Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Αυγούστου 04, 2014

ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΩΣ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΟ ΠΛΑΝΩΝ ΚΑΙ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΙΕΡΗΣ ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΑΣ


πρωτοπρεσβ. π. Άγγελος Αγγελακόπουλος  εφημέριος Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής Καλλιπόλεως Πειραιώς

Η πλάνη της ειδωλολατρίας
Τήν πολυαρχία καί πολυθεΐα των Ελλήνων-ειδωλολατρών ανατρέπει ο ιερός Μελωδός όσιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός μέ τό δεύτερο τροπάριο του δευτέρου κανόνος της αγίας Μεταμορφώσεως του Χριστού, τό οποίο λέει˙ «Ως ουρανού δεσπόζοντι καί της γης βασιλεύοντι καί καταχθονίων τήν κυρείαν έχοντι, Χριστέ σοί παρέστησαν, εκ μέν της γης Απόστολοι, ως εξ ουρανού δέ, ο Θεσβίτης Ηλίας˙ Μωσής δέ εκ νεκάδων, μελωδούντες συμφώνως˙ Λαός υπερυψούτε Χριστόν εις τούς αιώνας». Στό τροπάριο αυτό αναφέρει ο ιερός Μελωδός όσιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός τήν συμπαράσταση των προφητών Μωϋσέως και Ηλιού καί των ιερών Αποστόλων γιά τόν εξής λόγο. Επειδή οι Έλληνες-ειδωλολάτρες φλυαρούσαν ότι άλλος Θεός εξουσιάζει τά ουράνια, άλλος τά επίγεια καί άλλος τά καταχθόνια, ελέγχει ο ιερός Μελωδός αυτήν τήν φλυαρία τους, λέγοντας πρός τόν Χριστό˙ Ω ηλιόμορφε Χριστέ, επειδή Εσύ εξουσιάζεις τόν ουρανό καί βασιλεύεις στή γη καί έχεις τήν κυριότητα των καταχθονίων, γι’αυτό από αυτά τά τρία μέρη του κόσμου παραστάθηκαν σ’ Εσένα στό Θαβώρ, από μέν τή γη οι Απόστολοι, στήν οποία αυτοί ως ζώντες ακόμη περπατούσαν καί ανάπνεαν τόν αέρα γύρω από τήν γη, από δέ τόν ουρανό παραστάθηκε ο προφήτης Ηλίας καί από τόν άδη παραστάθηκε ο προφήτης Μωϋσης, γυμνή ψυχή χωρίς σώμα. Όλοι αυτοί τότε στήν Μεταμόρφωσή Σου μελωδούσαν καί οι πέντε μέ συμφωνία, γιά νά δείξουν ότι Εσύ είσαι Αυτός, πού τούς ένωσες, καί ότι μέσα στό χέρι Σου περιέχεται ο ουρανός, η γη καί ο Άδης[1].
Αλλά καί στό δεύτερο τροπάριο της γ΄ ωδής του δευτέρου κανόνος της αγίας Μεταμορφώσεως του Χριστού ανατρέπεται αυτή η ελληνική-ειδωλολατρική πλάνη. Λέει το τροπάριο˙ «Θεός όλος υπάρχων, όλος βροτός γέγονας, όλη τη Θεότητι μίξας, τήν ανθρωπότητα, εν υποστάσει σου, ην εν δυσί ταις ουσίαις, Μωϋσής Ηλίας τε, είδον εν όρει Θαβώρ». Κατά τόν Όσιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, ο Μελωδός όσιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός θεολογεί τήν ένσαρκο οικονομία του Θεού Λόγου καί δογματίζει, λέγοντας˙ Ω Θεάνθρωπε Χριστέ, Σύ υπάρχεις πρό των αιώνων όλος Θεός, δηλαδή έχεις όλο τό πλήρωμα της Θεότητος. Γιατί, η Θεότης στήν Αγία Τριάδα δέν είναι μεριστή, ώστε άλλο μέν μέρος νά έχει ο Πατήρ, άλλο δέ ο Υιός, άλλο δέ τό Πνεύμα τό Άγιον. Άπαγε! Αυτά τά φλυαρούσαν καί έπαιζαν οι Έλληνες-ειδωλολάτρες, μοιράζοντας τήν μέν εξουσία του ουρανού στόν Δία, τήν δέ εξουσία της θαλάσσης στόν Ποσειδώνα καί τήν εξουσία του Άδου καί των υπογείων στόν Πλούτωνα. Εμείς, όμως, οι Ορθόδοξοι δέν μοιράζουμε έτσι τήν Θεότητα της Αγίας Τριάδος, αλλά δοξάζουμε καί φρονούμε ότι καί ο Πατήρ είναι όλος Θεός καί ο Υιός είναι ωσαύτως όλος Θεός καί τό Πνεύμα τό Άγιον απαραλλάκτως είναι όλος Θεός. Γιατί, η Θεότητα δέν μοιράζεται σ’αυτούς, αλλά όλη υπάρχει σέ κάθε πρόσωπο της Αγίας Τριάδος καί όλη είναι καί στά τρία μαζί[2].
Επεξηγώντας ο Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης τήν έννοια του δευτέρου τροπαρίου της στ΄ ωδής του α΄ κανόνος της Μεταμορφώσεως, ο οποίος είναι ποίημα του Οσίου Κοσμά επισκόπου Μαϊουμά, «Ανελθών εν όρει, Θαβώρ μετεμορφώθης Χριστέ, καί τήν πλάνην πάσαν, αμαυρώσας φως εξέλαμψες», αναφέρει τήν αιτία γιά τήν οποία μεταμορφώθηκε ο Κύριος στό Θαβώριον όρος. Οι Έλληνες-ειδωλολάτρες, πού λάτρευαν τά είδωλα καί τά δαιμόνια στά ψηλά όρη καί στά χαμηλά βουνά, συνήθιζαν νά θυσιάζουν τίς ακάθαρτες θυσίες, νά καίνε τό σκοτεινό πυρ καί νά θυμιάζουν τά βρωμερά θυμιάματα, καθώς αναφέρει η θεία Γραφή˙ «Καί εποίησεν Ιωάς (Βασιλεύς Ιούδα) τό ευθές ενώπιον Κυρίου πάσας τάς ημέρας, ας εφώτισεν αυτόν Ιωδαέ ο Ιερεύς˙ πλήν των υψηλών ου μετεστάθησαν, καί εκεί έτι λαός εθυσίαζε καί εθυμίων εν τοις υψηλοίς»[3]. Γι’αυτό είπε ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στόν λόγο του στήν Γέννηση του Χριστού˙ «Διά τούτο μικρός (ο Χριστός), ότι διά σέ ταπεινός˙ ότι επί τό πλανώμενον ήλθεν ο ποιμήν ο καλός, ο τιθείς τήν ψυχήν υπέρ των προβάτων, επί τά όρη καί τούς βουνούς, εφ’ους εθυσίαζες». Γνωρίζοντας όλα αυτά, λέει ο Μελωδός˙ Εσύ, Χριστέ φωτεινότατε, ανέβηκες πάνω στό Όρος Θαβώρ καί μεταμορφώθηκες, έτσι ώστε, διά μέσου του Όρους Θαβώρ, τό οποίο φωτίσθηκε από τό άυλο πυρ της Θεότητός Σου, νά διαλύσεις τήν πλάνη καί τήν λατρεία των δαιμόνων, πού ενεργούνταν στά όρη καί τά βουνά, καί ακολούθως νά λαμπρύνεις μέ τό φως της θεογνωσίας αυτούς, πού λατρεύουν τά αναίσθητα είδωλα[4].

Η αίρεσις του Μασσαλιανισμού
Οι Μασσαλιανοί, ακούγοντας τόν Απ.Πέτρο νά λέει «ίνα διά τούτων γένησθε θείας φύσεως κοινωνοί»[5], δηλαδή ότι χαρίσθηκε στούς χριστιανούς τό νά γίνουν κοινωνοί θείας φύσεως, απατήθηκαν καί νόμισαν ότι λέει πώς οι χριστιανοί θά μεθέξουν από τήν φύση καί ουσία του Θεού, η οποία κατ’αυτούς είναι ορατή καί μεθεκτή. Άπαγε! Αυτό είναι αδύνατο σέ κάθε λογικό κτίσμα, τόσο στούς αγγέλους, όσο καί στούς ανθρώπους. Γι’αυτό καί η Σύνοδος, πού συστάθηκε κατά Μασσαλιανών δογμάτισε ότι «γίνεταί τις επιδημία του Παρακλήτου καί ενοικεί τοις αξίοις ο Θεός, αλλ’ουχ ως έχει φύσεως η Θεότης». Η υπερούσιος καί άπειρη ουσία καί φύση του Θεού, όχι μόνο είναι αμέθεκτη από τά κτίσματα, αλλά καί αόρατη καί όχι μόνο αόρατη, αλλά καί ακατάληπτη καί πάντη ανεπινόητη καί ανεξιχνίαστη. Γιατί τό πεπερασμένο δέν μπορεί νά χωρέσει τό άπειρο. Η κοινωνία, λοιπόν, της θείας φύσεως, πού λέει ο κορυφαίος είναι τό νά κοινωνήσουν καί νά μεθέξουν οι χριστιανοί, πού καθαρίστηκαν καί τελειοποιήθηκαν μέ τήν πίστη καί τόν ενάρετο βίο, από τίς τελειότητες, τίς ενέργειες, τίς δυνάμεις, τίς χάρες καί απλώς από τά προσόντα του Θεού, τά οποία φύση Θεού ονόμασε ο κορυφαίος, γιατί αυτά είναι ενωμένα μέ τήν φύση του Θεού καί αχώριστα από αυτή καί ακολούθως γιατί είναι ουσιώδη καί φυσικά του Θεού. Καθώς η θεία φύση είναι αΐδια καί άκτιστη, έτσι καί αυτά είναι συναΐδια μέ τόν Θεό καί άκτιστα. Αφού, λοιπόν, οι κεκαθαρμένοι κοινωνούν των φυσικών τελειοτήτων του Θεού, θεούνται καί γίνονται θεοί κατά χάριν, τώρα μέν σάν σέ αρραβώνα, τότε δέ τελειότερα καί εκτυπώτερα, παρ’όλο πού καί αυτή η κοινωνία γίνεται κατά συγκατάβαση[6]. 
Αυτό, πού είπε ο κορυφαίος παραπάνω, ότι οι χριστιανοί θά γίνουν κοινωνοί θείας φύσεως, είναι τό ίδιο μέ αυτό, πού λέει ο μελωδός όσιος Κοσμάς ο Μελωδός στό δεύτερο τροπάριο της γ΄ ωδής του πεζού κανόνος της Γεννήσεως του Χριστού, ότι ο Χριστός μάς μετέδωσε από τήν θεία φύση Του˙ - μεταδούς θείας φύτλης – καί μέ αυτό, πού λέει ο όσιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός στό πρώτο τροπάριο της ζ΄ ωδής του β΄ κανόνα της Μεταμορφώσεως˙ «νυν καθωράθη Αποστόλοις, τά αθέατα Θεότης εν σαρκίω», όπου Θεότης δέν είναι η φύση καί η υπερούσιος ουσία του Θεού, καθώς νόμιζαν οι Μασσαλιανοί, αλλά η θεοποιός ενέργεια, Χάρις καί φως του Θεού[7].


Η αίρεσις του Νεστοριανισμού

Σύμφωνα μέ τό τρίτο τροπάριο της ζ΄ ωδής του β΄ κανόνος της Μεταμορφώσεως, «Νυν τά ανήκουστα ηκούσθη˙ ο απάτωρ γάρ Υιός εκ της Παρθένου, τη πατρώα φωνή, ενδόξως μαρτυρείται, οία Θεός καί άνθρωπος, ο αυτός εις τούς αιώνας», ο Χριστός, πού γεννήθηκε άνευ πατρός από τήν Παρθένο κατά τήν ανθρωπότητα, Αυτός μαρτυρείται ενδόξως μέ τήν φωνή του άνευ μητρός Πατρός κατά τήν Θεότητα. Μαρτυρείται Υιός αγαπητός, όχι μόνο επειδή είναι Θεός, αλλά καί επειδή είναι άνθρωπος. Γιατί, ένας καί ο αυτός είναι καί Υιός του Πατρός καί Υιός της Παρθένου καί όχι δύο Υιοί, πού γεννήθηκαν άλλος από τόν Πατέρα καί άλλος από τήν Παρθένο, καθώς βλασφημούσε ο ιουδαιόφρων καί ανθρωπολάτρης Νεστόριος[8].  

Η αίρεσις του Μονοφυσιτισμού

Ερμηνεύοντας ο θείος Νικόδημος ο Αγιορείτης τό πέτρειο χωρίο «καί ταύτην τήν φωνήν ημείς ηκούσαμεν εξ ουρανού ενεχθείσαν, σύν αυτώ όντες εν τω όρει τω αγίω»[9], σημειώνει ότι ο Απ. Πέτρος καί διά της ακοής καί πολλώ μάλλον διά της οράσεως, γνώρισε πώς ο ένας Χριστός είχε δύο φύσεις, Θεότητα καί ανθρωπότητα. Επειδή εκείνον, πού έβλεπε προηγουμένως νά φαίνεται ταπεινός σάν ένα από τούς ανθρώπους, αυτόν τόν ίδιο είδε πάλι μαζί μέ τόν Απ. Ιάκωβο καί τόν Απ. Ιωάννη κατά τόν καιρό της θείας Μεταμορφώσεως ως Θεό στή μεγαλειότητα της δόξης Του καί Θεότητός Του. Γι’αυτό καί ο όσιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός θεολογικώτατα ερρητόρευσε˙ «μεταμορφούται τοίνυν, ουχ’ ο ουκ ην προσλαβόμενος, ουδέ εις όπερ ουκ ην μεταβαλλόμενος, αλλ’όπερ ην τοις οικείοις μαθηταίς εκφαινόμενος, διανοίγων τούτων τά όμματα, καί εκτυφλών εργαζόμενος βλέποντας. Καί τουτό εστι τό μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών, μένων γάρ αυτός εν ταυτότητι, παρ’ο τό πρίν εφαίνετο, έτερος νυν τοις μαθηταίς εωράτο φαινόμενος». Ας καταισχυνθούν, λοιπόν, οι Μονοφυσίτες (Αρμένιοι, Αιθίοπες, Κόπτες, Συροϊκωβίτες, Μαρωνίτες), που ισχυρίζονται ότι ο Χριστός είχε μία φύση, την θεϊκή, και οι οποίοι καταδικάστηκαν και αναθεματίστηκαν από την Δ΄ εν Χαλκηδόνι αγία και Οικουμενική Σύνοδο[10].
Ερμηνεύοντας ο Όσιος Νικόδημος τό πρώτο τροπάριο της γ΄ ωδής του α΄ κανόνος της Μεταμορφώσεως, «Όλον τόν Αδάμ φορέσας Χριστέ, τήν αμαυρωθείσαν αμείψας ελάμπρυνας πάλαι φύσιν καί αλλοώσει της μορφής σου εθεούργησας», σημειώνει ότι πρέπει νά γνωρίζουμε πώς η ανθρώπινη φύση, πού ενώθηκε καθ΄υπόστασιν μέ τόν Θεό Λόγο, αν καί θεώθηκε καί θεουργήθηκε εξαιτίας αυτής της ενώσεως, δέν βγήκε όμως έξω από τούς φυσικούς όρους της, ώστε νά τραπεί σέ Θεότητα. Μή γένοιτο! Αυτό ήταν τό κακόδοξο φρόνημα των Μονοφυσιτών. Αλλά, καθώς ο Υιός του Θεού γίνεται καί Υιός ανθρώπου, χωρίς νά μεταβάλει αυτό, πού ήταν, δηλαδή τό νά είναι Θεός, επειδή είναι άτρεπτος, αλλά προσλαμβάνοντας αυτό, πού δέν ήταν, ως φιλάνθρωπος, έτσι καί τό πρόσλημμα της ανθρωπότητας, αν καί θεώθηκε, έμεινε όμως άτρεπτο καί δέν απέβαλε τά φυσικά του ιδιώματα, δηλαδή τό παθητό, τό φθαρτό, τό θνητό καί τά άλλα φυσικά καί αδιάβλητα καλούμενα πάθη, αλλά τά είχε καί μετά τήν Θέωση[11]. Επίσης, με τα παραπάνω πιστώνεται η ενανθρώπηση του Χριστού και καταισχύνονται και οι αιρετικοί Μανιχαίοι, οι οποίοι πρέσβευαν ότι ο Χριστός ενηνθρώπησε κατά φαντασίαν.


Η αίρεσις του Παπισμού

Μία από τις βασικές δογματικές διαφορές μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησία και αιρέσεως του παπισμού σχετίζεται με το Θαβώριον Φως.
Το θέμα του Θαβωρίου φωτός είχε απασχολήσει την Εκκλησία τον 14ο αιώ. με κύριους εκφραστές από μεν την πλευρά του παπισμού τον επηρμένο, υπερήφανο, αιρετικό και αναθεματισμένο από το Συνοδικό της Ορθοδοξίας Βαρλαάμ Καλαβρό, από δε την πλευρά της Ορθοδοξίας τον αντιρρητικό και αντιαιρετικό μέγα θεολόγο του Φωτός, τον κήρυκα της ακτίστου θείας Χάριτος, τον αντίπαπα και παπομάστιγα άγιο Γρηγόριο Παλαμά αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης.
Οι παπικοί, με εκφραστή τον Βαρλαάμ, υποστηρίζουν ότι το Φως της Θείας Μεταμορφώσεως είναι κτιστό. Δεν είναι απρόσιτο, ούτε αληθινό φως της θεότητος, αλλά κατώτερο από τους αγγέλους και από αυτή την ανθρώπινη νόηση, τα νοήματα και τα νοούμενα. Είναι δηλαδή φως υλικό, που άλλοτε γινόταν ορατό με τις αισθήσεις και άλλοτε διαλυόταν και κατέληγε στο «μη είναι», διότι ήταν φθαρτό και πεπερασμένο[12].
Σ’ αυτή την αίρεση, ότι δηλαδή το Θαβώριον Φως είναι κτιστό, οδηγήθηκαν οι παπικοί, επειδή ταυτίζουν την άκτιστη ουσία του Θεού με τις άκτιστες ενέργειές Του και επειδή αποδίδουν στον Θεό κτιστές ενέργειες. Οι παπικοί δεν δέχονται άκτιστες ενέργειες στον Θεό. Πιστεύουν ότι ο Θεός είναι ουσία απρόσιτη και δεν επικοινωνεί προσωπικά με τον άνθρωπο. Ενεργεί στον κόσμο όχι άμεσα, αλλά έμμεσα, με κτιστές ενέργειες. Γι’ αυτούς η Θεία Χάρις είναι μέγεθος κτιστό, που το δημιουργεί ο Θεός, για να σώσει τον άνθρωπο. Κτιστή είναι επίσης η Χάρις των Μυστηρίων, όπως κτιστό είναι και το Θαβώριον Φως της Μεταμορφώσεως του Χριστού[13].
Οι απόψεις, όμως, αυτές του παπισμού για το Θείο Φως είναι ετερόδοξες και αντίθετες με την διδασκαλία των αγίων. Με αναφορά πλήθους πατερικών χωρίων ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και άλλοι μοναχοί απέδειξαν ότι το Φως της Θείας Μεταμορφώσεως δεν είναι υλικό και πεπερασμένο, δεν είναι εξωτερική δόξα του σώματος, αλλά δόξα και λαμπρότητα της υποστατικά ενωμένης με το σώμα θεότητας. Δεν είναι ακόμη το Φως η ουσία του Θεού, που είναι αθέατη και αμέθεκτη, αλλά ενέργεια και Χάρις του Θεού, προσιτή και μεθεκτή από τους αξίους. Σύμφωνα με την Σύνοδο του 1341, που θεωρείται ως η Θ΄ Οικουμενική Σύνοδος, «άκτιστον εστί το Φως της του Κυρίου Μεταμορφώσεως και ουκ έστι τούτο η ουσία του Θεού». Επίσης, σύμφωνα με το Συνοδικό της Ορθοδοξίας, το Φως, που έλαμψε κατά τη Μεταμόρφωση του Κυρίου δεν είναι ούτε κτίσμα ούτε ουσία του Θεού, αλλά άκτιστη και φυσική Χάρις και έλλαμψη και ενέργεια, που πάντοτε προέρχεται αχωρίστως από την θεία ουσία[14].
Στην Ορθόδοξη θεολογία υπάρχει διάκριση μεταξύ ακτίστου ουσίας του Θεού και ακτίστων ενέργειών Του. Με την ουσία, βέβαια, του Θεού, η οποία είναι παντελώς ακατάληπτη και ανέκφραστη, ο πιστός δεν μπορεί να έλθει σε κοινωνία. Επικοινωνεί, όμως, και μετέχει των θείων ενέργειών Του. Αυτές, όπως και η θεία ουσία, είναι άκτιστες και αδημιούργητες. Είναι δηλαδή κάτι άλλο από τη θεία ουσία, αλλά όχι κάτι άλλο από τη Θεότητα. Ο πιστός, με τη μετάνοια, την άσκηση, την προσευχή και τη συμμετοχή του στη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, κοινωνεί με τις άκτιστες θείες ενέργειες και γίνεται «θείας κοινωνός φύσεως»[15]. Δηλαδή με τις άκτιστες θείες ενέργειες και κατά το μέτρο του πνευματικού του αγώνα καθαρίζεται η καρδιά του από τα πάθη, φωτίζεται ο νους και αξιώνεται να «δει», θεάται, με τρόπο μυστικό και απόρρητο, τη θεία δόξα, το άκτιστο Φως. Αυτή είναι η ησυχαστική παράδοση της Εκκλησίας μας[16].
Οι παπικοί, επίσης, θεωρούν ότι οι Απόστολοι ήταν ατελείς σ’ εκείνη την υπέρτατη θεωρία της Μεταμορφώσεως, εξαιτίας του φόβου, που δοκίμασαν, όταν οι Προφήτες Μωϋσής και Ηλίας εισήλθαν στη νεφέλη.
Σύμφωνα, όμως, με την Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως και όπως εξηγούν οι άγιοι Πατέρες, αυτός ο φόβος, που ήταν στενά συνδεδεμένος με την χαρά, δεν ήταν δουλικός, ώστε να κολασθούν και να λυπηθούν οι Απόστολοι, αλλά υιϊκός και των τελείων. Γιατί, υπάρχει ο εισαγωγικός φόβος και ο φόβος των τελείων. Εδώ πρόκειται για χαρά, σεβασμό, προσκύνηση του μεγάλου μυστηρίου, του οποίου αξιώθηκαν να γίνουν θεατές[17]. 


[1] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Εορτοδρόμιον, ήτοι ερμηνεία εις τους ασματικούς κανόνας των Δεσποτικών και Θεομητορικών εορτών,                  
  τ. Γ΄, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 1987, σσ. 311-312. 
[2] Ό. π., σ. 291.
[3] Δ΄ Βασ. 12, 2.
[4] Ό.π., σ. 256.
[5] Α΄ Πέτρ. 1, 4.
[6] Του ιδίου, Ερμηνεία εις τάς επτά καθολικάς επιστολάς των Αγίων Αποστόλων Ιακώβου, Πέτρου, Ιωάννου και Ιούδα, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 1986, σ. 346.
[7] Του ιδίου, Εορτοδρόμιον, ήτοι ερμηνεία εις τους ασματικούς κανόνας των Δεσποτικών και Θεομητορικών εορτών, τ. Α΄, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 1987, σ. 162 καί  Εορτοδρόμιον... Γ΄, σσ. 305-306.
[8] Του ιδίου, Εορτοδρόμιον...Γ΄, σ. 307.
[9] Β΄ Πέτρ. 1, 18.
[10] Ο. π., σ. 366.
[11] Ο. π., σσ. 235-236.
[12] Β. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΙΔΗΣ, Οι ησυχαστικές έριδες κατά τον ΙΔ΄ αιώνα, εκδ. Παρατηρητής, Θεσ/κη 1993, σ. 51.
[13] Ο Παπισμός χθες και σήμερα, εκδ. Ι. Μ. Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής, Ιούλιος 2009, σσ. 15-  16.
[14] Β. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΙΔΗΣ, ένθ’ ανωτ., σσ. 52, 97, 101.
[15] Β΄ Πέτρ. 1,4.
[16] Ο Παπισμός..., σ. 15.
[17] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Εορτοδρόμιον… Γ΄, σ. 260 και Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ,                               
   Οι Δεσποτικές εορτές, εκδ.  Ι. Μ. Γενεθλίου Θεοτόκου Πελαγίας, Λιβαδειά 1998, σ. 179

Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ (6 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ) π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΟΡΜΠΑΡΑΚΗΣ

 Μία από τις μεγάλες Δεσποτικές λεγόμενες εορτές είναι η Μεταμόρφωση του Κυρίου: εκεί που στο όρος Θαβώρ ο Κύριος, έχοντας πάρει μαζί Του τους «προκρίτους των μαθητών», τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, «μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών», δηλαδή το πρόσωπό Του έλαμψε σαν τον ήλιο, τα ενδύματά Του έγιναν λευκά σαν το φως, δίπλα Του φάνηκαν οι προφήτες Μωϋσής και Ηλίας, ενώ ακούστηκε άνωθεν, από τον ουρανό, η φωνή του Θεού Πατέρα, η οποία έλεγε «Ούτός εστιν ο Υιός μου ο αγαπητός, αυτού ακούετε». Όλη αυτή η θεοφάνεια, η οποία βεβαίως θυμίζει και το «σκηνικό» της Βάπτισης του Κυρίου, πραγματοποιήθηκε μέσα σε ένα νέφος το οποίο περιέλαμψε τους μαθητές, οι οποίοι μη αντέχοντας το θέαμα έπεσαν πρηνείς, ενώ κάποια στιγμή ο Πέτρος, «μη ειδώς ο ελάλει», βλέποντας και τους Μωϋσή και Ηλία να συνομιλούν με τον Κύριο, είπε σ’ Αυτόν: «Κύριε, καλόν εστιν ημάς ώδε είναι». Μετά από λίγο, το συγκλονιστικό αυτό θέαμα και άκουσμα τελείωσε, κι ο Κύριος παίρνοντας τους έκθαμβους μαθητές τούς είπε να μην ειπούν τίποτε, έως ότου αναστηθεί εκ των νεκρών, προλέγοντας ταυτοχρόνως και τα γεγονότα του Πάθους Του.
Θα έλεγε κανείς ότι σ’ αυτό το γεγονός έχουμε συμπυκνωμένη τη θεολογία της Εκκλησίας μας, περί της φύσεως του Ιησού Χριστού, περί του σκοπού της ενανθρωπήσεώς Του, περί της ανακαινίσεως του σύμπαντος κόσμου, περί της σχέσεώς Του με την Παλαιά Διαθήκη, θέματα με τα οποία ασχολήθηκαν οι Πατέρες μας ιδίως του 14ου αι., και μάλιστα ο μεγάλος Πατέρας και Διδάσκαλος άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, όταν δόθηκε η αφορμή από αιρετικούς, οι οποίοι αναφάνηκαν και αλλοίωσαν τη θεολογία της Εκκλησίας, και τα οποία η Εκκλησία μας πάντοτε τα ζει και τα προβάλλει στην πνευματική της ζωή. Ορισμένα από αυτά θα σχολιάσουμε στη συνέχεια:

1. Καταρχάς θα πρέπει να διευκρινίσουμε αυτό που τονίζει η Πατερική μας παράδοση: Η Μεταμόρφωση του Χριστού στην πραγματικότητα είναι Μεταμόρφωση των ίδιων των μαθητών: ο Χριστός, ων πάντοτε Θεός και άνθρωπος, έχοντας ενωμένες τις δύο Του φύσεις «ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως» στη μία Του θεϊκή υπόσταση-προσωπικότητα, δεν αλλάζει ποτέ: παραμένει πάντοτε ο Ίδιος. Στο γεγονός της Μεταμορφώσεως λοιπόν δεν προσλαμβάνει κάτι που δεν το είχε, αλλά αυτό που ήταν, το δίνει «κατά μέρος», να το δουν και να το νιώσουν και οι τρεις μαθητές Του. Κι αυτό που τους αποκαλύπτει είναι η θεϊκή Του δόξα. Μέχρι τότε οι μαθητές ζούσαν τον Κύριο ως άνθρωπο, ενώ ελάχιστα διαισθάνονταν τη θεϊκή Του προέλευση. Στο όρος Θαβώρ ικανώνονται από το Πνεύμα του Θεού, το Οποίο ως νέφος τους περιέλαμψε και τους άνοιξε τους πνευματικούς οφθαλμούς – έχουμε και πνευματικές αισθήσεις που λειτουργούν ή όχι ανάλογα με τη σχέση που έχουμε με τον Θεό – να δουν με «μετασκευασμένους» οφθαλμούς τη θεϊκή λάμψη, το «άκτιστον φως» του Χριστού. Η Μεταμόρφωση λοιπόν είναι Μεταμόρφωση των μαθητών, που με άλλα μάτια είδαν τα συγκλονιστικά του όρους Θαβώρ, δηλαδή τον Χριστό, αλλά και στη θεϊκή Του διάσταση. Την πραγματικότητα αυτή η Εκκλησία μας διαρκώς τη διαλαλεί, καθημερινά, όταν μεταξύ των άλλων μας επισημαίνει: «Εν τω φωτί Σου, Κύριε, οψόμεθα φως». Μόνον όταν ο άνθρωπος λάβει το φως του Θεού, μπορεί τότε να δει το φως του Θεού. Ο άνθρωπος «βλέπει» ανάλογα με ό,τι έχει μέσα του.

2. Όπως είπαμε, αυτά που είδαν οι μαθητές για τον Χριστό ήταν ό,τι μπορούσαν να αντέξουν. Κατά το κοντάκιο της εορτής, «Επί του όρους μετεμορφώθης, και ως εχώρουν οι μαθητές Σου, την δόξαν Σου, Χριστέ ο Θεός, εθεάσαντο». Κι είναι ευνόητο: Ο άνθρωπος είναι πεπερασμένος και ο Θεός είναι άπειρος. Επομένως ο άνθρωπος, όπως και όλη η δημιουργία, ακόμη και οι άγγελοι, όχι μόνον δεν μπορεί να δει και να μετάσχει στην ουσία του Θεού – αυτό είναι μόνο για την αγία Τριάδα – αλλά μπορεί να δει και να μετάσχει σ’ αυτό που λέμε ενέργεια του Θεού, αλλιώς στη χάρη ή τη δόξα ή το φως Του, μόνον εκ μέρους, όσο αντέχει. Αυτό που λαμβάνει όμως από τον Θεό ως παροχή της χάρης Του είναι ό,τι ανώτερο για εκείνον. Κάτι παραπάνω θα τον «διέλυε» και θα τον «σκότωνε». «Κανείς δεν μπορεί να δει τον Θεό και να ζήσει».

3. Γιατί ο Κύριος θέλησε να τους δώσει αυτήν τη χάρη, να δουν τη θεϊκή Του δόξα; Διότι μετά από λίγο ακολουθούν τα γεγονότα του Πάθους, άρα έπρεπε οι μαθητές να κατανοήσουν ότι το Πάθος ήταν εκούσιο, ότι ήταν η επιλογή του ενανθρωπήσαντος Θεού, για να σώσει το ανθρώπινο γένος, αίροντας την αμαρτία του επί του Σταυρού. Όπως το επισημαίνει το κοντάκιο και πάλι: «ίνα όταν Σε ίδωσι σταυρούμενον, το μεν πάθος νοήσωσιν εκούσιον, τω δε κόσμω κηρύξωσιν ότι συ υπάρχεις αληθώς του Πατρός το απαύγασμα». Ο Χριστός «έδει παθείν», διότι η αμαρτία του ανθρωπίνου γένους ήταν τέτοια, που μόνον ο λόγος, το κήρυγμα δεν ήταν ικανό να σώσει τους ανθρώπους. Έπρεπε να πάθει ο Ίδιος ο Θεός εν σαρκί, γεγονός που φανερώνει την τραγικότητα στην οποία είχε περιέλθει η ανθρωπότητα, αλλά και το άπειρο μέγεθος της αγάπης του Θεού απέναντι σ’ αυτήν.

4. Στη μέσα στο φως της λάμψης του Θεού θέα του προσώπου του Χριστού, οι μαθητές συνειδητοποιούν και την προοπτική του ανθρώπου, μετά τον ερχομό Εκείνου. Όπως φανερώθηκε ο Χριστός, σαν ήλιος πρωϊνός, έτσι θα φανερωθούμε κι εμείς κατά τη Δευτέρα Του Παρουσία, όταν ακολουθούμε τον Χριστό. Μη ξεχνάμε ότι ο Χριστός ενσωμάτωσε τον άνθρωπο στον ίδιο Του τον εαυτό, κάτι που ενεργοποιείται έκτοτε δια του αγίου βαπτίσματος και βιώνεται αυξητικά μέσα στην Εκκλησία διά των μυστηρίων και της εφαρμογής των εντολών Του, κι αυτή η ενσωμάτωση τον έκανε μέλος Του, δηλαδή δική Του προέκταση, επομένως ό,τι Εκείνος ζει, αυτό αποτελεί και θα αποτελέσει ζωή και των πιστών ανθρώπων. Όταν ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και οι Πατέρες των Συνόδων του 14ου αι. τόνιζαν την πραγματικότητα μετοχής στο άκτιστο φως του Θεού, κατά αναλογία με ό,τι συνέβη στο όρος Θαβώρ με τους τρεις μαθητές, ήδη από τη ζωή αυτή, ας φανταστούμε την ασύλληπτη μέθεξη του πιστού σ’ αυτό το φως μετά τον ερχομό Του για δεύτερη φορά, όταν ο άνθρωπος όχι μόνον ως ψυχή, αλλά και με το σώμα του θα μετέχει σ’ Εκείνον. Τότε θα λάμψουν οι άγιοι ως ήλιος, όπως έλαμψε κι ο Χριστός. Με τη Μεταμόρφωση λοιπόν αποκαλύπτεται και το μεγαλείο της προοπτικής του ανθρώπου, αυτό που οι άγιοί μας το ονομάζουν «θέωση».

5. Σ’ αυτήν την ένθεη κατάσταση μετοχής στο φως του Χριστού βλέπουμε ότι ανακαινίζεται μαζί με τον άνθρωπο και η ίδια η φύση. Πώς το βλέπουμε αυτό; Μέσα από τα ενδύματα του Χριστού. Και αυτά έλαμψαν και έγιναν λευκά σαν το χιόνι. Δηλαδή, η χάρη του Χριστού μεταγγίστηκε κατά κάποιο τρόπο και στα υλικά πράγματα, σημείο μετοχής και της φύσεως, όπως είπαμε, στη δόξα του Θεού. Και τούτο γιατί η φύση δεν είναι κάτι κακό ή κατώτερο και συνεπώς αποβλητέο, αλλά στη χριστιανική πίστη αναβαθμίζεται και αυτή, βρίσκοντας την πραγματική της θέση: να είναι βοηθός του ανθρώπου στη σωτηρία του. Η φύση ανήκει στον Θεό και την έδωσε στον άνθρωπο για να είναι ο χώρος κατοικίας του, που σημαίνει ότι η φύση προσέβλεπε στον άνθρωπο ως τον βασιλιά της. Ξέπεσε στην αμαρτία ο άνθρωπος λοιπόν, ξέπεσε και η φύση. Και με την αποκατάσταση του ανθρώπου εν Χριστώ, αποκαθίσταται και αυτή. «Η προσμονή της φύσεως, μας λέει ο απόστολος Παύλος, είναι να σωθεί ο άνθρωπος, ώστε με τη σωτηρία αυτού να σωθεί και εκείνη». Έτσι η Μεταμόρφωση είναι μία ισχυρή απάντηση σ’ όλους εκείνους που ήθελαν και θέλουν να βλέπουν τον χριστιανισμό ως μία πνευματοκρατία ή ως ένα ιδεαλισμό, με υποτίμηση και άρνηση της φύσεως.

6. Φάνηκαν όμως ο Μωϋσής και ο Ηλίας στο όρος Θαβώρ, πρόσωπα της Παλαιάς Διαθήκης, που έζησαν αιώνες πολλούς προ Χριστού. Τι σημαίνει τούτο; Πρώτον, ότι ο Κύριος είναι Κύριος της ζωής και του θανάτου. Το γεγονός ότι οι μαθητές βλέπουν αυτούς τους αγίους, κεκοιμημένους  ή απόντες από τον κόσμο αυτό από τόσο παλιά, είναι μία ισχυρότατη απόδειξη ότι αυτοί ζουν εν Θεώ. Ο θάνατος δεν είναι το τέλος της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο άνθρωπος εναποθέτει το σώμα του, αλλά η ψυχή του, με τη χάρη του Θεού, συνεχίζει να ζει. Κι αυτό το σώμα, όπως η δυναμική της αναστάσεως του Κυρίου έφερε, θα αναστηθεί για να ενωθεί με την ψυχή και πάλι. Ο θάνατος λοιπόν με τον Χριστό έγινε μία απλή δίοδος, που μας οδηγεί μέσα στην αγκαλιά του Χριστού, πολύ πιο έντονα και άμεσα όμως: «πρόσωπον προς πρόσωπον». Μία προεικόνιση αυτού του γεγονότος είναι και η παρουσία των προφητών αυτών στο Θαβώρ. Κι από την άλλη: ο Κύριος φανερώνεται ότι αποτελεί το κέντρο και της Παλαιάς Διαθήκης. Η Παλαιά Διαθήκη, που συγκεφαλαιώνεται στον Νόμο και τους Προφήτες – τον Μωϋσή και τον Ηλία – συνιστά την πρώτη αποκάλυψη του Χριστού, με αποκορύφωση τον ερχομό Του στην Καινή. Παλαιά και Καινή αποτελούν ένα ενιαίο γεγονός, που δεν μπορεί κανείς να ξεχωρίσει, χωρίς να διαστρεβλώσει και τα δύο. Η Μεταμόρφωση λοιπόν δίνει απάντηση και στο θέμα αυτό. Η Παλαιά Διαθήκη έχει χριστοκεντρικό χαρακτήρα. Ο Κύριος συνιστά το νόημα και εκείνης.

Η θεολογία της Μεταμορφώσεως του Κυρίου είπαμε από την αρχή ότι συγκεφαλαιώνει όλη την πνευματική ζωή της Εκκλησίας. Αποκαλύπτει εκτός από τον Χριστό και τον άνθρωπο στην προοπτική του. Αλλά προϋποθέτει αυτό που προϋποθέτουν όλα τα πνευματικά γεγονότα στην Εκκλησία: την ετοιμότητα του ανθρώπου αποδοχής του πλούτου που περιέχει. Ποτέ δηλαδή κανένα πνευματικό γεγονός δεν προσφέρεται στον άνθρωπο, χωρίς αυτός να μπορεί πνευματικά να το αντέξει. Όπως ένα πλουσιότατο γεύμα δεν μπορεί να προσφερθεί σε ένα βρέφος, κατά τον ίδιο τρόπο ο πλούτος της χάριτος του Θεού, που τονίζεται στη Μεταμόρφωση απαιτεί τον «ενηλικιωμένο» χριστιανό. Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας «τρέμει» μπροστά σε φαινόμενα νεανικού ενθουσιασμού, δηλαδή όταν νεαροί που ακούνε για «άκτιστον φως», νομίζουν ότι μπορούν χωρίς κόπο, εύκολα, να το αποκτήσουν. Και δυστυχώς τα αποτελέσματα είναι τραγικά. Τα λεγόμενα «νεανικά ναυάγια» δεν είναι μόνο σε θέματα ηθικής, αλλά δυστυχώς και σε θέματα πνευματικά. Κι εκείνο που πολύ καθαρά μας δίνει τις προϋποθέσεις βιώσεως της χορηγίας χάρης της Μεταμορφώσεως είναι ο ύμνος που λέει: «κα μεςστράψωμεν, τας θείαις λλοιώσεσιν, ατν κατασπαζόμενοι (την θείαν Μεταμόρφωσιν). ρος ψηλότατον τν καρδίαν, κεκαθαρμένην κ παθν, χοντεςψόμεθα, Χριστο τν Μεταμόρφωσιν, φωτίζουσαν τν νον μν». Δηλαδή: Ας αστράψουμε κι εμείς από τις θείες αλλοιώσεις (της Μεταμορφώσεως), καταφιλώντας την (μέσα στην αγκαλιά μας). Έχοντας την καρδιά μας ως υψηλότατο όρος, καθαρισμένη από τα πάθη, θα δούμε τη Μεταμόρφωση του Χριστού να φωτίζει τον νου μας. Η κάθαρση της καρδιάς μας, δια της μετανοίας και της τηρήσεως των εντολών του Χριστού, είναι η προϋπόθεση για να δούμε κι εμείς το φως του Χριστού να λάμπει μέσα μας. Γένοιτο.

"Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ" Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Τελίδης

Θαβρ πρ πν γς δοξάσθη μέρος,
δν Θεο λάμψασαν ν δόξ φύσιν
Μορφν νδρουμένην κατ κτην Χριστς μεψε.
     Κατά τη διήγηση των Ευαγγελιστών, ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός πήρε από τους μαθητές τον Πέτρο, τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο και ανέβηκε στό όρος Θαβώρ για να προσευχηθεί. Όπως σημειώνει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης: «Eπήρε δε τρεις μόνους Aποστόλους, ως προκρίτους και υπερέχοντας. O μεν γαρ Πέτρος επροκρίθη, επειδή ηγάπα πολλά τον Xριστόν. O δε Iωάννης, επειδή ηγαπάτο από τον Xριστόν. O δε Iάκωβος, επειδή εδύνετο να πίη το ποτήριον του θανάτου, το οποίον και ο Kύριος έπιεν».
    Οι τρεις μαθητές Του, όπως ήταν κουρασμένοι από τη δύσκολη ανάβαση στο Θαβώρ και ενώ κάθισαν να ξεκουραστούν, έπεσαν σε βαθύ ύπνο. Όταν ξύπνησαν, αντίκρισαν απροσδόκητο και εξαίσιο θέαμα. Το πρόσωπο του Κυρίου άστραφτε σαν τον ήλιο, και τα φορέματα Του ήταν λευκά σαν το φως. Τον περιστοίχιζαν δε και συνομιλούσαν μαζί Του δυο άνδρες, ο Μωϋσής και ο Ηλίας. Γράφει χαρακτηριστικά ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης: " Έφερε δε εις το μέσον τους τον Mωυσήν και τον Ηλίαν, διά να διορθώση τας σφαλεράς υποψίας, οπού είχον οι πολλοί περί αυτού. Καθότι, άλλοι μεν έλεγον τον Kύριον, πως είναι ο Ηλίας. Άλλοι δε, πως είναι ο Iερεμίας. Διά τούτο λοιπόν επαράστησεν εις το Θαβώρ τους πρώτους και κορυφαίους Προφήτας, διά να γνωρίσουν οι μαθηταί, και διά των μαθητών όλοι οι άνθρωποι, πόση διαφορά είναι αναμεταξύ του Xριστού, και των Προφητών. O μεν γαρ Xριστός, είναι Δεσπότης. Oι δε Προφήται, είναι δούλοι. Kαι ίνα μάθουν, ότι ο Kύριος έχει την εξουσίαν του θανάτου και της ζωής. Διά τούτο, από μεν τους αποθαμένους, έφερε τον Mωυσήν. Aπό δε τους ζωντανούς, έφερε τον Ηλίαν".
    Αφού οι μαθητές συνήλθαν κάπως από την έκπληξη, ο πάντα ενθουσιώδης, Πέτρος, θέλοντας να διατηρηθεί αυτή η αγία μέθη που προκαλούσε η ακτινοβολία του Κυρίου, ικετευτικά είπε να στήσουν τρεις σκηνές. Μια για τον Κύριο, μια για το Μωϋσή και μια για τον Ηλία. Πριν προλάβει, όμως, να τελειώσει τη φράση του, ήλθε σύννεφο που τους σκέπασε και μέσα απ' αυτό ακούστηκε φωνή που έλεγε: «Οτος στν  υός μου  γαπητός· ατο κούετε» (Λουκά, θ' 28-36). Δηλαδή, Αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός, που τον έστειλα για να σωθεί ο κόσμος. Αυτόν να ακούτε.
    Αυτό κάνουμε λοιπόν, και εμείς ως γνήσιοι συνεχιστές του έργου του Υιού του Θεού, του Ιησού Χριστού, ιδρυτή της Εκκλησίας Του και της πίστης μας, όπου σύμφωνα με το ευαγγέλιο της εορτής, που θα ακουστεί απ'άκρη ως άκρη σε όλη την Ορθοδοξία από τους ιερείς Του, λαμβάνουμε την εντολή Του που όχι μόνο πρέπει να ακούμε, αλλά και να υπακούμε σ'αυτήν.
«Οτος στν  υός μου  γαπητός· ατο κούετε»

Μεταμόρφωση και παραμορφώσεις...π. Ηλίας Υφαντής


«Η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο», λέει ο Ντοστογιέφσκι. Και ο Πλάτωνας εξάλλου λέει πως η ομορφιά είναι ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του Θεού.
Αυτός, λοιπόν, ο Θεός της ομορφιάς έπλασε τον πανέμορφο τούτο κόσμο και μας τον πρόσφερε, για να προσπαθήσουμε να του μοιάσουμε και να κάνουμε, όσο γίνεται, περισσότερο όμορφη τη ζωής μας. Αλλά εμείς, αντί να ευχαριστήσουμε το δημιουργό για τα όσα μας πρόσφερε, θεοποιήσαμε τα δημιουργήματά του και τα προσκυνήσαμε. Γεγονός που μας έσπρωξε σε ένα σωρό παραμορφώσεις και ασχήμιες…
Απ’ τις οποίες, για να μας απαλλάξει ο Θεός, μας έστειλε κάποιους πνευματικούς καθοδηγητές: Προφήτες, φιλοσόφους, επιστήμονες. Που εμείς φροντίσαμε να τους εξοντώσουμε και να εκμηδενίσουμε το έργο τους. Γι’ αυτό, τελικά, ο Θεός μας έστειλε και το Γιο του. Ο οποίος προσπάθησε να μας βγάλει απ’ τον κυκεώνα των παραμορφώσεων. Αλλά εμείς, στην προσπάθειά του αυτή, απαντήσαμε με την χειρότερη των παραμορφώσεων, που είναι ο παραλογισμός του Σταυρού.
Γιατί δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι το Χριστό δεν τον σταύρωσαν κάποιοι-όπως συνηθίζουμε να λέμε -κακοποιοί. Που η «καθωσπρέπει» κοινωνία του καλού υπόκοσμου τους κλείνει σε φυλακές υψίστης ασφαλείας. Αλλά ακριβώς ο ίδιος ο «καλός υπόκοσμος» της «καθωσπρέπει» κοινωνίας. Για ν’ αποδειχθεί, έτσι, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, πόσο οι θεσμοί της νομιμόφρονος κοινωνίας βρίσκονται σε διαμετρική αντίθεση και μετωπική σύγκρουση με την ουσία και το πνεύμα της αλήθειας και της δικαιοσύνης…
Για να δώσει, λοιπόν, ο Χριστός στους μαθητές του ένα πνευματικό αντίβαρο απέναντι στο-πέραν παντός παραλογισμού- παραμορφωτικό γεγονός της Στασύρωσης, πραγματοποίησε τη Μεταμόρφωσή του. Δείχνοντας έτσι ότι, πέρα απ’ τον κόσμο και των χειρότερων ακόμη παραμορφώσεων υπάρχει ένας κόσμος, ασύγκριτα ομορφότερος και ασύλληπτα πιο ευτυχέστερος ακόμη κι απ’ τα πιο αισιόδοξα οράματά μας. Που κάνει τις παραμορφώσεις και ασχήμιες του κόσμου τούτου να φαίνονται σαν ηλίθια καμώματα μεθυσμένων πιθήκων.
Και μνημονεύουμε τώρα το γεγονός της Μεταμόρφωσης και μιλούμε γι’ αυτό, επειδή συμβαίνει να είναι εξαιρετικά επίκαιρο. Ίσως περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Αφού όλοι μας αισθανόμαστε να ασφυκτιούμε μέσα σε ένα δίχτυ πολύμορφων ασχημιών και παραμορφώσεων.
Ή μήπως δεν έχουμε παραμορφώσει και δηλητηριάσει τη γη μας, τις θάλασσες και τον αέρα μας! Και συνακόλουθα τις τροφές, που τρώμε, το νερό, που πίνουμε, τον αέρα, που αναπνέουμε. Γεγονός, που μας κάνει να νιώθουμε όλοι-περισσότερο ή λιγότερο- δηλητηριασμένοι…Ή μήπως στον κοινωνικό μας χώρο δεν υπάρχουν δεινές παραμορφώσεις. Με τα ΜΜΕ, που φλυαρούν σκόπιμα και εκ του πονηρού για τα ασήμαντα, παραβλέποντας και αποσιωπώντας τα σοβαρά και φλέγοντα. Ή την άρχουσα αναρχία, που, αντί να λύσει, πολλαπλασιάζει  τα προβλήματα του λαού. Με τον καταιγισμό νόμων και άρθρων, που εξαρθρώνουν και υπονομεύουν την οικονομική και κοινωνική μας υπόσταση.
Ή μήπως στο χώρο της Εκκλησίας δεν ισχύει το ίδιο; Όταν, ρίχνοντας κάποιος μια ματιά στη σημερινή θρησκευτική μας πραγματικότητα και συγκρίνοντάς την με το πνεύμα του Ευαγγελίου, διαπιστώνει τερατώδεις και αποκρουστικές παραμορφώσεις και ασχήμιες. Που μάλιστα δεν διστάζουν οι αρχιτέκτονές τους να τις παρουσιάζουν και σαν έκφραση της χριστιανικής παράδοσης. Γιατί ποια σχέση μπορούν να έχουν με το Ευαγγέλιο η πολυτελής και πολυδάπανη ζωή κάποιων δεσποτάδων; Τη στιγμή, μάλιστα, που μεγάλα τμήματα του χριστεπωνύμου πληρώματος πένονται και υποφέρουν! Ή η δεσποτική εξουσία. Που κάποτε την μεταβιβάζουν και σε κάποιους σαδιστές υφισταμένους τους. Ειδικούς στην κακομεταχείριση του λαού, αλλά και των συναδέλφων τους!…
Ή μήπως δεν υπάρχουν και σήμερα εκατομμύρια «ελάχιστων αδελφών» του Χριστού, που σταυρώνονται απ’ τους αρχιερείς του σιωνισμού και του-χωρίς Χριστό-«χριστιανισμού»! Που προκαλούν κρίσεις οικονομικές και δημιουργούν εστίες πολέμων. Και υπονομεύουν και αποσαθρώνουν την κοινωνική και πολιτισμική υπόσταση των λαών. Με τις παγκοσμιοποιήσεις τους και τους οικουμενισμούς τους, το αιρετικό συνοθύλευμα της Νέας Εποχής ή τη Νέα τάξη ναζιστικών εγκλημάτων. Για να ικανοποιούν την κακουργία τους και να γεμίζουν τα χρηματοκιβώτιά τους…
Ή μήπως εμείς ο καθένας μας δεν αισθανόμαστε παγιδευμένοι μέσα σε ένα λαβύρινθο ποικίλων παραμορφώσεων; Και πάνω απ’ όλες δεν νιώθουμε ότι σε κάθε στιγμή καιροφυλακτεί και μας απειλεί η πιο φοβερή παραμόρφωση, που είναι ο θάνατος!
Και σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις έρχεται ο Χριστός να μας πει: Απέναντι σε όλες τις παραμορφώσεις εγώ σας προσφέρω τη μεταμόρφωση. Απέναντι σε όλες τις ασχήμιες σας προσφέρω την ομορφιά. Απέναντι στα σκοτάδια και στις παγίδες και στο θάνατο, εγώ σας προσφέρω το ανέσπερο και άδυτο φως της Ανάστασης.
Ο πραγματικός θάνατος δεν είναι το νομοτελειακά αναπότρεπτο βιολογικό γεγονός του θανάτου. Είναι η παραμονή μας μέσα στον κυκεώνα και το δίχτυ των παραμορφώσεων….
Απ’ αυτά σας καλώ να αποδράσετε. Και μάλιστα τώρα. Γιατί το επόμενο δευτερόλεπτο μπορεί να μην είναι δικό σας…

‘‘Δεύτε αναβώμεν εις το όρος Κυρίου… πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου

Ας ανεβούμε στο Θαβώρ.
   ‘‘Δεύτε αναβώμεν εις το όρος Κυρίου, και εις τον οίκον του Θεού ημών και θεασώμεθα την δόξαν της Μεταμορφώσεως αυτού, δόξαν ως Μονογενούς παρά Πατρός «φωτί προσλάβωμεν φως» και μετάρσιοι γενόμενοι τω Πνεύματι, Τριάδα ομοούσιον υμνήσωμε εις τους αιώνας’’.
Άλλος ένας μεγάλος μυσταγωγός θα μας ανεβάσει στο ιερό όρος της Μεταμορφώσεως, για να ατενίσουμε τη δόξα του Κυρίου: ο άγιος Ανδρέας ο Ιεροσολυμίτης, Αρχιεπίσκοπος Κρήτης κατά τον όγδοο αιώνα. Είναι ο περίφημος ποιητής του Μεγάλου Κανόνος της Σαρακοστής και βαθύτατος θεολόγος. Ας τον ακολουθήσουμε στο Θαβώρ:
“Όσοι, λέει, πιστεύοντας στον Λόγο αφαιρέσαμε το κάλυμμα της αλογίας και υψώσαμε τη διάνοια πάνω από τη γη και εμάθαμε να φρονούμε τα άνω, ελάτε κοντά μου μαζί με τον Λόγο να ανεβούμε και μεις σήμερα στο υψηλό όρος της Μεταμορφώσεως, αφού ενδυθούμε τη στολή που υφάνθηκε άνωθεν και ομορφαίνει με τις ακτίνες των αρετών πάντοθεν. Λευκοντυμένοι λοιπόν στο βίο και στο λόγο και αναπτερούμενοι από τις καθαρές έννοιες του πνεύματος, ας ανεβούμε μαζί με τον Χριστό …
Έτσι με εναλλασσόμενες αλληγορικές εικόνες μας προσκαλεί ο ρήτωρ στην ιερή αυτή ανάβαση των ψυχών. Για να μας διδάξει τι; Για να δείξει ο Κύριος την υπεραπαστράπτουσα της θεότητός Του δόξα και λαμπρότητα, την οποία προηγουμένως μας εφανέρωσε μυστικότερα, τώρα όμως εμφανέστερα δια της μεταμορφώσεώς Του … Αυτό λοιπόν εορτάζουμε σήμερα: τη θέση της φύσεως, την αλλοίωση προς το καλύτερο, την ανάβαση από τα κατά φύσιν εις τα υπέρ φύσιν. Ο άγιος Ανδρέας επιμένει στην ιερή ανάβαση: Ας ανεβούμε προθύμως, επαναλαμβάνει. Μέχρι πότε θα παραμένουμε στις υπώρειες του πνευματικού όρους του λόγου θαυμάζοντας το κάλλος το προ της ανόδου; Ας ανεβούμε μαζί με εκείνους που υψώθηκαν με το λόγο, ας αξιωθούμε για τα υψηλά, ας φωτισθούμε από τη νεφέλη, ας απομακρυνθούμε από τα βλεπόμενα, ας μυηθούμε στο υπέροχο φως πάνω από τα ανθρώπινα, αφού προηγουμένως καθαρθούμε από όλα τα υλικά. Τότε θα ακούσουμε και τη μακαρία εκείνη φωνή του Πατρός, η οποία μαρτυρεί αψευδώς την θεότητα του Μονογενούς.
Αυτή η μυσταγωγία του πνεύματος είναι ο σκοπός της Μεταμορφώσεως και με τέτοιο τρόπο πρέπει να υμνούμε το μυστήριο τούτο. Κατανοώντας δηλαδή το βάθος του γεγονότος με περισσότερη επίγνωση, να αντλήσουμε τη χάρη πιο έντονα δια της μιμήσεως Εκείνου, ο οποίος μεταμορφώθηκε, ώστε να ενεργηθή και μέσα μας αυτό το θαυμαστό και παράδοξο μυστήριο. Σ’ αυτή τη ‘‘νοητή πανδαισία’’ μας καλεί ο σοφός πατήρ με τη συνοδεία του Παναγίου Πνεύματος.
Η πνευματική ανάβαση συνεχίζεται. Προσθέτει ο Άγιος: Όταν πια ανεβούμε μαζί με τον Ιησού και εισέλθουμε μέσα στην ουράνια νεφέλη, τότε πολύ τρανότερα και υψηλότερα θα αξιωθούμε της μυστικής ενατενίσεως ‘‘δια των ιματίων του Λόγου’’, τα οποία είναι λευκά σαν το χιόνι και λάμπουν σαν το φως, αφού υπεχώρησαν πλέον τα σύμβολα ενώπιον της αλήθειας. Και ποια είναι αυτά τα ιμάτια του Λόγου; Τα λόγια Του και τα έργα Του, με τα οποία φάνηκε ο απέραντος βυθός της θείας οικονομίας Του. Και τα δύο λάμπουν σαν το φως και φανερώνουν τον Αόρατον και Απόρρητον.
Με τον τρόπο αυτό δια των ιματίων φανερώνεται ο απόκρυφος Λόγος και αφήνει να φανεί το φως της γνώσεως Αυτού. Σε ποίους; Σε εκείνους οι οποίοι σαν τον Πέτρο και τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη είναι αγνισμένοι διά του Πνεύματος. Διότι ο μεν ένας είναι σταθερά στηριγμένος στην πέτρα, στο θεμέλιο της πίστεως, στο οποίον διά των αρετών οικοδομείται η Εκκλησία οι άλλοι δύο, ως υιοί της βροντής δέχονται τη μυστική ενατένιση της υψηλής θεολογίας από τον Λόγο, έχοντες σαν βάση στερεά και ακράδαντη την ακίνητη πέτρα. Ο ένας δείχνει, κατά τη γνώμη του αγίου Ανδρέα, το βάθος της πίστεως, οι άλλοι δύο το πλάτος και το ύψος του απερίγραπτου μυστηρίου που ξεπερνάει το άπειρο.
Εάν αυτά είναι τα λαμπερά ιμάτια του Σωτήρος κατά την αλληγορική ερμηνεία, ποιο είναι το αστραφτερό πρόσωπό Του; είναι το πρωτότυπο κάλλος, το υψηλότερο και τιμιότερο από όλα τα προσφιλή, το οποίο γίνεται πρόξενο ακατάπαυστης ευφροσύνης σε όσους το βλέπουν, όσο μπορεί να φανερώνεται. Αυτό ποιος νους ή λόγος μπορεί να το ιδή ή να το εκφράσει; Εάν τα ιμάτια Αυτού από το φως που ανέβλυζε από μέσα τους ήταν τέτοια, πόσο λαμπρότερο ήταν αυτό που εκάλυπταν, πάνω από κάθε όραση και γνώση; Ποιος θα μπορούσε να αντικρίσει εκείνη την αγία ‘‘στολή Του’’, την οποία κατασκεύασε από παρθενικό αίμα διά του Αγίου Πνεύματος μυστηριωδώς για τον εαυτό Του; Τίποτε δεν μπορεί μέσα στην κτίση να χωρέσει αυτή την υπερβολή της λαμπρότητας …
Γι’ αυτό κι ο Πέτρος μέσα σ’ αυτήν την φωτοφάνεια και θεοπτία, χαίρων υπερφυσικά κατά την ψυχή και θελγόμενος και ενθουσιαζόμενος, χωρίς να μπορεί να ερμηνεύσει με τα λόγια του τα όσα ένοιωθε, αλλά και χωρίς να μπορεί να τα ξεπεράσει με τη σιωπή, λέει εκείνα τα λόγια, που δεν είναι λόγια αφροσύνης, όπως τα θεωρούν μερικοί, αλλά βλαστήματα της αρρήτου εκείνης μυσταγωγίας. Τι λέει; ‘‘Κύριε, καλόν έστιν ημάς ώδε είναι’’.
Γιατί; Για να απαλλαγούμε από την πολυτάραχη ενόχληση των ανθρώπων και καθαρμένοι κατά την ψυχή και τις αισθήσεις να απολαμβάνουμε την απερίγραπτη αυτή θεοφάνεια. Τι καλύτερο και ποθητότερο και προσφιλέστερο από το να κατασκηνώσουμε κοντά στον ενανθρωπήσαντα Λόγον, ο οποίος εσκήνωσε μεταξύ των ανθρώπων; Και έτσι καταλαμπόμενοι από το απρόσιτο φως της δικής Του φωτοχυσίας, να έχουμε Αυτόν κατοικούντα και εμπεριπατούντα μέσα  μας, αφήνοντας την παλιά μας ζωή και ακολουθώντας τη δική Του με ζέση του Αγίου Πνεύματος.
Και καταλήγει: Συνόδευσε τον Χριστό, ο οποίος για σένα οδοιπορεί στον κόσμο και μη σταματήσεις πουθενά στο δρόμο … Ανέβα και στον ουρανό μαζί Του. εκεί να μετοικήσεις την ψυχή και τον βίο σου. Είναι καλό να ζεις με τον θεό, στο πανηγύρι των αγίων …
Η Κάθοδος από το Θαβώρ..
   ‘‘Και καταβαινόντων αυτών από του όρους ενετείλατο αυτοίς ο Ιησούς λέγων:”Μηδενί είπητε το όραμα έως ού ο Υιός του Ανθρώπου εκ νεκρών αναστή”
Και ενώ κατέβαιναν από το βουνό, ο Ιησούς τους διέταξε. Μην πείτε σε κανένα το όραμα, μέχρι που ο Υιός του ανθρώπου να αναστηθεί από τους νεκρούς.
‘‘Η απαγόρευση της ανακοίνωσης του γεγονότος της Μεταμορφώσεως αποτελεί ισχυρή απόδειξη της ιστορικότητας του υπερφυούς γεγονότος. Αν η οπτασία ήταν επινόηση, πως θα εξηγήσομε την επινόηση της απαγορεύσεως;’’ (Π. Τρεμπέλας).
Η εντολή της απαγόρευσης είναι σύμφωνη με την συνηθισμένη τακτική του Χριστού. Οι ερμηνείες που δίνονται είναι:
(α) Για να μην απιστήσουν όσοι σουν τον ‘‘Ούτω δεδοξασμένον Σταυρούμενον ’’ (Ωριγενής).
(β) Για να μην προκληθεί σφοδρότερη αντίδραση εκ μέρους των εχθρών του Χριστού
(γ) Για να αποφευχθούν άκαιρος ενθουσιασμός και ταραχώδεις εκδηλώσεις εκ μέρους των Εβραίων οι οποίοι ακούγοντας για την εμφάνιση του Μωϋσή και Ηλία, θα ενίσχυαν τις παχυλές προσδοκίες τους για τον Μεσία – Ελευθερωτή και θα εμπόδιζαν το πνευματικό έργο του Χριστού (Π. Τρεμπέλας).
‘‘Και στις τρείς αφηγήσεις των Συνοπτικών, ο Πέτρος, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης κατεβαίνουν από το Όρος για να βρεθούν αντιμέτωποι με μια σκηνή σύγχυσης και οδύνης: ένα επιληπτικό παιδί σε κρίση σπαραγμού η αγωνία του πατέρα του η ανημπόρια κι αμηχανία των άλλων μαθητών (Μαρκ. 9, 14-18). Για μια ακόμη φορά δεν πρόκειται για μια τυχαία αντιπαράθεση. Ο Πέτρος θέλησε να μείνει στην κορυφή του βουνού φτιάχνοντας τρείς σκηνές, και έτσι να παρατείνουν το όραμα (Μαρκ. 9,5).
Αυτό κ Κύριός μας δεν το επιτρέπει: επιμένει να κατέβουν και πάλι στην πεδιάδα. Στην παρούσα ζωή συμμετέχουμε στη χάρη της Μεταμόρφωσης όχι απομονώντας τον εαυτό μας από τα πάθη του κόσμου, αλλά μπαίνοντας σ’ αυτά. Το Θαβώρ και ο Γολγοθάς συναποτελούν ένα μυστήριο η δόξα και το πάθος πάνε μαζί. Ο καθημερινός μας βίος μεταμορφώνεται ακριβώς στο ποσοστό που – ο καθένας ανάλογα με την κλίση του – μοιραζόμαστε τον πόνο, την μοναξιά και την απόγνωση αυτών που μας περιβάλλουν. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Τα πάντα μπορούν να μεταμορφωθούν. Αλλά τέτοια μεταμόρφωση είναι δυνατή μόνο ‘‘δια της άρσεως του σταυρού’’. ‘‘ΙΔΟΥ ΓΑΡ ΗΛΘΕ ΔΙΑ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΧΑΡΑ ΕΝ ΟΛΩ ΤΩ ΚΟΣΜΩ’’.
(Επίσκοπος Διοκλείας Κάλλιστος)\
‘‘Ευσεβέστατοι Χριστιανοί, όσοι φωταγωγηθήκατε από την Μεταμόρφωση του Κυρίου και διδαχθήκατε την δόξα της Ορθοδοξίας, όσοι ελάβατε αυτόν τον Υιόν του Θεού, και πιστεύετε την Θεία του Σάρκωση και την Θείαν αυτού Μεταμόρφωσιν, και γι’ αυτό σας έδωκε εξουσία να γίνετε τέκνα Θεού, καθώς σας φανερώνει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, πιστεύετε και λατρεύετε αυτόν τον Μεταμορφούμενο Θείο Λόγο, για να σας αξιώσει να δείτε την αστραπηφόρο μορφή του στην Βασιλεία του, καθώς την είδαν οι Απόστολοι στο Θαβώρ όρος όσοι βαπτισθήκατε και αγιασθήκατε με το Θείον Βάπτισμα, όσοι θρέψατε και ποτίσατε την ψυχή σας με το άχραντο Σώμα και Αίμα Του, όσοι διδαχθήκατε το μυστήριο της Αγίας Τριάδος με το παράδειγμα των Αγίων Αγγέλων, με την λογική σας ψυχή, και με τον λαμπρότατο ήλιο του Ουρανού, πιστεύετε και προσκυνείτε αυτόν τον τρισυπόστατο Θεό, για να σας αξιώσει να απολαύσετε και την Βασιλεία του. Αμήν’’(Αγ.Εφραίμ ο Σύρος).
Αποσπασμα από την εργασία μας.”Η ΔΕΣΠΟΤΙΚΗ ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗΣ”(Πατερική και υμνογραφική προσέγγιση της εορτής)

Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ (Ὁμιλία τοῦ ἀειμνήστου Ἁγιορείτου Ἡγουμένου π.Γεωργίου Καψάνη) Πηγή: http://kirigmata.blogspot.com/2014/08/blog-post_3.html#ixzz39MBy2wya

Ὅπως ὅλα τά γεγονότα πού μᾶς διηγοῦνται οἱ ἅγιοι Εὐαγγελισταί ἔγιναν διά τήν σωτηρίαν ἡμῶν, ἔτσι καί ἡ Θεία Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου ἔγινε δι' ἡμᾶς καί διά τήν σωτηρίαν ἡμῶν. Δέν ὑπάρχει κάτι στή ζωή τοῦ Κυρίου μας, πού νά μήν ἔχει σωτηριολογική σημασία, πού νά μήν ἀφορᾶ τήν σωτηρία μας. Γι' αὐτό ἄλλωστε ἐνηνθρώπισε ἔγινε ἄνθρωπος διά τήν σωτηρία μας.
Καί ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου μας μᾶς ὑποδεικνύει ὄχι μόνον τήν θεότητα τοῦ Κυρίου καί τήν δόξαν τήν ὁποίαν εἶχε πλησίον τοῦ Οὐρανίου Πατρός Του, πρό τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου, προαιωνίως -καί τήν ὁποίαν ἐπ' ὀλίγον ἐφανέρωσε εἰς τούς Μαθητάς του, δέν ἐφανέρωσε τήν πλήρη δόξα Του, ἀλλά κάτι ἀπ' τή δόξα Του, καθώς ἠδύναντο, ὅπως λέει ἡ ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας-, ἀλλά κι ἔτσι μᾶς ὑπέδειξε ποιός εἶναι καί ὁ σκοπός τῆς δικῆς μας ζωῆς.

Εἶναι νά μετέχουμε τοῦ Θείου Φωτός, τῆς Δόξης τοῦ Θεοῦ, τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Διότι κατά τούς Ἁγίους Πατέρες ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ Δόξα Του, εἶναι τό Ἄκτιστο Φῶς. Εἶναι ἡ θέα τοῦ Προσώπου τοῦ Κυρίου. Ἀπ' τή μιά λοιπόν μεριά ὁ Κύριος μεταμορφώνεται γιά νά βεβαιωθοῦν καί οἱ Μαθηταί Του, πού θά ἐσκανδαλίζοντο μετά ἀπό λίγο μέ τόν Σταυρικό Του θάνατο, ὅτι ὄντως εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ καί Θεός ἀληθινός. Ἀλλά καί μεταμορφώνεται γιά νά πεῖ καί σέ μᾶς πώς ὅ,τι συνέβη σέ μένα πρέπει νά γίνει καί σέ σᾶς. Εἴμεθα κεκλημένοι ὅλοι νά μεταμορφωθοῦμε. Βέβαια, ὁ Κύριος μετεμορφώθη δι' ἰδίας Αὐτοῦ δυνάμεως. Ἐμεῖς θά πρέπει νά μεταμορφωθοῦμε «ἀπό δόξης εἰς δόξαν», πού λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ὄχι διά τῆς δικῆς μας δυνάμεως, ἀλλά διά τῆς Χάριτος καί τοῦ Φωτός τοῦ Μεταμορφωθέντος Κυρίου.
Γιά τό Φῶς αὐτό μιλοῦσε καί ἡ Παλαιά Διαθήκη καί κάποιοι ὅπως ὁ Μωϋσῆς, ὅπως ἀκούσαμε, ἔλαβαν δόξαν Θεοῦ. Ἀλλά κανείς δέν τόλμησε νά πεῖ στήν Παλαιά Διάθηκη, ὅσο κι ἄν ἔλαβε κάποια Χάριν καί Δόξαν ἀπό τόν Θεόν, ὅτι «ἐγώ εἰμι τό Φῶς τοῦ Κόσμου». Μόνο ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἐτόλμησε νά τό πεῖ γιατί Αὐτός εἶναι καί ἡ ζωή, εἶναι τό πᾶν. Καί τώρα πῶς ἐμεῖς, οἱ ἐμπαθεῖς, οἱ ἁμαρτωλοί, θά μετάσχουμε τοῦ Θείου Φωτός; Πῶς θά γίνουμε κι ἐμεῖς φῶς; Πῶς θά ὑποχωρήσουν τά πάθη μας πού εἶναι σκότος; Καί οἱ ἁμαρτίες πού εἶναι σκότος; Καί πῶς σιγά - σιγά τό σκότος πού εἶναι ἐν ἡμῖν θά λιγοστεύει καί θά αὐξάνει τό φῶς τοῦ Χριστοῦ; Αὐτός εἶναι ὁ ἀγῶνας μας καί γι' αὐτό βλέπουμε τόν Κύριο Μεταμορφωθέντα καί βλέπουμε ποῦ πρέπει νά φθάσουμε κι ἐμεῖς. Διότι κάθε Χριστιανός πρέπει νά γίνει μιμητής τοῦ Χριστοῦ καί ὅ,τι συνέβη στόν Χριστό νά γίνει καί στήν δική μας ζωή, ὅπως λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ὅτι πρέπει νά ὁδεύσωμεν διά τῶν βαθμίδων τῆς πνευματικῆς τελειώσεως, τῆς πνευματικῆς ἡλικίας τοῦ Χριστοῦ κι ὅ,τι συνέβη στόν Χριστό νά γίνη καί σέ μᾶς.
Ἄρα, λοιπόν, καί σέ μᾶς πρέπει νά γίνη Μεταμόρφωσις διά τοῦ φωτός τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου μας. Κι ἐδῶ εἶναι ὁ ἀγῶνας μας. Πῶς μέ τήν μετάνοιά μας, μέ τήν προσευχή μας, μέ τήν ταπείνωσί μας, μέ τήν ὑπακοή μας, μέ τήν συμμετοχή στό φωτιστικό Σῶμα καί Αἷμα τοῦ Κυρίου -διότι καί ἡ Θεία Κοινωνία εἶναι Φῶς- ὡς μετέχοντες αὐτῶν ὅλων τῶν ἁγίων χαρισμάτων τοῦ Τριαδικοῦ μας Θεοῦ, θά μπορέσουμε κι ἐμεῖς λίγο - λίγο νά λιγοστεύουμε μέσα μας τό σκότος καί νά αὐξάνη τό Φῶς τοῦ Χριστοῦ;
Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι βλέποντας τόν Μεταμορφωθέντα Κύριον βλέπουν καί τόν ἑαυτόν τους. Διά μέν τόν ἑαυτόν μας λυπούμεθα, διότι δέν βλέπουμε τό Φῶς αὐτό νά λάμπη στήν ὕπαρξή μας. Διά δέ τόν Μεταμορφωθέντα Κύριον χαιρόμεθα καί τόν εὐχαριστοῦμε καί τόν δοξάζουμε. Τόν παρακαλοῦμε ὅμως σήμερα ταπεινά νά μᾶς βοηθήση νά ποθήσωμε τό ἄκτιστον Φῶς, τό Φῶς τοῦ Προσώπου Του. Νά ποθήσωμε νά ἀντικαταστήσωμε τόν ἔσω ἄνθρωπο, νά τόν κάνουμε φωτεινό, ὅπως φωτεινός εἶναι ὁ Χριστός, πού εἶναι ὅλος Φῶς καί ὅλος Ζωή καί ὅλος Ἀνάστασις καί ὅλος Ἀλήθεια.
Κι ἔτσι, ἀγωνιζόμενοι τόν καλόν ἀγῶνα, ἐφαρμόζουμε τό Ἅγιον Θέλημα τοῦ Κυρίου, γιατί τό Θέλημα τοῦ Κυρίου, ὅπως πολλές φορές τό ἔχουμε πεῖ, εἶναι  νά γίνουμε θεοί κατά Χάριν. Καί πῶς θά γίνει κανείς θεός κατά Χάριν ἄν εἶναι μέσα στό σκότος καί ἄν τό Φῶς τοῦ Χριστοῦ δέν ἔχει πλημμυρίσει τήν ὕπαρξί του;
Ψάλλουμε δέ καί στήν Δοξολογία «ἐν τῷ φωτί Σου ὀψόμεθα φῶς». Πράγματι μποροῦμε νά δοῦμε φῶς μόνο ἐν τῷ φωτί τοῦ Προσώπου τοῦ Χριστοῦ. Ἔχομεν Χριστόν λάμποντα. Ἔχομεν Θεοτόκον φωτεινοτάτην. Ἔχομεν Ἁγίους φωτεινούς καί ἐμεῖς καλούμεθα νά γίνουμε φῶς.
Ὁ Θεός νά μᾶς βοηθήση καί οἱ εὐχές ὅλων τῶν Ἁγίων, οἱ ὁποῖοι ἐπέτυχαν τόν φωτισμόν, τήν ἔλλαμψι, τήν θέωσι, εἶδαν τό φῶς τῆς Μεταμορφώσεως καί ἐθεάθησαν πολλοί ἀπό αὐτούς μέσα στό φῶς τῆς Μεταμορφώσεως. Διότι, οἱ Ἅγιοι ὄχι μόνο εἶδαν τό φῶς τῆς Μεταμορφώσεως, ἀλλά καί τούς εἶδαν μέσα σ' αὐτό τό φῶς ὅσοι ἦσαν ἄξιοι νά τούς ἴδουν. Θυμᾶστε ἀπό τόν βίο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὅτι ὅταν ἦταν ἡ ὥρα νά παραδώση τήν ἁγία του ψυχή, δύο ἱερεῖς πού ἦταν ἐκεῖ, ἕνας ἱερομόναχος καί ἕνας ἔγγαμος, ἄξιοι ἱερεῖς, εἶδαν τό πρόσωπό του νά λάμπη ὅλο μές στό φῶς τῆς Μεταμορφώσεως. Μποροῦσε ὁ Ἅγιος Παλαμᾶς, πού ἦρθε στό Ἅγιο Ὄρος εἴκοσι ἐτῶν καί λαχταροῦσε νά ἀπαλλαγῆ ἀπό τό σκότος φωνάζοντας συνεχῶς «φώτισόν μου τό σκότος», μποροῦσε νά μήν εἰσακουσθῆ ἡ προσευχή του καί νά μήν λάμψη μέσα του τό φῶς τοῦ Χριστοῦ; Αὐτό τό φῶς λοιπόν ἄς ζηλέψουμε κι ἐμεῖς κατά κάποιον τρόπο. Μέ ἕναν ἅγιον ζῆλον κι ἄς παρακαλέσουμε τόν Κύριον νά μᾶς ἀξιώση νά ἀγωνιστοῦμε γι' αὐτό τό φῶς, τό αἰώνιο φῶς, τό ἄκτιστο φῶς, τό φῶς πού εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί γιά τό ὁποῖο εἴμεθα κεκλημένοι. Καί ἐάν ἀπό αὐτή τή ζωή κάτι κι ἐμεῖς δοῦμε ἀπό αὐτό τό φῶς ἔχωμε ἐλπίδα ὅτι θά μᾶς ἀξιώση ὁ Κύριος νά ζήσωμε καί ἐν τῷ φωτί τῆς οὐρανίου Βασιλείας, τήν ὁποίαν εὔχομαι εἰς πάντας ὑμᾶς. Ἀμήν.-

ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ

Εἶπε ὁ Κύριος στοὺς Ἀποστόλους, καὶ κατ᾽ ἐπέκταση σὲ ὅλους ἐμᾶς: «Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι. ὃς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ' ἂν ἀπολέσῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ, εὑρήσει αὐτήν». Σωτήριο βέβαια τὸ παράγγελμα τοῦ Κυρίου καὶ πρόξενο τῆς μετοχῆς στὴν αἰώνια ζωὴ καὶ δόξα. Ὡστόσο, ἐπειδὴ οἱ μαθητὲς δὲν εἶχαν λάβει ἀκόμη τὴν ἐξ ὕψους δύναμη, εὔλογο ἦταν νὰ ἀναρωτιοῦνται: «πῶς μπορεῖ νὰ ἀπαρνηθεῖ κάποιος τὸν ἑαυτό του; Ἢ πῶς γίνεται, ἀφοῦ χάσει κάποιος τὴν ζωή του, νὰ τὴν βρεῖ πάλι;». Γιὰ νὰ τοὺς ἀπομακρύνει ἀπὸ αὐτὲς τὶς σκέψεις καὶ νὰ τοὺς ἀναμορφώσει καὶ νὰ τοὺς προσφέρει μιὰ μικρὴ γεύση τῆς μέλλουσας δόξης, τοὺς λέει: «ἀμὴν λέγω ὑμῖν, εἰσί τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐρχόμενον ἐν τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ». Σᾶς διαβεβαιῶ, δηλαδή, ὅτι κάποιοι ἀπ᾽ αὐτοὺς ποὺ βρίσκονται ἐδῶ, δὲν θὰ γευθοῦν θάνατο, προτοῦ δοῦν τὸν Χριστὸ νὰ ἔρχεται δοξασμένος εἰς τὴ βασιλεία του. Λέγοντας βασιλεία ὁ Κύριος ἐννοεῖ τὴν ἴδια τὴ θέα τῆς δόξας, μέσα στὴν ὁποία θὰ ἐμφανιστεῖ καὶ θὰ λάμψει, καὶ τῆς ὁποίας οἱ σεσωσμένοι θὰ κοινωνήσουν.

Πῶς, λοιπόν, ἤθελε νὰ καταστήσει θεατὲς τοῦ θαύματος αὐτοὺς ποὺ δέχθηκαν τὴν ὑπόσχεση; Ἀνεβαίνει στὸ Ὄρος ἔχοντας τρεῖς ἀπ᾽ αὐτούς, τοὺς ὁποίους ἐπέλεξε, καὶ ἔμπροσθέν τους μεταμορφώνεται. Τὸ πρόσωπό του ἔλαμψε ὅπως ὁ ἥλιος, τὰ δὲ ἱμάτιά του ἔγιναν λευκὰ ὅπως τὸ φῶς.  Λαμπρύνθηκε, λοιπόν, μὲ τὸ ἴδιο φῶς καὶ τὸ προσκυνητὸ ἐκεῖνο σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὰ ἱμάτια, ἀλλ᾽ ὄχι ἐξίσου. Διότι τὸ μὲν πρόσωπό του ἔλαμψε σὰν τὸν ἥλιο, τὰ δὲ ἱμάτια, ἐφόσον ἄγγιζαν τὸ σῶμα του, ἔγιναν φωτεινά. Καὶ ἔδειξε μὲ αὐτὸ ποιὲς εἶναι οἱ στολὲς τῆς δόξης, ποὺ θὰ ἐνδυθοῦν κατὰ τὸν μέλλοντα αἰῶνα ὅσοι πλησίασαν τὸν Θεό, καὶ ποιὰ εἶναι τὰ ἐνδύματα τῆς ἀναμαρτησίας, τὰ ὁποῖα ὅταν ἀπέβαλε ὁ Ἀδὰμ λόγῳ τῆς παραβάσεως, φαινόταν γυμνὸς καὶ αἰσθανόταν ντροπή.

Τὸ φῶς ποὺ εἶδαν τὰ μάτια τῶν Ἀποστόλων στὴν ἀρχὴ ἔλαμπε μετριότερα καὶ ἐπέτρεπε τὴν ὅρασή του. Ὅταν ὅμως διαχύθηκε μὲ πολὺ μεγαλύτερη ἔνταση, ἦταν γι᾽ αὐτοὺς ἀόρατο λόγῳ τῆς ἀσύγκριτης λαμπρότητάς του. Ἄλλωστε, καὶ στὸν αἰσθητὸ ἥλιο τὸ ἴδιο φῶς ἐπιτρέπει τὴν ὅραση μέσῳ τῆς ἀκτίνας καὶ ἀφαιρεῖ πάλι τὴν ὅραση, ὅταν κατάματα τὸν κοιτάξει κανείς, διότι ἡ λαμπρότητά του εἶναι ὑπεράνω τῆς δυνατότητας τῶν ὀφθαλμῶν μας. Ἀλλ᾽ ὁ μὲν αἰσθητὸς ἥλιος φαίνεται ὅπως εἶναι ἐκ φύσεως καὶ ὄχι ὅπως θέλει, οὔτε μόνο σὲ ὅποιους θέλει. Ὁ Χριστός, ὅμως, ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, ἔχοντας ὄχι μόνο φύση καὶ φυσικὴ λαμπρότητα καὶ δόξα, ἀλλὰ καὶ θέληση ἀνάλογη, φωτίζει προνοητικῶς καὶ σωτήρια μόνο ὅσους θέλει καὶ ὅσο θέλει καὶ ὅταν θέλει. Ἔτσι θέλησε καὶ φάνηκε σὰν ἥλιος ἐνώπιον τῶν Ἀποστόλων. Ἔπειτα ἔλαμψε πιὸ ἔντονα κατὰ τὴν θέλησή του καὶ ἀπὸ τὴν ἀσύγκριτη ἐκείνη φωτεινότητα ἔγινε ἀόρατος στὰ μάτια τῶν Ἀποστόλων, σὰν νὰ εἰσῆλθε σὲ φωτεινὴ νεφέλη. Καὶ τότε ἀκούσθηκε φωνὴ ἀπὸ τὴ νεφέλη: «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε». Αὐτὴ ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ ἐμφανίστηκε καὶ ἄλλοτε˙ ὅταν ὁ Κύριος βαπτίσθηκε στὸν Ἰορδάνη, ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοὶ καὶ ἡ ἴδια φωνὴ ἀκούσθηκε ἀπὸ τὴ δόξα ἐκείνη, τὴν ὁποία δόξα καὶ ὁ Στέφανος ἀργότερα ἐνατένισε, ὅταν ἄνοιξαν γι᾽ αὐτὸν οἱ οὐρανοί. Τώρα φάνηκε καὶ ἀκούσθηκε ἀπὸ τὴ νεφέλη, ποὺ ἐπισκίασε τὸν Ἰησοῦ καὶ τοὺς Ἀποστόλους.

Ἡ φωνὴ τοῦ Πατρός, μέσα ἀπὸ τὴ νεφέλη, μᾶς δίδαξε ὅτι ὅλα ἐκεῖνα τὰ πρὸ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, οἱ νομοθεσίες καὶ τὰ παραγγέλματα, ἦταν ἀτελῆ καὶ δὲν ἔγιναν οὔτε τελέσθηκαν σύμφωνα μὲ προηγούμενο θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ παραχωρήθηκαν γιὰ τὴ μέλλουσα παρουσία καὶ ἐπιφάνεια τοῦ Κυρίου. Αὐτὸς λοιπόν, ὁ ἀγαπητὸς Υἱός, εἶναι ἐκεῖνος, στὸν ὁποῖο εὐδοκεῖ καὶ ἀναπαύεται καὶ εὐαρεστεῖται τέλεια ὁ Πατήρ. Γι᾽ αὐτὸ καὶ μᾶς παραγγέλλει αὐτὸν νὰ ἀκοῦμε καὶ σ᾽ αὐτὸν νὰ πειθαρχοῦμε. Ὅταν λοιπὸν μᾶς λέει «εἰσέλθετε ἀπὸ τὴν στενὴ πύλη, διότι εἶναι πλατειὰ καὶ ἄνετη ἡ ὁδὸς ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀπώλεια, ἐνῶ στενὴ καὶ δύσβατη ἡ ὁδὸς ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ζωή», αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε. Κι ὅταν πάλι μᾶς λέει πῶς τὸ φανὲν φῶς εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, αὐτὸν νὰ ἀκοῦμε, σ᾽ αὐτὸν νὰ πιστεύουμε καὶ τέτοιου φωτὸς νὰ ἀγωνιζόμαστε νὰ καταστήσουμε ἀξίους τοὺς ἑαυτούς μας.

Κυριακή, Αυγούστου 03, 2014

ΠΑΝΑΓΙΑ, Η ΩΡΑΙΟΤΕΡΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ – ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΜΩΥΣΕΩΣ ΜΟΝΑΧΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ


Ο Χριστός παραλαμβάνει την ψυχή της Παναγίας. 
Η Παναγία, κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, τον μεγαλύτερο δογματικό Πατέρα της Εκκλησίας μας, «κατέχει τα δευτερεία της Αγίας Τριάδος». Δηλαδή εμείς οι ορθόδοξοι χριστιανοί μετά την Αγία Τριάδα τιμάμε την Παναγία. Μεγάλη όντως τιμή. Στο πρόσωπο της Παναγίας τιμάται το γυναικείο φύλο. Ο πιστός ελληνικός λαός τιμά ιδιαίτερα κι ευλαβείται πολύ την Παναγία της οποίας την προστασία έζησε πολλές φορές.

Αυτό φαίνεται και στ΄ ότι από τις 30000 εκκλησίες, παρεκκλήσια κι εξωκκλήσια όλης της Ελλάδος οι 6000 είναι αφιερωμένες σ΄ εορτές της Παναγίας και οι περισσότερες στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Μάλιστα από τα 1000 μοναστήρια της Ελλάδος τα 300 τιμώνται σ΄ εορτές της Παναγίας. Γέννηση, Ευαγγελισμός, Ζωοδόχος Πηγή, Τίμια Ζώνη, Κοίμηση. Τα στοιχεία αυτά λαμβάνουμε από τα επίσημα δίπτυχα της Εκκλησίας της Ελλάδος. Η Ελλάδα θα λέγαμε είναι παναγιοφρούρητη και παναγιοσκέπαστη.

Στο Άγιον Όρος, το ωραίο προσωνυμούμενο «Περιβόλι της Παναγίας», από τον πολύπλαγκτο Σκοπελίτη Ξηροποταμηνό μοναχό Καισάριο Δαπόντε, ονομασία που επικράτησε, η τιμή της Παναγίας πλησιάζει τα όρια της μεγάλης αγάπης. Από τις 20 μονές οι 5 τιμώνται στην Παναγία. Από τις 12 Σκήτες οι 3 είνι αφιερωμένες στην Παναγία. Από τα 300 Κελλιά περίπου τα 50 πανηγυρίζουν σ΄ εορτές της Παναγίας. Με σεμνές πανηγυρικές αγρυπνίες, παρακλήσεις, Χαιρετισμούς, Θεοτοκάρια και Θεοτόκια. Όλα ωραία για την ωραιότερη και σεμνότερη γυναίκα όλου του κόσμου.


Κέντρο του Θεομητορικού εορτασμού τον Αύγουστο στον ιερό Άθωνα είναι ο πάνσεπτος ναός του Πρωτάτου στις Καρυές. Αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Η πολυπρόσωπη και κατανυκτική μεγάλη εικόνα του τέμπλου παρουσιάζει κατά τη βυζαντινή παράδοση τη σύναξη των Αποστόλων και πρώτων επισκόπων γύρω από τη νεκρική κλίνη της Θεοτόκου. Ο Χριστός ψηλά μετά των αγγέλων να παραλαμβάνει την ψυχή της. Η ίδια εικόνα σε μικρό μέγεθος στο προσκυνητάρι. Μεγάλη και ωραιοτάτη ίδια παράσταση σε τοιχογραφία από τον χρωστήρα του Θεσσαλονικέως Πανσέληνου και της συνοδείας του στα τέλη του 13ουαιώνος. Μεγάλη πανήγυρη και στη μονή Ιβήρων.

Η θαυματουργή εικόνα του Άξιον Εστί, δεσπόζει και λάμπει στο προσκυνητάρι της, με την κεντητή ποδιά, τ΄ ασημένια καντήλια, τα άνθη, τα θυμιάματα, τ΄ αφιερώματα, τις λαμπάδες, τις μετάνοιες, τους μύριους ασπασμούς. Κάθε 15 Αυγούστου και όλο το Άγιον Όρος αγρυπνεί εκ βαθέων ψάλλοντας : «Καὶ σὲ μεσίτριαν ἔχω, πρὸς τὸν φιλάνθρωπον Θεόν, μή μου ἐλέγξῃ τὰς πράξεις, ἐνώπιον τῶν Ἀγγέλων, παρακαλῶ σε, Παρθένε, βοήθησόν μοι ἐν τάχει».

Η θεοτοκοφιλία μοναχών και λαϊκών είναι δικαιολογημένη, δίκαιη, πηγαία, αυθόρμητη και ειλικρινής. Η Παναγία είναι το καλύτερο που είχε να δώσει όλη η ανθρωπότητα στη θεότητα. Είναι η ωραιότερη, σεμνότερη, ταπεινότερη και ιερότερη γυναίκα του κόσμου. Ας πρεσβεύει ασίγαστα. Έχουμε μεγάλη την ανάγκη και την προστασία της.

ΠΗΓΗ : ΜΟΝΑΧΟΥ ΜΩΥΣΕΩΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, ΕΟΡΤΙΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ, εκδ. ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΝΕΑΠΟΛΕΩΣ ΚΑΙ ΣΤΑΥΡΟΥΠΟΛΕΩΣ, ΝΕΑΠΟΛΗ 2012, σ. 281 κ.ε
ΠΗΓΗ.

ΜΝΗΜΗ ΘΑΝΑΤΟΥ – ΜΕΓΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ

                                       

Ο Άγιος Αντώνιος έλεγε στους μαθητές του : Για να μην πέφτουμε σε αμέλεια και αφήνουμε την άσκηση, καλό είναι να μελετάμε πάντα τον αποστολικό λόγο: «Καθ΄ ημέραν αποθνήσκω» (Α΄ Κορ. 15,31).

Γιατί αν έτσι ζούμε κι εμείς, με καθημερινή δηλαδή την αίσθηση τού θανάτου, δεν θ' αμαρτήσουμε.

Αυτό πού λέω, σημαίνει τούτο: Κάθε πρωί πού ξυπνάμε, να πιστεύουμε πως δεν θα ζήσουμε μέχρι το βράδυ. Και όταν πέφτουμε για ύπνο, να πιστεύουμε πως δεν θα σηκωθούμε. Γιατί είναι άγνωστη, φυσικά, η διάρκεια της ζωής μας και μετριέται καθημερινά από τη θεία πρόνοια.

Αν λοιπόν είμαστε έτσι τοποθετημένοι εσωτερικά, ούτε θ' αμαρτήσουμε, ούτε καμιά κακή επιθυμία θα έχουμε, ούτε θα οργιστούμε εναντίον κανενός, ούτε θα μαζέψουμε θησαυρούς πάνω στη  γη.

Αλλά, περιμένοντας καθημερινά το θάνατο, θα γίνουμε φτωχοί, και σε όλους θα τα συγχωρούμε όλα. Μα ούτε και γυναίκα θα ποθήσουμε, ούτε κάποιας άλλης αισχρής ηδονής την απόλαυση θα κυνηγήσουμε, αλλά, σαν φευγαλέα πού είναι, θα τη σιχαθούμε, ζώντας συνεχώς με την αγωνία της φρικτής απολογίας μας και έχοντας μπροστά στα μάτια μας την ημέρα της κρίσεως του Θεού και του το γιατί ο μεγάλος φόβος και η ταλαιπωρία των βασάνων διαλύει τη γλυκύτητα της ηδονής και ανασταίνει την ψυχή όταν αρχίσει να πέφτει.

ΠΗΓΗ : ΜΙΚΡΟΣ ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, εκδ. ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, ΩΡΩΠΟΣ, ΑΤΤΙΚΗ 2001. 

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...