Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 08, 2018

ΤΟ ΥΨΙΣΤΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΚΡΙΣΕΩΣ

ΤΟ ΥΨΙΣΤΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΚΡΙΣΕΩΣ
(θεολογικό σχόλιο στην Κυριακή των Απόκρεω)
ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου - Καθηγητού
Το κριτήριο της Μεγάλης Κρίσεως. (θεολογικό σχόλιο στην Κυριακή των Απόκρεω).

Η τρίτη Κυριακή του Τριωδίου είναι αφιερωμένη στο πιο φοβερό γεγονός της ανθρώπινης ιστορίας, στη μέλλουσα Κρίση, ως απαραίτητος προβληματισμός των πιστών αυτή την αγωνιστική περίοδο.

Με την ανάμνηση της Μεγάλης Κρίσεως, με την ανάγνωση της σχετικής ευαγγελικής περικοπής, και με τη σχετική υμνολογία της ημέρας, μπορούμε να συναισθανθούμε τη μεγάλη ευθύνη μας απέναντι στον ευαγγελικό νόμο, του οποίου η τήρηση είναι προϋπόθεση για την προσωπική μας κρίση.

Να συνειδητοποιήσουμε πως η επί γης ζωή μας δε θα μείνει άκριτη, αλλά θα δώσουμε λόγο για ό, τι κάναμε και για ό, τι δεν κάναμε με τη βιωτή μας, αφού θα αποδώσουμε «περί αυτού λόγον εν ημέρα κρίσεως» (Ματθ.12,36) μας διαβεβαίωσε ο Κύριος. Τότε «εκπορεύονται οι τα αγαθά ποιήσαντες εις ανάστασιν ζωής, οι δε τα φαύλα πράξαντες εις ανάστασιν κρίσεως» (Ιωάν.5,29).

Ολόκληρο το έργο της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους στηρίζεται σε δύο άξονες, οι οποίοι είναι οι δύο παρουσίες του Κυρίου στον κόσμο. Η πρώτη παρουσία είναι η ταπεινή και αθόρυβη ενανθρώπηση του Θεού Λόγου, όπως προέβλεπε το σχέδιο της θείας οικονομίας.

«Ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν, και εθεασάμεθα την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά πατρός, πλήρης χάριτος και αληθείας» (Ιωάν.1,14). Ο άναρχος και άπειρος Θεός δέχτηκε να περιορισθεί στο χρόνο και το χώρο για τη δική μας σωτηρία. Ήρθε στη γη για να λειτουργήσει το μυστήριο της απολυτρώσεώς μας, ως δάσκαλος, ως αρχιερέας και ως βασιλέας.

Άφησε την αγία Του Εκκλησία για να είναι ο συνεχιστής στους αιώνες της σωτηρίας των ανθρώπων όλων των γενεών, έως τη συντέλεια του κόσμου. Όλοι οι άνθρωποι, χωρίς καμιά διάκριση είναι καλεσμένοι στη σωτηρία, χωρίς να υποχρεώνεται κανένας να σωθεί δίχως τη θέλησή του.

Το υπέρτατο θείο δώρο της ελευθερίας του ανθρώπου είναι συνάμα ευλογία και κατάρα, σωτηρία και καταστροφή, διότι αφήνεται ο άνθρωπος να επιλέξει αυτός τη χρήση της ελευθερίας του, για το καλό ή το κακό. Τα αποτελέσματα αυτής της χρήσεως θα φανούν στην δεύτερη παρουσία του Χριστού, όπου θα λάβει χώρα η Μεγάλη Κρίση.

Η μέλλουσα Κρίση είναι θεμελιώδης πίστη της χριστιανικής διδασκαλίας, η οποία θα επισυμβεί στο τέλος αυτού του πρόσκαιρου κόσμου και περιγράφεται σαφέστατα στο ευαγγέλιο του Ματθαίου (25,31-46).

Ο Κύριος, λίγο πριν το πάθος Του, ομιλώντας για τα έσχατα και μετά τις παραστατικές παραβολές των δέκα παρθένων και των ταλάντων είπε πως, όταν έρθει ο Ίδιος στη Δεύτερη και φοβερή παρουσία Του «εν τη δόξη αυτού και πάντες οι άγιοι άγγελοι μετ’ αυτού, τότε καθίσει επί θρόνου δόξης αυτού, και συναχθήσεται έμπροσθεν αυτού πάντα τα έθνη, και αφοριεί αυτούς απ’ αλλήλων ώσπερ ο ποιμήν αφορίζει τα πρόβατα από των εριφίων, και στήσει τα μεν πρόβατα εκ δεξιών αυτού, τα δε ερίφια εξ ευωνύμων.

Τότε ερεί ο βασιλεύς τοις εκ δεξιών αυτού΄ δεύτε οι ευλογημένοι του πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου.

Επείνασα γαρ, και εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα, και εποτίσατέ με, ξένος ήμην, και συνηγάγετέ με, γυμνός, και περιεβάλετέ με, ησθένησα, και επεσκέψασθέ με, εν φυλακή ήμην, και ήλαθατε προς με.

Τότε αποκριθήσονται αυτώ οι δίκαιοι λέγοντες΄ Κύριε πότε σε είδομεν πεινόντα και εθρέψαμεν, ή διψώντα και εποτίσαμεν; Πότε σε είδομεν ξένον και συνηγάγομεν, ή γυμνόν και περιεβάλομεν; Πότε σε είδομεν ασθενή ή εν φυλακή, και ήλθομεν προς σε; Και αποκριθείς ο βασιλεύς ερεί αυτοίς΄ αμήν λέγω υμίν, εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε.

Τότε ερεί και τοις εξ’ ευωνύμων΄ πορεύεσθε απ’ εμού οι κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιον το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού… εφ’ όσον ουκ εποιήσατε ενί τούτων των ελαχίστων, ουδέ εμοί εποιήσατε. Και απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αιώνιον, οι δε δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον» (Ματθ.25,31-46).

Η μεγάλη και φοβερή μέλλουσα Κρίση θα είναι ένα μεγαλειώδες και συνάμα φοβερό γεγονός. Παρόμοιο δε θα έχει συμβεί στην ιστορία του κόσμου ως τότε. Η δεύτερη παρουσία του Κυρίου δε θα είναι αθόρυβη και ταπεινή, όπως η πρώτη, αλλά γεγονός μεγαλοσύνης και θριάμβου.

Τότε «κάμψει παν γόνυ» (Ρωμ.14,11) ενώπιών Του, και οι ισχυροί της γης θα τρέμουν σαν ξερόχορτα από το φύσημα του ανέμου! Λόγω της μεγαλειώδους παρουσίας της δόξας Του θα σαλευτούν οι δυνάμεις και αυτού του άψυχου κόσμου, «απὸ φόβου και προσδοκίας των επερχομένων τη οικουμένῃ αι γαρ δυνάμεις των ουρανών σαλευθήσονται» (Λουκ.21,16). Δε θα έρθει πια ως σωτήρας, αλλά ως κριτής απόλυτα δίκαιος.

Με την παντοδυναμία και την παντογνωσία του θα κρίνει σύμπαν το ανθρώπινο γένος, διότι μόνος Αυτός μπορεί να γνωρίζει τα κρύφια της καρδιάς του καθενός μας, «ετάζων καρδίας και νεφρούς» (Ψαλμ.7,10).

Τότε θα συνειδητοποιήσουν οι αμετανόητοι και σκληρόκαρδοι ότι είναι «φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος» (Εβρ.10,31), αλλά θα είναι αργά, η αναγκαστική μεταστροφή τους αυτή, δεν θα έχει καμιά ουσιαστική συμβολή στη δίκαιη κρίση τους. Αντίθετα οι δίκαιοι θα αγάλλονται και θα σμίξουν τους αίνους τους με τους θριαμβευτικούς αγγελικούς παιάνες προς τον Κύριο της Δόξης!

Η μέλλουσα κρίση είναι αναπόφευκτη και απορρέει από την απόλυτη δικαιοσύνη του Θεού. Την παρέλευση αυτού του φθαρτού και τραυματισμένου από την αμαρτία κόσμου θα επισφραγίσει η μεγάλη και αδέκαστη κρίση του Χριστού, ως απαραίτητη προϋπόθεση για την είσοδο στη νέα πραγματικότητα της βασιλείας του Θεού.

Οι άνθρωποι, ως ελεύθερα όντα, πρέπει να τοποθετηθούν στη βασιλεία του Χριστού ανάλογα με τη δική τους επιλογή σε αυτή τη ζωή. Ύψιστο κριτήριο της κρίσεως θα είναι η στάση και συμπεριφορά τους απέναντι στους συνανθρώπους τους.

Η θετική ή η αρνητική στάση τους θα κρίνει τελικά αν θα είναι κληρονόμοι της βασιλείας του Θεού, ή θα είναι προορισμένοι να ριχτούν στην αιώνια κόλαση, όπου «εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων» (Ματθ.24,51).

Ο απόστολος Παύλος είναι σαφής: «άρπαγες βασιλείαν Θεούς ου κληρονομήσουσι» (Α΄Κορ.6,10). Επίσης «τοις δε δειλοίς και απίστοις και εβδελυγμένοις και φονεύσι και πόρνοις και φαρμακοίς και ειλωλολάτραις και πάσι τοις ψευδέσι το μέρος αυτών εν τη λίμνη τη καιωμένη εν πυρί και θείω, ο έστιν ο θάνατος ο δεύτερος» (Αποκ.21,8).

Ύψιστο κριτήριο στη Μεγάλη Κρίση θα είναι ο συνάνθρωπος, ως εικόνα του Θεού, διότι το κάθε ανθρώπινο πρόσωπο είναι πλασμένο «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» του Θεού (Γεν.1,27).

Το κάθε ανθρώπινο πρόσωπο είναι αδελφός του Χριστού (Ματθ.25,40.Εβρ.2,12) και ως εκ τούτου έχουμε υποχρέωση να τιμάμε την εικόνα του Θεού και να δείχνουμε έμπρακτα την αγάπη μας στους αδελφούς του Κυρίου μας. Ο Θεός είναι αόρατος και απόλυτα αυτάρκης, μη έχοντας ανάγκη την παραμικρή μας υπηρεσία.

Ορατές είναι οι εικόνες Του, οι άνθρωποι, και κατά συνέπεια η αγάπη που οφείλουμε σε Εκείνον, πρέπει να την αποδίδουμε σ’ αυτούς, διότι όπως τονίζει ο ευαγγελιστής Ιωάννης, «Αγαπητοί, ει ούτως ὁ Θεός ηγάπησεν ημάς, και ημείς οφείλομεν αλλήλους αγαπάν. Θεὸν ουδεὶς πώποτε τεθέαται· εάν αγαπώμεν αλλήλους, ο Θεός εν ημίν μένει και η αγάπη αυτού τετελειωμένη εστὶν εν ημίν» (Α΄Ιωάν.4,11-12).

Και συνεχίζει ο απόστολος της αγάπης: «Ημείς αγαπώμεν αυτόν, ότι αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς. εάν τις είπῃ ότι αγαπώ τον Θεόν, και τον αδελφὸν αυτού μισή, ψεύστης εστίν· ο γαρ μη αγαπών τον αδελφὸν ον εώρακε, τον Θεόν ον ουχ εώρακε πως δύναται αγαπάν; και ταύτην την εντολὴν έχομεν απ᾿ αυτού, ίνα ο αγαπών τον Θεὸν αγαπά και τον αδελφὸν αυτού» (Α΄Ιωάν.4,19-21).

Ο άνθρωπος χωρίς έργα αγάπης προς τους συνανθρώπους του μοιάζει με άκαρπο δένδρο, το οποίο «εκκόπτεται και εις το πυρ βάλλεται» (Ματθ.7,19).

Η αγία μας Εκκλησία δεν αναγνωρίζει καμιά «ατομική σωτηρία», όπως δοξάζει ο κακόδοξος δυτικός χριστιανισμός, αλλά η σωτηρία μας έχει εκκλησιαστικό, δηλαδή συλλογικό χαρακτήρα. Ο κάθε πιστός σώζεται ως «σωτήρας» των άλλων πιστών, δηλαδή, η σωτηρία μας συντελείται μέσα στο εκκλησιαστικό σώμα και ποτέ έξω από αυτό.

Η σωτηρία μας περνά μέσα από τα άλλα ανθρώπινα πρόσωπα και ποτέ μέσα από τον αυτονομημένο εαυτό μας! Όσοι θεωρούμε ότι μπορούμε να σώσουμε τον εαυτό μας ερήμην των συνανθρώπων μας είμαστε σε οικτρή πλάνη!

Η ενθύμηση της φοβερής μελλούσης Κρίσεως στην αρχή του Τριωδίου είναι απαραίτητη, διότι απώτερος σκοπός του όλου πνευματικού αγώνα μας είναι να βρεθούμε εκ δεξιών του Δεσπότη μας Χριστού, κατά τη μεγάλη Kρίση. Καλούμαστε λοιπόν αυτή την ευλογημένη περίοδο να εγκαινιάσουμε μια νέα πορεία, η οποία θα οδηγεί τα πνευματικά μας βήματα προς τον ουρανό.

Κυρίαρχη σκέψη μας θα πρέπει να είναι το πως θα σταθούμε, κατά την ώρα της φοβερής Κρίσεως, ενώπιον της δόξης του Μεγάλου Κριτού. Τέλος καλούμαστε να έχουμε διαρκώς στην ενθύμησή μας τη μεγάλη αλήθεια, πως το κλειδί του παραδείσου είναι η έμπρακτη αγάπη μας προς τους ενδεείς αδελφούς μας!  

Άγιος Νείλος ο ασκητής – Περί Προσευχής


Του θεσπεσίου Νείλου πατρίδα ήταν η Κωνσταντινούπολη, δάσκαλός του ο θείος Χρυσόστομος και χρόνος ακμής του το 442 μ.Χ. Παρότι ήταν πλούσιος αποχαιρέτησε τα πάντα και πήγε στο όρος Σινά, όπου ασπάστηκε τον ασκητικό βίο.
Έχοντας μεγάλη μόρφωση, θεολογική και κοσμική, μας άφησε διάφορα συγγράμματα, γεμάτα από πνευματική σοφία και ανέκφραστη γλυκύτητα, από τα οποία διαλέξαμε τον Περί προσευχής λόγο, χωρισμένο σε 153 κεφάλαια, ο οποίος αναγράφεται ασκητικός [1]. Τα κεφάλαια αυτά βρίσκονται μέσα στην πείρα των ασκητών της Ερήμου και αποκαλύπτουν τις μεθοδείες των δαιμόνων για να ματαιώσουν την προσευχή και διδάσκουν τα στάδια και το ήθος της προσευχής.
Επιλέξαμε μερικά από αυτά τα κεφάλαια διατηρώντας τη σειρά με την οποία καταγράφονται στη Φιλοκαλία.
Περί προσευχής – 153 Κεφάλαια
3. Η προσευχή είναι συναναστροφή του νου με τον Θεό. Σε ποια κατάσταση λοιπόν πρέπει να βρίσκεται ο νους για να μπορέσει, χωρίς να στρέφεται αλλού, να πλησιάσει τον Κύριό του και να συνομιλεί μαζί Του χωρίς να μεσολαβεί κανένας άλλος;
4. Αν ο Μωυσής προσπαθώντας να πλησιάσει την φλεγόμενη βάτο εμποδίζεται μέχρις ότου λύσει το υπόδημα των παπουτσιών του (Εξ. 3, 5.), πως εσύ που θέλεις να δεις τον Θεό που είναι πάνω από κάθε αίσθηση και έννοια και να συνομιλήσεις μαζί Του, δεν θα λύσεις και δεν θα απομακρύνεις κάθε εμπαθή σκέψη;
5. Πρώτα-πρώτα προσευχήσου να λάβεις το χάρισμα των δακρύων, για να μπορέσεις έτσι να μαλακώσεις την αγριότητα της ψυχής σου και αφού εξομολογηθείς εναντίον σου τις αμαρτίες σου στον Κύριο, να λάβεις από Αυτόν την άφεση.
6. Να χρησιμοποιείς τα δάκρυα για να επιτύχεις κάθε αίτημά σου. Γιατί πολύ χαίρεται ο Κύριος όταν προσεύχεσαι με δάκρυα.
7. Αν στην προσευχή σου χύνεις πηγές δακρύων, μην υπερηφανεύεσαι ότι τάχα είσαι ανώτερος από τους πολλούς. Δεν είναι δικό σου κατόρθωμα αυτό, αλλά βοήθεια για την προσευχή σου από τον Κύριο, για να μπορέσεις να εξομολογηθείς με προθυμία τις αμαρτίες σου σ’ Αυτόν και να τον εξευμενίσεις με τα δάκρυά σου. Μη λοιπόν μετατρέψεις σε πάθος το βοήθημά σου κατά των παθών, για να μην παροργίσεις περισσότερο τον Κύριο που σου έδωσε αυτή τη χάρη.
8. Πολλοί, εκεί που έχυναν δάκρυα για τις αμαρτίες τους, λησμόνησαν τον σκοπό των δακρύων, υπερηφανεύτηκαν και ξεστράτισαν.
10. Όταν σε δουν οι δαίμονες ότι είσαι πρόθυμος να προσευχηθείς αληθινά, τότε σου φέρνουν στο νου σκέψεις πραγμάτων δήθεν αναγκαίων και σε λίγο σε κάνουν να τα λησμονήσεις και παρακινούν το νου να τα αναζητήσει. Και επειδή αυτός δεν τα βρίσκει, στενοχωρείται και λυπάται. Όταν ξανά σταθεί στην προσευχή, του υπενθυμίζουν εκείνα που του είχαν βάλει στο νου του και τα αναζητούσε, για να στραφεί ο νους σ’ αυτά και να χάσει την καρποφόρα προσευχή.
11. Αγωνίσου να κρατήσεις το νου κατά την ώρα της προσευχής κωφό και άλαλο, και τότε θα μπορέσεις να προσευχηθείς.
12. Όταν σου τύχει πειρασμός, ή σε ερεθίζει μια αντιλογία για να στρέψεις τον θυμό σου εναντίον ενός ανθρώπου ή να βάλεις καμιά άναρθρη φωνή, τότε θυμήσου την προσευχή και το κρίμα που επισύρει, και αμέσως θα ηρεμήσει η άτακτη αυτή κίνηση μέσα σου.
13. Ό, τι κάνεις εναντίον αδερφού σου που σε αδίκησε, όλα θα σου γίνουν εμπόδιο στον καιρό της προσευχής.
14. Προσευχή είναι γέννημα της πραότητας και της αοργησίας.
15. Προσευχή είναι προβολή χαράς και ευχαριστίας.
16. Προσευχή είναι αποτρεπτικό της λύπης και της μικροψυχίας.
18. Αν θέλεις να προσεύχεσαι με τρόπο αξιέπαινο, να αρνείσαι τον εαυτό σου κάθε στιγμή˙ και να υποφέρεις πάρα πολλά δεινά, να φιλοσοφήσεις την ωφέλεια της προσευχής.
20. Αν επιθυμήσεις να προσευχηθείς όπως πρέπει, μη λυπήσεις κανέναν άνθρωπο. Διαφορετικά προσεύχεσαι μάταια.
21. «Άφησε το δώρο σου, λέει ο Κύριος, μπροστά στο θυσιαστήριο και πήγαινε να συμφιλιωθείς με τον αδερφό σου» (Ματθ. 5, 24) και τότε έλα και προσευχήσου χωρίς ταραχή. Γιατί η μνησικακία θαμπώνει το λογικό τού προσευχομένου και σκοτεινιάζει τις προσευχές του.
27. Αν οπλίζεσαι εναντίον του θυμού, δεν θα ανεχθείς ποτέ επιθυμία. Γιατί η επιθυμία προσφέρει τα υλικά στον θυμό και αυτός ταράζει το νοερό μάτι και διαφθείρει την κατάσταση της προσευχής.
28. Μην προσεύχεσαι μόνο με εξωτερικά σχήματα, αλλά να προτρέπεις τον νου σου να συναισθάνεται την πνευματική προσευχή με μεγάλο φόβο.
31. Μην προσεύχεσαι να γίνουν τα θελήματά σου, γιατί οπωσδήποτε δεν συμφωνούν με το θέλημα του Θεού˙ αλλά μάλλον καθώς διδάχθηκες λέγε στην προσευχή σου: «Γεννηθήτω το θέλημά σου εν εμοί» (Λουκ. 22, 42.). Και σε κάθε πράγμα έτσι να ζητάς από Αυτόν να γίνει το θέλημά Του, γιατί ο Θεός θέλει το αγαθό και συμφέρον της ψυχής σου. Ενώ εσύ οπωσδήποτε δεν ζητείς πάντοτε το συμφέρον σου.
33. Τι είναι αγαθό, παρά ο Θεός; Λοιπόν σ’ Αυτόν ας αναθέσουμε όλα τα ζητήματά μας, και όλα θα πάνε καλά. Γιατί ο αγαθός, οπωσδήποτε χορηγεί και αγαθές δωρεές.
34. Μη λυπάσαι γιατί δεν παίρνεις αμέσως εκείνο που ζητάς από τον Θεό, γιατί θέλει να σε ευεργετήσει περισσότερο με το να υπομένεις καρτερικά στην προσευχή. Τι ανώτερο υπάρχει από το να πλησιάζεις τον Θεό και να ασχολείσαι σε συνομιλία μαζί Του;
38. Πρώτα-πρώτα να προσεύχεσαι να καθαριστείς από τα πάθη σου˙ δεύτερο, να απαλλαγείς από την άγνοια και τη λήθη˙ και τρίτο, να απαλλαγείς από κάθε πειρασμό και εγκατάλειψη Θεού.
39. Στην προσευχή σου να ζητείς μόνο τη δικαιοσύνη και την Βασιλεία (Ματθ. 6, 33), δηλαδή την αρετή και την πνευματική γνώση. Και όλα τα υπόλοιπα θα σου προστεθούν.
40. Δίκαιο είναι να μην προσεύχεσαι μόνο για τη δική σου κάθαρση από τα πάθη, αλλά και για την κάθαρση κάθε ανθρώπου, για να μιμηθείς τον αγγελικό τρόπο.
42. Είτε μόνος, είτε μαζί με αδελφούς προσεύχεσαι, αγωνίσου να προσεύχεσαι όχι από συνήθεια, αλλά με αίσθηση.
43. Αίσθηση προσευχής είναι μια περισυλλογή του νου ενωμένη με ευλάβεια, με κατάνυξη, με πόνο ψυχής που συνοδεύει την εξομολόγηση των αμαρτιών και με στεναγμούς όχι επιδεικτικούς, αλλά αφανείς.
50. Όλος ο πόλεμος ανάμεσα σε μας και τους ακάθαρτους δαίμονες, δεν γίνεται για τίποτε άλλο, παρά για την πνευματική προσευχή. Γιατί πολύ εχθρική και ενοχλητική γίνεται σ’ αυτούς η προσευχή, ενώ σ’ εμάς είναι πρόξενος σωτηρίας, τερπνή και ευχάριστη.
51. Τι θέλουν οι δαίμονες να κάνουν να ενεργήσει σ’ εμάς; Γαστριμαργία, πορνεία, φιλαργυρία, οργή, μνησικακία και τα λοιπά πάθη, για να παχύνει από αυτά ο νους και να μην μπορέσει να προσευχηθεί όπως πρέπει. Γιατί όταν υπερισχύσουν τα άλογα πάθη, δεν τον αφήνουν να κινείται λογικά.
55. Εκείνος που αγαπά τον Θεό, συνομιλεί πάντοτε μαζί Του ως γιός προς πατέρα και αποστρέφεται κάθε εμπαθή σκέψη.
61. Αν είσαι θεολόγος, θα προσευχηθείς αληθινά. Και αν προσεύχεσαι αληθινά, είσαι πράγματι θεολόγος.

Σημείωση:

1. Φιλοκαλία των ιερών Νηπτικών, Μετάφραση Αντώνιος Γ. Γαλίτης, Γενική επιμέλεια Γεώργιος Αντ. Γαλίτης, Εισαγωγή-σχόλια Θεόκλητος μοναχός Διονυσιάτης, Φιλολογική επιμέλεια Ιγνάτιος Σακαλής, Εκδόσεις «Το περιβόλι της Παναγίας», Θεσσαλονίκη 19862 , Τόμος Α΄, σελ. 216.

Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στρατηλάτης


 


Ἀπὸ τὰ γενναιότερα καὶ ἀθλητικότερα παραστήματα τῆς χριστιανικῆς παράταξης. Ἦταν ἀπὸ τὰ Εὐχάϊτα της Γαλατίας καὶ κατοικοῦσε στὴν Ἡράκλεια τοῦ Εὐξείνου Πόντου. Στρατιωτικὸς στὸ ἐπάγγελμα, διεκρίθη καὶ προήχθη γρήγορα στοὺς μεγαλύτερους βαθμοὺς τῆς στρατιωτικῆς Ἱεραρχίας. Ἦταν γενναῖος καὶ συγχρόνως σεμνότατος, σὰν γνήσιος χριστιανός.

Ὅταν ὁ Λικίνιος (307-323) ἐπισκέφθηκε τὴν Ἡράκλεια, εἶδε καὶ θαύμασε τὸν Θεόδωρο. Τότε ζήτησε περισσότερες πληροφορίες γι᾿ αὐτόν, πού, ὅμως, τοῦ φάνηκαν δυσάρεστες. Ναὶ μὲν ἀνδρεῖος ὁ Θεόδωρος, ἀλλὰ χριστιανός.
Ὁ βασιλιὰς διατάζει καὶ τὸν φέρνουν μπροστά του.

Εἶσαι χριστιανός; τοῦ λέει.
-Εἶμαι.
-Καὶ ἐπιμένεις νὰ εἶσαι;
- Μέχρι θανάτου.
-Τότε δὲν μπορεῖς νὰ εἶσαι στρατιώτης.
-Γιατί δὲν μπορῶ; Κανένας συνάδελφός μου δὲν μὲ κατηγόρησε γι᾿ αὐτό.
- Σὲ κατηγορῶ ἐγώ, φώναξε ὀργισμένος ὁ βασιλιάς. Ἕνας πιστὸς στρατιώτης ἀκολουθεῖ τὴν θρησκεία τοῦ κράτους καὶ τοῦ στρατοῦ. Καὶ σὺ λατρεύεις τὸ Ναζωραῖο;
- Δηλαδὴ τὸν ἀληθινὸ Θεό, εἶπε σεμνὰ καὶ τολμηρὰ ὁ Θεόδωρος.

Ἀμέσως τότε, ἀφοῦ τὸν καθαίρεσαν ἀπ᾿ τὸ βαθμό του, τὸν μαστιγώνουν ἄγρια μὲ μαστίγια ποὺ στὶς ἄκρες εἶχαν μολυβένια σφαιρίδια. Ἔπειτα, τοῦ μπήγουν στὰ πλευρὰ σιδερένια νύχια καὶ στὶς πληγές του βάζουν ἀναμμένα δαδιά. Τελικά, τὸν σταυρώνουν, ἀλλὰ ἐπειδὴ κι ἀπὸ ἐκεῖ μὲ τὸ θεῖο λόγο κάνει πολλοὺς χριστιανούς, τὸν ἀποκεφαλίζουν.

Ἀπέδειξε ἔτσι, ὅτι ἦταν ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ τολμοῦν «ἀφόβως τὸν λόγον λαλεῖν», ποὺ μὲ τόλμη, δηλαδή, κηρύττουν ἄφοβα τὸ λόγο τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ὁμολογοῦν τὴν ἁγία πίστη τους.

(Σύμφωνα μὲ ἄλλες πληροφορίες, εἰκάζεται ὅτι ὁ Ἁγ. Θεόδωρος Στρατηλάτης εἶναι τὸ ἴδιο πρόσωπο μὲ αὐτὸ τοῦ Ἁγ. Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος, 17 Φεβρουαρίου).

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Στρατολογίᾳ ἀληθεῖ Ἀθλοφόρε, τοῦ οὐρανίου στρατηγὸς Βασιλέως, περικαλλὴς γεγένησαι Θεόδωρε· ὅπλοις γὰρ τῆς πίστεως, παρετάξω ἐμφρόνως, καὶ κατεξωλόθρευσας, τῶν δαιμόνων τὰ στίφη, καὶ νικηφόρος ὤφθης Ἀθλητής· ὅθεν σε πίστει, ἀεὶ μακαρίζομεν.

Κοντάκιον. 
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ἀνδρείᾳ ψυχῆς, τὴν πίστιν ὁπλισάμενος, καὶ ῥῆμα Θεοῦ, ὡς λόγχην χειρισάμενος, τὸν ἐχθρὸν κατέτρωσας τῶν Μαρτύρων κλέος Θεόδωρε. Σὺν αὐτοῖς Χριστῷ τῷ Θεῷ, πρεσβεύων μὴ παύση, ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Μαρτύρων ἡ καλλονή, καὶ τῆς Ἐκκλησίας, ἀπροσμάχητος βοηθός. Χαίροις δωρημάτων, θησαύρισμα τῶν θείων, Θεόδωρε τρισμάκαρ, ἡμῶν ἀντίληψις.

Ὁ Προφήτης Ζαχαρίας


 


Εἶναι ὁ ἑνδέκατος τῆς σειρᾶς τῶν μικρῶν λεγομένων προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἦταν γιὸς τοῦ Βαραχίου καὶ ἐγγονὸς τοῦ Ἄδδη. Γεννήθηκε (στὴ Γαλαάδ) στὰ χρόνια τῆς Βαβυλωνιακῆς αἰχμαλωσίας τῶν Ἰουδαίων. Ὁ Ζαχαρίας ἦταν αὐτὸς ποὺ μὲ τὸν προφήτη Ἀγγαῖο, διήγειραν τοὺς Ἰουδαίους, ὅταν αὐτοὶ τὸ 537 μὲ 536 ἐπέστρεψαν στὴν Ἰουδαία, νὰ ἀνοικοδομήσουν τὸ ναὸ τῆς Ἱερουσαλήμ.

Ὑπάρχει ἡ ἄποψη, ὅτι ὁ προφήτης Ζαχαρίας ἀνῆκε σὲ Ἱερατικὸ γένος καὶ ἦταν ἱερεὺς καὶ ὁ ἴδιος. Κατὰ τὴν Ἰουδαϊκὴ παράδοση, ὁ Ζαχαρίας καὶ ὁ Ἀγγαῖος ἦταν μέλη τῆς Μεγάλης Συναγωγῆς, ἡ ὁποία ὤρισε τὸν Κανόνα τῶν βιβλίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.

Ἀσχολήθηκαν δὲ καὶ μὲ τὴν τακτοποίηση τῆς ἱερᾶς λειτουργίας, καὶ συνέθεσαν ἢ ἀναθεώρησαν ψαλμούς.

Ὁ Ζαχαρίας προφήτευσε τὴν εἴσοδο τοῦ Ἰησοῦ στὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων, καὶ γιὰ τὸ ποσὸ ποὺ πλήρωσαν οἱ Ἀρχιερεῖς στὸν Ἰούδα σὰν τίμημα γιὰ τὴν προδοσία τοῦ Διδασκάλου.

Ἀπολυτίκιον. 
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τὴν κλῆσιν κατάλληλον, δείξας τοῖς ἔργοις σοφέ, ταμεῖον ἐπάξιον, τῆς ἐπιπνοίας Θεοῦ, Ζαχαρία γεγένησαι· ἔχων γὰρ ἐν τῷ βίῳ, συλλαλοῦντας Ἀγγέλους, ὤφθης τῶν ἐσομένων, θεηγόρος Προφήτης. Καὶ νῦν ἡμῶν τὰς αἰτήσεις, ἄνωθεν πλήρωσον.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐμπνευσθεὶς τοῦ Πνεύματος τῇ ἐπιλάμψει, Ζαχαρία ἔνδοξε, τρανῶς προέγραψας ἡμῖν, ὥσπερ λαμπάδα πολύφωτον, τὴν τοῦ Σωτῆρος, ἀπόρρητον κένωσιν.

Μεγαλυνάριον.
Χάριτος ἀΰλου ἐμφορηθείς, .ωφθης τῶν μελλόντων, θεηγόρος προμηνυτής· σὺ γὰρ Ζαχαρία, συμβολικῶς προλέγεις, τὴν πρὸς ἡμᾶς τοῦ Λόγου, ἄρρητον κένωσιν.

Ἡ ἀντιμετώπιση τῶν ἀσθενειῶν Ἅγιος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος


Ὅλα δίνονται ἀπὸ τὸ Θεό. Καὶ ὅλα δίνονται γιὰ τὴ σωτηρία μας. Μ’ αὐτὴ τὴ σκέψη νὰ δεχθεῖς κι ἐσὺ τὴν ἀσθένειά σου, εὐχαριστώντας τὸ Θεό, ποὺ φροντίζει γιὰ τὴ σωτηρία σου. 

Τώρα, τὸ πῶς συντελεῖ στὴ σωτηρία μας ὁτιδήποτε παραχωρεῖ ὁ Κύριος, μόνο Ἐκεῖνος τὸ γνωρίζει. Ἐμεῖς συνήθως δὲν μποροῦμε νὰ τὸ ἀντιληφθοῦμε. 

Στέλνει λ.χ. μία συμφορὰ ἄλλοτε γιὰ νὰ μᾶς παιδαγωγήσει, ἄλλοτε γιὰ νὰ μᾶς ἀφυπνίσει πνευματικά, ἄλλοτε γιὰ νὰ μᾶς γλυτώσει ἀπὸ ἕνα μεγαλύτερο κακό, ἄλλοτε γιὰ νὰ μᾶς αὐξήσει τὸν οὐράνιο μισθό, ἄλλοτε γιὰ νὰ μᾶς ἀπαλλάξει ἀπὸ κάποιο πάθος κ.ο.κ. 

Ἐσύ, λοιπόν, ν’ ἀναλογίζεσαι τὶς ἁμαρτίες σου καὶ νὰ λές: «Δόξα σ’ Ἐσένα, Κύριε, ποὺ μὲ τιμωρεῖς δίκαια!». Νὰ συλλογίζεσαι ὅτι πρωτύτερα εἶχες ξεχάσει τὸ Θεὸ καὶ νὰ λές: «Δόξα σ’ Ἐσένα, Κύριε, πού μοῦ ἔδωσες ἀφορμὴ καὶ γνώση γιὰ νὰ Σὲ θυμᾶμαι συχνά!». Νὰ σκέφτεσαι ὅτι, ἂν ἤσουν ὑγιής, πιθανότατα δὲν θὰ ἔκανες τὸ καλό, καὶ νὰ λές: «Δόξα σ’ Ἐσένα, Κύριε, ποὺ μ’ ἐμπόδισες ἀπὸ τὴν ἁμαρτία!». Ἂν ἀντιμετωπίζεις μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ μ’ αὐτὲς τὶς σκέψεις τὴν ἀσθένειά σου, τὸ φορτίο σου θὰ γίνει πολὺ ἐλαφρό.

Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, μολονότι οἱ ἀσθένειες παραχωροῦνται ἀπὸ τὸ Θεό, ἡ φροντίδα γιὰ τὴ θεραπεία δὲν εἶναι ἁμαρτία. Γιατί τόσο ἡ ἰατρικὴ ἐπιστήμη ὅσο καὶ τὰ φάρμακα εἶναι δῶρα κι αὐτὰ τοῦ Θεοῦ στὸ ἀνθρώπινο γένος. Καταφεύγοντας, λοιπόν, στοὺς γιατρούς, πάλι στὸ Θεὸ καταφεύγουμε.

Μέσ’ ἀπὸ τὴν ἀρρώστια ἂς μαθαίνουμε καὶ ἂς ἀποκτοῦμε τὴν ταπείνωση, τὴν ὑπομονή, τὴ γενναιοψυχία, τὸ αἴσθημα τῆς εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸ Θεό. Ἀνθρώπινη, βέβαια, εἶναι ἡ ἀνυπομονησία, ἡ λιποψυχία. Μόλις, ὅμως, ἐμφανιστεῖ, πρέπει νὰ τὴ διώχνουμε. 

Ὅλες οἱ δύσκολες καταστάσεις ἔχουν ἕνα βάρος, αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ σηκώσουμε, αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ ὑπομείνουμε. Χωρὶς βάρος, δὲν μποροῦμε νὰ μιλᾶμε γιὰ ὑπομονή. Πάντως, ἡ ἐπιθυμία ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὸ βάρος δὲν εἶναι ἐφάμαρτη. Εἶναι φυσικὴ ἀνάγκη τῆς ψυχῆς. Ἁμαρτία διαπράττουμε, ὅταν, ἀπὸ τὴ φυσικὴ αὐτὴ ἀνάγκη, ὁδηγούμαστε στὴν ἀδημονία καὶ τὸν γογγυσμό. Ἂν νιώσεις μέσα σου κάτι τέτοιο, ἀπομάκρυνέ το ἀμέσως, εὐχαριστώντας τὸν Θεό.

Ἂν ἀρρωστήσατε ἀπὸ ὑπαιτιότητά σας, μετανοῆστε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ζητῆστε Του συγχώρηση, ἐπειδὴ δὲν φυλάξατε τὸ δῶρο τῆς ὑγείας, τὸ δῶρο ποὺ Ἐκεῖνος σᾶς πρόσφερε. Ἂν πάλι ἡ ἀρρώστια σᾶς παραχωρήθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο -γιατί τυχαία τίποτα δὲν γίνεται-, εὐχαριστῆστε Τον ἐγκάρδια. Καὶ ἡ ἀρρώστια, βλέπετε, εἶναι θεῖο δῶρο, γιατί ταπεινώνει, μαλακώνει τὴν ψυχὴ καὶ ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὶς πολλὲς μέριμνες.



Πῶς νὰ προσευχόμαστε, ὅταν εἴμαστε ἄρρωστοι;

Δὲν ἁμαρτάνουμε, ὅταν ζητᾶμε ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ μᾶς θεραπεύσει. Κάθε φορὰ ποὺ τὸ ζητᾶμε, ὅμως, ἂς προσθέτουμε καὶ τὴ φράση: «ἂν εἶναι θέλημά Σου, Κύριε!». Ὅταν ὑποτασσόμαστε ὁλοκληρωτικὰ στὸ θεῖο θέλημα καὶ δεχόμαστε τὸ καθετὶ ὡς θεία εὐεργεσία, τότε καὶ ἡ ψυχὴ μας παραμένει εἰρηνικὴ καὶ ὁ Θεὸς γίνεται πιὸ ἐλεητικὸς ἀπέναντί μας. Ἔτσι μᾶς χαρίζει εἴτε τὴν ὑγεία εἴτε, τουλάχιστον, παρηγοριὰ καὶ παράκληση μέσα στὸν πόνο

πηγή

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 07, 2018

Από που πήρε το όνομά της η Τσικνοπέμπτη -Τι γιορτάζουμε




Η Πέμπτη της δεύτερης εβδομάδας του Τριωδίου (Κρεατίνης) ονομάζεται Τσικνοπέμπτη ή Τσικνοπέφτη, επειδή την ημέρα αυτή… όλα τα σπίτια ψήνουν κρέας ή λιώνουν το λίπος από τα χοιρινά και ο μυρωδάτος καπνός (τσίκνα) είναι διάχυτος παντού. Από αυτή την τσίκνα, λοιπόν, έχει πάρει και το όνομά της η Πέμπτη και λέγεται Τσικνοπέμπτη.
Το έθιμο χάνεται στα βάθη των αιώνων, χωρίς να γνωρίζουμε την προέλευσή του. Εικάζεται, όμως, ότι προέρχεται από τις βακχικές γιορτές των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων, που επιβίωσαν του Χριστιανισμού.
Σύμφωνα με τον λαογράφο Δημήτριο Λουκάτο, το φαγοπότι και το γλέντι της ημέρας είναι «ομοιοπαθητικές προσπάθειες για την ευφορία της γης».
Η Πέμπτη της δεύτερης εβδομάδας του Τριωδίου (Κρεατινής) ονομάζεται Τσικνοπέμπτη ή Τσικνοπέφτη, επειδή την ημέρα αυτή όλα τα σπίτια ψήνουν κρέας ή λιώνουν το λίπος από τα χοιρινά και ο μυρωδάτος καπνός ή τσίκνα είναι διάχυτος παντού. Από αυτή την τσίκνα, λοιπόν, έχει πάρει και το όνομά της αυτή η Πέμπτη και λέγεται Τσικνοπέμπτη.
Το έθιμο χάνεται στα βάθη των αιώνων, χωρίς να γνωρίζουμε την προέλευσή του. Εικάζεται, όμως, ότι προέρχεται από τις βακχικές γιορτές των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων, που επιβίωσαν του Χριστιανισμού.Σύμφωνα με τον λαογράφο Δημήτριο Λουκάτο, το φαγοπότι και το γλέντι της ημέρας είναι «ομοιοπαθητικές προσπάθειες για την ευφορία της γης».
Την Τσικνοπέμπτη, που βρίσκεται στο μέσο του Τριωδίου, ξεκινούν ουσιαστικά οι εκδηλώσεις της Αποκριάς, οι οποίες κορυφώνονται με τα Κούλουμα την Καθαρά Δευτέρα.Ανάλογες γιορτές υπάρχουν στη Γερμανία (Schmutziger Donnerstag = Λιπαρή Πέμπτη) και στη Νέα Ορλεάνη των ΗΠΑ (Mardi Gras = Λιπαρή Τρίτη), που συνδυάζονται με καρναβαλικές εκδηλώσεις.
Το έθιμο της Τσικνοπέμπτης ανά την Ελλάδα
Στην παλαιά πόλη της Κέρκυρας τελούνται τα Κορφιάτικα Πετεγολέτσια ή αλλιώς Κουτσομπολιά ή Πέτε Γόλια.Η πετεγολέτσα, το πετεγουλιό όπως το λένε οι Κερκυραίοι, δεν είναι άλλο από το γνωστότατο κουτσομπολιό. Η πετεγολέτσα πραγματοποιείται το βράδυ της Τσικνοπέμπτης, στην Πιάτσα, κοντά στην τοποθεσία “Κουκουνάρα”, της πόλης της Κέρκυρας.
Στην Πάτρα έχουμε το έθιμο της Κουλουρούς. Η Γιαννούλα η Κουλουρού πιστεύει λανθασμένα πως ο Ναύαρχος Ουίλσον είναι τρελά ερωτευμένος μαζί της και πως έρχεται να την παντρευτεί. Για αυτό ντύνεται νύφη και με τη συνοδεία των Πατρινών πηγαίνει να προϋπαντήσει τον καλό της στο λιμάνι. Γύρω της οι Πατρινοί διασκεδάζουν με τα καμώματά της.
Στις Σέρρες ανάβονται μεγάλες φωτιές στις αλάνες, στις οποίες αφού ψήσουν το κρέας, πηδούν από πάνω τους. Στο τέλος κάποιος από την παρέα με χιούμορ αναλαμβάνει τα «προξενιά», ανακατεύοντας ταυτόχρονα τα κάρβουνα με ένα ξύλο.
Στην Κομοτηνή καψαλίζουν την κότα που θα φαγωθεί την επόμενη Κυριακή (της Απόκρεω). Αυτήν την ημέρα τα αρραβωνιασμένα ζευγάρια ανταλλάσσουν φαγώσιμα δώρα. Ο αρραβωνιαστικός στέλνει στην αρραβωνιαστικιά του μια κότα, τον κούρκο, και εκείνη στέλνει μπακλαβά και μια κότα γεμιστή. Όλα αυτά πραγματοποιούν την παροιμία πως ο «έρωτας περνάει από το στομάχι».
Στο Ηράκλειο της Κρήτης, μικροί και μεγάλοι περιδιαβαίνουν μεταμφιεσμένοι στους δρόμους και στις πλατείες της πόλης, τραγουδώντας και χορεύοντας.
Ευρυτανία: H Τσικνοπέμπτη στα χωριά των Αγράφων
Η «Τσικνοπέμπτη» στα χωριά των Αγράφων ήταν η μέρα που ετοίμαζαν το «παστό».Έβραζαν το λίπος με λίγο νερό, ραντίζοντάς το συγχρόνως με νερό. Το σούρωναν στη συνέχεια. Αυτή ήταν η «γουρναλοιφή».Φυλαγόταν σε δοχεία (πήλινα). Χρησιμοποιούνταν ως άρτυμα για όλη τη χρονιά. Στον πάτο του καζανιού έμεναν οι «τσιγαρίδες» που νοστίμιζαν τα φαγητά (με χόρτα, αυγά, όσπρια). Σε καζάνι έβραζαν το κρέας με λίγο κρασί για να βγάλει λίπος, που με αυτό έβραζε. Έριχναν τα μπαχαρικά για νοστιμάδα και τα λουκάνικα, αφού τα καθάριζαν από την καπνιά. Πρόσεχαν μη «τσικνιστούν» γιατί θα χάλαγε όλο το «παστό».
Μετά το βράσιμο καθάριζαν το κρέας από τα κόκαλα, έκοβαν τα λουκάνικα και τα τοποθετούσαν σε δοχεία πήλινα και τα περιέχεαν με λίπος για να σκεπαστούν οι μεζέδες.Ήταν το φαγητό για όλο το χρόνο. Μ’ αυτό φίλευαν και τους ξένους.
Ένα άλλο έθιμο είναι και οι τσιγαρίδες.
Οι τσιγαρίδες είναι το τραγανό και πολύ νόστιμο υπόλειμμα του χοιρινού λίπους μαζί με κρέας αφού έχει αφαιρεθεί από το καζάνι η «λίγδα», το καθαρό λίπος δηλαδή.Το λίπος του γουρουνιού , τη «λίπα», όπως την έλεγαν, την έκοβαν μικρά κομματάκια και την έλιωναν στη φωτιά. Αφού έλιωνε ένα τμήμα από το λίπος έμεναν στο καζάνι μικρά κομματάκια από λίπος και κρέας. Ήταν οι περίφημες « τσιγαρίδες», το αγαπημένο φαγητό μικρών και μεγάλων.Μετά το ψήσιμο στα καζάνια άρχιζε το τσιμπούσι με άφθονο κρασί αλλά και χορό.Το υπόλοιπο λίπος το στράγγιζαν σε τενεκέδες και το χρησιμοποιούσαν για να φτιάχνουν πίτες ,τηγανίτες και μπουκουβάλα ή το άλειφαν πάνω σε φέτες ψωμιού.
Η συγκεκριμένη ημέρα ήταν ιδιαίτερη ανάμεσα στις ημέρες του Τριωδίου γιατί την ημέρα αυτή όλα τα σπίτια έψηναν κρέας ενώ παλιότερα έλιωναν το λίπος από τα χοιρινά και η τσίκνα ήταν διάχυτη παντού.

Το ψέμα της Νέας Εποχής

Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου
ΤΟ ΨΕΜΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ
Γεννηθήκαμε σέ μιά ἐποχή ἀναμετρήσεων. Μιά ἐποχή πού μοιάζει βέβαια μέ ἄλλες, ὅμως ἔχει τήν δική της ξεχωριστή σφραγίδα, ἀφοῦ ἡ ἱστορία δέν ἐπαναλαμβάνεται. Ἕνα χαρακτηριστικό τῆς ἐποχῆς αὐτῆς εἶναι ἡ ἐκπληκτική καί ταχύτατη διάχυση τοῦ κακοῦ, ἡ παρουσία του σέ συνεχῶς ἐναλλασσόμενες μορφές. Αὐτός πού μπορεῖ νά δεῖ, θλίβεται βλέποντας νά ἐνεργεῖται σέ ἕνα κόσμο κόσμημα τό μυστήριο τῆς ἀνομίας (Β΄ Θεσ. 2,7).
Εἴμαστε μακριά ἀπό τά χρόνια τῆς σχετικῆς ἀθωότητας, ὅπου ἁπλά ὁ λύκος παραμόνευε νά ξεμοναχιάσει τά πρόβατα. Ὁ λύκος πλέον ἔχει μεταμφιεσθεῖ σέ βοσκό καί παριστάνει ὅτι τά φυλάει. Ἔχει φορέσει τό προσωπεῖο τῆς κυβέρνησης, τοῦ προέδρου, τοῦ παγκόσμιου ὀργανισμοῦ, καί καταχρᾶται τήν συμπυκνωμένη ἐξουσία πού βρίσκεται στά χέρια του. Οἱ φαινομενικά ἰσχυροί παρουσιάζονται στό προσκήνιο σάν σωτῆρες μέ εὐαισθησίες καί φιλότιμοι ἐργάτες τοῦ συλλογικοῦ συμφέροντος, στήν πραγματικότητα ὅμως δέν εἶναι παρά μία καλλωπισμένη βιτρίνα, πού ὑπηρετεῖ τούς σκοπούς μιᾶς παγκόσμιας ἐλίτ. Ἡ τελευταία ἀποτελεῖται ὄχι ἀπό ἁπλῶς “ἄφρονες πλουσίους”—κεφαλαιοκράτες, πού ἀρέσκονται νά ἐπιδεικνύουν τόν πλοῦτο τους, ἀλλά ἀπό τούς οἰκονομικά πανίσχυρους, οἱ ὁποῖοι φροντίζουν νά μένουν στήν ἀφάνεια.
Αὐτή ἡ μικρή ὁμάδα πού ἐξουσιάζει ἀπό τά παρασκήνια, χρωματίζεται ἀπό μεταφυσικές ἀρχές πού ἀνάγονται στόν ἀποκρυφισμό καί τόν γνωστικισμό. Σέ αὐτά βασίζεται καί ἡ φιλοσοφία τῆς “νέας τάξης” πραγμάτων. Τό πνεῦμα τῆς νέας ἐποχῆς χρησιμοποιεῖ τόν ζωδιακό διαχωρισμό τῆς ἱστορίας. Μιλᾶ γιά τό χρονολογικό τέλος τῆς ἐποχῆς τοῦ ἰχθύος καί τήν ἀρχή τῆς ἐποχῆς τοῦ ὑδροχόου. Ὁ ἰχθύς εἶναι σύμβολο τοῦ Χριστοῦ, γι’ αὐτό καί κατ’ αὐτούς ἡ ἔλευση τῆς νέας ἐποχῆς θά σημάνει καί τό τέλος τοῦ Χριστιανισμοῦ. Σκοπίμως παρερμηνεύεται ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ, ὅτι θά εἶναι μαζί μας μέχρι τό τέλος τοῦ αἰῶνος, ἐφόσον μεταφράζουν τόν ἀναφερόμενο αἰῶνα σάν μιά ἱστορική περίοδο πού ἀναγκαστικά θά τελειώσει. Αὐτό φυσικά δέν ἀληθεύει, ἀφοῦ  ὁ Χριστός μέ τόν ὄρο αἰῶνας ἐννοεῖ τό διάστημα τῆς ἱστορίας ἕως τήν Δευτέρα Παρουσία. Σύμφωνα μέ τούς ὀπαδούς τῆς νέας τάξης, ὅπως στήν ἐποχή τοῦ Ἰχθύος ἡ κυρίαρχη φιγούρα τοῦ Χριστοῦ ἔπαιξε καταλυτικό ρόλο στήν πορεία τοῦ ἀνθρώπου, ἔτσι καί στήν ἐποχή τοῦ Ὑδροχόου ἀναμένεται ἕνας ἡγέτης παγκοσμίου ἐμβελείας, ὁ ὁποῖος θά μυήσει τήν ἀνθρωπότητα μέ μαγικό τρόπο σέ πιό προηγμένο ἐπίπεδο συνειδητότητας. Ὁ Χριστός ὑποβιβάζεται σέ μύστη, ἀνάμεσα σέ πολλούς ἄλλους, καί τό περιεχόμενο τῶν Γραφῶν θεωρεῖται τροχοπέδη γιά τήν πνευματική ὠρίμανση τοῦ ἀνθρώπου. Κατά τούς ἰσχυρισμούς τῆς νέας τάξης, ἀπό ἐδῶ καί πέρα οἱ ἄνθρωποι πρέπει νά στραφοῦν πρός τόν νέο Μεσσία, ὁ ὁποῖος θά ἐπωμισθεῖ τήν καθοδήγηση τῆς ἀνθρωπότητας σέ μιά ἐποχή εἰρήνης, ἰσότητας καί ἀνώτερης φώτισης.
Οἱ θέσεις τῶν ἀποκρυφιστῶν αὐτῶν ἐρείδονται σέ μία βασική διαστρέβλωση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Στόν κῆπο τῆς Ἐδέμ, ὁ ὄφις δέν θεωρεῖται ὡς μία δόλια παρουσία πού μέσω τῆς πλάνης προκάλεσε τήν ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό, ἀλλά ὡς προμηθεϊκή φιγούρα, δηλαδή εὐεργέτης τοῦ ἀνθρώπου, ἐπειδή σέ αὐτόν τάχα ὀφείλεται ὁ ἐμπλουτισμός τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς μέ τό πνεῦμα. Τά λόγια τοῦ διαβόλου, ὡς μόνου φορέα τοῦ φωτός (Ἑωσφόρου), θεωροῦνται πέρα ὡς πέρα ἀληθινά, ἀφοῦ ὁ διάβολος κατέστησε ἱκανό τόν ἄνθρωπο νά διακρίνει ἀνάμεσα στό καλό καί τό κακό καί νά ὀρθωθεῖ ὡς ἴσος μπροστά στόν Θεό. Ἀποσπασμένος ἀπό τόν Θεό ἔχει πλέον αὐτογνωσία, συνείδηση τοῦ ἑαυτοῦ του ὡς ξεχωριστῆς ὀντότητας μέ ἐλευθερία βούλησης. Οἱ νοητικές του λειτουργίες φέρουν μέσα τους τό θεϊκό στοιχεῖο, ὅπου ἀνακαλύπτοντας το μπορεῖ ὁ ἴδιος νά γίνει Θεός.
Στόν πυρῆνα τῆς ἰδεολογίας τῆς νέας τάξης πραγμάτων βρίσκεται αὐτό ἀκριβῶς τό εὐαγγέλιο τοῦ ὄφεως, πού ἐνῶ ἐμπνέεται ἀπό μίσος πρός τόν Θεό καί τά ἔργα τοῦ Θεοῦ, παρουσιάζεται ὡς ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό ἕναν θεό μοχθηρό.
Ἡ παγκοσμιοποίηση ὑποκρίνεται ἀνεκτικότητα στήν διαφορετικότητα. Στό πλαίσιο τῆς ἰδεολογίας ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά γίνει θεός, χάνεται ἡ ταπείνωση καί ἡ ἐπαφή μέ τό θεῖο. Ἐν συνεχεία, ἡ ὑποταγή στά προσωπικά πάθη θεμελιώνεται ὡς κανόνας, μέ τό πρόσχημα ὅτι προάγει τήν ἀτομικότητα. Στήν οὐσία δέν εἶναι παρά μιά ἔμμεση προτροπή γιά τήν ἐφαρμογή τοῦ νόμου τῆς νέας τάξης.
Ἄν ἐξετάσουμε τά πράγματα ἀντικειμενικά, θά βρεθοῦμε μπροστά σέ μιά ἐντέχνως καλυμμένη ἀπέχθεια, μίσος καί βαθειά διάθεση γιά τήν κατάλυση τῆς Χριστιανικῆς ἀλήθειας. Ἕνα πλῆθος ἡγετῶν ἐπαναλαμβάνουν συνεχῶς τό ὅραμα μιᾶς ὑφηλίου ὑπό τήν ἐξουσία ἑνός παγκόσμιου κέντρου διακυβέρνησης μέ σημαία τήν ἑνότητα, πού θά καλλιεργήσει τήν ἀλληλοκατανόηση καί τόν σεβασμό μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, ὑπερβαίνοντας γεωγραφικά ἤ ψυχικά σύνορα. Ἀλλά αὐτό εἶναι ἁπλά τό δόλωμα γιά ὅσους στεροῦνται κριτικῆς σκέψης. Ἀφοῦ ὑπονομεύσουν τίς ἀξίες πού καθιστοῦν δυνατή τήν οὐσιαστική κοινωνία μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, καί ἀπομονώσουν κάθε ἄνθρωπο στό κάστρο τοῦ ἀτομικισμοῦ του, ὁδηγώντας τον ἔτσι σέ ἀπόγνωση καί ἀνασφάλεια, οἱ ἴδιοι οἱ ἄνθρωποι, κυριευμένοι ἀπό τό ἔνστικτο τῆς ἐπιβίωσης, θά ζητήσουν νά γίνουν πολτός στόν ἀναδευτῆρα τῆς παγκοσμιοποίησης.
Οἱ ἀρχιτέκτονες αὐτοῦ τοῦ συστήματος διακυβέρνησης ἐργάζονται ἀκατάπαυστα. Ἡ τακτική μέ τήν ὁποία προσπαθοῦν νά ἐπιτύχουν τήν ψυχολογική κατάρρευση τῶν ἀνθρώπων ἔχει σάν κέντρο της τόν φόβο. Ὅταν κάποιος βρίσκεται σέ καθεστώς φόβου, οἱ κινήσεις του εἶναι τυφλές καί προσπαθεῖ νά κρατηθεῖ ἀπό τό πρῶτο πράγμα πού θά τόν κάνει νά αἰσθανθεῖ ἀσφαλής. Αὐτό ἐκμεταλλεύονται οἱ κυβερνῶντες σκηνοθετώντας καταστροφικά γεγονότα. Αὐτονόητο εἶναι ὅτι δέν τούς ἐνδιαφέρει νά λύσουν τά ἤδη ὑφιστάμενα προβλήματα, ἀφοῦ συμβάλλουν στήν γενικότερη κοινωνική κατάρρευση. Ἄν προκύψουν ἀμφιβολίες ἤ δυσαρέσκεια γιά τήν πολιτική τους, ὁπλίζουν τό ψυχολογικό ὁπλοστάσιο τῶν μέσων μαζικῆς ἐνημέρωσης, γιά νά ἀφαιρέσουν τήν κριτική σκέψη τῶν ἀνθρώπων.
Τό κακό ἔχει ἐξαπολύσει μιά ἄνευ προηγουμένου ἐπίθεση κατά τοῦ Χριστοῦ ἀλλά καί κατά τοῦ ἀνθρώπου. Ἄν θεωροῦμε τούς ἑαυτούς μας πιστούς καί φιλάνθρωπους, πῶς μποροῦμε νά μένουμε ἀμέτοχοι; Καί ἄν ἀποφασίσουμε νά ἀντιταχθοῦμε στό κακό, πῶς θά μπορέσουμε νά τό ἐπιτύχουμε παρά μέ τήν δύναμη τοῦ Χριστοῦ; Μά ὁ Χριστός δέν ζητᾶ ἀπό ἐμᾶς ἁπλή συναίνεση. Ζητάει ὑπέρβαση. Δέν ζητᾶ μισθωτούς ἐργάτες. Ζητᾶ ἐλεύθερους φίλους. Δέν ζητᾶ λίγο χῶρο στήν ψυχή μας, ἀλλά ὁλόκληρη τήν ψυχή μας. Δέν ζητᾶ νά κάνουμε ἐλιγμούς, γιά νά ἱκανοποιήσουμε καί Θεό καί ἀνθρώπους. Ζητᾶ νά εἴμαστε ἀνυποχώρητοι, ἄν οἱ ἄνθρωποι στέκονται ἐμπόδιο στήν ἀφιέρωσή μας σ’ Ἐκεῖνον. Ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε τά πάντα, γι’ αὐτό καί μᾶς ζητᾶ τά πάντα.
Ἡ χριστιανική συνείδηση γνωρίζει ὅτι τά πάντα γίνονται ἐπειδή τά παραχωρεῖ ὁ Θεός. Καί τά παραχωρεῖ ἐπειδή γνωρίζει νά ἐξάγει ἀπό τό κακό ἀγαθό, δίνοντας μας τήν εὐκαιρία νά σφυρηλατηθοῦμε στήν δοκιμή, στήν ὑπομονή, στήν ἐλευθερία, στό μαρτυρικό φρόνημα, στήν καλλιέργεια τῆς ἀγάπης. Τά πάντα ἐνέχουν τήν θεϊκή σοφία καί ἀγάπη, πού παραμένει σέ μᾶς ἀνεξιχνίαστη.
Μποροῦμε νά κάνουμε ὁ καθένας τήν δική του ἐπανάσταση μέ μιά ὁμολογία τῆς ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ, ὄχι τόσο ἐξωτερικά, ἀλλά μέσα ἀπό οὐσιαστικό πνευματικό ἀγώνα. Ἡ ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ δύναμη πού ἀνατρέπει κάθε ἀντίθεη δύναμη. Ἀπό τήν στιγμή πού καθένας μας μεταμορφώνεται ἐσωτερικά, αὐτόματα συμμεταβάλλεται καί ὁ κόσμος, ἐπειδή κάθε ἄνθρωπος εἶναι μέρος τοῦ κόσμου. Ἐξάλλου, δέν εἴμαστε ἐμεῖς πού θά κερδίσουμε τήν μάχη μέ τόν διάβολο, ἀλλά Ἐκεῖνος πού τό ἔχει κάνει ἤδη καί ἔχει τήν δύναμη νά ἀποκαταστήσει ὁλόκληρη τήν δημιουργία στήν θεϊκή δόξα. Ἐμεῖς δέν γνωρίζουμε νέα ἐποχή. Γνωρίζουμε τήν “καινή κτίση”, πού εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ἄς γινόμαστε ἁπλοί καί ταπεινοί, ὥστε νά μᾶς φωτίζει μέ τήν ἄκτιστη Χάρη Του καί νά μᾶς καθιστᾶ “υἱούς φωτός καί ἡμέρας”.

Δευτέρα Παρουσία - Αντίχριστος Αγίου Εφραίμ του Σύρου

Δευτέρα Παρουσία - Αντίχριστος
Αγίου Εφραίμ του Σύρου
Κατά τον καιρόν δε εκείνον, όταν έλθη ο Δράκων, δεν υπάρχει άνεσις επί της γής, αλλά θλίψις μεγάλη, ταραχή και σύγχυσις, θάνατοι και πείνα εις πάντα τα πέρατα, διότι θα γίνουν κατά τόπους λιμοί, σεισμοί και θάνατοι διάφοροι επί της γής. Γενναία θα είναι η ψυχή, η οποία θα δυνηθή να κρατήση εαυτήν απηλλαγμένην από τα σκάνδαλα αυτά. Διότι εάν ευρεθή άνθρωπος ν' αδιαφορή ολίγον, εύκολα πολιορκείται και γίνεται αιχμάλωτος του Δράκοντος του πονηρού και δολίου, και ο τιούτος ευρίσκεται ασυγχώρητος εις την κρισιν, διότι επίστευσεν εις τον Τύραννον εκουσίως. Πολλών προσευχών και δακρύων έχομεν ανάγκην, αγαπητοί, δια να ευρεθώμεν ακλόνητοι εις τους πειρασμούς, διότι πολλά είναι τα φαντάσματα, τα οποία γίνονται από το θηρίον. Επειδή είναι Θεόμαχον θέλει όλοι ν' απωλεσθούν. Τοιούτον τρόπον μεταχειρίζεται ο Τύραννος, ώστε όλοι να βαστάζουν την σφραγίδα του Θηρίου, όταν θα έλθη να απατήση τα σύμπαντα.

Προσέχετε, αδελφοί μου, την υπερβολήν του Θηρίου, διότι μεταχειρίζεται διάφορα τεχνάσματα πονηρίας. Άρχεται από την γαστέρα, ίνα όταν τις μη έχων φαγητά, αναγκασθή να λάβη την σφραγίδα εκείνου, όχι ως έτυχεν εις πάν μέρος του σώματος, αλλ' εις την δεξιά χείρα και εις το μέτωπον, δια να μη έχη εξουσίαν ο άνθρωπος να κάμη με αυτήν το σημείον του σταυρού, μήτε πάλιν εις το μέτωπον να σημειώση το άγιον όνομα του Κυρίου. Διότι γνωριζει ο άθλιος, ότι όταν ο Σταυρός του Κυρίου σφραγισθή επί του ανθρώπου λύει πάσαν την δύναμιν του Εχθρού, και δι΄αυτό σφραγίζει την δεξιάν του ανθρώπου. Εάν κάποιος δεν σφραγίζεται με την σφραγίδα εκείνου, δεν γίνεται αιχμάλωτος εις τα φαντάσματα εκείνου, ούτε ο Κύριος απομακρύνεται απ΄ αυτού, αλλά τον φωτίζει και τον σύρει προς εαυτόν. Πρέπει να εννοήσωμεν, αδελφοί, μετά πάσης ακριβείας, ότι τά φαντάσματα του Εχθρού είναι αποτρόπαια. Ο δε Κύριος ημών έρχεται με γαλήνην διά να αποκρούση δι ημάς τα τεχνάσματα του Θηρίου...

Επειδή ο Σωτήρ, θέλων να σώση το ανθρώπινον γένος, ετέχθη εκ Παρθένου, και εν σχήματι ανθρώπου επάτησε τον εχθρόν με την αγίαν δύναμιν της Θεότητος Αυτού, ηθέλησε και αυτός να αναλάβη το σχήμα της αυτού παρουσίας διά να μας απατήση. Ο δε Κύριος ημών θα έλθη εις την γην εν νεφέλαις φωτειναίς, ως αστραπή φοβερά, ο δε Εχθρός δεν θα έλθη τοιουτοτρόπως, διότι είναι αποστάτης. Γεννάται μεν ακριβώς εκ κόρης μιαράς, αλλά δεν σαρκούται τοιουτοτρόπως. Θα έλθη δε ο Παμμίαρος με το εξής σχήμα, ως κλέπτης, διά να απατήση τα σύμπαντα. Θα είναι ταπεινός, ήσυχος, θα μισή την αδικίαν, θα αποστρέφεται είδωλα, θα προτιμά την ευσέβειαν, αγαθός φιλόπτωχος, ευειδής καθ' υπερβολήν, ευκατάστατος, ιλαρός εις όλους, θα τιμά πολύ το γένος των Ιουδαίων, διότι αυτοί προσμένουν την έλευσιν εκείνου. Μεταξύ δε όλων αυτών, θα εκτελή σημεία και τέρατα, φόβητρα με πολλήν εξουσίαν, θα προσπαθή δολίως να αρέση εις όλους, διά να αγαπηθή ταχέως από πολλούς, θα εξαπατά τον κόσμον υπό το πρόσχημα της ευταξίας, έως ου βασιλεύση.

Όταν λοιπόν ίδουν λαοί πολλοί και δήμοι τοιαύτας αρετάς και δυνάμεις, ενούνται όλοι συγχρόνος με μίαν γνώμην και με χαράν μεγάλην κηρύσσουν αυτόν βασιλέα, λέγοντες μεταξύ των. Μήπως άρα ευρίσκεται άνθρωπος άλλος τόσον αγαθός και δίκαιος; Ανορθούται δε ευθέως η βασιλεία εκείνου, και θα πατάξη μεθ υμών τρείς βασιλείς μεγάλους. Επειτα υψούται η καρδία του και θα εμέση ο Δράκων την πικρότητά του. Ταράσσων δεν την οικουμένην κινεί τα πέρατα, θλίβει τα σύμπαντα και μιαίνει τας ψυχάς. Όχι πλέον ως ευλαβής, αλλά πολύ αυστηρός εις όλα, απότομος, οργίλος,θυμώδης, ακατάστατος, φοβερός, αηδής, μισητός, βδελυκτός, ανήμερος, αλάστωρ, αναιδής, και προσπαθών να εμβάλη εις τον βόθρον της ασεβείας όλον το ανθρώπινον γένος. Πληθύνει σημεία ψευδώς και όχι αληθώς, και ενώ παρίσταται πολύς λαός και ευφημεί αυτόν, βάλλει φωνήν ισχυράν, ώστε να σαλευθή ο τόπος, επί του οποίου ίστανται οι όχλοι, λέγων.Γνωρίσατε όλοι οι λαοι την δύναμίν μου και την εξουσίαν, μεταθέτει όρη και ανάγει νήσους από την θάλασσαν με πλάνην και φαντασίαν, και ενώ πλανά τον κόσμον και φαντάζει τα σύμπαντα, πολλοί θα δοξάζουν και θα πιστεύουν αυτόν ως Θεόν ισχυρόν...

Πολλοί δε των αγίων, όσοι τότε θα ευρεθούν εις την έλευσιν του μιαρού, χύνουν ποταμηδόν τα δάκρυα μετά στεναγμών προς τον Θεόν τον Άγιον, διά να λυτρωθούν από τον Δράκοντα, και φεύγουν μετά μεγάλης σπουδής εις τας ερήμους και κρύπτονται εις τα όρη και τα σπήλαια μετά φόβου, και πασπαλίζουν χώμα και στάκτην εις τας κεφαλάς , παρακαλούντες νύκτα και ημέραν μετά πολλής ταπεινώσεως. Και ο Άγιος Θεός θέλει χαρίσει αυτό εις αυτούς, δηλαδή οδηγεί αυτούς η χάρις εις ωρισμένους τόπους και σώζονται κρυπτόμενοι εις τας οπάς και τα σπήλαια μη βλέποντες τα σημέια και τα φόβητρα του Αντιχρίστου. Η έλευσις δε αυτού γίνεται γνωστή εις τους έχοντας τον νούν προσηλωμένον εις τα άνω, εις δε τους έχοντας τον νουν εις βιωτικά πράγματα και ποθούντας τα γήινα, δεν θα γίνη φανερόν αυτό. Διότι όποιος είναι δεδεμένος πάντοτε εις βιωτικά πράγματα, και αν ακούση απιστεί και βδελύσσεται τον λέγοντα. Οι δε άγιοι θέλουν ενδυναμωθή, διότι πάντοτε απέρριψαν την μέριμναν του βίου αυτού.


ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΕΩ Ματθαίου κε' 31-46. ΑΓΑΠΗ ΝΑΙ· ΑΛΛΑ ΠΟΙΑ ΑΓΑΠΗ;

Πρωτ. Γεώργιος Μεταλληνός
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΕΩ 
Ματθαίου κε' 31-46.
ΑΓΑΠΗ ΝΑΙ· ΑΛΛΑ ΠΟΙΑ ΑΓΑΠΗ;

«ἐφ' ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε»(Ματθ. κε' 40).
1. Η σημερινή ευαγγελική περικοπή έρχεται να μας υπενθυμίσει μια μεγάλη αλήθεια. Την περασμένη Κυριακή μίλησε το ιερό Ευαγγέλιο για την αγαθότη­τα του Θεού- Πατέρα, που περιμένει το πλάσμα του να επιστρέψει. Αυτό όμως δεν πρέπει να μας κάμει να ξεχάσουμε και την δικαιοσύνη Του. Ο Θεός δεν είναι μονάχα στοργικός Πατέρας. Είναι και δίκαιος Κριτής. «Οὔτε ὁ ἔλεος αὐτοῦ ἄκριτος, οὔτε ἡ κρίσης ἀνελεήμων» λέγει ο Μ. Βασίλειος. Θα κρίνει τον Κόσμο, μας λέγει το Ευαγγέλιο, και μάλιστα όχι αυθαίρετα, αλλά σύμφωνα με τα έργα μας. Μας φέρνει, λοιπόν, η σημερινή περικοπή ενώπιον του γεγονότος της κρίσε­ως. Και λέμε «γεγονότος», γιατί η παγκόσμια κρίση αποτελεί για την πίστη μας εσχατολογική βεβαιότητα και πραγματικότητα, που ομολογείται σ' αυτό το Σύμ­βολο μας ως εκκλησιαστική πίστη: «Και πάλιν ἐρχόμενον κρῖναι ζῶντας καί νεκρούς...».
Καλούμεθα, λοιπόν, σήμερα να συνειδητοποιή­σουμε τρία πράγματα. Πρώτον, ότι Κριτής μας θα είναι ο Ι. Χριστός, ως Θεός. Σωτήρ ο Χριστός αλλά και Κριτής. Αν την πρώτη φορά ήλθε ταπεινός στη γη, «ἵνα σώσῃ τόν κόσμον», τώρα θα έλθει «ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ», ίνα κρίνη τον κόσμον. Αυτός που έγινε για μας «κατάρα» πάνω στον Σταυρό, έχει κάθε δικαίωμα να μας κρίνει, αν αφήσαμε να μείνει μέσα μας και στην κοινωνία μας ανενέργητη η θυσία Του. Δεύτε­ρον θα κρίνει όχι μόνο τούς Χριστιανούς, ούτε μόνο τούς εθνικούς, όπως πίστευαν οι Εβραίοι για την κρί­ση του Θεού. Θα κρίνει όλους τούς ανθρώπους, χρι­στιανούς και μη, πιστούς και απίστους. Τρίτον βάση της κρίσεως, το κριτήριο, θα είναι η αγάπη. Η στάση μας δηλαδή απέναντι στους συνανθρώπους μας. Καθο­λική - παγκόσμια η κρίση, καθολικό - παγκόσμιο και το κριτήριο. Ο παγκόσμιος νόμος της ανθρωπιάς, στον όποιο συναντώνται όλοι, χριστιανοί και μη. Και όσοι εγνώρισαν τον Χριστό και όσοι δεν μπόρεσαν να τον γνωρίσουν και γι' αυτό έμειναν μακριά από το Ευαγγέλιό Του. Στο νόμο αυτό, δεν υπάρχει χώρος για προφάσεις και δικαιολογίες. Η πείνα, η δίψα, η γύ­μνια, η αρρώστια, η φυλακή βοούν, δεν μπορούν να μείνουν κρυφά, για να έχει το δικαίωμα να ισχυρισθεί κάποιος πώς δεν τα πρόσεξε... Δεν μπορεί να τ' αγνοή­σει κανείς, χωρίς προηγουμένως να παύσει να έχει συναισθήματα ανθρώπου, αν δεν έχει τελείως «αχρειώσει», εξαθλιώσει, την εικόνα του Θεού μέσα του.
2. Το συγκλονιστικό μεγαλείο και την φρικτότητα της ώρας της Κρίσεως ζωγραφίζουν με υπέροχα χρώ­ματα οι ύμνοι της ημέρας. «Ὦ, ποία ὥρα τότε! ὅταν... τίθωνται θρόνοι καί βίβλοι ἀνοίγωνται, καί πράξεις ἐ­λέγχωνται καί τά κρυπτά τοῦ σκότους δημοσιεύον­ται»! Είναι φρικτή και η απλή σκέψη της ώρας της κρίσεως, γιατί όχι μόνο υπενθυμίζει την ανετοιμότητά μας να εμφανισθούμε μπροστά στο βήμα του φοβερού Κριτού, αλλά και διότι αποκαλύπτει την τραγικότητα της ζωής μας, την οποία δαπανάμε μέσα σε έργα μα­ταιότητος, που δεν αντέχουν στο φως της αιωνιότητος. Δεν δικαιούμεθα ενώπιον του κριτού μας για όσα ο κόσμος θεωρεί μεγάλα και σπουδαία: γνώσεις, θέ­σεις, τίτλους, αξιώματα, πλούτο, δόξα. Αυτά όλα είναι δυνατό μάλιστα να οδηγήσουν στην καταδίκη μας.
Κρινόμεθα βάσει της έμπρακτης εφαρμογής της αγά­πης μας. Όχι ως άτομα δηλαδή, αλλά ως μέλη της αν­θρώπινης κοινωνίας. Ο θεός δεν έπλασε άτομα, αυτό­νομα και ανεξάρτητα. Μάς έπλασε, για να γίνουμε πρόσωπα και κοινωνία προσώπων. Και οι μεγαλύτε­ρες αρετές, αν μείνουν απλώς ατομικές, είναι μετοχές χωρίς αντίκρυσμα ενώπιον του Μεγάλου Κριτού. Για­τί δεν βρήκαν την πραγμάτωση τους μέσα στην αν­θρώπινη κοινωνία. Δεν καταξιώθηκαν σε διακονίες. Έτσι λ.χ. η γνώση είναι θεία ευλογία, όταν όμως θηρεύεται για χάρη του συνανθρώπου, για την διακονία του πλησίον. Το ίδιο και η εγκράτεια και η ευλάβεια, και η νηστεία και σύνολη η άσκησή μας. Αν όλα αυ­τά γίνονται για μια ατομική δικαίωση και όχι ως δια­κονία των αδελφών, των πλησίον, μας ελέγχει η φωνή του Θεού: «Ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν» (Ματ. θ΄ 13)! Αγάπη θέλω και όχι την θρησκευτικότητα, που αποβλέπει στην αυτοέξαρση και την αυτοπροβολή. Πού βλέπει τον τύπο ως πεμπτουσία της ευσέβειας.
3. Ο κόσμος έχει μάθει να εξαγοράζει τα πάντα, ακόμη και τις συνειδήσεις. Στο χώρο όμως της πίστε­ως δεν ισχύει ο νόμος αυτός. Η ατομική ευσέβεια δεν μπορεί να εξασφαλίσει θέση στην βασιλεία του Θεού, αν δεν γίνει πρώτα εκκλησιαστική, αν δεν συνοδεύε­ται δηλαδή από τα έργα της αγάπης. Ο στίβος του χριστιανού είναι και η κοινωνία και όχι μόνο το «ταμιείον». Εις το ταμιείον του καταφεύγει ο Χριστια­νός για τον πνευματικό του ανεφοδιασμό. Ποτέ όμως δεν εξαντλείται η πολιτεία του στο στενό χώρο της α­τομικότητας του. Αν η πνευματικότητα μας είναι ορ­θή, θα οδηγεί σε ανιδιοτελή αγάπη. Ας το ακούσουμε μια για πάντα: Το επιχείρημα των γλυκανάλατων χρι­στιανών της ανευθυνότητος και του «λάθε βιώσας» δεν έχει καμμιά δύναμη: «Κύτταξε την ψυχή σου» δεν σημαίνει τίποτε περισσότερο από δειλία και υποχώ­ρηση, αν δεν συνοδεύεται και από το στίβο: «Πάλευσε για να φτιάξεις τη χριστιανική σου κοινωνία». Διαφορετικά είμασθε κατά λάθος ανάμεσα σε χριστια­νούς. Η θέση μας είναι κάπου στην Άπω Ανατολή, στη νέκρωση του νιρβάνα.
4. Αισθάνομαι όμως την ανάγκη να προλάβω στο σημείο αυτό μια απορία. Αν κρινόμασθε βάσει της έμπρακτης αγάπης μας, τότε που πηγαίνει η πίστη; Ποια σημασία έχει ο υπέρ της πίστεως και της καθαρότητος του δόγματος αγώνας; Αν δεν έχει διαστά­σεις αιώνιες, τότε γιατί να γίνεται;
Κατά την ώρα της κρίσεως η πίστη, και ως αφο­σίωση και ως διδασκαλία, δεν αποκλείεται, όπως πι­στεύουν εν πρώτοις πολλοί. Προϋποτίθεται. Κριτής μας είναι Ο ΧΡΙΣΤΟΣ. Μας σώζει η μας κατακρίνει η συμπεριφορά και στάση μας απέναντι του. Γιατί μας διευκρινίζει ότι στο πρόσωπο Του αναφέρεταικάθε πράξη μας προς τον συνάνθρωπό μας, καλή ή κακή. Ηθικά αδιάφορες πράξεις δεν υπάρχουν. Αν τονίζει σαν κριτήριο την αγάπη, δεν σημαίνει πώς θέλει ν' αποκλείσει την πίστη. Θέλει να προλάβει ακριβώς την καταδίκη της πίστεως εκ μέρους μας σ' ένα σύνολο θεωρητικών αληθειών χωρίς ανταπόκριση και εφαρ­μογή στη ζωή μας. Όπως ο κεκηρυγμένος άθεος και ο συνειδητός αρνητής της πίστεως μεταφράζει την α­θεΐα και απιστία του σε αντίθεα έργα, έτσι και ο πιστός πρέπει να κάμει την πίστη του κινητήρια δύναμη της ζωής του. Γιατί «ἡ πίστις χωρὶς τῶν ἔργων» (Ιακ. β΄ 20) της α­γάπης, είναι νεκρά. Δεν αποκλείει, λοιπόν, την πίστη, αφού αυτή είναι η προϋπόθεση του ορθού βίου και της σωτηρίας. Αλλά και κάτι περισσότερο. Όχι μόνο «ὁ μή πιστεύσας» (εις τον Χριστό) δεν σώζεται, αλλά και ο μη ορθώς πιστεύσας. Ο Θεός δεν είναι μόνο α­γάπη, είναι και αλήθεια (Ιωαν. ιδ' 6· Α' Ιωαν. δ' 8· δ' 16· ε' 6) και μάλιστα Αυτοαλήθεια. Όποιος προδίδει την αλήθεια προδίδει και την αγάπη. Η αγάπη του Χριστού «συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ» (Α΄ Κορ. ιγ΄ 6) συζεί δηλαδή και συνευδοκιμεί με την αλήθεια, δεν υπάρχει χωρίς αυ­τήν. Να λοιπόν πώς καταξιώνεται ο αγώνας για την καθαρότητα του δόγματος. Γιατί είναι αγώνας για την αγάπη, είναι η μεγαλύτερη εκκλησιαστική διακονία. Είναι αγώνας πρώτιστα κοινωνικός, γιατί γίνεται χά­ριν του Λαού του Θεού, για να μείνει ανεπηρέαστος α­πό την πλάνη, που είναι πραγματική αυτοκτονία.
Αδελφοί μου!
Όταν ο Χριστός μας ανέφερε την παραβολή της Κρίσεως, οι λόγοι του μπορούσαν να νοηθούν όχι μό­νο σε συνάρτηση προς τούς συγχρόνους του, αλλά και προς όσους έζησαν πριν απ' Αυτόν. Όσοι δεν γνώρισαν τον Χριστό, μπορούν να έχουν λόγους να κριθούν μόνον για την αγάπη τους, μολονότι αγάπη χωρίς πίστη στον Θεό δεν είναι ποτέ δυνατόν να υπάρχει. Όποιος ειλικρινά ασκεί την αγάπη «δέχεται» τον Θεό, έστω και αν τον αγνοεί. Ο άπιστος δεν δύνα­ται να έχει παρά μόνο φαινομενικά αγάπη. Και μόνο εκεί, που υπάρχει βάπτισμα και «άγιο Πνεύμα», είναι δυνατό να υπάρξει «τελεία αγάπη», αγάπη χριστιανι­κή.
Το ζήτημα όμως πρέπει, νομίζω, να τεθεί κατ' άλ­λο τρόπο. Όταν εμείς σήμερα ακούμε την παραβολή, δύο χιλιάδες χρόνια μετά την σάρκωση του Υιού του Θεού, πώς είναι δυνατόν να χωρίσουμε από την αγά­πη μας την (ορθή) πίστη; Το Ευαγγέλιο λέγει καθαρά: «ὁ… μὴ πιστεύων ἤδη κέκριται, ὅτι μὴ πεπίστευκεν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ μονογενοῦς υἱοῦ τοῦ Θεοῦ» (Ίωαν. γ' 18). Μετά την ένσαρκη δηλαδή οικονομία η κρίση εί­ναι συνέπεια της στάσης κάθε ανθρώπου έναντι του Χρίστου. Κριτήριο μένει η αγάπη. Αγάπη όμως που προϋποθέτει την εις Χριστόν πίστη. Γιατί αυτή είναι η μόνη αληθινή. Αυτή μονάχα δικαιώνει και σώζει...
ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΈΡΟΥ 
ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ
ΦΩΣ ΕΚ ΦΩΤΟΣ«Κηρύγματικές σκέψεις στα ευαγγελικά αναγνώσματα»
Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη"
Θεσσαλονίκη
τηλ. 2310 212659 

«Δεύτε οι ευλογημένοι…» (Κυριακή Απόκρεω)


Τίποτ’ άλλο δεν είναι τόσο βέβαιο στη ζωή μας παρά ότι θα αποθάνομε. Το γεγονός ότι γεννηθήκαμε και είμαστε σε τούτο τον κόσμο οδηγεί στη βεβαιότητα πως μια μέρα θα φύγουμε. Κάθε μέρα το βλέπομε και το διαπιστώνομε, πως άν­θρωποι γεννιούνται κι άνθρωποι αποθνήσκουν άλλοι έρχον­ται κι άλλοι φεύγουν. Αλλά κι άλλο ένα είναι το ίδιο βέβαιο, πως θα κριθούμε, πως θα δώσουμε δηλαδή λόγο για τη διαγω­γή μας σε τούτη τη ζωή. Αυτή είναι κοινή πίστη, ριζωμένη μέσα σε όλους τους ανθρώπους όλων των λαών κι όλων των αιώνων. Αλλά έχομε «βεβαιότερον τον προφητικόν λόγον» · η θεία Γραφή ομιλεί γιέ τη μεγάλη και επιφανή ημέρα της κρίσεως, κι ο Ιησούς Χριστός για τη δευτέρα του παρουσία, κα­θώς θα το ακούσουμε στο Ευαγγέλιο της θείας Λειτουρ­γίας.
deyteprosme2
Η δευτέρα παρουσία του Ιησού Χριστού και η κρίση είναι η πράξη του Θεού, στην οποία καταξιώνεται η διδαχή του Ευαγγελίου, η πίστη της Εκκλησίας και ο βίος των πιστών. Την ευαγγελική περικοπή, που θα ακούσουμε, ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος την ονομάζει «ηδίστην», δηλαδή γλυκύτατη περικοπή, που οι πιστοί την ακούν από το στόμα του Κυρίου, τη μελετούν με σπουδή και την κρατούν στη μνήμη τους με κατάνυξη. Η Εκκλησία επισφραγίζει το Σύμ­βολο της πίστεως με την προσδοκία της αναστάσεως και της κρίσεως· «Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών…». Η πληροφορία της συνείδησής μας και ο λόγος του Ιησού Χριστού στην ευαγγελική περικοπή αρκούν για να μας πείσουν, αλλά είναι σαφής και ο λόγος του Αποστόλου, όταν γράφει προς Εβραίους· «απόκειται τοις ανθρώποις άπαξ αποθανείν, μετά δε τούτο κρίσις».
Αλλά πολλοί από τους ανθρώπους δεν το βάζουν στο μυα­λό τους μήτε πως θα αποθάνουν μήτε πως έχουνε να κριθούν από το Θεό για τα έργα τους. Είναι το χειρότερο που μπορεί να πάθει ο άνθρωπος. Βγάλε από μέσα σου τη μνήμη του θανάτου και το φόβο της κρίσεως κι ύστερα κατέβασες τον εαυτό σου στη θέση του κτήνους και δεν κρατιέσαι πουθενά. Μάλιστα όταν είσαι νέος. Οι νέοι, σαν και να μην είναι τόσοι γέροι γύρω τους, σαν και να μην το βλέπουν πως κάθε μέρα αποθνήσκουν άνθρωποι. Ξεγελιούνται λοιπόν από τα νιάτα τους κι από την υγεία τους και θαρρούν πως πάντα θα είναι νέοι, πως δεν θα αποθάνουν ποτέ και πως δεν έχουνε να δώ­σουν λόγο για τον τρόπο της ζωής τους. Κι όμως το πιο ευεργετικό για όλους, κι όταν είμαστε νέοι κι όταν θα γεράσουμε, είναι η μνήμη του θανάτου. Όλη η ζωή των σοφών ανθρώπων και των αγίων του Θεού είναι μνήμη θανάτου. Όσο είναι πικρό, άλλο τόσο είναι και σωτήριο να θυμάται ο καθέ­νας μας πως θα αποθάνει. Όποιος δεν ξεχνά το θάνατό του είναι κοντά, για να μην αμφιβάλλει πως τον περιμένει η κρίση και η ανταπόδοση του Θεού.
Ο Ιησούς Χριστός μίλησε καθαρά και είπε για τη δευτέρα και ένδοξη παρουσία του. Την πρώτη φορά ήλθε ταπεινά και φτωχά· τη δεύτερη θα έλθει με όλη τη θεϊκή του δόξα. Την πρώτη φορά ήλθε για να σώσει τον κόσμο· τη δεύτερη θα έλθει για να τον κρίνει. Την πρώτη φορά έδωσε την εντολή της αγάπης· τη δεύτερη θα κρίνει με δικαιοσύνη. Όχι μόνο ως Θεός ούτε μόνο ως άνθρωπος, αλλά ως Θεάνθρωπος· ως Θεός, που είναι απόλυτα δίκαιος και ως άνθρωπος, που ξέρει την ανθρώπινη ασθένεια. Ο ίδιος το είπε, ότι «ο Πατήρ πάσαν την κρίσιν δέδωκε τω Υιώ». Ο Υιός, που ήλθε για να σώσει τον κόσμο, ο Υιός και θα τον κρίνει. Και θα τον κρίνει με τα λιγότερα, για να σωθούν περισσότεροι, γιατί ο Θεός θέλει να σωθεί ο κό­σμος. Δεν θα σωθούν μόνο όσοι δεν θα το θελήσουν, όσοι ούτε με διδασκαλία ούτε με σημεία θα θελήσουν να πιστέ­ψουν στο Χριστό. Αυτοί και τώρα το ίδιο λένε και τότε το ίδιο θα πουν «Κύριε, πότε σε είδομεν;». Πού και πότε τον είδαμε το Χριστό;
Εδώ τώρα είναι, που η ευαγγελική περικοπή, για τη δευτέρα παρουσία του Ιησού Χριστού και για την κρίση του κό­σμου, παίρνει ένα απροσμέτρητο βάθος και μια μέγιστη κοι­νωνική σημασία. Όχι μεγάλα λόγια και θεωρίες, αλλά μικρά και καθημερινά πράγματα. Όχι τάχα θυσίες και θεαματικές πράξεις, αλλά ψωμί για το νηστικό και ρούχο για το γυμνό κι ένα ποτήρι νερό για το διψασμένο. Το ελάχιστο, που μπορεί να δώσει ο καθένας κι όχι μόνο το μέγιστο, που μπορούν και πρέπει να δώσουν οι λίγοι. Όταν καταδικάζουμε την κοινωνι­κή αδικία και ανισότητα, και δεν έχομε άδικο, ξεχνάμε πως η αναλογία της ευθύνης πέφτει σε όλους. Και συμβαίνει όσοι μόνο φωνάζουν γι’ αυτά τα πράγματα, να μην είναι πάντα οι πιο φτωχοί και αδικημένοι. Αλλά είναι φυσικό· όταν το κοι­νωνικό κήρυγμα δεν ξεκινά από την πίστη στο Θεό, και σαν εφαρμογή της εντολής του Θεού για δικαιοσύνη και αγάπη, τότε χάνεται, σαν αόριστη και θεωρητική διδασκαλία, έξω από τα πρόσωπα και τα πράγματα, που είναι η ζωή. Και είναι πάλι φυσικό όταν δεν πιστεύουμε στο Θεό ούτε και στον άνθρωπο πιστεύουμε. Τότε δεν είναι ο άνθρωπος, σαν αδελφός μας και αδελφός του Ιησού Χριστού, που μας πονάει, αλλά το δόγμα και η θεωρητική διδασκαλία του κάποιου κοινωνικού συστήματος, στο οποίο πιστεύουμε.
Μια είναι η αλήθεια, ότι μας περιμένει ο θάνατος κι ύστε­ρα μας αναμένει κρίση. Όπως και νά ’χει θα δώσουμε λόγο για τη ζωή μας. Μάθαμε να λέμε πως οι φυσικοί νόμοι είναι απαράβατοι, μα πιο πολύ απαράβατοι και αμετάθετοι είναι οι ηθικοί νόμοι, γιατί δεν γίνεται τίποτε στην τύχη, για να μπορεί να σταθεί το υλιστικό αξίωμα· «Φάγωμεν, πίωμεν αυριον γαρ αποθνήσκομεν». Κάποτε θα βρούμε μπροστά μας τη ζωή μας και τις πράξεις μας θα μας δικάσει ο Θεός «διά Ιησού Χριστού». Κι αν είναι να μας δικάσει ο Χριστός σαν Θεός, δεν θα σωθεί κανένας από μας. Μα θα μας δικάσει σαν Θεός και άνθρωπος μέσα στα ανθρώπινα μέτρα. Και θα μας ζητήσει αν είχαμε μεταξύ μας αγάπη· η αγάπη, γράφει ο Απόστολος, «καλύψει πλήθος αμαρτιών». Η αγάπη δεν είναι μια λέξη και μια θεωρητική διδασκαλία, αλλά συγκεκριμένη κάθε φορά πράξη προς τον συνάνθρωπο και τον πλησίον, που είναι αδελφός «εν τω ονόματι Ιησού Χριστού». Όχι απρόσωπα ο άνθρωπος ούτε η ανθρωπότητα, αλλά ο πλησίον προσωπικά και ο αδελφός. Ας έχουμε λοιπόν αγάπη, ας πιστεύουμε στο Θεό, που από αγάπη προς τον άνθρωπο έγινε άνθρωπος, για να σώσει έναν έναν τον άνθρωπο. Για να ακούσουμε όταν θα μας κρίνει· «Δεύτε οι ευλογημένοι…». Αμήν.
(Επί πτερύγων ανέμων, τ. Α΄, εκδ. Ν. Παναγόπουλος, σ. 54-57)

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...