Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανοῦ
῾Η εἰκόνα εἶναι συνηθισμένη. Μία ὁμάδα νέων παιδιῶν, ἀγόρια καί κορίτσια, κάθονται σέ μία καφετέρια, Σάββατο ἀπόγευμα. ῾Ο καφές καί οἱ χυμοί ἔχουν σερβιριστεῖ. Οἱ συζητήσεις σ’ ἐκεῖνο τόν ὑψηλό τόνο γιά τά καθημερινά πρόσωπα πού μονοπωλοῦν τό ἐνδιαφέρον τῶν παιδιῶν, γιά τίς ἐκπομπές τῆς τηλεόρασης καί τό ποιός πρέπει νά κερδίσει ἤ νά χάσει, καί ξάφνου ἡσυχία. ᾿Απόλυτη σιωπή γιά μία-δύο στιγμές, πού διακόπτεται ἀπό τόν ἦχο τῶν μηνυμάτων στά κινητά. Τά παιδιά ἐγκαταλείπουν τήν συζήτηση καί στέλνουν τά δικά τους μηνύματα. Δεύτερος γύρος συζήτησης γιά τά ἴδια θέματα. Σιωπή καί νέα μηνύματα. ῾Η ὥρα περνᾶ καί τά παιδιά σηκώνονται, γιά νά συνεχίσουν τήν Σαββατιάτικη βόλτα τους, μέ τά κινητά στά χέρια καί τίς ἴδιες ἀφορμές συζήτησης, σιωπῆς καί μηνυμάτων.
῾Η καφετέρια εἶναι ἕνας σύγχρονος χῶρος συνάντησης. Δέν εἶναι ὅμως πάντοτε χῶρος γνήσιας ἐπικοινωνίας. Κι αὐτό γιατί ἡ ἐπικοινωνία σήμερα νοεῖται ὡς ἡ συζήτηση γιά τά ἀνούσια καί ψεύτικα, τά ριάλιτι τῆς τηλεόρασης, ὡς ἡ ἀνταλλαγή ἀπόψεων γιά ζητήματα πού ἐγκλωβίζουν τόν νέο στόν μικρόκοσμο τοῦ σχολείου ἤ τοῦ Πανεπιστημίου, ἡ ἄρνηση τῆς πολιτικῆς, πολλές φορές καί ὡς ἡ ἄρνηση τοῦ ἀθλητισμοῦ.
Κι ὅμως ἡ καφετέρια θά μποροῦσε νά ἦταν χῶρος πραγματικῆς συνάντησης. Χωρίς ὑπερβολικές φιλοσοφίες, θά εἶχε πολύ μεγάλο ἐνδιαφέρον κάποιος νά ἔλεγε στήν παρέα του γιά μία εἴδηση πού διάβασε στήν ἐφημερίδα. Νά μιλοῦσε γιά τούς ἥρωες ἑνός βιβλίου πού εἶχε μελετήσει. Νά τούς περιγράψει γιατί εἶναι δίκαιο μία ὁμάδα στό ποδόσφαιρο ἤ τό μπάσκετ νά πάρει τό πρωτάθλημα καί πόσο σπουδαῖος παίκτης εἶναι αὐτός πού ἀξιοποιεῖ τά χαρίσματά του. Νά συζητήσει μαζί τους γιά κάποια ὄνειρα κι ὁράματα στή ζωή, γιά τήν θεραπεία τῆς ἀδικίας καί τοῦ μίσους, τήν ἀξία τῆς ἀγάπης, τή σχέση μέ τό Θεό καί τόν ἄλλο, νά μοιραστεῖ προβληματισμούς, δάκρυα καί χαρές.
Θά μποροῦσε ἡ καφετέρια νά εἶναι χῶρος πραγματικῆς συνάντησης. ᾿Αρκεῖ νά κλείνανε ἔστω καί γιά λίγο τά κινητά, τά ὁποῖα χρησιμοποιοῦνται γιά νά βρισκόμαστε, ἀλλά στήν οὐσία δέν μᾶς ἀφήνουν νά συγκεντρωθοῦμε στήν παρέα, καθώς ὁ νοῦς μας πάει σ’ αὐτούς πού μᾶς ζητᾶνε ἤ μᾶς στέλνουν μήνυμα, μέ ἤ χωρίς λόγο. Τά κινητά πού ἔχουν ἀντικαταστήσει τήν ἀναζήτηση καί τήν ἐπιθυμία τῆς συνάντησης, καθώς μᾶς κάνουν νά ξέρουμε ποῦ εἶναι ὁ ἄλλος καί μέ δύο κουβέντες νά λέμε αὐτό πού θά ἀποτελοῦσε θέμα συζήτησης καί ζωῆς.
Θά μποροῦσε ἡ καφετέρια νά εἶναι χῶρος πραγματικῆς κοινωνίας. Γιατί ἕνας καφές καί μία παρέα δίνουν τήν αἴσθηση ὅτι δέν εἴμαστε μόνοι μας, ἀλλά ὅτι ὑπάρχουν ἄλλοι πού θέλουν νά μᾶς συναντήσουν, νοιάζονται γιά τό ποιοί εἴμαστε, τί ἐκφράζουμε καί τί πιστεύουμε. Κι αὐτός πού νοιάζεται, δημιουργεῖ κοινωνία, ὁμάδα, κοινότητα μέ τόν ἄλλο. Κι αὐτό εἶναι πού χρειαζόμαστε σήμερα πάνω ἀπ’ ὅλα, νά πάψουμε νά εἴμαστε ἄτομα πού περνᾶμε καλά μονάχα γιά τόν ἑαυτό μας καί νά μοιραστοῦμε τά συναισθήματά μας, τίς σκέψεις μας, τίς ἐλπίδες, τήν ἀγάπη.
Τήν ἑπόμενη φορά πού θά πᾶμε σέ μία καφετέρια ἄς θυμηθοῦμε ὅτι «οἱ παρέες γράφουν ἱστορία». Γιατί κάθε συνάντηση εἶναι ἱστορική γιά τόν καθέναν μας καθώς δέν ἐπαναλαμβάνεται. Καί θά γίνει καί πραγματικά μοναδική ὅταν συνδεθεῖ μέ κάτι ξεχωριστό, μέ μία κουβέντα πού θά μᾶς βγάλει ἀπό τή ρουτίνα, μέ τό μοίρασμα τῆς ζωῆς, μέ τό κυνήγι τοῦ ξεχωριστοῦ. Τό χρειαζόμαστε ὅσο ποτέ καί μποροῦμε. ᾿Αρκεῖ νά μή φοβηθοῦμε νά ἀλλάξουμε τήν ρουτίνα. Καί θά δοῦμε τότε ὅτι κι ἄλλοι θά μᾶς ἀκολουθήσουν. Γιατί ὅλοι, κι ἄς μήν τό καταλαβαίνουμε, νιώθουμε ὅτι εἴμαστε μοναδικοί καί ξεχωριστοί. Καί γιά ξεχωριστά καί μοναδικά μποροῦμε νά μιλήσουμε!
῾Η καφετέρια εἶναι ἕνας σύγχρονος χῶρος συνάντησης. Δέν εἶναι ὅμως πάντοτε χῶρος γνήσιας ἐπικοινωνίας. Κι αὐτό γιατί ἡ ἐπικοινωνία σήμερα νοεῖται ὡς ἡ συζήτηση γιά τά ἀνούσια καί ψεύτικα, τά ριάλιτι τῆς τηλεόρασης, ὡς ἡ ἀνταλλαγή ἀπόψεων γιά ζητήματα πού ἐγκλωβίζουν τόν νέο στόν μικρόκοσμο τοῦ σχολείου ἤ τοῦ Πανεπιστημίου, ἡ ἄρνηση τῆς πολιτικῆς, πολλές φορές καί ὡς ἡ ἄρνηση τοῦ ἀθλητισμοῦ.
Κι ὅμως ἡ καφετέρια θά μποροῦσε νά ἦταν χῶρος πραγματικῆς συνάντησης. Χωρίς ὑπερβολικές φιλοσοφίες, θά εἶχε πολύ μεγάλο ἐνδιαφέρον κάποιος νά ἔλεγε στήν παρέα του γιά μία εἴδηση πού διάβασε στήν ἐφημερίδα. Νά μιλοῦσε γιά τούς ἥρωες ἑνός βιβλίου πού εἶχε μελετήσει. Νά τούς περιγράψει γιατί εἶναι δίκαιο μία ὁμάδα στό ποδόσφαιρο ἤ τό μπάσκετ νά πάρει τό πρωτάθλημα καί πόσο σπουδαῖος παίκτης εἶναι αὐτός πού ἀξιοποιεῖ τά χαρίσματά του. Νά συζητήσει μαζί τους γιά κάποια ὄνειρα κι ὁράματα στή ζωή, γιά τήν θεραπεία τῆς ἀδικίας καί τοῦ μίσους, τήν ἀξία τῆς ἀγάπης, τή σχέση μέ τό Θεό καί τόν ἄλλο, νά μοιραστεῖ προβληματισμούς, δάκρυα καί χαρές.
Θά μποροῦσε ἡ καφετέρια νά εἶναι χῶρος πραγματικῆς συνάντησης. ᾿Αρκεῖ νά κλείνανε ἔστω καί γιά λίγο τά κινητά, τά ὁποῖα χρησιμοποιοῦνται γιά νά βρισκόμαστε, ἀλλά στήν οὐσία δέν μᾶς ἀφήνουν νά συγκεντρωθοῦμε στήν παρέα, καθώς ὁ νοῦς μας πάει σ’ αὐτούς πού μᾶς ζητᾶνε ἤ μᾶς στέλνουν μήνυμα, μέ ἤ χωρίς λόγο. Τά κινητά πού ἔχουν ἀντικαταστήσει τήν ἀναζήτηση καί τήν ἐπιθυμία τῆς συνάντησης, καθώς μᾶς κάνουν νά ξέρουμε ποῦ εἶναι ὁ ἄλλος καί μέ δύο κουβέντες νά λέμε αὐτό πού θά ἀποτελοῦσε θέμα συζήτησης καί ζωῆς.
Θά μποροῦσε ἡ καφετέρια νά εἶναι χῶρος πραγματικῆς κοινωνίας. Γιατί ἕνας καφές καί μία παρέα δίνουν τήν αἴσθηση ὅτι δέν εἴμαστε μόνοι μας, ἀλλά ὅτι ὑπάρχουν ἄλλοι πού θέλουν νά μᾶς συναντήσουν, νοιάζονται γιά τό ποιοί εἴμαστε, τί ἐκφράζουμε καί τί πιστεύουμε. Κι αὐτός πού νοιάζεται, δημιουργεῖ κοινωνία, ὁμάδα, κοινότητα μέ τόν ἄλλο. Κι αὐτό εἶναι πού χρειαζόμαστε σήμερα πάνω ἀπ’ ὅλα, νά πάψουμε νά εἴμαστε ἄτομα πού περνᾶμε καλά μονάχα γιά τόν ἑαυτό μας καί νά μοιραστοῦμε τά συναισθήματά μας, τίς σκέψεις μας, τίς ἐλπίδες, τήν ἀγάπη.
Τήν ἑπόμενη φορά πού θά πᾶμε σέ μία καφετέρια ἄς θυμηθοῦμε ὅτι «οἱ παρέες γράφουν ἱστορία». Γιατί κάθε συνάντηση εἶναι ἱστορική γιά τόν καθέναν μας καθώς δέν ἐπαναλαμβάνεται. Καί θά γίνει καί πραγματικά μοναδική ὅταν συνδεθεῖ μέ κάτι ξεχωριστό, μέ μία κουβέντα πού θά μᾶς βγάλει ἀπό τή ρουτίνα, μέ τό μοίρασμα τῆς ζωῆς, μέ τό κυνήγι τοῦ ξεχωριστοῦ. Τό χρειαζόμαστε ὅσο ποτέ καί μποροῦμε. ᾿Αρκεῖ νά μή φοβηθοῦμε νά ἀλλάξουμε τήν ρουτίνα. Καί θά δοῦμε τότε ὅτι κι ἄλλοι θά μᾶς ἀκολουθήσουν. Γιατί ὅλοι, κι ἄς μήν τό καταλαβαίνουμε, νιώθουμε ὅτι εἴμαστε μοναδικοί καί ξεχωριστοί. Καί γιά ξεχωριστά καί μοναδικά μποροῦμε νά μιλήσουμε!
Από το βιβλίο του π. Θεμιστοκλή Μουρτζανού "Από έναν κόσμο σαν κι αυτόβ τι να κρατήσω;" των εκδόσεων "ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ"
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά