Ἰωάννης Β. Βελιτσιάνος
Διδάκτωρ Θεολογίας Α.Π.Θ. – Ἐπιστημονικός Συνεργάτης (Ι.Ε.Θ.Π.)
Ἡ μεγάλη ἐπιτυχία τοῦ ἱεραποστολικοῦ ἔργου τοῦ Παύλου στὴ Θεσσαλονίκη ἐξόργισε τοὺς Ἰουδαίους, οἱ ὁποῖοι «προσλαβόμενοι τῶν ἀγοραίων ἄνδρας τινὰς πονηροὺς καὶ ὀχλοποιήσαντες ἐθορύβουν τὴν πόλιν» (Πρξ. 17,5). Οἱ Ἰουδαῖοι ἀναζήτησαν τὸν Παῦλο καὶ τοὺς συνεργάτες του στὸ σπίτι τοῦ Ἰάσονα καὶ «μὴ εὑρόντες δὲ αὐτοὺς ἔσυρον Ἰάσονα καὶ τινὰς ἀδελφοὺς ἐπὶ τοὺς πολιτάρχας βοῶντες ὅτι οἱ τὴν οἰκουμένην ἀναστατώσαντες οὗτοι καὶ ἐνθάδε πάρεισιν, οὗς ὑποδέδεκται Ἰάσων» (Πρξ.17,6-7). Ἡ κατηγορία ποὺ διατύπωσαν ἐναντίον τῶν φιλοξενούμενων τοῦ Ἰάσονα ἦταν πολιτικὴ∙ «οὗτοι πάντες ἀπέναντι τῶν δογμάτων καίσαρος πράσσουσιν βασιλέα ἕτερον λέγοντες εἶναι Ἰησοῦν» (Πρξ. 17,7). Αὐτὸ συγκλόνισε «τὸν ὄχλον καὶ τοὺς πολιτάρχας» (Πρξ. 17,7) ἀλλὰ τὸ θέμα διευθετήθηκε, δηλ. ὁ Ἰάσονας πλήρωσε ἱκανοποιητικὴ ἐγγύηση καὶ ἀφέθηκε ἐλεύθερος.
Μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ γεγονότα οἱ νέοι χριστιανοὶ φρόντισαν νὰ φυγαδεύσουν τὸν Παῦλο μὲ τοὺς συνεργάτες του στὴ Βέροια[1] γιὰ νὰ συνεχίσει ἐκεῖ τὸ ἱεραποστολικό του ἔργο. Ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος στὴ πρώτη ἐπιστολὴ πρὸς Θεσσαλονικεῖς (2,17) ἐκφράζει τὸν ἀποχωρισμό του μὲ τὴ λ. «ἀπορφανισθέντες». Ἔτσι θέλει νὰ δώσει ἔμφαση στὸν ἀποχωρισμὸ καὶ νὰ τονίσει τὸ πόσο ἔντονα ἔζησε τὸ γεγονὸς αὐτό, γι᾿ αὐτὸ προσθέτει στὸ παθητικὸ ρῆμα «ὀρφανίζομαι» τήν πρόθεση «ἀπό»[2].
Ὅπως μᾶς περιγράφει ὁ Λουκᾶς «οἱ δὲ ἀδελφοὶ εὐθέως διὰ νυκτὸς ἐξέπεμψαν τὸν τε Παῦλον καὶ τὸν Σίλαν εἰς Βέροιαν, οἵτινες παραγενόμενοι εἰς τὴν συναγωγὴν τῶν Ἰουδαίων ἀπήεσαν»[3]. Τὸ ἐπίρρημα εὐθέως δηλώνει ὅτι χωρὶς χρονοτριβή οἱ ἀδελφοὶ συνεννοοῦνται μὲ τὸν Παῦλο καὶ τὸν Σίλα καὶ ἀποφασίζουν νὰ τοὺς φυγαδεύσουν ἀπὸ τὴν πόλη[4], ἐνῶ ὁ προσδιορισμὸς διά νυκτός ἐπιτείνει τὸ ἐσπευσμένο τῆς ἀναχωρήσεως. Πράγματι τὸ σκοτάδι ἦταν πολύτιμος σύμμαχος, διότι θὰ προστάτευε τὴ συνοδεία ἀπὸ τὶς ἄγριες διαθέσεις τῶν Ἰουδαίων[5]. Πίσω ἀπὸ τὸν ἀόριστο ἐξέπεμψεν, ὁ ὁποῖος δηλώνει τὸ κατευόδιο τῶν Θεσσαλονικέων στὸν Ἀπόστολο, μποροῦμε νὰ διακρίνουμε τὴν ἀγωνία καὶ τὴ συγκίνηση ἐκείνη τὴ νύχτα[6].
Ὅσο ἀφορᾶ τὴ διαδρομὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη στὴ Βέροια εἰπώθηκαν καὶ γράφτηκαν ἀρκετά. Ὅμως ἐμεῖς θὰ ἐπικεντρώσουμε τὴν ἔρευνά μας μὲ τὴν ἀναζήτηση τοῦ πιθανότερου δρόμου, τὸν ὁποῖο χρησιμοποίησε ὁ Παῦλος μὲ τὴν συνοδεία του γιὰ νὰ φτάσει ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη στὴ Βέροια. Ἡ ὁδικὴ ἐπικοινωνία – συγκοινωνία τῆς Θεσσαλονίκης μὲ τὴ Βέροια γινόταν μέσῳ τῆς ἀρχαίας Πέλλας. Ὅπως πληροφορούμαστε ἡ Πέλλα ἀπεῖχε ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη 27 ρωμαϊκὰ μίλια (περίπου 40 χιλιόμετρα) καὶ ἡ Βέροια ἀπὸ τὴν Πέλλα ἄλλα 30 ρωμαϊκὰ μίλια (περίπου 44,5 χιλιόμετρα). Ἄρα ἡ χιλιομετρικὴ ἀπόσταση ποὺ ἔπρεπε νὰ διανύσει ἡ ὁμάδα τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἂν βέβαια ἀκολούθησε τὴν Ἐγνατία ὁδό, ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη μέχρι τὴν Πέλλα καὶ στὴ συνέχεια κάποια διακλάδωσή της ἀπὸ τὴν Πέλλα στὴ Βέροια ἦταν 57 ρωμαϊκὰ μίλια ἢ 84,5 σημερινὰ χιλιόμετρα. Αὐτὴ τὴν ἀπόσταση θὰ πρέπει ὁ ἀπόστολος Παῦλος νὰ διένυσε σὲ 12 ὧρες ποὺ πιθανὸν νὰ μοίρασε σὲ δύο μέρες.
Ἐδῶ πρέπει νὰ ἐντοπίσουμε καὶ τοὺς ἐνδεχόμενους διαφορετικοὺς δρόμους, ἐκτός τῆς Ἐγνατίας, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ φθάσει ὁ ὁδοιπόρος ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη στὴ Βέροια, μέσῳ ἄλλης παρακαμπτηρίου τῆς Ἐγνατίας ὁδοῦ. Ἀφοῦ λάβαμε ὑπόψη εἰδικὲς μελέτες[7] γι᾿ αὐτὸ τὸ ζήτημα, συμπεραίνουμε πὼς ἡ ὁδικὴ ἐπικοινωνία τῆς Βέροιας μὲ τὴν Πέλλα, στὰ χρόνια τῆς ἐπισκέψεως τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἐπιτυγχάνονταν καλύτερα ἀπὸ τὸν οἰκισμὸ Σταυρό, μέσῳ τῆς νότιας ὄχθης τῆς τότε λίμνης τοῦ Λουδία ἀπὸ ὅπου κατέληγε ὁ ταξιδιώτης στὴν Πέλλα–Ἐγνατία ὁδό, προερχόμενος ἀπὸ τὴ Βέροια. Ἀκόμη ἡ Βέροια ἦταν δυνατὸ νὰ ἐπικοινωνεῖ μὲ τὴν Ἐγνατία ὁδὸ καὶ μὲ τὸν ἄλλο σταθμό, κομβικὸ σημεῖο τῆς τελευταίας, τῆς Ἔδεσσας, δεχόμενη ὅτι ἡ νέα ὁδὸς τῆς Βέροιας πρὸς τὴ Νάουσα καὶ πρὸς τὴ σημερινὴ Σκύδρα ἔχει τὸ ἴδιο μῆκος μὲ τὸ διδόμενο στὰ Ὁδοιπορικὰ γιὰ τὴν ἀρχαία ρωμαϊκὴ ἐποχή, ἄποψη ποὺ ἐπιβεβαιώνεται καὶ ἀπὸ μιλιάριο[8], τὸ ὁποῖο βρέθηκε καὶ πρέπει νὰ ἦταν τοποθετημένο σ᾿ ἐκείνη τὴ διαδρομή, δηλ. στὸ δρόμο τῆς Βέροιας πρὸς τὴν Ἐγνατία ὁδό.
Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ πὼς ἡ μορφολογία τοῦ ἐδάφους κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ Παύλου ἦταν τελείως διαφορετικὴ ἀπ᾿ ὅτι σήμερα. Οἱ προσχώσεις τῶν ποταμῶν Ἁλιάκμονα, Λουδία, Ἀξιοῦ καὶ Ἐχεδώρου ἄλλαζαν συνεχῶς τὴ μορφολογία τῆς εὐρύτερης περιοχῆς αὐξάνοντας τὴν ἔκταση τῆς ξηρᾶς σὲ βάρος τῆς λίμνης, ὅπως καὶ τῆς θάλασσας, ἐνῶ μειωνόταν ταυτόχρονα καὶ τὸ εὖρος τῆς κοίτης αὐτῶν[9]. Ἄρα, μεταβαλλόταν συγχρόνως καὶ ἡ κατεύθυνση τῶν μεγάλων καὶ τῶν μικρῶν δρόμων τῆς περιοχῆς καὶ συνεπῶς καὶ ὁ τρόπος τῆς ὁδικῆς ἐπικοινωνίας προσαρμοζόταν ἀναλόγως. Ἡ ἀλλαγὴ αὐτή, τῆς τοπογραφικῆς-μορφολογικῆς καταστάσεως τῆς ξηρᾶς ὑποχρέωνε ἀσφαλῶς στὴ χάραξη νέων παραλίμνιων ἢ μὴ ὁδῶν καὶ διόδων, διακλαδώσεων καὶ τῆς Ἐγνατίας ὁδοῦ, μὲ τὴν ὁποία ἐπικοινωνοῦσε πάντοτε ἡ Βέροια ἀσχέτως μὲ ποιὰ ἀπ᾿ αὐτές, δηλαδὴ ἡ πόλη τῆς Βέροιας συγκοινωνοῦσε μ᾿ ὅλους τούς γειτονικοὺς ἢ οἰκισμοὺς τοῦ Βάλτου–Κάμπου.
Ὅσο ἀφορᾶ τὸ πρόβλημα τῆς διαδρομῆς τοῦ Παύλου ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη πρὸς τὴ Βέροια, καταλήγουμε στὸ συμπέρασμα ὅτι ὁ Ἀπόστολος πρέπει νὰ κατευθύνθηκε στὴν Πέλλα καὶ ἀπὸ κεῖ νὰ ἀφίχθηκε στὴ Βέροια ἀκολουθώντας κάποια παρακαμπτήρια ὁδό, διακλάδωση τῆς Ἐγνατίας, μέσῳ τῆς ὁποίας ἐπικοινωνοῦσε ὁδικῶς ἡ Βέροια μὲ τὴν Ἐγνατία ὁδό, δηλ. τὸ κομβικὸ σταθμό της, τὴν Πέλλα. Τοῦτο θὰ ἔγινε μὲ πορεία στὸ Βάλτο– Κάμπο. Ὅμως δὲν γνωρίζουμε ἂν ἐπιλέχτηκε τελικὰ ἡ πιὸ μεγάλη, ἀσφαλὴς ἀπὸ τοὺς ληστὲς κ.τ.λ. πολυσύχναστη ὁδὸς ποὺ ὁδηγοῦσε ἀπὸ τὴν Πέλλα στὴ Βέροια ἢ ἀντίθετα, κάποια μικρότερη, στενότερη, γιὰ λόγους ἀσφαλείας γιὰ τὴν ἀποφυγὴ τῶν διωκτῶν του ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη. Τὸ ὅλο πρόβλημα συνδυάζεται μὲ τὸ γενικότερο ζήτημα τῆς μορφολογίας τῆς περιοχῆς, ἡ ὁποία ἐκτείνεται στὸν Κάμπο ἀπὸ τὴ Βέροια πρὸς τὴ Θεσσαλονίκη, ὅπως καὶ πρὸς τὴν ἀρχαία Πέλλα.
Ὁ Παῦλος κατέφθασε στὴ Βέροια, ἡ ὁποία ἦταν μία ἀρκετὰ πολυάνθρωπη πόλη, ἀσφαλῶς ὅμως ὑποδεέστερη τῆς Θεσσαλονίκης ἐμπορικά, ἱστορικὰ καὶ πολιτικά[10]. Στὴ Βέροια κατοικοῦσαν μεταξὺ ἄλλων καὶ ἀρκετὸς ἀριθμὸς Ἑβραίων στὴ συνοικία Μπαρμπούτα[11], ὅπου συνάγεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὑπῆρχε συναγωγή. Ὅπως σχολιάζει καὶ ὁ Jacquier ἡ ἰουδαϊκὴ κοινότητα ἦταν σεβαστὴ στὴ Ρωμαϊκὴ διοίκηση, καὶ αὐτὸ τὸ ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι τὰ νομίσματα τῆς πόλεως δὲν φέρουν κανένα εἰδωλολατρικὸ σύμβολο, προφανῶς γιὰ νὰ μὴν προκαλέσουν τὰ αἰσθήματα τοῦ ἰουδαϊκοῦ λαοῦ.
Ἡ ἄφιξη τοῦ Παύλου καὶ τῆς συνοδείας του στὴν πόλη τῆς Βέροιας, πρέπει νὰ ὑπολογίζεται ἡμέρα Σάββατο καὶ γι᾿ αὐτὸ καὶ «παραγενόμενοι ἀπήεσαν» κατευθύνθηκαν πρὸς τὴ συναγωγὴ τῶν Ἰουδαίων. Ὁ Schmithals ἰσχυρίζεται ὅτι ἡ «Βέροια δὲν κατεῖχε μία ξεχωριστὴ συναγωγὴ», ἀλλὰ ἀνήκε στη δικαιοδοσία τῆς συναγωγῆς τῆς Θεσσαλονίκης[12]. O ἀόριστος τοῦ ρ. ἀπήεσαν μᾶς ὁδηγεῖ νὰ ὑποθέσουμε ὅτι ὁ χῶρος τῆς συναγωγῆς βρισκόταν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη. Κάτι παρόμοιο συνέβαινε καὶ στὴ συναγωγὴ τῶν Φιλίππων, ὅπου ἡ συναγωγὴ βρισκόταν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη[13].
Οἱ Ἰουδαῖοι τῆς Βέροιας ἦταν «εὐγενέστεροι τῶν ἐν Θεσσαλονίκῃ», διότι χωρὶς ἐγωϊστικὴ προδιάθεση, ἀλλὰ μὲ προθυμία καὶ ζῆλο δέχτηκαν τὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου. Ἄλλωστε καὶ ὁ Ἰ. Χρυσόστομος μὲ τὸ ἐπίθετο «εὐγενής» δὲν χαρακτηρίζει τὴν καταγωγὴ, ἀλλὰ τὴ διάθεση τῶν Βεροιέων[14]. Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι οἱ Βεροιεῖς, κατὰ τὸν Gaebelin, Ellicott καὶ Stott, συνδύαζαν τὴ δεκτικότητα μὲ τὸ κριτικὸ πνεῦμα∙ «…οἵτινες ἐδέξαντο τὸν λόγον μετὰ πάσης προθυμίας, τὸ καθ᾿ ἡμέραν ἀνακρίνοντες τὰς γραφάς εἰ ἔχοι ταῦτα οὕτως»[15]. Σπουδαία σημασία ἀποτελεῖ καὶ ἡ μετοχὴ «ἀνακρίνοντες»[16], ἡ ὁποία δηλώνει τὴν ἀπροκάλυπτη μελέτη τῶν Γραφῶν, ἐνῶ ὁ ἐνεστώτας τῆς μετοχῆς δείχνει τὴ συνέχεια τῆς ἔρευνας καὶ ὁ προσδιορισμός «τὸ καθ᾿ ἡμέραν» σημειώνει καθαρὰ τὴν ἐπιμονή τους στὴν ἔρευνα[17]. Ὅμως ἡ προθυμία στὴν ὑπακοὴ τοῦ θείου Λόγου δὲν δηλώνει σὲ καμμιὰ περίπτωση τὴ νωθρὴ καὶ ἄβουλη παραδοχὴ ποὺ κακοποιεῖ ἀνεπανόρθωτα τὴν ἀνθρώπινη προσωπικότητα, ἐφ᾿ ὅσον καταργεῖ τὸ αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου[18]. Παρόλο ποὺ οἱ συνάξεις τῶν Ἰουδαίων στὴ συναγωγὴ γίνονταν τὸ Σάββατο καὶ τὶς δύο μέρες νηστείας Δευτέρα καὶ Πέμπτη, στὴ Βέροια τὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου εἶχε τέτοια ἀπήχηση, ὥστε οἱ Ἰουδαῖοι καὶ προσήλυτοι δὲν ἀρκοῦνταν στὶς συγκεκριμένες μέρες, ἀλλὰ συνάσσονταν καθημερινά[19]. Οἱ Βεροιεῖς μὲ σχολαστικότητα, ἀπαιτητικότητα καὶ μὲ ἐμβρίθεια ἐξέταζαν τὰ προφητικὰ χωρία ποὺ παρέθετε ὁ Παῦλος, δηλαδὴ ἂν εἶχαν γραφτεῖ γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ ἂν ἐκεῖνος τὰ ἐκπλήρωνε μὲ τὴ ζωή του.
Ὁ Λουκᾶς μᾶς πληροφορεῖ ὅτι στὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου, ποὺ ἔγινε στὴν ἰουδαϊκὴ συναγωγὴ τῆς Βέροιας, πίστεψαν πολλοὶ Ἰουδαῖοι καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτοὺς καὶ πολλὲς ἑλληνίδες τῆς ἀνώτερης τάξης, καθὼς καὶ ἄνδρες «πολλοὶ μὲ οὖν ἐξ αὐτῶν ἐπίστευσαν, καὶ τῶν Ἑλληνίδων γυναικῶν τῶν εὐσχημόνων καὶ ἀνδρῶν οὐκ ὀλίγοι»[20] σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ Θεσσαλονίκη, ὅπου μόνο «τινὲς ἐξ αὐτῶν τῶν Ἰουδαίων». Ἀνάμεσα σ᾿ αὐτοὺς ὁ Παῦλος ἐννοεῖ καὶ τὸν Σώπατρο (ἢ Σωσίπατρο) τὸν συνεργάτη ποὺ χάρισε στὸν Παῦλο ἡ ἐκκλησία τῆς Βέροιας[21]. Τό ἐπίθετο πολλοί ἔχει διττὴ ἔννοια, διότι ἀφ᾿ ἑνὸς δηλώνει τὴν ἐπιτυχία τοῦ κηρύγματος καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου μας νὰ καταλάβουμε ὅτι ὑπῆρχαν καὶ ἐκεῖνοι ποὺ δὲν πίστευαν. Ὁ κώδικας τοῦ Beza διασαφηνίζει «τινὲς μὲν οὖν αὐτῶν ἐπίστευσαν, τινὲς δὲ ἠπίστησαν». Ὁ χαρακτηρισμός «εὐγενέστεροι», κατά τόν Jacquier, δικαιώνουν τοὺς Βεροιεῖς, διότι καὶ αὐτοὶ ποὺ ἀρνήθηκαν νὰ πιστέψουν, δὲν κράτησαν ἀρνητικὴ στάση ἔναντι τοῦ Ἀποστόλου. Ἐκτὸς ἀπὸ τοῦ Ἰουδαίους τὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου βρῆκε ἀπήχηση καὶ στοὺς προσήλυτους Ἕλληνες. Ἀνάμεσα στοὺς προσήλυτους ποὺ εἶχαν πιστέψει, προβάδισμα εἶχαν οἱ γυναῖκες τῆς ἀνώτερης κοινωνικῆς τάξης καὶ μετὰ ἀκολουθοῦσαν οἱ ἄντρες.
Ἡ ἐπιτυχία τοῦ κηρύγματος τοῦ Παύλου προξένησε τὸ φθόνο τῶν Ἰουδαίων τῆς Θεσσαλονίκης. Κατὰ τὸν Holzner εἶναι φυσικὸ ἐπακόλουθο, «ὅπως τὰ γαυγίσματα τῶν σκύλων συνοδεύουν σ᾿ ἕνα χωριὸ τὸν νυκτερινὸ ὁδοιπόρο καὶ ξυπνοῦν τοὺς σκύλους ὅλων τῶν γειτονικῶν χωριῶν γιὰ νὰ τὸν καταδιώξουν», ἔτσι οἱ ταραξίες Θεσσαλονικεῖς ἀναστάτωσαν τούς Βεροιεῖς[22]. Παρομοίως καὶ στὴ Βέροια ἀκολουθήθηκε ἡ ἴδια τακτικὴ ποὺ εἶχε ἐφαρμοσθεῖ στοὺς Φιλίππους καὶ στὴ Θεσσαλονίκη ἀπὸ τοὺς διῶκτες τοῦ Παύλου. Ἡ ἀπόσταση τῶν δύο πόλεων, ὡς γνωστό, δὲν εἶναι μεγάλη. Ἀποτέλεσμα τῆς μικρῆς αὐτῆς ἀπόστασης εἶναι νὰ φθάσει ἡ εἴδηση πολὺ γρήγορα καὶ νὰ ἔρθουν οἱ Ἰουδαῖοι στὴ Βέροια μὲ σκοπὸ «κακεῖ σαλεύοντες τοὺς ὄχλους». Οἱ Belser[23], Holtzmann[24], Jacquier[25] καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἑρμηνευτὲς[26] τονίζουν ὅτι ἡ μετοχὴ σαλεύοντες ἀναφέρεται στὸ ἐπίρρημα κακεῖ καὶ ὄχι στὸ ρῆμα ἦλθον θέλοντας νὰ μιλήσουν γιὰ τὸ σάλο καὶ ὄχι γιὰ τὴν ἄφιξη τῶν Θεσσαλονικέων[27].
Ἔτσι οἱ Βεροιεῖς φυγάδευσαν τὸν Ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν, ὁδηγώντας τον σὲ κάποιο παραθαλάσσιο μέρος, ἴσως τὴ Μεθώνη καὶ ἀπὸ κεῖ ἀναχώρησε γιὰ τὴν Ἀθήνα, μὲ σκοπὸ νὰ καταπαύσει ὁ σάλος ποὺ δημιούργησαν οἱ Ἰουδαῖοι «εὐθέως δὲ τότε τὸν Παῦλον ἐξαπέστειλαν οἱ ἀδελφοὶ πορεύεσθαι ὡς ἐπὶ τὴν θάλασσαν ὑπέμενον δὲ ὁ τε Σίλας καὶ ὁ Τιμόθεος ἐκεῖ» (Πρξ. 17,14)[28]. Ἔτσι μὲ τὴν ἀναγκαστικὴ αὐτὴ φυγὴ οἱ διῶκτες τοῦ Παύλου συνετέλεσαν νὰ διαδοθεῖ ὁ λόγος τοῦ Κυρίου καὶ στὴ νοτιότερη Ἑλλάδα[29].
Καταλήγοντας, θὰ ἤθελα νὰ ἐπισημάνω τὰ ἑξῆς:
α) Ἡ χιλιομετρικὴ ἀπόσταση ποὺ ἔπρεπε νὰ διανύσει ἡ ὁμάδα τοῦ ἀποστόλου Παύλου, μὲ βάση τὰ μέχρι τώρα στοιχεῖα ποὺ ἔχουμε στὴ διάθεσή μας, ἡ ὁποία ἀκολούθησε τὴν Ἐγνατία ὁδὸ ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη μέχρι τὴν Πέλλα καὶ στὴ συνέχεια κάποια διακλάδωσή της ἀπὸ τὴν Πέλλα στὴ Βέροια ἦταν 57 ρωμαϊκὰ μίλια ἢ 84,5 σημερινὰ χιλιόμετρα. Αὐτὴ τὴν ἀπόσταση θὰ πρέπει ὁ ἀπόστολος Παῦλος νὰ διένυσε σὲ 12 ὧρες ποὺ πιθανὸν νὰ μοίρασε σὲ δύο μέρες.
β) Τέλος, μὲ βάση τὶς πληροφορίες ποὺ μᾶς παρέχει τὸ μοναδικὸ κείμενο τῆς Ἁγίας Γραφῆς (Πρξ. 17,10-15), ἤθελα νὰ ἐπισημάνω ὅτι μ᾿ αὐτὴ τὴν περικοπὴ, ἀφ᾿ ἑνὸς μαρτυρεῖται ἡ εὐγενικὴ διάθεση τῶν κατοίκων τῆς πόλης τῆς Βέροιας[30], καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου κατοχυρώνεται ἡ ἀποστολικότητα τῆς ἐκκλησίας τῶν Βεροιέων.
1. Σύμφωνα μὲ τὴ μυθολογία, ἡ Βέροια εἶναι κόρη τοῦ Ὠκεανοῦ καὶ τῆς Θέτιδος ἢ κόρη τοῦ Ἄδωνη καὶ τῆς Ἀφροδίτης. Ἡ πόλη λέγεται ὅτι κτίσθηκε ἀπὸ τὸ Μακεδόνα στρατηγὸ Φέρωνα, ὁ ὁποῖος ἔδωσε στὴν πόλη τὸ ὄνομά του (τὸ γράμμα Φ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ στὴν περιοχὴ προφέρεται σὰν Β). Ἡ ἐκδοχὴ τῆς μακεδονικῆς μυθολογίας λέει ὅτι ἡ πόλη κτίσθηκε ἀπὸ τὸ βασιλιὰ Βέρητα, ὁ ὁποῖος τῆς ἔδωσε τὸ ὄνομα τῆς μία ἀπὸ τὶς κόρες του. Τὰ ὀνόματα τῶν γόνων του ἦταν Βέροια, Μίεζα, Ὄλγανος καὶ Ὀρέστης.
Διάφορες παραδόσεις διασώζονται γιὰ τὴν ἵδρυση τῆς πόλεως. Οἱ ἐπικρατέστερες εἶναι ὅτι ἔχει κτισθεῖ ἀπὸ τὸν Μακεδόνα στρατηγὸ Φέρωνα ἢ Βέρωνα ἐξ᾿ οὐ καὶ τὸ ὄνομα τῆς πόλεως. Οἱ πρῶτοι κάτοικοί της ἦταν Φρύγες, νωρὶς ὅμως τὴν κατάκτησαν οἱ Μακεδόνες βασιλεῖς καὶ τὴν κατέστησαν τὴν πιὸ ὀχυρὴ πόλη τῆς Ἠμαθίας μετὰ τὴν Ἔδεσσα. Μετὰ ἀπὸ τὴν μάχη τῆς Πύνδας (168 π.Χ.) ἦταν καὶ ἡ πρώτη πόλη ποὺ παραδόθηκε στοὺς Ρωμαίους καὶ συμπεριλήφθηκε στὴν τρίτη ἀπὸ τὶς τέσσερις μερίδες, στὶς ὁποῖες διαιρέθηκε ἡ Μακεδονία (Tertia Regio). Κατά τό Τίτο Λίβιο (Ab urbe condita 45,29) «Tertia pars facta, quamAxius ab oriente, Peneus amnis ab occasu cingunt; ad septentrionem Bora mons obicitur; adiecta huic parti regioPaeonia, qua ab occasu praeter Axium amnen porrigitur; Edessa quoque et Beroea eodem concesserunt». Ἀναφερόμενος στὴν ἀπόμερη θέση της ὁ Κικέρων τὴν χαρακτηρίζει oppidium devium, δηλ. ἀπρόσιτη πόλη. Οἱ Ρωμαῖοι τῆς ἔδωσαν τὸν τίτλο τῆς νεοκώρου καὶ τὸ 27 π.Χ. ἱδρύθηκε τὸ «κοινόν τῶν Μακεδόνων», ὅπου ἦταν καὶ ἡ ἕδρα κοπῆς νομισμάτων τοῦ κοινοῦ. Ἀργότερα στὴν ἐποχὴ τοῦ Νέρβα, ὀνομάσθηκε «μητρόπολις».Βλ. Γ. Χιονίδης, Ἱστορία τῆς Βέροιας, τ. 1, Βέροια 1960, σσ. 195-198 καί 208-210.
Τὸ ὄνομα Βέροια – Βέρροια – Βερόη κατὰ τοὺς γλωσσολόγους εἶναι μὲν θρακικῆς προελεύσεως, ἔχει ὅμως ἑλληνικὴ μορφή, τὴν ὁποία ἡ μᾶλλον πρώτη πόλη μὲ τὸ ἐν λόγῳ ὄνομα, ἡ Βέροια τῆς Μακεδονίας, ὕστερα δανείζει στὶς ἄλλες ὁμώνυμες πόλεις. Τὸ ὄνομα Βέροια πῆραν ἀπὸ τὴ μακεδονικὴ μητρόπολη πολλὲς πόλεις τοῦ κόσμου, ὅπως ἡ Βέροια ἢ Βερόη τῆς Θράκης (πλέον Στάρα Ζαγόρα τῆς Βουλγαρίας), τὸ μετανομασθὲν Χαλέπι τῆς Συρίας, τὰ Βέρρια ἢ Βέρροια τῆς Λακωνίας, ἤ Berea τοῦ Ὀχάϊο τῶν Η.Π.Α. (καὶ ἄλλοι οἰκισμοὶ τῆς Ἀμερικῆς), μία συνοικία τοῦ Γιοχάνεσμπουργκ τῆς Ἀφρικῆς, Βερόη πόλη τῆς Μοισίας κοντὰ στὴ πόλη Troesmis στὸν Κάτω Δούναβη, Βέροια τῆς Συρίας, ἡ γνωστὴ ὡς σήμερα ὡς Alepo ἢ Halep, ἡ Vereia τῆς περιφέρειας τῆς Μόσχας στὴ Ρωσία, κ.ἄ. Βλ. Μεγάλη ἑλληνικὴ ἐγκυκλοπαίδεια (ΜΕΕ), τ. 7, Ἀθῆναι 1929, σ.115. Γενικά δέν ὑπάρχει σαφής προσδιορισμὸς τῆς ἐτυμολογίας τοῦ ὀνόματος καὶ ὑπάρχουν διάφορες ἐκδοχὲς περὶ αὐτοῦ. Σύμφωνα μὲ τοὺς γλωσσολόγους, ἡ κατάληξη -ροια εἶναι παράγωγο τοῦ ρήματος ρέω καὶ προσδίδεται σὲ πόλεις πλούσιες σὲ ὑδάτινα ἀποθέματα, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο ἰσχύει γιὰ τὴν περιοχὴ τῆς Βέροιας. Οἱ νεώτεροι σχηματίζουν τὸ ὄνομα Βέροια ἀπὸ τὸ ἐπιτατικὸ μόριο ἢ τὸ φρυγικὸ ρῆμα βε καὶ τὸ οὐσιαστικὸ ρους. Βλ. Γ. Χιονίδης, Ἡ ἱστορία τῆς Βέροιας, 1, σσ. 56-60. Τὸ ρῆμα φέρω στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ ἐνέχει καὶ τὴν ἔννοια εἶμαι πλούσιος σὲ κάτι, ὅπως καὶ ἡ λέξη φερνή πού σημαίνει προίκα. Περισσότερα βλ. I.Z. Dimitrov, «Ἡ Βέροια τῆς Μακεδονίας καί αἱ ἄλλαι Βέροιαι», Πρακτικά Διεθνοῦς Ἐπιστημονικοῦ Συμποσίου «Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καὶ ἡ Βέροια» (26-28 Ἰουνίου 1996), σσ. 109-116.
2. Βλ. περισσότερα, Ἰ. Γαλάνη, Ἡ πρώτη ἐπιστολὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου πρὸς Θεσσαλονικεῖς, Θεσσαλονίκη 1985, σσ. 194-195.
3. Πρξ. 17,10.
4. Πρβλ. J. E. Belser, Die Apostelgeschichte, Wien 1905, σσ. 216-217. Th. Zahn, Die Apostelgeschichte des Lukas, Kommentar zum Neuen Testament, Leipzig – Erlagen 1921, σ. 592.
5. E. Jacquier, Les Actes des Apotres,Paris 1929, σ. 516.
6. Σ. Σάκκος, «Ὁ Παῦλος στὴ Βέροια (Πρξ. 17, 10-15)», Ὁ ἀπόστολος Παῦλος καὶ ἡ Βέροια, πρακτικὰ Διεθνοῦς Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου (1985), σ. 205.
7. N.G.L. Hammond καί M.B. Hatzopoulos στὸ ἀμερικάνικο περιοδικὸ τῆς Ἀρχαίας Ἱστορίας A- JAH, 7,2 (1982), 128-149 καί 8,1 (1983) 48-53. Βλ. Π. Θεοδωρίδη, «Κοινόν Μακεδόνων», τεῦχος 1 (1996), 24-28.
8. Τά μιλιάρια ἦταν τὰ ὁδόσημα τῆς ρωμαϊκῆς ἐποχῆς. Συνήθως ἦταν μονόλιθες κυλινδρικὲς στῆλες ποὺ ἔμοιαζαν μὲ μονοκιόνιο. Διασώθηκαν, στὸ σύστημα τῶν πολλῶν χιλιάδων μιλιαρίων κατὰ μῆκος τῶν ρωμαϊκῶν ὁδῶν, μερικὲς δεκάδες. Τὸ ἐνδιαφέρον τους ἔγκειται στὸ ὅτι ἀναγραφόταν ἡ ἀπόσταση τοῦ σημείου ἐγκατάστασης τοῦ μιλιαρίου εἴτε ἀπὸ τὴν πιὸ κοντινὴ πόλη, εἴτε ἀπὸ ἕνα σημαντικότερο ἀστικὸ κέντρο. Ἐπιπλέον, ἐπάνω στὰ μιλιάρια ὑπῆρχαν σημειώσεις καὶ μνημονεύσεις ἐπιδιορθώσεων, κυρίως τμηματικῶν, τοῦ ὁδοστρώματος. Ὁ τύπος τῆς ἀναφορᾶς εἶναι τυπικὸς καὶ ἐφαρμόζεται σὲ ὅλη τὴν αὐτοκρατορία. Συνήθως ἀναφέρεται ὁ Αὐτοκράτορας ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ ὁποίου πραγματοποιήθηκε ἡ συντήρηση τῆς ὁδοῦ. Θεωρείται πιθανὸν ὅτι καθ᾿ ὅλη τὴ διαδρομή, ἡ «καταστήλωσις κατά μίλιον» ἦταν ἐπαμφοτερής, δηλαδὴ ὅτι ὑπῆρχαν μιλιάρια καὶ στὶς δύο πλευρὲς τοῦ δρόμου, ἀλλὰ δὲν ἔχει τεκμηριωθεῖ κάποια γενικευμένη χρήση αὐτῆς τῆς μεθόδου. Γιὰ τὰ μιλιάρια τῆς Ἐγνατίας ὁδοῦ ἔγραψαν οἱ Λ. Γουναροπούλου καὶ Μ.Β. Χατζόπουλος στὴ σειρὰ «Μελετήματα», τοῦ Κέντρου τῆς Ἑλληνικῆς καὶ τῆς Ρωμαϊκῆς Ἀρχαιολογίας τοῦ Ἐθνικοῦ Ἱδρύματος Ἐρευνῶν, Ἀθήνα 1985.
9. Βλ. Ἐγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica, τ. 5, Ἀθήνα 2006, σ. 340.
10. Βλ. Ellicott, Bible Commentary, σ. 895.
11. Ἡ Μπαρμπούτα εἶναι ἡ ἑβραϊκὴ συνοικία, ποὺ χρονολογεῖται ἀπὸ τὰ ρωμαϊκὰ χρόνια (50 μ.Χ.) καὶ ὀφείλει τὸ ὄνομά της σὲ μία βρύση στὴν περιοχή, ποὺ διατηρεῖται ἀκόμα καὶ σήμερα. Τοποθετεῖται βορειοδυτικὰ στὸ χάρτη τῆς πόλης, πλάϊ στὸν ποταμὸ Τριπόταμο. Ἡ Μπαρμπούτα ἀποτελοῦσε μία περίκλειστη καὶ ἀπομονωμένη περιοχή, μὲ τὴ συναγωγὴ καὶ τὸ μοναδικὸ ἐμπορικὸ δρόμο τῆς ἐποχῆς, τὴν ὁδὸ Χάβρας. Ἀρχικὰ ἐξυπηρετοῦσε μία μικρὴ κοινότητα Ἑβραίων, ἡ ὁποία πρὸς τὸ τέλος τοῦ 15ου αἰῶνα μ.Χ. μεγάλωσε μὲ τὴν ἄφιξη πολυάριθμων Ἑβραίων ἀπὸ τήν Ἱσπανία καὶ τήν Πορτογαλία. Χαρακτηριστικὰ ἀρχιτεκτονικὰ στοιχεῖα τῆς γειτονιᾶς ἀποτελοῦν τὰ περίφημα σαχνισιά (οἱ προεξοχὲς τῶν κτιρίων), ὁ ὑπερυψωμένος πάνω ἀπὸ τὴ στέγη ἡλιακός καὶ οἱ δίφυλλες βαριὲς ἐξώπορτες μὲ ὁριζόντια καὶ διαγώνια ξύλα, ποὺ φέρουν πλατυκέφαλα καρφιά. Εἰκόνες ἀπὸ τὴ ζωὴ τῆς πόλης κατὰ τὸν 18ο αἰῶνα, φέρει ἡ χριστιανικὴ συνοικία Κυριώτισσα, μὲ τὰ στενὰ καλντερίμια της, τὰ λιθόστρωτα σοκάκια καὶ τὶς στέγες τῶν σπιτιῶν ποὺ μοιάζουν νὰ ἀκουμποῦν μεταξύ τους. Πίσω ἀπὸ τοὺς ψηλοὺς αὐλόγυρους καὶ δίπλα στὰ σοκάκια ξεπροβάλλουν μικρὲς λιθόκτιστες Ἐκκλησίες. Ἡ συνοικία ἀπαριθμεῖ πολλὲς χριστιανικὲς καὶ βυζαντινὲς Ἐκκλησίες. Ἡ Κυριώτισσα ἀκολουθεῖ τὸ ἀρχιτεκτονικὸ στὺλ τῆς Μπαρμπούτας μὲ τὰ σαχνισιά (= ὁρολογία τῆς ἀρχιτεκτονικῆς, ἡ ὁποία ἀναφέρεται στὶς προσόψεις παραδοσιακῶν κτηρίων, καὶ περιγράφει τὶς προεξοχὲς στηριγμένες σὲ ξύλινα δοκάρια, οἱ ὁποῖες βρίσκονται πέρα ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς τοιχοποιΐας τοῦ ἰσογείου) καὶ τὶς βαριὲς πόρτες. Πολλὰ ἀπὸ τὰ διατηρητέα σπίτια ἔχουν ἀναπαλαιωθεῖ καὶ ἔχουν μετατραπεῖ σὲ χώρους ἀναψυχῆς καὶ διασκέδασης.
12. W. Schmithals, Die Apostelgeschichte des Lukas, Zuerich 1982, σ. 157.
13. Πρξ. 16,13.
14. Πρβλ. J. Knabenbauer, Commentarius in Actus Apostolorum, Cursus Schripturae Sacrae, τ. 5, Parisiis 1899, σ. 298. Th. Zahn, Die Apostelgeschichte des Lukas, Kommentar zum Neuen Testament, Leipzig – Erlagen 1921, σ. 593. Fr. Blass, Acta Apostolorum, Goettingen 1895, σ. 187. F.F. Bruce, The Acts of the Apostels, London 1956, σ. 328. A.C. Gaebelein, The Acts of the Apostels, Edinburgh 1961, σ. 301. H. Conzelmann, Acts of the Apostels, μετφρ. Ἀπὸ τὴ γερμ. 2α ἒκδ. (1972), σ. 116. Περισσότερα γιὰ τὸ θέμα βλ. Π. Κουτλεμάνη, «Οὗτοι δὲ (οἱ Βεροιεῖς) ἦσαν εὐγενέστεροι τῶν ἐν Θεσσαλονίκῃ (Πρξ. 17,11), Ὁ ἀπόστολος Παῦλος καὶ ἡ Βέροια, πρακτικὰ Διεθνοῦς Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου (1985), σσ. 95-103.
15. Πρξ. 17,11β.
16. Τὸ ρ. ἀνακρίνω ἔχει δικαστικὴ ἔννοια καὶ σημαίνει τὴ διεξαγωγὴ ἀνακρίσεως, καθὼς τὴν ἐπιμελῆ καὶ πλήρη ἐξέταση τῶν δεδομένων σύμφωνα, μὲ τὴν ὁποία θὰ διεξαχθεῖ μία δικαστικὴ ἀπόφαση. Βλ. σχετικὸ λῆμμα στὸ λεξικὸ Liddell – Scott, Μέγα λεξικὸν τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, μετφρ. Ξ.Π. Μόσχου, Ἀθῆναι α.ε.
17. Ὁρισμένοι κώδικες, ὅπως σιναϊτικός, ἀλεξανδρινός, βατικανός, κ.ἄ. παραλείπουν τὸ ἄρθρο, χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι ἀλλάζει τὸ νόημα τῆς γραφῆς.
19. G. Schille, Die Apostelgeschichte des Lukas, Berlin 1984, σ. 352.
19. G. Schille, Die Apostelgeschichte des Lukas, Berlin 1984, σ. 352.
20. Πρξ. 17,12. Περισσότερα βλ. Ἰ. Γαλάνη, Οἱ «ἑλληνίδες γυναῖκες…» τῆς Βέροιας, πρακτικὰ Διεθνοῦς Ἐπιστημονικοῦ Συμποσίου «Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καὶ ἡ Βέροια» (27-28 Ιουνίου 1995), σσ. 69-77.
21. Ὁ κώδικας τοῦ Beza καὶ μερικοὶ ἄλλοι ἀναφέρουν κάποιο Πύρρο ὡς πατέρα τοῦ Σωπάτρου. Ἂν ἡ προσθήκη διασώζει ἱστορικὴ πληροφορία, πιθανὸν ὁ Σώπατρος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἤπειρο, ὡς γνωστὸ ἀναφέρεται καὶ βασιλιὰς τῆς περιοχῆς μὲ τὸ ὄνομα Πύρρος. Αὐτὸ ἐνισχύεται καὶ ἀπὸ τὸ πρωτότυπο κείμενο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, δηλ. ὅτι ὁ Σωσίπατρος ἦταν Ἕλληνας καὶ καταγόταν ἀπὸ εὐγενῆ οἰκογένεια «Σώπατρος ο Πύρρου Βεροιαίος». Βλ. Nestle Alena, Novum testamentum, σ. 362 καί The Neu testament in the original Gress, 1890, σ. 294.
22. J. Holzner, Παῦλος, μετφρ. Ἀρχιεπ. Ἱερωνύμου, Ἀθῆναι 1986, σ. 197.
23. J. E.Belser, Die Apostelgeschichte, Wien 1905, σ. 216.
24. H.J. Holtzmann, Hand-Kommentar zum Neuen Testament, Tübingen und Leipzig 1901, σ. 110.
25. Ε. Jacquier, Les Actes des Apotres, Paris 1926, σ. 518.
26. Ὁ Blass στὸ ἔργο του Acta Apostolorum, ἀναφέρει ὅτι ἡ μετοχὴ σαλεύοντες ἀναφέρεται στὸ ἐπίρρημακακεῖ καὶ ὄχι στὸ ρ. ἦλθον, ὁπότε θὰ ἦταν ταυτόσημο μὲ τὸ κακεῖνο δηλώνοντας τὸ τόπο σὲ κίνηση, σ. 188. Τὴν ἴδια ἄποψη ἔχει καὶ ὁ W. Eckey, Die Apostelgeshichte, (1968), σ. 125.
27. Πρβλ. Πρξ. 14,19.
28. Βλ. περισσότερα, Ἰ. Βελιτσιάνου, «Ἡ προβληματική, ἡ σχετικὴ μὲ τὴ διέλευση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἀπὸ τὴν Πιερὶα», Ἡ Πιερία στὰ Βυζαντινὰ καὶ Νεότερα Χρόνια, 3ο ἐπιστημονικὸ συνέδριο Κατερίνη 2008, σσ. 209-217.
29. Βλ. Χρ. Κρικώνης, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καὶ οἱ Σίλας καὶ Τιμόθεος, Θεσ/νίκη 1997, σ. 51.
30. Ἐπαινετικὲς ἀναφορὲς στὶς Ἐκκλησίες τῆς Μακεδονίας γίνονται καὶ στὴν Β΄ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολὴ (8, 1-6∙ 11,9), στὶς ὁποῖες συγκαταλέγεται καὶ ἡ εὐγενὴς χριστιανικὴ κοινότητα τῶν Βεροιέων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά