Εἶσαι ἁμαρτωλός; Μήν ἀπελπίζεσαι! Μπές στήν ἐκκλησία μέ μετάνοια. Ἁμάρτησες; Πές στόν Θεό! “Ἁμάρτησα”. Τόσο δύσκολο εἶναι νά ὁμολογήσεις τήν ἁμαρτία σου; Μά, ἄν δέν κατηγορήσεις ἐσύ τόν ἑαυτό σου, θά ἔχεις κατήγορό σου τόν διάβολο. Πρόλαβε, λοιπόν, καί ἅρπαξέ του τό ἀξίωμα· γιατί, πράγματι, ἀξίωμά του εἶναι τό νά κατηγορεῖ. Πρόλαβέ τον καί σβῆσε τό ἁμάρτημα· γιατί ἔχεις κατήγορο πού δέν μπορεῖ νά σωπάσει.
Ἁμάρτησες; Δέν σοῦ ζητῶ τίποτ ἄλλο, παρά τοῦτο μόνο: “Μπές στήν ἐκκλησία καί πές μετανοημένος στόν Θεό τό “Ἁμάρτησα”. Γιατί εἶναι γραμμένο: «Λέγε πρῶτος ἐσύ τίς ἁμαρτίες σου, γιά νά δικαιωθεῖς» (Ἠσ. 43, 26). Πές τήν ἁμαρτία, γιά νά τήν ἐξαλείψεις. Δέν χρειάζονται γι’ αὐτό οὔτε κόπος, οὔτε πολλά λόγια, οὔτε ἔξοδα, οὔτε ἄλλο τίποτα παρόμοιο. Ἕνας λόγος μόνο: «Ἁμάρτησα».
Καί ἀπό ποῦ ξέρω, θά μέ ρωτήσεις, πώς, ἄν πῶ τήν ἁμαρτία μου, τή σβήνω;
Σοῦ ἀπαντῶ: Στή Γραφή θά βρεῖς τόσο ἐκεῖνον πού τήν εἶπε καί τήν ἔσβησε, ὅσο κι ἐκεῖνον πού δέν τήν εἶπε καί καταδικάστηκε.
Ὁ Κάιν σκότωσε τόν ἀδελφό του ἀπό φθόνο. «Ποῦ εἶναι ὁ ἀδελφός σου ὁ Ἄβελ;», τόν ρώτησε ἀργότερα ὁ Θεός (Γέν. 4, 9). Καί τόν ρώτησε ὄχι γιατί δέν ἤξερε Ἐκεῖνος, πού γνωρίζει τά πάντα, ἀλλά γιατί ἤθελε νά ὁδηγήσει τόν φονιᾶ σέ μετάνοια. Μά ὁ Κάιν ἀποκρίθηκε: «Δέν ξέρω· μήπως εἶμαι φύλακας ἐγώ τοῦ ἀδελφοῦ μου;» (Γέν. 4, 9).Ἔστω, δέν εἶσαι φύλακας· γιατί ὅμως ἔγινες φονιᾶς; Δέν τόν φύλαγες· γιατί ὅμως καί τόν σκότωσες; Πῶς τολμᾶς καί μιλᾶς ἔτσι; «Ἡ φωνή τοῦ αἱματοκυλισμένου ἀδελφοῦ σου μοῦ φωνάζει δυνατά ἀπό τή γῆ», τοῦ λέει τότε ὁ Θεός (Γέν. 4, 10)· καί τόν τιμώρησε ἀμέσως, ὄχι τόσο γιά τόν φόνο, ὅσο γιά τήν ἀναίδειά του· γιατί δέν σιχαίνεται ὁ Θεός τόσο ἐκεῖνον πού ἁμαρτάνει, ὅσο ἐκεῖνον πού εἶναι ἀδιάντροπος.
Ἐπειδή, λοιπόν, ὁ Κάιν, μολονότι στή συνέχεια μεταμελήθηκε, δέν ὁμολόγησε πρῶτος τήν ἁμαρτία του, γι’ αὐτό δέν βρῆκε συγχώρηση. Βαρειά ἦταν ἡ τιμωρία του: «Θά στενάζεις καί θά τρέμεις πάνω στή γῆ» (Γέν. 4, 12). Δέν τοῦ πῆρε τή ζωή ὁ Θεός, γιά νά μήν ξεχαστεῖ ἡ ἀλήθεια· ἀλλά τόν ἔκανε νόμο, γιά νά τόν διαβάζουν ὅλοι οἱ κατοπινοί ἄνθρωποι, κι ἔτσι ἡ συμφορά του νά γίνει στούς ἄλλους ἀφορμή φιλοσοφίας (μετανοίας). Καί περιπλανιόταν ὁ Κάιν σάν νόμος ἔμψυχος, σάν στήλη κινούμενη, σιωπηλή μά πιό βροντόφωνη κι ἀπό σάλπιγγα. «Άς μήν κάνει κανένας ὅ,τι ἔκανα, γιά νά μήν πάθει τά ἴδια», διαλαλεῖ μέσ’ ἀπό τή Γραφή. Τιμωρήθηκε γιά τήν ἀδιαντροπιά του. Καταδικάστηκε, γιατί δέν ὁμολόγησε τήν ἁμαρτία του. Ἄν τήν ὁμολογοῦσε, θά τήν ἔσβηνε.
Ὁ πρῶτος δρόμος, λοιπόν, τῆς μετάνοιας καί τῆς ἀφέσεως εἶναι ἡ ὁμολογία. Καί γιά νά βεβαιωθεῖς ὅτι ἔτσι εἶναι, κοίτα πῶς ἕνας ἄλλος, ὁμολογώντας τήν ἁμαρτία του, τήν ἔσβησε.
Ὁ προφήτης καί βασιλιᾶς Δαβίδ ἔπεσε σέ διπλό ἁμάρτημα μοιχείας καί φόνου. Εἶδε, λέει ἡ Γραφή, μιά ὡραία γυναίκα νά λούζεται, τήν πόθησε σφοδρά καί στή συνέχεια ἁμάρτησε μαζί της. Ἔτσι ἕνας προφήτης ἔπεσε σέ μοιχεία, ἕνα μαργαριτάρι στόν βοῦρκο. Ἀλλά δέν εἶχε καταλάβει ἀκόμα πώς ἁμάρτησε· τόσο τόν εἶχε σκοτίσει τό πάθος. Γιατί ἡ ψυχή εἶναι γιά τό σῶμα ὅ,τι ὁ ἁμαξᾶς γιά τό ἁμάξι. Ἔχει μεθύσει ὁ ἁμαξᾶς; Καί τό ἁμάξι προχωράει ἄτακτα. Ἔχει σκοτιστεῖ ἀπό τό πάθος ἡ ψυχή; Καί τό σῶμα κυλιέται στόν βοῦρκο.
Τί ἔκανε, λοιπόν, ὁ Δαβίδ; Μοίχευσε. Δέν εἶχε, ὅμως, συναίσθηση τοῦ κακοῦ πού ἔκανε, ἄν καί βρισκόταν σχεδόν στά γεράματά του. Τά γεράματα, βέβαια, δέν ὠφελοῦν τόν ἀμελῆ καί ἀδιάφορο, οὔτε πάλι τά νιάτα μποροῦν νά βλάψουν ὅποιον ἔχει ζῆλο γιά τήν ἀρετή. Γιατί τό ἦθος δέν εἶναι δημιούργημα τῆς ἡλικίας, ἀλλά κατόρθωμα τῆς θελήσεως. Ἀπόδειξη γι’ αὐτό εἶναι ἀφενός ὁ προφήτης Δανιήλ, πού σέ ἡλικία δώδεκα χρονῶν ἦταν ἤδη κριτής, καί ἀφετέρου οἱ γέροι ἐκεῖνοι δικαστές, πού σέ τόσο μεγάλη ἡλικία θέλησαν ν’ ἁμαρτήσουν μέ τήν εὐσεβῆ Σωσάννα. Οὔτε ἐκεῖνον τόν ἔβλαψαν τά νιάτα του οὔτε αὐτούς τούς ὠφέλησαν τά ἄσπρα τους μαλλιά. Καί ὁ Δαβίδ, λοιπόν, πού ἁμάρτησε ἀρκετά ἡλικιωμένος, δέν συναισθανόταν τήν ἁμαρτία του, γιατί ὁ ἁμαξᾶς νοῦς του ἦταν μεθυσμένος ἀπό τό πάθος τῆς ἀκολασίας.
Καί ὁ Θεός τί ἔκανε; Τοῦ ἔστειλε τόν προφήτη Νάθαν. Ὁ προφήτης ἦρθε στόν προφήτη. Ἔτσι γίνεται καί μέ τούς γιατρούς. Ὅταν ἕνας γιατρός ἀρρωστήσει ἔχει τήν ἀνάγκη ἄλλου γιατροῦ. Τό ἴδιο κι ἐδῶ. Προφήτης ἁμάρτησε, προφήτης ἔφερε τό γιατρικό. Ἔρχεται, λοιπόν, ὁ Νάθαν, μά δέν τόν ἐλέγχει ἀμέσως, μόλις μπῆκε μέσα, οὔτε τοῦ λέει, “Παράνομε καί μαγαρισμένε, πού ἔπεσες σέ μοιχεία, καί φόνο, πῶς, ἐνῶ τόσο πολύ τιμήθηκες ἀπό τόν Θεό, καταπάτησες τίς ἐντολές Του;”. Τίποτα τέτοιο δέν εἶπε ὁ Νάθαν, γιά νά μήν τόν κάνει πιό ἀναίσχυντο· γιατί ὁ ἁμαρτωλός, ὅταν ξεσκεπάζονται τά ἁμαρτήματά του, ὁδηγεῖται στήν ἀδιαντροπιά. Τί τοῦ λέει, λοιπόν; «Βασιλιᾶ, θέλω νά θέσω ὑπό τήν κρίση σου μιάν ὑπόθεση: Ἦταν ἕνας πλούσιος κι ἕνας φτωχός. Ὁ πλούσιος εἶχε πολλά κοπάδια προβάτων καί βοδιῶν. Ὁ φτωχός δέν εἶχε τίποτ’ ἄλλο παρά μιά προβατίνα, πού ἔπινε νερό ἀπό τό ποτήρι του, ἔτρωγε ἀπό τό ψωμί του καί κοιμόταν στήν ἀγκαλιά του», μ’ αὐτό φανέρωνε τόν τίμιο δεσμό τοῦ ἄνδρα μέ τή σύζυγό του. «Ὅταν, λοιπόν, ἦρθε κάποιος ξένος, λυπήθηκε ὁ πλούσιος τά δικά του ζῶα κι ἔσφαξε τήν προβατίνα τοῦ φτωχοῦ, γιά νά φιλοξενήσει τόν ἐπισκέπτη του>> (πρβλ. Β΄ Βασ. 12, 1-4). Καί ὁ βασιλιᾶς τί ἀποκρίθηκε; Νομίζοντας ὅτι πρόκειται γιά ἄλλον, ὀργίστηκε ὑπερβολικά καί εἶπε στόν Νάθαν: «Θάνατος πρέπει σ’ αὐτόν τόν ἄνθρωπο! Καί νά δώσει ἑφτά φορές τήν ἀξία τῆς προβατίνας» (Β΄ Βασ. 12, 5-6). Ἀπόφαση πολύ αὐστηρή. Ἔτσι εἶναι, ὅμως, οἱ ἄνθρωποι. Τούς ἄλλους τούς καταδικάζουν εὔκολα μέ μεγάλη αὐστηρότητα καί σκληρότητα.
Τί κάνει τότε ὁ Νάθαν; Δέν βάζει μαλακτικά στήν πληγή γιά πολλές ὧρες, ἀλλά στή στιγμή χώνει τό νυστέρι βαθιά, γιά νά πονέσει τόν βασιλιᾶ. «Ἐσύ εἶσαι ἐκεῖνος πού τό ἔκανε αὐτό», τοῦ λέει. Καί ὁ Δαβίδ ἀμέσως ἀπαντᾶ: «Ἁμάρτησα ἐνώπιον τοῦ Κυρίου» (Β΄ Βασ. 12, 13). Δέν λέει, «Ποιός εἶσαι ἐσύ πού μέ ἐλέγχεις; Ποιός σ’ ἔστειλε νά μοῦ μιλήσεις τόσο θαρρετά; Πῶς τολμᾶς νά κάνεις κάτι τέτοιο;». Ἀλλά συναισθάνεται τήν ἁμαρτία του καί παραδέχεται: «Ἁμάρτησα ἐνώπιον τοῦ Κυρίου». Τότε καί ὁ Νάθαν τόν βεβαιώνει: «Καί ὁ Κύριος συγχώρησε τό ἁμάρτημά σου». Τόν συγχώρησε, γιατί καταδίκασε τόν ἑαυτό του. Ἔσβησε τήν ἁμαρτία του, γιατί τήν ὁμολόγησε μέ γενναιοφροσύνη. Ἡ ὁμολογία, λοιπόν, εἶναι ὁ πρῶτος δρόμος πού ὁδηγεῖ στή μετάνοια.
Ὑπάρχει, ὅμως, κι ἕνας ἄλλος δρόμος, τό πένθος. Οὔτε καί γι’ αὐτό χρειάζεται κόπος. Δέν σοῦ ζητάω νά ταξιδέψεις στά πέλαγα, νά φτάσεις σέ μακρινά λιμάνια, νά κάνεις ὁδοιπορία, νά ξοδέψεις χρήματα, νά παλέψεις μέ τ’ ἄγρια κύματα. Ἀλλά τί; Νά πενθήσεις γιά τήν ἁμαρτία. Καί ἀπό ποῦ ξέρω, θά μέ ρωτήσεις πάλι, πώς, ἄν πενθήσω, σβήνω τήν ἁμαρτία; Ἔχεις καί γι’ αὐτό ἀπόδειξη ἀπό τή Γραφή.
Ἦταν ἕνας βασιλιᾶς πού λεγόταν Ἀχαάβ θέλησε νά πάρει τό ἀμπέλι κάποιου Ναβουθαί ἀπό τήν πόλη Ἰεζράελ, δίνοντάς του ὡς ἀντάλλαγμα ἄλλο ἀμπέλι ἤ χρήματα. Μά ὁ Ναβουθαί δέν τοῦ τό πουλοῦσε, γιατί ἦταν πατρική του κληρονομιά. Ὁ βασιλιᾶς ἀπό τή λύπη του δέν ἤθελε οὔτε νά φάει. Τότε ἡ βασίλισσα Ἰεζάβελ, ἡ ἀδιάντροπη καί μιαρή, τόν πλησίασε καί τοῦ εἶπε: «Γιατί στενοχωριέσαι καί δέν τρῶς;... Σήκω, φάε, σύνελθε. Ἐγώ θά σοῦ δώσω τό ἀμπέλι τοῦ Ναβουθαί» (Γ΄ Βασ. 20, 5, 7). Παίρνει, λοιπόν, καί γράφει στό ὄνομα τοῦ βασιλιᾶ μιάν ἐπιστολή σ’ ὅλους τούς πρεσβυτέρους τῆς Ἰεζράελ, προστάζοντάς τους: «Κηρύξτε νηστεία καί παρουσιάστε ψευδομάρτυρες ἐναντίον τοῦ Ναβουθαί, πού νά ποῦν ὅτι βλαστήμησε τόν Θεό καί τόν βασιλιᾶ» (πρβλ. Γ΄ Βασ. 20, 10). Τί νηστεία ἦταν αὐτή! Νηστεία γεμάτη ἀνομία. Κήρυξαν νηστεία γιά νά κάνουν φόνο!
Καί τί ἔγινε, λοιπόν; Λιθοβολήθηκε ὁ Ναβουθαί καί πέθανε. Σάν τό ‘μαθε ἡ Ἰεζάβελ, λέει στόν Ἀχαάβ: «Σήκω νά κληρονομήσεις τό ἀμπέλι τοῦ Ναβουθαί, γιατί δέν εἶναι πιά ζωντανός» (Γ΄ Βασ. 20, 15). Κι ἐκεῖνος, ἐνῶ στήν ἀρχή λυπήθηκε, ὕστερα πῆγε νά πάρει τό ἀμπέλι. Τότε ὁ Θεός τοῦ ἔστειλε τόν προφήτη Ἠλία, λέγοντας: «Πήγαινε καί πές στόν Ἀχαάβ: Ἐπειδή κληρονόμησες κάνοντας φονικό, γι’ αὐτό ὁ Κύριος λέει, ὅτι στόν τόπο, ὅπου τά γουρούνια καί τά σκυλιά ἔγλειψαν τό αἷμα τοῦ Ναβουθαί, ἐκεῖ θά γλείψουν καί τό δικό σου αἷμα· καί οἱ πόρνες θά λουστοῦν στό αἷμα σου» (Γ΄ Βασ. 20, 10). Θεόσταλτη ἡ ὀργή, τέλεια ἡ ἀπόφαση, πλήρης ἡ καταδίκη. Καί κοίτα ποῦ τόν στέλνει - στό ἀμπέλι· ὅπου διαπράχθηκε τό ἔγκλημα, ἐκεῖ καί ἐπιβάλλεται, ἡ τιμωρία. Καί ὅταν εἶδε ὁ Ἀχαάβ τόν προφήτη Ἠλία, τί εἶπε; «Μέ βρῆκες, ἐχθρέ μου» (Γ΄ Βασ. 20, 20). Δηλαδή, ἔνοχος εἶμαι, γιατί ἁμάρτησα, καί μ’ ἔπιασες· τώρα ἔχεις τήν εὐκαιρία νά μέ περιφρονήσεις. «Μέ βρῆκες, ἐχθρέ μου». Γιατί ἐχθρός τοῦ Ἀχαάβ ὁ Ἠλίας; Γιατί ὁ προφήτης ἀσκοῦσε πάντα ἔλεγχο στόν βασιλιᾶ γιά τίς πράξεις του. «Σέ βρῆκα», τοῦ λέει. Καί τοῦ ἀναγγέλλει τή θεϊκή ἀπόφαση: «Νά τί λέει ὁ Κύριος: Ἐπειδή σκότωσες καί κληρονόμησες καί αἷμα ἀθώου ἔχυσες, θά χυθεῖ καί τό δικό σου αἷμα καί θά τό γλείψουν τά σκυλιά καί θά λουστοῦν σ’ αὐτό οἱ πόρνες».
Τ’ ἄκουσε ὁ βασιλιάς καί ταράχθηκε καί λυπήθηκε γιά τήν ἁμαρτία του. Συναισθάνθηκε τήν ἀδικία πού ἔκανε, κατανύχθηκε, ἔκλαψε, νήστεψε, ξέσκισε τόν χιτώνα του κι ἔβαλε σάκκο, σέ ἔνδειξη πένθους. Γι’ αὐτό καί ὁ Θεός ἀκύρωσε τήν ἀπόφασή Του, ἀφοῦ πρῶτα ὅμως ἀπολογήθηκε στόν Ἠλία, γιά νά μήν πάθει ὁ προφήτης ὅ,τι εἶχε πάθει ὁ Ἰωνᾶς.
Θυμάστε τί εἶχε γίνει μέ τόν Ἰωνᾶ; Τοῦ εἶπε ὁ Θεός: «Σήκω καί πήγαινε στή Νινευῆ, τήν πόλη τή μεγάλη, καί κήρυξε ἐκεῖ... Τρεῖς μέρες ἀκόμα, καί ἡ Νινευῆ θά καταστραφεῖ» (Ἰων. 1, 2 + 3, 4). Ὁ Ἰωνᾶς, γνωρίζοντας τή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, δέν ἤθελε νά πάει. Καί τί ἔκανε; Δοκίμασε νά ξεφύγει, γιατί σκέφτηκε: “Ἐγώ πάω νά κηρύξω· ὁ Θεός ὅμως, καθώς εἶναι σπλαχνικός, ἀλλάζει γνώμη καί δέν τούς τιμωρεῖ· καί τότε θά μέ θανατώσουν σάν ψευδοπροφήτη”. Κατέβηκε, λοιπόν, λέει ἡ Γραφή, ὁ Ἰωνάς στήν Ἰόππη, βρῆκε ἕνα πλοῖο, πού εἶχε προορισμό τή Θαρσίς, πλήρωσε τό ναῦλο του καί μπῆκε μέσα. (Ἰων. 1, 3).
Γιά ποῦ τό ΄βαλες Ἰωνᾶ; Σ’ ἄλλον τόπο πᾶς; Ἀλλά «τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ γῆ καί ὅλα ὅσα τή γεμίζουν» (Ψαλμ. 23,1). Στή θάλασσα; Ἀλλά «δική Του εἶναι ἡ θάλασσα καί Αὐτός τήν ἔφτιαξε» (Ψαλμ. 94, 5). Στόν οὐρανό; Ἀλλά δέν ἄκουσες τόν Δαβίδ πού λέει, «θά κοιτάξω τούς οὐρανούς, πού εἶναι καμωμένοι ἀπό τά δάχτυλά Σου» (Ψαλμ. 8, 4); Ὁ φόβος, ὡστόσο, τόν ἔκανε νά φύγει - ἔτσι νόμιζε· γιατί τό νά ξεφύγει κανείς πραγματικά ἀπό τόν Θεό εἶναι ἀδύνατο.
Ὅταν, ὅμως, ἡ θάλασσα τόν ἔφερε πάλι στήν ξηρά, ἦρθε στή Νινευῆ καί κήρυξε: «Τρεῖς μέρες ἀκόμα, καί ἡ Νινευῆ θά καταστραφῆ» (Ἰων. 3, 4). Καί σάν εἶδε πώς πέρασαν τρεῖς μέρες καί τίποτα δέν ἔγινε ἀπ’ ὅσα ἀπείλησε ὁ Θεός, προσευχήθηκε, ἐκφράζοντάς Του παράπονο: «Κύριε, γι΄ αυτό ἀκριβῶς δέν θέλησα νά ὑπακούσω σ’ Ἐσένα, ὅταν ἤμουνα στή χώρα μου, γιατί ἤξερα πώς εἶσαι σπλαχνικός καί πονετικός, μακρόθυμος καί πολυέλεος, καί ἀνακαλεῖς τήν ἀπόφασή σου νά τιμωρήσεις τούς ἀνθρώπους γιά τίς κακίες τους» (Ἰων. 4, 2).
Γιά νά μήν πάθει, λοιπόν, καί ὁ Ἠλίας ὅ,τι ἔπαθε ὁ Ἰωνᾶς, ὁ Θεός τοῦ φανέρωσε τήν αἰτία γιά τήν ὁποία συγχώρησε τόν Ἀχαάβ: «Εἶδες τή συντριβή τοῦ Ἀχαάβ μπροστά μου; Ὅσο, λοιπόν, ζεῖ, δέν θά στείλω τήν τιμωρία» (Γ΄ Βασ. 20, 29).
Ἄλλο καί τοῦτο! Ὁ κύριος γίνεται συνήγορος τοῦ δούλου. Ὁ Θεός ἀπολογεῖται σ’ ἕναν ἄνθρωπο γι’ ἄλλον ἄνθρωπο. Μή νομίζεις, τοῦ λέει πώς τόν συγχώρησα χωρίς λόγο. Ὄχι. Ἐπειδή ἄλλαξε τόν τρόπο τῆς ζωῆς του, ἄλλαξα κι ἐγώ στάση ἀπέναντί του κι ἔδιωξα τήν ὀργή μου. Αὐτό δέν σημαίνει πώς ἐσύ θά θεωρηθεῖς ψευδοπροφήτης. Γιατί εἶπες τήν ἀλήθεια. Ἄν ἐκεῖνος δέν ἄλλαζε τρόπο ζωῆς, θά τόν τιμωροῦσα, ὅπως εἶχα ἀποφασίσει. Τώρα, ὅμως, πού πένθησε καί θρήνησε, τόν συγχωρῶ.
Βλέπεις πού τό πένθος σβήνει τίς ἁμαρτίες;
Ἔχεις, ὅμως, καί τρίτο δρόμο μετάνοιας. Πολλούς δρόμους ἀναφέρω, γιά νά σοῦ κάνω, μέ τήν ποικιλία τους, πιό εὔκολη τή σωτηρία. Ποιός, λοιπόν, εἶναι τοῦτος ὁ τρίτος δρόμος;
Ἡ ταπεινοφροσύνη. Γίνε ταπεινός, καί θά ἐξαφανίσεις τίς πολλές σου ἁμαρτίες. Σοῦ τό ἀποδεικνύει ἡ Γραφή μέ τήν παραβολή τοῦ τελώνη καί τοῦ Φαρισαίου (Λουκ. 18, 10-14): Ἀνέβηκαν, λέει, ἕνας Φαρισαῖος κι ἕνας τελώνης στόν ναό, γιά νά προσευχηθοῦν. Καί ἄρχισε ὁ Φαρισαῖος ν’ ἀπαριθμεῖ μιά-μιά τίς ἀρετές του. «Δέν εἶμαι σάν τούς ἄλλους ἀνθρώπους», ἔλεγε, «ἅρπαγας, ἄδικος, μοιχός, ἤ καί σάν αὐτόν ἐδῶ τόν τελώνη». Ἄθλιε καί ταλαίπωρε! Ὅλο τόν κόσμο καταδίκασες. Γιατί πλήγωσες μέ τόν σκληρό λόγο σου κι αὐτόν πού ἦταν δίπλα σου; Δέν σοῦ ἔφτανε ἡ οἰκουμένη, ἔπρεπε καί τόν τελώνη νά καταδικάσεις; Ὅλους τους κατηγόρησες· οὔτε ἕναν ἄνθρωπο δέν λυπήθηκες; «Δυό φορές τήν ἑβδομάδα νηστεύω», συνέχισε, «καί δίνω στούς φτωχούς τό δέκατο ἀπό τά εἰσοδήματά μου». Τί περήφανα λόγια!
Καί ὁ τελώνης τί ἀποκρίθηκε; Ἀφοῦ τόν ἄκουσε, δέν εἶπε, «Ποιός εἶσαι ἐσύ, πού μιλᾶς γιά μένα ἔτσι; Ἀπό ποῦ ξέρεις τή ζωή μου; Δέν μέ συναναστράφηκες, δέν ἔμεινες μαζί μου, δέν μέ γνωρίζεις. Γιατί εἶσαι τόσο ξιπασμένος; Γιατί παινεύεσαι; Ποιός βεβαιώνει τά καλά σου ἔργα;». Τίποτα τέτοιο δέν εἶπε ὁ τελώνης. Μόνο ἦταν σκυμμένος, χτυποῦσε τό στῆθος του κι ἔλεγε: «Θεέ μου, σπλαχνίσου με τόν ἁμαρτωλό». Ἔτσι, μέ τήν ταπεινοφροσύνη του, δικαιώθηκε. Ὁ Φαρισαῖος ἔφυγε ἀπό τόν ναό γυμνός ἀπό ἀρετή, ἐνῶ ὁ τελώνης φορτωμένος μέ ἀρετή· γιατί τά λόγια του νίκησαν τά πράγματα. Ὁ Φαρισαῖος δηλαδή καταδικάστηκε ἀπό τήν ὑπερηφάνειά του, χάνοντας ὅ,τι εἶχε κερδίσει μέ τά ἔργα του, ἐνῶ ὁ τελώνης ἀθωώθηκε μέ τήν ταπεινοφροσύνη του, σβήνοντας τά ἁμαρτήματά του. Στήν οὐσία, βέβαια, δέν ἔδειξε ταπεινοφροσύνη· γιατί ταπεινοφροσύνη εἶναι τό νά ταπεινώνει κάνεις τόν ἑαυτό του, ἄν καί εἶναι μεγάλος στήν ἀρετή. Ὁ τελώνης εἶπε ἁπλά τήν ἀλήθεια, γιατί ἦταν ἁμαρτωλός. Καί πραγματικά, τί χειρότερο ἀπό τόν τελώνη; Ἔμπορος τῶν ξένων συμφορῶν, σφετεριστής τῶν ξένων κόπων, συμμέτοχος τῶν ξένων κερδῶν, ἐκβιαστής ἀσύστολος, πλεονέκτης εὐπρόσωπος, ἁμαρτωλός νόμιμος. Ἄν, λοιπόν, ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος ἔλαβε τόσο μεγάλη δωρεά μόνο γιατί ἔδειξε ταπεινοφροσύνη, πόσο μᾶλλον ἕνας ἐνάρετος πού ταπεινοφρονεῖ; Ὥστε, ἄν ὁμολογήσεις τίς ἁμαρτίες σου καί γίνεις ταπεινός, ἀθωώνεσαι καί συμφιλιώνεσαι μέ τόν Θεό.
Θέλεις τώρα νά μάθεις ποιός εἶναι ταπεινός; Κοίτα τόν Παῦλο, τόν διδάσκαλο τῆς οἰκουμένης, τό σκεῦος τῆς ἐκλογῆς, τό λιμάνι τό γαλήνιο, τόν πύργο τόν ἀσάλευτο, πού μέ τό μικρό του σῶμα γύρισε τόν κόσμο γιά νά κηρύξει τόν Χριστό, μπῆκε σέ τόσους κόπους, ἔστησε τόσα τρόπαια ἐναντίον τοῦ διαβόλου, φυλακίστηκε, πληγώθηκε, μαστιγώθηκε, σαγήνεψε τήν οἰκουμένη μέ τίς ἐπιστολές του, κλήθηκε στό ἀξίωμά του μέ οὐράνια φωνή... Καί μολαταῦτα, ταπεινοφρονοῦσε κι ἔλεγε: «Εἶμαι ὁ τελευταῖος ἀνάμεσα σ’ ὅλους τους ἀποστόλους· δέν εἶμαι ἄξιος οὔτε νά ὀνομάζομαι ἀπόστολος» (Α΄ Κορ. 15, 9). Βλέπεις μέγεθος ταπεινοφροσύνης; Ὁ Παῦλος θεωρεῖ τόν ἑαυτό του ὡς τόν τελευταῖο ἀνάμεσα στούς ἀποστόλους. Αὐτό εἶναι στ’ ἀλήθεια ταπεινοφροσύνη, τό νά ταπεινώνεται κανείς σέ ὅλα καί νά θεωρεῖ τόν ἑαυτό του τελευταῖο ἀπ’ ὅλους. Σκέψου, ποιός ἦταν ἐκεῖνος πού ἔλεγε αὐτά τά λόγια. Ἦταν ὁ Παῦλος ὁ οὐρανοπολίτης, ὁ στῦλος τῶν Ἐκκλησιῶν, ὁ ἐπίγειος ἄγγελος, ὁ οὐράνιος ἄνθρωπος.
Ἡ ταπεινοφροσύνη, λοιπόν, εἶναι ἕνας ἄλλος δρόμος μετάνοιας· ἡ ταπεινοφροσύνη, πού δικαίωσε τόσο εὔκολα τόν τελώνη καί τοῦ χάρισε τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Ἄς ἔρθουμε τώρα σ ἕναν τέταρτο δρόμο. Εἶναι ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ βασίλισσα τῶν ἀρετῶν.
«Μεγάλο πρᾶγμα εἶναι ὁ ἄνθρωπος· μά πιό μεγάλο καί πολύτιμο πρᾶγμα εἶναι ὁ ἐλεήμων ἄνθρωπος», φωνάζει ὁ Σολομῶν (Παροιμ. 20, 6). Μεγάλα εἶναι τά φτερά τῆς ἐλεημοσύνης. Σκίζει τόν ἀέρα, περνάει τή σελήνη, ἀφήνει πίσω της τόν ἥλιο καί φτάνει στά οὐράνια. Μά μήτ’ ἐκεῖ στέκεται. Περνάει καί τόν οὐρανό, παραμερίζει καί τίς ἀγγελικές δυνάμεις καί ἔρχεται μπροστά στόν θρόνο τοῦ Κυρίου. Μάθε το ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, ὅπου ὁ ἄγγελος ἐκεῖνος, πού παρουσιάστηκε στόν εὐσεβῆ καί ἐλεήμονα ἑκατόνταρχο Κορνήλιο, τοῦ εἶπε: «Οἱ προσευχές σου καί οἱ ἐλεημοσύνες σου ἀνέβηκαν ὥς τόν Θεό» (Πράξ. 10, 4). Τί σημάινει αὐτό; Ὅτι, κι ἄν ἔχεις πολλές ἁμαρτίες, συνηγορεῖ γιά σένα στόν Θεό ἡ ἐλεημοσύνη. Μή φοβᾶσαι, γιατί καμμιά δύναμη δέν μπορεῖ νά τῆς ἐναντιωθεῖ. Ἔχει γραμμάτιο στά χέρια της καί ἀπαιτεῖ ἐξόφληση τοῦ χρέους. Γιατί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός εἶπε: «Ὅποιος κάνει μιά καλοσύνη σ’ ἕναν ἀπό τούς ἄσημους ἀδελφούς μου, σ’ ἐμένα τήν ἔκανε» (πρβλ. Ματθ. 25, 40). Ὅσες ἁμαρτίες κι ἄν ἔχεις, ἑπομένως, ἡ ἐλεημοσύνη σου εἶναι πιό βαρειά καί τίς ἀντισταθμίζει ὅλες.
Δέν πρόσεξες στό Εὐαγγέλιο τήν παραβολή τῶν δέκα παρθένων; Ἐκεῖνες πού ἀσκοῦσαν τήν παρθενία ἀλλά δέν εἶχαν ἐλεημοσύνη, ἔμεναν ἔξω ἀπό τή γιορτή τοῦ γάμου. Γιατί, ἀπό τίς δέκα, οἱ πέντε ἦταν συνετές καί οἱ πέντε ἄμυαλες. Οἱ συνετές εἶχαν πάρει λάδι γιά τά λυχνάρια τους. Οἱ ἄμυαλες δέν εἶχαν πάρει, καί γι’ αὐτό τά λυχνάρια τους ἄρχισαν νά σβήνουν. Τότε ζήτησαν λάδι ἀπό τίς συνετές. Ἐκεῖνες ὅμως ἀποκρίθηκαν: «Ὄχι, γιατί δέν θά φτάσει οὔτε γιά μᾶς οὔτε γιά σᾶς» (Ματθ. 25, 9). Δέν ἀρνήθηκαν ἀπό ἀσπλαχνία ἤ κακία, ἀλλ’ ἀπό ἔλλειψη χρόνου, γιατί ἐρχόταν ἤδη ὁ γαμπρός, καί ἀπό φόβο, μήπως μείνουν ὅλες ἔξω. Καί τίς συμβούλεψαν: «Καλύτερα νά πᾶτε σ’ ἐκείνους πού πουλᾶνε λάδι καί ν’ ἀγοράσετε γιά τά λυχνάρια σας». Εἶχαν κι αὐτές λυχνάρια, ἀλλά δέν εἶχαν λάδι. Τό λυχνάρι εἶναι ἡ παρθενία, τό λάδι ἡ ἐλεημοσύνη· καί ὅπως τό λυχνάρι, ἄν δέν τροφοδοτηθεῖ μέ λάδι, σβήνει, ἔτσι καί ἡ παρθενία, ἄν δέν ἔχει ἐλεημοσύνη, ἀπαξιώνεται. Ποιοί, ὅμως, εἶναι ἐκεῖνοι πού πουλᾶνε αὐτό τό λάδι; Οἱ φτωχοί. Καί πόσο τό πουλᾶνε; Ὅσο θέλεις. Ἡ τιμή δέν εἶναι καθορισμένη, κι ἔτσι δέν μπορεῖς νά φέρεις σάν δικαιολογία τή δική σου φτώχεια. Ἔχεις μόνο ἕναν ὀβολό; Ἀγόρασε τόν οὐρανό· ὄχι γιατί εἶναι φτηνός ὁ οὐρανός, ἀλλά γιατί εἶναι φιλάνθρωπος ὁ Θεός. Δέν ἔχεις οὔτε ἕναν ὀβολό; Δῶσε ἕνα ποτήρι κρύο νερό· γιατί «καί ὅποιος δώσει σ’ ἕναν ἀπ’ αὐτούς τούς ἄσημους ἕνα ποτήρι κρύο νερό γιά χάρη μου, ἀλήθεια σᾶς λέω, θά λάβει τήν ἀμοιβή του», εἶπε ὁ Κύριος (Ματθ. 10, 42).
Ἐμπόρευμα εἶναι ὁ οὐρανός κι ἐμεῖς ἀμελοῦμε. Δῶσε ψωμί καί πάρε παράδεισο. Δῶσε μικρά καί πάρε μεγάλα. Δῶσε πρόσκαιρα καί πάρε αἰώνια. Δῶσε φθαρτά καί πάρε ἄφθαρτα. Ἄν ὑπῆρχε ἕνα παζάρι, ὅπου θά μποροῦσες νά βρεῖς ἄφθονα καί πολύ φτηνά πράγματα, δέν θά πουλοῦσες ὅ,τι ἔχεις, δέν θά ἔκανες ὅ,τι περνάει ἀπό τό χέρι σου, γιά ν’ ἀγοράσεις τά ἐμπορεύματα ἐκεῖνα; Πῶς, λοιπόν, γιά τά φθαρτά δείχνεις τόση προθυμία, ἐνῶ γιά τό ἀθάνατο ἐμπόρευμα ἀμελεῖς καί ἀδιαφορεῖς; Δῶσε στούς φτωχούς, καί, ἄν ἐσύ σωπαίνεις τήν ὥρα τῆς Κρίσεως, ἀναρίθμητα στόματα θά ἀπολογοῦνται γιά σένα· γιατί ἡ ἐλεημοσύνη θά εἶναι ἐκεῖ καί θά συνηγορεῖ γιά τή σωτηρία σου. Μήν προφασίζεσαι φτώχεια. Ἡ χήρα πού φιλοξένησε τόν προφήτη Ἠλία ἦταν πάμφτωχη, μά ἡ φτώχεια δέν τήν ἐμπόδισε νά τόν φιλοξενήσει καί νά τόν ἐλεήσει μ΄ ὅ,τι εἶχε. Γι’ αὐτό καί ἀξιώθηκε ν’ ἀπολαύσει τούς καρπούς τῆς ἐλεημοσύνης της.
Ἵσως θά μοῦ πεῖς: “Δώσ’ μου κι ἐμένα τόν προφήτη Ἠλία, καί θά τόν φιλοξενήσω”. Γιατί ζητᾶς τόν Ἠλία; Τόν Κύριο τοῦ Ἠλία σοῦ δίνω, κι ἐσύ δέν τόν ἐλεεῖς· πῶς θά ἐλεοῦσες τόν Ἠλία, ἄν τόν ἔβρισκες; Ὁ Χριστός, ὁ Κύριος ὅλων, τό εἶπε ξεκάθαρα: «Ὅ,τι κάνατε γιά ἕναν ἀπό τούς ἄσημους ἀδελφούς μου, τό κάνατε γιά μένα» (Ματθ. 25, 40). Σκέψου, λοιπόν, τόν Χριστό ἐκείνη τήν ἡμέρα, νά λέει γιά σένα μπροστά στούς ἀγγέλους καί τόν κόσμο ὅλο: «Αὐτός στή γῆ μέ φιλοξένησε· αὐτός μέ μύριους τρόπους μέ περιμάζεψε». Τί παρρησία θά ἔχεις τότε μπροστά στούς ἀγγέλους! Τί καύχημα μπροστά στίς οὐράνιες δυνάμεις!
Μεγάλο πρᾶγμα εἶναι ἡ ἐλεημοσύνη, ἀδελφοί. Καί ἁμαρτίες ἐξαλείφει καί τήν καταδίκη ἀπομακρύνει. Ἄς δώσουμε, λοιπόν, στόν φτωχό ψωμί. Δέν ἔχουμε ψωμί; Ἄς τοῦ δώσουμε ἕναν ὀβολό. Δέν ἔχουμε ὀβολό; Ἄς τοῦ δώσουμε ἕνα ποτήρι νερό. Δέν τό ΄χουμε κι αὐτό; Ἄς τόν συμπονέσουμε γιά τή δυστυχία του, καί θά πάρουμε τήν ἀμοιβή μας· γιατί ὁ Θεός δέν μᾶς ἀμοίβει γιά τήν πράξη, ἀλλά γιά τήν προαίρεσή μας.
Μέ ὅλα τοῦτα, ὅμως, ξεχάσαμε τίς δέκα παρθένες, γιά τίς ὁποῖες μιλούσαμε. Ἄς γυρίσουμε, λοιπόν, σ’ αὐτές. Οἱ πέντε συνετές, ὅπως εἴπαμε, ἔστειλαν τίς πέντε ἄμυαλες ν’ ἀγοράσουν λάδι. Ἀλλά στό μεταξύ ἦρθε ὁ γαμπρός. Οἱ συνετές, πού εἶχαν ἕτοιμα καί ἀναμμένα τά λυχνάρια τους, μπῆκαν μαζί του στή γιορτή τοῦ γάμου, καί ἡ πόρτα ἔκλεισε. Ὕστερ’ ἀπό λίγο ἔφτασαν καί οἱ ἄλλες κι ἄρχισαν νά χτυπᾶνε. «Ἄνοιξέ μας», φώναζαν στόν γαμπρό. Αὐτός, ὅμως, τούς ἀποκρίθηκε ἀπό μέσα: «Ἀλήθεια σᾶς λέω, δέν σᾶς ξέρω» (Ματθ. 25, 12). Ἔπειτα ἀπό τόσους κόπους, τί ἄκουσαν; «Δέν σᾶς ξέρω»! Ἔπειτα ἀπό τόσους κόπους ἔμειναν ἔξω. Ἀφοῦ τίς σαρκικές ὁρμές χαλιναγώγησαν, ἀφοῦ στίς οὐράνιες δυνάμεις ἔμοιασαν, ἀφοῦ τά κοσμικά πράγματα περιφρόνησαν, ἀφοῦ τόν μεγάλο καύσωνα ὑπέμειναν, ἀφοῦ πάνω ἀπό τά σκάμματα πέρασαν, ἀφοῦ ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό πέταξαν, ἀφοῦ τό μεγάλο χάρισμα τῆς παρθενίας ἀπέκτησαν, ἀφοῦ τίς ἀνάγκες τοῦ σώματος καταπάτησαν, ἀφοῦ τήν ἀνθρώπινη φύση λησμόνησαν, ἀφοῦ στό σῶμα τους ἀσώματα ἔργα πραγματοποίησαν, τότε ἄκουσαν: «Δέν σᾶς ξέρω»!
Μεγάλο πρᾶγμα, μεγάλο κατόρθωμα, μεγάλη ἀρετή ἡ παρθενία. Ὅταν εἶναι μαζί μέ τήν ἀδελφή της, τήν ἐλεημοσύνη, γίνεται πανίσχυρη, καί τότε κανένα κακό δέν μπορεῖ νά τήν καταβάλει. Οἱ πέντε ἄμυαλες κοπέλες δέν εἶχαν καί τήν ἐλεημοσύνη μαζί μέ τήν παρθενία, γι’ αὐτό ἔμειναν ἔξω ἀπό τή γιορτή τοῦ γάμου. Τί ντροπή! Νίκησαν τήν ἡδονή, μά νικήθηκαν ἀπό τά χρήματα. Ἀπαρνήθηκαν τόν κοσμικό βίο, μά ὄχι καί τήν ὕλη. Ἀλλά καί οἱ παντρεμένες γυναῖκες, πού δέν σπλαχνίζονται τούς φτωχούς, εἶναι ἀδικαιολόγητες, κι ἄς προφασίζονται τή συντήρηση τῶν παιδιῶν τους. «Δῶσε ἐλεημοσύνη» τούς λές. «Ἔχουμε παιδιά καί δέν μποροῦμε», σοῦ ἀπαντοῦν. Ἀλλά ὁ Θεός σοῦ ἔδωσε παιδιά γιά νά γίνεις φιλάνθρωπη, ὄχι ἀπάνθρωπη. Θέλεις ν’ ἀφήσεις κληρονομιά καλή στά παιδιά σου; Ἄφησέ τους ἐλεημοσύνη, γιά νά σέ θαυμάζουν ὅλοι καί ν’ ἀφήσεις μνήμη ἀγαθή, προπαντός ὅμως γιά νά λυτρωθεῖς ἀπό τήν ἁλυσίδα τῶν ἀμέτρητων ἁμαρτημάτων σου καί νά ἐλεηθεῖς ἀπό τόν Κύριο.
Ἔχεις κι ἕναν πέμπτο δρόμο μετάνοιας, εὔκολο κι αὐτόν, μέ τόν ὁποῖο μπορεῖς ν’ ἀπαλλαγεῖς ἀπό τό βάρος τῶν ἁμαρτιῶν. Εἶναι ἡ προσευχή.
Κάθε ὥρα νά προσεύχεσαι. Μήν ἀποκάμεις. Μήν ἀμελήσεις. Μή σταματήσεις νά ἐπικαλεῖσαι τή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Κι Ἐκεῖνος, ἄν ἐπιμένεις, δέν θά σέ παραβλέψει, ἀλλά τίς ἁμαρτίες σου θά συγχωρήσει καί ὅ,τι Τοῦ ζητήσεις θά σοῦ δώσει. Ἄν σέ εἰσακούσει, εὐχαρίστησέ Τον καί συνέχισε νά προσεύχεσαι. Ἄν πάλι δέν σέ εἰσακούσει, ὄχι μόνο νά μήν ἀπελπίζεσαι, ἀλλά καί πιό ἐπίμονα νά Τόν παρακαλᾶς. Μή λές, «πολλές προσευχές ἔκανα καί τίποτα δέν ἔγινε», γιατί κι αὐτό γιά τό συμφέρον σου γίνεται. Ἐπειδή δηλαδή ὁ Θεός γνωρίζει πώς εἶσαι ἀμελής καί ἀδιάφορος καί πώς, ἄν ἀποκτήσεις μέ τήν προσευχή αὐτό πού χρειάζεσαι, θά πάψεις πιά νά προσεύχεσαι, ἀναβάλλει νά σοῦ δώσει ὅ,τι ζητᾶς, γιά νά καταγίνεσαι στήν προσευχή καί νά ἐπικοινωνεῖς μαζί Του συχνότερα. Γιατί ἄν δέν προσεύχεσαι ὅταν βρίσκεσαι σέ μιά δύσκολη περίσταση, τί θά κάνεις ὅταν ὅλα πᾶνε καλά; Ὁ Θεός, λοιπόν, προσποιεῖται ὅτι δέν σ ἀκούει γιά τό καλό σου, γιά νά σέ κάνει νά μήν ἐγκαταλείψεις τήν προσευχή. Γι’ αὐτό συνέχισε νά προσεύχεσαι, μήν ἀμελεῖς. Μήν ὑποτιμᾶς τή δύναμη τῆς προσευχῆς, πού πολλά μπορεῖ νά κατορθώσει. Καί τό ὅτι συντελεῖ στή συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν, μάθε το ἀπό τό ἅγιο Εὐαγγέλιο. Τί λέει ἐκεῖ;
Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν μοιάζει μέ ἄνθρωπο πού ἔκλεισε τήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ του κι ἔπεσε μέ τά παιδιά του νά κοιμηθεῖ. Τά μεσάνυχτα ἦρθε κάποιος γιά νά τοῦ ζητήσει ψωμί. Χτύπησε καί τοῦ φώναξε: «Ἄνοιξέ μου, γιατί ἔχω ἀνάγκη ἀπό ψωμί». Αὐτός ἀπό μέσα τοῦ ἀπάντησε: «Ἔχω πιά κλειδώσει τήν πόρτα· τά παιδιά μου κι ἐγώ εἴμαστε στό κρεβάτι· δέν μπορῶ νά σηκωθῶ γιά νά σοῦ δώσω». Ὁ ἄλλος, ὅμως, συνέχισε μέ ἐπιμονή νά χτυπάει. Ὁ σπιτονοικοκύρης τοῦ ξαναεῖπε: «Δέν μπορῶ νά σοῦ δώσω ψωμί. Πέσαμε νά κοιμηθοῦμε». Μά ὁ ἐνοχλητικός ἐπισκέπτης δέν ἔφυγε. Ἔμενε ἐκεῖ χτυπώντας τήν πόρτα. Τί νά κάνει τότε ὁ οἰκοδεσπότης; «Σηκωθεῖτε», εἶπε στά παιδιά του, «δῶστε του ὅ,τι ζητάει, γιά νά φύγει καί νά μᾶς ἀφήσει ἥσυχους» (πρβλ. Λουκ. 11, 5-8). Τί διδάσκεσαι ἀπ’ αὐτό; Νά προσεύχεσαι πάντοτε καί νά μή χάνεις τό θάρρος σου. Κι ἄν δέν παίρνεις ὅ,τι ζητᾶς, νά ἐπιμένεις στήν προσευχή, ὥσπου νά τό πάρεις.
Ἔχεις κι ἕναν ἄλλον δρόμο μετάνοιας, καθόλου δύσκολο. Ποιός εἶναι αὐτός; Τά δάκρυα. Κλάψε γιά τίς ἁμαρτίες σου, ὅπως διδάσκεσαι ἀπό τό ἱερό Εὐαγγέλιο:
Ὁ Πέτρος, ὁ κορυφαῖος ἀπόστολος, ὁ φίλος τοῦ Χριστοῦ, πού δέν δέχτηκε τή θεία ἀποκάλυψη ἀπό ἀνθρώπους ἀλλ’ ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό Πατέρα, ὅπως ὁ Κύριος μαρτυρεῖ -«Μακάριος εἶσαι Σίμων, γυιέ τοῦ Ἰωνᾶ, γιατί δέν σοῦ φανέρωσε τήν ἀλήθεια τῆς ὀρθῆς πίστεως κανένας ἄνθρωπος, ἀλλά ὁ οὐράνιος Πατέρας μου» (πρβλ. Ματθ. 16, 17)-, αὐτός ὁ Πέτρος ἔπεσε σέ παράπτωμα πάρα πολύ μεγάλο: Ἀρνήθηκε τόν ἴδιο τόν Χριστό! Καί αὐτό τό λέω ὄχι γιά νά κατηγορήσω τόν ἅγιο, ἀλλά γιά νά δώσω σ’ ἐσένα ἀφορμή μετάνοιας. Ναί, τόν Κύριο καί Κυβερνήτη καί Σωτήρα τοῦ κόσμου ἀρνήθηκε! Ἄς πάρουμε ὅμως, τά πράγματα ἀπό τήν ἀρχή.
Κάποτε ὁ Σωτήρας μας εἶδε μερικούς μαθητές Του νά Τόν ἐγκαταλείπουν. Τότε εἶπε στούς δώδεκα: «Μήπως θέλετε νά φύγετε κι ἐσεῖς;». «Καί σέ ποιόν νά πᾶμε, Κύριε;», ἀποκρίθηκε ὁ Πέτρος. «Ἐσύ ἔχεις λόγια πού ὁδηγοῦν στήν αἰώνια ζωή» (Ἰω. 6, 67-68). Ἀργότερα πάλι ὁ Κύριος, λίγο πρίν παραδοθεῖ, προεῖπε ὅτι ὁ Πέτρος θά Τόν ἀρνιόταν τρεῖς φορές. Μά ἐκεῖνος ἐπιπόλαια Τοῦ δήλωσε: «Κι ἄν ἀκόμα χρειαστεῖ νά πεθάνω μαζί Σου, δέν θά Σέ ἀπαρνηθῶ» (Ματθ. 26, 35).
Τί λές, Πέτρε; Ὁ Θεός προλέγει τί θά συμβεῖ, κι ἐσύ διαφωνεῖς; Ἔτσι, ὅμως, φανερώθηκε ἀπό τή μιά ἡ προαίρεσή του κι ἀπό τήν ἄλλη ἡ ἀνθρώπινη ἀδυναμία του.
Πότε ἔγινε αὐτό; Τή νύχτα πού παραδόθηκε ὁ Χριστός. Ὅταν πιά Ἐκεῖνος βρισκόταν στά χέρια τῶν Ἰουδαίων καί ἀνακρινόταν στό παλάτι τοῦ Καϊάφα, ὁ Πέτρος καθόταν ἔξω, στήν αὐλή, μέ τούς ὑπηρέτες καί ζεσταινόταν κοντά στή φωτιά, περιμένοντας νά δεῖ τί θ’ ἀπογίνει. Τότε τόν πλησίασε μιά κοπελίτσα καί τοῦ εἶπε: «Ἤσουνα κι ἐσύ μέ τόν Ἰησοῦ τόν Γαλιλαῖο» (Ματθ. 26, 69). Αὐτός ὅμως ἀπάντησε: «Δέν τόν ξέρω αὐτόν τόν ἄνθρωπο» (Ματθ. 26, 72). Τό ἴδιο ἔγινε καί δεύτερη καί τρίτη φορά. Ἔτσι πραγματοποιήθηκαν τά λόγια τοῦ Ἰησοῦ, πού γύρισε κι ἔριξε στόν Πέτρο μιάν εὔγλωττη ματιά. Δέν μίλησε στόν μαθητή Του μέ τό στόμα, γιά νά μήν τόν ντροπιάσει μπροστά στούς Ἰουδαίους, τοῦ μίλησε ὅμως μέ τό βλέμμα. Ἦταν σάν νά ἔλεγε: «Πέτρε, ὅ,τι εἶπα ἔγινε». Τότε ὁ Πέτρος συναισθάνθηκε τό παράπτωμά του καί ἄρχισε νά κλαίει· νά κλαίει ὄχι ἁπλᾶ, ἀλλά πικρά. Βαπτίστηκε, θά λέγαμε, μέσα στά δάκρυά του καί καθαρίστηκε μ’ αὐτά ἀπό τήν ἁμαρτία του, ἁμαρτία τόσο φοβερή, ὅπως εἶναι ἡ ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ.
Μέ τά δάκρυά σου σβῆσε κι ἐσύ κάθε ἁμαρτία σου. Κλάψε ὄχι ἁπλᾶ, ὄχι τυπικά, ἀλλά πικρά, ὅπως ὁ Πέτρος. Ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς σου νά πηγάζουν τά δάκρυα, γιά νά σέ σπλαχνιστεῖ ὁ φιλάνθρωπος Δεσπότης καί νά σέ συγχωρέσει. Γιατί ὁ ἴδιος εἶπε: «Δέν θέλω τόν θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ἀλλά τό νά ἐπιστρέψει μετανοημένος καί νά ζήσει» (Ἰεζ. 18, 23). Ἀπό σένα ζητάει κάτι μικρό, ἐνῶ Αὐτός σοῦ δίνει τά μεγάλα. Ἀφορμή ζητάει γιά νά σοῦ προσφέρει θησαυρό σωτηρίας. Μέ λίγα δάκρυα μετάνοιας σοῦ χαρίζει τήν ἄφεση.
Στή Γραφή θά βρεῖς καί πολλούς ἄλλους δρόμους μετανοίας, πέρα ἀπ’ αὐτούς πού ἀνέφερα. Τή μετάνοια κήρυσσε καί πρίν ἀπό τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ ὁ προφήτης Ἱερεμίας: «Μήπως αὐτός πού πέφτει, δέν σηκώνεται; Μήπως αὐτός πού χάνει τόν δρόμο του, δέν προσπαθεῖ νά τόν ξαναβρεῖ;» (Ἱερ. 8, 4). «Γυρίστε μετανοημένοι κοντά μου» (Ἱερ. 3, 7). Γι’ αὐτό πολλούς καί διάφορους τρόπους μετάνοιας μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός, γιά νά μᾶς κόψει κάθε πρόφαση ἀμέλειας.
Ἁμάρτησες; Ἔλα στήν Ἐκκλησία καί σβῆσε τήν ἁμαρτία σου. Ὅσες φορές κι ἄν πέσεις στόν δρόμο, τόσες καί σηκώνεσαι· ἔτσι, ὅσες φορές κι ἄν ἁμαρτήσεις, τόσες μετανόησε. Μήν ἀπελπιστεῖς, μήν ἀμελήσεις, γιά νά μή χάσεις τήν ἐλπίδα στά οὐράνια ἀγαθά, πού προορίζονται γιά μᾶς. Κι ἄν ἀκόμα στά βαθιά σου γεράματα ἁμαρτήσεις, μετανόησε καί ἔλα στήν Ἐκκλησία. Ἐδῶ εἶναι ἰατρεῖο, δέν εἶναι δικαστήριο. Συγχώρηση δίνει, δέν ζητάει εὐθύνη γιά τ’ ἁμαρτήματα. Πές στόν Θεό, «Σ΄ Ἐσένα μόνο ἁμάρτησα καί τό πονηρό μπροστά Σου ἔκανα» (Ψαλμ. 50, 6), καί θά σέ συγχωρήσει. Δεῖξε Του μετάνοια, καί θά σέ ἐλεήσει. Γιατί ἄλλα ἐξαρτῶνται ἀπό μᾶς καί ἄλλα ἀπό τόν Θεό. Ἄν ἐμεῖς κάνουμε ὅ,τι ἐξαρτᾶται ἀπό μᾶς, κάνει καί ὁ Θεός ὅ,τι ἐξαρτᾶται ἀπ’ Αὐτόν.
Ἀφοῦ, λοιπόν, ὁ Κύριος τῶν ὅλων εἶναι τόσο φιλάνθωπος, ἄς μήν ἀδιαφορήσουμε γιά τή σωτηρία μας. Βασιλεία οὐρανῶν μᾶς περιμένει καί παράδεισος καί ἀγαθά πού μάτι δέν εἶδε καί αὐτί δέν ἄκουσε καί ἀνθρώπινος νοῦς δέν μπορεῖ νά τά συλλάβει, καί δέν πρέπει νά κάνουμε ὅ,τι μποροῦμε, γιά νά μήν τά χάσουμε; Δέν πρέπει νά δώσουμε κάτι, ἔστω καί μικρό, γιά ν’ ἀποκτήσουμε τά μεγάλα καί ἀνεκτίμητα; Ἄς μετανοήσουμε, λοιπόν, ἄς συνηθίσουμε τά χέρια μας στήν ἐλεημοσύνη, ἄς ταπεινωθοῦμε, ἄς πενθήσουμε, ἄς κλάψουμε. Μικρά εἶναι ὅλα τοῦτα. Μεγάλα, ἀνώτερα ἀπό τίς δυνάμεις μας, εἶναι ὅσα θά μᾶς δοθοῦν ἀπό τόν Θεό, ὁ Παράδεισος καί ἡ Οὐράνια Βασιλεία, στήν ὁποία εἴθε νά εἰσέλθουμε ὅλοι μέ τή χάρη Του.