Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Αυγούστου 04, 2015

Ο «Παπουλάκος» και η διάσημη μάγισσα

             

~ Στο Γεωργίτσι της Μάνης, περί το 1850 ήταν μια διάσημη μάγισσα. Ήταν πληγή της περιοχής. Την έτρεμαν οι παντες.
Κάποτε όμως, την συνάντησε ο άγιος μοναχός και ιεροκήρυκας Χριστόφορος ΠαπουλάκοςΤης επετέθει με την μαγκούρα του και την τσάκισε στο ξύλο. Έκθαμβοι οι Μανιάτες κοίταζαν τον Γέροντα:
«Τι με κοιτάζετε;» τους λέει «και γιατί την φοβόσαστε αυτή την βρωμογυναίκα; Να σας το πω εγώ. Φοβάσθε διότι λιγόστεψε η πίστη σας και παρατήσατε τον δρόμο του Χριστού. Διατί τάχα δεν την φοβούμαι εγώ; Ούτε πιο γερός από σας είμαι ούτε πιο νέος. Δεν είναι το μυαλό και τα χέρια, που μου έδωσαν την δύναμη να χτυπήσω με τούτο το ραβδί κατακέφαλα τον σατανά την ώρα που έκανε τα μάγια του, αλλ’ ο Χριστός.
Μονάχα όταν γυρίσετε στον Χριστό θα σπάσετε τις δαιμονικές κλωστές,με τις οποίες οι μάγισσες κυκλώνουν τα σπίτια σας και δένουν τους άνδρες σας και βασκαίνουν τα παιδιά σας.
Όμως τα μάγια της και οι δαίμονες, που την βοηθούν, στάθηκαν ανήμποροι να την γλυτώσουν απ’ το ραβδί μου…Αν πορευθείτε και σεις κατά τον λόγο του Χριστού, τότε η κλωστή που σας δένει θα κοπεί και το Γεωργίτσι θ’ ανασάνει ελεύθερο.
Ανάψατε όλα τα σβηστά καντήλια, που προσμένουν στα εξωκκλήσια και στ’ αφανησμένα μοναστήρια. Δράμετε όλοι στην Εκκλησία σας. Μονιάσετε. Κάμνετε δικό σας τον πόνο του διπλανού σας και αγρυπνήσατε στο προσκέφαλο του αρρώστου. Ταϊστε τους πεινασμένους, ποτίστε τους διψασμένους. Ντύσατε τους γυμνούς. Και τα μάγια θα σκορπιστούν στους τέσερις ανέμους.
Μάγια θα πει η λειψή πίστη. Οι μάγισσες δεν μπορούν να βάλουν το πόδι τους στον αγρό του Χριστού. Τα μάγια μόνο στα ρημαγμένα και παρατημένα χωράφια βλαστάνουν. Κανένα μη φοβάστε, εφ’ όσον στην καρδιά σας βρίσκεται ο Χριστός«. Η μάγισσα εν’ τω μεταξύ έφυγε σε άλλα χωριά και κρύφτηκε από το φόβο της!
από το βιβλίο: «Ο Χριστός νικάει τα μάγια» του Αρχιμανδρίτη π.Παύλου Κ. Ντανά (Αγρίνιο 2014).
  Το είδαμε εδώ

Η Παναγία μας,η ωραιότερη, σεμνότερη, ταπεινότερη και ιερότερη γυναίκα του κόσμου

Η Παναγία, κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, τον μεγαλύτερο δογματικό πατέρα της Εκκλησίας μας, "κατέχει τα δευτερεία της Αγίας Τριάδος". 

Δηλαδή εμείς οι ορθόδοξοι χριστιανοί μετά την Αγία Τριάδα τιμάμε την Παναγία. Μεγάλη όντως τιμή. Στο πρόσωπο της Παναγίας τιμάται το γυναικείο φύλο. Ο πιστός ελληνικός λαός τιμά ιδιαίτερα κι ευλαβείται πολύ την Παναγία. 

Αυτό φαίνεται και στο ότι από τις 30.000 εκκλησίες, παρεκκλήσια κι εξωκλήσια όλης της Ελλάδος οι 6.000 είναι αφιερωμένες σε εορτές της Παναγίας και οι περισσότερες στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Μάλιστα από τα 1.000 μοναστήρια της Ελλάδος τα 300 τιμώνται σ' εορτές της Παναγίας· Γέννηση, Ευαγγελισμός, Ζωοδόχος Πηγή, Τιμία Ζώνη, Κοίμηση. Τα στοιχεία αυτά λαμβάνουμε από τα επίσημα Δίπτυχα της Εκκλησίας της Ελλάδος του 2008. 

Στο Άγιον Όρος, τα ωραία προσωνυμούμενο "Περιβόλι της Παναγίας", από τον πολύπλαγκτο Σκοπελίτη Ξηροποταμηνό μοναχό Καισάριο Δαπόντε, ονομασία που επεκράτησε, η τιμή της Παναγίας πλησιάζει τα όρια της λατρείας. Από τις 20 μονές οι 5 τιμώνται στην Παναγία. Από τις 12 σκήτες οι 3 είναι αφιερωμένες στην Παναγία. Από τα 300 κελιά περίπου τα 50 πανηγυρίζουν σ' εορτές της Παναγίας. 

Κέντρο του θεομητορικού εορτασμού τον Αύγουστο στον ιερό Άθωνα είναι ο πάνσεπτος ναός του Πρωτάτου στις Καρυές. Αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Η πολυπρόσωπη και κατανυκτική μεγάλη εικόνα του τέμπλου παρουσιάζει κατά τη βυζαντινή παράδοση τη σύνταξη των αποστόλων και πρώτων επισκόπων γύρω από τη νεκρική κλίνη της Θεοτόκου. Ο Χριστός ψηλά μετά αγγέλων να παραλαμβάνει την ψυχή της. Η ίδια εικόνα σε μικρό μέγεθος στο προσκυνητάρι. Μεγάλη και ωραιότατη ίδια παράσταση σε τοιχογραφία από τον χρωστήρα του Θεσσαλονικέως Πανσέληνου και της συνοδείας του στα τέλη του 13ου αιώνος. 

Η θαυματουργή εικόνα του Άξιον Εστί δεσπόζει και λάμπει στο προσκυνητάρι της, με την κεντητή ποδιά, τα' ασημένια καντήλια, τα άνθη, τα θυμιάματα, τα' αφιερώματα, τις λαμπάδες, τις μετάνοιες, τους μύριους ασπασμούς. 15 Αυγούστου 2008 και όλο το Άγιον Όρος αγρυπνεί εκ βαθέων ψάλλοντας: "Και σε μεσίτριαν έχω προς τον φιλάνθρωπον Θεόν μη μου ελέγξη τας πράξεις ενώπιον των αγγέλων· παρακαλώ σε Παρθένε βοήθησόν μοι εν τάχει". 

Η θεοτοκοφιλία μοναχών και λαϊκών είναι δικαιολογημένη, δίκαιη, πηγαία, αυθόρμητη και ειλικρινής. Η Παναγία είναι το καλύτερο που είχε να δώσει όλη η ανθρωπότητα στη θεότητα. Είναι η ωραιότερη, σεμνότερη, ταπεινότερη και ιερότερη γυναίκα του κόσμου 


Μοναχός Μωϋσής, αγιορείτης

πηγή

Κήρυγμα στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος Ορώμεν τον Κύριον καθώς χωρούμεν «καὶ μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν, καὶ ἔλαμψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος, τὰ δὲ ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο λευκὰ ὡς τὸ φῶς» (Ματθ. 17.2)

                                         Ορώμεν τον Κύριον καθώς χωρούμεν 
        «καὶ μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν, καὶ ἔλαμψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ                ἥλιος, τὰ   δὲ ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο λευκὰ ὡς τὸ φῶς» (Ματθ. 17.2) 


                                                 
Η Mεταμόρφωση του Κυρίου μας αποτελεί ένα γεγονός αποκαλυπτικό και προφητικό. Αποκαλυπτικό, γιατί ο Χριστός φανέρωσε στους τρεις από τους μαθητές του, τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, την δόξα της θεότητάς του. Προφητικό, επειδή κατά την διδασκαλία της Εκκλησίας μας η θέα του θείου φωτός αποτελεί τον κολοφώνα της χάριτος του Θεού προς τους αγωνιστές της πίστεως, οι οποίοι έκαναν πράξη την ένωση με τον Θεό και πύρωσε η καρδιά τους με την αγάπη του Χριστού. Δεν ήταν δυνατόν να φανερώσει διαφορετικά ο Χριστός την θεότητά του, αφού «ἦν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ὃ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον» (Ιω. 1.9). Αποκάλυψε, επομένως, την φύση του και προφήτεψε, δηλαδή έδειξε, την λαμπρότητα κάθε ανθρώπου ο οποίος πληρούται από την χάρη του ακτίστου θείου φωτός. «Οὐκ ἔξωθεν ἡ δόξα τῷ σώματι προσεγένετο͵ ἀλλ΄ ἔνδοθεν ἐκ τῆς ἀῤῥήτῳ λόγῳ ἡνωμένης αὐτῷ καθ΄ ὑπόστασιν τοῦ Θεοῦ Λόγου ὑπερθέου θεότητος», θα πει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός[1]. Δεν άστραψε σαν τον ήλιο επειδή εκείνη τη στιγμή προσέλαβε αυτό το υπερκόσμιο φως, αλλά έλαμψε φανερώνοντας το φως της καθ' υπόστασιν ενωμένης στο πρόσωπό του θεότητας. Και λάμπει η μορφή του όπως ο ήλιος, γιατί ο Χριστός είναι το φως το αληθινό· γι αυτό και ονομάζεται «ήλιος της δικαιοσύνης»[2]. Και ο ίδιος μεν είναι φως, και φανερώνεται στους αγωνιστές και φωτίζει τον έσω άνθρωπο και τον καθιστά φωτεινό. Και όπως ο Χριστός δεν έλαμψε από κάποιον έξωθεν φωτισμό, έτσι και ο άνθρωπος λάμπει από την έσωθεν έλλαμψη του θείου φωτός, όταν εργάζεται τις αρετές και μεριμνά για την καθαρότητα της καρδιάς του, η οποία γίνεται με τον τρόπο αυτό δεκτική της χάριτος του Θεού και κατοικητήριο της Αγίας Τριάδος. «Πάντα δὲ φωτεινὰ καὶ ὑπέρλαμπρα τοῖς δεκτικοῖς φωτὸς͵ καὶ μὴ τὴν ψυχὴν τῷ ῥύπῳ μεμολυσμένοις τῆς συνειδήσεως»[3]. Δεκτική, επομένως, του φωτός πρέπει να είναι η ψυχή, για να δεχθεί το φως· καθαρή από κάθε ρύπο ψυχής και σώματος, για να κατοικήσει μέσα της η υπέρλαμπρη θεότης. Δυσκολοκατόρθωτος άθλος η θέα του ακτίστου φωτός, ή μάλλον δώρο της χάριτος του Θεού στους βιαστές και πύκτες των πνευματικών παλαισμάτων. Δώρο ο θείος φωτισμός, που βοηθά την καρδιά να βλέπει τα κρύφια και να επιδίδεται σε σάρωση του οίκου της ψυχής. Όσο καθαίρεται, τόσο φωτίζεται· και όσο φωτίζεται, τόσο περισσότερο θεωρεί εαυτήν αναξία και ρυπαρή και επιδίδεται εκ νέου σε δάκρυα καθαρκτικά μετανοίας και σε προσευχή θερμή, κατακαίουσα κάθε ξύλον σεσηπός, και σε εργασία των αρετών και σε αγάπη Θεού και ανθρώπων. Όταν φωτισθεί με τον τρόπο αυτό η καρδιά, τότε φωτίζει και τον κόσμο γύρω της και ελέγχει με το παράδειγμά της και ελέγχεται η ίδια· γιατί, όπως λέει ο Μέγας Φώτιος, «πολύ περισσότερο θα ελεγχθούν (οι αμαρτωλοί) όταν λάμψουν οι αρετές μέσα από τα έργα μας, παρά εάν κάποιος με τα λόγια τούς ανακάλυπτε. Αλλά όλα τα έργα αυτών ελέγχονται πολύ περισσότερο από το φως του δικού μας βίου και αποκαλύπτονται και φανερώνονται, και όταν φανερωθούν φωτίζονται και μεταβαίνουν και μεταποιούνται προς το καλύτερο, διότι η φανέρωση των κρυφών (αμαρτημάτων) μέσα από την ενάρετη πολιτεία, προτρέπει σε επίγνωση, και η επίγνωση με τη σειρά της γίνεται αρχή επιστροφής, κι αυτή πάλι καταλήγει στην εργασία της αρετής, η οποία είναι φῶς, και πρόξενος του άνωθεν φωτός»[4]. Μια φωτισμένη καρδιά, πυρωμένη από την αγάπη του Θεού, θα ευεργετηθεί κάποια στιγμή με την θέα του θείου φωτός, στα μέτρα βέβαια που χωρεί: «Οὕτως ἔλαμψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος· οὐχ ὅτι μὴ τοῦ ἡλίου ὑπῆρχε λαμπρότερον͵ ἀλλ΄ ὅσον ἐχώρουν καθορᾷν οἱ βλέποντες»[5]. Τόσο εχώρουν οι μαθητές, τόσο τούς δόθηκε να ατενίσουν· ομοίως και οι άγιοι ασκητές, με κορυφαίο τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά. Σε όλους εμάς, απόκειται η επιθυμία να ενωθούμε με τον Χριστό, η προθυμία να αποθέσουμε κάθε ρύπο και την αμαρτία, η διάθεση να αγωνιστούμε για να αποκαθάρουμε τον οίκο της ψυχής μας, η προσευχή προς τον Κύριο, ώστε να μάς φωτίζει για να βλέπουμε καθαρά τον έσω άνθρωπο, η απαρχή της λύτρωσης μετάνοια, η εργασία των αρετών, η ακλόνητος πίστη, η σταθερή ελπίδα, η έμπρακτη αγάπη και η ικεσία προς τον δωρεοδότη Κύριο: «Χριστέ, τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, τὸ φωτίζον καὶ ἁγιάζον πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον, σημειωθήτω ἐφ' ἡμᾶς τὸ φῶς τοῦ προσώπου σου, ἵνα ἐν αὐτῷ ὀψώμεθα φῶς τὸ ἀπρόσιτον, καὶ κατεύθυνον τὰ διαβήματα ἡμῶν πρὸς ἐργασίαν τῶν ἐντολῶν σου, πρεσβείαις τῆς παναχράντου σου Μητρός, καὶ πάντων σου τῶν ἁγίων. Ἀμήν»[6].

 π. Χερουβείμ Βελέτζας 
(Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ»,  τχ. Ιουλίου – Αυγούστου 2015) 

                              ------------------- 
[1] Λόγος εἰς την Μεταμόρφωσιν, PG 96.548. 
[2] Πρβλ. Κοντάκιον των Χριστουγέννων. 
[3] Αγ. Ιωάννου του Δαμασκηνού, ό.π., PG 96.552.
 [4] Αγίου Φωτίου, ερμηνεία στην προς Εφεσίους Επιστολή.
 [5] Αγ. Ιωάννου του Δαμασκηνού, ό.π., PG 96.565.
 [6] Ευχή της Α' Ώρας.
Πηγή

Ὁ Μέγας Παρακλητικὸς Κανὼν

Ἀρχιεπίσκοπος Αὐστραλίας   Στυλιανός 
 



Τὸ Δεκαπενταύγουστο εἶναι μία περίοδος τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ μας ἔτους, κατὰ τὴν ὁποία ἡ ὀρθόδοξη ψυχὴ στρέφει τά μάτια μὲ βαθειὰ κατάνυξη πρὸς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Ἐπὶ δεκαπέντε ἡμέρες, πρὶν ἀπὸ τὴν ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως, σημαίνουν οἱ καμπάνες τὴν ὥρα τοῦ δειλινοῦ καὶ τὰ πλήθη τῶν πιστῶν πᾶνε νὰ ψάλλουν τὸν Μεγάλο Παρακλητικὸ Κανόνα.

Ἀνάλογη κατάνυξη ἔχει βέβαια καὶ ἡ περίοδος τῶν Χαιρετισμῶν τῆς Παναγίας. Ἀλλὰ ἐνῶ στοὺς Χαιρετισμοὺς κυριαρχεῖ ὁ ὑμνολογικὸς τόνος, ἡ θριαμβικὴ δοξολόγηση τῶν ἀπείρων χαρίτων τῆς «Μητρὸς τοῦ Θεοῦ γενομένης», στὸν Παρακλητικὸ Κανόνα τοῦ Δεκαπενταύγουστου κυρίαρχος τόνος εἶναι τὸ πένθος καὶ ἡ ὀδύνη τῆς βαρυαλγούσης ψυχῆς τοῦ πιστοῦ ποὺ ζητᾷ παράκληση καὶ παρηγοριὰ ἀπὸ τὴν Παναγία.

Ἀσφαλῶς δὲν ὑπάρχει πιστὸς ποὺ νὰ μὴν ἄκουσε μὲ συντριβὴ τοὺς σπαραχτικοὺς στίχους τοῦ Μεγάλου Παρακλητικοῦ Κανόνος, ποὺ ὁμιλοῦν γιὰ τὸν «νοσοῦντα τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή». Ὅμως ἐδῶ δὲν πρόκειται γιὰ ὀδύνη ἀπογνώσεως, ποὺ συνήθως ὁδήγει στὴν ἀπιστία καὶ στὴν ἀποστασία. Ἡ ὀδύνη τοῦ κατὰ Θεὸν δεινοπαθοῦντος ἀνθρώπου εἶναι ὀδύνη ἐπιγνώσεως, καὶ γίνεται καθαρμὸς καὶ ἀναβαθμός. Γιατί, ἐνῷ τὸν θλίβει καὶ τὸν πληγώνει, δὲν τὸν ἀποξενώνει ἀπὸ τὸν Θεόν, ἄλλα τὸν ὁδηγεῖ σὲ βαθύτερη θεογνωσία. Γι’ αὐτὸ ἡ ὀδύνη κορυφώνεται μὲν ἀλλὰ καὶ συγχρόνως καταπαύει στὴν ἀκόλουθη μορφὴ ἱκεσίας: «Ἐπιβλεψον ἐν εὐμενείᾳ, πανύμνητε Θεοτόκε, ἐπὶ τὴν ἐμὴν χαλεπήν τοῦ σώματος κάκωσιν, καί ἴασαι τῆς ψυχῆς μου τὸ ἄλγος».

Ἀκούοντας κανεὶς ἐπιπόλαια τὶς στροφὲς τοῦ Μεγάλου Παρακλητικοῦ Κανόνος, ἔχει τὴν ἐντύπωση ὅτι κάποιος ἀνώνυμος ὑμνογράφος διατραγῳδεῖ κοινὰ σὲ ὅλους τοὺς πιστοὺς δεινοπαθήματα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος. Γιατί πράγματι δὲν ὑπάρχει χριστιανὸς ποὺ νὰ μὴν ἔζησε κατ' ἐπανάληψη, «τῶν παθῶν του τὸν τάραχον» ἤ νὰ μὴν αἰσθάνθηκε ποτὲ «πολλοῖς συνεχόμενος πειρασμοῖς».

Διαβάζοντας ὅμως προσεκτικότερα καὶ ἐμβαθύνοντας περισσότερο σ' αὐτὰ τὰ ἱερὰ στιχουργήματα, διαπιστώνουμε ὅτι ἐδῶ δὲν πρόκειται γιὰ περιγραφὴ καὶ ἐξιστόρηση τῶν ἐν γένει περιπετειῶν τοῦ ἀνθρώπου στὸν καθημερινὸ ἀγώνα τῆς τελειώσεώς του. Πρόκειται γιὰ σπαρακτικὲς κραυγὲς «ἐκ τοῦ φυσικοῦ», γιὰ ὀδύνη καὶ πόνο ποὺ μᾶς ἔρχεται «ἀπὸ πρῶτο χέρι».

Ἑπομένως ἔχομε νὰ κάνωμε μὲ τελείως προσωπικὸ δρᾶμα ποὺ βιώθηκε ἀπὸ πρόσωπο ἱστορικὸ καὶ ἐπώνυμο κάτω ἀπὸ συνθῆκες πραγματικὲς καὶ συγκεκριμένες. Πόσοι ἄραγε ἀπὸ τοὺς ἀνυποψίαστους πιστούς μας ποὺ ψάλλουν κάθε τόσο τὴν παράκληση γνωρίζουν ποιὸ εἶναι τὸ πρόσωπο αὐτό;

Θὰ περίμενε κανεὶς ὁ ὑμνογράφος τοῦ Μεγάλου Παρακλητικοῦ Κανόνος νὰ εἶναι κάποια εὐαίσθητη γυναικεία ὕπαρξη σάν τὴν Κασσιανή ἤ κάποιος ὑπέργηρος Μοναχός τῆς ἐρήμου. Κι ὅμως μήτε τὸ ἕνα μήτε τὸ ἄλλο. Ὁ συντάκτης αὐτοῦ τοῦ δακρύβρεκτου ὑμνολογικοῦ κειμένου ἦταν ἕνας ἄνδρας στὴν πλήρη ἀκμή του, καὶ μάλιστα ἐστεμμένος.

Ἦταν ὁ Βυζαντινὸς Αὐτοκράτορας τῆς Νικαίας, Θεόδωρος Β' ὁ Λάσκαρις (1222-1258), ποὺ λίγο πρὸ τοῦ θανάτου του ἔκαρη Μοναχὸς καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Θεοδόσιος. Σύμφωνα μὲ τοὺς βιογράφους του, ἦταν ἰδιαίτερα λεπτὸς καὶ εὐγενικὸς ἄνθρωπος, εἶχε δὲ τὴν εὐκαιρία νὰ ἀποκτήσει σπουδαία μόρφωση γιὰ τὴν ἐποχή του. Ἔζησε ὅμως σὲ πολὺ δύσκολους καιρούς. Οἱ Φράγκοι εἶχαν πάρει τὴν Κωνσταντινούπολη, οἱ Βούλγαροι καὶ τὸ Δεσποτάτο τῆς Ἠπείρου ἔπρεπε νὰ ἀντιμετωπισθοῦν καταλλήλως, οἱ δὲ Μουσουλμάνοι στὴν Μικρὰ Ἀσία ἦταν μία ἄμεση καὶ μόνιμη ἀπειλή.

Ἔχοντας φύση καλλιτεχνικὴ ὁ τραγικὸς αὐτὸς Αὐτοκράτορας, δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ἀνταποκριθεῖ σὲ τέτοιες σκληρὲς εὐθύνες χωρὶς νὰ κλονισθεῖ ἡ ὑγεία του. Γι' αὐτὸ πέθανε σὲ ἡλικία μόλις 36 ἐτῶν.

Ἡ ζωὴ του χαρακτηριζόταν ἀπὸ πολλὲς ἀντινομίες, ποὺ δὲν ἦταν βέβαια πρωτοφανεῖς μήτε στὰ Βυζαντινὰ Ἀνάκτορα μήτε στὴν ἐν γένει ἀνώτερη γύρω τους κοινωνία. Ὅμως αὐτὸ ἀκριβῶς στάθηκε τὸ μεγαλύτερο θαῦμα τοῦ Βυζαντίου πρὸς τὴν ἀνθρωπότητα. Τὸ ὅτι δηλ. οἱ ἀντινομίες τοῦ βίου δὲν ἔκλεισαν ποτὲ στὸ πρόσωπο τὴν θέα πρὸς τὴν αἰωνιότητα καὶ τὴν σωτηρία, ἐφ' ὅσον ὑπῆρχε ἡ μετάνοια.

Ἔκαναν καὶ τότε φρικαλέα κάποτε ἐγκλήματα οἱ ἄνθρωποι, ἄλλα μετὰ μὲ ποταμοὺς εἰλικρινῶν δακρύων ἐξαγνίζονταν στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων.

Ὁλόκληρος ὁ Χριστιανικὸς Μεσαίωνας, σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση σ' αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ χαρακτηριστικότατο σημεῖο διαφέρει ἀπὸ τοὺς νεωτέρους χρόνους. Οἱ νεώτεροι χρόνοι φροντίζουν — ἀπὸ ἀνθρωπισμὸ ὅπως ἰσχυρίζονται — νὰ διαμορφώσουν ἕνα πολίτη νομοταγῆ καὶ ἔντιμο, ἀλλὰ δὲν ἐνδιαφέρονται γιὰ τὶς βαθύτερες πεποιθήσεις του, γιὰ τὴν πίστη καὶ τὴν ἐν γένει πνευματική του ἀγρύπνια. Ἔτσι, αὐτὸς ὁ πολίτης μπορεῖ μὲν ν' ἀποφεύγει προσεκτικότερα σήμερα τὸ ἄμεσο καὶ πρωτογενὲς ἔγκλημα στὶς σχέσεις του μὲ τοὺς συνανθρώπους — πρᾶγμα ποὺ ἀσφαλῶς τὸν ἀναδεικνύει δικονομικὰ τουλάχιστον δικαιότερο ἀπὸ τὸν Χριστιανὸ τοῦ Μεσαίωνα — ὅμως ὁ πολίτης αὐτὸς τῶν νεωτέρων χρόνων καὶ τοῦ ἀνθρωπισμοῦ ναρκισσευόμενος γιὰ τὴν «αὐτόνομη» καὶ αὐτονομημένη ἠθική του, δὲν ἔχει ποτὲ γνωρίσει τὴν συντριβὴ καὶ τὴν κάθαρση, τὴν μετάνοια καὶ τὸν ἁγιασμὸ ποὺ ἐπιφέρουν τὰ μετὰ τὴν ἁμαρτία δάκρυα.

Καὶ ἐρωτᾶται: Τί σχέση μπορεῖ νά ἔχουν αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ πολῖτες μὲ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ: Ἐμεῖς γνωρίζομε δτὶ ὁ Χριστὸς διεκήρυξε: «οὐκ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν» (Μάρκ. 2,17)' ποὺ σημαίνει ὅτι τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν τὴν κατοικοῦν οἱ ἄψογοι νάρκισσοι ποὺ δὲν ἐράγισαν ποτὲ μπροστὰ στὰ ἀνεξερεύνητα μυστήρια τοῦ Θεοῦ, ἄλλα οἱ διὰ τῆς μετανοίας ἀναγεννημένοι ἄνθρωποι.

Αὐτὲς ἀκριβῶς τὶς σωτηριώδεις ἀλήθειες γνωρίζοντας καὶ ὁ Αὐτοκράτορας Θεόδωρος Β' Λάσκαρις, ἐνῷ περιγράφει τὸν ἑαυτόν του ὅτι ἦταν «παντοίως τῇ λύπῃ τρωθείς καὶ τιτρωσκόμενος», δὲν ἀπογοητεύεται ἀλλὰ πιστεύει καὶ ἀγρυπνεῖ. Πιστεύει καὶ ἐλπίζει ὅτι μ’ ὅλες τὶς συμφορὲς του ὁ Θεὸς ἀπεργάζεται τὴν σωτηρία του: «Οἴμοι, ὅτι οὐκ ἐμοί γέγονεν οὐδὲν ἄλλο εἴποιμι ἤ ὅτι πάντως κάθαρσις ψυχικὴ καὶ ταπείνωσις σαρκική, ἵνα σώσῃ ὁ πλάστης τὸ συναμφότερον».

Τοῦ μακαριστοῦ Αὐτοκράτορος Θεοδώρου Β' τοῦ Λασκάρεως, ποὺ μᾶς ἐδίδαξε τὸν Παρακλητικὸ Κανόνα, αἰωνία ἡ μνήμη!

Τὶ ἐπαφὲς θέλουμε;



Κατερίνα Ἀϋφαντῆ. Μιά νέα, ὄμορφη κοπέλλα, μόλις 25 ἐτῶν. Μέ διδακτορικό δίπλωμα στά 21 της, ἀπό τό πανεπιστήμιο τοῦ Κέμπριτζ (Cambridge). Πρόκειται γιά τήν νεώτερη ἐρευνήτρια στόν κόσμο. Πρόσφατα ἔγινε πολύ γνωστή, γιατί ἡ πρότασή της γιά ἔρευνα στήν μηχανική τῶν νανοϋλικῶν κέρδισε τό πρῶτο βραβεῖο ἀπό τό Εὐρωπαϊκό Κέντρο Ἐρευνῶν. Ἡ νεαρή Κατερίνα θά εἶναι ἐπικεφαλῆς τῆς ἔρευνας πού θά διεξαχθῆ στό Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Σέ ἑλληνική ἐφημερίδα (Καθημερινή, στό ἔνθετο «Κ», σελ. 21-24) ἔδωσε μιά πολύ ἐνδιαφέρουσα συνέντευξη, ὅπου λέει καί τά ἑξῆς:

-Ἐρώτ.: Πιστεύεις, ὅτι ὑπάρχει σήμερα οὐσιαστική ἐπαφή μεταξύ τῶν ἀνθρώπων; Προσωπικά, τί νομίζεις;

-Ἀπάντ.: Οὐσιαστική ἐπαφή, ἐκτός βέβαια ἀπό τούς γονεῖς μου καί τόν ἀδελφό μου, ἔχω βρεῖ - καί τό ξέρω ὅτι μπορεῖ νά ἀκούγεται παράξενο - μέ τόν πατέρα Συμεών, τόν πνευματικό μου στό Μοναστήρι, στό Πανόραμα (Θεσσαλονίκης).

Λίγο παρακάτω, ἀπαντᾶ στήν ἐρώτηση γιατί προτίμησε τήν Ἑλλάδα γιά τήν ἔρευνά της:

-... Ἐάν πήγαινα γιά παράδειγμα στήν Γαλλία ἤ στήν Γερμανία θά μοῦ ἔστρωναν κόκκινο χαλί καί θά εἶχα θέση στό Πανεπιστήμιο. Μέ συγκινεῖ περισσότερο ἡ Ἑλλάδα, ὅπου δέν ὑπάρχει ἀντίστοιχη εἰδικότητα καί μπορῶ νά προσφέρω. Μπορεῖ οἱ ὑποδομές νά μήν εἶναι οἱ ἴδιες μέ ἐκεῖνες τοῦ ἐξωτερικοῦ, ἀλλά ἐγώ χρειάζομαι καί τήν πνευματική διάσταση γιά νά προχωρήσω, πού εἶναι ἡ ἐπαφή μέ τήν ὀρθόδοξη πίστη. Αὐτό μέ βοηθάει νά μήν ριζώνω στίς ἐπιτυχίες μου.
 
* * *

Ὤστε, λοιπόν, γιά μιά ἀκόμη φορά ἐπιβεβαιώνεται ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ: Ὁ ἄνθρωπος δέν ζεῖ μόνο μέ ψωμί (δηλ. μόνο μέ ἐπίγεια ἀγαθά) ἀλλά μέ κάθε λόγο πού βγαίνει ἀπό τό στόμα τοῦ Θεοῦ (Ματθ. 4,4).

Νά, ποιά εἶναι ἡ πρώτη ἀναγκαία ἐπαφή: ἡ ἐπαφή μέ τήν ὀρθόδοξη πίστη. Γιατί; Γιά νά μήν ριζώνουμε στίς ἐπιτυχίες μας, ὅποιες καί ἄν εἶναι αὐτές. Γιατί τότε ὁ ἄνθρωπος «κολλάει» στίς ἐπιτυχίες του καί στό ἐγώ του. Καί γίνεται ἐγωϊστής, φίλαυτος, σκληρός, ἐκμεταλλευτής.

Γιατί προφθαίνει αὐτή ἡ ἐκπληκτική νεαρή ἐπιστήμων νά καλλιεργεῖ αὐτή τήν ἐπαφή, ἐνῶ ἐμεῖς συνήθως δέν ἔχουμε οὔτε χρόνο (ἀλλά ἴσως οὔτε καί διάθεση!) γι᾿ αὐτήν τήν ἐπαφή μέ τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία;

Προφανῶς, διότι ἀγάπησε τόν Χριστό περισσότερο ἀπό ὅ,τι ἐμεῖς!

Πῶς, ὅμως, πρακτικά ἐπιτυγχάνεται ἡ θαυμάσια πνευματική αὐτή κατάσταση στόν ἄνθρωπο; Μέ τήν δική του βούληση καί ἀνάλογη δραστηριοποίηση. Ἐδῶ ἀκριβῶς εὑρίσκεται ἡ δεύτερη οὐσιαστική ἐπαφή πού πρέπει νά καλλιεργήσουμε στήν πνευματική μας ζωή:

-Ἡ πνευματική ἐπαφή μέ τόν ἱερέα-πνευματικό μας πατέρα, τόν ὁδηγό στόν δρόμο πρός τόν Χριστό. Αὐτή τήν ἐπαφή ἡ Κατερίνα τήν χαρακτηρίζει οὐσιαστική. Γιατί; Ἐπειδή προϋποθέτει τό ἑξῆς πολύ σημαντικό: Νά καταλάβουμε ὅτι οἱ ὁποιεσδήποτε ἐγκόσμιες γνώσεις καί ἱκανότητές μας δέν ἐπαρκοῦν (κάποτε ἴσως μποροῦν νά μᾶς βοηθήσουν λίγο) στόν κύριο πνευματικό μας ἀγώνα πού εἶναι:

1. Ἡ διαπίστωση («διάγνωση» στήν ἰατρική!) τῶν παθῶν μας, δηλ. τῶν χρόνιων ἁμαρτωλῶν συνηθειῶν καί τῶν ἄλλων ἀδυναμιῶν πού μᾶς χωρίζουν ἀπό τόν Χριστό.

2. Ἡ θεραπεία τῶν παθῶν μας μέ τήν ἐφαρμογή στή ζωή μας τῶν ἐντολῶν-ὁδηγιῶν τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά μέ τήν ἀναγκαία διάκριση, χάρις στίς συμβουλές τοῦ πνευματικοῦ.

Μιλᾶμε γιά ἀγῶνα, γιατί θά πρέπει νά παραμερίσουμε τό «ἐγώ» μας καί νά κάνουμε ὑπακοή στόν ἱερέα-πνευματικό πατέρα, γιά τά παραπάνω θέματα. Ὅσο περισσότερο παραμερίζουμε τό «ἐγώ» μας τόσο περισσότερο αὐξάνει ἡ ψυχική μας ἀνάπαυση καί χαρά, σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ Χριστοῦ:

«Βάλτε στόχο σας, νά τό καταλάβετε, ὅτι εἶμαι πρᾶος καί ἔχω φρόνημα ταπεινό. Καί τότε θά βρῆτε τήν ψυχική ἀνάπαυση πού ποθεῖτε!» (Ματθ. 11, 29).
 
* * *

Ἄς εὐχηθοῦμε, ἐμεῖς πρῶτα, ἀλλά καί τά παιδιά καί οἱ νέοι μας, ὅλοι μας, νά καλλιεργήσουμε αὐτές τίς δύο ἐπαφές πού θά κάνουν νά λάμψει τό Φῶς τοῦ Χριστοῦ καί στή δική μας ζωή.

Ἡ μυρωδιὰ τοῦ λιβανιοῦ



Ἦταν πολὺ κουραστικὸ αὐτὸ τὸ ταξίδι. Εἶχε, ἐξάλλου, πολὺ καιρὸ νὰ τὸ κάνει. Θυμόταν τὸν ἑαυτό του στὸ Λύκειο, ὅταν πῆγε νὰ ἐπισκεφτεῖ γιὰ τελευταία φορὰ τὴ γιαγιά του, τὴν κυρὰ-Θοδόσαινα στὰ Τρόπαια τῆς Γορτυνίας. Καὶ τώρα, τριτοετὴς φοιτητὴς τῆς Φιλοσοφικῆς, νὰ ποὺ ξαναπαίρνει τὸν ἴδιο δρόμο. Τί τὸν ἔκανε νὰ φύγει ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, τὴ «Βαβυλώνα τὴ μεγάλη»; Οὔτε καὶ ὁ ἴδιος ἤξερε.

Πάντως ἕνα εἶναι σίγουρο, πὼς πνιγόταν. Πνιγόταν ἀπὸ τοὺς φίλους, τὰ μαθήματα, τοὺς γονεῖς, ἀπ’ ὅλους. Ἔνιωθε πὼς κανεὶς δὲν τὸν καταλάβαινε, κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ γίνει κοινωνὸς στὴν ἀναζήτησή του γιὰ πλέρια ἀλήθεια καὶ γνησιότητα. Κι αὐτὴ ἀκόμη ἡ χριστιανική του παρέα τὸν ἔπνιγε. Ὅλοι τους ἦταν τακτοποιημένοι, ὅλοι τους εἶχαν ταμπουρωθεῖ πίσω ἀπὸ κάποιες συνταγές, κάποιες ρετσέτες σωτηρίας καὶ δὲν ἔλεγαν νὰ κουνηθοῦν ἀπὸ ‘κεῖ. Μὰ αὐτός... Αὐτὸς ἦταν διαφορετικός.

Δὲν βολευόταν σὲ σχήματα καὶ σὲ κουτάκια. Ἤθελε νὰ βιώσει τὸν Χριστιανισμὸ ἀληθινά, ὄχι κίβδηλα. Νὰ μπεῖ στὸ νόημα παρευθὺς καὶ ὄχι νὰ καμαρώνεται τὸν εὐσεβῆ. Ἐξάλλου, τοῦ φαινόταν τόσο ἁπλοϊκὸ καὶ ἀνόητο νὰ υἱοθετήσει μιὰ τυποκρατικὴ καὶ εὐσεβιστικὴ χριστιανικὴ βιωτὴ τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ ἴδια του ἡ ἐπιστήμη, ἀλλὰ καὶ ἡ ἔμφυτη τάση του γι’ ἀναζήτηση, γιὰ ψάξιμο καὶ ψηλάφηση τοῦ ἀληθινοῦ τὸν ὠθοῦσε πρὸς μιὰ ἄλλη ζωή.

Μά, πόσο δύσκολο ἦταν, Θεέ μου! Πόσο βασανιζόταν! Κάποια στιγμὴ ἔνιωσε πὼς εἶχε φτάσει στὸ ἀπροχώρητο. Τὸ κεφάλι του πήγαινε νὰ σπάσει...

Πάω στὴ γιαγιά μου στὰ Τρόπαια, φώναξε μιὰ μέρα στὸ σπίτι καὶ ἀφήνοντας πίσω του φωνὲς γιὰ μαθήματα καὶ ἐξετάσεις, μήτε ὁ ἴδιος ξέρει πότε, βρέθηκε στὸ λεωφορεῖο.

Καὶ νὰ ποὺ ζύγωνε στὸ σπίτι τῆς γιαγιᾶς του. Ντάλα ὁ ἥλιος πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι του κι ἀπὸ παντοῦ νὰ ‘ρχονται χίλιες εὐωδιὲς ἀπὸ τὴν ἀνοιξιάτικη, ἀρκαδικὴ φύση. Δὲν πρόλαβε ὅμως ὁ ἄμοιρος νὰ ρουφήξει λίγο βουνίσιο ἀέρα, ὅταν ἀκούστηκε ἡ γνώριμη τσιριχτὴ φωνὴ τῆς γειτόνισσας:
- Μαριγώωωω! Τρέξε καλέ, ἦρθε ὁ Ἀλέκος!
Τὴν ἑπόμενη στιγμὴ εἶδε νὰ ξεπροβάλλει ἀπὸ τὸ πλινθόκτιστο σπιτάκι ἡ γιαγιὰ του σκουπίζοντας τὰ παχουλά της χέρια στὴν ποδιά της καὶ λέγοντας:
- Καλῶς τὸν πασά μου, καλῶς τὸν γιόκα μου, καλῶς ἦρθες, Ἀλέκο μου! Κι ἀμέσως βρέθηκε στὴν ἀγκαλιά της.

Τί ἦταν αὐτό; Σὰ νὰ μπῆκε σὲ λιμάνι ἀπάνεμο, σὰ νὰ τοῦ ‘φύγε ὅλη ἡ ἀντάρα τοῦ μυαλοῦ του. Ξαφνικὰ ἀδείασε καὶ τὴν ἀγκαλίασε κι αὐτός.
- Καλῶς σὲ βρῆκα, γιαγιά.
- Κοπίασε, γιέ μου, νὰ ξαποστάσεις.

 


Μόλις μπῆκε στὸ χαμηλοτάβανο σπιτάκι, τὸν συνεπῆρε ἡ μυρωδιὰ τῆς σπανακόπιτας καὶ τοῦ λιβανιοῦ. Σίγουρα ἡ γιαγιὰ εἶχε φουρνίσει ἀπὸ τὸ πρωὶ ἀκόμη καὶ εἶχε λιβανίσει τὸ σπίτι τρεῖς- τέσσερις φορές.
- Πάλι λιβάνι γιαγιά;
- Ἄ! Ὅλα κι ὅλα, ἅμα δὲν κάνω τὰ θεοτικά μου τρεῖς φορὲς τὴν ἡμέρα, δὲν μπορῶ νὰ κοιμηθῶ.
- Καὶ σὰν τί λές;
- Μνήσθητί μου, Κύριε! Ὅ,τι λέει ἡ Σύνοψη.
- Καὶ τὰ ἐννοεῖς;
- Γιέ μου, αὐτὰ εἶναι μυστήρια τοῦ Θεοῦ, ποιὸς νὰ τὰ ἐννοήσει; Ἀλλὰ μὴ γνοιάζεσαι, σὰ δὲν καταλαβαίνω ἐγώ, νογᾶ ὁ Θεὸς καὶ βλέπει τὸν κόπο μου, νογᾶ κι ὁ Διάολος καὶ καίγεται.
- Χμ, καλὰ τὰ λές, εἶπε συγκαταβατικά.
- Στάσου, νὰ σοῦ φέρω λίγη σπανακόπιτα, μόλις τὴν ἔβγαλα ἀπὸ τὸ φοῦρνο. Κι ἔφυγε ἀμέσως γιὰ τὴν κουζίνα, τὸ βασίλειό της.

Ὁ Ἀλέκος ἔμεινε μόνος του στὸ καθιστικό. Αἰσθανόταν ἄνετα καὶ ζεστὰ ἐκεῖ, μολονότι ἤξερε πώς, ἐὰν ἔκανε τὴ ζωὴ τῆς γιαγιᾶς του σὲ τοῦτο τὸ χωριό, σίγουρα θὰ τρελαινόταν. Ἡ καημένη! Δὲν ἤξερε πολλὰ γράμματα, ἀλλὰ τὸ Εὐαγγέλιο δὲν ἔλεγε νὰ τὸ ἀφήσει ἀπὸ τὰ χέρια της. Μέρα – νύχτα τὸ διάβαζε. Ὅταν λέει «γιαγιὰ Μαριγῶ» τοῦ ‘ρχεται πάντα ἡ ἴδια εἰκόνα στὸ μυαλό: Μιὰ γριούλα παχουλή, μὲ σφιχτοδεμένο κότσο νὰ κάθεται στὴν πολυθρόνα καὶ νὰ διαβάζει τὸ Εὐαγγέλιο ψιθυριστά. Δυστυχῶς, ἡ γιαγιὰ δὲν ἤξερε τίποτα ἀπὸ Φιλοσοφία. Θυμᾶται μιὰ φορὰ ποὺ τῆς ἀνέφερε τὸν Heidegger. Τὸν κοίταξε μὲ τρόμο στὰ μάτια καὶ εἶπε:
- Παναγιά μου, οἱ Γερμανοί, ὁ Θεὸς νὰ φυλάει τὴν Ἑλλάδα μας!

Ἡ καημένη ἦταν ἀδαής. Δὲν ἀναζητοῦσε καμιὰ ἀλήθεια. Δὲν σκοτιζόταν γιὰ καμιὰ ψυχολογικὴ σχολή.

Ὁ Ἀλέκος ἔριξε μιὰ ματιὰ στὸν τοῖχο, ἀμέτρητες εἰκόνες. Ἡ γιαγιὰ εἶχε μαζέψει ὅλους τοὺς Ἁγίους τῆς οἰκογένειας.

- Γιαγιά, τί τὶς θὲς τόσες εἰκόνες;
- Μνήσθητί μου, Κύριε! Καὶ πῶς θὰ παρακαλέσω τὸν Ἁγιαλέξανδρο, σὰν δὲν ἔχω τὴν εἰκόνα του; Ἄσε τὸ ἄλλο, κάθε φορὰ ποὺ γιορτάζει Ἅγιος μὲ εἰκόνα, τὸ σπίτι ἔχει πανηγύρι. Ἄσε ὅμως αὐτά, πές μου τὰ δικά σου, παλικάρι μου.

Καὶ τότε, ἄγνωστο γιατί, ὁ Ἀλέκος ἄνοιξε τὴν καρδιὰ του ὅπως δὲν τὴν εἶχε ἀνοίξει ποτέ, οὔτε στὸν πνευματικό του, οὔτε καὶ στοὺς γέροντες στὸ Ἅγιο Ὅρος ὅπου βρισκόταν συχνὰ – πυκνά. Τῆς εἶπε γιὰ τὶς ἀγωνίες του, τὴ βασανιστική του πορεία γιὰ ἀνεύρεση τῆς ἀλήθειας, τὴν προσπάθεια ἐλευθερώσεως τοῦ ἑαυτοῦ του ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς συμβατικότητας καὶ τοῦ ἠθικισμοῦ, ὥστε νὰ ‘ρθεῖ σὲ κοινωνία ἀληθινὴ μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ πλησίον. Τῆς εἶπε ἀκόμη γιὰ τὴν ἀδυναμία του νὰ σταθεῖ μπροστὰ στὸ Θεὸ χωρὶς τὴ μάσκα τοῦ εὐσεβῆ ποὺ τὸν στοιχειώνει ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια. Τῆς εἶπε, τῆς εἶπε, τῆς εἶπε ... καὶ τί δὲν τῆς εἶπε. Ἀκολούθησε μία μεγάλη παύση. Ἡ κυρὰ-Θοδόδαινα ἔκανε τὸν σταυρὸ της ἀργὰ – ἀργὰ καὶ εἶπε:
- Μνήσθητί μου, Κύριε! Δὲν κατάλαβα γρί. Μπερδεμένα μοῦ τὰ λές, ματάκια μου. Καὶ θαρρῶ πὼς τὰ ‘χεις καὶ στὸ μυαλό σου μπερδεμένα. Εὐαγγέλιο διαβάζεις;
- Ὁρίστε;
- Ἐκκλησία πᾶς;
- Δὲν καταλαβαίνω ...
- Τὴν προσευχή σου τὴν κάμεις;
- Τί ἐννοεῖς, γιαγιά;
- Τὸν πλησίον σου τὸν συντρέχεις;
- Θαρρῶ πὼς δὲ μὲ κατάλαβες.
- Ἂχ παιδάκι μου, ἐσὺ ἐννοεῖς νὰ καταλάβεις πὼς τὰ πράγματα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἁπλά. Δὲ χρειάζονται πολλὲς θεωρίες μήτε ἀξημέρωτες συζητήσεις. Μονάχα τοῦτο χρειάζεται, νὰ ξαστερώσεις ἀπὸ τὶς φιλοσοφίες καὶ νὰ πιαστεῖς ἀπὸ τὸ ροῦχο τοῦ Χριστοῦ σὰν ἐκείνη τὴ γυναίκα στὸ Εὐαγγέλιο, νὰ δεῖς πῶς τή λένε ... τὴν ξέχασα, δὲν πειράζει. Τὰ ἄλλα ὅλα θὰ τὰ κανονίσει ὁ Χριστός. Εἶναι δικές του δουλειές. Ἄσε Τον. Ξέρει τί κάνει.


Δὲν κάθισε πολὺ στὰ Τρόπαια, στὸ σπίτι τῆς γιαγιᾶς του. Μιὰ – δυὸ μέρες. Ἦταν ἀρκετές. Εἶδε πράγματα ποὺ θὰ τὸν συνόδευαν γιὰ πολὺ καιρό. Εἶδε τὴ γιαγιά του νὰ κάνει ἀτελείωτες μετάνοιες. Τὴν εἶδε νὰ συντρέχει τὴ χήρα μὲ τὰ τρία βυζανιάρικα παιδιά. Τὴν εἶδε νὰ μαζεύει στὸ σπίτι τῆς κάθε λογῆς κουρασμένο στρατοκόπο καὶ νὰ ἀποθέτει στὰ χέρια τῶν φτωχῶν ὁλάκερη τὴ σύνταξη τοῦ μακαρίτη. Τὴν εἶδε νὰ κοινωνᾶ τὴν Κυριακὴ καὶ νὰ λάμπει σὰν τὸν ἥλιο ὅλη τὴ μέρα. Μυστήρια τοῦ Θεοῦ!

Σὰν ἔφυγε μὲ τὸ λεωφορεῖο γιὰ τὴν Ἀθήνα στριμωγμένος σ’ ἕνα κάθισμα κρατώντας κεφτεδάκια ( πεσκέσι τῆς γιαγιᾶς) σκεφτόταν ὅσα ἔζησε τοῦτες τὶς λίγες μέρες. Μία μυρωδιὰ λιβανιοῦ τοῦ 'ρθε στὴ μύτη καὶ μία φωνὴ νὰ τοῦ ὑπενθυμίζει: «Τὰ πράγματα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἁπλά».

- Λὲς νὰ 'ναι ἔτσι; Μνήσθητί μου, Κύριε!

Αγία μάρτυς Ία

γία μάρτυς Ία (Μνήμη 4 Αυγούστου & 11 Σεπτεμβρίου)
1.  Κατά το πεντηκοστό τρίτο έτος της βασιλείας του[1], ο βασιλιάς των Περσών Σαβώριος ανέβηκε στα κάστρα και τα σύνορα των Ρωμαίων κάνοντας εκστρατεία με το στρατό του. Έφτασε δε και σ’ ένα κάστρο που λεγόταν Βιζαϊδέον[2], και κατόρθωσε να το κυριεύσει και να γίνει κάτοχός του και να καταστρέψει τα τείχη του. Όχι δε μόνον αυτό, αλλά θανάτωσε εκεί με τα ξίφη και πλήθος Ρωμαίων και συνέλαβε περίπου πενήντα χιλιάδες[3] άνδρες και γυναίκες, μαζί με τον επίσκοπο Ηλιόδωρο και τους γηραλέους πρεσβυτέρους Δόσσα και Μαρεάβη[4] και άλλους πρεσβυτέρους και διακόνους, άνδρες αγιότατους, όπως επίσης και ομάδα αγίων μοναχών και παρθένων μοναζουσών, τους οποίους πήρε όλους αιχμαλώτους.
AgiaIa2
Καθώς τους οδηγούσαν στη χώρα των Ουζαϊνών[5], έφτασαν σε σταθμό που λεγόταν Βισακέρ. Εκεί ο αγιότατος επίσκοπος Ηλιόδωρος αρρώστησε, κι επειδή έμελλε να πεθάνει, χειροτόνησε επίσκοπο στη θέση του τον θεοσεβή πρεσβύτερο Δόσσα. Επίσης και το θυσιαστήριο[6] που είχε πάρει όταν έφευγε στην αιχμαλωσία, το παρέδωσε στον οσιότατο Δόσσα για να λειτουργεί σ’ αυτό οσίως και δικαίως και αμέμπτως ενώπιον του Κυρίου. Και ο θεοφιλέστατος Ηλιόδωρος ανεπαύθη εν Κυρίω.
2. Το Ιερό λείψανό του κηδεύτηκε εκεί από τους Χριστιανούς με πολλή τιμή και δόξα. Καθώς λοιπόν προχωρούσαν στο δρόμο, φεύγοντας από τα μέρη εκείνα, συναθροίστηκαν σε κάποιο μέρος κι έψαλλαν και υμνούσαν δοξολογώντας τον άγιο Θεό, και καθημερινά εκτελούσαν αυτή τη λατρευτική διακονία. Οι μάγοι όμως πλημμύρισαν από θυμό επειδή αυτοί έψαλλαν και λάτρευαν τον Χριστό τον Θεό μας, οι καρδιές και οι ψυχές τους ταράχθηκαν φοβερά και άρχισαν να κακολογούν και να συκοφαντούν τους Χριστιανούς που λάτρευαν τον Θεό στον αρχιμάγο Αδελφέρ, ο οποίος και πρωτύτερα είχε γίνει αίτιος αιματοχυσιών πολλών Χριστιανών και αθλοφόρων Μαρτύρων του αγίου Θεού που μαρτύρησαν στην Ανατολή.
Και ο Αδελφέρ, οπλισμένος με τα όπλα του διαβόλου, παρουσιάστηκε στο βασιλιά και του είπε: «Αγαθέ βασιλιά, υπάρχει κάποιος στους αιχμαλώτους, αρχηγός των Χριστιανών, που λέγεται Δόσσας· αυτός προσελκύει πολλά πλήθη από τους αιχμαλώτους, άνδρες και γυναίκες, ομόπιστους και ομόφρονες μ’ αυτόν, και λοιδορούν την εξουσία σου και βδελύσσονται τη βασιλεία σου· αυτό το διαπράττουν καθημερινά. Τους παρήγγειλα να μη κάνουν έτσι, αλλά δεν παύουν μάλιστα περισσότερο ατιμάζουν τη βασιλική σου μεγαλειότητα και βλασφημούν όχι λίγο τους θεούς των Περσών». Όταν άκουσε αυτά ο βασιλιάς, διέταξε να αποκόψουν την κεφαλή του μακαρίου επισκόπου Δόσσα.
3. Μετά την άθληση του μακαρίου επισκόπου Δόσσα, κατηγορήθηκε η δούλη του Θεού Ία, αιχμάλωτη και αυτή, ότι έχει πολύ ζήλο για την πίστη του Σωτήρα μας Χριστού. Πράγματι, ήταν εξασκημένη με ακρίβεια στις άγιες Γραφές για τον πόθο που είχε στον Δεσπότη Χριστό· φλογιζόμενη δε από την αγάπη του Χριστού εναντιωνόταν σε κάθε αντίπαλο και εχθρό του χριστιανικού λαού, αντιπαραθέτοντας και διδάσκοντας το λόγο του Χριστού και σπέρνοντας στην ακοή τους τη διδασκαλία του Θεού. Πολλούς λοιπόν από την πλάνη της ειδωλολατρίας τους έστρεφε προς τον Χριστιανισμό. Εκείνο δε τον καιρό εγκαταστάθηκε στη χώρα των Ουζαϊνών και οδηγούσε πολλούς στον Χριστό. Η Αγία αυτή πλησίαζε συνεχώς τις γυναίκες με αγάπη και τις δίδασκε το λόγο του Θεού και τις νουθετούσε και τις ενίσχυε με λόγια από τις άγιες Γραφές. Οι γυναίκες, βλέποντας την πραότητα της αγίας Ίας και ακούγοντας τα χαριτωμένα της λόγια, τη δέχονταν με ευχαρίστηση και ανέφεραν γι’ αυτή στους άνδρες τους, διηγούμενες τις διδαχές και τους λόγους της Αγίας.
4. Όταν τις άκουσαν οι άνδρες τους, οργίστηκαν πολύ, και λέγοντας ο ένας στον άλλο τα λόγια που είπε η άγια Ία στις γυναίκες τους, πρόσθεταν ότι «Αυτή η γυναίκα με τα μάγια της αποστρέφει και αποξενώνει από εμάς τις γυναίκες μας». Με μία γνώμη λοιπόν όλοι, παρουσιάστηκαν στο βασιλιά και είπαν: «Αγαθέ βασιλιά μας, να ζεις στους αίώνες. Ανάμεσα στους αιχμαλώτους, η εξουσία σου έφερε και μία γυναίκα από το γένος των Ρωμαίων, η οποία κάνει μαγείες σ’ αυτή τη χώρα που ανήκει στη βασιλεία σου, και απομακρύνει πολλές ψυχές από την προσκύνηση των θεών διότι ατιμάζει τους θεούς μας και καταφρονεί όλους τους νόμους σας».
Όταν άκουσε αυτά ο βασιλιάς, οργίστηκε πολύ και με πολύ θυμό διέταξε να έρθουν δύο αρχιμάγοι, που ο ένας ονομαζόταν Αδερσαβώρ και ο άλλος Αδελφέρ, και τους είπε: «Εκείνη την οποία καταγγέλλουν, αν μεν προσκυνεί τους θεούς και τιμά τον ήλιο και τη φωτιά και το νερό και την εξουσία μου, και αν δεν πράττει πιά τη μαγεία που διδάσκει, ας κατοικήσει στη χώρα αυτή και ας έχει τιμή από εμάς· αν όμως δεν προσκυνεί τους θεούς και τη φωτιά και το νερό όπως διατάζουν οι θεοί μας και οι νόμοι μας, να της επιβάλετε κάθε είδους τιμωρία».
5.   Μόλις έλαβαν αυτή τη διαταγή, βγήκαν και πρόσταξαν να συλληφθεί η αγία δούλη του Θεού. Όταν την έφεραν, τη δέχθηκαν με κραυγές και θόρυβο και της είπαν: «Χριστιανή είσαι;». Η Αγία αποκρίθηκε: «Χριστιανή είμαι». Και οι παράνομοι της είπαν: «Πρέπει να θανατωθείς, διότι είπες πως είσαι Χριστιανή». Η δε αγία Ία φώναξε με ιερό ζήλο και είπε: «Χριστιανή είμαι και τον ένα ζώντα Θεό υπηρετώ που δημιούργησε κάθε ύλη, από τον οποίο κατασκευάστηκαν και αυτοί που τους λέγετε θεούς σας, ο ήλιος δηλαδή και η σελήνη, η φωτιά και το νερό· όλα είναι έργα των χειρών Του».
6.   Διέταξαν τότε να γδύσουν την αμνάδα του Χριστού, κι έβαλαν σχοινιά στα χέρια και τα πόδια της και πέντε άνδρες πολύ δυνατοί τραβούσαν κάθε μέλος της, ενώ άλλοι άνδρες νέοι με σαρακηνικά μαστίγια χτυπούσαν και καταπλήγωναν το σώμα της. Η δε άγια Ία έψαλλε ωδή στον Κύριό της και υψώνοντας στον ουρανό τα μάτια Τον επεκαλείτο με παρρησία λέγοντας: «Κύριε ‘Ιησού Χριστέ, Υιέ του αληθινού Θεού, ενδυνάμωσε τη δούλη Σου σε τούτο τον αγώνα στον οποίο τώρα εισήλθα, και λύτρωσέ με από τους λύκους που με κατασπαράζουν».
7. Όταν χτυπήθηκε τόσο, ώστε να μη μπορεί να μιλήσει, διέταξαν να τη ρίξουν στη φυλακή. Και μετά από δύο μήνες διέταξαν και οδηγήθηκε μπροστά τους η άγια “Ια, και της είπαν: «Τι είχες στο νου σου τόσο καιρό στη φυλακή; Μήπως νουθέτησες τον εαυτό σου να θυσιάσεις στους θεούς και να σέβεσαι το βασιλιά και τη φωτιά και τον ήλιο, για να κατοικήσεις στη χώρα αυτή και να λάβεις από μας δωρεές και μεγάλα χαρίσματα, ώστε να τιμηθείς σύμφωνα με την απόφαση του βασιλιά των βασιλέων, η παραμένεις Χριστιανή;». Τότε η πιστότατη και αγία αποκρίθηκε και είπε: «Εγώ είχα το νου μου στο να αγωνιστώ με δύναμη στη χάρη στην οποία με κάλεσε ο Θεός και να μην ανταλλάξω τον Θεό μου τον αληθινό με τους νομιζόμενους θεούς· δεν προσκυνώ τα μάταια που σεις σέβεσθε». Μετά την ερώτησαν: «Ακόμη παραμένεις στο φρόνημα των Χριστιανών;». Αυτή αποκρίθηκε και τους είπε: «Χριστιανή είμαι και θεό αληθινό σέβομαι και προσκυνώ».
8. Όταν άκουσαν αυτά οι αρχιμάγοι, με οργή και πολύ θυμό διέταξαν να φέρουν από τον κήπο σαράντα γερά κλαδιά ροδιάς ακαθάριστα· και την τάνυσαν δώδεκα άνδρες και τη χτυπούσαν σκληρά μπροστά και πίσω. Και από το σώμα της έρρεε το αίμα στη γη, όπως και οι σάρκες της, μέχρις ότου γέμισαν αίματα αυτοί που την κρατούσαν. Βλέποντας ότι είναι όλη αρματωμένη και ότι οι σάρκες της κατέπεσαν, διέταξαν να την πάρουν σαν £να πτώμα και να τη ρίξουν στη φυλακή. Μετά έξι μήνες οι αρχιμάγοι διέταξαν να φέρουν σ’ αυτούς
Είπαν οι αρχιμάγοι: «Είναι αληθινά λοιπόν όσα ακούστηκαν για σένα, ότι διδάσκεις στη χώρα αυτή εναντίον του βασιλιά των βασιλέων;». Η Αγία αποκρίθηκε: «Αν κάτι ειπώθηκε για μένα υπέρ του Χριστού, αληθινό είναι· εγώ ασφαλώς κηρύττω τον ένα και μοναδικό Θεό στους ανθρώπους, για να μετανοήσουν και να επιστρέψουν προς Αυτόν από τα πονηρά έργα τους, καθώς διδάσκουν οι άγιες Γραφές μας». Όταν οι αρχιμάγοι άκουσαν αυτά, θύμωσαν όχι λίγο και διέταξαν τους υπηρέτες κι έφεραν μεγάλα καλάμια, που τα έσχισαν, και τα έμπηξαν σ’ όλο το σώμα της Αγίας και την έσφιξαν με λεπτά σχοινιά, μέχρις ότου οι αρθρώσεις και τα μέλη της έκαναν κρότο. Διέταξαν έπειτα να τραβήξουν ένα-ένα τα καλάμια από το σώμα της.
10. Έτσι οι σάρκες και το αίμα της έρρεαν κάτω στη γη, μέχρι που φάνηκαν τα κόκκαλα και τα εντόσθιά της. Μετά δέκα ημέρες διέταξαν να τανύσουν την Αγία και με χάλκινες βέργες κατατσάκισαν τα κόκκαλά της. Κι εκείνη την ώρα κείτονταν στο έδαφος σαν νεκρή μπροστά τους· διέταξαν τότε να φέρουν πιεστήριο (πρέσσα) και να τη βάλουν σ* αυτό, και γύρω της άνδρες έσφιγγαν για πολύ, μέχρις ότου τα μέλη της αποκόπηκαν από το σώμα κι έπεσαν κάτω.
11. Βλέποντας ότι ήταν πια άλαλη και τα μέλη της διαλύθηκαν κι έπεσαν, διέταξαν να αποκοπεί με ξίφος η κεφαλή της. Πρόσταξαν δε στους φύλακες να φρουρήσουν το λείψανο της για να μη την ενταφιάσει κανείς, μέχρις ότου τα όρνεα κατέβουν και φάγουν το σώμα της, επειδή οι Πέρσες δεν είχαν τη συνήθεια να θάβουν τους νεκρούς, για να μη μολύνεται, λέει, η γη. Μερικοί όμως Χριστιανοί έδωσαν κρυφά χρήματα κι εξαγόρασαν από τους φύλακες το λείψανο της αγίας Ίας και το κήδεψαν με τιμή, όπως έπρεπε[7]. Μαρτύρησε δε η αγία Ία στην επαρχία των Ουζαϊνών της Περσίας, στις 5 Αυγούστου[8], ενώ βασίλευε στους Πέρσες ο Σαβώριος, και σ’ εμάς βασίλευε ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός, στον οποίο ανήκει η δόξα και το κράτος στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Σημειώσεις:
1.      Το 362.
2.     Πιο ορθά «Βηθζαβδαί». Ο Σωζόμενος το αποδίδει «Ζαβδαίον χωρίον». Ήταν οχυρό στα σύνορα Περσών-Ρωμαίων. Ο Σαβώριος προσπάθησε να το κυριεύσει μαζί με τη Νίσιβη διότι του άνοιγαν τις πύλες της Μεσοποταμίας και της Αρμενίας αντίστοιχα. Το κατόρθωσε το 360. Η απαγωγή του πληθυσμού έγινε μετά δύο χρόνια.
3.     Σύμφωνα με το συριακό κείμενο, αλλά και το ελληνικό Μηναίο, οι αιχμάλωτοι ήταν εννιά χιλιάδες.
4.     Η μνήμη τους εορτάζεται 9 Απριλίου.
5.     Χώρα των Ουζαϊνών–Βεθουζά.
6.     Προφανώς φορητό, ίσως αντιμήνσιο.
7.     Το λείψανο της αγίας Ίας μετά το διωγμό μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, σε ναό που κτίστηκε προς τιμήν της έξω από τη Χρυσή Πύλη. Ο ναός αυτός ανακαινίστηκε αργότερα από τον Ιουστινιανό (Προκόπιος, Περί κτισμάτων I, 9). Το IB’ αιώνα καταστράφηκε κατά την άλωση της Πόλης από τους Λατίνους, οπότε το λείψανο μεταφέρθηκε στη Μονή των Μαγγάνων. Σε χειρόγραφο του ΙΔ’ αιώνα σώζεται εγκώμιο της Αγίας, γραμμένο επί της βασιλείας Ανδρονίκου (1282-1328). Ο συγγραφέας του Μακάριος, Ιερομόναχος της Μονής των Μαγγάνων, μαρτυρεί ότι το λείψανο, μετά από δέκα σχεδόν αιώνες, παρέμενε άφθορο, όπως το είχε δει πολλές φορές ο ίδιος (Patrologia Orientalis 2, 1905, σελ. 462-473).
8.    Η μνήμη της εορτάζεται 4 Αυγούστου και επαναλαμβάνεται 11 Σεπτεμβρίου. Μάλλον εννοεί ομάδα τοπικών Αγίων και όχι τους γνωστούς Μάρτυρες της Σεβάστειας, προγενέστερους κατά μισό αιώνα (9 Μαρτίου 320).

Πηγή: Μέθη Χριστού, Μάρτυρες στην Περσία του Σαβωρίου (Πρωτότυπο κείμενο – Μετάφραση), Μετάφραση Δημήτριος Χρισταφακόπουλος, Εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας», § Μαρτύριο της αγίας μάρτυρος Ίας, Έκδοσις Ά, Θεσσαλονίκη 1989. 

τρικυμισμένες ψυχές

σεληνιαζόμενος νέος3
Ο Χριστός, όπως γνωρίζουμε, εκτός απ’ τις τρικυμισμένες απ’ τους ανέμους θάλασσες θεράπευε και τις τρικυμισμένες απ’ τους δαίμονες ψυχές.
Σε μια τέτοια θεραπεία, τη θεραπεία του σεληνιαζόμενου νέου, αναφέρεται και η ευαγγελική περικοπή της 10ης Κυριακής Ματθαίου. Η ηλεκτρονική της διεύθυνση είναι:
Ευχαριστώ για την ακρόαση
παπα-Ηλίας

Ο ΞΕΝΟΣ ΠΟΥ ΔΕΧΟΜΑΙ, Ο ΞΕΝΟΣ ΠΟΥ ΓΙΝΟΜΑΙ


«Με τρομάζει η ομορφιά σου. Σε πεινάω. Σε διψάω. 
Σου δέομαι: Κρύψου, γίνε αόρατη για όλους, ορατή μόνο σ’ εμένα». 
(Γιάννης Ρίτσος, «Σάρκινος Λόγος») 
Αν η άσαρκη πραγματικότητα που αναλώνεται στα μετόχια της άρνησης της επέκτασης του εαυτού στον άλλον, κατάφερνε να εισχωρήσει στην αχώρητη αγάπη του Σαρκωμένου Λόγου, τότε κάθε ένας που είναι ξένος, διαφορετικός, αυτός ο άλλος της κοινωνικής πραγματικότητας, θα γινόταν ο ξένος μου. 
Είναι γεγονός πως η άσαρκη παρουσία του Τριαδικού Θεού και η αχώρητη ύπαρξη Του στη ζωή της ιστορίας, στη ζωή της ανθρωπότητας, απομάκρυνε τον άνθρωπο από τον Ίδιο και παρουσίαζε στο θολό τοπίο της ανθρώπινης ζωής, έναν Θεό της ομίχλης θα λέγαμε. Έναν Θεό που παρά τη διαβεβαίωση του ότι υπάρχει, δεν εμφανίζεται μα περισσότερο με τραγικό πολλές φορές τρόπο, ξεγελά τον άνθρωπο με την ανύπαρκτη «ειρήνη» και «ευδοκία». Η φανέρωση δεν προϋποθέτει κατ’ ανάγκη τη θέληση του άλλου ως απαραίτητη έκφραση, έκφραση πόθου, ελπίδας. Δεν αναγκάζει, μα ούτε εκβιάζει. Αντίθετα κινείται πέρα από τη λογική αναγκαιότητα και την ασυνείδητη κορύφωση της φανέρωσης. 
Έτσι λοιπόν ο Τριαδικός Θεός ως άσαρκος και αχώρητος, καταλήγει να κινείται προς τον άνθρωπο. Κι αυτό είναι που διαφέρει την ορθοδοξία της ανατολής από τις θρησκείες του Freud, Frazer και των άλλων. Αυτό το γεγονός της φανέρωσης αποκαλύπτει σε όλο του το μεγαλείο την Αποκάλυψη ως εμπειρική μετοχή κι όχι ως εννοιοκρατική αντίληψη. Η συνειδητοποίηση και η ελάχιστη αντίληψη αυτού του κενωτικού γεγονότος, φανερώνεται στους λόγους του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου που με εξαίσιο τρόπο γράφει πως «ο άσαρκος σαρκούται, ο ων γίνεται, ο αόρατος οράται, ο αναφής ψηλαφήται, ο άχρονος άρχεται». Η άθλια φύση του ανθρώπου που αμαύρωσε την κατάσταση της κατ’ εικόνα υπάρξεως του και σύνδεσης με τον Θεό, αξιώνεται. Και αξιώνεται «ίν’ εγώ πλουτίσω την αυτού Θεότητα», «καθώς ο πλουτίζων πτωχεύει, πτωχεύει γαρ την εμήν σάρκαν», κατά τον ίδιο ιερό Πατέρα. 
Είναι άπειρη η βίωση δύο συναισθημάτων χρήσιμων για την πορεία του λόγου. Η συνειδητοποίηση και η συγκίνηση.Από τη μία η συνειδητοποίηση αυτού του χωρίς προηγούμενο κατά τα ανθρώπινα «αδειάσματος» της «φύσεως» του Θεού και από την άλλη η συγκίνηση για την επαναφορά στην αρχική ομορφιά της δόξης. Κι εδώ να σημειωθεί πως ο Τριαδικός Θεός δεν ήταν εξαναγκασμένος, ούτε υποχρεωμένος να κινηθεί προς τον άνθρωπο από αγάπη. Όμως η φιλανθρωπία Του, ανέτρεψε ακόμη και την πιο αισιόδοξη ελπίδα. Ο Θεός βγαίνει από τη βεβαιότητα της υπάρξεως Του και ξενοδοχεί μία φύση που η σύνολη αντίληψη έθετε ως κάτι το αμαρτωλό και ανίερο. Βγαίνει από τον εαυτό του, παραμένοντας ταυτόχρονα ο εαυτός του. Και όπως σημειώνει ο ακαδημαϊκός Χ. Σταμούλης «έγινε ο ίδιος ξένος και αλήτης, έτσι ώστε δια της ‘’συμπαθείας’’ και της οικειότητας να φανερώσει το μυστήριο της αγάπης που φτάνει μέχρι το Σταυρό». 
Και η κένωση αυτή, αυτό το «γέμισμα» του Θεού που έγινε άδειασμα και το άδειασμα του ανθρώπου που έγινε γέμισμα, έγινε από έρωτα. Ένας έρωτας που φτάνει πράγματι μέχρι το Σταυρό, αφού «ο εμός έρως εσταύρωται» κατά τον Διονύσιο Αρεοπαγίτη. Για να δεχτείς τον άλλον που διαφέρει από εσένα, τον άλλον που σε χωρίζουν πολλά, τον άλλον που φοβάσαι και δεν θες ή διστάζεις να συναντήσεις, να δεχτείς, να αγαπήσεις και να ερωτευτείς, με έρωτα θα τον συναντήσεις. Και δεν είναι εύκολο να σαρκώσεις κάθε τι διαφορετικό στην αγάπη, καθώς ο εαυτός συνήθισε να αρκείται στην ησυχία και στην ασφάλεια που του προσδίδει η ζωή της αυτοεξορίας. Πώς λοιπόν να κοινωνήσει ο άνθρωπο με τον Θεό; Πώς να κοινωνήσει με τον συνάνθρωπο; Αν θέλουμε να κατανοήσουμε το μέγεθος της αγάπης του Θεού για τον άνθρωπο, που εντούτοις δεν μετριέται, αξίζει να ρίξουμε μία ματιά στους υπέροχους και «ανατρεπτικούς» λόγους του Ιωάννη Χρυσοστόμου, που γράφει τα εξής: «Πόρνη επιθυμούσε ο Θεός; Ναι πόρνη. Εννοώ τη δική μας φύση… κι αυτός ο τόσο μέγας και τρανός επιθύμησε πόρνη… Για να γίνει ο νυμφίος της. Τι κάνει; Δεν της στέλνει κάποιον από τους δούλους Του… αλλά καταφθάνει αυτός ο Ίδιος ερωτευμένος. Επιθύμησε πόρνη. Και τι κάνει; Επειδή δεν μπορούσε να ανέβει εκείνη στα ψηλά, κατέβηκε στα χαμηλά…. Για να μάθεις τον έρωτα του Νυμφίου».

Ηρακλής Φίλιος
Είναι αλήθεια πως στη σύγχρονη ζωή η τραγικότητα ως βασίλισσα κυριαρχεί στις εκφάνσεις της, την πολιορκεί, την μπερδεύει, την σφίγγει και την θανατώνει. Κανείς δεν δέχεται τον ξένο και κανείς δεν γίνεται ξένος. Σε πείσμα αυτής της πνευματικής αφαίμαξης και συρρίκνωσης της αγάπης, το τροπάριο του Μ. Σαββάτου πραγματοποιεί μία υπέρβαση. Δεν προσφέρει στον ξένο, αλλά προσφέρεται στον ξένο. Το «δος τω ξένω» μεταποιείται οντολογικά και υπάρχει ως ύπαρξη στο ξένο του άλλου, καθώς ψάλλουμε «δος μοι τούτον τον ξένον». Η δεκτικότητα του Θεού να «ντυθεί» όλον τον άνθρωπο «δίχα αμαρτίας» δείχνει την αγάπη του Θεού για την ανθρώπινη φύση που εξέπεσε, για τον άνθρωπο του πόνου και της δυστυχίας, καθώς και την τιμή κι ευλογία προς το φθαρτό. Και καλείται το υπούργημα αυτό να το συντελέσει μία άνθρωπος, η Θεοτόκος στην οποία δεν έχει τόση σημασία το γεγονός της παρθενίας της, αλλά εκείνο της θεομητρότητας της, κάτι που συντρίβει τη φύση του ευσεβισμού που προήλθε από το ζήτημα της καθαρότητας που υπερασπίστηκε ο Νεστόριος. 
Η Θεοτόκος λοιπόν ως «ξένη» δέχεται στη μήτρα της τον αχώρητο και γίνεται η ίδια η χώρα του αχωρήτου. Και γίνεται «ξένη» για την αγάπη Του.Και είναι άφραστη η σημασία αυτού του μυστηρίου καθώς συντελείτε από την Θεοτόκου «δι’ ης Τριάς αγιάζεται» όπως αναφέρει με «σκανδαλισμό» ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρεύς στους Χαιρετισμούς. Προσέξτε τι λέει ο άγιος Κύριλλος με τον οποίο δεν μπορεί κάποιος που αγαπά τη σοφία της θεολογίας να μην είναι ερωτευμένος: «δι’ ης Τριάς αγιάζεται», δηλαδή η Θεοτόκος αγιάζει την Αγία Τριάδα. 
Μία άνθρωπος λοιπόν, μία ξένη προς τη φύση του Τριαδικού Θεού, να εγκολπώνει στη μήτρα της τον Θεό. Να δέχεται ο Θεός τη φύση της και να δέχεται η Θεοτόκος στη μήτρα της τον αχώρητο. Να χωράει μέσα της, στο σώμα της εκείνον που δεν χωράει και δεν οράται. Σχετικοί αυτής της ευλογίας της ανθρώπινης φύσης και των μελών του σώματος, είναι οι λόγοι του Συμεών Νέου Θεολόγου που σημειώνει: «Όλος Θεός γαρ, ος συνενούται μεθ’ ημών, ω φρικτού μυστηρίου!... Ουκ αισχύνη συ περί των ασχημόνων, μάλλον δε εις ασχήμονα μέλη Χριστού κατάγειν; Εγώ δε πάλιν λέγω σοι∙ βλέπε Χριστόν εν μήτρα, και τα εν μήτρα νόησον και μήτραν υπεκδύντα, και πόθεν εξερχόμενος ο Θεός μου διήλθε!». 
Ο Θεός αξιώνει την ανθρώπινη αμαρτωλή φύση που έχασε προσωρινά την ομορφιά της και την αναφορά της στο αρχέτυπο, σαρκούμενος ο Ίδιος την ολότητα της εκτός από την αμαρτία. Δέχεται τον άλλον, ξενοδοχεί κάτι ξένο προς την δική του φύση. Το ανακαινίζει και το αγιάζει. Ευλογεί το ανθρώπινο σώμα και κάθε μέλος του. Εισέρχεται σε κάτι που είναι ξένο προς Εκείνον. Δέχεται το ξένο. Γίνεται ο Ίδιος ξένος. Αφήνει αυτή την υπαρξιακή βεβαιότητα και τριαδολογικά μεταποιεί την κοινωνική συνοχή. Ακόμη και η αμαρτία του ανθρώπου δεν στάθηκε εμπόδιο στο να πραγματοποιήσει ο Θεός την υπόσχεση που έδωσε. Όσο ο άνθρωπος απομακρύνεται, τόσο ο Θεός τον πλησιάζει, καθώς όπως λέει και ο Γιάννης Ρίτσος στο ποίημα του «Γυμνό Σώμα», «όσο απομακρύνεσαι σε πλησιάζω, όπου βρίσκεσαι υπάρχω, είμαι για σένα». 
Στις μέρες μας που είναι πιο τραγικές (κι αυτό δεν είναι μέρος μιας θεολογίας της γκρίνιας) αλλά αλήθεια, ο άνθρωπος αρέσκεται να ζει και να φοβάται. Να φοβάται το χθες του, τις αποτυχίες του, τις απογοητεύσεις του, κι αυτές να ορίζουν και να κατευθύνουν τη ζωή του. Ένας φόβος που προέρχεται από τον άλλο. Από τον εαυτό του άλλου. Ως φόβος δικός του, κι όχι του άλλου. Η ζωή σου για να υπάρξει, πρέπει να στιγματιστεί η ζωή του άλλου. Αυτή η ζωή του κάθε ξένου προς εσένα, ζωή που σε τρομάζει, σε αναστατώνει και σε φοβίζει δεν μπορεί και δεν θα μπορέσει ποτέ να ξενοδοχήσει και να γεννήσει στη μήτρα της σιωπής σου αυτό το διαφορετικό που δέχεται να γεννήσει μέσα σου και να γίνει ξένος σου. Έτσι να βγεις από τον φόβο σου και την ανασφάλεια σου, να τιθασεύσεις το χρόνο που θες να επιβεβαιώσει αυτό που φοβάσαι ή αυτό που θα σε εκπλήξει ευχάριστα. Η σάρκωση του άλλου προϋποθέτει τη συνάντηση μαζί του. Είναι μία πληγή στο τραύμα που έκλεισε. Πληγή που σου υπενθυμίζει ότι είμαστε άνθρωποι. Με αμαρτία, λήθη, φθορά, θάνατο. Πληγές που μεταμορφώνουν σε αγάπη το αίμα και στη μήτρα μιας ξένης, γεννάνε το ξένο και περίεργο. Το αχώρητο και πληρωτικό. Το άγευστο και ανερμήνευτο. Το ερωτικό και ερεθιστικό. 
Ο σύγχρονος άνθρωπος φοβάται. Δεν θέλει να δεχτεί το ξένο κι ανερμήνευτο του άλλου. Κάθε τι που ξενίζει τη δική του ζωή και την βγάζει από τη βεβαιότητα της ύπαρξης του. Αρκείται στη ζωή της εξορίας του στη ζωή που ζει στη ροή του χρόνου, που τον κάνει πιο μόνο από ποτέ. Τον φοβίζει. Τον φοβίζει να δει τον άλλον. Να συναντήσει τον άλλον. Να πιστέψει στον άλλον. Να πιστέψει στο άδειασμα του εαυτού του άλλου. Στην αγάπη του άλλου. Ίσως να αρνείται να δει αυτή την αλλαγή του άλλου. Το διαφορετικό και ανατρεπτικό που ομορφαίνει την παρουσία του στις ζωές των άλλων. Ίσως δεν αντέχει να δεχτεί τον άλλον όπως έγινε και όχι όπως ήταν. Για να σαρκώσεις στη μήτρα της ζωής σου την αγάπη, θα θαυμάσεις την κένωση που έφερε τη γέννηση. Και μαζί με τη γέννηση κράτησε στην αγκαλιά της ως χάδι και φιλί την ανάσα που με πνεύμα Θεού αγίασε και αγιάζει κάθε φτωχή ύπαρξη που θέλει μόνο να ζει, να σαρκώνει, να αγαπά και να ερωτεύεται. Αν δεν συναντήσεις τον άλλον, πως θα γίνεις άλλος; Αν δεν δεχτείς τον ξένο, πως θα γίνεις ξένος; 
Ηρακλής Φίλιος 
Πτυχιούχος Τμήματος Βαλκανικών Σπουδών
Διπλωματούχος Βυζαντινής Μουσικής
Φοιτητής Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ. 
το είδαμε εδώ

Ἡ προσευχή τοῦ ταπεινοῦ


Κύριε, σάν ἦρθεν ἡ βραδιά, σοῦ λέω τήν προσευχή μου.

Ἄλλη ψυχή δέν ἔβλαψα στόν κόσμο ἀπ’ τή δική μου.

Ἐκεῖνοι πού μέ πλήγωσαν ἦταν ἀγαπημένοι.

Τήν πίκρα μου τή βάσταξα. Μοῦ δίνεις καί τήν ξένη.

Μ’ ἀπαρνήθηκαν οἱ χαρές. Δέν τίς γυρεύω πίσω.

Προσμένω τά χειρότερα. Εἶν’ ἁμαρτία νά ἐλπίσω.

Σάν εὐτυχία τήν ἀγαπῶ τῆς νύχτας τή φοβέρα.

Στήν πόρτα μου ἄλλος δέν χτυπᾶ κανείς ἀπ’ τόν ἀγέρα.

Δέν ἔχω δόξα. Εἶν’ ἥσυχα τά ἔργα πού ἔχω πράξει.

Ἄκουσα τή γλυκιά βροχή. Τή δύση ἔχω κοιτάξει.

Ἔδωκα στά παιδιά χαρές, σέ σκύλους λίγο χάδι.

Ζευγάδες καλησπέρισα πού γύριζαν τό βράδυ.

Τώρα δέν ἔχω τίποτα νά διώξω ἤ νά κρατήσω.

Δέν περιμένω ἀνταμοιβή. Πολύ 'ναι τέτοια ἐλπίδα.

Εὐδόκησε ν’ ἀφανιστῶ χωρίς νά ξαναζήσω...

Σ’ εὐχαριστῶ γιά τά βουνά καί γιά τούς κάμπους πού εἶδα.


Ζαχαρίας Παπαντωνίου
πηγή

Δευτέρα, Αυγούστου 03, 2015

ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ-ΣΟΚ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ! “ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑΚΗ ΕΚΤΡΟΠΗ – ΘΑ ΕΠΕΜΒΕΙ Ο ΣΤΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΘΑ ΔΩΣΕΙ ΕΙΡΗΝΙΚΑ ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ ΣΕ ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ”!!!



Η προόρρηση του Αγίου Γέροντος Ιωσήφ Βατοπεδινού (1995), αλλά και η ανάλυση του Stanislav Mishin (Pravda1/2011) συμφωνούν με την πρ0όρρηση του Αγ. Πορφύριου.
Συνάνθρωπος μας, πήγε  στο Άγιον Όρος, όπου συνάντησε τον πατέρα Π. πνευματικό τέκνο ενός από τους δύο υποτακτικούς του Αγίου Πορφυρίου, εκείνους που κατ΄εντολήν του, έκαναν την ανακομιδή του σκηνώματός του και το έθαψαν σε τόπο άγνωστο, με την παραγγελία του Αγίου Γέροντος να πάρουν το μυστικό του τόπου όπου είναι θαμμένος ο Άγιος, στον τάφο τους!
pro1
Σε μεταξύ τους συνομιλία, ήρθε η συζήτηση και στα εσωτερικά και εξωτερικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα. Τότε ο πατήρ Π. είπε στον φίλο μας: Είχε πει ο Άγιος Πορφύριος για όλα αυτά που ζούμε σήμερα και πώς θα εξελιχθούν, τα είχε πει στον γέροντά μου. Και άρχισε να του λέει αυτά που θα παραθέσουμε πιο κάτω.
Όταν τελείωσε, τον ρώτησε ο φίλος μας: Αυτά είναι πουθενά γραμμένα; Και ο πατήρ Π. του απάντησε, «όχι δεν έχουν γραφτεί πουθενά, και εγώ δεν τα άκουσα ο ίδιος από τον Άγιο, μου τα μετέφερε ο γέροντάς μου στον οποίο τα είπε».
Επομένως τα κάτωθι γραφόμενα αποτελούν την μόνη πρόρρηση του Αγίου Πορφυρίου για τα γεγονότα στην Ελλάδα και η οποία παρουσιάζεται σε γραπτή μορφή.
Ο Άγιος έφυγε για το Άγιον Όρος το 1991 οπότε αυτά ειπώθηκαν στον υποτακτικό του (γέροντα του πατρός Π.) το αργότερο τον Νοέμβριο του 1991 (2 Δεκεμβρίου εκοιμήθη). Άρα η πρόρρηση του Αγ. Πορφυρίου προηγείται της προρρήσεως του αγ. γέροντος Ιωσήφ του Βατοπεδινού.
 Είπε ο Άγιος Πορφύριος:
1. Θα γίνει κάποια Πολιτειακή Εκτροπή
2 Η Πολιτειακή Εκτροπή θα έχει σαν συνέπεια μεγάλη κοινωνική αναστάτωση.
3. Ταυτόχρονα με την κοινωνική αναστάτωση θα υπάρξει οικονομική ανέχεια και πείνα η οποία θα δημιουργήσει έκτροπα.
4. Θα επέμβει ο στρατός για να αποκαταστήσει την τάξη και την ηρεμία στην χώρα.
(Στο σημείο αυτό ο υποτακτικός του Αγίου και γέροντας του πατρός Π. διέκοψε τον Άγιο Πορφύριο δυσανασχετώντας.
-Ωχ γέροντα πάλι χούντα θα έχουμε;
Ο άγιος γέρων Πορφύριος όμως τον καθησύχασε:
Όχι, δεν θα γίνει χούντα, απλώς ο στρατός θα επιβάλλει την τάξη για να μην επικρατήσει αναρχία στην χώρα!
5. Ο στρατός θα δώσει ειρηνικά την εξουσία σε πατριωτική Κυβέρνηση.
Η πρόρρηση αυτή του αγ. Γέροντος συμφωνεί με την πρόρρηση του αγ. γέροντος Ιωσήφ του Βατοπεδινού όπου η Πολιτειακή Εκτροπή αποκαλείται Πολιτειακή Ανωμαλία και η Κοινωνική αναστάτωση εξηγείται δια της απολύσεως όλων των υπαλλήλων.
 ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ Η ΠΡΟΒΛΕΨΗ TOY STANISLAV MISHIN ΠΟΥ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΗΝ PRAVDA ΤΟΝ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟ ΤΟΥ 2011 (ΤΥΧΑΙΟ;)
Ο Stanislav Mishin, έγραψε στο προσωπικό του ιστολόγιο τον Ιανουάριο του 2011 μια ανάλυση για όλα τα κράτη και για την Ελλάδα… η οποία δημοσίευσε η εφημερίδα Pravda και την οποία τότε δημοσιεύσαμε με τίτλο
 ΟΙ ΡΩΣΟΙ ΣΤΗΝ ΤΡΟΧΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΡΡΗΣΕΩΝ….
Εκεί λοιπόν αναφέρεται η κοινωνική ταραχή και η ανάληψη της εξουσίας από το Γενικό Επιτελείο Στρατού. Αναφέρεται επίσης ότι δεν θα είναι χούντα αλλά θα φέρει την Ελλάδα σε ισορροπία.
Επίσης το γεγονός ότι η κυβέρνηση του Γενικού Επιτελείου Στρατού δεν θα μπορέσει να ανατραπεί από εξωγενείς παράγοντες δείχνει ότι θα παραδώσει ομαλά την εξουσία σε πατριωτική κυβέρνηση.
Ο Stanislav Mishin μπορεί να είχε επαφές με το Άγιον Όρος ή με κάποιο τρόπο να εγνώριζε την πρόρρηση του Αγίου Πορφυρίου.
Άλλωστε όπως δείχνει και η κάτωθι εικόνα, Οι Ρώσοι όχι μόνον γνωρίζουν τον Άγιο αλλά τον ευλαβούνται ιδιαίτερα …
Με τις Ευχές του Αγίου Γέροντος ελπίζουμε η Χώρα μας να αποκτήσει πατριωτική κυβέρνηση που θα την βγάλει από το έρεβος και την οδύνη των τελευταίων ετών.-
το είδαμε εδώ

Πώς κοινωνούν οι κληρικοί;



Πώς κοινωνούν οί κληρικοί; 
Ό ιερεύς πρό της Θ. Κοινωνίας ενώπιον της ΆγιαςΤραπέζης με συντριβήν καρδίας, ταπείνωσιν, εύλάβειαν και φόβον Θεοΰ, συλλογιζόμένος την άναίμακτον θυσίαν του Χρίστου, αναγιγνώσκει ή άκούεί τις ευχές προ της Θ. Μεταλήψεως. Ακολούθως, αφού ζητήσει συγχώρησιν παρά των άλλων ιερέων, του διακόνου και του λάου, λέγει, τα λόγια: «Ιδού προσέρχομαι Χριστώ τω άθανάτω βασιλεί και Θεω ημών. Μεταδίδοταί μοι...».Έπειτα λαμβάνει μι­κράν μερίδα εκ του Άγιου Άρτου άπό το τμήμα εκείνο πού φέρει τον χαρακτήρα ΧΣ και μεταλαμ­βάνει. Ακολούθως, άφοϋ λάβει το Άγιον Ποτήριον μαζί με το μάκτρον και είπεί: «Έτι μεταδίδοταί μοι...», μεταλαμβάνει Αίμα Χρίστου, άποσπογγίζει με το μάκτρον τα ίδια χείλη του και το Αγ. Πο­τήριον και άφοΰ το ασπασθεί το εναποθέτει μετ'ευλάβειας στην Άγια Τράπεζα λέγων, «τούτο ήψατο των χειλέων μου και άφελεί τάς ανομίας μου και τάς αμαρτίας μον περικαθαριεί». Μετά τον ιερέα μεταλαμβάνει ό διάκονος, τον όποίον κοινωνεί ό ιε­ρεύς. Ό Άρχιερεύς μεταλαμβάνει μόνος του και πρώτος. Οί ιερείς μεταλαμβάνουν ό καθένας κατά την τάξιν και τον βαθμόν τους. Εάν τελείται Αρχιε­ρατική Θ. Λειτουργία, όλοι οί ίερείς και ό διάκονος κοινωνούν άπό τον Αρχιερέα.
Όσον άφορα τους κληρικούς οί οποίοι δεν λει­τούργησαν και επιθυμούν να κοινωνήσουν, τότε πε­ριπού μετά το «Πάτερ ημών» φορούν τα διακριτικά του βαθμού τους, συμμετέχουν στις προπαρασκευ­αστικές ευχές του λειτουργού ιερέως και κοινωνούν κατά τάξιν μετά τον λειτουργούντα ιερέα, οιονδή­ποτε όφφίκιο κι αν φέρουν μόνοι τους,πλήν του διακόνου στον οποίο μεταδίδει τη Θ. Κοινωνία ό λειτουργός ιερεύς. Ό διάκονος ποτέ δεν μεταδίδει στον ιερέα Θ. Κοινωνία. Ό 18ος κανών της Α' Οικου­μενικής Συνόδου είναι σαφής: «Έμμενέτωσαν οί διάκονοι τοις ιδίοις μέτροις, ειδότες ότι του μεν επι­σκόπου ύπηρέται εισί, των δε πρεσβυτέρων έλάτους.Λαμβανέτωσαν δε κατά την τάξιν την Ευχαριστίαν μετά τους πρεσβυτέρους ή του επισκόπου μεταδιδόντος αυτοίς ή του πρεσβυτέρου.

του αρχιμανδρίτου Χρυσ Παπαθανασίου
Το είδαμε εδώ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...