Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Απριλίου 29, 2016

Θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν


Τοῦ πρωτ. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ 

Με τα ἀπαισιότερα συναισθήματα ἀντιμετωπίζεται συνήθως ὁ θάνατος. Ὁ πολιτισμός μας, γιὰ τὸν ὁποῖο τόσο καυχόμαστε, δὲν μᾶς ἔχει ἐξοικειώσει μὲ τὴ μεγαλύτερη καὶ τραγικότερη πραγματικότητα στὴ ζωή μας, τὸν θάνατο. Οὔτε μᾶς ἔχει συμφιλιώσει μαζί του. Γι᾽ αὐτὸ λείπει στὴ σημερινὴ κοινωνία μία ρεαλιστικὴ φιλοσοφία τοῦ θανάτου. Βέβαια, σ᾽ αὐτὸ συντρέχουν διάφοροι λόγοι. Ὁ ὀλιγόπιστος φοβᾶται τὸν θάνατο, διότι βλέπει τὴν ἀνετοιμότητά του νὰ τὸν ὑποδεχθεῖ. Ὁ ἄπιστος ἢ ἄθεος, ποὺ στηρίζει ὅλες τὶς ἐλπίδες του στὸν κόσμο αὐτό, βλέπει τὸν θάνατο σὰν καταστροφή. Γι᾽ αὐτὸ ἀποφεύγει νὰ μιλεῖ γιὰ τὸν θάνατο ἢ χλευάζει τὸν θάνατο, ἀλλὰ στὸ βάθος τὸν φοβᾶται. Ὅπως τὸν φοβοῦνται οἱ οἰκονομικὰ εὔρωστοι, διότι θὰ τοὺς κάμει νὰ χάσουν ὅσα ἔχουν, ἀλλὰ καὶ οἱ προλετάριοι τοῦ κόσμου μας, μολονότι διατείνονται, ὅτι βλέπουν τὸν θάνατο σὰν σωτηρία. Διότι γι᾽ αὐτούς, κυρίως, ἰσχύει ὁ λόγος τοῦ Δ. Σολωμοῦ: «Γλυκειὰ ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος μαυρίλα». 

Γιὰ τὸν Χριστιανὸ ὅμως, καὶ μάλιστα τὸν πατερικό, δηλαδὴ τὸν ὀρθόδοξο, τὸ μυστήριο τοῦ θανάτου ἔχει λυθεῖ. Ἡ Σφίγγα τοῦ θανάτου διέκοψε τὴ σιωπή της. Τὸ αἴνιγμα, ποὺ τόσο ἀπασχόλησε τὸ ἀνθρώπινο πνεῦμα καὶ μόνο ἡ σωκρατική–πλατωνικὴ μεγαλοφυία μπόρεσε νὰ ψαύσει στὸν «Φαῖδρο», ἔχει πιὰ ἐξιχνιαστεῖ καὶ ἀπομυθευθεῖ. Μένει, βέβαια, καὶ γιὰ τὸν χριστιανὸ ὁ θάνατος «μυστήριο». «Ὄντως φοβερώτατον τὸ τοῦ θανάτου, μυστήριο»— ψάλλουμε στὴ νεκρώσιμη ἀκολουθία. Τὸ μυστήριο ὅμως δὲν ἔγκειται στὴν ὕπαρξή του, ἀλλὰ στὶς συνέπειές του: «πῶς ἡ ψυχὴ ἐκ τοῦ σώματος βιαίως χωρίζεται…»! 

Ἡ συμμετοχὴ τοῦ πιστοῦ στὸ Πάθος καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ βοηθεῖ στὴν κατανόηση τοῦ μυστηρίου τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Ἡ ζωὴ εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, ποὺ δημιούργησε τὰ πάντα «ἐξ οὐκ ὄντων» (ἀπὸ τὸ μηδὲν) καὶ μᾶς ἔφερε ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξη. Ὁ θάνατος, ἐξ ἄλλου, εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴ θέληση τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶναι φυσικὴ κατάσταση, ἀλλὰ συνδέεται μὲ τὸ τραγικὸ γεγονὸς τῆς ἁμαρτίας, τῆς ἀστοχίας τοῦ ἀνθρώπου νὰ μείνει στὴν κοινωνία τοῦ Θεοῦ. «Ὁ Θεὸς θάνατον οὐκ ἐποίησεν», «φθόνῳ διαβόλου εἰσῆλθε θάνατος εἰς τὸν κόσμον». Ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε τὸν θάνατό μας, «ἵνα μὴ τὸ κακὸν ἀθάνατον γένηται». 


Αὐτὴ εἶναι ἡ θεολογικὴ ἑρμηνεία τοῦ θανάτου ἀπὸ τοὺς Ἁγίους μας, τοὺς ἀληθινοὺς Θεολόγους. Ἡ ἁμαρτία, ὡς πτωτικὸ γεγονός, ἀδρανοποίησε καὶ νέκρωσε, τελικά, τὴ ζωή μας, ποὺ εἶναι ἡ ἐνοίκηση τοῦ Θεοῦ στὴν καρδιά μας, τὸ κέντρο τῆς ὕπαρξής μας. Αὐτὸς ὁ «χωρισμός» ἀπὸ τὴν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ πνευματικὸς θάνατος, ποὺ προκάλεσε καὶ τὸν σωματικό–βιολογικὸ θάνατό μας. Στὸν πνευματικὸ θάνατο πρέπει νὰ ζητηθεῖ ἡ αἰτία καὶ τοῦ σωματικοῦ θανάτου. Ὁ θρῆνος, λοιπόν, κατὰ τὴν κήδευση κάποιου ἀγαπητοῦ μας προσώπου («Θρηνῶ καὶ ὀδύρομαι, ὅταν ἐννοήσω τὸν θάνατον…», ψάλλουμε) δὲν συνδέεται μὲ τὸν πρόσκαιρο χωρισμό μας, ἀλλὰ μὲ τὴν αἰτία ποὺ προκάλεσε τὸν θάνατό μας, τὴν ἁμαρτία. 


 Ὁ σωματικὸς θάνατος εἶναι διάσπαση τῆς ἁρμονικῆς σχέσης καὶ συλλειτουργίας ψυχῆς καὶ σώματος, ὡς τὴ Δεύτερη Παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀνθρώπινη σάρκα νεκρώνεται, φθείρεται καί, ἐπιστρέφοντας στὸ χῶμα, διαλύεται. Ἡ ψυχὴ ὅμως δὲν φθείρεται, οὔτε διαλύεται, διότι ὁ Θεὸς τὴν δημιούργησε πνευματική. Περιμένει τὸ «κέλευσμα» (παράγγελμα) τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὴ Β´ Παρουσία Του (Α´ Θεσ. 4,16), γιὰ νὰ ξαναενωθεῖ μὲ τὸ ἀναστημένο σῶμα καὶ νὰ ζήσει αἰώνια μαζί Του, σὲ μίαν ἄλλη ζωή, ποὺ θὰ εἶναι ὅμως αἰώνια συνέχεια τῆς γήινης ὕπαρξής μας. Ὁ «νόμος τῆς ἀφθαρσίας» ἰσχύει ἀπόλυτα στὸ δημιουργικὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ. Τίποτε δὲν χάνεται ἀπὸ αὐτό. Γι᾽ αὐτὸ κάθε στιγμὴ τῆς παρούσας ζωῆς ἔχει γιὰ τὸν χριστιανὸ σωτηριολογικὴ σημασία, διότι ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ τὴ ζοῦμε κρίνεται ἡ σωτηρία μας, ἡ κατάστασή μας στὴν μετὰ θάνατον ὕπαρξή μας (Βλ. Β´ Κορ. 6, 7). 

Ὁ Χριστός, μὲ ὅλο τὸ σωτήριο ἔργο Του, ἐπιφέρει τὴν πλήρη ἄρση ὅλων τῶν συνεπειῶν τῆς πτώσης. Συντρίβει τὴν ἁμαρτία πρῶτα στὴ δική Του ἀναμάρτητη φύση, ποὺ δὲν νικᾶται ἀπὸ τὴ θανατηφόρο δύναμη τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ καὶ πάνω στὸ Σταυρό Του, στὸν Ὁποῖο θανάτωσε τὴ δική μας ἁμαρτία, τὴν ἁμαρτία ὅλου τοῦ κόσμου (Ἰω. 1, 29). Ὁ Θεὸς δὲν ἐνεργεῖ τιμωρητικά, ὅπως θὰ ἀπαιτοῦσε ὁ ἀνθρώπινος νομός, ἀλλὰ ὡς σωτήρας καὶ ἀπελευθερωτὴς τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴ δουλεία τῆς ἁμαρτίας, ὅπως ἐπιβάλλει ὁ δικός Του νόμος. Δὲν «τιμωρεῖ», συνεπῶς, τοὺς ἁμαρτωλούς, ὅπως συνέβη μὲ τὸν κατακλυσμὸ στὴν Π. Διαθήκη (Γεν., κεφ. 8), ἀλλὰ τὴν ἁμαρτία, ὅπως ὁ καλὸς γιατρὸς δὲν ζητεῖ τὸν θάνατο τοῦ ἀσθενοῦς, ἀλλὰ τῆς νόσου. Γι᾽ αὐτὸ στὴ Θεία Λειτουργία ὀνομάζεται ὁ Χριστὸς «ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἡμῶν». 


 Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ κορύφωση τῆς νίκης Του πάνω στὴν ἁμαρτία μας καὶ γι᾽ αὐτὸ νοηματοδοτεῖ ὅλη τὴν ὕπαρξή μας. Ἐνῶ ἡ ἱστορία τοῦ κόσμου βαδίζει πρὸς ἕνα τέλος, ὁ ἄνθρωπος στὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως ἀποδεικνύεται χωρὶς τέλος. Διότι στὸ ὅριο ἱστορίας καὶ μεταϊστορίας βρίσκεται ὁ Νικητὴς τοῦ θανάτου, ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος «θανάτῳ ἐπάτησε τὸν θάνατον» καὶ μεῖς «θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν», τὸν θάνατο τοῦ θανάτου. Ὁ θάνατος καὶ ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ νίκη πάνω στὸ θάνατο. Ἔξω ἀπὸ τὴ σχέση μὲ τὸν Χριστὸ ὁ θάνατος γίνεται φοβερὸς καὶ ἀδυσώπητος. Μὲ τὸν ἀναστάντα Χριστὸ ὁ θάνατος ἀπομυθοποιεῖται. Καταλύεται ἡ παντοδυναμία του (Ἑβρ. 2, 14). 


Ὁ Χριστὸς κατήργησε τὸ φόβητρο τοῦ θανάτου, ὥστε χριστιανικὰ ο θάνατος νὰ νοεῖται ὡς ἡ ἀληθινὴ γέννηση καὶ ἀναμονὴ τῆς κοινῆς ἀνάστασης. Κατανοεῖται, ἔτσι, τὸ παράδοξο: ἐνῶ ὁ «κόσμος» γιορτάζει γενέθλια, ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ πανηγυρίζουμε τὴν «μνήμην», τὴν κοίμηση, τῶν Ἁγίων μας. Διότι ἡ ἡμέρα τοῦ θανάτου γιὰ τὸν αὐθεντικὰ χριστιανὸ εἶναι ἡ ἀληθινὴ γέννησή μας («γενέθλιος ἡμέρα») στὴν ἀληθινὴ ζωή. 

 Ὁ ὀρθόδοξος πιστὸς ὅμως ζεῖ αὐτὲς τὶς περίεργες γιὰ τὸν χωρὶς Θεὸ κόσμο πραγματικότητες, μετέχοντας στὴ ζωὴ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Δὲν ἀρκεῖ γι᾽ αὐτὸ τὸ τυπικὸ βάπτισμα. Χρειάζεται μετοχὴ στὴν ἐν Χριστῷ ζωὴ καὶ ὕπαρξη. Στὰ ὅρια αὐτῆς τῆς ζωῆς ὁ πιστὸς πεθαίνει κάθε στιγμὴ τῆς ζωῆς του, νεκρώνεται, μὲ τὴν ἄσκηση καὶ τὴν πνευματικὴ ζωὴ γιὰ τὸν κόσμο, γιὰ νὰ ζήσει μέσα στὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἡ «αἰώνιος ζωή». Γι᾽ αὐτὸ μᾶς διδάσκουν οἱ μοναχοί μας, οἱ αὐθεντικοὶ πιστοί: «Ἐὰν πεθάνεις, πρὶν πεθάνεις, δὲν θὰ πεθάνεις, ὅταν πεθάνεις»!


 Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ «ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ ζήσεται» (Ἰωαν. 11, 25) σημαίνει, ὅτι ἡ μέσῳ τοῦ βαπτίσματος καὶ τῆς πνευματικῆς ζωῆς ἕνωσή μας μαζί Του, μᾶς συνδέει καὶ πάλι μὲ τὴν γεννήτρια τῆς ζωῆς, τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς, ποὺ εἶναι Αὐτός. Μᾶς ἐπαναφέρει στὴν κοινωνία καὶ σχέση μὲ τὸν Θεό, ποὺ ζωοποιεῖ τὸν θάνατό μας καὶ μεταμορφώνει σὲ ζωὴ δική Του τὸν καθημερινὸ θάνατό μας. Χωρὶς νὰ εἶναι, συνεπῶς, κανεὶς ζωντανὸ μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας, δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει ἀληθινά, νὰ μετέχει τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἁπλὰ βαπτισμένος ἔχει τὶς δυνατότητες καὶ προϋποθέσεις μετοχῆς σ᾽ αὐτὴ τὴ ζωή, ἀλλὰ δὲν σημαίνει ὅτι μετέχει σ᾽ αὐτήν, ἂν δὲν μετέχει στὴν ἄσκηση καὶ τὴν ἐμπειρία τῶν ἁγίων μυστηρίων. «Οὐχ ὅτι ἅπαξ γεγενήμεθα τοῦ σώματος», λέγει ὁ ἱ. Χρυσόστομος. Δὲν τελειώνουν, δηλαδή, ὅλα ὅσον ἀφορᾶ τὴ σωτηρία, μὲ τὸ βάπτισμα. Μὲ αὐτὸ ἀρχίζουν. Τὸ βάπτισμα εἶναι τὸ ἄνοιγμα τῆς πύλης, ἀλλὰ πρέπει νὰ διαβεῖ τὴν πύλη κανεὶς καὶ νὰ ζήσει ἐν Χριστῷ.


 Οἱ Ἅγιοί μας, μὲ τὰ ἀκέραια καὶ ἄφθαρτα λείψανά τους (π.χ. Ἅγιος Σπυρίδων ἢ Ἅγιος Γεράσιμος) βεβιώνουν τὴν ὑπέρβαση τοῦ θανάτου καὶ τῶν συνεπειῶν του (φθορᾶς) ἤδη μέσα στὴ ζωὴ αὐτή, ἀλλὰ καὶ δίνουν μαρτυρία τῆς αἰωνιότητας μέσα στὴν ἱστορία. Βλέποντας τοὺς Ἁγίους ὁ ὀρθόδοξος πιστὸς (καὶ αὐτὴ τὴν ἐμπειρία ἔχουμε ἐμεῖς οἱ ἑπτανήσιοι ἀπὸ μικρὰ παιδιά), οἰκοδομεῖ τὴ δική του φιλοσοφία γιὰ τὸν θάνατο. Ἡ νίκη τοῦ Χριστοῦ δίνει τὴ δύναμη, ὥστε νὰ μὴ βλέπει ὁ πιστὸς τὸν θάνατο, ὅπως «οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα» (Α´ Θεσ. 4, 14), ἀλλὰ καὶ νὰ νικᾶ κάθε μορφὴ θανάτου (ἀποτυχίες, ἀρρώστιες, παθήματα). Διότι δὲν δίνει ἀπόλυτο χαρακτήρα στὴ ζωὴ αὐτή. Δὲν ἦταν οὔτε μαζοχιστής, οὔτε πεισιθάνατος ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν ἔλεγε: «τὴν ἐπιθυμίαν ἔχω εἰς τὸ ἀναλῦσαι καὶ σὺν Χριστῷ εἶναι» (θέλω νὰ πεθάνω καὶ νὰ εἶμαι μὲ τὸν Χριστό, Φιλ. 1, 23).


 Ὁ θάνατος εἶναι γιὰ τὸν ὀρθόδοξο πιστὸ «μετάβαση» στὴν ὄντως ζωή. Ἕνας ὕπνος, ποὺ περιμένει τὸ ξύπνημα στὴν ἀτελεύτητη αἰωνιότητα. Βέβαια, ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἀπὸ τὴν ἴδια του τὴ φύση ἀθάνατος. Ἡ ἀθανασία εἶναι χάρισμα τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, ὡς πλάσμα Του. Ἀθάνατος εἶναι μόνο ὁ ἄχτιστος (ἀδημιούργητος) Θεὸς (Α´ Τιμ. 6, 15). Ἀθανασία, ἐξ ἄλλου, δὲν εἶναι ἡ ἁπλὴ ἐπιβίωση, ἀλλὰ ἡ μετοχὴ στὸν «παράδεισο», στὴ Χάρη ἢ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ σημαίνει καὶ ἡ εὐχὴ «αἰωνία ἡ μνήμη». Νὰ μετέχει, δηλαδή, ὁ πιστὸς αἰώνια στὴν κοινωνία τοῦ Θεοῦ, στὴ βασιλεία Του. 5. Ἡ Ὀρθοδοξία, μὲ ὅλη τὴ δομή της, προσφέρει στὸν πιστὸ τὴν δυνατότητα συνεχοῦς μετοχῆς στὸ θάνατο καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Τὰ μυστήρια λ.χ. εἶναι συνεχὴς πραγμάτωση αὐτῆς τῆς δυνατότητας. Μὲ τὸ βάπτισμα πεθαίνει κανεὶς μὲ τὸν Χριστὸ (Ρωμ. 6, 3). Γι᾽ αὐτὸ καὶ τὰ ἀρχαῖα βαπτιστήρια, οἱ ὁμαδικὲς «κολυμβῆθρες» τῆς Ἐκκλησίας, εἶχαν συνήθως τὸ σχῆμα σταυροῦ. Τὸ βαπτιστήριο (ἢ κολυμβήθρα) εἶναι ὁ τάφος τῆς ἁμαρτίας καὶ ἡ «μήτρα» τῆς ἐν Χριστῷ ἀναγεννήσεως. Γι᾽ αὐτὸ οἱ Ὀρθόδοξοι τελοῦμε τὸ βάπτισμα μὲ τριπλὴ κατάδυση καὶ ἀνάδυση καὶ ὄχι μὲ ραντισμὸ ἢ ἐπίχυση. Ζοῦμε αἰσθητὰ καὶ ὁρατὰ τὸν θάνατο καὶ τὴν ἀνάστασή μας. Ἡ Μετάνοια ἢ Ἐξομολόγηση εἶναι καὶ αὐτὴ θάνατος (τῆς ἁμαρτίας μας) καὶ ἀνάστασή μας στὴ νέα ζωὴ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Γι᾽ αὐτὸ εἶναι τόσο ἀναγκαῖο αὐτὸ τὸ μυστήριο, ὅπως καὶ ἡ ὁλοκλήρωσή του, ἡ Θεία Εὐχαριστία, ἡ μετοχὴ στὴ νίκη καὶ τὴ δόξα τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ, ποὺ βρίσκεται στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρός, ὅπου μὲ τὴν Ἀνάληψή του ἀνέβασε τὴν ἀναγεννημένη φύση μας. Ἀλλὰ καὶ τὰ ἄλλα μυστήρια (Εὐχέλαιο, Γάμος, Ἱερωσύνη π.χ.) προσφέρουν τὴν ἴδια δυνατότητα. Ὁ γάμος λ.χ. εἶναι ἐνσωμάτωση τῆς νέας ζωῆς τοῦ ζεύγους στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὥστε καὶ στὴν εἰδικὴ αὐτὴ ὄψη τῆς ζωῆς τους νὰ ζοῦν τὸ ἴδιο μυστήριο τοῦ θανάτου τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς συνεχοῦς ἀναστάσεώς τους σὲ μιὰ ζωή, στὴν ὁποία Κύριος εἶναι μόνο ὁ Χριστός. 


Γι᾽ αὐτὸ —ἂν θέλουμε νὰ δοῦμε τὰ πράγματα στὴν ἀληθινή τους ὄψη— ὁ πολιτικὸς γάμος εἶναι μὲν νόμιμος, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ ἐξισωθεῖ μὲ τὸ μυστήριο, διότι πραγματοποιεῖ μὲν ἕνα «νομικὸν συνάλλαγμα», ἀλλὰ δὲν εἰσάγει στὴ ζωὴ τῆς Χάρης. Συχνά, ὅταν μοῦ ὑποβάλλεται τὸ ἐρώτημα, τί ἔχει νὰ προσφέρει ἡ Ἐκκλησία στὴν ἀντιμετώπιση τῆς κάθε κοινωνικῆς δυσλειτουργίας, ἡ ἀπάντησή μου εἶναι μία: Ἡ Ἐκκλησία, ὡς σῶμα Χριστοῦ, δὲν μοιράζει ἀσπιρίνες στοὺς πονοκεφάλους τοῦ κόσμου. Εἰσάγει σὲ μία ζωή, ποὺ δίνει τὴν δυνατότητα στὸν πιστὸ ἄνθρωπο νὰ νικᾶ συνεχῶς τὸν κάθε θάνατό του καὶ νὰ ὁμολογεῖ μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο: «ὡς ἀποθνήσκοντες καὶ ἰδοὺ ζῶμεν»· φαινόμαστε σὰν νὰ πεθαίνουμε, καὶ ὅμως ζοῦμε (Β´ Κορ. 6, 9)!

Τι νόημα έχει το έθιμο να περνούν οι πιστοί κάτω από τον Επιτάφιο;

Τι νόημα έχει το έθιμο να περνούν οι πιστοί κάτω από τον Επιτάφιο;

Έχετε αλήθεια αναρωτηθεί ποιό είναι το νόημα του εθίμου να περνάμε κάτω από τον Επιτάφιο, μετά την περιφορά Του;


Το να περνούν οι πιστοί κάτω από τον Επιτάφιο, είναι μια ευσεβής συνήθεια με νόημα σχεδόν εμφανές. : «Εκφράζω τη βαθύτατη ευλάβειά μου και την πίστη μου στον θυσιασθέντα, παθόντα και ταφέντα Κύριο, και θέτω τον εαυτό μου εν ταπεινώσει κάτω από Αυτόν και κάτω από τη θαυμαστή και θεϊκή επίδραση και ευλογία Του».Το ίδιο γίνεται και με το Ι.Πετραχήλι, όπου σκύβω κάτω από αυτό, για να δεχθώ την ευλογία και την ευχή του Ιερέα, είτε στην Εξομολόγηση, είτε στο Ευχέλαιο, είτε σε οποιαδήποτε άλλη Ευχή.
Το ίδιο γίνεται και όταν εορτάζει κάποιος Άγιος και λιτανεύεται η Ιερά Εικόνα του, ή το σκήνωμά του (πχ Αγ.Γεράσιμος) ή ένα θαυματουργό Εικόνισμα της Παναγίας (πχ στην Τήνο). Βλέπουμε εκατοντάδες ανθρώπων που στρώνονται στο έδαφος, γιά να περάσει από πάνω τους η «χάρη». Συχνά το ίδιο επαναλαμβάνεται και με τα Άγια Δώρα, στη Μ.Είσοδο.
Αλλά, παρόμοια συνήθεια περιγράφεται και στις Πράξεις των Αποστόλων, όπου θαυμαστά σημεία λάμβαναν χώρα, όταν και μόνο η σκιά των Αποστόλων που περνούσε πάνω από ασθενείς, ήταν αρκετή για να τους θεραπεύσει: «Ο σεβασμός δε και η εκτίμησις του λαού προς αυτούς (τους Αποστόλους) δια την θείαν δύναμιν, που ενεργούσε δια μέσου αυτών, ήτο τόσος, ώστε έβγαζαν τους ασθενείς εις τας πλατείας και τους έβαζαν οι μεν πλούσιοι επάνω εις κλίνας, οι δε πτωχοί εις απέριττα κρεββάτια, ώστε, όταν θα ήρχετο και θα επερνούσε ο Πετρος, και η σκια του έστω να πέση επάνω εις κανένα από αυτούς, δια να τον θεραπεύση». (Πράξ. 5,15)
Το μόνο, που απαιτεί προσοχή και δηλώνει ασέβεια και ολιγοπιστία, είναι εκείνο το άγχος να τρέξουμε και να περάσουμε οπωσδήποτε από 3 ή από 7 Επιταφίους.. Πάντα η θρησκοληψία καιροφυλακτεί, για να θολώσει την θεοσέβεια…
π.Θεολόγος

ΑΓΙΟΥ ΛΟΥΚΑ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΡΙΜΑΙΑΣ Λόγος εις την ΜεγάληΠαρασκευή «Ην δε ωσεί ώρα έκτη και σκότος εγένετο εφ' όλην την γην έως ώρας εννάτης» (Λκ. 23, 44).

Λόγος εις την Μεγάλη Παρασκευή
ΑΓΙΟΥ ΛΟΥΚΑ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΡΙ ΜΑΙΑΣ
Λόγος εις την ΜεγάληΠαρασκευή
«Ην δε ωσεί ώρα έκτη και σκότος εγένετο εφ' όλην την γην έως ώρας εννάτης» (Λκ. 23, 44).

Ο ήλιος από τον τρόμο για το τι έκαναν οι δολοφόνοι, σκοτώνοντας στη γη τον Υιό του Θεού, έκρυψε τις ακτίνες του, για να μην δει κανείς το πιο φρικτό από όλα τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν ποτέ πάνω στη γη. Από φόβο και τρόμο εσιώπησαν τα καταραμένα χείλη αυτών που δολοφόνησαν τον Σωτήρα του κόσμου, που λίγο πριν Τον ενέπαιζαν, λέγοντας: «Άλλους έσωσεν, εαυτόν ου δύναται σώσαι· ει βασιλεύς Ισραήλ εστι, καταβάτω νυν από του σταυρού και πιστεύσομεν επ’ αυτώ» (Μθ. 27, 42).
Ήρθε η στιγμή, που το πάθος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού έφτασε στο αποκορύφωμά του. Ξέρετε γιατί οι άλλοι που εκτελέστηκαν πάνω στο σταυρό κρέμονταν σ' αυτόν ολόκληρες ήμερες μέχρι να πεθάνουν ενώ ο Κύριός μας πέθανε πολύ πιο γρήγορα, σε έξι ώρες μόνο; Ξέρετε ότι ο πάρα πολύ δυνατός πόνος, ο οποίος διαρκεί πολύ καιρό μπορεί και μόνο αυτός να γίνει αιτία του θανάτου; Αυτό ακριβώς συνέβη με τον Κύριο Ιησού Χριστό. Το μαρτύριο και τα βάσανά Του ήταν φρικτά επειδή Τον συνέθλιβε τόσο αφάνταστα μεγάλο φορτίο των αμαρτιών όλου του κόσμου, για τις όποιες εκούσια θυσιάστηκε  και τις εξαγόρασε με το άχραντό Του Αίμα.    
Η δύναμη που Του έμεινε έφτασε μόνο για να πει τα τελευταία Του λόγια: «Διψώ» (Ιω. 19, 28). «Πάτερ, εις χείρας σου παρατίθεμαι το πνεύμα μου» (Λκ. 23 46). Σείστηκε η γη και το καταπέτασμα του ναού σκίστηκε στα δύο, από πάνω ως κάτω. Και έφευγε, χτυπώντας τα στήθη, ο άπιστος λαός που δεν δέχθηκε τον Μεσσία του. Τι σκέφτονταν οι ανόητοι αυτοί φανατικοί, οι οποίοι λίγο πριν φώναζαν στον Πιλάτο: «Σταύρωσον σταύρωσον αυτόν» (Λκ. 23, 21). «Το αίμα αυτού εφ' ημάς και επί τα τέκνα ημών» (Μθ. 27, 25). Έχουν καταλάβει άραγε ότι ο ίδιος ο σατανάς με το στόμα τους φώναζε τα φοβερά αυτά λόγια;
Οι ίδιοι άνθρωποι λίγο πριν υποδέχονταν πανηγυρικά τον Κύριο Ιησού Χριστό, στρώνοντας στην οδό τα ιμάτιά τους και κρατώντας στα χέρια τους κλαδιά φοινικιάς και κραυγάζοντας: «Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, βασιλεύς του Ισραήλ» (Ιω. 12, 13). Είναι πολύ φοβερό αυτό το πράγμα, δείχνει πόσο βαθειά στην καρδιά του ανθρώπου μπορεί να εισέλθει το πονηρό πνεύμα.
Ας αφήσουμε όμως τον ανόητο φανατισμό των εχθρών του Χριστού, οι οποίοι θεωρούσαν βαρειά αμαρτία και κατάργηση του Μωσαϊκού νόμου την θεραπεία κατά την ήμερα των Σαββάτων των παραλύτων, των ασθενών, των κατεχομένων από βαρείες αρρώστιες, των δαιμονιζομένων και των εκ γενετής τυφλών. Ας σκεφτούμε ότι και άλλου είδους φανατισμός υπήρξε στην ιστορία του ανθρωπίνου γένους. Ας θυμηθούμε πόσοι κατά φαντασίαν αιρετικοί πέθαναν στις φλόγες της ιεράς εξέτασης στην Ισπανία. Ας θυμηθούμε την νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου κατά την οποία σφάχτηκαν πολλοί Γάλλοι προτεστάντες εξ αιτίας της ετεροδοξίας τους. Ας θυμηθούμε τα ποτάμια αίματος που χύθηκαν κατά τον πόλεμο, όταν οι χριστιανοί 30 ολόκληρα χρόνια πολεμούσαν εναντίων των άλλων χριστιανών.
Αλλά ας κοιτάξουμε γύρω μας. Βλέπουμε ότι υπάρχουν τόσοι πολλοί όχι ετερόδοξοι αλλά άνθρωποι, οι οποίοι καθόλου δεν πιστεύουν στον Χριστό. Πολλοί είναι και αυτοί για τους οποίους είπε ο απόστολος Παύλος: «αθετήσας τις νόμον Μωϋσέως χωρίς οικτιρμών επί δυσίν ή τρισί μάρτυσιν αποθνήσκει, πόσω δοκείτε χείρονος αξιωθήσεται τιμωρίας ο τον υιόν του Θεού καταπατήσας και το αίμα της δι¬αθήκης κοινόν ηγησάμενος, εν ω ηγιάσθη και το Πνεύμα της χάριτος ενυβρίσας;» (Εβρ. 10, 28-29).
Δεν μπορούμε σε τίποτα να βοηθήσουμε αυτούς τους κακότυχους ανθρώπους. Είμαστε μόνο ένα μικρό ποίμνιο του Χριστού και ποτέ δεν ξεχνάμε τα φοβερά λόγια του Σωτήρος μας: «Πλήν ο Υιός του ανθρώπου ελθών άρα ευρήσει την πίστιν επί της γης;» (Λκ. 18, 8). Στεκόμαστε όλοι μας τώρα ενώπιον του Επιταφίου. Κατά την φοβερή αυτή στιγμή αποκαθηλώνεται η Θυσία, η οποία τελέστηκε για τις αμαρτίες τις δικές μας αλλά και όλου του κόσμου. Βλέπουμε στον Επιτάφιο το νεκρό Του σώμα γεμάτο ανοιχτές πληγές. Το τρομερό αυτό θέαμα ας γίνει αιτία να ανάψει στις καρδιές μας η αγάπη προς τον Υιό του Θεού, ο Οποίος υπέφερε τόσα βάσανα από τους ανθρώπους τους οποίους ήλθε να σώσει, αλλά εκείνοι δεν Τον δέχθηκαν.
Ελάτε όλα τα πιστά τέκνα του Χριστού να προσκυνήσουμε τον Επιτάφιο, να τον φιλήσουμε με τα χείλη μας, να τον αγγίξουμε με τις καρδιές μας και να τον βρέξουμε με τα δάκρυά μας. Αμήν.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ"

Τον Ήλιον Κρύψαντα


...

Τον ήλιον κρύψαντα τας ιδίας ακτίνας
και το καταπέτασμα του ναού διαρραγέν
τω του Σωτήρος θανάτω, ο Ιωσήφ θεασάμενος
προσήλθε των Πιλάτω και καθικετεύει λέγων:
"Δός μοι τούτον τον ξένον,
Τον εκ βρέφους ως ξένον ξενωθέντα εν κόσω.
Δος μοι τούτον τον ξένον,
ον ομόφυλοι, μισούντες θανατούσιν ως ξένον.
Δος μοι τούτον τον ξένον,
ον ξενίζομαι βλέπειν του θανάτου τον ξένον.
Δος μοι τούτον τον ξένον,
όστις οίδε ξενίζειν τους πτωχούς και τους ξένους.
Δος μοι τούτον τον ξένον,
Ον Εβραίοι τω φθόνω απεξένωσαν κόσμω.
Δος μοι τούτον τον ξένον,
ίνα κρύψω εν τάφω, ος ως ξένος ουκ έχει την κεφαλήν πού κλίνη.
Δος μοι τούτον τον ξένον,
ον η μήτηρ ορώσα νεκρωθέντα εβόα:
Ω Υιέ και Θεέ μου, ει και τα σπλάχνα τριτρώσκομαι
και καρδίαν σπαράττομαι νεκρόν σε καθορώσα
αλλά τη ση αναστάσει θαρρούσα μεγαλύνω".
Και τούτοις τοις λόγοις δυσωπών τον Πιλάτον
ο ευσχήμων λαμβάνει του Σωτήρος το σώμα,
ο και φόβω εν σινδόνι ενειλήσας και σμύρνη,
κατέθετο εν τάφω τον παρέχοντα πάσι
ζωήν αιώνοιν και το μέγα έλεος.

-----------------------------------------------------------

«ΔΕΥΤΕ ΙΔΩΜΕΝ ΤΗΝ ΖΩΗΝ ΗΜΩΝ ΕΝ ΤΑΦΩ ΚΕΙΜΕΝΗΝ»

«ΔΕΥΤΕ ΙΔΩΜΕΝ ΤΗΝ ΖΩΗΝ ΗΜΩΝ ΕΝ ΤΑΦΩ ΚΕΙΜΕΝΗΝ»       
« Τω Αγίω και Μεγάλω Σαββάτω, την θεόσωμον ταφήν και την εις ’δου κάθοδον του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού εορτάζομεν, δι' ών της φθοράς το ημέτερον γένος ανακληθέν προς αιωνίαν ζωήν μεταβέβηκε». Σύμφωνα με το ιερό συναξάρι αυτήν την άγια ημέρα τιμάμε και προσκυνάμε την ταφή του Κυρίου μας και την εις ’δου Κάθοδόν Του.
Το απόγευμα της Μεγάλης Παρασκευής, αφότου εξέπνευσε ο Κύριος επί του σταυρού, έπρεπε να ταφεί και μάλιστα βιαστικά, διότι όπως μας πληροφορεί ο ιερός Ευαγγελιστής οι Ιουδαίοι «ίνα μη μείνη επί του σταυρού τα σώματα εν τω σαββάτω, επεί Παρασκευή ην΄ ην γαρ μεγάλη η ημέρα εκείνη του σαββάτου΄ ηρώτησαν τον Πιλάτον ίνα κατεαγώσιν αυτών τα σκέλη, και αρθώσιν» (Ιωάν.19:31). Οι στρατιώτες με χονδρές σιδερένιες βέργες τσάκισαν τα κόκαλα των δύο συσταυρωμένων ληστών, για να επιταχύνουν το θάνατό τους, διότι ακόμη δεν είχαν εκπνεύσει. «Επί τον Ιησούν ελθόντες ως είδον αυτόν ήδη τεθνηκότα, ου κατέαξαν αυτού τα σκέλη, αλλ' εις των στρατιωτών λόγχη αυτού την πλευράν ένυξε, και ευθέως εξήλθε αίμα και ύδωρ» (Ιωάν.19:33). Αυτό σημαίνει ότι ο θάνατος του Κυρίου υπήρξε πραγματικός, εις πείσμα όλων εκείνων των συκοφαντών, οι οποίοι συνεχίζοντες την θεομάχο έχθρα των αρχόντων του Ισραήλ, υποστήριζαν και υποστηρίζουν ότι δήθεν δεν πέθανε επί του σταυρού και κατά συνέπεια η ανάστασή Του ήταν ψεύτικη!
       Κοντά στο σταυρό του Κυρίου είχαν απομείνει μόνο η Θεοτόκος και οι ηρωικές γυναίκες μαθήτριές Του, οι οποίες συνέπασχαν με Αυτόν, έκλαιγαν και πενθούσαν το άδικο πάθος και το θάνατό Του. Αντίθετα οι ένδεκα μαθητές είχαν κρυφτεί για το φόβο των Ιουδαίων (Ιωάν.20:19).  Όμως ήταν αδύνατο σ' αυτές να αναλάβουν το δύσκολο έργο της αποκαθηλώσεως και της ταφής του Χριστού. Το πιο ανυπέρβλητο εμπόδιο ήταν η αίτηση στον Πιλάτο να τους δοθεί η άδεια της ταφής.
        Το έργο αυτό ανάλαβαν οι ευσεβείς άρχοντες Ιωσήφ και Νικόδημος. «Επεί ην Παρασκευή, ο εστι προσάββατον, ελθών Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, ευσχήμων βουλευτής, ος και αυτός ην προσδεχόμενος την βασιλείαν του Θεού, τολμήσας εισήλθε προς Πιλάτον και ητήσατο το σώμα του Ιησού». Εκείνος «εδωρήσατο το σώμα τω Ιωσήφ. Και αγοράσας σινδόνα και καθελών αυτόν ενείλησε τη σινδόνη και κατέθηκεν αυτόν εν μνημείω, ο ην λελατομημένον εκ πέτρας, και προσεκύλισε λίθον επί την θύραν του μνημείου» (Μάρκ.15:43-46). Αυτή ήταν και η τελευταία πράξη του Θείου Δράματος. Ο «αχώρητος παντί» χωρά και κρύπτεται στον τάφο. Αυτός που κατοικεί στα απέραντα ουράνια κείτεται στο υγρό και σκοτεινό μνημείο. Μυστήριο μέγα!
          Η ψυχή του Κυρίου, όπως αναφέραμε στο σχόλιό μας της Μεγάλης Παρασκευής, κατέβηκε στον ’δη, όπως αναφέρει σαφέστατα ο απόστολος Πέτρος «θανατωθείς μεν σαρκί, ζωοποιηθείς δε πνεύματι΄ εν ω και τοις εν τη φυλακή πνεύμασι πορευθείς εκήρυξεν» (Α΄Πέτρ.3:18) και ομιλών για την Ανάσταση του Κυρίου «ου κατελείφθη η ψυχή αυτού εις άδου ουδέ η σαρξ αυτού είδε διαφθοράν» (Πραξ.2:31). Το ίδιο και ο απόστολος Παύλος έγραψε πως ο Χριστός «κατέβη πρώτον εις τα κατώτατα μέρη της γης» (Εφεσ.4:9), σύμφωνα με την αντίληψη της εποχής ότι ο ’δης βρίσκεται στα έγκατα της γης. Εκεί ο Κύριος κατά την τριήμερο παραμονή Του συνέχισε και στον κόσμο των πνευμάτων το απολυτρωτικό Του έργο. Κήρυξε το ευαγγέλιο της σωτηρίας και στους απ' αιώνος νεκρούς. Όπως στον κόσμο των ζωντανών έτσι και στον κόσμο των νεκρών υπήρξαν εκείνοι που πίστεψαν και εκείνοι που αρνήθηκαν το κήρυγμά Του. Κατά την λαμπροφόρο Ανάστασή Του ανέβασε μαζί Του και όσους πίστεψαν σ' Αυτόν.
        Σύμφωνα με τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς η κάθοδος του Κυρίου στον ’δη υπήρξε επεισοδιακή. Σε πρωτοχριστιανικό κείμενο διαβάζουμε: Όταν ο Χριστός πλησίασε στις βαριές θύρες του ’δη ακούστηκε μια γοερή φωνή «άρατε πύλας λέγουσα. Ακούσας ο ’δης εκ δευτέρου την φωνήν απεκρίθη ως δήθεν μη γινώσκων και λέγει: Τις εστιν ούτος ο βασιλεύς της δόξης; Λέγουσιν οι άγγελοι του δεσπότου: Κύριος κραταιός και δυνατός, κύριος δυνατός εν πολέμω. Και ευθέως άμα τω λόγω τούτω αι χαλκαί πύλαι συνετρίβησαν και οι σιδηροί μοχλοί συνεσθλάσθησαν, και οι δεδεμένοι πάντες νεκροί ελύθησαν των δεσμών, και ημείς μετ' αυτών. Και εισήλθεν ο βασιλεύς της δόξης ώσπερ άνθρωπος, και πάντα τα σκοτεινά του ’δου εφωτίσθησαν» (Evang.NicodimiPars IIcap.V (XXI)3).
       Οι εντυπωσιακές αυτές σκηνές ενέπνευσαν τα μέγιστα στην θαυμάσια εικονογραφία και ιδιαίτερα την μεγαλειώδη υμνολογία του Μ. Σαββάτου. Αυτή μαζί με την υμνολογία του Πάσχα αποτελεί το αποκορύφωμα της θρησκευτικής ποιήσεως. Ο θεολογικότατος κανόνας του Όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου και ο περίφημος και δημοφιλής Επιτάφιος Θρήνος υμνούν το νεκρό Θεό και προαναγγέλλουν την θριαμβευτική Του ανάσταση. Ρίγη συγκινήσεως και πνευματικής τέρψεως γεμίζουν τις ψυχές των πιστών, οι οποίοι γεμίζουν ασφυκτικά τους ναούς για κλίνουν γόνυ μπροστά στον ανθοστόλιστο Επιτάφιο, να προσκυνήσουν τον Κτίστη του κόσμου, ο Οποιος «Ως ανείδεος νεκρός καταφαίνεται, ο την κτίσιν ωραϊσας του παντός». Να αποσμείξουν τους «δακρυρρόους θρήνους τους» με τα μύρα της ανοιξιάτικων ανθέων και τα γλυκά μέλη των ιερών υμνολογιών. Η θεσπέσια ακολουθία του Όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου θεωρείται ως η εξόδιος ακολουθία του Κυρίου μας!      
       Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας παραλλήλισαν την ταφή του Κυρίου με την ανάπαυση του Θεού κατά την εβδόμη ημέρα της Δημιουργίας (Γεν.2:3). Ο «όλβιος τάφος» είναι η κλίνη της αναπαύσεως του Υιού του Θεού, ο Οποίος κατάπαυσε από το έργο της αναδημιουργίας του ανθρώπου και την αγία αυτή ημέρα αναπαύεται.. Το θαυμάσιο δοξαστικό των αίνων του Όρθρου του Μ. Σαββάτου τονίζει εμφαντικά αυτή την παρομοίωση: «... Τούτο εστι το ευλογημένον Σάββατον΄ αύτη εστίν η της καταπαύσεως ημέρα, εν η κατέπαυσεν από πάντων των έργων αυτού ο μονογενής Υιός του Θεού δια της κατά τον θάνατον οικονομίας τη σαρκί σαββατίσας...».
        Ενώ η πανάγια Σάρκα του Κυρίου μας αναπαυόταν στη γη, η ψυχή Του συνέχιζε το απολυτρωτικό έργο στον ’δη. Εκεί δόθηκε η πιο αποφασιστική «μάχη» όλων των εποχών. Αναμετρήθηκε η ζωή με το θάνατο, ο παράδεισος με το άδη, ο Χριστός με το διάβολο. Από την τιτάνια αυτή πάλη νικήθηκε κατά κράτος ο διάβολος, καταπατήθηκε και κουρελιάστηκε ο θάνατος και άνοιξε διάπλατα ο παράδεισος για τους πιστούς του Χριστού. Αυτό το μεγάλο θρίαμβο αποτυπώνει θαυμάσια ένα από τα εξαίσια τροπάρια της εορτής: «Σήμερον ο άδης στένων βοά΄ Κετελήθη μου το κράτος΄ ο ποιμήν εσταυρώθη και τον Αδάμ ανέστησεν΄ ων περ εβασίλευον εστέρημαι, και ους κατέπιον ισχύσας, πάντας εξήμεσα΄ εκένωσε τους τάφους ο σταυρωθείς΄ ουκ ισχύει του θανάτου το κράτος...».  
Οι ορθόδοξοι πιστοί με θλίψη στην ψυχή, με βουρκωμένα μάτια και συναισθηματική φόρτιση πλησιάζουμε στον ιερό Επιτάφιο να προσκυνήσουμε το νεκρό Κύριο και να του εναποθέσουμε λίγα ανοιξιάτικα λουλούδια. Περισσότερο θέλουμε να του εναποθέσουμε την καρδιά μας και την ελπίδα μας. Η βεβαιότητα της λαμπροφόρου Αναστάσεώς Του μας γεμίζει αισιοδοξία και ουράνια χαρά. Διότι η δική Του Ανάσταση είναι η απαρχή και της δικής μας αναστάσεως. «Νυνί δε Χριστός εγήγερται εκ νεκρών, απαρχή των κεκοιμημένων εγένετο... έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος» (Α΄Κορ.15:20,26). Αυτή είναι η πιο χαρμόσυνη αγγελία της ανθρώπινης ιστορίας, η πιο ελπιδοφόρα πίστη σε όλους τους κόσμους. Αυτή η μακάρια πίστη διώχνει μακριά μας κάθε κατήφεια. Δε μας φοβίζει πια τίποτε, διότι ό,τι και να μας συμβεί ο τελικός μας θρίαμβος είναι προδιαγεγραμμένος και η ανάστασή μας είναι προαποφασισμένη από τον Νικητή του θανάτου, τον Αναστάντα Κύριό μας Ιησού Χριστό! 

Αποκαθήλωση: Ερμηνεία της εικόνας

αποκαθήλωση


Η Αποκαθήλωση απεικονίζεται συχνά στην τέχνη. Έγινε δημοφιλές θέμα στη Βυζαντινή τέχνη από το 9ο αιώνα, ενώ στη Δύση από το 10ο. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία η σκηνή αυτή, αποτελεί και το κεντρικό σημείο της εκκλησιαστικής «τελετής της Αποκαθήλωσης» που ανάγεται στον εσπερινό της Μεγάλης Παρασκευής και που τελείται το πρωί της ίδιας ημέρας, μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της τελεστικής ανάμνησης των Παθών του Ιησού Χριστού.Η εικόνα παρουσιάζει κάτω, δεξιά και αριστερά από το Σταυρό δύο ομίλους προσώπων, την Παναγία με τις μυροφόρες αριστερά, τον Ιωάννη, τον Ιωσήφ και το Νικόδημο, δεξιά. Στη μέση εικονίζεται ο νεκρός Κύριος που μόλις έχει αποκαθηλωθεί. Δεσπόζει στην εικόνα ενώνοντας τις δύο ομάδες. Είναι ο άξονας της σύνθεσης. Επάνω, κάτω από τις κεραίες του Σταυρού, πετούν άγγελοι. Είναι οι αντιπρόσωποι των αγγελικών δυνάμεων, που εξεπλάγησαν από το φόβο, όταν είδαν νεκρό το ζωοδότη Κύριο.
Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης (19,25) μας πληροφορεί πως κοντά στον Σταυρό του Κυρίου στέκονταν τρεις ή τέσσερις γυναίκες συμπεριλαμβανομένης και της Θεοτόκου.´Aλλες όμως γυναίκες, όπως μαρτυρούν οι άλλοι Ευαγγελιστές, παρακολουθούσαν από μακριά το μαρτύριο του Διδασκάλου. Είναι πολύ πιθανόν μερικές από αυτές να προστέθηκαν στις Μυροφόρες που παραστέκονταν στον Σταυρό.
Ακόμη οι ευσεβείς γυναίκες που παραβρέθηκαν στη Σταύρωση θα βοήθησαν και στην ταφή του Κυρίου. Έτσι ο όμιλος γυναικών στην Αποκαθήλωση παρουσιάζεται πολυπρόσωπος. Ο ορθόδοξος αγιογράφος θέλησε με τα πολλά πρόσωπα να τονίσει τη θλίψη και να επαυξήσει το θρήνο που προκάλεσε το απίστευτο θέαμα του νεκρού και εγκαταλειμμένου Χριστού.
Στην πρώτη σειρά των Μυροφόρων εικονίζεται η Παναγία να ανακρατεί από την μέση το νεκρό Υιό της. Τα μάτια της έχουν στεγνώσει από τα δάκρυα. Όμως δεν σπαράζει από τον πόνο. Η θλίψη της είναι συγκρατημένη . Η βεβαιότητα της Ανάστασης της γλυκαίνει τον πόνο. « Νέκρωσιν τήν σήν , ἡ πανάφθορος Χριστέ, σοῦ μητήρ , βλέπουσα, πικρῶς σοι ἐφθέγγετο∙ Μή βραδύνῃς , ἡ ζωή, ἐν τοῖς νεκροῖς » (Εγκώμιο δευτέρας Στάσεως).
Λύπη ανάμικτη με έκπληξη προδίδει η έκφραση των Μυροφόρων που στέκουν πίσω από την Θεοτόκο. Είχαν υπηρετήσει τον Κύριο και είχαν δει τα θαύματά Του. Τώρα βλέπουν πως Εκείνος που ανάστησε νεκρούς, « ἄπνους φέρεται κηδευόμενος χερσί τοῦ Ἰωσήφ ».
Στην ομάδα των ανδρών διακρίνουμε με τη σειρά τον Ιωσήφ, τον Ιωάννη και το Νικόδημο. Ο Ιωσήφ, σεβαστό και επίσημο μέλος του Συνεδρίου, έχει έκφραση αριστοκρατική. Τα συμβάντα τον έχουν βυθίσει σε σκέψεις. Αναπολεί τη ζωή, τη δράση και τη διδασκαλία του Διδασκάλου του. Θαυμάζει τη θεία κένωση, την αγάπη του Θεού στο πλάσμα Του. Ο ορθόδοξος αγιογράφος θέλησε να τον εικονίσει όπως τον παρουσιάζει ο υμνωδός της Εκκλησίας. «Ὁ εὐσχήμων Σῶτερ , σχηματίζει φρικτῶς , καί κηδεύει ὡς νεκρόν εὐσχημόνως σε καί θαμβεῖταί σου τό σχῆμα τό φρικτόν » (Εγκώμιο πρώτης Στάσεως).
Ο αγαπημένος μαθητής του Χριστού, ο Ιωάννης, ανακρατεί με το ένα χέρι το γερμένο κεφάλι του Χριστού και με το άλλο το νεκρό χέρι του. Είναι σε στάση υπόκλισης. Υποκλίνεται μπροστά στη θεία μεγαλειότητα. Προσκυνεί κατά κάποιο τρόπο το πάθος, ανυμνεί την ταφή και μεγαλύνει τη θεία δύναμη, με τα οποία λυτρώθηκε ο άνθρωπος από την θανατηφόρα αμαρτία.
Ο Νικόδημος, τρίτος της ευλογημένης τριάδας, είναι ακουμπισμένος στη σκάλα που χρειάστηκε για την Αποκαθήλωση. Εικονίζεται συνήθως κρατώντας όργανα ξυλουργού (τανάλια, σκεπάρνι) που ήταν απαραίτητα όργανα για να βγουν τα καρφιά του Σταυρού. Έντονη είναι η θλίψη και στο πρόσωπο του Νικοδήμου. Αναπολεί την νυκτερινή αναζήτηση που είχε με τον Κύριο, και επαναλαμβάνει ίσως νοερά την συγκλονιστική φράση, που άκουσε τότε από το στόμα του Κυρίου: « Καί καθώς Μωϋσῆς ὕψωσε τόν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμῳ , οὕτως ὑψωθῆναι δεῖ τόν υἱόν τοῦ ἀνθρώπου , ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται , ἀλλ ‘ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον ( Ιω . 3, 14-15).
Τέλος, οι άγγελοι που εικονίζονται στο πάνω μέρος της εικόνας, με ανοικτές παλάμες των χεριών, προσθέτουν στην ανθρώπινη απορία για το Πάθος του Κυρίου και την έκπληξη του ουρανού.

Κήρυγμα τοῦ Γέροντος Ἀρχιγραμματέως Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντίνης κ. Ἀριστάρχου εἰς τήν ἀκολουθίαν τοῦ Ἐπιταφίου τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς

Μακαριώτατε Πάτερ καί Δέσποτα,
Σεαβές Ἱερατεῖον,
Εὐσεβεῖς προσκυνηταί,
Ἡ Ἐκκλησία, τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ τό Ἅγιον, ἡ ὑπ’ Αὐτοῦ παρά τοῦ Θεοῦ Πατρός ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ συσταθεῖσα, μαρτυρεῖ περί τοῦ προσώπου Αὐτοῦ τοῦ ἀχράντου καί τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου Αὐτοῦ ἐπί τῆς γῆς.
Μαρτυρεῖ ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἀπεκαλύφθη εἰς αὐτήν ὡς ὁ ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθέβασμία τῶν Ἱεραρχῶν χορεία,
Εὐλνου ἐνανθρωπήσας Μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ. Ὅτι Οὗτος, Θεός ὤν, προσέλαβε τήν ἀνθρωπίνην φύσιν ἡμῶν, τό ἀνθρώπινον ἡμῶν φύραμα, οὐχί κατά φαντασίαν εἰκονικῶς ἀλλά ἐν ἀληθείᾳ, πραγματικῶς, ἐνυποστάτως. Ἐξ ἀγάπης τελείας καί ἐλέους ἀμέτρου πρός τόν ἄνθρωπον, Ἐκεῖνος προσέλαβε ὅλα τά ἀδιάβλητα ἰδιώματα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἡμῶν, κόπον καί πόνον, πεῖναν καί δίψαν, ὕπνον, ἀκόμη καί τόν θάνατον.
Ἐπί τοῦ τόπου τούτου, τοῦ Φρικτοῦ Γολθοθᾶ, προσήνεγκε Ἑαυτόν, τό σῶμα Αὐτοῦ τό ἄχραντον καί τήν ψυχήν Αὐτοῦ τήν ἁγίαν, λύτρον ὑπέρ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν. Δίκαιος ὤν, ἐδέχθη ἑκουσίως νά λογισθῇ μετά ἀνόμων καί ὡς ἄνομος ἐκρίθη καί κατεκρίθη. «Εἰς τά ἴδια ἦλθε καί οἱ ἴδιοι Αὐτόν οὐ παρέλαβον». (Ἰω. 1, 11). «Τό φῶς ἐλήλυθεν εἰς τόν κόσμον καί οἱ ἄνθρωποι ἠγάπησαν μᾶλλον τό σκότος ἤ τό φῶς». (Ἰω. 3, 19). Οἱ ἄνθρωποι κατεδίκασαν εἰς θάνατον τόν δοτῆρα καί τήν πηγήν τῆς ζωῆς. Τήν ἀπόφασιν ταύτην Οὗτος ἐδέχθη ἄνευ γογγυσμοῦ ἤ χρήσεως βίας τινός. Ὡς πρόβατον ἐπί σφαγήν ἤχθη ( Ἡσ. 53, 7).
Διά τοῦ τρόπου τούτου, διά τῆς ἀσθενείας τοῦ σταυροῦ τοῦ Υἱοῦ Αὐτοῦ, ηὐδόκησεν ὁ Θεός Πατήρ νά σώσῃ ἡμᾶς. Τήν ἐξ ἐλευθέρας ἐκλογῆς ἀνομίαν τῶν ἀνθρώπων κατά τοῦ Υἱοῦ Αὐτοῦ, Ἐκεῖνος μετέτρεψεν εἰς εὐεργεσίαν αὐτῶν. Ἐπειδή « ὁ κόσμος διά τῆς σοφίας οὐκ ἔγνω τόν Θεόν» (Α΄Κορ. 1, 21) καί «ἐπειδή Ἰουδαῖοι σημεῖον ζητοῦσι καί Ἕλληνες σοφίαν ζητοῦσι» (Α΄ Κορ.1, 22), «εὐδόκησεν ὁ Θεός διά τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαι τούς πιστεύοντας» (Α΄Κορ. 1, 21). Δι’ αὐτούς, τούς πιστεύοντας, «Ἰουδαίους τε καί Ἕλληνας», ἀνέδειξε «τόν ἐσταυρωμένον Χριστόν Θεοῦ δύναμιν καί Θεοῦ σοφίαν». (Α΄Κορ.1, 24).
Ὁ Χριστός διά τοῦ σταυροῦ ἦλθε χαρά ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ. Ἡ ἄβυσσος τῆς ἀγάπης ἀνεζήτησε τόν ἄνθρωπον ἕως  τά βάθη τῆς ἀβύσσου.  Διά τοῦ σταυροῦ κατῆλθεν εἰς τόν Ἅιδην καί ἐνίκησε τάς δυνάμεις τοῦ Ἅιδου, τόν διάβολον, τήν ἁμαρτίαν καί τόν θάνατον.  Ἐκήρυξε καί εἰς τούς ἐν Ἅιδῃ τήν μετάνοιαν. Ἐκήρυξεν εἰς τούς πρωτοπλάστους γενάρχας ἡμῶν, εἰς τούς ἀνόμως ἀποθανόντας καί εἰς τούς πρό τοῦ νόμου καί  διά τοῦ νόμου μή προσδεξαμένους τήν ἀπολύτρωσιν. Συνέτριψε τούς μοχλούς τούς αἰωνίους τοῦ Ἅιδου, τούς «κατόχους πεπεδημένων», αἰχμαλώτων  ἀνθρώπων. Ἀναστάς διά τῆς θείας δυνάμεως Αὐτοῦ, συνανέστησε μετ’ Αὐτοῦ παγγενῆ τόν Ἀδάμ, συνανέσυρε καί συνανύψωσε αὐτόν μετ’ Αὐτοῦ εἰς τά ὕψη τῆς θείας δόξης Αὐτοῦ παρά τῷ Πατρί.
Τοῦτον, Ἰησοῦν τόν Ναζωραῖον, τόν κατά σάρκα Ἰουδαῖον, τόν πληρωτήν καί οὐχί καταλυτήν τοῦ νόμου (Ματθ. 5, 17), ἡμεῖς οἱ Ἕλληνες τήν καταγωγήν καί ὅσοι ἄλλοι λαοί ὡς μέτοχοι τῆς Ἑλληνικῆς παιδείας Ἕλληνες, ἡμεῖς τά ἔθνη, οἱ ζῶντες πρίν ὡς «ἄθεοι ἐν κόσμῳ» (Ἐφεσ. 2, 12), ἀλλά καί «οἱ τόν ἀγνοούμενον ἄγνωστον Θεόν εὐσεβοῦντες» (Πράξ. 17, 23), συναντήσαντες, γνωρίσαντες  καί ἐπιγνόντες , ἀπεδέχθημεν ὡς ἐλευθερωτήν καί λυτρωτήν. Ἀρνηθέντες τήν πλάνην τῶν εἰδώλων, ἐπεγράφημεν τῷ ὀνόματι τῆς Θεότητος Αὐτοῦ. Ἡμεῖς, «ἡ ἀγριέλαιος, ἐνεκεντρίσθημεν εἰς τήν καλλιέλαιον καί ἐγενόμεθα κοινωνοί τῆς πιότητος τῆς ρίζης αὐτῆς (Ρωμ. 11, 17&24). Παύσαντες τήν ζήτησιν  τῆς ἀληθείας διά τοῦ ἀνθρωπίνου λόγου μόνον, ἀπεδέχθημεν τόν Μονογενῆ Υἱόν τοῦ Θεοῦ ὡς τόν σεσαρκωμένον Λόγον τῆς ζωῆς.  Ὁ «κόκκος τοῦ σίτου» (Ἰω. 12, 24) τῆς Ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, «πεσών εἰς τήν γῆν ἀπέθανε (Ἰω.12, 24), ἤτοι ἠρνήθη τήν αὐτοδυναμίαν αὐτοῦ,  διά τοῦτο καί ἀνενεώθη καί ἀνεγεννήθη  καί «ἤνεγκε καρπόν πολύν (Ἰω. 12, 24) καί οὕτως, ὡς εἶπεν ὁ Κύριος, «ὅτε Ἕλληνές τινες ἐκ τῶν ἀναβαινόντων, ἵνα προσκυνήσσωσιν ἐν τῇ ἑορτῇ ἐζήτησαν νά ἴδουν Αὐτόν»(Ἰω. 12, 20-22), «ἐλήλυθεν ἡ ὥρα, ἵνα δοξασθῇ ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου» (Ἰω.12, 23).
Ποῖος εἶναι ὁ καρπός οὗτος καί ποία  ἡ δόξα τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου; Τό γεγονός ὅτι τό Εὐαγγέλιον ἐκηρύχθη ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ ἐκ Σιών καί ἡμεῖς τά ἔθνη, ἐλθόντα, «ἐξ ἀνατολῶν καί δυσμῶν καί βορρᾶ καί νότου» (Λουκ. 13, 29), ἠσπάσθημεν αὐτό. Εἰς δέ τήν γῆν τῆς φανερώσεως Αὐτοῦ, τήν γῆν τήν Ἁγίαν, ἐπήξαμεν θυσιαστήρια, ὡς τοῦτο τῆς τοῦ Χριστοῦ ἀναστάσεως, «τοῦ ἁγίου σκηνώματος τῆς δόξης Αὐτοῦ, ἡ κάτω ὡραιότης τοῦ ὁποίου συναποδεικνύεται ἐφάμιλλος τῆς εὐπρεπείας τοῦ ἄνω στερεώματος (Ἀπολυτ. Ἐγκαινίων 13ης Σεπτ.), ὡς τό ἱερόν Κουβούκλιον τοῦτο, τό «κτῆμα καί ἀφιέρωμα τῷ Χριστῷ τῶν Ὀρθοδόξων Ρωμαίων τοῦ 1810». Τό γεγονός ἐπίσης ὅτι ἡμεῖς, οἱ ἐπικληθέντες  Ρωμαῖοι Ὀρθόδοξοι, ἐγενόμεθα πολισταί  τῆς ἐρήμου τῆς Ἰουδαίας καί τοῦ Ἰορδάνου μέ μοναστικάς κοινοβιακάς ἀκτήμονας  Ἀδελφότητας, ὧν πρότυπον ἡ τοῦ ὁσίου Σάββα τοῦ ἡγιασμένου μέχαρι τῆς σήμερον, ὀάσεις καί ἑστίας πνευματικάς, φυτώρια εἰρήνης καί κατακοσμήσεως τῶν ἠθῶν τῶν ἀνθρώπων, τῶν μοναχῶν, τῶν ἰθαγενῶν κατοίκων τῆς Ἁγίας Γῆς καί τῶν ἑκατομμυρίων προσκυνητῶν, τῶν καταφθανόντων καθ’ἑκάστην εἰς τάς πύλας Σιών τῆς Ἁγίας.
Δόξαν Χριστοῦ σεμνοπρεῶς φανερώνει  καί  ἡ πολυεθνική καί πολυπολιτισμική μέν, ἑνοειδής καί ὁμόφωνος τήν πίστιν δέ, Ρωμαιορθόδοξος ὁμήγυρις ἡμῶν, ᾄδουσα, ὡς ἄλλος Ἰωσήφ εὐσχήμων βουλευτής, ἐπιταφίους ὕμνους, ὕμνους χαρμολύπης εἰς τήν θεόσωμον ταφήν καί τήν εἰς ᾷδου κάθοδον τοῦ Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἀφυπνώσαντος καί τριημέρου ἀναστησομένου πρός ἀνάκλησιν τῆς φθορᾶς τοῦ ἡμετέρου γένους καί μετάβασιν πρός ζωήν αἰωνίαν.
Ἀπό τούτου τοῦ ζωοδόχου μνημείου, ἐν ᾦ ἐνειλημένος σινδόνι κατατέθειται ὡς θνητός ὁ ἀθάνατος καί ἀπό ταύτης τῆς σεμνῆς καί μεγαλοπρεποῦς τελετῆς τῶν Ὀρθοδόξων, ἡ  Σιωνῖτις Μήτηρ τῶν  Ἐκκλησιῶν, εὐπλοοῦσα καί εὐθυδρομοῦσα ὑπό τήν συνετήν καί θεοφιλῆ ποιμαντορίαν τοῦ καί προεξάρχοντος τῆς πανηγύρεως ταύτης Μακαριωτάτου Πατριάρχου Θεοφίλου Γ΄, διαβιβάζει τάς θεοφιλεῖς εὐχάς καί προσευχάς Αὐτοῦ πρός πάντας ὑμᾶς τούς εὐλαβεῖς προσκυνητάς ὑπέρ ὑγιείας ὑμῶν, εἰρήνης, προκοπῆς, προόδου καί σωτηρίας. Γένοιτο.
Ἐκ τῆς Ἀρχιγραμματείας.

Γιατί ο Πέτρος αρνήθηκε τον Χριστό; (Γέροντας Ιωσήφ Ησυχαστής)


Ἐρωτ.: Γέροντα, μᾶς μιλήσατε προηγουμένως γιά τό ἀτελές τοῦ Ἀπ. Πέτρου, πρό τῆς Πεντηκοστῆς. Λόγω τῆς ἀτέλειάς του ἀρνήθηκε τόν Κύριό μας;
Ἀπαντ.: Τό θέμα τῆς ἀρνήσεως τοῦ Πέτρου, κατά τίς κρίσεις τῶν Πατέρων, εἶναι οἰκονομία. Διότι δέν ἦτο δυνατό ὁ Πέτρος, ὁ ὁποῖος εἰς ὅλη τήν περίοδο ποὺ ἦταν μαζί μέ τόν Χριστό καί ἔδειξε τόσο ζῆλο καί τόση ταπεινοφροσύνη, νά πέση σέ τόσο μεγάλο λάθος, νά ἀρνηθῆ τρεῖς φορές τόν Δεσπότη Χριστό. Δέν εἶναι λογικό αὐτό. Θυμηθεῖτε τήν ὁμολογία τοῦ Πέτρου!
Ὅταν ὁ Ἰησοῦς μᾶς ἐρώτησε: «Ὑμεῖς δέ τίνα μέ λέγετε εἶναι;» ὁ Πέτρος ὡμολόγησε καί εἶπε: «Σύ εἰ ὁ Χριστός ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος». Καί ὁ Ἰησοῦς μας ἐγύρισε καί τοῦ εἶπε: «Μακάριος εἶ, Σίμων Βαριωνά, ὅτι σάρξ καί αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψέ σοι, ἀλλ' ὁ Πατήρ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. Κἀγὼ δέ σοι λέγω ὅτι σύ εἶ Πέτρος, καί ἐπί ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τήν Ἐκκλησίαν». (Ματθ. 16,16-18).
 
Ὁ Πέτρος κατά φύσι ἦταν πολύ ζηλωτής καί ἀσυμβίβαστος. Μέσα στήν πανσοφία Του ὁ Θεός, μετά τήν θερμή του ὁμολογία, τόν ἔθεσε θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπειδή ὅμως ἡ Ἐκκλησία θά ἀγκάλιαζε ὅλη τήν ἀνθρώπινη φύσι, ὅλους τοὺς χαρακτῆρες, ὄχι μόνο τούς ζηλωτές καί ἰσχυρούς ἀλλά καί τούς ἀσθενεῖς καί ἀδυνάτους, ἐπιτρέπει ὁ Κύριος τήν τριπλῆ ἄρνησι. Διότι, μήν ξεχνᾶμε∙ οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι εἶναι ἀσθενεῖς καί ἀδύνατοι. Οὔτε στούς πέντε ἀνά ἑκατό δέν θά εὕρωμε ἰσχυρούς χαρακτήρας, οἱ ὅποιοι ἀγάπησαν τόν Θεό ἐξ ὁλοκλήρου καί μέ τήν ὁρμή τῆς ἀγάπης τους ἔδειξαν αὐταπάρνησι. Γι' αὐτούς λοιπόν τούς ὑπολοίπους ἀσθενεῖς ἔγινε οἰκονομία. Ὁ Πέτρος ὅμως ὡς ζηλωτής καί ἰσχυρός, ποὺ δέν εἶχε μέσα του νόημα συγκαταβάσεως, δέν θά τό καταλάβαινε αὐτό.
Ἑπομένως κάνει μία οἰκονομία ὁ Θεός καί ἐπιτρέπει νά τόν ἀρνηθῆ. Ὕστερα τόν θεραπεύει μόνος Του. Τόν πλησιάζει καί τοῦ λέει: «Πέτρε, φιλεῖς με; Πέτρε, ἀγαπᾶς με;» Ἐλυπήθη ὁ Πέτρος, δέν τό κατάλαβε. Ἀλλά οἱ τρεῖς ἐρωτήσεις ἦταν ἡ θεραπεία τῆς τρισσῆς ἀρνήσεως.
Μέ τήν τριπλῆ Ὁμολογία, ὁ Πέτρος, ἐξήλειψε τήν ἐνοχή. Ἔμαθε ὅμως ἐκ πείρας, ὅτι καί οἱ ζηλωταί ἀκόμη ἔχουν ἀνάγκη ἐπιεικείας.
Τό ἴδιο κάνει ὁ Θεός καί στόν Ἀπ. Παῦλο. Ἐπειδή ἦταν ἡ σπονδυλική στήλη τῆς Ἐκκλησίας, τόν ἀφήνει στήν ἀρχή νά γίνη διώκτης, ἐχθρός∙ καί ὕστερα τόν παίρνει∙ καί αὐτός μέ συναίσθησι βαθυτάτης ταπεινοφροσύνης λέγει: «Οὐκ εἰμί ἱκανός καλεῖσθαι Ἀπόστολος, διότι ἐδίωξα τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ». Ἔχω ὅμως ἕνα ἐλαφρυντικό, ὅτι «ἀγνοῶν ἐποίησα».
Βλέπετε μέ πόση πανσοφία ὁ Θεός οἰκονομεῖ γιά νά δώση καί σέ μᾶς παρηγοριά. Διότι αὐτοί οἱ κορυφαῖοι ἐάν ἔμπαιναν μέ τήν δύναμι τῆς ὁρμῆς τους μέσα στήν Ἐκκλησία, ποῦ θά ἤξεραν ὅτι ἐμεῖς οἱ ἀδύνατοι δέν ἠμποροῦμε τώρα νά κρατήσωμε; Μέ αὐτό τόν τρόπο συγκαταβαίνει ἡ θεία ἀγαθότης πρός τίς ἀδυναμίες τῶν ἀνθρώπων, ὥστε νά ἠμπορέσωμε καί ἐμεῖς νά φθάσωμε εἰς αὐτή. Κατεβαίνει ὁ Θεός γιά νά σηκωθοῦμε ἐμεῖς.

Μεγάλη Παρασκευή βράδυ Πως χάθηκε το κάλλος Του; «Ό ωραίος κάλλει παρά πάντας βροτούς ως ανείδεος νεκρός καταφαίνεται, ό την φύσιν ωραίσας του παντός» (Έπιτ. θρήν. Α' στ.) +Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος

ΣΥΝΤΟΜΟ ΚΗΡΥΓΜΑ
Συντάκτης επίσκοπος Αυγουστίνος Ν. Καντιώτης
Μεγάλη Παρασκευή βράδυ

Πως χάθηκε το κάλλος Του;
«Ό ωραίος κάλλει παρά πάντας βροτούς ως ανείδεος νεκρός καταφαίνεται, ό την φύσιν ωραίσας του παντός» (Έπιτ. θρήν. Α' στ.)


ΑΠΟΨΕ σ' όλους τους ναούς της Ορθοδοξίας ψάλετε ό Επιτάφιος θρήνος. Είναι ένα εμπνευσμένο αριστούργημα της βυζαντινής ποιήσεως, πού δείχνει ότι ή πίστη μας Είναι ή αληθινή. Άλλοι θαυμάζουν τον Παρθενώνα, εγώ θαυμάζω τον Επιτάφιο θρήνο. Είναι ένα μπουκέτο λουλούδια. Τα συνέλεξε ό εμπνευσμένος ποιητής από τα λιβάδια των αγίων Γραφών και της φύσεως, τα συνέθεσε και τα προσφέρει στον εσταυρωμένο Λυτρωτή του κόσμου, στο μεγάλο μας Νεκρό.

Ό Επιτάφιος έχει εκατό περίπου εγκώμια. Από αυτά θα μου επιτρέψετε να εξηγήσω ένα, διότι πρέπει να κατανοούμε τους ύμνους. Ανήκει στην πρώτη (Α') στάση των εγκωμίων και λέει «Ό ωραίος κάλλει παρά πάντας βροτούς ως ανείδεος νεκρός καταφαίνεται, ό την φύσιν ωραίσας του παντός».

Τι σημαίνουν τα λόγια αυτά; Κινέζικα δεν Είναι, και όμως σήμερα δεν τα καταλαβαίνουμε. Ποιος φταίει; Πριν εκατό χρόνια όλοι τα καταλάβαιναν. Δεν φταίει ό ευφυής λαός μας, ό όποιος μαθαίνει ξένες γλώσσες όπως λ.χ. την αγγλική, και αγνοεί τη δική του. Δεν το λέμε εμείς• ή ωραιότερα γλώσσα Είναι ή ελληνική. Αν έχουμε κάτι να καυχηθούμε, Είναι ή γλώσσα μας, πού ευλογήθηκε από το Θεό. Είναι ή πλουσιότερη γλώσσα του κόσμου• ενώ οι άλλες γλώσσες έχουν λίγες λέξεις (μερικές έχουν μόνο 500 λέξεις), ή δική μας έχει —μετρήστε—50.000 λέξεις! Μ' αυτές κατορθώνει να εκφράζει και τα λεπτότερα νοήματα. Δυστυχώς κάποιος υπουργός εισήγαγε νομοσχέδιο και καυχήθηκε, ότι «Σήμερα θάβουμε την καθαρεύουσα γλώσσα». Πού καταντήσαμε! Τώρα τα παιδιά μας πρέπει να πάνε στο Λονδίνο ή στο Βερολίνο ή στη Νέα Υόρκη για να μάθουν ελληνικά. Λαός πού λησμονεί τη γλώσσα του, Είναι ανάξιος να ζή. Γίναμε νεκροθάφτες ενός ωραίου πολιτισμού.

Έτσι και το κείμενο του εγκωμίου κατήντησε ακατάληπτο. Γι' αυτό χρειάζεται εξήγησης
«Ό ωραίος κάλλει παρά πάντας βροτούς...».

Τι σημαίνουν τα λόγια αυτά; Ό υμνωδός ομιλεί για ωραιότητα, για ομορφάδα, ή οποία Είναι ένα μυστήριο. Υπάρχουν δε βαθμίδες ωραιότητας. Ό άνθρωπος, όπως δείχνουν ψυχολογικές παρατηρήσεις, πλάστηκε για το ωραίο και αρέσκεται σ' αυτό. Ζητάει την ομορφιά, πού Είναι μαγνήτης, τον ελκύει και τον κατακτά. Που βρίσκουμε την ομορφιά; Παντού στη φύση, και ιδίως στα πρόσωπα.

Στη φύση πρώτα. Πού θέλεις να κοιτάξεις; Σήκω πρωί, μην κοιμάσαι, βγές έξω, ανέβα σ' ένα βουναλάκι και δες την ανατολή. Ό ήλιος ως νυμφίος, σα γαμπρός, εξέρχεται εκ της παστάδας του, όπως λέει ή αγία Γραφή (βλ. Ψαλμ. 18,6). Χαράζει ή αυγή πού ύμνησαν οι ποιηταί και ζωγράφισαν οι ζωγράφοι, ή «ροδοδάκτυλος» πού λέει ό Όμηρος. το γλυκοχάραμα Είναι από τα ωραιότερα θεάματα. Αν θέλεις, δες και τη δύση. Κοίταξε τον ήλιο την ώρα πού βασιλεύει και μας αποχαιρετά. το ηλιοβασίλεμα Είναι κι αυτό από τα ωραιότερα θεάματα, θέλεις άλλο; Τώρα την άνοιξη δες τα δέντρα τα νεκρά πού ζωντανεύουν, γεμίζουν φύλλα και άνθη. Δες ιδίως την αμυγδαλιά, πού Είναι στολισμένη σαν νύφη με όλα τα άνθη της. θέλεις άλλο μεγαλειώδες θέαμα; Μην κλείνεσαι στα μαντριά του διαβόλου, σε κέντρα και θεάματα της οθόνης. Ανέβα κάπου ψηλά και κοίταξε τη νύχτα τον έναστρο ουρανό. Εκατομμύρια άστρα, τεράστιος πολυέλεος πού ανάβει κάθε βράδυ ό Δημιουργός. Απορώ πώς υπάρχουν άπιστοι! Ένας φιλόσοφος είπε• Δύο πράγματα με κάνουν να πιστεύω, ό υπεράνω ημών έναστρος ουρανός και ό εν ημίν ηθικός νόμος (ή φωνή της συνειδήσεως). Θέλεις κι άλλο; Προνόμιο της εποχής μας ήταν να δη τη Γη σαν σφαίρα από το διάστημα. Οι αστροναύτες την είδαν σαν πολύχρωμο διαμάντι να περιστρέφεται μέσα στο άπειρο• άλλου πράσινη, άλλου λευκή, άλλου γαλάζια. Μέσα στα εκατομμύρια των άστρων ένα άστρο λάμπει περισσότερο όλων Είναι ή Γη, θαύμα της δημιουργίας.

Ή ωραιότητα όμως στη φύση είναι το πρώτο σκαλοπάτι. Ανώτερο σκαλοπάτι Είναι ή ωραιότητα στα πρόσωπα. Όχι τόσο στην εξωτερική μορφή, στο σώμα, όσο στην ψυχή. Ή εξωτερική ωραιότητα Είναι φυσικό δώρο• ή ψυχική ωραιότητα συνήθως κατακτάται με αγώνα. Άλλα γι' αυτό και έχει μεγαλύτερη αξία. Σπανίως συνυπάρχουν σωματικό και ψυχικό κάλλος. Πολύ συχνά δεν συμβαδίζουν. Ωραία σώματα κρύβουν ψυχές άσχημες, και αντιθέτως άσχημα σώματα κρύβουν ψυχές υπέροχες. Για αυτό ή έλλειψης σωματικού κάλλους δεν Είναι κάτι σημαντικό. Συνέλαβαν κάποιον κακούργο, πού ήταν ωραιότατος και με την ομορφιά του σαγήνευε και απατούσε γυναίκες. Τι να την κάνης την ομορφιά αυτή; Ήρθε στη μητρόπολη ένας για διαζύγιο. Ήταν άνθρωπος νέος, δεν είχε παντρεμένος ούτε χρόνο. Αχ δέσποτα, μου λέει, Τι έπαθα! Ήταν ή πιο ωραία γυναίκα στην πόλη μας. Με μάγεψε με τα μάτια της, τις κινήσεις της, τη συμπεριφορά της. Νόμισα ότι βρήκα άγγελο. Άλλα τώρα, υστέρα από ένα χρόνο, αδύνατον να ζήσω μαζί της. Αλαζών, υπερήφανη, αυθάδης, με περιλούει κάθε μέρα με ύβρεις. Μου κατέστρεψε τη ζωή... Έτσι και ή πιο ωραία γυναίκα γίνεται μισητή, όταν δεν έχη κάλλος ψυχικό. Και πάλι ή πιο άσχημη γίνεται αγαπητή, όταν έχη κάλλος ψυχικό. Γνωρίζω μία άσχημη γυναίκα• δεν ξέρετε πώς την αγαπά ό άντρας της. Δεν την ανταλλάσσω, λέει, με τις πιο όμορφες γυναίκες του κόσμου... Γιατί; Διότι έχει κάλλος ψυχικό• γέννησε έξι - εφτά παιδιά, είναι νοικοκυρά, εργατική, φιλότιμη.

Θέλετε τώρα, αγαπητοί μου, να σας δείξω την κορυφή της ωραιότητας; Ωραίο θέαμα ή αυγή, το ηλιοβασίλεμα, τα άστρα, ή Γη• ωραία τα πρόσωπα των ανθρώπων, ως σώματα και ως ψυχές. Άλλ' αν αυτά Είναι όλα ωραία, μπορείτε να μου πείτε ποιο Είναι το ωραιότερο άπ' όλα; Την απάντηση δίδει το εγκώμιο πού εξηγούμε. Ωραία τα κτίσματα• άλλ' ωραιότερος Είναι ό Κτίστης, εκείνος πού τα έφτιαξε, ό Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Λέει ένας φιλόσοφος• Πάρε όλες τις ομορφιές του κόσμου και ύψωσε τις στη νιοστή δύναμη, σε άπειρο δηλαδή βαθμό• και πάλι δέ' φτάνουν την ωραιότητα του Χριστού, πού Είναι «ό ωραίος κάλλει παρά πάντας βροτούς», ό ωραιότερος από όλους τους θνητούς.

Κάλλος αιώνιο και αθάνατο Είναι ό Χριστός. Ωραίος σωματικώς, όπως τον δείχνουν οί ζωγράφοι στις βυζαντινές ζωγραφιές, πού τον παριστάνουν με μια σεμνότητα μεγαλοπρεπή. Άλλα προπαντός ό Χριστός Είναι ωραίος ψυχικώς. Ή ψυχική ωραιότητα του Χριστού Είναι ή αρετή του, προ πάντων ή αγάπη του στο Θεό και τον πλησίον. Είναι αρετή άφθαστη• ποτέ μα ποτέ δεν έφθασε άλλος σε τέτοιο ύψος. Γι' αυτό ακούσαμε το πρωί (ΣΤ' ώρα)• «...την γενεάν αυτού τις διηγήσεται;»(ΗΣ. 53, 8). "Όντως «εκάλυψεν ουρανούς ή αρετή αυτού, και αινέσεως αυτού πλήρης ή γη» (Άβ.3,3). Ανυπέρβλητο το κάλλος του Χριστού. Είναι «ό ωραίος κάλλει (=στην ομορφάδα) παρά πάντας βροτούς».

Και μόνο ωραίος Είναι ό Χριστός; Είναι, όπως λέει παρακάτω, «ό την φύσιν ωραίσας του παντός». Είναι, δηλαδή, εκείνος πού δίνει ομορφιά σε όλα τα κτίσματα, μεταξύ των οποίων κατ' εξοχήν στον άνθρωπο. Κάλλος φυσικό και ψυχικό δίνει ό Χριστός μας σ' εκείνους πού τον αγαπούν. Κάνει ωραία τα πάντα και τους πάντας. Παίρνει τον πιο άσχημο - αμαρτωλό άνθρωπο και τον κάνει άγγελο. Τον παίρνει δαίμονα —δεν Είναι λόγια αυτά, Είναι γεγονότα— και τον κάνει άγγελο, τον παίρνει ληστή και τον κάνει άνθρωπο του ουρανού.

Γι' αυτό, αδελφοί, θρηνούμε σήμερα. Διότι ό Χριστός, ή κορυφαία ωραιότητα, «ως ανείδεος νεκρός καταφαίνεται», τον βλέπουμε να περιβάλλεται την ασχήμια της νεκρώσεως.
Ω Χριστέ μου! συ είσαι το ωραιότερο πού υπάρχει στον κόσμο. Άλλα τώρα πού πηγαίνεις στον τάφο, ω πώς έχασες το κάλλος σου, έχασες τη λάμψη σου, έσβησαν τα μάτια σου, σφράγισαν τα χείλη σου, έμειναν ακίνητα τα χέρια σου! Πώς χάθηκε ή ομορφιά σου;

Κι όλα αυτά για ποιόν; Για μας. Το σκεφτήκαμε; Είθε να εορτάζουμε την αγία αύτη ήμερα με συναίσθηση και ανάταση. Όταν γίνεται κηδεία, Είναι όλοι σιωπηλοί και δακρυσμένοι, κανείς δέ' γελάει. Και εδώ νεκρός Είναι «ό ωραίος κάλλει παρά πάντας βροτούς». Θα Είναι βεβήλωσης να κηδεύεται ό Χριστός, κ' εμείς να μη συμμετέχουμε.

Απομαγνητοφωνημένη ομιλία, που έγινε στον ιερό Ναό ΑΓ. Τριάδος ΠΤΟΛΕΜΑΙΔΟΣ την 17-04-1987 με άλλο τίτλο. Καταγραφή, μικρά συμπλήρωση, διαρρύθμιση και σύντμηση 29-04-2005.
 

Μεγάλη Παρασκευή: Ο Ευσχήμων Ιωσήφ

ιωσήφ


«Ο ευσχήμων Ιωσήφ από του ξύλου καθελών το άχραντόν σου σώμα, σινδόνι καθαρά ειλήσας και αρώμασι, εν μνήματι απέθετο». Στην τραγωδία του Πάθους του Κυρίου, μια μορφή περνά ξώφαλτσα από την πρώτη γραμμή της επικαιρότητας.

Κυριαρχούν οι δύο Αρχιερείς των Ιουδαίων, ο Άννας και ο Καϊάφας, ο ένας σκληρότερος από τον άλλο. Ορθώνεται τραγικά λίγη η μορφή του Πιλάτου, ενός ηγεμόνα ανίκανου να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και να πάρει αποφάσεις δικαιοσύνης. Σαν αστραπή περνά η εικόνα του Πέτρου που κλαίει πικρά, μη μπορώντας να νικήσει ούτε καν ένα αθώο κορίτσι! Ακόμα κι η εικόνα του Βαραββά, που γλιτώνει τη ζωή του για χάρη ενός Αθώου, θα μπορούσε να σταθεί αχνή μπροστά μας. Στο Σταυρό κυριαρχεί ο ληστής, ο Ιωάννης, η Παναγία, μορφές που πονούν! Και πάνω απ’ όλα, ένα ατέλειωτο ουρλιαχτό κοροϊδίας απ’ αυτούς που φανέρωναν στον κόσμο ότι καμιά ζωή δεν έχει αξία, όταν δεν συμφωνεί με τα δικά μας πιστεύω! Κι όμως, υπάρχει μια μορφή που ανήκει στους δευτεραγωνιστές του Πάθους, αλλά στην ουσία εκφράζει πολλά περισσότερα από τον εαυτό της. Είναι ο Ιωσήφ από Αριμαθαίας, βουλευτής εκείνης της εποχής, κρυφός μαθητής του Ιησού, ο οποίος «τολμήσας εισήλθε προς Πιλάτον και ητήσατο το σώμα του Ιησού». Το ζήτησε, το πήρε, το έθαψε! Με μια απλότητα στ’ αλήθεια συγκινητική, αποδεικνύει την αγάπη του προς τον νεκρό Διδάσκαλο, αλλά και ταυτόχρονα ότι δεν χρειάζεται να είναι κανείς στο προσκήνιο για να προσφέρει αυτό που η καρδιά του νιώθει.
«Ευσχήμων» χαρακτηρίζεται ο Ιωσήφ από τον ευαγγελιστή, που σημαίνει ξεχωριστός, διαλεχτός, αρχοντικός. Κανείς δεν θα περίμενε απ’ αυτόν να δείξει μια τέτοια τόλμη, ωστόσο τα θαύματα γίνονται απ’ αυτούς που δεν το περιμένει κανείς! Εκεί που οι αγαπημένοι μαθητές του Κυρίου κρύφτηκαν από φόβο μην οδηγηθούν στα ίδια μονοπάτια με τον Ιησού, ο προσδεχόμενος την βασιλεία του Θεού Ιωσήφ δεν διστάζει να προσφέρει τις τελευταίες φροντίδες σ’ Αυτόν που πιστεύει, καταπλήσσοντας και τον Πιλάτο και τους περί αυτόν, ίσως και τον ίδιο του τον εαυτό!
Οι περισσότεροι άνθρωποι ίσως είμαστε στην ίδια κατηγορία με τον Ιωσήφ, ευσχήμονες. Η κοινωνία έχει για μας καλή γνώμη, δεν προκαλούμε με τη ζωή μας, είμαστε όπως όλοι, παρακολουθούμε τα τεκταινόμενα στη ζωή χωρίς να προκαλούμε, ίσως στην προσωπική μας ζωή να έχουμε αυτή την αρχοντιά του Ιωσήφ, αυτό το διαλεχτό, αλλά το μοιραζόμαστε μόνο με τους δικούς μας ή το στενό μας περιβάλλον! Ίσως να μας συγκινεί και ο τρόπος της βασιλείας του Θεού, να προσπαθούμε αθόρυβα να τη βιώσουμε στη ζωή μας, ίσως και πάλι κάτι να περιμένουμε, να αναζητούμε αυτό το μυστικό κάλεσμα του ουρανού!
Έρχεται όμως η στιγμή που καλούμαστε να δείξουμε την τόλμη του Ιωσήφ! Και τότε, όπου και να βρισκόμαστε, στο εργασιακό, το κοινωνικό, το οικογενειακό περιβάλλον, όπου κι αν αγωνίζεται ο καθένας μας, ξυπνά μέσα μας αυτή η τόλμη, ξαναβρίσκουμε ένα νεανικό θάρρος που πηγάζει από την πίστη στο γνήσιο, την πίστη σ’ Αυτόν που βλέπουμε να παθαίνει, να πεθαίνει, να θυσιάζεται για μας, και ξυπνά μέσα μας ο ευσχήμων που κρύβουμε!
Και τότε νιώθουμε να μας πλημμυρίζει η ανάγκη της μαρτυρίας του Θεού, μια μαρτυρία που δε δίνεται με κραυγές, βία, φωνές, αλλά λειτουργεί σιωπηλά, με την αγάπη που δε γνωρίζει σύνορα, με την παρηγοριά, με την προσφορά χρημάτων αλλά και ενός καλού λόγου, με την προσφορά του χαρίσματος που έχει ο καθένας από μας όπλο μοναδικό, δώρο Θεού, γνήσια ανταπόκριση στον Σταυρωμένο Αγαπημένο, που βλέπουμε να μας δείχνει το δρόμο!
Δεν λείπουνε οι ευσχήμονες σήμερα, ούτε θα λείψουνε ποτέ! Η παρουσία του Ναζωραίου δεν θα πάψει ποτέ να λειτουργεί μυστικά και απλά στις ψυχές των πολλών, όπου κι αν βρίσκονται, με ό,τι κι αν ασχολούνται! Άλλωστε, αυτή είναι η κοινωνία του Ιησού, η βασιλεία που αγκαλιάζει τους πάντες, χωρίς εξαίρεση, ακόμα κι αυτούς που τον μισούν, ακόμα κι αυτούς που προσπερνούν αδιάφοροι στη θυσία Του, αυτούς που το Πάσχα θα τους βρει στα έθιμα κι όχι στην Ανάσταση!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Τον Ήλιον κρύψαντα

(Ιδιόμελο Μ. Παρασκευής Γεωργίου Ακροπολίτου)
Η κτίση συμπάσχει με το Πάθος του Κτίστου της. Ο ήλιος κρύβει τις ακτίνες του. Η γη σείεται και το καταπέτασμα του ναού σχίζεται στα δύο «από άνωθεν έως κάτω» (Ματθ. 27,51). Ο Σωτήρας θανατώνεται. Και ο από Αριμαθαίας Ιωσήφ, κρυφός μαθητής του Χριστού, παρουσιάζεται στον Πιλάτο, για να ζητήσει το νεκρό σώμα του Διδασκάλου:
«Δος μοι τούτον τον ξένον, τον εκ βρέφους ως ξένον ξενωθέντα, εβόα• δος μοι τούτον τον ξένον, ον ομόφυλοι μισούντες θανατούσιν ως ξένον».
Ο κρυφός μαθητής του Χριστού αποκαλύπτει το κρυφό όνομα του Διδασκάλου του, το όνομα που τον συνόδευσε σε ολόκληρη τη ζωή του, από τη βρεφική ηλικία ως τον σταυρικό θάνατό του: Ξένος.
Όταν γεννήθηκε στην Βηθλεέμ, η Μητέρα του τον σπαργάνωσε και τον τοποθέτησε σε ένα παχνί, γιατί δεν βρέθηκε τόπος στο πανδοχείο ( βλ. Λουκ.2,7 )• ήταν ξένος.
Ο Χριστός, ο Υιός και Λόγος του Θεού, ο Σωτήρας του κόσμου ήρθε και έζησε μέσα στον κόσμο ως ανέστιος άνθρωπος, ως «εκ βρέφους ξένος», ως ο κατεξοχήν ξένος. .
Ο ποιητής του κόσμου και δημιουργός των ανθρώπων «εις τα ίδια ήλθε, και οι ίδιοι αυτόν ου παρέλαβον» (Ιω. 1,11). Επισκέφτηκε τους δικούς του, και οι δικοί του δεν τον δέχτηκαν. Τον αντιμετώπισαν ως ξένο, τον φθόνησαν, τον μίσησαν, τον εξευτέλισαν και τον θανάτωσαν.
Είναι πικρό να ξενιτεύεσαι και να ζεις κάπου ως ξένος. Και είναι ακόμα πιο πικρό να ζεις στον τόπο σου ως ξένος και ανέστιος. Να σε φθονούν και να σε μισούν θανάσιμα οι συμπατριώτες σου, οι δικοί σου, τα ίδια τα παιδιά σου.
Αυτού του είδους την ξενιτεία γνώρισε ο Θεός που ήρθε και έζησε ως άνθρωπος μέσα στον κόσμο. Αυτή η ξενιτεία σφράγισε ολόκληρη την επίγεια ζωή του Χριστού. Την ξενιτεία που απομάκρυνε από κοντά του ακόμα και τους πιο στενούς μαθητάς του. Την απαράκλητη ξενιτεία.
Και τώρα, μετά τη σταύρωση και τη θανάτωσή του, έρχεται ο Ιωσήφ, «ο από Αριμαθαίας ευσχήμων βουλευτής» (Μαρκ.15,43), και ζητά από τον Πιλάτο να λάβει το νεκρό σώμα αυτού του ξένου: «Δος μοι τούτον τον ξένον, ίνα κρύψω εν τάφω, ος ως ξένος ουκ έχει την κεφαλήν που κλίναι».
«Αι αλώπεκες φωλεούς έχουσι και τα πετεινά του ουρανού κατασκηνώσεις, ο δε Υιός του ανθρώπου ουκ έχει που την κεφαλήν κλίνη», είχε πει ο Ξένος αυτός σε κάποιον από τους γραμματείς που ζήτησε να τον ακολουθήσει (Ματθ.8,19-20•Λουκ.9,57-58).
Τελικά δόθηκε από τους γραμματείς και τους Φαρισαίους σε αυτόν τον Ξένο τόπος για να γείρει το κεφάλι του• του δόθηκε ο σταυρός. Και αυτός «κλίνας την κεφαλήν παρέδωκε το πνεύμα»( Ιω.19,30).
Αυτόν τον Ξένο , που γνωρίζει να ξενίζει «τους πτωχούς και τους ξένους», έλαβε ο Ιωσήφ από τον Πιλάτο, για να τον φιλοξενήσει στον τάφο του. Έλαβε και τοποθέτησε «εν τω καινώ αυτού μνημείω» (Ματθ.27,60) «τον παρέχοντα πάσι ζωήν αιώνιον και το μέγα έλεος».
«Όσοι δε έλαβον αυτόν, έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι, τοις πιστεύουσιν εις το όνομα αυτού» (Ιω. 1,12).
Ο Ιωσήφ, που έλαβε και φιλοξένησε στον τάφο του το σώμα του Χριστού, αλλά και όλοι, όσοι τον δέχονται και πιστεύουν στο όνομά του, παίρνουν την εξουσία να γίνουν παιδιά του Θεού• θεοί κατά χάρη. Αποκτούν «ζωήν αιώνιον και το μέγα έλεος».
«Εάν μη ο κόκκος του σίτου πεσών εις την γην αποθάνη, αυτός μόνος μένει• εάν δε αποθάνη, πολύν καρπόν φέρει» (Ιω.12,24).
Ο σίτος που έπεσε στη γη και πέθανε, «ο άρτος ο ζων ο εκ του ουρανού καταβάς» προσφέρθηκε «υπέρ της του κόσμου ζωής» ( Ιω. 6,35-41) και έφερε πολύν καρπόν. Καρποφόρησε ένα πλήθος ανθρώπων, που αποξενώθηκαν από τον κόσμό και έζησαν μέσα στον κόσμο ως φώτα του κόσμου.
Πολλοί θανατώνουν τον κόσμο, για να ζήσουν οι ίδιοι. Ο Χριστός παραδόθηκε εκούσια στον θάνατο, για να ζήσει ο κόσμος.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ι. ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ
  

Ὁ Θάνατος τοῦ Χριστοῦ

 Θάνατος το Χριστο

.             Γιὰ τοὺς περισσότερους ἀνθρώπους ὁ θάνατος εἶναι ἡ ἔσχατη ἀπόδειξη δουλείας. Εἴμαστε ἀνίσχυροι ἀπέναντί του. Μποροῦμε νὰ τὸν ἀπομακρύνουμε, ἀλλὰ ὄχι νὰ τὸν ὑπερβοῦμε. Γιὰ τοὺς περισσότερους ὁ θάνατος ἀποτελεῖ τὸ βιολογικὸ καὶ ὁριστικὸ τέρμα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Δὲν ὑπάρχει λογικὴ ἀπόδειξη ἐπιστροφῆς ἀπὸ τὸ “ἐπέκεινα”, τὸ μετὰ τὸν θάνατο, μὲ ἀποτέλεσμα ἡ θλίψη νὰ εἶναι ἀνυπέρβλητη. Ἀπέναντι στὸν θάνατο ὁ ἄνθρωπος ζεῖ μὲ τὸν φόβο ἢ ἐκείνη τὴν ἐλπίδα ὅτι τὸ τέλος δὲν θὰ ἔλθει.
.             Ὁ Χριστὸς ἔζησε τὸν θάνατο, ὄχι ὡς βιολογικὸ τέρμα ἢ ὡς ἀναπόδραστη κατάσταση, ἀλλὰ ὡς ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Πατέρα Του. Ἔφτασε τὴν φύση Του, ποὺ εἶχε τὴν ἀθανασία δεδομένη, καθὼς δὲν εἶχε ἁμαρτία, στὸ κατώφλι τοῦ θανάτου καὶ τὸ πέρασε σωματικά, γιὰ νὰ μᾶς δείξει ὅτι ὁ θάνατος εἶναι τὸ τέρμα, μόνο ὅταν συνοδεύεται ἀπὸ τὸν χωρισμὸ ἀπὸ τὸν Θεό. Αὐτὸς ποὺ ζεῖ τὸν Θεὸ μὲ ὑπακοὴ στὸ θέλημά Του, αὐτὸς ποὺ ἀγωνίζεται ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας, ἡ ὁποία εἶναι ὁ θάνατος, ἐλευθερώνεται ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου, γιατί ἀκολουθεῖ τὸν Χριστό.
.             “Ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτὸς μόνος μένει. Ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ, πολὺν καρπὸν φέρει”, μᾶς λέει ὁ Κύριος. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ θάνατος ἀποτελεῖ γιὰ μᾶς τοὺς θνητοὺς τὴν ἀφορμή, πολὺν καρπὸ νὰ φέρουμε, ἂν ζοῦμε μὲ ὑπακοὴ στὸν Θεό. Ὁ Χριστὸς μᾶς δίδαξε ὅτι αὐτὸ εἶναι κατορθωτό. Ἂν πεθάνουμε ὡς πρὸς τὴν ἁμαρτία, δηλαδὴ νεκρώσουμε τὰ πάθη καὶ τὶς κακίες μας, τότε οὐσιαστικὰ φέρουμε πολὺν καρπό, τῆς ἀγάπης, τῆς ἀρετῆς, τῆς πίστης στὸ Θεό, γιατί αὐτὸ εἶναι τὸ θέλημά Του γιά μας. Ἂν πεθάνει ὁ ἐγωισμός μας, μὲ τὴν ἄσκηση, τὴν προσπάθεια, τὴν ταπείνωση, τὴν θυσία, τότε πολὺν καρπὸ φέρουμε. Τραβᾶμε τὴν χάρη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ τότε, ἀκόμα καὶ ὁ βιολογικὸς θάνατος εἶναι τὸ σημεῖο ἐκεῖνο τῆς ζωῆς ποὺ μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὴν φθορὰ καὶ τὴν ἁμαρτία καὶ μᾶς φέρνει κοντὰ σ’ Αὐτὸν ποὺ πέθανε γιά μας, τὸν Χριστό.
.             Ὁ Χριστὸς ἀναπαύεται στὸν τάφο σωματικά. Ὁ Χριστὸς κηρύττει στὸν Ἅδη τὴ Ζωή. Καὶ θὰ ἀναστηθεῖ ὡς ὁ λέων, αὐτεξουσίως, καὶ θὰ τραβήξει μαζί Του ὅσους τὸν πίστεψαν, ἀλλὰ καὶ ὅσους τὸν πιστεύουν, ὅσους τοὺς ἀγγίζει τὸ μήνυμα, τὸ πρόσωπο, ἡ κοινωνία μαζί Του. Ἐλευθερωνόμαστε ἀπὸ τὸν θάνατο, χάρις στὸν θάνατο τοῦ Σωτήρα. Ὅλα πλέον εἶναι διαφορετικά. Δὲν φοβόμαστε τὸν θάνατο, γιατί θὰ μᾶς πάει σ’ Αὐτὸν ποὺ μᾶς ἀγαπᾶ καὶ ἀγαπᾶμε. Καὶ θὰ περιμένουμε τὴν Δευτέρα Παρουσία, γιὰ νὰ γευτεῖ καὶ τὸ σῶμα μας, αὐτὴ τὴν ἀνεκλάλητη χαρά. Αὐτὴ τὴν ἀνεκλάλητη ἐλευθερία. Αὐτὴ τὴν ἀνεκλάλητη αἰώνια ζωή.

.             Γιὰ τοὺς περισσότερους ἀνθρώπους ὁ θάνατος εἶναι ἡ ἔσχατη ἀπόδειξη δουλείας. Εἴμαστε ἀνίσχυροι ἀπέναντί του. Μποροῦμε νὰ τὸν ἀπομακρύνουμε, ἀλλὰ ὄχι νὰ τὸν ὑπερβοῦμε. Γιὰ τοὺς περισσότερους ὁ θάνατος ἀποτελεῖ τὸ βιολογικὸ καὶ ὁριστικὸ τέρμα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Δὲν ὑπάρχει λογικὴ ἀπόδειξη ἐπιστροφῆς ἀπὸ τὸ “ἐπέκεινα”, τὸ μετὰ τὸν θάνατο, μὲ ἀποτέλεσμα ἡ θλίψη νὰ εἶναι ἀνυπέρβλητη. Ἀπέναντι στὸν θάνατο ὁ ἄνθρωπος ζεῖ μὲ τὸν φόβο ἢ ἐκείνη τὴν ἐλπίδα ὅτι τὸ τέλος δὲν θὰ ἔλθει.

.             Ὁ Χριστὸς ἔζησε τὸν θάνατο, ὄχι ὡς βιολογικὸ τέρμα ἢ ὡς ἀναπόδραστη κατάσταση, ἀλλὰ ὡς ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Πατέρα Του. Ἔφτασε τὴν φύση Του, ποὺ εἶχε τὴν ἀθανασία δεδομένη, καθὼς δὲν εἶχε ἁμαρτία, στὸ κατώφλι τοῦ θανάτου καὶ τὸ πέρασε σωματικά, γιὰ νὰ μᾶς δείξει ὅτι ὁ θάνατος εἶναι τὸ τέρμα, μόνο ὅταν συνοδεύεται ἀπὸ τὸν χωρισμὸ ἀπὸ τὸν Θεό. Αὐτὸς ποὺ ζεῖ τὸν Θεὸ μὲ ὑπακοὴ στὸ θέλημά Του, αὐτὸς ποὺ ἀγωνίζεται ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας, ἡ ὁποία εἶναι ὁ θάνατος, ἐλευθερώνεται ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου, γιατί ἀκολουθεῖ τὸν Χριστό.
.             “Ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτὸς μόνος μένει. Ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ, πολὺν καρπὸν φέρει”, μᾶς λέει ὁ Κύριος. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ θάνατος ἀποτελεῖ γιὰ μᾶς τοὺς θνητοὺς τὴν ἀφορμή, πολὺν καρπὸ νὰ φέρουμε, ἂν ζοῦμε μὲ ὑπακοὴ στὸν Θεό. Ὁ Χριστὸς μᾶς δίδαξε ὅτι αὐτὸ εἶναι κατορθωτό. Ἂν πεθάνουμε ὡς πρὸς τὴν ἁμαρτία, δηλαδὴ νεκρώσουμε τὰ πάθη καὶ τὶς κακίες μας, τότε οὐσιαστικὰ φέρουμε πολὺν καρπό, τῆς ἀγάπης, τῆς ἀρετῆς, τῆς πίστης στὸ Θεό, γιατί αὐτὸ εἶναι τὸ θέλημά Του γιά μας. Ἂν πεθάνει ὁ ἐγωισμός μας, μὲ τὴν ἄσκηση, τὴν προσπάθεια, τὴν ταπείνωση, τὴν θυσία, τότε πολὺν καρπὸ φέρουμε. Τραβᾶμε τὴν χάρη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ τότε, ἀκόμα καὶ ὁ βιολογικὸς θάνατος εἶναι τὸ σημεῖο ἐκεῖνο τῆς ζωῆς ποὺ μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὴν φθορὰ καὶ τὴν ἁμαρτία καὶ μᾶς φέρνει κοντὰ σ’ Αὐτὸν ποὺ πέθανε γιά μας, τὸν Χριστό.
.             Ὁ Χριστὸς ἀναπαύεται στὸν τάφο σωματικά. Ὁ Χριστὸς κηρύττει στὸν Ἅδη τὴ Ζωή. Καὶ θὰ ἀναστηθεῖ ὡς ὁ λέων, αὐτεξουσίως, καὶ θὰ τραβήξει μαζί Του ὅσους τὸν πίστεψαν, ἀλλὰ καὶ ὅσους τὸν πιστεύουν, ὅσους τοὺς ἀγγίζει τὸ μήνυμα, τὸ πρόσωπο, ἡ κοινωνία μαζί Του. Ἐλευθερωνόμαστε ἀπὸ τὸν θάνατο, χάρις στὸν θάνατο τοῦ Σωτήρα. Ὅλα πλέον εἶναι διαφορετικά. Δὲν φοβόμαστε τὸν θάνατο, γιατί θὰ μᾶς πάει σ’ Αὐτὸν ποὺ μᾶς ἀγαπᾶ καὶ ἀγαπᾶμε. Καὶ θὰ περιμένουμε τὴν Δευτέρα Παρουσία, γιὰ νὰ γευτεῖ καὶ τὸ σῶμα μας, αὐτὴ τὴν ἀνεκλάλητη χαρά. Αὐτὴ τὴν ἀνεκλάλητη ἐλευθερία. Αὐτὴ τὴν ἀνεκλάλητη αἰώνια ζωή.

Σήμερον ο Δεσπότης της κτίσεως


Τη αγία και Μεγάλη Παρασκευή, εις τον Εσπερινόν
Σήμερον ο Δεσπότης της κτίσεως, παρίσταται Πιλάτω, και σταυρώ παραδίδοται ο Κτίστης των απάντων, ὡς αμνὸς προσαγόμενος τη ιδίᾳ βουλήσει, τοις ήλοις προσπήγνυται, και την πλευράν κεντάται, και τω σπόγγω προσψαύεται, ο μάννα επομβρήσας, τας σιαγόνας ραπίζεται, ο Λυτρωτὴς του Κόσμου, και υπο των ιδίων δούλων εμπαίζεται, ο Πλάστης των απάντων. Ω Δεσπότου φιλανθρωπίας! υπὲρ των σταυρούντων παρεκάλει τον ίδιον Πατέρα, λέγων Άφες αὐτοις τὴν αμαρτίαν ταύτην ου γὰρ οίδασιν οι άνομοι, τι αδίκως πράττουσιν.

Ο Ματθαίος Βατοπαιδινός χρησιμοποιεί την κλίμακα του πλαγίου του β', (δεδεμένη μετά του νενανώ και των τετάρτων(μαλακού και σκληρού)), όπως τη χρησιμοποιούσαν οι παλαιοί μελοποιοί στο στιχηράριο και στην παπαδική.

Μητρ. Νικόδημος Βαλληνδράς - «Την σήμερον μυστικώς»


Ακολουθία του Εσπερινού της Αποκαθηλώσεως: Απευθείας Μετάδοση



Παρακολουθείστε σε απευθείας μετάδοση από τον I.N. Αγ. Δημητρίου Θεσ/νίκης, την Ακολουθία του Εσπερινού της Αποκαθηλώσεως, χοροστατούντος του Παναγιωτάτου Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης κ. Ανθίμου, τη Μ.Παρασκευή  π

Κατηγορώντας (πάλι) τους Ρωμαίους






Στο ντοκιμαντέρ Who Framed Jesus?” του Discovery Channel(2011) που προβλήθηκε από την ΕΡΤ ("Ποιος Παγίδεψε τον Ιησού;"*) παρελαύνουν «μελετητές» και «επιστήμονες», οι οποίοι, χάριν "εγκληματολογικής προσέγγισης", προσπαθούν να δείξουν ποιοί «πραγματικά» ήταν αυτοί που «παγίδεψαν» τον Ιησού.

Μια "Top Ten" λίστα των πιθανών ενόχων, είναι :

• ο Ιούδας,
• ο Πιλάτος,
• οι δυσαρεστημένοι θρησκευτικοί ηγέτες στην Ιερουσαλήμ,
• ο Καϊάφας,
• οι Φαρισαίοι,
• Οι Ρωμαίοι,
• οι Σαδδουκαίοι,
• οι δυσαρεστημένοι μαθητές,
• ο Ηρώδης Αντύπας,
• και η χαριστική βολή ... ο ίδιος ο Ιησούς.

Στην εποχή μας, εκτός από ντοκιμαντέρ, τηλεοπτικές σειρές και ταινίες του Χόλυγουντ, ακούς ακόμη και από διάφορες εκκλησιαστικές φωνές να κατηγορούνται για το θάνατο του Χριστού στον Σταυρό οι ρωμαϊκές αρχές και να απαλλάσσονται οι Φαρισαίοι και ο ιουδαϊκός λαός.

Ο Αμερικανός «συντηρητικός» και καθολικός ανώτατος δικαστήςAndrew Napolitano, είχε πει στο Fox News : «Οι Ρωμαίοι εκτέλεσαν τον Ιησού, επειδή πείστηκαν ότι με τον ισχυρισμό Του ότι είναι ο Υιός του Θεού, θα μπορούσε να υποδαυλίσει μια επανάσταση εναντίον τους ... φοβούνταν ότι μια επανάσταση που θα διατάραζε την κοσμική εξουσία τους, και έτσι τον καταδίκασαν σε θάνατο με σταύρωση». Οι Εβραίοι δεν αναφέρονταν πουθενάαπό τον Napolitano.

Ο γνωστός «συντηρητικός»παρουσιαστής Bill O'Reillyστοβιβλίο του για τις τελευταίεςημέρες του Ιησού (The Last Days of Jesus: His Life and Times A Special Illustrated Edition of Killing Jesus),αναφέρει: «... η ευθύνη ανήκειστον Πιλάτο» (σελ 221).. «Μόνο ο Ρωμαίος κυβερνήτης κατέχει το ius gladii - το δικαίωμα του σπαθιού. Ή όπως είναι γνωστό, το δικαίωμα να εκτελέσει».

Είναι αλήθεια ότι οι Εβραίοι δεν θα μπορούσαν να σταυρώσουν (ή σταύρωση ήταν τύπος εκτέλεσης των Ρωμαίων) κανέναν στη ρωμαϊκή επικράτεια, αλλά θα μπορούσαν να εκτελέσουν με λιθοβολισμό, όπως έκαναν με τονπρωτομάρτυρα Στέφανο. Η Μισνά δίνει μια ποικιλία τύπων εκτελέσεων που πρέπει να διενεργούνται από το Σανχεντρίν (Συνέδριο). Ο άγιος Στέφανος λιθοβολήθηκε μετά από «συζήτηση» που είχε με ένα Σανχεντρίν (Πράξεις 7: 54-59).


Οι Πάπες έχουν τους δικούς τους ελίτ θεολόγους, οι οποίοι προσφέρουν κηρύγματα στον εκάστοτε ποντίφικα και στην παπική οικία. Ο αιδ. FrRaniero CantalamessaPhD., ένας Φραγκισκανός ιερέας που το 1980 διορίστηκε από τον Πάπα Ιωάννη Παύλο ΙΙ στην προνομιούχο θέση του "ιεροκήρυκα στην παπική οικία" και επιβεβαιώθηκε ξανά σε αυτή τη θέση από τον Πάπα Βενέδικτο XVI το 2005, ενώ συνεχίζει σε αυτόν τον ρόλο και υπό τον Φραγκίσκο, κήρυξε με την ιδιότητα αυτή, κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής υπό την παρουσία του Πάπα, καρδιναλίων, επισκόπων, ιεραρχών και των προϊσταμένων των θρησκευτικών ταγμάτων και απέδωσε την ευθύνη για τον θάνατο του Ιησού στους Ρωμαίους. Κατηγόρησε λίγο και τους Σαδδουκαίους και σχεδόν απάλλαξε τους Φαρισαίους:

«Ο Ιησούς είχε φίλους μεταξύ των Φαρισαίων (Νικόδημος) που θα τον καλούσαν για δείπνο στο σπίτι τους. Ήταν πρόθυμοι τουλάχιστον, να τον αμφισβητήσουν και να τον πάρουν στα σοβαρά, σε αντίθεση με τους Σαδδουκαίους... Φυσικά ο Πιλάτος δεν ήταν τόσο ευαίσθητος σε θέματα δικαιοσύνης ώστε να ανησυχεί για την τύχη ενός άγνωστου Εβραίου. Ήταν έτοιμος να καταστείλει με αίμα το παραμικρό υπαινιγμό εξέγερσης .... Δεν προσπάθησε να σώσει τον Ιησού από συμπόνια για το θύμα, αλλά μόνο για να απολαύσει μια μικρή "νίκη" εναντίον των κατηγόρων του (Ιουδαίων), με τους οποίους είχε ανοίξει ένα ψυχρό πόλεμο με την άφιξή του στην Ιουδαία».

Η αλήθεια όμως είναι ότι ο Πιλάτος, εάν δεν διέταζε την θανάτωση του Ιησού Χριστού (τον οποίον τοΤαλμούδ, - βλ. αριστερά - εκτός του ότι τον κατηγορούσε ότι έσπρωχνε τον λαό στην "ειδωλολατρεία" και άρα έπρεπε να θανατωθεί - τονονόμαζε και "φίλο των ρωμαϊκών αρχών") θα ρίσκαρε να οργιστούν εναντίον του οι ανώτεροί του, καθώς θα γλύτωνε έναν ταραχοποιό που ο ίδιος του ο λαός τον ήθελε νεκρό! «Ο Πιλάτος προσπάθησε να τον απελευθερώσει, όμως, οι Ιουδαίοι φώναζαν, λέγοντας, αν εσύ απολύσεις τούτον, δεν είσαι φίλος του Καίσαρα: όποιος κάνει τον εαυτό του βασιλιά μιλάει εναντίον του Καίσαρα» (Κατά Ιωάννην 19:12).

Ας ακούσουμε τα λόγια του Χριστού προς τον Πιλάτο. «Αυτός πουμε παραδίδει σε σένα έχει την μεγαλύτερη αμαρτία». (Κατά Ιωάννην 19:11).

Η απόστολος Παύλος σχετικά με το ποιος είναι υπεύθυνος για τον θάνατο του Χριστού αναφέρει ξεκάθαρα: «.. Οι Ιουδαίοι… οι οποίοι και τον Κύριο Ιησού θανάτωσαν και τους δικούς τους προφήτες, και μας εδίωξαν και δεν αρέσουν στον Θεό, και είναι αντίθετοι με όλους τους ανθρώπους». (Α΄ Θεσσαλονικείς 2: 14-15).

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...