Η ιστορία και η ελληνική κοινή γνώμη παραμένει διχασμένη επί δύο αιώνες ως προς τον ρόλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κων/πόλεως στην Επανάσταση του 1821. Ας δούμε ένα μικρό απόσπασμα του λόγου που εκφώνησε ο Γεώργιος Τερτσέτης το Πάσχα του 1853 και ας θυμηθούμε πώς αντιμετωπίστηκε το θέμα των αφορισμών και της Αυτοκεφαλίας την τελευταία πενταετία από τα MME και ιδιαίτερα από το περίφημο “1821” του ΣΚΑΪ.
“Ανήμερα της εορτής των Βαΐων, την Κυριακήν, φίλοι του έλεγαν και τον παρακαλούσαν, και άνδρες επίσημοι των πρεσβειών, να φύγη, να σωθή· τα μέτρα της οθωμανικής κυβερνήσεως εγίνοντο άγρια, ανήμερα, και καθένας ημπορούσε να προϊδή το μέλλον· τον παρακαλούσαν λοιπόν να φύγη, του επρόσφεραν και τα μέσα.
Μη με παρακινείτε εις φυγήν, είπε εις τους φίλους· μη θέλετε να σωθώ· η ώρα της φυγής μου θα ήτον αρχή σφαγής, ώρα σπαθιού εις την Κωνσταντινούπολιν και την άλλην Χριστιανωσύνην· εύμορφο πράγμα θέλετε να κάμω, μεταμορφωμένος με καμμιά προβιά εις την πλάτην, να φεύγω εις τα καράβια, ή σφαλισμένος εις πρεσβείαν φιλικήν να ακούω εις τους δρόμους τα ορφανά του έθνους μου να σπαράττουν εις τα χέρια του δημίου. Είμαι Πατριάρχης δια να σώσω τον λαόν μου, όχι να τον ρίξω εις τα μαχαίρια της γιανιτζαριάς· ο θάνατός μου ίσως χρησιμεύσει περισσότερον παρ’ ό,τι εδυνόμουν ποτέ να φανταστώ πως θα ωφελήσει η ζωή μου. Οι ξένοι βασιλείς θα ταραχθούν εις την αδικίαν του θανάτου μου· δεν θα ιδούν ίσως με αδιαφορίαν υβρισμένη την πίστην τους εις το πρόσωπόν μου, και όπου είναι άνδρες αρμάτων Έλληνες θα πολεμήσουν με απελπισίαν πολέμου, που συχνά χαρίζει την νίκην, είμαι βέβαιος· κάμετε λοιπόν υπομονήν εις ό,τι μου συμβή.
Σήμερον των Βαΐων ας φάγωμεν εις το τραπέζι τα ψάρια του γιαλού, και παρεμπρός, εντός ίσως της εβδομάδος, ας φάγουν και αυτά από ημάς. Όχι, δεν θα χρησιμεύσω εγώ περίγελως των ζώντων, και περπατώντας με διάκους και άρχοντας εις τους δρόμους της Οδησσού, της Επτανήσου ή της Αγκώνας να με δαχτυλοδείχνουν τα παιδιά: “ιδού ο φονιάς Πατριάρχης!”. Αν το έθνος μου σωθή και θριαμβεύση, θα μ’ αποζημιώση, ελπίζω, με θυμιάματα τιμής και επαίνου, επειδή έκαμα το χρέος μου. Τέταρτη φορά δεν θα αναιβώ πλέον εις τα μοναστήρια του Άθωνος, δεν το θέλω· χαίρετε, σπήλαια και κορυφαίς του ιερού βουνού· χαίρε, θαλάσσιον κύμα· χαίρε, Σπάρτη και Αθήνα, όπου ήθελα να συστήσω σχολεία επιστημών δια τους νέους της πατρίδος· χαίρε, γη της γεννήσεώς μου Δημητσάνα! Εγώ υπάγω όπου με καλεί, με βιάζει η γνώμη μου, η μεγάλη μοίρα του έθνους και ο ουράνιος Θεός, έφορος θείων και ανθρωπίνων πραγμάτων.
Χρεωστώ εις έναν των ακροατών μου, τον σεβάσμιον Μάρκον Δραγουμην, την ομιλίαν του Πατριάρχου εις τους φίλους του· και η προφητεία της ομιλίας του αλήθευσε· ανήμερα της λαμπρής η γεροντική κεφαλή του, ο ζωηρός οφθλαμός του, που ένέπνεαν χαράν και πίστιν εις τους Χριστιανούς εμελάνιασαν από το αίμα πηγμένον εις το πρόσωπό του·…”