να εκφραστεί, είναι μηδενικό ή και ένοχο. Και ομολογουμένως θα πρέπει όλοι μας να παραδεχθούμε αλλά και να ομολογήσουμε ενώπιον Κυρίου Παντοκράτορος την αμαρτωλότητά μας. Να αισθανόμαστε ότι όντως ο Κύριος δεν μπορεί να παραμένει πλησίον της ρυπαρότητάς μας. Συγχρόνως όμως να τον παρακαλούμε εκ μέσης καρδίας να μη μας εγκαταλείψει ποτέ. Αλλοίμονο δε εάν ο Κύριός μας και Θεός μας “αποστή αφ' ημών”.
Κύριε, είμαι ανάξιος του ουρανού και της γης. Όμως Κύριε Ιησού ένεκεν της δόξης του ονόματός Σου και της σταυρικής Σου θυσίας, “απόστρεψον το πρόσωπόν σου από των αμαρτιών μου” πλην όμως “μη απορρίψεις ημάς από της αγάπης Σου”.
Αλήθεια, πόσες φορές ο άνθρωπος που ποθεί τον Ιησού και αγωνίζεται για την εφαρμογή των εντολών του, όταν η χάρις τον αγγίζει με τους τρόπους που ο ίδιος ο Θεός γνωρίζει για την κάθε ύπαρξη, πόσες φορές ζώντας αυτήν ακριβώς την κατάσταση του Πέτρου, δεν λέγει τα συγκλονιστικά λόγια του Ιώβ: “Κύριε, ακοήν μεν ωτός ήκουόν σου το πρότερον, νυνί δε ο οφθαλμός μου εώρακέ σε. Διό εφαύλισα εμαυτόν και ετάκην, ήγημαι δε εμαυτόν γην και σποδόν” (Ιώβ ΜΒ' 5-6). Δηλ. Κύριε, άκουγα μεν πρωτύτερα με τα αυτιά μου περί την αλήθειάν σου από τους άλλους, τώρα όμως σε έχω δει με τα ίδια μου τα μάτια. Και κατόπιν της γνώσεως που μου μετέδωσες, εξουδένωσα και ελεεινολόγησα τον εαυτόν μου και συνετρίβην από την συναίσθηση της πλάνης μου. Θεωρώ δε τώρα τον εαυτό μου χώμα και στάκτη”.
Ναι, αυτή είναι η θέση των αγίων στην πρώτη τους προσωπική συνάντηση με τον Ιησού.
Τόσο η Αγία Γραφή, όσο και τα ιερά μας συναξάρια, αποτυπώνουν πολύ εναργώς αυτή την πραγματικότητα. Αυτούς που η χάρις του Θεού τούς ετοιμάζει εκ κοιλίας μητρός για ένα ιδιαίτερο έργο μέσα στην Εκκλησία και μέσα στην κοινωνία, μπροστά στην Θεοφάνεια νιώθουν αυτό το φαινομενικώς αντικρουόμενο. Ένα όχι απλώς συναίσθημα, αλλά την ουσία της ζωής. Υφαίνονται δέος και χαρά, θάμβος και φόβος, προβάλλοντας τα προσωπικά τους μειονεκτήματα. “Κύριε, ουχ ικανός ειμί προ της χθες, ουδέ προ της τρίτης ημέρας, ουδέ αφ' ου ήρξω λαλείν τω θεράποντί σου· ισχνόφωνος και βραδύγλωσσος εγώ ειμί” θα τονίσει ο Μωυσής (Εξοδ. Δ' 10). Δηλ. Ω, Κύριε, σε παρακαλώ! Δεν είμαι ικανός να ομιλώ. Όχι δε από χθες η προχθές, ούτε αφ' ότου άρχισες να ομιλείς εις εμέ τον δούλον σου, αλλά πάντοτε ήμουν αδύνατος εις την ομιλίαν. Είμαι βραδύγλωσσος. Δύσκολα ομιλώ.
Αλλ' αυτό είναι το υπόβαθρο επάνω στο οποίο έρχεται να αναπαύεται, να ριζώνει και να αυξάνει η ουράνια κλήση. Η κλίση που ζυμώνεται με δάκρυα και ποτίζεται με τον ιδρώτα και το αίμα της αυτοσυνειδησίας... Και μετά από αυτά έρχεται το “μη φοβού, από του νυν ανθρώπους έση ζωγρών”. Μη φοβάσαι, Πέτρο, από τη στιγμή αυτή δεν θα ψαρεύεις ιχθείς, αλλά θα αλιεύεις ανθρώπους. Και θα μας σημειώσουν οι ιεροί ερμηνευτές ότι το πλήθος των ιχθύων, ήταν τύπος τής μεγάλης άγρας των ανθρώπων και προμήνυμα του πολλού πλήθους όλων αυτών που θα σαγηνευθούν από το κήρυγμα των Αποστόλων. Εννοείται δε ότι ενώπιον της κλήσεως αυτής, όλα τ' άλλα όχι απλώς αποκτούν δευτερεύουσα σημασία, αλλά στην κυριολεξία χάνονται και εκμηδενίζονται. Έτσι τουλάχιστον θα πρέπει να συμβαίνει. Και ναι μεν ο κάθε πιστός έχει την γενική κλήση της αγιότητας, αλλά και την προσωπική του και ιδιαίτερη κλήση για να κατορθώσει τον σκοπό του. Το θέμα όμως είναι να έχουμε ανοιχτή την καρδιά και τους ορίζοντες ώστε δια της υπακοής να περάσουμε στην υπέρ φύση κατάσταση. Στην κατάσταση δηλ. η οποία μας αποκαλύπτει τι ακριβώς ζητά ο Ιησούς από εμάς. Ποια θα είναι η αποστολή μας και ποια η μέθοδος του σκοπού που είναι η πορεία προς το καθ' ομοίωσιν.
Το μόνο πάντως βέβαιον, αλλά και η μόνη ασφαλής οδός στο θέμα αυτό είναι η συναίσθηση της αμαρτωλότητάς μας.
Και όλα τ' άλλα; Όλα τ' άλλα ας τ' αφήσουμε στα χέρια του Μεγάλου Ψαρά που θέλει να μας σαγηνεύσει στο δίχτυ της χάριτος και να μας αξιώσει της επουρανίου Του Βασιλείας.

Αμήν.

Αρχιμ. Ιωήλ Κωνστάνταρος

Ο σκοπός της χριστιανικής ζωής


Στον χριστιανισμό, η πνευματική ζωή δεν κατανοείται κατά τη συνήθη αντίληψη του κόσμου. Ο κόσμος θεωρεί πνευματική ζωή συνήθως τη ζωή που σχετίζεται με τα γράμματα, με τις τέχνες, με τις επιστήμες. Γι’ αυτό και χαρακτηρίζει αντιστοίχως πνευματικό άνθρωπο τον μορφωμένο άνθρωπο, τον καλλιτέχνη, τον επιστήμονα, αυτόν δηλαδή που ασχολείται με τις εκδηλώσεις του ανθρωπίνου πνεύματος. Πνευματική ζωή όμως κατά τη χριστιανική πίστη είναι η ζωή πρωτίστως που σχετίζεται με τον Άγιον Πνεύμα και τη χάρη του Τριαδικού Θεού. Πνευματική ζωή είναι η ζωή εν αγίω Πνεύματι. Όποιος έχει το Πνεύμα του Θεού μέσα του αυτός και μόνο χαρακτηρίζεται πνευματικός άνθρωπος. «Όσοι Πνεύματι Θεού άγονται ούτοί εισιν υιοί Θεού» (απόστολος Παύλος).

Αυτή η εν αγίω Πνεύματι ζωή συνιστά και τον σκοπό όλης της χριστιανικής πίστεως και ζωής. Αφήνοντας τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας, σημειώνουμε αυτό που ο νεώτερος άγιος της Ρωσικής αλλά και της καθ’ όλου Ορθόδοξης Εκκλησίας Σεραφείμ του Σάρωφ είχε πει: «Ο σκοπός της χριστιανικής ζωής είναι η απόκτηση από τον άνθρωπο του αγίου Πνεύματος». Όχι απλώς να γίνει ο άνθρωπος ένας καλός άνθρωπος, ένας κοινωνικός εργάτης, ένας αλτρουϊστής, με άλλα λόγια να βρίσκεται στον κόσμο τούτο σ’ ένα καλό οριζόντιο επίπεδο, αλλά να μπορέσει να ζήσει μέσα του τον ίδιο τον Θεό. Δεν αυθαιρετεί ο άγιος ούτε εκφράζει κάτι που ανάγεται στον χώρο της φαντασίας. Ο ισχυρισμός του είναι ό,τι αποτελεί ζωή της Εκκλησίας, ό,τι με άλλα λόγια έφερε ο ίδιος ο ενανθρωπήσας Θεός, Ιησούς Χριστός. Διότι ο Χριστός ήλθε, προκειμένου να κάνει τον άνθρωπο Θεό, εντάσσοντάς τον μέσα στον εαυτό Του και κάνοντάς τον επομένως προέκταση του ίδιου του εαυτού Του. «Εγώ ειμι η άμπελος, υμείς τα κλήματα». «Μέλη Χριστού εσμεν». Κι αυτό πραγματοποιείται διά του αγίου βαπτίσματος, διά του αγίου χρίσματος, διά της μετοχής στη Θεία Ευχαριστία, κι όλα αυτά μέσα στο κλίμα της μετάνοιας.

Αυτό σημαίνει ότι η πνευματική ζωή ουσιαστικά ξεκινά από την ώρα που ο άνθρωπος θα ενταχτεί στην Εκκλησία, και παραπέμπει πάντοτε σ’ αυτό που ονομάζεται χριστιανική ζωή. Πνευματική ζωή και χριστιανική ζωή βρίσκονται σε σχέση ταύτισης. Κάθε άλλη συνεπώς πνευματικότητα, έξω από τον Χριστό και την Εκκλησία Του, δεν θεωρείται ορθή, δηλαδή σωτήρια για τον άνθρωπο, πνευματικότητα, μάλλον παραπέμπει σε κάτι επικίνδυνο, γιατί λαμβάνουν μέρος και «άλλα πνεύματα», ξένα προς το Πνεύμα του Θεού. Από την άποψη αυτή, ο σκοπός της χριστιανικής ζωής ως απόκτησης του αγίου Πνεύματος ταυτίζεται με τη φανέρωση της χάρης του Θεού στη ζωή του ανθρώπου, χάρης την οποία ήδη έχει λάβει με το βάπτισμα και με το χρίσμα. Ο άνθρωπος δηλαδή καλείται να γίνει αυτό που είναι, αυτό που του έχει ήδη δοθεί.

Η φανέρωση αυτή, το να γίνεται ο άνθρωπος αυτό που είναι, να επιβεβαιώνει με άλλα λόγια ότι είναι μέλος Χριστού, δεν πραγματοποιείται εύκολα και μονομιάς. Αφότου ο άνθρωπος αμάρτησε και η αμαρτία ως τάση εξακολουθεί να τον τυραννά, παρ’ όλη την υιοθεσία του από τον Χριστό, η πνευματική ζωή δεν είναι εύκολη. Απαιτείται η αδιάκοπη συνεργασία της ανθρώπινης θέλησης με τη χάρη του Θεού, γι’ αυτό και οι άγιοί μας σημειώνουν ότι η πνευματική ζωή έχει δυναμικό και ενεργητικό χαρακτήρα. Περιλαμβάνει δε τρία στάδια, που τα κατονομάζουν, χωρίς πάντοτε να δένονται με τους ίδιους όρους: την κάθαρση, τον φωτισμό και τη θέωση.

Το κρισιμότερο στάδιο από τα τρία για τον άνθρωπο είναι το πρώτο, της κάθαρσης. Γιατί σ’ αυτό κατεξοχήν φανερώνεται η θέληση του ανθρώπου να συνεργαστεί με τον Θεό. Σ’ αυτό το στάδιο ο άνθρωπος καθαρίζεται από το Πνεύμα του Θεού, ώστε η καρδιά του να γίνει κάτοπτρο που αντανακλά τις ακτίνες του φωτός του Θεού. «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». Κατά αναλογία της κάθαρσης της καρδιάς του έρχεται ο φωτισμός και η θέωση, οπότε ο πιστός αρχίζει να φανερώνει τη ζωή του Χριστού, σαν να έχει πάρει μορφή μέσα του ο Χριστός. Έτσι πνευματικός άνθρωπος, άγιος άνθρωπος είναι εκείνος που πραγματοποιεί με τη χάρη του Θεού αυτό που λέει ο απόστολος Παύλος: «μέχρις καταντήσωμεν οι πάντες εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού». «Άχρις ου μορφωθή Χριστός εν ημίν».

Στην κρισιμότητα του πρώτου σταδίου της πνευματικής ζωής, της κάθαρσης, καίρια θέση έχουν οι λογισμοί του ανθρώπου. Σκέψεις ή εικόνες που προερχόμενοι ως επί το πλείστον από τον πονηρό διάβολο αποπροσανατολίζουν τον άνθρωπο από τη φυσιολογία της ζωής, να φανερώνει τον Χριστό. Αν ο πιστός δεν έχει μάθει να αντιμετωπίζει τους λογισμούς αυτούς και να τους διακρίνει έναντι των άλλων που υπάρχουν – από τον Θεό ή και από τον ίδιο τον εαυτό του – τότε το πιθανότερο δυστυχώς είναι να επέλθει σε αυτόν σύγχυση και να αρχίζει να ζει σε ένα χάος από πλευράς πνευματικής. Οι άγιοί μας είναι αρκετά αποκαλυπτικοί στο θέμα αυτό της σύγχυσης των λογισμών, γι’ αυτό και από την εμπειρία τους έχουν καταγράψει τα σχετικά με την αντιμετώπιση της κακής αυτής καταστάσεως, οπότε αν κανείς ακολουθήσει την εμπειρία τους, σχετικά εύκολα θα μπορέσει να υπερβεί τη σύγχυση και να ορθοποδήσει πνευματικά. Αυτή η ακολουθία τους προς έλεγχο και υπέρβαση των λογισμών, και μάλιστα των κακών και πονηρών λεγομένων, συνιστά και το μυστικό της πνευματικής ζωής.

Τη σημασία αποκτήσεως αυτού του μυστικού καταλαβαίνει κανείς, αν σκεφτεί ότι κατά το πλείστον τα ψυχολογικά λεγόμενα προβλήματα σχετίζονται με λανθασμένους τρόπους αντιμετώπισης των λογισμών. Οι περισσότεροι δεν ξέρουμε να αντιμετωπίζουμε τους λογισμούς, οι οποίοι με την κακή διαχείρισή τους και με το δεδομένο της υποκίνησής τους από τον πονηρό, δυστυχώς αυξάνονται και καθίστανται «τύραννοι» του ανθρώπου, κάνοντάς τον να ζει από τη ζωή αυτή ήδη μία κόλαση.

Τι μας διδάσκουν λοιπόν σε γενικές γραμμές οι άγιοί μας στο θέμα αυτό; Πρώτα από όλα να μην έχουμε εμπιστοσύνη στους λογισμούς. Δηλαδή, όταν κάποιος λογισμός μάς ταλαιπωρεί και βλέπουμε ότι ερχόμενος μας καταβάλλει, το καλύτερο είναι να τον θέσουμε υπόψη διακριτικού πνευματικού πατέρα. Αλλά το σημαντικότερο, πέραν αυτού, είναι να μάθουμε να περιφρονούμε τους λογισμούς, τους προερχομένους εκ του πονηρού. Πώς θα ξέρουμε ποιος λογισμός είναι εκ του πονηρού; Από το τι διάθεση προκαλεί στην καρδιά του ανθρώπου. Ο πονηρός λογισμός συνήθως προκαλεί φόβο, ταραχή, κακή διάθεση στον άνθρωπο, ενώ ο εκ Θεού το αντίθετο: αγάπη προς τον άλλον, ειρήνη, καλή ψυχική διάθεση. Το κριτήριο μας το δίδαξε ο ίδιος ο Κύριος: «το δένδρον εκ του καρπού γινώσκεται». Ό,τι λοιπόν μας προκαλεί ταραχή ξέρουμε την προέλευσή του. Το σημειώνουν και οι όσιοι Βαρσανούφιος και Ιωάννης: «Ει τι βλέπεις είτε ακούεις ει τι λογίζη, καν μικρόν ταραχθής, των δαιμόνων εστί τούτο». Βλέπεις κάτι, ακούς κάτι, λογίζεσαι κάτι, και βλέπεις ότι ταράζεσαι; Από πίσω μάλλον κρύβεται ο διάβολος.

Η κατάθεση λοιπόν του λογισμού σε διακριτικό, όπως είπαμε, πνευματικό, και η περιφρόνηση των λογισμών που μας ταράσσουν, είναι τελικώς ίσως το σημαντικότερο μυστικό της πνευματικής ζωής. Η περιφρόνηση αυτή επιτυγχάνεται όχι με την απλή άρνησή μας να μη δεχόμαστε έναν λογισμό – μία τέτοια ενέργεια δυναμώνει τον λογισμό - αλλά με τη θετική στροφή του νου μας σε ό,τι είναι καλό και αποδεκτό από τον Θεό. Κι αυτό δεν είναι άλλο από τη στροφή προς τον Χριστό. Στη θέση του κακού λογισμού να βάζουμε τον αγαθό λογισμό, τον Χριστό και τη διδασκαλία του, τη ζωή και τα λόγια των αγίων μας, να πώς ξεπερνιέται το πρόβλημα. Ο γέροντας Πορφύριος το εξέφρασε με τον απλούστερο και αμεσότερο ίσως τρόπο: «Το σκοτάδι δεν το πυροβολούμε. Απλώς ανάβουμε το φως». Στροφή προς το φως του Χριστού και επιμονή σ’ αυτό: η διαδικασία από τον κόσμο αυτό ευρέσεως του ίδιου του Παραδείσου.
π. Γιώργης Δορμπαράκης 

Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ, ΜΑΡΤΥΡΑΣ ΤΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ

  1. Πρω­το­πρ. Γε­ωρ­γίου Δ. Με­ταλ­λη­νοῦ

    Ἡ ἀ­πο­στο­λὴ τοῦ Κυ­βερ­νή­του ὡς ἄρ­σις Σταυ­ροῦ.

Στὶς 2 Ἀ­πρι­λί­ου 1827 ἡ Γ΄ Ἐ­θνι­κὴ Συ­νέ­λευ­ση τῶν Ἑλ­λή­νων ψή­φι­σε τὸν Κα­ππο­δί­στρι­α πρῶ­το Κυ­βερ­νή­τη τῆς ἐ­λευ­θέ­ρας μι­κρᾶς Ἑλ­λά­δος.

Καὶ ἐ­κεῖ­νος, ἔ­χον­τας συ­νεί­δη­ση –ὡς δι­πλω­μά­της κα­ρι­έ­ρας– τῆς πε­ρι­πέ­τει­ας, στὴν ὁ­ποί­α ἑ­κού­σι­α στρα­τευ­ό­ταν, ἔ­γρα­φε στὸν πι­στὸ φί­λο του Ἐ­ϋ­νάρ­δο: «Εἶ­μαι ἀ­πο­φα­σι­σμέ­νος νὰ ἄ­ρω τὸν οὐ­ρα­νό­θεν ἐ­πι­κα­τα­βαί­νον­τά μου σταυ­ρὸν»1. Μὲ προ­φη­τι­κὴ ἐ­νό­ρα­ση δι­έ­βλε­πε, ὅ­τι ἡ ἀ­νά­λη­ψη τῆς ἀ­πο­στο­λῆς τοῦ Κυ­βερ­νή­του τῆς Ἑλ­λά­δος, δὲν ἦ­ταν πα­ρὰ μαρ­τυ­ρι­κὴ πο­ρεί­α καὶ θυ­σί­α. Δὲν μπο­ροῦ­σε ὅ­μως νὰ ἀρ­νη­θεῖ τὴν πρό­σκλη­ση τῆς Πα­τρί­δος. Τὴν συγ­κα­τα­νευ­σὴ του ἔ­βλε­πε ὡς «ὀ­φει­λὴν εἰς ἱ­ε­ρὰν ὑ­πό­θε­σίν» τη­ς2. Τὸ μέ­γε­θος ὅ­μως τῆς θυ­σί­ας του ἦ­ταν εἰς θέ­ση νὰ ἐ­κτι­μή­σουν οἱ ἄλ­λοι. Ἔτ­σι, ὁ Αὐ­στρι­α­κὸς δι­πλω­μά­της καὶ ἱ­στο­ρι­κὸς Πρό­κες Ὄ­στεν ση­μει­ώ­νει στὴν ἱ­στο­ρί­α του, ὅ­τι, ὅ­πως ἦ­ταν τό­τε ἡ Ἑλ­λά­δα, πι­θα­νώ­τε­ρο ἦ­ταν νὰ στη­ρί­ξει ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας τὴν Ἑλ­λά­δα, πα­ρὰ ἡ Ἑλ­λά­δα τὸν Κα­ππο­δί­στρι­α3.

Καὶ πράγ­μα­τι, ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας ἀ­πο­τε­λεῖ μο­να­δι­κὴ πε­ρί­πτω­ση –ἴ­σως ὄ­χι μό­νο στὴν Ἑλ­λη­νι­κὴ Ἱστο­ρί­α– πο­λι­τι­κοῦ, ποὺ ἀρ­νή­θη­κε κά­θε «χρη­μα­τι­κὴν χο­ρη­γί­αν», δι­ὰ νὰ μὴ ἐ­πι­βα­ρύ­νει τὸ δη­μό­σι­ο Τα­μεῖ­ο4. Δὲν ζή­τη­σε, οὔ­τε πῆ­ρε τί­πο­τε ἀ­πὸ τὴν Πα­τρί­δα, ἀλ­λὰ ἔ­δω­σε τὰ πάν­τα στὴν Πα­τρί­δα!

Τὸ Ἔ­θνος προ­σέ­βλε­ψε μὲ ἐμ­πι­στο­σύ­νη στὸν με­γά­λο αὐ­τὸν Ἕλ­λη­να πο­λι­τι­κό, γνω­στὸ ἤ­δη στὴν Εὐ­ρώ­πη καὶ τὸν κό­σμο, καὶ στή­ρι­ξε σ᾿ αὐ­τὸν τὶς ἐλ­πί­δες του. Ὑ­πα­κού­ον­τας στὸ κέ­λευ­σμα τοῦ ἄλ­λου μάρ­τυ­ρα τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας μας Ρή­γα Βε­λε­στιν­λῆ: «καὶ τῆς Πα­τρί­δος, ἕ­νας νὰ γέ­νῃ ἀρ­χη­γός», δὲν στρά­φη­κε σὲ κα­νέ­να ξέ­νο, οὔ­τε κἄν ζή­τη­σε Εὐ­ρω­παῖ­ο βα­σι­λέ­α, ἀλ­λὰ ἐ­φάρ­μο­σε τὸ γρα­φι­κό: «Ἐκ τῶν ἀ­δελ­φῶν σου κα­τα­στή­σεις ἐ­πὶ σε­αυ­τὸν ἄρ­χον­τα, οὐ δυ­νή­σῃ κα­τα­στῆ­σαι ἀ­πὸ σε­αυ­τὸν ἄν­θρω­πον ἀλ­λό­τρι­ον ὅ­τι οὐκ ἀ­δελ­φός σου ἔ­στιν». (Δευτ. 17, 15). Ὡς ἐ­κλε­κτός τοῦ Ἔ­θνους ἦλ­θε νὰ κυ­βερ­νή­σει ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας, δι­ὰ νὰ με­τα­βά­λει τὸ χά­ος, ποὺ ἐ­πι­κρα­τοῦ­σε στὴν Ἑλ­λά­δα, σὲ τά­ξη, δη­μι­ουρ­γών­τας ἀ­πὸ αὐ­τὸ κρά­τος σύγ­χρο­νο καὶ βι­ώ­σι­μο. Κα­τα­νο­ών­τας δὲ τὴν ἐ­κλο­γή του, ὡς τοῦ «ἑ­νὸς ἀν­δρὸς ἀρ­χήν», θέ­λη­σε μὲν νὰ συγ­κεν­τρώ­σει στὰ χέ­ρι­α του ὅ­λες τῆς ἐ­ξου­σί­ες, ἀλ­λά, κα­τὰ τὴ δι­κή μας τοὐ­λά­χι­στον ἐ­κτί­μη­ση, ὄ­χι λό­γῳ τῶν ἀ­πο­λυ­ταρ­χι­κῶν φρο­νη­μά­των του –δι­ό­τι ἦ­ταν φύ­ση δη­μο­κρα­τι­κὴ καὶ λα­ϊ­κή– ἀλ­λὰ γι­ὰ νὰ μπο­ρέ­σει νὰ πραγ­μα­τώ­σει τοὺς στό­χους του, ποὺ ἦ­ταν ἡ σύγ­κρα­ση τῶν συγ­χρό­νων Εὐ­ρω­πα­ϊ­κῶν πο­λι­τει­ο­λο­γι­κῶν δε­δο­μέ­νων μὲ τὴν πα­ρά­δο­ση τοῦ Γέ­νους, τὴν Ἑλ­λη­νορ­θο­δο­ξί­α. Ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας ἤ­θε­λε σύγ­χρο­νο κρα­τι­κὸ μη­χα­νι­σμό, ἀλ­λὰ μέ­σα στὸ σκεῦ­ος τῆς Ρω­μαί­ϊκης πα­ρα­δό­σε­ως. Ἔτ­σι δὲν ἄρ­γη­σε νὰ ἔλ­θει σὲ σύγ­κρου­ση μὲ τὶς δυ­νά­μεις ἐ­κεῖ­νες, ἐγ­χώ­ρι­ες καὶ ξέ­νες, ποὺ ἐ­πε­δί­ω­καν τὸν ἐ­ξευ­ρω­πα­ϊ­σμὸ τῆς μι­κρῆς Ἑλ­λά­δος, τὴν ἀ­πο­σύν­δε­σή της, δη­λα­δή, ἀ­πὸ τὸν κορ­μὸ τῆς ὑ­πό­λοι­πης Ρω­μη­ο­σύ­νης, ποὺ ἐκ­φρα­ζό­ταν μὲ τὸ Οἰ­κου­με­νι­κὸ Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο ὡς Ἐ­θναρ­χί­α, καὶ τὴν πο­λι­τι­κὴ καὶ πο­λι­τι­στι­κὴ σύν­δε­σή της μὲ τὴν ὑ­πό­λοι­πη Εὐ­ρώ­πη, γι­ὰ νὰ δε­θεῖ τε­λι­κὰ στὸ ἅρ­μα τῆς Δυ­τι­κῆς δι­πλω­μα­τί­ας.

  1. Ἡ Ρω­μαίικη γραμ­μὴ πλεύ­σε­ώς του ἐ­νο­χλεῖ.

Ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας, ὡς πο­λι­τι­κὸς σπου­δα­σμέ­νος στὴ Δύ­ση (Πάν­το­βα), ἀ­σκη­μέ­νος στὰ Δυ­τι­κὰ ἀ­να­κτο­βού­λι­α, καὶ συ­νε­πῶς Εὐ­ρω­παῖ­ος, ἔ­γι­νε δε­κτὸς ἀρ­χι­κὰ ἀ­πὸ τὶς Με­γά­λες Δυ­νά­μεις, μο­λο­νό­τι συγ­κρα­τη­μέ­να ἀ­πὸ με­ρι­κές, ὅ­πως ἡ Ἀγ­γλί­α. Πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σαν ὅ­μως τὴν ἐκ­δί­πλω­ση τοῦ προ­γράμ­μα­τός του, γι­ὰ νὰ δι­α­πι­στώ­σουν τοὺς ἄ­δη­λους στό­χους του. Ὅ­ταν, ἔτ­σι, δι­α­πι­στώ­θη­κε Ρω­μαί­ϊκη –Ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξη δη­λα­δὴ– γραμ­μὴ πλεύ­σε­ώς του, ἐ­πι­στρα­τεύ­θη­καν ὅ­λα τὰ δι­α­τι­θέ­με­να ἀ­πὸ τὴ δι­πλω­μα­τί­α μέ­σα γιὰ­ τὴν ἐ­ξόν­τω­σή του. Ἡ Ἀγ­γλί­α, κυ­ρί­ως, ὀρ­γά­νω­σε μυ­στι­κὴ ἐκ­στρα­τεί­α ἐ­ναν­τί­ον του, χρη­σι­μο­ποι­ών­τας τὰ ἐν­τός τῆς Ἑλ­λά­δος ὄρ­γα­νά της. Τὰ ἀρ­χεῖ­α τοῦ Foreign Office καὶ τοῦ Colonial Office (στὸ Kew Gardens τοῦ Λον­δί­νου) προ­σφέ­ρουν πλη­θώ­ρα στοι­χεί­ων, ποὺ ἀ­πο­κα­λύ­πτουν τὴν κί­νη­ση τῶν νη­μά­των τῆς ἀν­τι­κα­ππο­δι­στρι­α­κῆς δη­μα­γω­γί­ας ἀ­πὸ τὰ Ἀγ­γλο­κρα­τού­με­να Ἑ­πτά­νη­σα5.

Ὅ­σο περ­νοῦ­σε ὁ και­ρός, τό­σο πι­ὸ ἐ­νο­χλη­τι­κὸς γι­νό­ταν ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας γι­ὰ τὴν φράγ­κι­κη καὶ μό­νι­μα ἀν­τι­στρα­τευ­ό­με­νη τὴν Ὀρ­θο­δο­ξί­α Εὐ­ρώ­πη. Θρεμ­μέ­νος μὲ τὶς Ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξες πα­ρα­δό­σεις τῆς Κυ­πρί­ας μη­τέ­ρας του (Ἀ­δα­μαν­τί­ας), ἦ­ταν δε­μέ­νος μὲ τὴν Ὀρ­θο­δο­ξί­α καὶ τὸ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὸ σῶ­μα, βλέ­πον­τάς το ὡς κι­βω­τὸ συ­νό­λης τῆς ζω­ῆς καί, συ­νε­πῶς, ὡς «πε­ρι­έ­χον» καὶ τὴν πνευ­μα­τι­κὴ καὶ τὴν πο­λι­τι­κὴ ζω­ὴ τοῦ Ἔ­θνους/Γέ­νους. Τὸ γε­γο­νὸς μά­λι­στα, ὅ­τι δύ­ο ἀ­πὸ τὶς ἀ­δελ­φές του ἔ­γι­ναν Ὀρ­θό­δο­ξες μο­να­χές, τί ἄλ­λο φα­νε­ρώ­νει ἀ­πὸ τὴν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό­τη­τα τῆς οἰ­κο­γε­νεί­ας του; Ἔτ­σι, καὶ ἂν ἀ­κό­μη κα­τὰ τὴν πα­ρα­μο­νή του στὴν Εὐ­ρώ­πη, ὡς εὐ­φυ­ὴς καὶ ἱ­κα­νὸς δι­πλω­μά­της, κα­τόρ­θω­νε νὰ συγ­κα­λύ­πτει τὸ ἀ­λη­θι­νὸ φρό­νη­μά του, ὅ­ταν ἀ­νέ­λα­βε τὰ ἡ­νί­α τῆς ἀ­νορ­γά­νω­της Ἑλ­λη­νι­κῆς Πο­λι­τεί­ας, δὲν εἶ­χε λό­γο νὰ ἀ­πο­κρύ­ψει τοὺς ἀ­λη­θι­νοὺς στό­χους του. Ἤ­δη ἡ πρώ­τη προ­κή­ρυ­ξή του πρὸς τὸν Ἑλ­λη­νι­κὸ λα­ὸ ἄρ­χι­ζε μὲ τὴ φρά­ση: «Ἐ­ὰν ὁ Θε­ὸς με­θ᾿ ἡ­μῶν, οὐ­δεὶς κα­θ᾿ ἡμῶν».

Ἦ­ταν γνω­στή, ἄλ­λω­στε, ἡ ἀν­τί­θε­ση τοῦ Κα­ππο­δί­στρι­α πρὸς τὴν Γαλ­λι­κὴ Ἐ­πα­νά­στα­ση (1789) καὶ κυ­ρί­ως τὶς ἀν­τι­θρη­σκευ­τι­κὲς ἀρ­χές της. Καὶ αὐ­τὸ δὲν φαί­νε­ται νὰ τὸ λαμ­βά­νουν σο­βα­ρὰ ὑ­π᾿ ὄ­ψιν ὅ­λοι ἐ­κεῖ­νοι ποὺ ἐ­πι­μέ­νουν, ὅ­τι ὑ­πῆρ­ξε «τέ­κτων κα­νο­νι­κὸς»6, χω­ρὶς βέ­βαι­α ἐ­πάρ­κει­α στοι­χεί­ων, λη­σμο­νών­τας, ὅ­τι ὡς δι­πλω­μά­της ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας συ­να­να­στρε­φό­ταν τοὺς πάν­τας, ἀλ­λὰ δὲν ἔ­παυ­σε πο­τὲ νὰ ἀ­νή­κει ὁ­λό­κλη­ρος στὴν Ὀρ­θο­δο­ξία­, ἡ ὁ­ποί­α δι­εκ­δι­κεῖ «μο­να­δι­κό­τη­τα» καὶ «ἀ­πο­κλει­στι­κό­τη­τα» στὴ συ­νεί­δη­ση καὶ ζω­ὴ τοῦ ἀν­θρώ­που. Ὅ­πως ἐ­πί­σης δὲν λαμ­βά­νε­ται ὑ­π᾿ ὄ­ψιν καὶ ἡ ἀρ­νη­τι­κὴ στά­ση του ἀ­πέ­ναν­τι στὴ Μα­σσο­νί­α καὶ κά­θε μυ­στι­κὴ ὀρ­γά­νω­ση κα­τὰ τὴ δι­άρ­κει­α τῆς ἀ­σκή­σε­ως τῆς ἐ­ξου­σί­ας του7. Ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας ἔ­βλε­πε ζυ­μω­μέ­νη τὴν ὕ­παρ­ξη τοῦ Ἔ­θνους μὲ τὴν Ὀρ­θο­δο­ξί­α, τὴν ζω­τι­κὴ πνο­ὴ καὶ ἀ­να­στά­σι­μη δύ­να­μή του: «Ἡ Χρι­στι­α­νι­κὴ θρη­σκεί­α (ὡς Ὀρ­θο­δο­ξί­α), ἔ­λε­γε, «ἐ­συν­τή­ρη­σεν εἰς τοὺς Ἕλ­λη­νας καὶ Γλῶσ­σαν καὶ Πα­τρί­δα καὶ ἀρ­χαί­ας ἐν­δό­ξους ἀ­να­μνή­σεις καὶ ἐ­ξα­να­χά­ρι­σεν εἰς αὐ­τοὺς τὴν πο­λι­τι­κὴν ὕ­παρ­ξιν, τῆς ὁ­ποί­ας εἶ­ναι στύ­λος καὶ ἑ­δραί­ω­μα»8.

  1. Τὸ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὸ φρό­νη­μα στὴν πο­λι­τι­κὴ τοῦ Κα­ππο­δί­στρι­α.

Τὸ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὸ φρό­νη­μα τοῦ ὑ­πα­γό­ρευ­σε καὶ σύ­νο­λη τὴν πο­λι­τι­κή του. Καὶ αὐ­τὸ φαί­νε­ται κα­τ’ ἐ­ξο­χὴν στὴν ἐκ­παι­δευ­τι­κὴ καὶ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὴ πο­λι­τι­κή του. Ἀ­κο­λου­θών­τας τὴν πα­ρά­δο­ση τοῦ ἁ­γί­ου Κο­σμᾶ τοῦ Αἰ­τω­λοῦ, θε­ω­ροῦ­σε καὶ αὐ­τὸς τὴν Παι­δεί­α ἀ­χώ­ρι­στη ἀ­πὸ τὴν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὴ ζω­ὴ καὶ ἀ­πέ­κρου­ε τὴν μο­νο­με­ρῆ ἀ­νά­πτυ­ξη τοῦ πνεύ­μα­τος χω­ρὶς τὴν χρι­στι­α­νι­κὴ δι­ά­πλα­ση τῆς καρ­δί­ας. «Τὰ ἄ­θε­α γράμ­μα­τα» ἦ­ταν καὶ γι­ὰ τὸν Κα­ππο­δί­στρι­α –ὅ­πως καὶ γι­ὰ τοὺς λα­ϊ­κοὺς δι­δά­χους τοῦ ΙΘ΄ αἰ­ῶ­νος– Φλα­μι­ᾶ­το καὶ Πα­που­λᾶ­κο, ἀ­ναί­ρε­ση τῆς Ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξου πα­ρα­δό­σε­ως καί, συ­νε­πῶς, δὲν εἶ­χαν θέ­ση στὴν ζω­ὴ τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἔθνους. Μί­α ἀ­πὸ τὶς βα­σι­κό­τε­ρες ἐ­ναν­τί­ον του κα­τη­γο­ρί­ες, ποὺ δι­ε­τύ­πω­ναν οἱ προ­τε­στάν­τες Μισ­σι­ο­νά­ρι­οι, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἐ­πέ­πε­σαν στὴν Ἑλ­λά­δα ἀ­μέ­σως με­τὰ τὴν Ἐ­πα­νά­στα­ση γι­ὰ τὴν ἐκ­φράγ­κευ­σή της– ἦ­ταν ὅ­τι τὰ Σχο­λεῖ­α τοῦ Κα­ππο­δί­στρι­α εἶ­χαν μο­να­στη­ρι­α­κὴ ὀρ­γά­νω­ση καὶ συ­νε­δύ­α­ζαν κα­θη­με­ρι­νὰ Παι­δεί­α καὶ λα­τρεί­α, προ­σφέ­ρον­τας ὡς ἀ­να­γνώ­σμα­τα στὴν τρά­πε­ζα Βί­ους Ἁ­γί­ων!

Τὴν μό­νι­μη δυ­σπι­στί­α ἀ­πέ­ναν­τί του ὅ­λων τῶν Δυ­τι­κῶν –ποὺ ἀ­πὸ τὸ πρό­σχη­μα τοῦ φι­λελ­λη­νι­σμοῦ ἐρ­γά­ζον­ταν γι­ὰ τὴν ἀ­πο­ορ­θο­δο­ξο­ποί­η­ση καὶ ἐκ­φράγ­κευ­ση τῶν Ἑλ­λή­νων– δεί­χνει ἕ­να γράμ­μα τοῦ Korck (ἐ­πὶ Βαυ­α­ρῶν θὰ ἀ­να­λά­βει τὴν δι­εύ­θυν­ση τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ ἐκ­παι­δευ­τι­κοῦ συ­στή­μα­τος) στοὺς Δυ­τι­κοὺς προ­ϊ­στα­μέ­νους του: «Ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας ἔ­δω­σε μὲν στὸν Anderson τὴν ἄ­δει­α νὰ ἱ­δρύ­σει Σχο­λεῖ­α, κά­τι ποὺ ἦ­ταν γι­ὰ –ὅ­λους μία­ εὐ­νο­ϊ­κὴ ἀ­πό­δει­ξη τῶν φι­λε­λευ­θέ­ρων φρο­νη­μά­των του. Ἀλ­λὰ κα­τὰ τὴν συ­ζή­τη­ση μᾶς φά­νη­κε νὰ κα­τέ­χε­ται ἀ­πὸ ἀ­νη­συ­χί­α, ὥ­στε νὰ πε­ρι­ο­ρί­σει τὴν ἄ­δει­α ποὺ πα­ρα­χω­ροῦ­σε, μὲ τὸ νὰ ἐ­πι­μέ­νει ἔν­το­να στὸ νὰ μὴ ἐ­πι­τρα­πεῖ νὰ δι­δά­σκε­ται τί­πο­τε σ᾿ αὐ­τὰ τὰ σχο­λεῖ­α χω­ρὶς νὰ ἔ­χει λά­βει προ­η­γου­μέ­νως γνώ­ση ἡ Κυ­βέρ­νη­ση»9.

Ὁ ἴ­δι­ος ὁ Korck μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ, ὅ­τι ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας προ­έ­βαλ­λε συ­χνὰ ἀν­τιρ­ρή­σεις στὴν κυ­κλο­φο­ρί­α προ­τε­σταν­τι­κῶν φυλ­λα­δί­ων, ποὺ προ­σέ­βαλ­λαν τὴ θρη­σκευ­τι­κὴ πα­ρά­δο­ση τοῦ λα­οῦ­10. Ἐξ ἄλ­λου, ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας ἔ­γρα­φε στὸν Ἀ­με­ρι­κα­νὸ μισ­σι­ο­νά­ρι­ο Rufus Anderson, ὅ­τι «οἱ Ἕλ­λη­νες θὰ δέ­χον­ταν εὐ­χα­ρί­στως Σχο­λεῖ­α καὶ ἄλ­λα, βι­βλί­α, εἰ­κό­νες, καὶ τέ­λος κά­θε τί, ποὺ δὲν θὰ τοὺς ἀ­πο­σποῦ­σε ἢ δὲν θὰ ὑ­πο­νό­μευ­ε τὴν πί­στη τους στὴν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Ἔ­θνους τους»11.

Ἐ­πε­δί­ω­ξε, μά­λι­στα, νὰ λά­βει δά­νει­ο ἀ­πὸ τὴν με­γά­λη Ἀμε­ρι­κα­νι­κὴ Ἱε­ρα­πο­στο­λι­κὴ Ἑ­ται­ρεί­α A.B.C.F.M., ποὺ εἶ­χε κα­ταρ­τί­σει ἐκ­παι­δευ­τι­κὸ πρό­γραμ­μα γι­ὰ τὴν Ἑλ­λά­δα, «γι­ὰ νὰ ὀρ­γα­νώ­σει δι­κό του σύ­στη­μα Ἐθνι­κῆς Παι­δεί­ας». Ἡ Ἑ­ται­ρεί­α, βέ­βαι­α, πα­ρὰ τὴν δι­α­τυμ­πα­νι­ζό­με­νο φι­λελ­λη­νι­σμό της, ἀ­πέρ­ρι­ψε τὴν πρό­τα­σή του­12, δι­ό­τι σκο­πὸς της ἦ­ταν νὰ εἰ­σα­γά­γει τὸν Προ­τε­σταν­τι­σμὸ στὴν Ἑλ­λά­δα μέ­σῳ τῆς Παι­δεί­ας, ὅ­πως καὶ ἔ­γι­νε ἄλ­λω­στε. Ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας, λό­γῳ τῆς ἐ­σω­τε­ρι­κῆς κα­τα­στά­σε­ως καὶ τῆς Δι­ε­θνοῦς θέ­σε­ως τῆς Ἑλ­λά­δος, οὔ­τε νὰ ἀ­πο­κρού­σει τοὺς Δυ­τι­κοὺς μπο­ροῦ­σε, οὔ­τε νὰ ἀρ­νη­θεῖ τὴν προ­σφο­ρά τους, λό­γω τῆς ἐλ­λεί­ψε­ως, ἄλ­λω­στε, μέ­σων. Προ­σπα­θοῦ­σε ὅ­μως νὰ τοὺς κρα­τεῖ ὑ­πὸ τὸν ἔ­λεγ­χό του­13. Στὸ ἀρ­χεῖ­ο τοῦ συ­νερ­γά­του του, Ἀν­δρέ­α Μου­στο­ξύ­δη (στὴν Κέρ­κυ­ρα), ἐ­πι­ση­μά­να­με πολ­λὲς ἀ­πο­δεί­ξεις γι­ὰ αὐ­τὴ τὴν πο­λι­τι­κὴ καὶ τῶν δύ­ο αὐ­τῶν Κερ­κυ­ραί­ων.

  1. Παι­δεί­α καὶ Ἐκ­κλη­σί­α, συ­νέ­χει­α τοῦ Ἔ­θνους.

Ἡ ἐκ­παι­δευ­τι­κὴ πο­λι­τι­κὴ τοῦ Κα­ππο­δί­στρι­α ἔ­βαι­νε πα­ράλ­λη­λα πρὸς τὴν εὐ­ρύ­τε­ρη ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὴ πο­λι­τι­κή του­14. Παι­δεί­α καὶ Ἐκ­κλη­σί­α ἦ­ταν τὰ βα­σι­κὰ ἐν­δι­α­φέ­ρον­τά του, γι­ὰ τὴν πνευ­μα­τι­κὴ συ­νέ­χει­α τοῦ Ἔ­θνους, ὅ­πως καὶ ἡ δι­και­ο­σύ­νη, γι­ὰ τὴν ἐκ­συγ­χρο­νι­σμέ­νη ὀρ­γά­νω­σή του. Φρόν­τι­σε γι­ὰ τὴν ἀ­να­καί­νι­ση τῶν ἐ­ρει­πω­μέ­νων Ἐκ­κλη­σι­ῶν, γι­ὰ τὴν μόρ­φω­ση τοῦ Κλή­ρου, ἱ­δρύ­ον­τας Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὴ Σχο­λὴ στὸν Πό­ρο­15, σχε­δί­α­ζε δὲ ἀ­κό­μη καὶ τὴν ἵ­δρυ­ση «Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς Ἀ­κα­δη­μί­ας», καὶ συ­νέ­στη­σε εἰ­δι­κὸ Ὑ­πουρ­γεῖ­ο, τὴν «Γραμ­μα­τεί­αν τῶν Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν καὶ τῆς Δη­μο­σί­ου Παι­δεί­ας», πού, ὅ­πως ὁ ἴ­δι­ος ἐ­ξη­γοῦ­σε, «συ­νη­νώ­θη­σαν δύ­ο ὑ­πη­ρε­σί­αι ἀ­χώ­ρι­στοι, καὶ πρὸς ἕ­να συν­τρέ­χου­σαι σκο­πόν, τὴν ἠ­θι­κὴν τῶν πο­λι­τῶν μόρ­φω­σιν, ἥτις εἶ­ναι ἡ βά­σις τῆς κοι­νω­νι­κῆς καὶ πο­λι­τι­κῆς τοῦ Ἔθνους ἀ­νορ­θώ­σε­ως»16. Ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας θε­με­λι­ώ­νει, ἔτ­σι, τὴν συ­νύ­παρ­ξη «Παι­δεί­ας καὶ Ἐκ­κλη­σί­ας» (ὄ­χι: Θρη­σκευ­μά­των), σὲ ἕ­να Ὑ­πουρ­γεῖ­ο, γι­ὰ τὴν πα­ράλ­λη­λη πο­λι­τι­κὴ δι­α­κο­νί­α, δύ­ο πε­ρι­ο­χῶν, ποὺ πα­ρα­δο­σι­α­κὰ συν­δέ­ον­ται με­τα­ξύ τους ἀ­δι­άρ­ρη­κτα στὴ ζω­ὴ τοῦ Γέ­νους. Εἶ­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ γι­ὰ τὴν δι­α­κρί­βω­ση τῆς νο­ο­τρο­πί­ας των, ὅ­τι ὁ Κο­ρα­ὴς εἶ­χε προ­τεί­νει τὴν σύν­δε­ση Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ Ἀ­στυ­νο­μί­ας!

Ὁ χα­ρα­κτη­ρι­σμὸς τοῦ Κα­ππο­δί­στρι­α ὡς «τοῦ πρώ­του καὶ τε­λευ­ταί­ου Κυ­βερ­νή­του, ποὺ ἀ­γά­πη­σε καὶ ἐν­δι­ε­φέρ­θη εἰ­λι­κρι­νῶς δι­ὰ τὴν Ἐκ­κλη­σί­αν τῆς Ἑλ­λά­δος»17 δὲν εἶ­ναι ὑ­περ­βο­λή. Πι­στεύ­ον­τας στὴν ἀ­να­γεν­νη­τι­κὴ ἀ­πο­στο­λὴ καὶ δύ­να­μη τοῦ Κλή­ρου, ἐρ­γά­σθη­κε γι­ὰ τὴν πνευ­μα­τι­κὴ ἄ­νο­δο καὶ τὴν σχο­λι­κὴ κα­τάρ­τι­σή του. Εἶ­ναι ὁ μό­νος πο­λι­τι­κός μας, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐν­δι­α­φέρ­θη­κε εἰ­λι­κρι­νὰ γι­ὰ τὴν ἀ­ξι­ο­ποί­η­ση, καὶ ὄ­χι ἁ­πλῶς τὴν «δή­μευ­ση» καὶ ἀ­παλ­λο­τρί­ω­ση, τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς πε­ρι­ου­σί­ας. Ἀ­ξι­ο­ποί­η­ση ὑ­πὲρ τῆς ἰ­δί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας (μι­σθο­δο­σί­α τοῦ Κλή­ρου καὶ συν­τή­ρη­ση τοῦ Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ σχο­λεί­ου). Ἀ­πο­πει­ρά­θη­κε, ἐ­πί­σης, νὰ κα­τα­πο­λε­μή­σει τὴν ὑ­πάρ­χου­σα ἀ­τα­ξί­α τοῦ Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ βί­ου, τὶς κα­τα­χρή­σεις ὀ­λί­γων Κλη­ρι­κῶν καὶ νὰ ἐ­πι­βά­λει τὸν πε­ρι­ο­ρι­σμὸ τοῦ Κλή­ρου στὰ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὰ ἔρ­γα του, ἀλ­λὰ καὶ τὴν τή­ρη­ση Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν λο­γι­στι­κῶν βι­βλί­ων, χω­ρὶς ὅ­μως, στὸ τε­λευ­ταῖ­ο αὐ­τό, ἐ­πι­τυ­χί­α.

  1. Τὸ Βαυ­α­ρι­κὸ Αὐ­το­κέ­φα­λο.

Ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α τὸ Μέλ­λον τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ καὶ ὄ­χι ἡ Εὐ­ρώ­πη.

Τὸ ση­μαν­τι­κό­τε­ρο ὅ­μως μέ­ρος τῆς Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς πο­λι­τι­κῆς του, ποὺ συ­νι­στοῦ­σε τὴν με­γα­λύ­τε­ρη πρό­κλη­ση γι­ὰ τοὺς δι­κούς μας Εὐ­ρω­πα­ϊ­στὲς καὶ τὶς Με­γά­λες Δυ­νά­μεις, ἦ­ταν ἡ προ­σπά­θει­ά του νὰ ἀ­πο­κα­τα­στή­σει τὶς σχέ­σεις τῆς Ἑλ­λα­δι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μὲ τὴν πνευ­μα­τι­κή της Μη­τέ­ρα, τὸ Οἰ­κου­με­νι­κὸ Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο, ποὺ ἦ­ταν ἀ­κό­μη καὶ Ἐ­θναρ­χι­κὸ τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ Κέν­τρο­18. Μὲ τὴν ἔ­κρη­ξη τῆς Ἐ­θνε­γερ­σί­ας, ὅ­πως ἦ­ταν φυ­σι­κό, δι­ε­κό­πη ἡ ἐ­πι­κοι­νω­νί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος μὲ τὸ Οἰ­κου­με­νι­κὸ Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο, χω­ρὶς ὅ­μως ἡ δι­α­κο­πὴ αὐ­τή, κα­θ᾿ ὅ­λη τὴν δι­άρ­κει­α τοῦ Ἀ­γῶ­νος, νὰ λά­βει τὸν χα­ρα­κτῆ­ρα πρα­ξι­κο­πη­μα­τι­κῆς ἀ­νε­ξαρ­τη­το­ποι­ή­σε­ως. Τὰ δι­και­ώ­μα­τα τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου οὔ­τε ἀ­πορ­ρί­φθη­καν πο­τέ, οὔ­τε καὶ λη­σμο­νή­θη­καν. Ἀν­τί­θε­τα ἡ Γ΄ Ἐ­θνι­κὴ Συ­νέ­λευ­ση –αὐ­τὴ ποὺ ἐ­ξέ­λε­ξε καὶ τὸν Κα­ππο­δί­στρι­α ὡς Κυ­βερ­νή­τη– δι­ε­κή­ρυ­ξε:

«Ἐ­πει­δὴ πάν­τες ἡ­μεῖς [...] οὐκ ἐ­γνω­ρί­σα­μεν ἄλ­λην μη­τέ­ρα, εἰ­μὴ τὴν Με­γά­λην Ἐκ­κλη­σί­αν, οὔ­τε ἄλ­λον Κυ­ρι­άρ­χην, εἰ­μὴ τὸν Πα­τρι­άρ­χην Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, κα­θ᾿ ἃ καὶ ὁ με­γα­λό­φρων αὐ­τῆς Πα­τρι­άρ­χης Γρη­γό­ρι­ος πρὸ ὀ­λί­γων χρό­νων ἐ­θυ­σι­ά­σθη ὑ­πὲρ τῆς Ἱ­ε­ρᾶς ἡ­μῶν Πί­στε­ως καὶ ὑ­πὲρ Πα­τρί­δος, δι­ὰ τοῦ­το οὐκ ἐ­φεῖ­ται ἡμῖν ἀ­πο­σπα­σθῆ­ναι ἀ­π᾿ αὐ­τῆς καὶ ἀ­πο­σκιρ­τῆ­σαι». Ὁ κύ­κλος ὅ­μως τῶν Δι­α­φω­τι­στῶν, μὲ πρῶ­το τὸν Κο­ρα­ῆ, πο­τι­σμέ­νος ἀ­πὸ τὸ Δυ­τι­κὸ πνεῦ­μα καὶ προ­σκολ­λη­μέ­νος στὴν Δυ­τι­κὴ ἀρ­χὴ τῶν Ἐθνο­τή­των καὶ στὶς δυ­τι­κο­γε­νεῖς προ­κα­τα­λή­ψεις γι­ὰ τὸ Βυ­ζάν­τι­ο καὶ τὴ Ρω­μη­ο­σύ­νη, ἔ­γι­νε ὁ προ­πα­γαν­δι­στὴς τῆς αὐ­το­νο­μή­σε­ως τῆς Ἑλ­λα­δι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­πὸ τὸ Οἰ­κου­με­νι­κὸ Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο.

Στὸ ση­μεῖ­ο ὅ­μως αὐ­τὸ πρέ­πει νὰ λε­χθεῖ, ὅ­τι οἱ Ἕλ­λη­νες Εὐ­ρω­πα­ΐ­ζον­τες εὐ­θυ­γραμ­μί­ζον­ταν μὲ τὴν πο­λι­τι­κὴ τὴν Με­γά­λων Δυ­νά­με­ων γι­ὰ τὸ νε­ό­τευ­κτο Ἑλ­λη­νι­κὸ Κρά­τος, ἀλ­λὰ καὶ ὅ­λη τὴν «κα­θ᾿ ἡμᾶς Ἀ­να­το­λή». Ἡ πο­λι­τι­κὴ αὐ­τὴ μπο­ρεῖ νὰ συ­νο­ψι­σθεῖ στὰ ἀ­κό­λου­θα: λύ­ση τοῦ Ἀ­να­το­λι­κοῦ ζη­τή­μα­τος μὲ τὴ δη­μι­ουρ­γί­α μι­κρῶν Ἐ­θνι­κῶν Βαλ­κα­νι­κῶν κρα­τῶν, σὲ μό­νι­μη σύγ­κρου­ση ἢ ἀν­τί­θε­ση με­τα­ξύ τους, γι­ὰ τὴν ἐμ­πό­δι­ση κοι­νοῦ ἀ­γῶ­νος ἐκ μέ­ρους των πρὸς ἀ­να­σύ­στα­ση τῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας τῆς Ρω­μα­νί­ας/Βυ­ζαν­τί­ου.

Ὁ δι­α­με­λι­σμὸς τῆς Εὐ­ρω­πα­ϊ­κῆς Τουρ­κί­ας συν­δέ­θη­κε μὲ τὴν δι­και­ο­δο­σι­α­κὴ συρ­ρί­κνω­ση τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου, μὲ τὴ δη­μι­ουρ­γί­α Ἐθνι­κῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν, καὶ σ᾿ αὐ­τὸ βο­η­θοῦ­σε ἡ ἐ­ξά­πλω­ση τοῦ ἐ­θνι­κοῦ καί, κα­τὰ οὐ­σί­αν ἐ­θνι­κι­στι­κοῦ, πνεύ­μα­τος στοὺς λα­οὺς τῆς Βαλ­κα­νι­κῆς. Οἱ Ἕλ­λη­νες θὰ ἔ­χου­με τὸ θλι­βε­ρὸ προ­νό­μι­ο νὰ ἡ­γη­θοῦ­με τὸ 1833 σὲ αὐ­τὴν τὴν προ­σπά­θει­α ἀ­πο­συν­θέ­σε­ως τῆς Ρω­μα­ϊ­κῆς Ἐ­θναρ­χί­ας.

Ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας γνώ­ρι­ζε κα­λὰ τὰ σχέ­δι­α αὐ­τά. Ὡς ἐν­συ­νεί­δη­τα ὅ­μως Ρω­μη­ός–Ὀρ­θό­δο­ξος, γνώ­ρι­ζε, ὅ­τι ὑ­πῆρ­χε κίν­δυ­νος, ἡ δι­α­κο­πὴ τοῦ δογ­μα­τι­κοῦ καὶ κα­νο­νι­κοῦ δε­σμοῦ τῆς Ἑλ­λά­δος μὲ τὸ Οἰ­κου­με­νι­κὸ Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο νὰ προ­κα­λέ­σει κυ­ρι­ο­λε­κτι­κὰ δι­ά­λυ­ση τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ, ἐ­λευ­θέ­ρου καὶ ἀ­λυ­τρώ­του. Ἐξ ἄλ­λου, ἦ­ταν καὶ βα­θὺς γνώ­στης τῆς ση­μα­σί­ας τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου γι­ὰ τὸν Ἑλ­λη­νι­σμὸ καὶ τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη Οἰ­κου­μέ­νη, –ὅ­πως ἀ­πο­δει­κνύ­ει ἡ σχε­τι­κὴ ἀλ­λη­λο­γρα­φί­α του. Ἄλ­λω­στε, ἤ­δη τὸ 1819, εὑ­ρι­σκό­με­νος στὴν Κέρ­κυ­ρα, εἶ­χε ἐκ­δώ­σει ἐ­πώ­νυ­μα Ὑ­πό­μνη­μα, ὑ­πο­στη­ρί­ζον­τας τὴν ἀ­να­βο­λὴ τῆς Ἐ­πα­να­στά­σε­ως καὶ τὴ θε­με­λί­ω­ση τῆς Φι­λι­κῆς Ἑ­ται­ρεί­ας «οὐ­χὶ ἐ­πὶ τῆς ἀρ­χῆς τῆς ἐ­θνό­τη­τος, ἀλ­λὰ ἀ­πὸ τῆς εὐ­ρεί­ας καὶ ζώ­σης Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας»19. Τί ἄλ­λο δεί­χνει αὐ­τὸ ἀ­πὸ τὴν θέ­λη­ση τοῦ Κα­ππο­δί­στρι­α νὰ ἀ­να­στη­θεῖ «τὸ ρω­μαί­ϊκο», τὸ ὁ­ποῖ­ο συ­νε­χι­ζό­ταν μὲ τὴν Ἐ­θναρ­χι­κὴ ὑ­πό­στα­ση τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου; Μὲ τὴν Ὀρ­θο­δο­ξί­α καὶ ὄ­χι τὴν Εὐ­ρώ­πη συ­νέ­δε­ε ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας τὸ μέλ­λον τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ.

Δὲν εἶ­ναι πε­ρί­ερ­γο, λοι­πόν, ὅ­τι ὁ Κυ­βερ­νή­της συ­νῆ­ψε ἀλ­λη­λο­γρα­φί­α μὲ τὸν Οἰ­κου­με­νι­κὸ Πα­τρι­άρ­χη Κων­στάν­τι­ο τὸν Α΄ (1830-1834), μὲ σκο­πὸ νὰ ρυθ­μι­σθεῖ ἡ σχέ­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος μὲ τὴν Μη­τέ­ρα Ἐκ­κλη­σί­α μέ­σα στὸ πνεῦ­μα τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου πα­ρα­δό­σε­ως καὶ τῆς ἱ­στο­ρι­κο­κα­νο­νι­κῆς τά­ξε­ως. Στὴ συ­νά­φει­α δὲ αὐ­τὴ εἶ­ναι ἐν­δει­κτι­κὴ τῶν προ­θέ­σε­ων καὶ τοῦ φρο­νή­μα­τος τοῦ Κα­ππο­δί­στρι­α μί­α πο­λύ­τι­μη μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Κ. Οἰ­κο­νό­μου, ποὺ δη­μο­σι­εύ­σα­με ἤ­δη­20. Ὁ Οἰ­κο­νό­μος, στε­νὸς φί­λος τοῦ Ρέ­ον­τος καὶ Πρα­στοῦ καὶ με­τέ­πει­τα Κυ­νου­ρί­ας Δι­ο­νυ­σί­ου, ἀ­πὸ τὸν ὁ­ποῖ­ο θὰ ἔ­λα­βε ἀ­σφα­λῶς τὶς σχε­τι­κὲς πλη­ρο­φο­ρί­ες, ἀ­να­φέ­ρει, ὅ­τι ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας ἀ­νέ­θε­σε στὸν Δι­ο­νύ­σι­ο εἰ­δι­κὴ ἀ­πο­στο­λὴ στὴν Πό­λη, γι­ὰ νὰ δι­ευ­θε­τη­θεῖ τὸ τα­χύ­τε­ρο τὸ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὸ πρό­βλη­μα τῆς Ἑλ­λά­δος, «ἵ­να μή, ὅ­πως ἔ­λε­γε (ὁ Καπ­πο­δί­στρι­ας), πέ­σει ἡ ὑ­πό­θε­σις εἰς Φράγ­κων χεί­ρας, καὶ τό­τε ἐ­χά­θη­μεν!». Μέ­σα στὴ φρά­ση αὐ­τὴ κλεί­νε­ται ἡ προ­φη­τι­κὴ πρό­βλε­ψη τοῦ Κα­ππο­δί­στρι­α γι­ὰ τὸ Βαυ­α­ρι­κὸ Αὐ­το­κέ­φα­λο καὶ τὶς ἐ­πι­πτώ­σεις του στὴ ζω­ὴ τοῦ Ἔ­θνους μας, ἀλ­λὰ καὶ στὴν ὅ­λη πο­ρεί­α τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ.

Αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς ὅ­μως δὲν ἤ­θε­λε ἡ Εὐ­ρω­πα­ϊ­κὴ πο­λι­τι­κή. Τὴν ὁ­μα­λο­ποί­η­ση τῶν σχέ­σε­ων τῆς ἐ­λευ­θέ­ρας Ἑλ­λά­δος μὲ τὸ Οἰ­κου­με­νι­κὸ Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο καὶ τὴν συ­νέ­χι­ση τῆς ἑ­νό­τη­τος τοῦ Ρω­μαί­ϊ­κου, ποὺ μπο­ροῦ­σε νὰ ὁ­δη­γή­σει στὴν ἀ­νά­στα­ση τοῦ Βυ­ζαν­τί­ου/Ρω­μα­νί­ας, δη­λα­δὴ τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας. Ἐ­νῶ ὁ Ρέ­ον­τος καὶ Πρα­στοῦ Δι­ο­νύ­σι­ος ἑ­τοι­μα­ζό­ταν γι­ὰ τὴν με­τά­βα­σή του στὸ Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο, οἱ δο­λο­φο­νι­κὲς σφαῖ­ρες ἔ­κο­βαν τὴ ζω­ὴ τοῦ Κυ­βερ­νή­τη καὶ μα­ταί­ω­ναν τοὺς σκο­πούς του. Οἱ δυ­νά­μεις ἐ­κεῖ­νες, ποὺ τρο­φο­δο­τοῦ­σαν καὶ κα­τηύ­θυ­ναν τὴν ἐ­ναν­τί­ον του ἀν­τι­πο­λί­τευ­ση, ὅ­πλι­σαν καὶ τὰ χέ­ρι­α τῶν ἀ­φε­λῶν δο­λο­φό­νων του. Ὅ­πως, συ­νή­θως, συμ­βαί­νει στὴν ἱ­στο­ρι­κὴ πο­ρεί­α ἡ­μῶν τῶν Ἑλ­λή­νων, οἱ προ­σω­πι­κὲς δυ­σα­ρέ­σκει­ες καὶ ἀν­τι­θέ­σεις, ἐ­νι­σχυ­ό­με­νες ἀ­πὸ τὶς ἐ­πι­βου­λὲς τῶν ξέ­νων, με­γι­στο­ποι­οῦν τὶς ὁ­ποι­εσ­δή­πο­τε ὑ­περ­βά­σεις καὶ ἀ­στο­χί­ες, χά­νον­τας τὴ συ­νεί­δη­ση τῆς κα­θο­λι­κό­τη­τας καὶ τοῦ οὐ­σι­ώ­δους καὶ ἐν προ­κει­μέ­νῳ τοῦ με­γά­λου ἔρ­γου τοῦ Κυ­βερ­νή­τη.

  1. «Οἱ Ἕλ­λη­νες θὰ κα­τα­νο­ή­σουν τὴν θυ­σί­αν μου!».

Τὸ τρα­γι­κὸ στὴν πε­ρί­πτω­ση τοῦ Κα­ππο­δί­στρι­α εἶ­ναι, ὅ­τι, βέ­βαι­ος γι­ὰ τὸν ἐ­θνω­φε­λῆ χα­ρα­κτῆ­ρα τοῦ ἐ­πι­τε­λου­μέ­νου ἔρ­γου του, δὲν πί­στευ­ε, ὅ­τι θὰ βρε­θοῦν ἀ­δελ­φοί του Ἕλ­λη­νες, ποὺ θὰ θε­λή­σουν νὰ τὰ κα­τα­στρέ­ψουν: «Οἱ Ἕλ­λη­νες γρά­φει, δὲν θὰ φθά­σουν πο­τὲ μέ­χρι τοῦ ση­μεί­ου νὰ μὲ δο­λο­φο­νή­σουν. Θὰ σε­βα­σθοῦν τὴν λευ­κὴ κε­φα­λή μου [...]. Ἄλ­λω­στε εἶ­μαι ἀ­πο­φα­σι­σμέ­νος νὰ θυ­σι­ά­σω τὴν ζω­ήν μου δι­ὰ τὴν Ἑλ­λά­δα καὶ θὰ τὴν θυ­σι­ά­σω. Ἐ­ὰν οἱ Μαυ­ρο­μι­χα­λαῖ­οι θέ­λουν νὰ μὲ δο­λο­φο­νή­σουν, ἂς μὲ δο­λο­φο­νή­σουν. Τό­σον τὸ χει­ρό­τε­ρον δι­ὰ αὐ­τούς. Θὰ ἔλ­θῃ κά­πο­τε ἡ ἡ­μέ­ρα, κα­τὰ τὴν ὁ­ποί­αν οἱ Ἕλ­λη­νες θὰ ἐν­νο­ή­σουν τὴν ση­μα­σί­αν τῆς θυ­σί­ας μου»21.

Λό­γι­α προ­φη­τι­κά, ἀλ­λὰ συ­νά­μα καὶ ἐν­δει­κτι­κά τῆς ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κῆς ἀ­φο­σι­ώ­σε­ως τοῦ ἐ­ρη­μί­τη πο­λι­τι­κοῦ στὴ δι­α­κο­νί­α τῆς Πα­τρί­δος καὶ τοῦ Γέ­νους. Στὶς 27 Σε­πτεμ­βρί­ου 1831 ἔ­φυ­γε ἀ­πὸ τὸ τα­πει­νὸ Κυ­βερ­νεῖ­ο τοῦ Ναυ­πλί­ου, γι­ὰ νὰ λει­τουρ­γη­θεῖ, ὅ­πως ἔ­κα­νε σὲ ὅ­λη τὴ ζω­ή του, ὡς πι­στὸς Ὀρ­θό­δο­ξος. Τὸ γε­γο­νός, ὅ­τι τὰ φο­νι­κὰ βό­λι­α τὸν βρῆ­καν λί­γο με­τὰ τῆς 6.30 τὸ πρωΐ­, δὲν πρέ­πει νὰ μεί­νει ἀ­πα­ρα­τή­ρη­το. Δὲν ἦ­ταν ὁ πο­λι­τι­κὸς τῶν δο­ξο­λο­γι­ῶν καὶ τῶν πα­νη­γύ­ρε­ων. Ἦ­ταν ἕ­νας Ρω­μη­ός, ὅ­πως ὅ­λος ὁ ἁ­πλὸς καὶ εὐ­σε­βὴς Λα­ός, γι­ὰ τὸ κα­λό τοῦ ὁ­ποί­ου ἀ­νά­λω­νε τὴ ζω­ή του. Καὶ γι­ὰ αὐ­τὸ μα­ζὶ μὲ τὸ λα­ὸ ἀ­πὸ τὸν Ὄρ­θρο συμ­με­τεῖ­χε στὴ σύ­να­ξη τοῦ Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ Σώ­μα­τος. Ἡ δο­λο­φο­νί­α τοῦ ἀ­νέ­κο­ψε τὴν πο­ρεί­α τοῦ Ἔ­θνους γι­ὰ τὴν ὁ­λο­κλή­ρω­σή του μέ­σα στὰ ὅ­ρι­α τῆς Ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξης πα­ρα­δό­σε­ώς του. Ἐ­πη­ρέ­α­σε ὅ­μως δυ­σμε­νῶς καὶ τὴν πο­ρεί­α ὅ­λης τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἀ­να­το­λῆς, ἀ­να­τρέ­πον­τας τὰ σχέ­δι­α γι­ὰ τὴν Ρω­μαί­ι­κη ἀ­πο­κα­τά­στα­σή της.

Ὁ πι­στὸς φί­λος τοῦ Κα­ππο­δί­στρι­α Ἐ­ϋ­νάρ­δος μπό­ρε­σε νὰ συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει πο­λὺ ἐ­νω­ρὶς τὴ ση­μα­σί­α τῆς δο­λο­φο­νί­ας τοῦ ἀ­λη­θι­νοῦ Πα­τέ­ρα τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς Πα­τρί­δος: «Ὁ θά­να­τος τοῦ Κυ­βερ­νή­του –ἔ­γρα­φε– εἶ­ναι συμ­φο­ρὰ δι­ὰ τὴν Ἑλ­λά­δα, εἶ­ναι δυ­στύ­χη­μα δι᾿ ὅ­λην τὴν Εὐ­ρώ­πην [...]. Τὸ λέ­γω μὲ δι­πλὴν θλί­ψιν: ὁ κα­κοῦρ­γος, ὅ­στις ἐ­δο­λο­φό­νη­σε τὸν κό­μη­τα Καπ­πο­δί­στρι­α, ἐ­δο­λο­φό­νη­σε τὴν Πα­τρί­δα του». Τὸ εἴ­πα­με ὅ­μως πα­ρα­πά­νω: Τὸ δο­λο­φο­νι­κὸ χέ­ρι κα­τευ­θυ­νό­ταν ἀ­πὸ τὶς δυ­νά­μεις ἐ­κεῖ­νες, ποὺ ἐ­νήρ­γη­σαν στὴ δο­λο­φο­νί­α, ὡς ἠ­θι­κοὶ αὐ­τουρ­γοί, πραγ­μα­το­ποι­ών­τας ἔτ­σι τὸν σκο­πό τους: τὴν ἀ­να­κο­πὴ καὶ ἀ­να­τρο­πὴ ἑ­νὸς με­γά­λου πα­τρι­ω­τι­κοῦ ἔρ­γου, ποὺ ἐρ­χό­ταν σὲ ἀν­τί­θε­ση μὲ τὰ συμ­φέ­ρον­τά τους

πηγή

Ευχαριστίες για τις ύβρεις


Αἰσθάνομαι τήν ἀνάγκη δημόσια νά ἐκφράσω τήν εὐγνωμοσύνη μου γιά τίς ὑβριστικές σέ βάρος μου ἀναρτήσεις τῶν ἀνεπιγνώστων ζηλωτῶν ἀδελφῶν διότι παραλλήλως ὑβριζόμενος καί ἀπό τούς κάθε λογῆς οἰκουμενιστές καί «μεταπατερικούς ἀνανεωτές» καθώς καί ἀπό τούς ἀνεπιγνώστους ζηλωτές ἀποφεύγω ἀναξίως τό λόγο τοῦ Κυρίου μας «οὐαί ὅταν καλῶς ὑμᾶς εἴπωσι πάντες οἱ ἄνθρωποι» (Λουκ. 6,26).

Ἐν προκειμένῳ ἐναύλως ἠχεῖ ὁ λόγος τοῦ μεγάλου καί ὁσίου ἀνδρός τῆς Ἐκκλησίας ἀοιδίμου ἀρχιμανδρίτου κυροῦ Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου ὅτι ἡ πλάνη εἶναι νόμισμα μέ δύο ὄψεις, τόν συγκρητιστικό οἰκουμενισμό (διαχριστιανικό καί διαθρησκειακό) καί τόν ἀνεπίγνωστο ζηλωτισμό.

Ἔχοντας ὑπ’ ὄψι μου τήν διϊστορική καί διαχρονική ἀπάντηση πού δίδει ὁ Πανάγαθος καί Πανάγιος Θεός, ὁ Δομήτωρ τῆς Ἐκκλησίας Κύριος στίς σχετικές αἰτιάσεις ἀνεπιγνώστων ζηλωτῶν διά τῶν ἐξαγιασμένων στήν ἐποχή τῶν συγχύσεων καί τῶν ἀντινομιῶν συγχρόνων ὁσίων καί Θεοφόρων ἀνδρῶν καί γυναικῶν ὅπως τῶν Ὁσίων Ἰουστίνου Πόποβιτς, Πορφυρίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου, Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, Ἰακώβου (Τσαλίκη), Ἀμφιλοχίου (Μακρῆ), Φιλοθέου (Ζερβάκου), Σοφίας τῆς έν Κλεισούρᾳ, Γεωργίου τοῦ Καρσλίδου, Ἀρσενίου τοῦ Καππαδόκου, Σάββα τοῦ ἐν Καλύμνῳ καί βεβαίως τοῦ μεγάλου ἁγίου θεολόγου τοῦ 20ου αἰ. Ἁγίου Νεκταρίου ἐπισκόπου Πενταπόλεως, τοῦ θαυματουργοῦντος στήν ὑφήλιον καί πολλῶν ἄλλων πού εἶχαν κοινή συνισταμένη, τήν ἀπόλυτη μέθεξη καί κοινωνία μέ τήν Ἐκκλησία, τήν ὁποία ἀνοσίως καθυβρίζουν οἱ ἀνεπίγνωστοι ζηλωτές, ἀποβαίνοντες δυστυχῶς καί Θεομάχοι, ταπεινῶς πειρῶμαι ἀναξίως νά ἐπαναλαμβάνω μόνο τούς μακαρίους λόγους αὐτῶν τῶν θεωμένων καί θεοφόρων.

Ἀλλοίμονο, ἐάν ἡ Ἐκκλησία, τό πανάσπιλο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἐμολύνετο ἀπό οἱονδήποτε ρῦπο, σπίλο ἤ ρυτίδα ἀσταθῶν ἤ ἐκκοσμικευμένων μελῶν. Ἡ αἵρεση καί ἡ κακοδοξία προϋποθέτει τήν μετ’ αὐτῆς μυστηριακή κοινωνία καί ὄχι ἁπλῶς κάποιες ἰδιόρρυθμες καί ἐπαμφοτερίζουσες δηλώσεις διότι ἡ μή διακοινωνία μετά τῆς οἱασδήτινος αἱρέσεως ἀποδεικνύει τήν μή ἐν τέλει ἀποδοχή της, γι’ αὐτό καί ἐπαναλαμβάνω συνεχῶς ὅτι οἱ κατά καιρούς δηλώσεις πρωτιστευόντων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας πού ἀποδίδουν τίτλους ἐκκλησιαστικότητος σέ κατεγνωσμένες αἱρετικές καί κακόδοξες παρασυναγωγές ὅπως ὁ Ρωμαιοκαθολικισμός, ὁ Προτεσταντισμός καί οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι εἶναι τραγελαφικές καί ἀναπόδεικτες διότι οἱ ἐκφέροντες τίς σχετικές κρίσεις δέν τολμοῦν νἀ τίς πραγματώσουν διά τῆς διακοινωνίας ἐν τόπῳ καί χρόνῳ διότι γνωρίζουν ὅτι ἀπό τοῦ δευτερολέπτου ἐκείνου θά ἔχουν ἀπωλέσει ἀνεπιστρεπτί τήν ἐκκλησιαστική τους ἰδιότητα.

Ἑπομένως ἡ βασιλίς τῶν ἀρετῶν ἡ διάκρισι καί ἡ μεγαλειώδης ταπείνωση ἐπιτάσσουν νά ἐμπιστευόμαστε τό Θεό, τήν Ἐκκλησία Του καί τούς Ἁγίους Του καί νά μή τολμοῦμε νά αὐτοπροσδιοριζόμαστε ὡς δῆθεν γνήσιοι καί καθαροί καί ὡς δῆθεν σωτῆρες, ἄπαγε τῆς βλασφημίας, τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.


Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

ΚΑΛΟ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ ΑΔΕΡΦΕ ΜΑΣ, ΓΙΩΡΓΟ!

Η Εις Άδου Κάθοδος




Σὲ κάθε γιορτὴ ἁγίου τῆς Ἐκκλησίας μας, κάνουμε κάτι πού φαίνεται παράδοξο· γιορτάζουμε τὸν θάνατο. Καὶ τὸ κάνουμε αὐτό, ὄχι γιατί χαιρόμαστε γιὰ τὸν θάνατο, ἀλλὰ γιατί χαιρόμαστε γιὰ τὴν δύναμη πού μᾶς παρέχει ἡ Ἐκκλησία νὰ ὑπερνικήσουμε τὸν θάνατο.

Γιορτάζουμε τὸν θάνατο ὡς πρόσκαιρη κοίμηση. Τὸν γιορτάζουμε ὄχι ὡς κάθοδο στὸν ἅδη, ἀλλὰ ὡς ἄνοδο στὸν οὐρανό. Καὶ ὅλοι μας ἔχουμε τὴν δωρεὰ τοῦ Θεοῦ νὰ ζήσουμε ὡς κοίμηση τὸν θάνατο· δωρεὰ πού πρώτη δέχθηκε ἡ Παναγία μὲ τὴν πρόθυμη αὐτοπροσφορά της στὴν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸν Εὐαγγελισμό, νὰ δεχθεῖ νὰ γεννηθεῖ ἀπὸ αὐτὴν ὁ Χριστός: «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμα σου».

Καὶ μὲ τὴν ἀπόλυτη αὐτὴ ὑπακοή της ἡ Παναγία ἔκανε προσιτὴ σὲ ὅλους μας τὴν δωρεὰ τῆς νίκης ἐναντίον τοῦ θανάτου. Ἀλλὰ ὁ Χριστός, πού γεννήθηκε «ἐφάπαξ κατὰ σάρκα» ἀπὸ τὴν Παναγία, γεννιέται ἔκτοτε διαρκῶς «κατὰ πνεῦμα» ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν καθένα πού εἶναι πρόθυμος νὰ τὸν δεχθεῖ· γίνεται βρέφος καὶ μορφοποιεῖται μέσα του μὲ τὶς ἀρετὲς.      

Ἀντίστοιχα καὶ ὁ πιστὸς παίρνει πνευματικὰ τὴν θέση τῆς Παναγίας καὶ γίνεται μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ μητέρα τοῦ Χριστοῦ, ὅπως γίνεται καὶ ἀδελφός του καὶ μέλος τοῦ ἴδιου τοῦ σώματός του μὲ τὴν εἴσοδό του στὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν συμμετοχή του στὸ Βάπτισμα καὶ τὴν Θεία Εὐχαριστία.  

Ὅπως γιὰ τὸν Χριστό, ἔτσι καὶ γιὰ τὴν Παναγία καὶ γιὰ τὸν κάθε πιστό, ὁ θάνατος δὲν εἶναι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, δὲν εἶναι ἀφανισμός του· εἶναι κοίμηση καὶ ἀπαρχὴ μιᾶς νέας ζωῆς· ζωῆς ἀληθινῆς, ζωῆς αἰώνιας. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Παναγία, ὅπως λέγεται καὶ σὲ ὕμνο της πού ψάλλεται σήμερα στὴν Ἐκκλησία, «θνήσκουσα, σὺν τῷ Υἱῷ ἐγείρεται διαιωνίζουσα. Πεθαίνοντας δηλαδή, ἀνασταίνεται καὶ ζεῖ αἰώνια μὲ τὸν Υἱό της. Ὡς μητέρα τῆς Ζωῆς ζεῖ τὴν αἰώνια ζωὴ μὲ τὸν Ἀρχηγὸ τῆς Ζωῆς.

Ἔτσι καὶ ὁ πιστὸς πού ζεῖ μὲ πίστη στὸν Χριστὸ μπαίνει μὲ τὸν θάνατό του σὲ μία νέα προοπτικὴ ἀθάνατης καὶ οὐράνιας ζωῆς. Αὐτὸ λοιπὸν πού ἴσχυσε γιὰ τὴν Παναγία, αὐτὸ ἰσχύει καὶ γιὰ κάθε πιστὸ πού δέχεται καὶ ἐφαρμόζει τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ· ἰσχύει γιὰ κάθε πιστὸ πού σαρκώνει στὴ ζωὴ του τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ μιμεῖται τὴν ταπείνωση τῆς Παναγίας.  

Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης στὴν πρώτη ἐπιστολὴ του γράφει: «Ἐμεῖς ξέρουμε ὅτι ἔχουμε περάσει ἀπὸ τὸν θάνατο στὴν ζωή, γιατί ἀγαπᾶμε τοὺς ἀδελφοὺς μας· ὅποιος δὲν ἀγαπᾶ τὸν ἀδελφό του παραμένει στὸν θάνατο» (Α΄ Ἰω.3, 14).
Μὲ τὴν ἀγάπη ἀνασταίνουμε τούς ἄλλους μέσα μας, ἔστω καὶ ἂν αὐτοὶ ἔχουν ἀπὸ καιρὸ πεθάνει. Ὅπως καὶ αὐτοὶ πού μᾶς ἀγαποῦν μᾶς ἔχουν μέσα τους ζωντανοὺς ὄχι μόνο πρὶν ἀλλὰ καὶ μετὰ τὸν θάνατό μας.


Σήμερα το βράδυ, πρίν λίγες ώρες, η γεμάτη Χριστό και Αγάπη ψυχή του Γιώργου του Μπόκα, ταξιδεύει προς Εκείνον που Αγάπησε πολύ!
Προς ΤΟΝ ΘΕΟ και την αγαπημένη του Πορταΐτισσα!

Ταξιδεύει προς Εκείνον για Τον Οποίο αγωνιζόταν.

Τα λόγια δεν φθάνουν να περιγράψουν την ποιότητα της ψυχής του, της πνευματικότητός του και της Αγάπης του, την οποία είχε για όλους μας.

Υπόδειγμα Ανθρώπου, Οικογενειάρχη, Πολίτη και Χριστιανού!


Ο ΘΕΟΣ ΝΑ ΤΟΝ ΑΝΑΠΑΥΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΤΟΝ ΘΕΣΕΙ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ!

ΕΝΩΜΕΝΗ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ!

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 23, 2014

Η εξομολόγηση μου και οι λυκοποιμένες της Εκκλησίας μας(Π.Νούνη)



Λικολατινοι
Έχουμε λάβει κάποιες πληροφορίες για την «ποιμαντική δράση» μερικών κληρικών/λυκοποιμένων εντός του Facebook και εξ αφορμής αυτού του γεγονότος θα θέλαμε να γράψουμε τρείς αράδες!
Όλοι μας, λίγο ή πολύ έχουμε εμπειρία απο κληρικούς ψευδοποιμένες και όσοι δεν είχατε, μακάρι να μην σας προκύψει και αν ακόμη σας προκύψει, να λέτε δόξα τω Θεώ για την εμπειρία σας αυτή…!
Ανάλογη εμπειρία, είχε και ο γράφων με την σύζυγό του, καθότι φοιτούσε τα τελευταία προηγούμενα έτη στην Θεσσαλονίκη…!

Το διάστημα, που δεν σεριάνιζα στο Άγιο Όρος, στην αγαπημένη μου ιερά μονή του Αγίου Παύλου, και είχα ανάγκη να μιλήσω με κάποιον πνευματικό, θέλοντας και μή, έτυχε να γνωρίσω διαδικτυακά ανάμεσα σε τόσους και τόσους και κάποιον «Μετεωρίτη» ιερομόναχο, ο οποίος φυσικά δεν έπεσε μετέωρα…, αλλά πρώτιστα τον γνώρισα διαδικτυακά(!!!) και στην πορεία τον γνώρισα και πραγματικά…!
Χωρίς να υφίσταται ιδιαίτερη ανάγκη να επεισέλθω σε ειδικές προσωπικές λεπτομέριες, με την «ποιμαντική αντιμετώπιση» του, του εν λόγο κληρικού σε προσωπικά μου θέματα, ο γράφων όντας έγαμμος φοιτητής, πρώτιστα και για μείζονα λόγο για τις αμαρτίες μου και κατά δεύτερον με τις συμβουλές του ψευδοποιμένος αυτού, βρέθηκα σε δυσμενή και κολάσιμη διάσταση με την αγαπημένη μου σύζυγο για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα…, σχεδόν ένα χρόνο!!!
Και δεν του έφτανε αυτό (του γράφοντος), αντί να τρέξει στον παπούλη του, της Ιεράς Μονής του Αγίου Παύλου, να του τα πεί χαρτί και καλαμάρι καθώς έκανε συχνάκις, βρέθηκε στην Αθήνα να δουλεύει απο ανάγκη σε διάφορα τηλεφωνικά κέντρα, όντας ακόμα σε διάσταση, και να γνωρίζει έτερον «μετεωρίτη» κληρικό, της Ιεράς Αρχιεπισκοπής των Αθηνών, και να αρχίζει δια της ευλογίας του πρώτου, να συνδέεται ο γράφων μαζί του, εμπεδώνοντας του έτσι και αυτός ο δεύτερος ποιμένας, με διάφορες ανόητες Νεορθόδοξες ψυχοθολο-θεολογίες και ποιμαντικές συμβουλές του μαύρου κλεισμού, να συνεχίσει την ζωή του με τα συγκεκριμένα πάθη και αδυναμίες του και να «φροντίσει σιγά-σιγά να κτίσει ξανά μιά νέα σχέση…!» ή μάλλον πιό συγκεκριμένα και ειλικρινά, να «στερεώσω καλύτερα τα θεμέλια της νέας σχέσης…! Και να φροντίσω εν τάχει(!) να βγεί το διαζύγιο μου, για να μπορώ να προχωρήσω φυσιολογικά(;) και σταθερά στην νέα σχέση…!».
Screenshot_25 (1)
Δηλαδή, χωρίς ωστόσο να λάβει διαζύγιο ο γράφων, είτε αυτό το λένε εκκλησιαστικό ή και ψυχοσωματικό, οι κομπογιαννήτες Νεονικολαΐτες κληρικοί, με συμβούλευαν: να μεριμνήσω για το διαζύγιο μου τάχιστα και έγκαιρα (μην χάσω την αγαπητικιά! τρομάρα μου!) για να μου ευλογήσουν τον…, τον δεύτερο(!) γάμο μου…!
«… Περασμένα μεγαλεία(sic) και διηγώντας τα να κλαις!»
Λάβετε σοβαρά υπόψιν σας αγαπητοί μου, όντας έγγαμος φοιτητής, διήνυα σχεδόν μία δεκαετία γάμου…!
Και για να μην φανεί ότι θέλω να επιρρίψω εκ των υστέρων ευθύνες σε συγκεκριμένους αποδεδειγμένα αφώτιστους κληρικούς και αλλότριους ποιμένες, εξ΄αρχής ομολογώ δημόσια, ότι το λάθος ήταν και είναι άχρι της σήμερον, εξ΄ολοκλήρου δικό μου, τουτέστιν, συγκεκριμένες εμπαθείς “Δαβιδικές ενέργειες” μακράν και αντίθετα της μακαρίας και ιεράς Βασιλικής Οδού του: “Ελέησόν με ο Θεός…”!
Αν και ήμουνα υποψιασμένος θεωρητικά, αρκετά για τον πανάρχαιο Νικολαϊτισμό αλλά και τον σύγχρονο Νεονικολαϊτισμό και παρόλες τις προσωπικές αστοχίες και ανομίες μου, επέτρεψε η Χάρις του Θεού, να γνωρίσω και εμπειρικά το θέμα, με πρωταγωνιστή, δυστυχώς ή ευτυχώς, τον εαυτό μου και με κομπάρσους στο όλο σκηνικό του δαιμονικού παραλόγου: δύο αφώτιστους και ανάξιους λοικοποιμένες, οι οποίοι με οδηγούσαν με μαθηματική ακρίβεια προς τον γκρεμό, βήμα βήμα προς το μνήμα, μια και επέμεναν ό,τι η λύση στα προσωπικά μου προβλήματα ήταν…, το διαζύγιο και όχι η αλαγή μυαλών μου, τουτέστιν η μακαρία και υπερευλογημένη θεία Μετάνοια!
Έζησα και πάλιν (και ποιός δεν έχει ζήσει άλωστε;), για ακόμη μία φορά στη ζωή μου εξ΄υπαιτιότητας μου, μέσα σε μίαν νέα υπαρξιακήν Κόλαση (την οποία δεν μπορώ να ευχηθώ και στους εχθρούς μου!), ανάμεσα σε τεράστια ψυχοσωματικά αδιέξοδα, τα οποία μόνος μου επροκάλεσα εξ’αρχής στον εαυτό μου, με την βοήθεια φυσικά και των πιό πάνω “πνευματικών ποιμένων”, παρόλα αυτά όμως, και για αυτά, το θαύμα και η επέμβαση Του Τριαδικού Θεού μου, δεν άργησε να φανεί και να ξαναγίνει ώπερ και εγένετο…, καθώς «ξύπνησα» ένα βράδυ χειμωνιάτικο μιλώντας σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο….!
Δεν έχει διάθεση ο γράφων να σας γράψει την αυτοβιογραφία του, διότι πολύ αμφιβάλω αν μπορεί να ωφελήσει κάποιον…!
Θα απορείτε όμως σίγουρα , γιατί σας τα εξομολογήθηκα όλα αυτά;
Έχω τον λογισμό, ότι προσφέροντας σας στο πιάτο μίαν έμπονη προσωπική μας εμπειρία, μίαν δημόσια καρδιακή εξομολόγηση…, ίσως προβληματίσουμεν έτσι καλύτερα, μίαν ψυχή και μόνον, και να αναλογιστεί σε βάθος με τον τρόπο αυτό, με τί είδους «πνευματικούς» έχει νταραβέρια και ποιά η ποιμαντική σχέση με τυχόν αφώτιστους ποιμένες, και που οδηγεί στην τελική αυτή η σχέση(;!!!)
Οδηγεί προς τον Θεάνθρωπο Χριστό ή προς τον υπάνθρωπο και ανάξιο, διαβολοειδή κληρικό;
Διότι, το ερώτημα όλων μας, θα πρέπει να είναι, μπορεί άραγε ένας τυφλός τσομπάνης, να οδηγήσει τα πρόβατα του στην μάνδρα;
Θα με πεί κάποιος/α, μα αφού είναι τυφλός, άρα δεν πρέπει να είναι ή να γίνει τσομπάνος…!
Αυτο είναι το θέμα μου!
Τι γίνεται όμως, όταν αντιληφθούμε Χάριτι Θεού, ότι πέσαμε σε τυφλοπόντικα “πνευματικό-κληρικό”;
Και γιατί άραγε, μερικοί Επίσκοποί μας, χειροτονούν αβέρτα, άπειρους, αφώτιστους και αρκετές φορές απροϋπόθετα, της Αγιοπατερικής μας παραδόσεως, ποιμένες;
Μήπως το όλο πρόβλημα εν τέλει, οδηγεί με μαθηματικήν ακρίβεια, στους κατά τόπον Μητροπολίτες και Επισκόπους;
Ποιά, να είναι άραγε, η παράδοσις της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας και ποιές οι βασικές προϋποθέσεις, της ιερωσύνης και αρχιερωσύνης;
Είναι δυνατόν, έστω λογικό, ασθενείς ιατροί, να μπορούν ή και να έχουν, ανάλογες δυνάμεις, για να θεραπεύσουν απλούς ασθενείς;
Είναι δυνατόν, έστω λογικό και εκκλησιολογικό τώρα, ασθενείς ή και υπό θεραπεία ποιμένες/πνευματικοί να μπορούν ή και να έχουν, τις ψυχοσωματικές δυνατότητες να θεραπεύσουν, το ασθενές και υπό θεραπεία ποίμνιό τους;
Μπορεί ένας ιατρός κομπογιαννίτης, να θεραπεύσει ασθενείς;
Και τί γίνεται, στην περίπτωση που ένα νοσκομείο με 100 ιατρούς, οι 90% λόγου χάριν, να είναι ψευδοπτυχιούχοι, κομπογιαννίτες, τσαρλατάνοι, ανειδίκευτοι, διεφθαρμένοι και άπειροι;
Αυτό το νοσοκομείο πόσο ποσοστό αποτελεσματικότητας θα έχει, στις θεραπείες των ασθενών;
Ένα 10% και αυτό, με το στανιό, δεν είναι;
Ε τότε, ποιό το νόημα της ύπαρξης του εκάστοτε νοσκομείου μια και δεν πληροί 100% τις προαπαιτούμενες προδιαγραφές του;
Ποιό το νόημα, ύπαρξης του διοικητικού ιατρικού συμβουλίου, του εκάστοτε νοσοκομείου, μια και υπολειτουργεί με τα χίλια μύρια κύματα και άλλα τόσα ζόρια;
Μερικοί μάλιστα λέμε, ότι πάλι καλά που λειτουργεί ως ένα ποσοστό και αυτό το αναγάγουμε με θαυμασμό στο Μυστηριακό χώρο του θαύματος…!
Πού θέλω να καταλήξω;
Θέλω να καταλήξω πατέρες-μητέρες-αδελφοί/ές, στο εξαιρετικό γραφθέν υπό του σεβασμιωτάτου αγίου Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου, το οποίο συμπυκνώνει και περιγράφει με Αγιοπατερικό τρόπο, την σύγχρονη περιρέουσα εκκλησιαστική ατμόσφαιρα μας [1]:
“Έχουμε ήδη διατυπώσει την σκέψη ότι ο ιερεύς εκτελεί διπλό έργο. Το ένα είναι η λειτουργία των θείων Μυστηρίων και το άλλο η θεραπεία των ανθρώπων, ώστε αξίως να προσέλθουν και να κοινωνήσουν των αχράντων Μυστηρίων. Έχουμε ακόμη υπογραμμίσει ότι υπάρχουν πολλοί ιερείς, οι οποίοι εξωτερικά έχουν ακώλυτη την ιερωσύνη, αλλά ουσιαστικά έχουν μολύνει την ιερωσύνη, και αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι δεν μπορούν να θεραπεύσουν. Τελούν μεν τα Μυστήρια και αγιάζονται τα δώρα δι’ αυτών, αλλά δεν μπορούν να θεραπεύσουν τους ανθρώπους ούτε να σώσουν την δική τους ψυχή.
Από την άλλη πλευρά υπάρχουν λαϊκοί και μοναχοί οι οποίοι δεν έχουν την μυστηριακή ιερωσύνη, αλλά μπορούν να θεραπεύσουν τους ανθρώπους, γιατί έχουν την πνευματική ιερωσύνη. Ακριβώς σ’αυτό το σημείο θέλουμε να επιμείνουμε για λίγο.“
Όταν πιό πάνω σας παρέθεσα την προσωπική μου εμπειρία και σας έγραψα περι της θαυμαστής επεμβάσεως, αυτή η παρέμβαση και σωτήρια επέμβαση στα παρελθοντικά δικά μου προσωπικά γεγονότα, έγινε δια τηλεφώνου καθώς βρισκόμουν στην Αθήνα και μάλιστα από έναν απλό καλόγερο εκτός Ελλάδος…!
Αυτό ονομάζεται, πνευματική ιεροσύνη!
Η οποία συγκεκριμένη, πνευματική ιεροσύνη, σε επαναφέρει στον δρόμο της Αληθείας και σε φωτισμένο πνευματικό…, είθε να την αποκτήσουμεν!
Π. Π. Ν.
Σημειώσεις:
[1] Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου, ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑ(Πατερική Θεραπευτική Αγωγή), Θ΄Έκδοση, Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου(Πελαγίας), 2008, σελ. 53-89.
*Ακολουθεί μία φωτοσύνθεση διαλόγου, εκ του Facebook, το οποίο μας έχει αποσταλεί απο συνεργάτιδα και συνάδελφο, καθώς ήταν η βασική αιτία της εμπνεύσεως μας, και να μας προβληματίσει βαθιά για να μας αναγκάσει, να διατυπώσουμε τις πιό πάνω σκέψεις μας:

πηγη  
το είδαμε εδώ

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 22, 2014

Αὐτὴ ἡ εἰρηνικὴ κατοικία οἰκοδομῆται σιγὰ σιγά


Φρόντισε, ὅπως λέχθηκε, νὰ μὴ συγχυσθῆ ποτὲ ἡ καρδιά σου, οὔτε νὰ ἀναμιχθῇ σὲ κάποια ὑπόθεσι ποὺ τὴν ἐνοχλεῖ, ἀλλὰ νὰ ἀγωνίζεσαι πάντοτε καὶ νὰ τὴν κρατᾷς εἰρηνικὴ καὶ ἀναπαυμένη. 

Καὶ ὁ Θεὸς ποὺ σὲ βλέπει νὰ ἐνεργῇς ἔτσι καὶ νὰ ἀγωνίζεσαι, θὰ οἰκοδομήσῃ μὲ τὴν χάρι του στὴν ψυχή σου μία πόλι εἰρήνης. Καὶ ἡ καρδιά σου θὰ εἶναι ἕνας οἶκος τρυφῆς (χαρᾶς), ὅπως, κατὰ κάποιον τρόπο, ἐννοεῖται ἐκεῖνο τὸ ψαλμικό: «Ἱερουσαλὴμ ποὺ οἰκοδομεῖσαι ὡς πόλις» (Ψαλμ. 121, 2).

Αὐτὸ μόνο θέλει ἀπὸ σένα ὁ Θεός· κάθε φορὰ ποὺ θὰ τύχη νὰ ταραχθῇς, ἀμέσως νὰ ἀλλάξης καὶ νὰ προσπαθήσῃς νὰ ἡσυχάζῃς καὶ νὰ εἰρηνεύῃς σὲ ὅλα σου τὰ ἔργα καὶ τοὺς λογισμούς. 

Καὶ ὅπως δὲν οἰκοδομεῖται μία πόλις σὲ μία ἡμέρα, ἔτσι νὰ σκεφθῇς καὶ σύ, ὅτι, δηλαδή, σὲ μιὰ μέρα δὲν μπορεῖς νὰ ἀποκτήσῃς αὐτὴ τὴν ἐσωτερικὴ εἰρήνη. Γιατὶ αὐτὸ δὲν σημαίνει τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ οἰκοδομήσῃς γιὰ τὸν Θεὸ τῆς εἰρήνης ἕναν οἶκο καὶ ἕνα σκήνωμα στὸν ὕψιστο καὶ νὰ γίνῃς ναός του. 

Καὶ νὰ γνωρίζῃς ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ θὰ οἰκοδομήσῃ τὸν οἶκον αὐτόν. Διότι ὁ κόπος σου διαφορετικὰ θὰ ἦταν μάταιος, ὅπως λέγει καὶ τὸ γραφικό: «ἐὰν ὁ Κύριος δὲν οἰκοδομήσῃ τὸν οἶκο, ἄδικα κοπίασαν ἐκεῖνοι ποὺ οἰκοδομοῦν» (Ψαλμ.126, 1).

Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὰ νὰ γνωρίζῃς ὅτι τὸ βασικὸ θεμέλιο αὐτῆς τῆς καρδιακῆς εἰρήνης εἶναι ἡ ταπείνωσις καὶ τὸ νὰ ἀποφεύγῃς, ὅσο μπορεῖς, τὶς ταραχὲς καὶ τὰ σκάνδαλα. 

Γιατὶ καὶ στὴ Γραφὴ βλέπουμε ὅτι ὁ Θεὸς δὲν θέλησε νὰ τοῦ κτίσῃ ναὸ καὶ κατοικία ὁ Δαβίδ, ποὺ εἶχε πολέμους καὶ ταραχὲς σχεδὸν σὲ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς ζωῆς του, ἀλλὰ ὁ υἱός του ὁ Σολομώντας, διότι, σύμφωνα μὲ τὸ ὄνομά του, παρέμενε εἰρηνικὸς βασιλιᾶς καὶ μὲ κανένα δὲν ἔκανε πόλεμο.


Ὁσίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, «Ἀόρτατος Πόλεμος»

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...