Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Απριλίου 20, 2014

Ο Χριστός μας, αδελφοί, νίκησε τον θάνατο...

Η Ανάσταση του Χριστού αποτελεί την ισχυρή βάση στην οποία στηρίζεται το ωραίο οικοδόμημα της πίστεως μας

Αδελφοί χριστιανοί• Χριστός Ανέστη,


Η Ανάσταση του Χριστού αποτελεί την ισχυρή βάση στην οποία στηρίζεται το ωραίο οικοδόμημα της πίστεως μας.

Αλήθεια! «Αν ο Χριστός δεν αναστήθηκε, τότε είναι χωρίς νόημα το κήρυγμα μας, είναι χωρίς νόημα και η πίστη μας» (Α' Κορ. 15, 14). Αν ο Χριστός δεν αναστήθηκε, αυτό σημαίνει ότι ο θάνατος είναι δυνατότερος από Αυτόν, ότι ο Χριστός είναι όπως και εμείς, ένας θνητός άνθρωπος.

Ας εορτάσουμε το πάθος του Χριστού όχι τυπικά, άλλα με συμμετοχή, με κοινωνία σ' αυτό, με συμμόρφωση σ' αυτό, για να συναντηθούμε και συνδυαστούμε με τον Χριστό, Αμήν.

«Του πληρώματος αυτού ημείς πάντες ηλάθημεν, και χάριν αντί χάριτος• ότι ο νόμος διά Μυήσεως εδόθη, η χάρις και η αλήθεια διά Ιησού Χριστού αγένωτο».

Αλλά ο Χριστός είναι Θεός. Επειδή είναι Θεός αναστήθηκε και αφού αναστήθηκε άρα είναι Θεός. Αναστήθηκαν βεβαίως και άλλοι εκ νεκρών, όπως ο Λάζαρος η θυγατέρα του Ιαείρου• αλλά αναστήθηκαν για να πεθάνουν πάλι. Ο Χριστός όμως «αφού αναστήθηκε εκ νεκρών, δεν θα πεθάνει πλέον, ο θάνατος δεν έχει πλέον εξουσία επάνω Του» (Ρω. 6, 9).

Με την Ανάσταση του Κυρίου εορτάζουμε τα νικητήρια κατά του θανάτου, του φοβερού τυράννου των ανθρώπων. Ο θάνατος θανατώθηκε! Το βασίλειο του θανάτου έπρεπε να πέσει, γιατί στηριζόταν σε σαθρές βάσεις: Την αδικία και την βία. Άδικος ο θάνατος, γιατί δεν άρπαξε πρώτα στο βασίλειο του τον Αδάμ ή την Εύα, όπως ήταν το δίκαιο, γιατί αυτοί πρώτοι αμάρτησαν, αλλά άρπαξε τον υιό τους, τον δίκαιο Άβελ. Βίαιος ο θάνατος, γιατί δεν έλαβε τον Άβελ με φυσικό τρόπο, με ασθένεια η γηρατειά, αλλά με απάτη, με δόλιο φόνο από τον αδελφό του Κάιν. Τέτοιος άδικος και βίαιος βασιλιάς δεν μπορούσε, αδελφοί, να βασιλεύει συνεχώς των ανθρώπων. Έπρεπε να καταργηθεί. Στο σκοτεινό του βασίλειο μπήκε ο Δυνατός! Μπήκε οπλισμένος με την θεότητα Του. Συνέλαβε τον θάνατο και τον «πάτησε», όπως λέει παραστατικά το αναστάσιμο απολυτίκιο.

Πώς, αδελφοί, ο Χριστός νίκησε τον θάνατο; Διά του θανάτου! «Θανάτω θάνατον πάτησες», ψάλλουμε. Όπως ο όφις εκείνος στον ωραίο κήπο της Εδέμ εξαπάτησε τούς προπάτορές μας και έφαγαν τον απαγορευμένο καρπό, έτσι και ο ίδιος τώρα απατήθηκε. «Πεπλάνηται ο πλάνος»!

Όταν κάποιος θέλει να πιάσει ένα ψάρι από την θάλασσα τότε ρίχνει σ' αυτή το αγκίστρι, καλυμμένο όμως με το δόλωμα. Το ψάρι βλέπει το δόλωμα, ρίχνεται πάνω του για να το φάει, αλλά συλλαμβάνεται από το αγκίστρι, που είναι κάτω από αυτό. Το ίδιο συνέβη με τον θάνατο. Για να συλληφθεί ρίχτηκε στο βασίλειο του το άγκιστρο, η θεότητα του Κυρίου. Η θεότητα όμως ήταν σκεπασμένη με το δόλωμα, την ανθρώπινη δηλαδή φύση του Κυρίου. Ο θάνατος δέχτηκε τον Χριστό, τον Υιό της Παρθένου Μαρίας, σαν ένα από τους θνητούς. Τρόμαξε όμως, γιατί συνάντησε Θεό. «Έλαβε σώμα και Θεώ παριέτυχεν».

Όταν κάποιος καταπιεί μια βαρειά ουσία, για να ηρεμήσει κάνει εμετό και μαζί με τη βαρειά αυτή ουσία βγάζει όλα όσα είχε φάει από πριν. Το ίδιο συνέβη και με το θάνατο. Δε μπορούσε να βαστάσει στην κοιλιά του τον Θεό, γι’ αυτό τον απέβαλε από το στόμα του και μαζί μ’ Αυτόν έβγαλε και όλους τους πεθαμένους. Κενώθηκε το βασίλειό του.

Ο Χριστός μας, αδελφοί, νίκησε τον θάνατο, γιατί νίκησε την αμαρτία, που είναι το κεντρί του θανάτου (Α' Κορ. 15, 56). Ο θάνατος συνδέεται με την αμαρτία. Καθαρά το είπε ο Θεός στους πρωτοπλάστους: «Την ημέρα που θα φάτε από το δέντρο αυτό, θα πεθάνετε» (Γεν. 2, 17). Αν αμάρταναν, θα πέθαιναν. Είχαν την δυνατότητα να Μην αμαρτήσουν αμάρτησαν όμως και γι' αυτό πέθαναν. Ο σταυρικός θάνατος του Χριστού μας υπήρξε εξιλαστήρια θυσία των αμαρτιών. Αφού, λοιπόν, εξαλείφθηκε η αμαρτία, καταργήθηκε και το επακόλουθο της αμαρτίας, ο θάνατος.

Αδελφοί χριστιανοί! Η αμαρτία συνδέεται με τον θάνατο. Όσο περισσότερες αμαρτίες κάνουμε, τόσο περισσότερο θνητοί γινόμαστε. Και όσο λιγότερες αμαρτίες τόσο και περισσότερο αθάνατοι. Τον δρόμο προς την αθανασία, που μας άνοιξε ο Κύριος με την Ανάσταση Του, πρέπει να τον περάσουμε με αγώνα κατά της αμαρτίας. Ο αγώνας αυτός, σε μας που ζούμε μετά την Ανάσταση του Χριστού, είναι εύκολος, γιατί πολεμάμε με νικημένο εχθρό, τον διάβολο, και γιατί έχουμε δυνατά μέσα, τα οποία χάρισε ο Χριστός στην Εκκλησία Του, για την νικηφόρο έκβαση του αγώνα μας.

Η αμαρτία μας αιχμαλωτίζει, μας βάζει σε μνήματα, μας ενταφιάζει. Όταν αμαρτάνουμε γινόμαστε νεκροί και ας λέμε ότι ζούμε (Από. 3, 1). Ο Κύριος μας βγήκε από το μνήμα, αναστήθηκε. Και εμείς, αδελφοί, ας βγούμε από τα μνήματα των αμαρτιών μας, ας αναστηθούμε πνευματικά.

Νεκροί βγείτε από τα μνήματα! Ποιά τα μνήματα; Είναι τα καβούκια των παθών μας, των κακών μας επιθυμιών.

Βγείτε από τα μνήματα της έχθρας, από τις σπηλιές του μίσους.

Χριστός Ανέστη! Ανδρόγυνα χωρισμένα, μονοιαστείτε - αδέλφια μαλωμένα, φιληθείτε. Δώστε όλοι τα χέρια και αγαπηθείτε.

Χριστός Ανέστη! Βγείτε από τα μνήματα. Βγείτε από τους χώρους, φύγετε από τους τόπους εκείνους που δεν αρμόζουν στην χριστιανική μας ιδιότητα. Για σένα, άνδρα, που είχες ταφεί στην ταβέρνα και σε έχανε η οικογένεια σου, ο άγγελος τώρα πρέπει να πει: «Αναστήθηκε. Ουκ εστίν ώδε - δεν είναι δω». Πώς θα πετύχουμε όλοι μας την νεκρανάσταση από τα μνήματα των παθών μας; Ο Κύριος αναστήθηκε από τον τάφο, γιατί με το Σώμα του ήταν ενωμένη η θεότητα. Και 'μείς θα νικήσουμε τον πνευματικό θάνατο όχι μόνοι μας, άλλα με τα θεία μέσα, τα οποία μας χάρισε ο Χριστός μας και έχει η Εκκλησία. Με την προσευχή και μάλιστα την λειτουργική προσευχή, με την θεία Κοινωνία, με την ιερή εξομολόγηση, με την μελέτη της Αγίας Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας μας.

Αγαπητοί μου αδελφοί! Ελάτε για την δόξα του Ανανάσταντος Κυρίου μας και την σωτηρία μας, ελάτε να αρχίσουμε μια νέα ζωή, μια «άλλη βιωτή της αιωνίου απαρχής», όπως ψάλλει η Εκκλησία μας. Αυτή η ζωή είναι πραγματική ζωή. Τότε αναστημένοι και εμείς, «νεκροί ως προς την αμαρτία, άλλα ζωντανοί για τον Θεό» (Ρω. 6, 11) θα βλέπουμε καθαρότερα το λαμπρό Πρόσωπο του Αναστημένου Κυρίου και θα γευόμαστε περισσότερο την χαρά της Αναστάσεως Του.

Από το «Κυριακοδρόμιο Ευαγγελίων»
υπό Αρχιμανδρίτου Ιερεμίου Φούντα
πηγή

Τα θαύματα στην Ελλάδα που συζητήθηκαν όσο τίποτα άλλο...


Ιστορίες που έκαναν τους πιστούς να δακρύσουν - Πραγματικότητα ή φανταστικά σενάρια; Επίγεια «θαύματα» της τελευταίας εικοσαετίας γεννούν ερωτηματικά για την γνησιότητα τους και κάποιες φορές διχάζουν τους πιστούς χριστιανούς. Μορφές Αγίων που εμφανίζονται «αίφνης» μπροστά στους πιστούς, δέντρα που αιμορραγούν, εικόνες που δακρύζουν, σώματα αποβιωσάντων πατέρων που μένουν αναλλοίωτα στο πέρασμα του χρόνου, έχουν «καθηλώσει» κατά διαστήματα τη θρησκευτική κοινότητα. Μηνύματα εξ’ ουρανού, κυήματα της φαντασίας, σπάνια φυσικά φαινόμενα ή εμπορευματοποίηση της πίστης από εκκλησιαστικά όργανα που αποβλέπουν στην οικονομική αφαίμαξη των πιστών;

Είναι ανήμερα του Αγίου Δημητρίου, το 2013, όταν οι γυναίκες που ανοίγουν την εκκλησία στο παλιό νεκροταφείο της Ιαλυσού, στη Ρόδο, αντικρίζουν την εικόνα του Αρχαγγέλλου Μιχαήλ να δακρύζει.


Ο μητροπολίτης Ρόδου, Κύριλλος, που μεταβαίνει στο χώρο για να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι το θαύμα, ζητά να μετακινηθεί για να ελεγχθεί τυχόν υγρασία στο πίσω μέρος της. Έπειτα δίνεται εντολή να μεταφερθεί η εικόνα στον ιερό ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου για να τεθεί σε λαϊκό προσκύνημα. «Θα τη μεταφέρουμε στον μεγάλο Ναό και θα δούμε πως θα εξελιχθεί το φαινόμενο», δηλώνει σε κάμερες και πιστούς που ήδη έχουν συγκεντρωθεί στο μικρό παρεκκλήσι.

Το άοσμο υγρό συνεχίζει να ρέει για τρεις ημέρες. Η κοσμοσυρροή είναι μεγάλη, κάποιοι κάτοικοι μιλούν συγκινημένοι για θαύμα αλλά ταυτόχρονα επιφυλάσσονται για το τι «προοικονομεί» ο οιωνός.

Ο ιερέας της εκκλησίας δηλώνει τότε πως κάτι παράξενο συμβαίνει αλλά δεν είναι ο καθ’ ύλην αρμόδιος να το πιστοποιήσει. Η εικόνα στέλνεται στην 4η Εφορία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων και τα αποτελέσματα του ελέγχου, σύμφωνα με τον εφημέριο του ναού, πατέρα Μύρωνα, βεβαιώνουν την ύπαρξη υγρού αλλά χωρίς να αιτιολογούν την προέλευσή του. «Η εικόνα κατασκευάστηκε το 1986, το ξύλο είναι παλιό και εντελώς ξερό, χωρίς πιθανότητα υγρασίας άρα ποιος μπορεί να αμφισβητήσει το θαύμα» δηλώνει στο newsbeast.gr ενώ επιβεβαιώνει πως στην εικόνα είχε γίνει συντήρηση προ έξι μηνών.

Ο ίδιος άλλωστε και πλήθος πιστών της περιοχής υποστηρίζουν πως ο Ταξιάρχης δακρύζοντας προμήνυε την θεομηνία που ακολούθησε στη Ρόδο, ο τραγικός απολογισμός της οποίας ήταν 3 νεκροί, ολοσχερής καταστροφή 30 σπιτιών καθώς και ανυπολόγιστες ζημιές σε άλλα 400 κτήρια στην κοινότητα της Ιαλυσού. Μερίδα της κοινής γνώμης παρόλα αυτά διατηρεί τις αμφιβολίες της εφόσον και η πρότερη περίπτωση εικόνας που δακρύζει παραμένει αλησμόνητη.

Τον Ιούνιο 2001 εμβρόντητοι δεκάδες πιστοί αντικρίζουν την εικόνα του Αγίου Φανουρίου στην Αργυρούπολη να αιμορραγεί. Το πλήθος σπεύδει να προσευχηθεί υποκλινόμενο στο θαύμα. Οι εισπράξεις γεμίζουν το παγκάρι του ναού μέχρι η ανάλυση από το χημείο του κράτους να δείξει πως το αίμα είναι βυσσινάδα και το θαύμα θέαμα προς τέρψιν πεινασμένων οφθαλμών. Η Αρχιεπισκοπή σε απάντηση του «σάλου» που είχε προκληθεί από το ξεσκέπασμα του «θαύματος» διατάσσει ανακρίσεις αλλά το πόρισμα εντέλει μαρτυρεί πως τα φαινόμενα «οφείλονται σε συγκυρίες φυσικών συνθηκών που διαμορφώθηκαν μέσα στο Ναό, λόγω υψηλής θερμοκρασίας, υγρασίας και άλλων γνωστών και αγνώστων φυσικών παραγόντων».

Οι κλαίουσες εικόνες όμως, δεν σταματούν εδώ.

Τον Οκτώβριο του 2012, θρησκευτικό δέος πλημμυρίζει τους πιστούς που συρρέουν να προσκυνήσουν την εικόνα της Αγίας Κυριακής στον ιερό ναό Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, στο χωριό Τσέλο, έξω από το Ναύπλιο. Μια ομάδα πιστών που επισκέπτεται το μοναστήρι είναι αυτή που παρατηρεί πως η εν λόγω εικόνα δακρύζει. Η είδηση διαδίδεται με ταχύτητα φωτός και η προσέλευση διαπιστώνεται αθρόα. Κάποιοι αιτιολογούν τα δάκρυα σαν αντίδραση της Αγίου στην απόπειρα δραστών να κάψουν το ιερό του μοναστηριού. Η αλήθεια δεν απέχει πολύ, η ειδοποιός διαφορά που προκύπτει από τα αποτελέσματα του ελέγχου είναι πως τα δάκρυα οφείλονται σε χρώμα που κύλισε μετά την απόπειρα αγνώστων να κάψουν το πίσω μέρος της εικόνας.


Δύο χρόνια νωρίτερα, τον Φεβρουάριο του 2010 τα δάκρυα δεν τρέχουν από την εικόνα αλλά από τους κατοίκους του χωριού Καταμάχη στην Ήπειρο οι οποίοι συγκινημένοι αντικρίζουν άλλο ένα θαύμα. Η εικόνα της Παναγίας εμφανίζεται σε ένα βράχο δίπλα στο ξωκλήσι της. Η κυρία Ηλέκτρα Δούλη, μία από τις λιγοστούς σε σύνολο κατοίκους του χωριού, είχε πάει στο ξωκλήσι για να το καθαρίσει, όταν βγαίνοντας αντίκρισε στο βράχο σχηματισμένη μια γυναικεία μορφή που έμοιαζε με την Παρθένο Μαρία.

Εκείνη και ο άντρας της, που έχουν γεννηθεί στο χωριό βεβαίωναν πως έβλεπαν τον συγκεκριμένο βράχο από παιδιά και πως η μορφή δεν προϋπήρχε. Η 8η Εφορία Αρχαιοτήτων καλείται να διαπιστώσει αν η πέτρα παρουσιάζει αρχαιολογικό ενδιαφέρον μιας και το συγκεκριμένο χωριό έχει γράψει και πρότερη ιστορία στις αρχαιολογικές ανακαλύψεις, με τον γνωστό «θησαυρό της Καταμάχης» να βρίσκεται σε περίοπτη πλέον θέση στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων – τρομερή σύμπτωση χαρακτηρίζεται μάλιστα η ανακάλυψη της εικόνας από την οικογένεια Δούλη μιας και ο ίδιος κ. Δούλης ήταν εκείνος που ανακάλυψε σε ηλικία 15 ετών και τον «θησαυρό της Καταμάχης».

Εν τέλει οι αρμόδιες Αρχές δεν αποφαίνονται οριστικά για την ύπαρξη θαύματος ή φυσικού φαινομένου «κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει πώς σχηματίστηκε, ίσως η φύση να έκανε ένα ακόμη θαύμα» δήλωσε ο αρχαιολόγος που εκλήθη.


Τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς εκ νέου η θρησκευτική κοινότητα «παγώνει» στο άκουσμα της προφητείας του φαντάσματος του γέροντα Παΐσιου, ασκητής στον οποίο απέδιδαν το χάρισμα της ενόρασης. Πιστός ομολογεί πως στο Άγιο Όρος, 3 μοναχοί, συνάντησαν τον Γέροντα, εκλιπόντα από τις 12 Ιουλίου του 1994, έξω από την μονή του Αγίου Παντελεήμονα και καθώς έσπευσαν να πάρουν την ευχή του, τους ομολόγησε με τρεμάμενη φωνή «τραβήξτε στον Γέροντά σας και πείτε του να αγοράσει μεγάλες ποσότητες με λάδι και αλεύρι γιατί σε τρεις μήνες από τώρα θα έχουμε πόλεμο στην Ελλάδα και ο κόσμος θα πεινάσει».

Ο Γέροντας συνέχισε: «Να πείτε του Γέροντα να επικοινωνήσει και με τα υπόλοιπα μοναστήρια» και μέχρι να συνέλθουν οι μοναχοί, ο Γέροντας Παΐσιος χάθηκε μέσα στο μονοπάτι. Το παραλήρημα όμως δεν σταμάτησε εκεί, μοναχοί που επισκέπτονται σούπερ μάρκετ στοχοποιούνται εφόσον οι επιτήδειοι καταμετρώντας τις προμήθειες που αγοράζουν ευελπιστούν να επιβεβαιώσουν την επερχόμενη απειλή. Το Άγιο Όρος σπεύδει με ανακοίνωση του να διαψεύσει το περιστατικό κάνοντας λόγο για ανυπόστατη φήμη που στόχο είχε την πρόκληση πανικού και την κερδοσκοπία.


Η χριστιανική οικουμένη «συγκλονίζεται» ξανά, τέσσερα χρόνια νωρίτερα, τον Μάρτιο του 2006, όταν το λείψανο του αδερφού Βησσαρίωνα που εκοιμήθη το 1990, κατά την εκταφή του βρίσκεται άφθαρτο και ευωδιάζον. Δεκαπέντε χρόνια μετά το θάνατό του οι μοναχοί αντικρίζουν τα άμφιά του, το ευαγγέλιο που κρατά στα χέρια του, το σώμα του αναλλοίωτα στο πέρασμα του χρόνου. Πιστοί από όλη τη χώρα συρρέουν κατά χιλιάδες στην Ιερά Μονή Αγάθωνος Φθιώτιδος να προσκυνήσουν το σκήνωμα ή να ζητήσουν την βοήθεια του μοναχού.

Φυσικοί επιστήμονες, θεολόγοι και κληρικοί διχάζονται, οι ειδικοί κάνουν λόγω για επιστημονικά εξηγήσιμο φαινόμενο λόγω της υγρασίας του χώματος ενώ οι πιστοί για θαύμα. Στο τέλος Μητροπολίτης και ειδικοί αποφαίνονται πως ο χρόνος θα δείξει και μέχρι σήμερα το σκήνωμα παραμένει αναλλοίωτο και η επισκεψιμότητα του ναού ιδιαιτέρως αυξημένη.


Άλλωστε κι ο ναός του Αγίου Νεκταρίου στην Κηπούπολη έβριθε εξίσου από κόσμο όταν τον Μάρτιο του 2001, ακόμα ένα υποτιθέμενο θαύμα είχε προκαλέσει αναστάτωση τόσο στους πιστούς όσο και στους κόλπους της εκκλησίας .Ήταν μεσημέρι όταν η νεωκόρη διαπίστωσε κηλίδες αίματος στην εικόνα της Παναγίας της Καρδιωτίσσης. Ο ιερέας του ναού γνωμάτευσε περί θαύματος, η υπόλοιπη εκκλησιαστική κοινότητα συμφωνεί ενώ δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου το μήνυμα μεταφράζεται ποικιλοτρόπως.

Η πιο ακραία από τις εν λόγω ερμηνείες ήταν εκείνη που υποδείκνυε τα δάκρυα σαν αντίδραση του Αγίου στην επικείμενη επίσκεψη του Πάπα. Ο ναός κατακλύστηκε από εκατοντάδες πιστούς οι οποίοι περίμεναν ευλαβικά επί ώρες στην ουρά να προσκυνήσουν, ο ναός παρέτεινε τις ώρες λειτουργίας του και αστυνομικές δυνάμεις συμβάλλουν στην τήρηση της τάξης.

Εκτός από τις αιμορροφιλικές εικόνες όμως συναντάμε και δέντρα που αιμορραγούν. Στο χωριό Βούνενα, της Θεσσαλίας στο προσκύνημα του Αγίου Νικολάου του «εν Βουνένοις» «Το «αίμα» αρχίζει να τρέχει το απόγευμα της 8ης Μαΐου, παραμονή της μνήμης του και συνεχίζει τη θαυμαστή εμφάνισή του, μέχρι το πρωί της εορτής του, 9 Μαΐου κάθε χρόνο, όπως δηλώνεται και επίσημα στην ιστοσελίδα της ενορίας του Αγίου Νικολάου Θηβών. Για τους πιστούς είναι το αίμα του Αγίου Νικολάου. Για τους λιγότερο έτοιμους να πιστέψουν στο θαύμα, είναι απλά κόκκινο ρετσίνι. Και γι’ αυτούς που θέλουν να δουν τα πράγματα κάπου «στη μέση» μπορεί να μην είναι αίμα, είναι όμως ένα θεϊκό σημάδι. Το σίγουρο είναι πως τις ημέρες εκείνες και οι τρεις κατηγορίες επισκέπτονται το ναό για να δουν από κοντά το θαύμα κάνοντας μεγάλους τζίρους στα ταμεία τόσο της εκκλησίας όσο και της γύρω περιοχής.

Άλλες φορές οι άγιοι εξανίστανται γιατί οι πιστοί δε μετανοούν, άλλες αντιδρούν στις επισκέψεις του Πάπα, άλλες πάλι δακρύζουν χωρίς να έχουν κάτι να δηλώσουν τουλάχιστον δια αντιπροσώπων μεταφραστών των μηνυμάτων τους. Το σίγουρο είναι πως από πίστη ή από περιέργεια, οι επισκέπτες εναποθέτουν τις ελπίδες τους ταυτόχρονα με τον οβολό τους.

Το βαθύτερο νόημα της Αναστάσεως του Κυρίου




Ατμόσφαιρα χαράς βασιλεύει παντού, χαρμόσυνος χαιρετισμός κυριαρχεί. Η 
Εκκλησία πλέει σε θάλασσα αγαλλιάσεως και δόξας. Οι ύμνοι της 
διασαλπίζουν τα συναισθήματά της: «Αύτη η ημέρα, ην εποίησεν ο Κύριος, 
αγαλλιασώμεθα και ευφρανθώμεν εν αυτή». Αυθορμήτως έρχεται στα χείλη 
όλων ο νικητήριος χαιρετισμός: «Χριστός Ανέστη» και αυθορμήτως η 
απάντηση: «Αληθώς Ανέστη». Ακόμη και αυτοί οι άπιστοι παρασύρονται και 
το επαναλαμβάνουν.
Προσέξτε δε τούτο το θαυμαστό: Εκείνο το οποίο τότε, κατά τις ημέρες 
εκείνες αποτελούσε αίνιγμα, αμφιβολία, αντικείμενο δυσπιστίας για τους 
μαθητές -«και εφάνησαν ενώπιον αυτών ωσεί λήρος τα ρήματα αυτών, και 
ηπίστουν αυταίς» (Λουκ. ΚΔ’, 11), «κακείνοι ακούσαντες ότι ζη και εθεάθη 
υπ' αυτής (Μαγδαληνής), ηπίστησαν...» (Μάρκ. ΙΣΤ’, 11)- σήμερα είναι 
τόσο παραδεκτό και ανθεί στα χείλη όλων, νέων και γέρων, πιστών και 
απίστων ακόμη.
Αλλά στο σημείο αυτό γεννάται ένα ερώτημα: Οι Χριστιανοί έχουν 
κατανοήσει καλά αυτό το γεγονός της Αναστάσεως του Κυρίου; Εμείς έχουμε 
εννοήσει ποιες υποχρεώσεις μάς γεννά η πίστη ότι «ηγέρθη ο Κύριος 
όντως;» (Λουκ. ΚΔ’, 34). Έχουμε σκεφθεί τις συνέπειες και τα 
αποτελέσματα αυτού του χαιρετισμού «Χριστός Ανέστη»; Μήπως και στα δικά 
μας χείλη ανθεί απλώς και τον επαναλαμβάνουμε χωρίς να έχουμε καταλάβει 
το βαθύτερο περιεχόμενο του;
Χρειάζεται να κατανοήσουμε πρώτον ότι η Ανάσταση είναι στενά ενωμένη με 
το Πάθος και είναι αποτέλεσμα αυτού. Ήδη οι Προφήτες στις σχετικές 
προφητείες τους συνδέουν τα παθήματα με τη δόξα του Μεσσία. Ο Απόστολος 
Πέτρος γράφει χαρακτηριστικά: «Περί ης σωτηρίας εξεζήτησαν και 
εξηρεύνησαν προφήται... τα εις Χριστόν παθήματα και τας μετά ταύτα 
δόξας...» (Α’ Πέτρ. Α’ 10-11).
Κατά την πορεία εις Εμμαούς, και ενώ οι δυο Απόστολοι ήσαν 
στενοχωρημένοι και σκυθρωποί, ο Κύριος τους είπε: «Ω ανόητοι και βραδείς 
τη καρδία του πιστεύειν επί πάσιν οις ελάλησαν οι προφήται! Ουχί ταύτα 
έδει παθείν τον Χριστόν και εισελθείν εις την δόξαν αυτού;» (Λουκ. ΚΔ’, 
25-26).
Γι' αυτό και σε όλη την εκκλησιαστική υμνολογία συνδέεται στενά το Πάθος 
με την Ανάσταση του Κυρίου. Τη Μ. Πέμπτη ακούμε στο ιε’ Αντίφωνο 
«...Προσκυνούμέν σου τα πάθη, Χριστέ. Δείξον ημίν και την ένδοξόν σου 
ανάστασιν». Την Κυριακή του Πάσχα διαβάζουμε: «Τον Σταυρόν σου, Χριστέ, 
προσκυνούμεν και την αγίαν σου ανάστασιν υμνούμεν και δοξάζομεν... ιδού 
γαρ ήλθε δια του Σταύρου χαρά εν όλω τω κόσμω...»
Ωραιότατα και ο Απ. Παύλος συνδέει το Πάθος και την Ανάσταση του Κυρίου: 
«τον δε βραχύ τι παρ' αγγέλους ηλαττωμένον βλέπομεν Ιησούν δια το πάθημα 
του θανάτου δόξη και τιμή εστεφανωμένον...» (Εβρ. Β’, 9). Βλέπουμε 
λοιπόν ότι η Ανάσταση έχει υπόβαθρο το πάθος, τον πόνο, το Γολγοθά. 
Ανεστήθη, διότι έπαθε. Δεν θα είχαμε το φως που έλαμψε και εθάμβωσε κατά 
την Ανάσταση, εάν δεν είχε προηγηθεί το «σκότος από ώρας έκτης» (Ματθ. 
ΚΖ’, 45). Όταν αυτές τις δυο έννοιες τις συνδέουμε, τότε κατανοούμε το 
μυστήριο της σωτηρίας μας και χαιρόμαστε τη χαρά της Αναστάσεως, διότι 
δια του Πάθους λυτρωνόμαστε.
Ποιό είναι τώρα το συμπέρασμα από την άρρηκτη αυτή ένωση Αναστάσεως και 
Πάθους; Ο Απ. Πέτρος μας λέγει: «Εις τούτο γαρ εκλήθητε... ίνα 
επακολούθησητε τοις ίχνεσιν αυτού...» (Α’ Πέτρ. Β’, 21). Δηλαδή, όταν 
λέμε «Χριστός Ανέστη», δεν θα χαιρόμαστε μόνο για την Ανάστασή Του, αλλά 
θα σκεπτόμαστε και τα παθήματά Του. Και κατά συνέπεια καλούμεθα όχι 
μόνον να είμεθα μέτοχοι της χαράς της Αναστάσεως, αλλά και των 
παθημάτων. Τούτο σημαίνει ότι, για να φθάσουμε στην Ανάσταση, θα 
περάσουμε και μεις μέσα από πάθη και θλίψεις. «Ωσπερ κοινωνοί εστε των 
παθημάτων, ούτω και της παρακλήσεως» (Β’ Κορ. Α’, 7). Καλούμεθα σε αγώνα 
πνευματικό και θα δοκιμά¬σουμε πόνο. Καλούμεθα σε μία γέννηση και αυτή 
προϋποθέτει πάντοτε ωδίνες. Ο εχθρός ευρίσκεται πάντοτε γύρω μας και 
εντός μας. Ασφαλώς θα φθάσουμε στη νίκη, στην Ανάσταση, αλλά κατόπιν 
αγώνος και θλίψεων. Θα βλέπουμε την Ανάσταση, αλλά δια μέσου του 
Γολγοθά. Θα βλέπουμε μέσω των δακρύων, αλλά τότε λέγουν οι Πατέρες ότι 
βλέπουμε καθαρότερα. Τις θλίψεις θα τις βλέπουμε με το φακό της 
Αναστάσεως, ώστε να μη μας καταβάλλουν.
Και εφ' όσον πονώ... και εφ' όσον θλίβομαι... και εφ' όσον υποφέρω... 
και πάλι η Ανάσταση δίνει τη λύση. Κανείς δεν το αρνείται. Είδατε ότι 
και ο Κύριος μετά την Ανάσταση φέρει τους τύπους των ήλων. Θα 
αγωνιζόμαστε, θα πονούμε, αλλά θα παρηγορούμεθα δια της Αναστάσεως. Θα 
γνωρίζουμε ότι θα φέρουμε τα τραύματά μας δια βίου. Και θα αναμένουμε 
την Ανάσταση τη Δευτέρα για την τελεία θεραπεία.
Και τώρα ας σταθούμε σ' ένα δεύτερο σημείο. Ένα ερώτημα ας θέσουμε στον 
εαυτό μας: Πιστεύουμε στην Ανάσταση του Κυρίου;
Ίσως απορήσουν μερικοί. Θεωρείται τόσον άστοχο το ερώτημα. Ασφαλώς 
πιστεύουμε. Πριν όμως απαντήσου¬με, ας πάρουμε ένα παράδειγμα. Εκείνοι 
που πίστευσαν προ πάντων στην Ανάσταση ήσαν οι Απόστολοι. Ας δούμε τι 
έκαναν Αυτοί, πώς φανέρωσαν την πίστη τους στον Αναστάντα Κύριο.
α) Εκήρυξαν την Ανάσταση.
Η εντολή τους δόθηκε από τον ίδιο τον Κύριο: «υμείς δε έστε μάρτυρες 
τούτων» (Λουκ. ΚΔ’, 48). Και διαλάλησαν αυτό το μεγάλο, το ακατανόητο, 
το απίστευτο γεγονός παντού. Και πόσα δεν τους στοίχισε! Πόσες θυσίες, 
πόσοι διωγμοί, πόσες φυλακίσεις, πόσα μαρτύρια, πόσο αίμα, αλλά και τη 
ζωή τους ακόμη! Βέβαια, κηρύττουν το γεγονός χωρίς κανέναν δισταγμό. «Ου 
δυνάμεθα γαρ ημείς α είδομεν και ηκούσαμεν μη λαλείν...» (Πράξ. Δ’, 20).
β) Οι Μαθητές έζησαν την Ανάσταση του Κυρίου.
Η ζωή τους ήταν μία απόρροια της Αναστάσεως. Είχαν κατανοήσει ότι ο 
«Χριστός έπαθεν υπέρ ημών» (Α’ Πέτρ. Β’ 21) «και ηγέρθη δια την 
δικαίωσιν ημών» (Ρωμ. Δ’, 25). Είχαν κατανοήσει τούτο το μέγα: 
«Συνετάφησαν αυτώ δια του βαπτ¬σματος εις τον θάνατον, ίνα ώσπερ ηγέρθη 
Χριστός εκ νεκρών... ούτω και ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν» 
(Ρωμ. ΣΤ’, 4). Η ζωή τους ήταν ζωή ανθρώπων αναστημένων, «εγηγερμένων εκ 
νεκρών...» (Εφεσ. Ε’, 14).
Και επανέρχομαι στο ερώτημα της αρχής. Πιστεύουμε στην Ανάσταση του 
Κυρίου; Εάν ναι, τότε και μεις πρέπει να κάνουμε ό,τι και οι άγιοι 
Απόστολοι. Να το κηρύττουμε, να το διαλαλούμε, να διασκορπίζουμε παντού 
το μήνυμα της Αναστάσεως.
Ίσως όμως να πει κάποιος: Μα να γίνω κήρυκας, να αφήσω την εργασία μου; 
Όχι. Αυτό είναι για τους λίγους. Δεν ζητάει ο Θεός να γίνουμε όλοι 
κήρυκες των λόγων, αλλά κήρυκες της Αναστάσεως με τη ζωή μας. Ιδού το 
μεγάλο ζήτημα. Επηρεάζεται η όλη ζωή μου από την Ανάσταση του Κυρίου; 
Προσέξατε πώς άλλαξε η ζωή των μαθητών; Πριν ήσαν φοβισμένοι, δειλοί, 
άτολμοι. Μετά την πίστη τους στον Αναστάντα Κύριο παίρνουν θάρρος, 
τόλμη, παρρησία. Τι φοβερή μεταβολή είχε και ο Παύλος από την πίστη στον 
Αναστημένο Κύριο!
Είμαστε λοιπόν εμείς άνθρωποι της Αναστάσεως; Παρουσιάζεται 
αναστημένος και όρθιος ο εσωτερικός μας κόσμος; «Ανάστα εκ των 
νεκρών...» (Β’ Τιμοθ. Β’, 8) μας παραγγέλλει ο Κύριος. Η ζωή εκείνου που 
πιστεύει στην Ανάσταση πρέ¬πει να είναι πολύ διαφορετική από τη ζωή 
εκείνου που δεν πιστεύει. Αυτός ζει μία ζωή αδιαφορίας και ηθικής 
καταπτώσεως. «Η επιθυμία της σαρκός και η επιθυμία των οφθαλμών και η 
αλαζονεία του βίου...» (Α’ Ιω. Β’, 16) αποτελούν τα ιδανικά του. Μήπως 
είναι και τα δικά μας; Εάν συμβαίνει αυτό, τότε πώς θα πούμε ότι ζούμε 
το «Ει ουν συνηγέρθητε τω Χριστώ, τα άνω ζητείτε, ου ο Χριστός εστιν εν 
δεξιά του Θεού καθήμενος, τα άνω φρονείτε, μη τα επί της γης» (Κολ. Γ’, 
1-2); Ο χριστιανός πρέπει να στρέφεται και να πετά πάντοτε προς τα ύψη, 
όπως ο αετός και όχι να σέρνεται στα χαμηλά, όπως το σκουλήκι.
Εάν πιστεύουμε ότι «ηγέρθη ο Κύριος», τότε η καρδιά μας δεν θα είναι 
κολλημένη στα γήινα, στα χαμηλά. Αφού θα έχει συνταφεί, θα έχει και 
συναναστηθεί. Η καινούργια ζωή μας πρέπει να είναι μία αναμφισβήτητη 
πραγματικότητα. Είδατε το μεταξοσκώληκα πως μεταμορφώνε¬ται η κάμπια σε 
χρυσαλλίδα (νύμφη) κι αυτή πάλι μεταμορφώνεται μέσα στο κουκούλι σε 
τέλειο έντομο, την πεταλούδα; Αυτό είναι ένα αναμφισβήτητο γεγονός. Έτσι 
και η δική μας μεταμόρφωση πρέπει να είναι ένα πραγματικό γεγονός. Μόνον 
τότε πιστεύουμε στην Ανάσταση του Χριστού.
Τέλος ας υπογραμμίσουμε και μία άλλη αλήθεια: Η Ανάσταση του Κυρίου 
είναι για μας όλους ανεξάντλητη πηγή χάριτος και δωρεών. Ας θυμηθούμε τι 
μας δίδαξε το Ευαγγέλιο της Αναστάσεως. «Και εκ του πληρώματος αυτού 
ημείς πάντες ελάβομεν, και χάριν αντί χάριτος» (Ιω. Α’, 16). Όχι απλώς 
λαμβάνουμε πλήθος δωρεών, αλλά μας δίδεται συνεχώς «χάρις αντί χάριτος», 
δηλαδή η μία δωρεά πάνω στην άλλη. Όπως ακριβώς τα κύματα της θάλασσας 
ακατάπαυστα διαδέχονται το ένα το άλλο αιωνίως, έτσι και δια της 
Αναστάσεως παρέχεται συνεχώς χάρις επί Χάριτος.
Θα προσπαθήσω να το απλοποιήσω για να το κατανοήσουμε καλύτερα. Ο Κύριος 
δια του σταυρικού Του θανάτου έλαβε τις αμαρτίες μας. «Ούτος τας 
αμαρτίας ημών φέρει...» (Α’ Κορ. ΙΕ’, 17). Προσέφερε τον εαυτόν του 
θυσία στο Θεό. Έχυσε το αίμα Του για να μας καθαρίσει. Όλα αυτά τα λέμε, 
αλλά πώς μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι είναι έτσι; Ότι ο ουράνιος Θεός 
έσχισε το χειρόγραφο των αμαρτιών μας; Ποια απόδειξη έχουμε;
Εχουμε τρανή απόδειξη την Ανάστασή Του! «Ότι Χριστόν ήγειρεν εκ νεκρών» 
(Πραξ. Γ’, 15). Εάν ο Χριστός έμενε στον τάφο, ούτε απόδειξη θα είχαμε, 
ούτε χάρη και δωρεές. «Ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, κενόν άρα το κήρυγμα 
ημών, κενή δε και η πίστις ημών» (Α’ Κορ. ΙΕ’, 14). «Ει δε Χριστός ουκ 
εγήγερται, ματαία η πίστις υμών΄έτι εστέ εν ταις αμαρτίαις υμών» (Α’ 
Κορ. ΙΕ’, 17).
Ετσι, λοιπόν, τώρα μπορούμε να χαιρόμαστε και να επαναλαμβάνουμε μετά 
βεβαιότητος ότι ο Κύριος Ιησούς «παρεδόθη δια τα παραπτώματα ημών και 
ηγέρθη δια την δικαίωσιν ημών» (Ρωμ. Δ’, 25).
Αλλά ας προσέξουμε κάτι ακόμη σπουδαιότερο. Δια της Αναστάσεως 
λαμβάνουμε «χάριν αντί χάριτος». Λαμβάνουμε πλήθος χαρίτων και δωρεών. 
Ας προσέξουμε ένα χωρίο ακόμη του Αποστόλου: «Ει γαρ εχθροί όντες 
κατηλλάγημεν τω Θεώ δια του θανάτου του υιού αυτού, πολλώ μάλλον 
καταλλαγέντες σωθησόμεθα εν τη ζωή αυτού» (Ρωμ. Ε’, 10). Εάν δια του 
θανάτου κερδίσαμε, φαντάζεσθε τι κερδίζουμε δια της ζωής Του, της 
Αναστάσεώς Του. Εάν δια του Σταυρού υπάρχει χάρις, δια της Αναστάσεως 
έχομεν χάριν αντί χάριτος. Ολα όσα απολαμβάνουμε είναι δώρα και καρποί 
της Αναστάσεως. Αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, προσευχή, γαλήνη, 
μετάνοια κλπ. Όλα τα Μυστήρια της Εκκλησίας είναι καρποί της Αναστάσεως. 
Όλα αυτά ανέτειλαν εκ του κενού τάφου. Ας θυμηθούμε τον Κατηχητικό λόγο 
του Ι. Χρυσοστόμου...
Ας προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τη ζωοφόρο Ανάσταση του Κυρίου μας.
Ας γίνει αυτή το βίωμά μας.
Ας διαποτίσει τη ζωή μας.
Ας αποτελεί το φως, το οποίο θα την καταυγάζει.
Ας επαναλαμβάνουμε, λοιπόν, και μεις πάντοτε με ακράδαντη πίστη:
- Χριστός Ανέστη!
- Αληθώς Ανέστη!
 
 
(Από το βιβλίο του † Αρχ. Χριστοδούλου Φάσσου, «Η Συγκατάβαση του Θεού  και η Ευθύνη του Ανθρώπου», Εκδόσεις «ΤΑΩΣ» 2008)

Ο π.Επιφάνιος Θεοδωροπουλος καταρρίπτει τα επιχειρήματα των εχθρών της Ανάστασης

  Ενα πρωινό συζητά ο γέροντας με δυο-τρεις επισκέπτες στο σπίτι του.Ο ένας ειναι ιδεολογος κομμουνιστής.............
Όλο το οικοδόμημα του Χριστιανισμού στηρίζεται στο γεγονός της Αναστάσεως. Αυτό δεν το λέω εγώ. Το λέει ό Απόστολος Παύλος: «Ει Χριστός ουκ έγήγερται, ματαία ή πίστις ημών» (Α' Κορ. ιε' 17).

"Αν ό Χριστός δεν ανέστη, τότε όλα καταρρέουν. Ό Χριστός όμως ανέστη, πράγμα το όποιο σημαίνει ότι είναι Κύριος της ζωής καί του θανάτου, άρα Θεός.
—Εσείς τα είδατε όλα αυτά; Πώς τα πιστεύετε;
-Όχι, εγώ δεν τα είδα. Τα είδαν όμως άλλοι, οι Απόστολοι. Αυτοί στη συνέχεια τα γνωστοποίησαν καί μάλιστα προσυπέγραψαν τη μαρτυρία τους με το αίμα τους. Κι όπως όλοι δέχονται, ή μαρτυρία της ζωής είναι ή υψίστη μαρτυρία.
Με βάση έναν πολύ ωραίο συλλογισμό του Πασκάλ λέμε ότι με τους Αποστόλους συνέβη ένα από τα τρία: Ή απατήθηκαν ή μας εξαπάτησαν ή μας είπαν την αλήθεια.

 

"Ας πάρουμε την πρώτη εκδοχή. Δεν είναι δυνατόν να απατήθηκαν οί Απόστολοι, διότι όσα αναφέρουν δεν τα έμαθαν από άλλους. Αυτοί οί ϊδιοι ήσαν αυτόπτες και αύτήκοοι μάρτυρες όλων αυτών. Εξ άλλου δεν ήσαν καθόλου φαντασιόπληκτοι οϋτε είχαν καμμιά ψυχολογική προδιάθεση για την αποδοχή του γεγονότος της Αναστάσεως. Αντιθέτως ήσαν τρομερά δύσπιστοι. Τα Ευαγγέλια είναι πλήρως αποκαλυπτικά αυτών των ψυχικών τους διαθέσεων: δυσπιστούσαν στις διαβεβαιώσεις ότι κάποιοι Τον εΐχαν δει ανάσταντα.

Καί κάτι άλλο. Τι ήσαν οί Απόστολοι πριν τους καλέσει ό Χριστός; Μήπως ήσαν φιλόδοξοι πολιτικοί ή οραματιστές φιλοσοφικών και κοινωνικών συστημάτων, πού περίμεναν να κατακτήσουν την ανθρωπότητα καί να ικανοποιήσουν έτσι τίς φαντασιώσεις τους; Κάθε άλλο. Αγράμματοι ψαράδες ήσαν. Καί το μόνο πού τους ενδιέφερε ήταν να πιάσουν κανένα ψάρι να θρέψουν τίς οικογένειες τους

Φέρε μου και συ κάποιον να μου πή πώς ό Μαρξ απέθανε και ανέστη καί να θυσιάση τη ζωή του για τη μαρτυρία αυτή κι εγώ θα τον πιστεύσω ως τίμιος άνθρωπος.

—Να σας πω. Χιλιάδες κομμουνιστές βασανίσθηκαν καί πέθαναν για την ιδεολογία τους. Γιατί δεν άσπάζεσθε καί τον κομμουνισμό;

—Το είπες καί μόνος σου. Οι κομμουνιστές πέθαναν για την ιδεολογία τους. Δεν πέθαναν για γεγονότα. Σέ μια ιδεολογία όμως είναι πολύ εύκολο να ύπεισέλθη πλάνη. Επειδή δε είναι ϊδιον της ανθρωπινής ψυχής να θυσιάζεται για κάτι στο όποιο πιστεύει, εξηγείται γιατί πολλοί κομμουνιστές πέθαναν για την ιδεολογία τους. Αυτό όμως δεν μας υποχρεώνει να την δεχθούμε καί ως σωστή.

Είναι άλλο πράγμα να πεθαίνης για ιδέες κι άλλο για γεγονότα. Οι Απόστολοι όμως δεν πέθαναν για ιδέες. Ούτε για το «Αγαπάτε αλλήλους» οϋτε για τις άλλες ηθικές διδασκαλίες του Χριστιανισμού. Οί Απόστολοι πέθαναν μαρτυροϋντες υπερφυσικά γεγονότα. Κι όταν λέμε γεγονός, εννοούμε ό,τι υποπίπτει στίς αισθήσεις μας καί γίνεται αντιληπτό από αυτές. Οί Απόστολοι έμαρτύρησαν δι' «ό άκηκόασι, ό έωράκασι τοις όφθαλμοϊς αυτών, ό έθεάσαντο καί αί χείρες αυτών έψηλάφησαν»(Α' Ίωάν. α' 1)4.τους. Γι' αυτό και μετά τη Σταύρωση του Κυρίου, παρά τα όσα είχαν ακούσει και δει, επέστρεψαν ατά πλοιάρια και στα δίχτυα τους. Δεν υπήρχε δηλ. σ αυτούς, όπως αναφέραμε, οΰτε ϊχνος προδιαθέσεως για όσα επρόκειτο να επακολουθήσουν. Και μόνο μετά την Πεντηκοστή, «ότε έλαβον δύναμιν εξ ύψους», έγιναν οι διδάσκαλοι της οικουμένης.

Ή δεύτερη εκδοχή: Μήπως μας εξαπάτησαν; Μήπως μας είπαν ψέματα; Άλλα γιατί να μας εξαπατήσουν; Τι θα κέρδιζαν με τα ψέματα; Μήπως χρήματα, μήπως αξιώματα, μήπως δόξα; Για να πή κάποιος ένα ψέμα, περιμένει κάποιο όφελος. Οι Απόστολοι όμως, κηρύσσοντες Χριστόν καί Τοϋτον έσταυρωμένον καί Άναοτάντα εκ νεκρών, τα μόνα τα όποια εξασφάλισαν ήσαν: ταλαιπωρίες, κόποι, μαστιγώσεις, λιθοβολισμοί, ναυάγια, πείνα, δίψα, γυμνότητα, κίνδυνοι από ληστές, ραβδισμοί, φυλακίσεις καί τέλος ό θάνατος. Καί όλα αυτά για ένα ψέμα; Είναι εντελώς ανόητο καί να το σκεφθή κάποιος.

Συνεπώς οϋτε εξαπατήθηκαν οϋτε μας εξαπάτησαν οι Απόστολοι. Μένει επομένως ή τρίτη εκδοχή ότι μας είπαν την αλήθεια.

Θα πρέπει μάλιστα να σου τονίσω καί το έξης: ΟΙ Ευαγγελιστές είναι οι μόνοι οι οποίοι έγραψαν πραγματική ιστορία. Διηγούνται τα γεγονότα καί μόνον αυτά. Δεν προβαίνουν σε καμμία προσωπική κρίσι. Κανένα δεν επαινούν, κανένα δεν κατακρίνουν. Δεν κάνουν καμμία προσπάθεια να διογκώσουν κάποιο γεγονός ή να εξαφανίσουν ή να υποτιμήσουν κάποιο άλλο. Αφήνουν τα γεγονότα να μιλοϋν μόνα τους.


—Αποκλείεται να έγινε στην περίπτωσι του Χρίστου νεκροφάνεια; Τις προάλλες έγραψαν οι εφημερίδες για κάποιον Ινδό, τον όποιο έθαψαν καί μετά από τρεις μέρες τον ξέθαψαν καί ήταν ζωντανός.

—"Αχ, παιδάκι μου. Θα θυμηθώ καί πάλι το λόγο του ίεροϋ Αυγουστίνου: «Άπιστοι, δεν είσθε δύσπιστοι. Είσθε οι πλέον εϋπιστοι. Δέχεσθε τα πιο απίθανα, τα πιο παράλογα , τα πιο αντιφατικά, για να άρνηθήτε το θαύμα!».

Όχι, παιδί μου. Δεν έχουμε νεκροφάνεια στον Χριστό. Πρώτα-πρώτα έχουμε τη μαρτυρία του Ρωμαίου κεντυρίωνος, ό όποιος βεβαίωσε τον Πιλάτο ότι ό θάνατος είχε επέλθει.

"Επειτα το Ευαγγέλιο μας πληροφορεί ότι ό Κύριος κατά την ϊδια την ήμερα της Αναστάσεως Του συμπορεύθηκε συζητώντας με δύο μαθητές Του προς Εμμαούς, πού απείχε πάνω από δέκα χιλιόμετρα από τα Ιεροσόλυμα.

Φαντάζεσαι κάποιον να έχη ύποστή όσα υπέστη ό Χριστός καί τρεις μέρες μετά το «θάνατο» του να του συνέβαινε νεκροφάνεια; "Αν μη τι άλλο θα 'πρεπε για σαράντα μέρες να τον ποτίζουν κοτόζουμο για να μπορή να άνοίγη τα μάτια του, κι όχι να περπατά καί να συζητά σαν να μη συνέβη τίποτα.

Όσο για τον Ινδό, φέρε τον εδώ να τον μαστιγώσουμε με φραγγέλιο — καί ξέρεις τί εστί φραγγέλιο; Μαστίγιο στα άκρα του οποίου πρόσθεταν σφαιρίδια μολύβδου ή σπασμένα κόκκαλα ή μυτερά καρφιά—, φέρε τον, λοιπόν, να τον φραγγελώσουμε, να του φορέσουμε άκάνθινο στεφάνι, να τον σταυρώσουμε, να του δώσουμε χολή καί ξύδι, να τον λογχίσουμε, να τον βάλουμε στον τάφο, κι αν άναστηθή, τότε τα λέμε.

—Παρά ταϋτα όλες οί μαρτυρίες, τις όποιες επικαλεσθήκατε, προέρχονται από Μαθητές του Χρίστου. Ύπάρχει κάποια μαρτυρία περί αύτοΰ, πού να μην προέρχεται από τον κύκλο των Μαθητών του; Υπάρχουν δηλ. ιστορικοί, πού να πιστοποιούν την Ανάστασι του Χριστού; "Αν ναι, τότε θα πιστέψω κι εγώ.

—Ταλαίπωρο παιδί! Δεν ξέρεις τι ζητάς! "Αν υπήρχαν τέτοιοι ιστορίκοίπού να είχαν δει τον Χριστό αναστημένο, τότε αναγκαστικά θα πίστευαν στην Άνάσταση Του και θα την ανέφεραν πλέον ως πιστοί, οπότε και πάλι θα αρνιόσουν τη μαρτυρία τους, όπως ακριβώς απορρίπτεις τη μαρτυρία του Πέτρου, του Ιωάννου κ.λπ. Πώς είναι δυνατόν να βεβαιώνη κάποιος την Ανάστασι καί ταυτόχρονα να μη γίνεται Χριστιανός; Μας ζητάς «πέρδικα ψητή σε κέρινο σουβλί καί να λαλή»! Αϊ, δεν γίνεται!

Σού θυμίζω πάντως, έφ' όσον ζητάς ιστορικούς, αυτό το όποιο σου ανέφερα καί προηγουμένως: ότι δηλ. οι μόνοι πραγματικοί ιστορικοί είναι οι Απόστολοι.

Παρ' όλα αυτά όμως έχουμε καί μαρτυρία τέτοια όπως την θέλεις: από κάποιον δηλ. πού δεν άνηκε στον κύκλο των Μαθητών Του. Του Παύλου. Ό Παΰλος όχι μόνο δεν ήταν Μαθητής του Χριστού, αλλά καί έδίωκε μετά μανίας την Εκκλησία Του.


—Γι' αυτόν όμως λένε ότι έπαθε ήλίαση καί εξ αιτίας της είχε παραίσθηση.

—Βρε παιδάκι μου, αν εΐχε παραίσθηση ό Παύλος, αυτό πού θα άνεδύετο θα ήταν το υποσυνείδητο του. Καί στο υποσυνείδητο του Παύλου θέσι υψηλή κατείχαν οι Πατριάρχες καί οί Προφήτες. Τον Αβραάμ καί τον Ιακώβ καί τον Μωυσή έπρεπε να δη κι όχι τον Ιησού, τον όποιο θεωρούσε λαοπλάνο καί απατεώνα!

Φαντάζεσαι καμμιά πιστή γριούλα στο όνειρο της η στο παραλήρημα της να βλέπη τον Βούδδα ή τον Δία;
Τον "Αι Νικόλα θα δη καί την Αγία Βαρβάρα. Διότι αυτούς πιστεύει.

Καί κάτι ακόμη. Στόν Παϋλο, όπως σημειώνει ό Παπίνι, υπάρχουν καί τα έξης θαυμαστά: Πρώτον, το αιφνίδιο της μεταστροφής. Κατ' ευθείαν από την απιστία στην πίστη. Δεν μεσολάβησε προπαρασκευαστικό στάδιο. Δεύτερον, το ίσχυρόν της πίστεως. Χωρίς ταλαντεύσεις καί αμφιβολίες. Καί τρίτον, πίστη δια βίου. Πιστεύεις ότι αυτά μπορεί να λάβουν χώρα μετά από μια ήλίαση; Δεν εξηγούνται αυτά με τέτοιους τρόπους. "Αν μπορής, εξήγησε τα. "Αν δεν μπορής, παραδέξου το θαύμα. Καί πρέπει να ξέρης ότι ό Παύλος με τα δεδομένα της εποχής του ήταν άνδρας εξόχως πεπαιδευμένος. Δεν ήταν κανένα ανθρωπάκι να μην ξέρη τί του γίνεται.

Θα προσθέσω όμως καί κάτι επί πλέον. Εμείς, παιδί μου, ζούμε σήμερα σε εξαιρετική εποχή. Ζούμε το θαύμα της Εκκλησίας του Χριστού.
Όταν ό Χριστός είπε για την Εκκλησία Του ότι «καί πϋλαι αδου ου κατισχύσουσιν αυτής» (Ματθ. ις' 18), οι οπαδοί Του αριθμούσαν μόνο μερικές δεκάδες πρόσωπα Έκτοτε πέρασαν δυο χιλιάδες περίπου χρόνια. Διαλύθηκαν αυτοκρατορίες, ξεχάσθηκαν φιλοσοφικά συστήματα, κατέρρευσαν κοσμοθεωρίες, ή Εκκλησία όμως του Χριστού παραμένει ακλόνητη παρά τους συνεχείς καί φοβερούς διωγμούς εναντίον της. Αυτό δεν είναι ένα θαύμα;


Αρχ.Επιφ.Θεοδωροπουλου-''Υποθήκες ζωής''



 πηγη

Χωρίς την Ανάσταση του Χριστού δεν θα υπήρχε Χριστιανισμός!

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς
Εάν υπάρχει μια αλήθεια στην οποία θα μπορούσαν να συνοψισθούν όλες οι ευαγγελικές αλήθειες, η αλήθεια αυτή θα ήταν η ανάσταση του Χριστού. Και ακόμη, εάν υπάρχει μια πραγματικότητα στην οποία θα μπορούσαν να συνοψισθούν όλες οι καινοδιαθηκικές πραγματικότητες, η πραγματικότητα αυτή θα ήταν η ανάσταση του Χριστού. Μόνο στην ανάσταση του Χριστού εξηγούνται όλα τα θαύματά Του, όλες οι αλήθειές Του, όλα τα λόγια Του, όλα τα γεγονότα της Καινής Διαθήκης.
Μέχρι την ανάστασή Του ο Κύριος δίδασκε για την αιώνια ζωή, αλλά με την ανάστασή Του έδειξε ότι ο Ίδιος όντως είναι η αιώνια ζωή. Μέχρι την ανάστασή Του δίδασκε για την ανάσταση των νεκρών, αλλά με την ανάστασή Του έδειξε ότι ο Ίδιος είναι πράγματι η ανάσταση των νεκρών. Μέχρι την ανάστασή Του δίδασκε ότι η πίστη σ’ Αυτόν μεταφέρει εκ του θανάτου εις την ζωήν, αλλά με την ανάστασή Του έδειξε ότι ο Ίδιος νίκησε το θάνατο και έτσι εξασφάλισε στους θανατωμένους ανθρώπους τη μετάβαση εκ του θανάτου στην ανάσταση.
Με την αμαρτία ο άνθρωπος έγινε θνητός και πεπερασμένος· με την ανάσταση του Θεανθρώπου γίνεται αθάνατος και αιώνιος. Σ’ αυτό δε ακριβώς έγκειται η δύναμη και το κράτος και η παντοδυναμία της του Χριστού αναστάσεως. Και για αυτό χωρίς την ανάσταση του Χριστού δεν θα υπήρχε καν ο Χριστιανισμός.
Μεταξύ των θαυμάτων η ανάσταση του Κυρίου είναι το μεγαλύτερο θαύμα. Όλα τα άλλα θαύματα πηγάζουν από αυτό και συνοψίζονται σ’ αυτό. Απ’ αυτό πηγάζουν η πίστη και η αγάπη και η ελπίδα και η προσευχή και η θεοσέβεια. Αυτό είναι εκείνο το οποίο καμία άλλη θρησκεία δεν έχει· αυτό είναι εκείνο το οποίο ανυψώνει τον Κύριο υπεράνω όλων των ανθρώπων και των θεών. Αυτό είναι εκείνο το οποίο κατά τρόπο μοναδικό και αναμφισβήτητο δείχνει και αποδεικνύει ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο μόνος αληθινός Θεός και Κύριος σε όλους τους ορατούς και αόρατους κόσμους.
Το ότι ο άνθρωπος πιστεύει αληθινά στον Αναστάντα Κύριο το αποδεικνύει με το να αγωνίζεται κατά της αμαρτίας και των παθών και εάν μεν αγωνίζεται, πρέπει να γνωρίζει ότι αγωνίζεται για την αθανασία και την αιώνια ζωή. Εάν όμως δεν αγωνίζεται, τότε μάταιη η πίστη του! Διότι, εάν η πίστη του ανθρώπου δεν είναι αγώνας για την αθανασία και την αιωνιότητα, τότε τι είναι; Εάν με την πίστη στο Χριστό δεν φθάνει κανείς στην αθανασία και την επί του θανάτου νίκη, τότε προς τι η πίστη μας; Εάν ο Χριστός δεν αναστήθηκε, τούτο σημαίνει ότι η αμαρτία και ο θάνατος δεν έχουν νικηθεί. Εάν δε δεν έχουν αυτά τα δύο νικηθεί, τότε γιατί να πιστεύει κανείς στο Χριστό; Εκείνος όμως ο οποίος με την πίστη στον Αναστάντα Χριστό αγωνίζεται εναντίον κάθε αμαρτίας του, αυτός ενισχύει σιγά-σιγά μέσα του την αίσθηση ότι ο Κύριος πραγματικά αναστήθηκε, άμβλυνε το κέντρο του θανάτου, νίκησε το θάνατο σε όλα τα μέτωπα της μάχης.
Χωρίς την ανάσταση δεν υπάρχει ούτε στον ουρανό ούτε κάτω από τον ουρανό τίποτε πιο παράλογο από τον κόσμο αυτό ούτε μεγαλύτερη απελπισία από τη ζωή αυτή, δίχως αθανασία. Σ’ όλους τους κόσμους δεν υπάρχει περισσότερο δυστυχισμένη ύπαρξη από τον άνθρωπο, που δεν πιστεύει στην ανάσταση των νεκρών. Γι’ αυτό, για την ανθρώπινη ύπαρξη, ο Αναστημένος Κύριος είναι τα «πάντα εν πάσιν» σ’ όλους τους κόσμους: ο,τι το Ωραίο, το Καλό, το Αληθινό, το Προσφιλές, το Χαρμόσυνο, το Θείο, το Σοφό, το Αιώνιο. Αυτός είναι όλη η Αγάπη μας, όλη η Αλήθειά μας, όλη η Χαρά μας, όλο το Αγαθό μας, όλη η Ζωή μας, η Αιωνία Ζωή σε όλες τις αιωνιότητες και απεραντοσύνες.

Ἡ ἑρμηνεία τῆς εἰκόνας τῆς Ἀναστάσεως




Ἡ εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως στὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει δύο τύπους: Ὁ ἕνας εἶναι ἡ κάθοδος τοῦ Χριστοῦ στὸν Ἅδη, ὁ δεύτερος εἰκονογραφικὸς τύπος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ εἰκονίζει ἄλλοτε τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰωάννη στὸ κενὸ Μνημεῖο καὶ ἄλλοτε τὸν ἄγγελο ποὺ «ἐπὶ τὸν λίθο καθήμενος» ἐμφανίστηκε στὶς Μυροφόρες.

Ἀργότερα ἡ εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ τύπου αὐτοῦ πλουτίστηκε μὲ τὶς σκηνὲς τῆς ἐμφάνισης τοῦ Χριστοῦ στὴ Μαρία Μαγδαληνὴ (τὸ «Μὴ μου ἅπτου») καὶ στὶς δύο Μαρίες (τὸ «Χαῖρε τῶν Μυροφόρων»).

Ὁ Λεωνίδας Οὐσπένσκη γράφει σχετικά: «Οἱ δύο αὐτὲς συνθέσεις χρησιμοποιοῦνται στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς εἰκόνες τῆς Ἀναστάσεως. Στὴν παραδοσιακὴ ὀρθόδοξη ἁγιογραφία ἡ πραγματικὴ στιγμὴ τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ οὐδέποτε ἀπεικονίστηκε. Τόσο τὰ Εὐαγγέλια, ὅσο καὶ ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, σιγοῦν γιὰ τὴ στιγμὴ αὐτὴ καὶ δὲ λένε πῶς ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε, πράγμα ποὺ δὲν κάνουν γιὰ τὴν Ἔγερση τοῦ Λαζάρου. Οὔτε ἡ εἰκόνα δείχνει αὐτό. Ἡ σιγὴ αὐτὴ ἐκφράζει καθαρὰ τὴ διαφορὰ ποὺ ὑπάρχει μεταξὺ τῶν δύο γεγονότων. Ἡ Ἔγερση τοῦ Λαζάρου ἦταν ἕνα θαῦμα, τὸ ὁποῖο μποροῦσαν ὅλοι νὰ κατανοήσουν, ἐνῶ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἀπρόσιτη σὲ ὁποιαδήποτε ἀντίληψη... Ὁ ἀνεξιχνίαστος χαρακτήρας τοῦ γεγονότος αὐτοῦ γιὰ τὸν ἀνθρώπινο νοῦ καὶ συνεπῶς τὸ ἀδύνατο τῆς ἀπεικόνισής του εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἀπουσιάζουν εἰκόνες αὐτῆς ταύτης τῆς Ἀναστάσεως. Γι᾿ αὐτὸ στὴν Ὀρθόδοξη εἰκονογραφία ὑπάρχουν δύο εἰκόνες, ποὺ ἀντιστοιχοῦν στὴ σημασία τοῦ γεγονότος αὐτοῦ καὶ ποὺ συμπληρώνουν ἡ μία τὴν ἄλλη. Ἡ μία εἶναι συμβολικὴ παράσταση. Ἀπεικονίζει τὴ στιγμὴ ποὺ προηγήθηκε τῆς θεόσωμης Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ – τὴν Κάθοδο στὸν Ἅδη, ἡ ἄλλη τὴ στιγμὴ ποὺ ἀκολούθησε τὴν Ἀνάσταση τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἱστορικὴ ἐπίσκεψη τῶν Μυροφόρων στὸν Τάφο τοῦ Χριστοῦ».

Τὰ παραπάνω συμφωνοῦν καὶ μὲ τὰ ἀναστάσιμα τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ ὑπογραμμίζουν τὸ ἀνεξιχνίαστο μυστήριο τῆς Ἀναστάσεως καὶ τὸ παραλληλίζουν μὲ τὴ Γέννηση τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ τὴν ἐμφάνισή του στοὺς μαθητὲς μετὰ τὴν Ἀνάσταση («Προῆλθες ἐκ τοῦ μνήματος, καθὼς ἐτέχθης ἐκ τῆς Θεοτόκου». «Ὥσπερ ἐξῆλθες ἐσφραγισμένου τοῦ τάφου, οὕτως εἰσῆλθες καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων πρὸς τοὺς μαθητάς σου»).

Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς παραπάνω δύο τύπους τῆς Ἀναστάσεως, συναντᾶμε στοὺς ναούς μας κι ἄλλο τύπο: αὐτὸν ποὺ δείχνει τὸ Χριστὸ γυμνό, μ᾿ ἕνα μανδύα ριγμένο, πάνω του νὰ βγαίνει ἀπὸ τὸν Τάφο κρατώντας κόκκινη σημαία. Ἡ εἰκόνα αὐτὴ δὲν εἶναι ὀρθόδοξη, ἀλλὰ δυτική. Ἐπικράτησε στὴν Ἀνατολή, ὅταν ἡ ὀρθόδοξη ἁγιογραφία ἀποκόπηκε ἀπὸ τὶς ρίζες της, τὴ βυζαντινὴ παράδοση, λόγω τῆς ἐπικράτησης τῆς ζωγραφικῆς τῆς Ἀναγέννησης. Ὑποστηρίχθηκε πὼς «ἡ μεγάλη προτίμηση γιὰ τὴν δυτικότροπη ἀπόδοση τῆς Ἀναστάσεως ὀφείλεται, μεταξὺ τῶν ἄλλων, καὶ στὴν ἐπίδραση τῶν προσκυνητῶν τῶν Ἁγίων Τόπων, γιατί πάνω ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ Παναγίου Τάφου βρισκόταν παρόμοια (δυτικότροπη) εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως, πού, ἀντιγραφόμενη στὰ διάφορα ἐνθύμια τῶν προσκυνητῶν, ἔγινε ὑπόδειγμα γιὰ πολλοὺς ζωγράφους. Ὥστε μποροῦμε νὰ ποῦμε πώς, ὁ συγκεκριμένος εἰκονογραφικὸς τύπος, διαδόθηκε τόσο ἀπὸ τὴ δυτικὴ τέχνη, ὅσο καὶ ἀπ᾿ τοὺς Ἁγίους Τόπους» (Εἰκόνες τῆς κρητικῆς τέχνης... σ. 357).

Παρακάτω θὰ παρουσιάσουμε καὶ θὰ ἀναλύσουμε τὴν εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως, ποὺ λέγεται καὶ «Ἡ εἰς ᾍδου Κάθοδος, γιατὶ εἶναι ἡ γνήσια εἰκὼν τῆς Ἀναστάσεως, ἣν παρέδωσαν ἡμῖν οἱ παλαιοὶ ἁγιογράφοι, σύμφωνος μὲ τὴν ὑμνωδίαν τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐκφράζει δὲ διὰ τῆς ζωγραφικῆς ὅσα ἱερὰ καὶ συμβολικὰ νοήματα ἐκφράζει ἰδίᾳ τὸ πασίγνωστον καὶ ὑπὸ πάντων ψαλλόμενον, ἀπὸ παίδων ἕως γερόντων, τροπάριον, «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος» (Φ. Κόντογλου).

 
Περιγραφὴ τῆς εἰκόνας
 
Στὴ βάση τῆς εἰκόνας ἀνάμεσα σὲ ἀπότομους βράχους, ἀνοίγεται μία σκοτεινὴ ἄβυσσος. Διακρίνουμε τίς μαρμάρινες σαρκοφάγους, τίς πύλες τῆς κολάσεως μὲ τίς σκόρπιες κλειδαριές, καρφιὰ καὶ κλεῖθρα, καθὼς καὶ τίς μορφὲς τοῦ σατανᾶ καὶ τοῦ Ἅδη μὲ τὰ φοβισμένα πρόσωπα καὶ τὰ γυάλινα μάτια. Εἶναι τὰ «κατώτατα τῆς γῆς», «τὰ ταμεῖα τοῦ ᾍδου», ὅπου κατέβηκε ὁ Κύριος γιὰ νὰ κηρύξει τὴ σωτηρία «τοῖς ἀπ’ αἰῶνος ἐκεῖ καθεύδουσι».

Πάνω ἀπὸ τὸ σπήλαιο, στὸ κέντρο τῆς εἰκόνας, προβάλλει ὁ νικητὴς τοῦ θανάτου, ὁ Χριστός. Ὁ φωτοστέφανος τῆς κεφαλῆς του, τὰ χρυσοκόκκινα ἱμάτιά του ποὺ ἀκτινοβολοῦν, καὶ ἡ θριαμβευτικὴ ὄψη τοῦ προσώπου του ἐναρμονίζονται πλήρως μὲ τὸ δίστιχο τῆς πασχαλινῆς ἀκολουθίας:

Χριστὸς κατελθὼν πρὸς πύλην ᾍδου μόνος,
Λαβὼν ἀνῆλθε πολλά τῆς νίκης σκῦλα (=λάφυρα).

Ὁ Χριστὸς ἐπιστρέφει τροπαιοῦχος ἀπὸ τὴ μάχη του μὲ τὸν ἅδη κρατώντας τὰ πρῶτα λάφυρα τῆς νίκης. Εἶναι ὁ Ἀδὰμ ποὺ τὸν κρατάει ἀπὸ τὸ χέρι, ἐνῶ ἐκεῖνος γονατιστὸς τὸν κοιτάζει εὐχαριστιακά. Πίσω του ἡ Εὔα μὲ κατακόκκινο μαφόριο καὶ κοντά της οἱ δίκαιοι, ποὺ περίμεναν μὲ πίστη τὴν ἔλευση τοῦ Λυτρωτῆ. Ἀνάμεσά τους ὁ Ἄβελ ποὺ πρῶτος γεύτηκε τὸν θάνατο. Στὴν ἀριστερὴ πλευρὰ εἰκονίζονται οἱ βασιλεῖς καὶ οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης Δαβίδ, Σολομών, Μωυσῆς, Πρόδρομος κ.ἄ. Ὅλοι αὐτοὶ ἀναγνώρισαν τὸ Λυτρωτὴ ὅταν κατέβηκε στὸν ἅδη καὶ προετοίμασαν τὸ κήρυγμά του, ὥστε νὰ βρεῖ ἀνταπόκριση στὶς ψυχὲς τῶν κεκοιμημένων.

Σὲ μερικὲς εἰκόνες ἡ παράσταση τοῦ τροπαιούχου Κυρίου εἶναι πιὸ ἐκφραστική, γιατὶ σ᾿ αὐτὲς ὁ Κύριος κρατάει στὸ χέρι του τὸ ζωηφόρο Σταυρό, τῆς εὐσεβείας τὸ «ἀήττητον τρόπαιον», μὲ τὸν ὁποῖο καταργήθηκε ἡ δύναμη καὶ τὸ κράτος τοῦ θανάτου.

Ἀλλοῦ ἔχουμε στὸ ἐπάνω μέρος τῆς εἰκόνας δύο ἀγγέλους ποὺ κρατοῦν στὰ χέρια τοὺς τὰ σύμβολα τοῦ Πάθους καὶ στὸ σπήλαιο τὸ θάνατο νὰ παριστάνεται μὲ γέροντα ἁλυσοδεμένο. Εἶναι δεμένος ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους μὲ τὰ ἴδια δεσμά, μὲ τὰ ὁποῖα εἶχε δέσμιο καὶ ὑποχείριο τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων.

Τὴν παράσταση κλείνουν δύο γκρίζοι βράχοι μὲ ἐπίπεδους ἐξῶστες καὶ οἱ ἐπιγραφές: «Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ» καὶ «ΙΣ ΧΣ



Ἡ εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως στὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει δύο τύπους: Ὁ ἕνας εἶναι ἡ κάθοδος τοῦ Χριστοῦ στὸν Ἅδη, ὁ δεύτερος εἰκονογραφικὸς τύπος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ εἰκονίζει ἄλλοτε τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰωάννη στὸ κενὸ Μνημεῖο καὶ ἄλλοτε τὸν ἄγγελο ποὺ «ἐπὶ τὸν λίθο καθήμενος» ἐμφανίστηκε στὶς Μυροφόρες.

Ἀργότερα ἡ εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ τύπου αὐτοῦ πλουτίστηκε μὲ τὶς σκηνὲς τῆς ἐμφάνισης τοῦ Χριστοῦ στὴ Μαρία Μαγδαληνὴ (τὸ «Μὴ μου ἅπτου») καὶ στὶς δύο Μαρίες (τὸ «Χαῖρε τῶν Μυροφόρων»).

Ὁ Λεωνίδας Οὐσπένσκη γράφει σχετικά: «Οἱ δύο αὐτὲς συνθέσεις χρησιμοποιοῦνται στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς εἰκόνες τῆς Ἀναστάσεως. Στὴν παραδοσιακὴ ὀρθόδοξη ἁγιογραφία ἡ πραγματικὴ στιγμὴ τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ οὐδέποτε ἀπεικονίστηκε. Τόσο τὰ Εὐαγγέλια, ὅσο καὶ ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, σιγοῦν γιὰ τὴ στιγμὴ αὐτὴ καὶ δὲ λένε πῶς ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε, πράγμα ποὺ δὲν κάνουν γιὰ τὴν Ἔγερση τοῦ Λαζάρου. Οὔτε ἡ εἰκόνα δείχνει αὐτό. Ἡ σιγὴ αὐτὴ ἐκφράζει καθαρὰ τὴ διαφορὰ ποὺ ὑπάρχει μεταξὺ τῶν δύο γεγονότων. Ἡ Ἔγερση τοῦ Λαζάρου ἦταν ἕνα θαῦμα, τὸ ὁποῖο μποροῦσαν ὅλοι νὰ κατανοήσουν, ἐνῶ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἀπρόσιτη σὲ ὁποιαδήποτε ἀντίληψη... Ὁ ἀνεξιχνίαστος χαρακτήρας τοῦ γεγονότος αὐτοῦ γιὰ τὸν ἀνθρώπινο νοῦ καὶ συνεπῶς τὸ ἀδύνατο τῆς ἀπεικόνισής του εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἀπουσιάζουν εἰκόνες αὐτῆς ταύτης τῆς Ἀναστάσεως. Γι᾿ αὐτὸ στὴν Ὀρθόδοξη εἰκονογραφία ὑπάρχουν δύο εἰκόνες, ποὺ ἀντιστοιχοῦν στὴ σημασία τοῦ γεγονότος αὐτοῦ καὶ ποὺ συμπληρώνουν ἡ μία τὴν ἄλλη. Ἡ μία εἶναι συμβολικὴ παράσταση. Ἀπεικονίζει τὴ στιγμὴ ποὺ προηγήθηκε τῆς θεόσωμης Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ – τὴν Κάθοδο στὸν Ἅδη, ἡ ἄλλη τὴ στιγμὴ ποὺ ἀκολούθησε τὴν Ἀνάσταση τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἱστορικὴ ἐπίσκεψη τῶν Μυροφόρων στὸν Τάφο τοῦ Χριστοῦ».

Τὰ παραπάνω συμφωνοῦν καὶ μὲ τὰ ἀναστάσιμα τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ ὑπογραμμίζουν τὸ ἀνεξιχνίαστο μυστήριο τῆς Ἀναστάσεως καὶ τὸ παραλληλίζουν μὲ τὴ Γέννηση τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ τὴν ἐμφάνισή του στοὺς μαθητὲς μετὰ τὴν Ἀνάσταση («Προῆλθες ἐκ τοῦ μνήματος, καθὼς ἐτέχθης ἐκ τῆς Θεοτόκου». «Ὥσπερ ἐξῆλθες ἐσφραγισμένου τοῦ τάφου, οὕτως εἰσῆλθες καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων πρὸς τοὺς μαθητάς σου»).

Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς παραπάνω δύο τύπους τῆς Ἀναστάσεως, συναντᾶμε στοὺς ναούς μας κι ἄλλο τύπο: αὐτὸν ποὺ δείχνει τὸ Χριστὸ γυμνό, μ᾿ ἕνα μανδύα ριγμένο, πάνω του νὰ βγαίνει ἀπὸ τὸν Τάφο κρατώντας κόκκινη σημαία. Ἡ εἰκόνα αὐτὴ δὲν εἶναι ὀρθόδοξη, ἀλλὰ δυτική. Ἐπικράτησε στὴν Ἀνατολή, ὅταν ἡ ὀρθόδοξη ἁγιογραφία ἀποκόπηκε ἀπὸ τὶς ρίζες της, τὴ βυζαντινὴ παράδοση, λόγω τῆς ἐπικράτησης τῆς ζωγραφικῆς τῆς Ἀναγέννησης. Ὑποστηρίχθηκε πὼς «ἡ μεγάλη προτίμηση γιὰ τὴν δυτικότροπη ἀπόδοση τῆς Ἀναστάσεως ὀφείλεται, μεταξὺ τῶν ἄλλων, καὶ στὴν ἐπίδραση τῶν προσκυνητῶν τῶν Ἁγίων Τόπων, γιατί πάνω ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ Παναγίου Τάφου βρισκόταν παρόμοια (δυτικότροπη) εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως, πού, ἀντιγραφόμενη στὰ διάφορα ἐνθύμια τῶν προσκυνητῶν, ἔγινε ὑπόδειγμα γιὰ πολλοὺς ζωγράφους. Ὥστε μποροῦμε νὰ ποῦμε πώς, ὁ συγκεκριμένος εἰκονογραφικὸς τύπος, διαδόθηκε τόσο ἀπὸ τὴ δυτικὴ τέχνη, ὅσο καὶ ἀπ᾿ τοὺς Ἁγίους Τόπους» (Εἰκόνες τῆς κρητικῆς τέχνης... σ. 357).

Παρακάτω θὰ παρουσιάσουμε καὶ θὰ ἀναλύσουμε τὴν εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως, ποὺ λέγεται καὶ «Ἡ εἰς ᾍδου Κάθοδος, γιατὶ εἶναι ἡ γνήσια εἰκὼν τῆς Ἀναστάσεως, ἣν παρέδωσαν ἡμῖν οἱ παλαιοὶ ἁγιογράφοι, σύμφωνος μὲ τὴν ὑμνωδίαν τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐκφράζει δὲ διὰ τῆς ζωγραφικῆς ὅσα ἱερὰ καὶ συμβολικὰ νοήματα ἐκφράζει ἰδίᾳ τὸ πασίγνωστον καὶ ὑπὸ πάντων ψαλλόμενον, ἀπὸ παίδων ἕως γερόντων, τροπάριον, «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος» (Φ. Κόντογλου).

 
Περιγραφὴ τῆς εἰκόνας
 
Στὴ βάση τῆς εἰκόνας ἀνάμεσα σὲ ἀπότομους βράχους, ἀνοίγεται μία σκοτεινὴ ἄβυσσος. Διακρίνουμε τίς μαρμάρινες σαρκοφάγους, τίς πύλες τῆς κολάσεως μὲ τίς σκόρπιες κλειδαριές, καρφιὰ καὶ κλεῖθρα, καθὼς καὶ τίς μορφὲς τοῦ σατανᾶ καὶ τοῦ Ἅδη μὲ τὰ φοβισμένα πρόσωπα καὶ τὰ γυάλινα μάτια. Εἶναι τὰ «κατώτατα τῆς γῆς», «τὰ ταμεῖα τοῦ ᾍδου», ὅπου κατέβηκε ὁ Κύριος γιὰ νὰ κηρύξει τὴ σωτηρία «τοῖς ἀπ’ αἰῶνος ἐκεῖ καθεύδουσι».

Πάνω ἀπὸ τὸ σπήλαιο, στὸ κέντρο τῆς εἰκόνας, προβάλλει ὁ νικητὴς τοῦ θανάτου, ὁ Χριστός. Ὁ φωτοστέφανος τῆς κεφαλῆς του, τὰ χρυσοκόκκινα ἱμάτιά του ποὺ ἀκτινοβολοῦν, καὶ ἡ θριαμβευτικὴ ὄψη τοῦ προσώπου του ἐναρμονίζονται πλήρως μὲ τὸ δίστιχο τῆς πασχαλινῆς ἀκολουθίας:

Χριστὸς κατελθὼν πρὸς πύλην ᾍδου μόνος,
Λαβὼν ἀνῆλθε πολλά τῆς νίκης σκῦλα (=λάφυρα).

Ὁ Χριστὸς ἐπιστρέφει τροπαιοῦχος ἀπὸ τὴ μάχη του μὲ τὸν ἅδη κρατώντας τὰ πρῶτα λάφυρα τῆς νίκης. Εἶναι ὁ Ἀδὰμ ποὺ τὸν κρατάει ἀπὸ τὸ χέρι, ἐνῶ ἐκεῖνος γονατιστὸς τὸν κοιτάζει εὐχαριστιακά. Πίσω του ἡ Εὔα μὲ κατακόκκινο μαφόριο καὶ κοντά της οἱ δίκαιοι, ποὺ περίμεναν μὲ πίστη τὴν ἔλευση τοῦ Λυτρωτῆ. Ἀνάμεσά τους ὁ Ἄβελ ποὺ πρῶτος γεύτηκε τὸν θάνατο. Στὴν ἀριστερὴ πλευρὰ εἰκονίζονται οἱ βασιλεῖς καὶ οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης Δαβίδ, Σολομών, Μωυσῆς, Πρόδρομος κ.ἄ. Ὅλοι αὐτοὶ ἀναγνώρισαν τὸ Λυτρωτὴ ὅταν κατέβηκε στὸν ἅδη καὶ προετοίμασαν τὸ κήρυγμά του, ὥστε νὰ βρεῖ ἀνταπόκριση στὶς ψυχὲς τῶν κεκοιμημένων.

Σὲ μερικὲς εἰκόνες ἡ παράσταση τοῦ τροπαιούχου Κυρίου εἶναι πιὸ ἐκφραστική, γιατὶ σ᾿ αὐτὲς ὁ Κύριος κρατάει στὸ χέρι του τὸ ζωηφόρο Σταυρό, τῆς εὐσεβείας τὸ «ἀήττητον τρόπαιον», μὲ τὸν ὁποῖο καταργήθηκε ἡ δύναμη καὶ τὸ κράτος τοῦ θανάτου.

Ἀλλοῦ ἔχουμε στὸ ἐπάνω μέρος τῆς εἰκόνας δύο ἀγγέλους ποὺ κρατοῦν στὰ χέρια τοὺς τὰ σύμβολα τοῦ Πάθους καὶ στὸ σπήλαιο τὸ θάνατο νὰ παριστάνεται μὲ γέροντα ἁλυσοδεμένο. Εἶναι δεμένος ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους μὲ τὰ ἴδια δεσμά, μὲ τὰ ὁποῖα εἶχε δέσμιο καὶ ὑποχείριο τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων.

Τὴν παράσταση κλείνουν δύο γκρίζοι βράχοι μὲ ἐπίπεδους ἐξῶστες καὶ οἱ ἐπιγραφές: «Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ» καὶ «ΙΣ ΧΣ».

Ὡραῖα παρατηρήθηκε, πὼς «ἡ σύνθεση τῆς εἰκόνας εἶναι βαθιὰ μελετημένη, ἀκόμα καὶ στὶς μικρότερες λεπτομέρειές της. Ὅλα, ἀπὸ τὸ σχῆμα τῶν βράχων στὸ δεύτερο ἐπίπεδο ὡς καὶ τὶς ἀναλογίες τῶν χρωμάτων, περιέχουν ἕνα βαθύτερο νόημα καὶ ὑπακούουν σ’ ἕνα γενικὸ σχέδιο. Ἡ εἰκαστικὴ ἀπεικόνιση τοῦ ἀπόκρυφου κειμένου ἀποκτᾶ συμβολικὸ χαρακτήρα. Ταυτόχρονα, ὅμως, δὲν χάνεται ἡ σχέση μὲ τὰ συγκεκριμένα ἐπεισόδια τοῦ κειμένου» (Εἰκόνες τῆς κρητικῆς τέχνης..., σ. 327).
».

Ὡραῖα παρατηρήθηκε, πὼς «ἡ σύνθεση τῆς εἰκόνας εἶναι βαθιὰ μελετημένη, ἀκόμα καὶ στὶς μικρότερες λεπτομέρειές της. Ὅλα, ἀπὸ τὸ σχῆμα τῶν βράχων στὸ δεύτερο ἐπίπεδο ὡς καὶ τὶς ἀναλογίες τῶν χρωμάτων, περιέχουν ἕνα βαθύτερο νόημα καὶ ὑπακούουν σ’ ἕνα γενικὸ σχέδιο. Ἡ εἰκαστικὴ ἀπεικόνιση τοῦ ἀπόκρυφου κειμένου ἀποκτᾶ συμβολικὸ χαρακτήρα. Ταυτόχρονα, ὅμως, δὲν χάνεται ἡ σχέση μὲ τὰ συγκεκριμένα ἐπεισόδια τοῦ κειμένου» (Εἰκόνες τῆς κρητικῆς τέχνης..., σ. 327).

«Κατανικήθηκε ὁ θάνατος καὶ κατατροπώθηκε. Ποῦ εἶναι θάνατε ἡ νίκη σου; Ποῦ εἶναι Ἅδη τὸ κεντρί σου;»


Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου
Σήμερα λοιπὸν ὁ Κύριός μας περιοδεύει στὸν Ἅδη. Σήμερα συνέτριψε τὶς χάλκινες πύλες καὶ τοὺς σιδερένιους μοχλούς του. Πρόσεξε τὴν ἀκριβολογία. Δὲν εἶπε, ἄνοιξε τὶς πύλες, ἀλλὰ «συνέτριψε τὶς χάλκινες πύλες», γιὰ νὰ ἀχρηστεύσει τὸ δεσμωτήριο. Δὲν ἀφαίρεσε τοὺς μοχλούς, ἀλλὰ τοὺς συνέτριψε, γιὰ νὰ ἀχρηστεύσει τὴ φυλακή. Ὅπου βέβαια δὲν ὑπάρχει οὔτε μοχλὸς οὔτε θύρα, καὶ ἂν κάποιος εἰσέλθει, δὲν ἐμποδίζεται νὰ ἐξέλθει. Ὅταν λοιπὸν συντρίψει ὁ Χριστός, ποιὸς θὰ μπορέσει νὰ διορθώσει; Οἱ βασιλεῖς ὅταν πρόκειται νὰ ἀφήσουν ἐλεύθερους τούς φυλακισμένους, δὲν κάνουν αὐτὸ ποὺ ἔκανε ὁ Χριστός, ἀλλὰ δίνουν διαταγὲς καὶ ἀφήνουν στὴ θέση τους καὶ τὶς πόρτες καὶ τοὺς φύλακες, δείχνοντας μ’ αὐτὸ πῶς θὰ χρειαστεῖ νὰ μποῦν πάλι ἐκεῖ μέσα ἢ ἐκεῖνοι ποὺ ἀποφυλακίστηκαν ἢ κάποιοι ἄλλοι στὴ θέση τους.
Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς δὲν ἐνεργεῖ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο. Θέλοντας νὰ δείξει ὅτι καταργήθηκε ὁ θάνατος, συνέτριψε τὶς χάλκινες πύλες του. Καὶ τὶς ὀνόμασε χάλκινες ὄχι ἐπειδὴ ἦταν ἀπὸ χαλκό, ἀλλὰ γιὰ νὰ δηλώσει τὴ σκληρότητα καὶ τὴν ἀδιαλλαξία τοῦ θανάτου. Καὶ γιὰ νὰ μάθεις ὅτι ὁ χαλκὸς καὶ ὁ σίδηρος ἐκφράζουν τὴν ἀκαμψία καὶ τὴ σκληρότητα, ἄκουσε τί λέει σὲ κάποιον ἀδιάντροπο: «Τὰ νεῦρα σου εἶναι ἀπὸ σίδηρο καὶ ὁ τράχηλος καὶ τὸ μέτωπό σου ἀπὸ χαλκό». Καὶ ἐκφράστηκε ἔτσι ὄχι διότι εἶχε σιδερένια νεῦρα ἢ χάλκινο μέτωπο, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἔδειχνε πὼς εἶναι αὐστηρός, ἀδιάντροπος καὶ σκληρός.
Θέλεις νὰ μάθεις πόσο αὐστηρὸς καὶ ἄκαμπτος καὶ ἀσυγκίνητος εἶναι ὁ θάνατος; Κανένας δὲν τὸν κατάφερε ποτὲ ν’ ἀφήσει ἐλεύθερο κάποιον ἀπὸ τοὺς...αἰχμαλώτους του, ἕως ὅτου ἦρθε καὶ τὸν ἀνάγκασε ὁ Κύριος τῶν ἀγγέλων. Πρῶτα λοιπὸν συνέλαβε καὶ φυλάκισε ἐκεῖνον (τὸ θάνατο) καὶ ὕστερα τοῦ πῆρε ὅ,τι τοῦ ἀνῆκε. Γι’ αὐτὸ προσθέτει: «Θησαυροὶ ποὺ βρίσκονται στὸ σκοτάδι καὶ εἶναι κρυμμένοι καὶ δὲν φαίνονται». Ἂν καὶ ἀναφέρεται σὲ ἕνα πράγμα, ἡ σημασία του εἶναι διπλή. Ὑπάρχουν, δηλαδή, τόποι σκοτεινοί, οἱ ὁποῖοι μπορεῖ πολλὲς φορὲς νὰ φωτιστοῦν, ἂν τοποθετήσουμε μέσα τοὺς λυχνία καὶ φῶς. Οἱ χῶροι ὅμως τοῦ Ἅδη ἦταν πολὺ σκοτεινοὶ καὶ θλιβεροὶ καὶ ποτὲ δὲν μπῆκαν μέσα τοῦ ἀκτίνες φωτός, γι’ αὐτὸ καὶ τοὺς χαρακτήρισε σκοτεινοὺς καὶ ἀόρατους. Ἐπειδὴ ἦταν στὴν πραγματικότητα σκοτεινοὶ μέχρι τὴ στιγμὴ ποὺ κατέβηκε σ’ αὐτοὺς ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης καὶ τοὺς κατελάμπρυνε μὲ τὸ φῶς του καὶ ἔκανε τὸν Ἅδη οὐρανό. Γιατί ὅπου βρίσκεται ὁ Χριστός, ὁ τόπος μεταβάλλεται σὲ οὐρανό.
Εὔλογα ὀνομάζει τὸν Ἅδη σκοτεινὸ θησαυροφυλάκιο, γιατί ἐκεῖ ὑπῆρχε σωρευμένος πολὺς πλοῦτος. Πραγματικά, ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος ποὺ ἀποτελοῦσε πλοῦτο τοῦ Θεοῦ ληστεύτηκε ἀπὸ τὸν διάβολο ποὺ ἐξαπάτησε τὸν πρωτόπλαστο καὶ τὸν ὑποδούλωσε στὸ θάνατο. Τὸ ὅτι τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀποτελοῦσε πλοῦτο τοῦ Θεοῦ, τὸ ἀποδεικνύει καὶ ὁ Παῦλος μὲ ὅσα λέει:«Ὁ Κύριος εἶναι πλούσιος σὲ ὅλους καὶ ἰδιαίτερα σ’ ἐκεῖνον ποὺ τὸν ἐπικαλεῖται». Ὅπως, λοιπόν, ἕνας βασιλιάς, ὅταν συλλάβει κάποιον ληστή, ποὺ λήστευε τὶς πόλεις, ποὺ ἅρπαζε ἀπὸ παντοῦ, ποὺ κρυβόταν μέσα σὲ σπηλιὲς καὶ ἀποθήκευε ἐκεῖ τὰ κλεμμένα πλούτη, ἀφοῦ φυλακίσει τὸν ληστή, ἐκεῖνον μὲν τὸν παραδίνει σὲ τιμωρία, τοὺς δὲ θησαυροὺς του μεταφέρει στὰ βασιλικὰ ταμεῖα, ἔτσι ἔκανε καὶ ὁ Χριστός, μὲ τὸ θάνατό Του φυλάκισε τὸν ληστὴ καὶ τὸν δεσμοφύλακα, δηλαδὴ τὸν διάβολο καὶ τὸ θάνατο, καὶ μετέφερε ὅλα τὰ πλούτη, ἐννοῶ τὸ ἀνθρώπινο γένος, στὰ βασιλικὰ ταμεῖα.
Αὐτὸ δηλώνει καὶ ὁ Παῦλος λέγοντας: «Ὁ Κύριος μᾶς λύτρωσε ἀπ’ τὴν ὑποδούλωσή μας στὸ σκοτάδι καὶ μᾶς μετέφερε στὸ βασίλειο τῆς ἀγάπης του». Καὶ τὸ πιὸ σπουδαῖο εἶναι ὅτι ἀσχολήθηκε μὲ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὁ Ἴδιος ὁ βασιλιάς, τὴ στιγμὴ ποὺ κανένας ἄλλος βασιλιὰς δὲν καταδέχτηκε νὰ κάνει κάτι παρόμοιο, ἀλλὰ δίνει ἐντολὴ στοὺς ὑπηρέτες του νὰ ἐλευθερώσουν τοὺς φυλακισμένους. Ἐδῶ ὅμως δὲν συνέβη ἔτσι, ἀλλὰ ἦρθε ὁ Ἴδιος ὁ βασιλιὰς στοὺς φυλακισμένους καὶ δὲν ντράπηκε οὔτε τὴ φυλακὴ οὔτε τοὺς φυλακισμένους. Γιατί ἦταν ἀδύνατο νὰ ντραπεῖ τὸ πλάσμα Του.
Καὶ συνέτριψε τὶς πύλες καὶ διέλυσε τοὺς μοχλοὺς καὶ κυριάρχησε στὸν Ἅδη καὶ ἐξαφάνισε ὅλη τὴ φρουρὰ καί, ἀφοῦ συνέλαβε δέσμιο τὸν δεσμοφύλακα (τὸν θάνατο), ἐπανῆλθε σ’ ἐμᾶς. Ὁ τύραννος μεταφέρθηκε αἰχμάλωτος, ὁ ἰσχυρὸς δεμένος. Ὁ ἴδιος ὁ θάνατος πέταξε τὰ ὅπλα του καὶ ἔτρεξε ἄοπλος καὶ δήλωσε ὑποταγὴ στὸ βασιλιά.
Εἶδες τί ἀξιοθαύμαστη νίκη; Εἶδες τὰ κατορθώματα τοῦ σταυροῦ; Νὰ σοῦ πῶ καὶ κάτι ἄλλο πιὸ ἀξιοθαύμαστο; Ἂν μάθεις μὲ ποιὸν τρόπο νίκησε ὁ Χριστός, ὁ θαυμασμός σου θὰ γίνει μεγαλύτερος. Μὲ τὰ ὅπλα δηλαδὴ ποὺ νίκησε ὁ διάβολος, μὲ τὰ ἴδια τὸν ὑπέταξε ὁ Χριστός. Ἀφοῦ τοῦ ἅρπαξε (ὁ Χριστὸς) τὰ ὅπλα του, μὲ ἐκεῖνα τὸν κατετρόπωσε. Καὶ ἄκουσε πῶς;Παρθένος, ξύλο καὶ θάνατος ἦταν τὰ σύμβολα τῆς ἥττας μας. Παρθένος ἦταν ἡ Εὔα, γιατί δὲν εἶχε γνωρίσει ἀκόμα τὸν ἄνδρα της. ξύλο ἦταν τὸ δέντρο καὶ θάνατος ἡ τιμωρία τοῦ Ἀδάμ. Ἀλλὰ νά, καὶ πάλι Παρθένος καὶ ξύλο καὶ θάνατος, αὐτὰ τὰ σύμβολα τῆς ἥττας ἔγιναν σύμβολα τῆς νίκης. Γιατί ἀντὶ τῆς Εὔας ἔχουμε τὴ Μαρία, ἀντὶ τοῦ ξύλου τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, τὸ ξύλο τοῦ σταυροῦ, καὶ ἀντὶ τοῦ θανάτου ὡς τιμωρία τοῦ Ἀδάμ, τὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ. Βλέπεις ὅτι ὁ διάβολος νικήθηκε μὲ τὰ ὅπλα πού νίκησε ἄλλοτε; Τὸν Ἀδὰμ πολέμησε ὁ διάβολος καὶ τὸν νίκησε κοντὰ στὸ δέντρο, τὸν διάβολο νίκησε ὁ Χριστὸς πάνω στὸ σταυρό.
Τὸ ξύλο τὴν πρώτη φορὰ ἔστελνε ἀπ’ τὸν Ἅδη στὴ ζωὴ ἀκόμη κι ὅσους εἶχαν πάει ἐκεῖ. Τὸ ξύλο ἐπίσης τὴν πρώτη φορὰ ἔκρυψε τὸν αἰχμάλωτο ποὺ ἦταν γυμνός, τὴ δεύτερη ἔδειχνε σ’ ὅλους γυμνὸ τὸ νικητὴ (τὸ Χριστὸ) ποὺ ἦταν κρεμασμένος ψηλά. Καὶ ἀκόμη, ὁ πρῶτος θάνατος (τοῦ Ἀδὰμ) καταδίκασε κι ὅλους ἐκείνους ποὺ γεννήθηκαν μετὰ ἀπὸ αὐτόν, ἐνῶ ὁ δεύτερος (τοῦ Χριστοῦ) ἀνάστησε κι ἐκείνους ἀκόμη ποὺ ἔζησαν πρὶν ἀπὸ Ἐκεῖνον. «Ποιὸς μπορεῖ νὰ περιγράψει μὲ λόγια τὴ δύναμη τοῦ Κυρίου; Ἀπὸ νεκροὶ ποὺ ἤμασταν, γίναμε ἀθάνατοι. Αὐτὰ εἶναι τὰ κατορθώματα τοῦ σταυροῦ.
Ἔμαθες γιὰ τὴ νίκη; Ἔμαθες μὲ ποιὸν τρόπο ἐπιτεύχθηκε; Δὲς τώρα πῶς ἐπιτεύχθηκε χωρὶς κόπο. Δὲν βάψαμε τὰ ὅπλα μας στὸ αἷμα, δὲν παραταχθήκαμε σὲ θέση μάχης, δὲν τραυματιστήκαμε, οὔτε εἴδαμε κανέναν πόλεμο, κι ὅμως νικήσαμε. Ἀγωνίστηκε ὁ Κύριος καὶ μεῖς στεφανωθήκαμε. Ἐπειδὴ λοιπὸν εἶναι καὶ δική μας ἡ νίκη, ἂς ψάλλουμε ὅλοι σήμερα σὰν στρατιῶτες ὕμνο ἐπινίκιο: «Κατανικήθηκε ὁ θάνατος καὶ κατατροπώθηκε. Ποῦ εἶναι θάνατε ἡ νίκη σου; Ποῦ εἶναι Ἅδη τὸ κεντρί σου;».

ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ


 

Ευαγγέλιο Κυριακής: Ιωάν. α’ 1-17
1 ΕΝ ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος. 2 Οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν Θεόν. 3 πάντα δι’ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ γέγονεν. 4 ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων. 5 καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβεν.
6  Ἐγένετο ἄνθρωπος ἀπεσταλμένος παρὰ Θεοῦ, ὄνομα αὐτῷ  Ἰωάννης· 7 οὗτος ἦλθεν εἰς μαρτυρίαν, ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός, ἵνα πάντες πιστεύσωσι δι’ αὐτοῦ. 8 οὐκ ἦν ἐκεῖνος τὸ φῶς, ἀλλ’ ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός. 9  Ἦν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ὃ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον. 10 ἐν τῷ κόσμῳ ἦν, καὶ ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω. 11 εἰς τὰ ἴδια ἦλθε, καὶ οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ παρέλαβον. 12 ὅσοι δὲ ἔλαβον αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι, τοῖς πιστεύουσιν εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ, 13 οἳ οὐκ ἐξ αἱμάτων, οὐδὲ ἐκ θελήματος σαρκός, οὐδὲ ἐκ θελήματος ἀνδρός, ἀλλ’ ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθησαν. 14 Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός, πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας. 15  Ἰωάννης μαρτυρεῖ περὶ αὐτοῦ καὶ κέκραγε λέγων· οὗτος ἦν ὃν εἶπον, ὁ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἔμπροσθέν μου γέγονεν, ὅτι πρῶτός μου ἦν. 16 Καὶ ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ ἡμεῖς πάντες ἐλάβομεν, καὶ χάριν ἀντὶ χάριτος· 17 ὅτι ὁ νόμος διὰ Μωϋσέως ἐδόθη, ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια διὰ  Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο.

Τι σημαίνει η Ανάσταση του Χριστού για μας; (Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος).



Χριστός Ανέστη! Χρόνια πολλά και ευλογημένα!!

Πως είναι ή πως γίνεται μέσα μας η Ανάσταση του Χριστού και με αυτήν η ανάσταση της ψυχής. Επίσης, ποιο είναι το Μυστήριο αυτής της Αναστάσεως.

Ακολουθεί απόσπασμα από τον 13ο κατηχητικό λόγο, ενός από τους μεγάλους νηπτικούς Πατέρες της Εκκλησίας, του αγίου Συμεών, που ονομάστηκε «Νέος Θεολόγος». Στον λόγο του, προσπαθεί να δώσει να καταλάβουμε τι σημαίνει η Ανάσταση του Χριστού για μας τους πιστούς, στο «σήμερα». Δεν ασχολείται στον λόγο αυτό και τόσο με την Ανάσταση του Χριστού ως ιστορικό γεγονός, ούτε με την κοινή Ανάσταση όλου του ανθρώπινου γένους στα έσχατα. Αυτά είναι δεδομένα. Προσαρμόζει το λόγο στις πνευματικές ανάγκες του πιστού ανθρώπου κάθε εποχής. Ασχολείται  «[..] με το μυστήριο της Αναστάσεως του Χριστού του Θεού μας, το οποίο γίνεται μυστικώς πάντοτε σε μας που θέλουμε [..]». Πως δηλαδή θάπτεται ο Χριστός μέσα μας σαν σε μνήμα, και πως ανασταίνεται μέσα μας, συνανασταίνοντας και μας.

Ας απολαύσουμε το λόγο του, και ας πάρουμε αυτό που έχουμε και εμείς ανάγκη για τον πνευματικό μας αγώνα.

«Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους πιστεύουν στην Ανάσταση του Χριστού, όμως πολύ λίγοι είναι εκείνοι που την βλέπουν καθαρά, και αυτοί βέβαια που δεν την είδαν ούτε να προσκυνήσουν μπορούν τον Ιησού Χριστό ως άγιο και Κύριο. Διότι λέγει, «κανένας δεν μπορεί να πει Κύριο τον Ιησού, παρά μόνο με το Πνεύμα το Άγιο» (Α’ Κορινθίους, 12:3)· και αλλού· «Πνεύμα είναι ο Θεός και αυτοί που τον προσκυνούν πρέπει να τον προσκυνούν πνευματικά και αληθινά» (Κατά Ιωάννη, 4:24). Και ακόμη το ιερότατο λόγιο, που το προφέρομε κάθε ημέρα, δεν λέγει, «Ανάσταση Χριστού πιστεύσαντες», αλλά τι λέγει; «Ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι, προσκυνήσωμεν άγιον Κύριον Ιησούν, τον μόνον αναμάρτητον». Πως λοιπόν μας προτρέπει  τώρα το Πνεύμα το Άγιο να λέμε σαν να είδαμε αυτήν που δεν είδαμε, «Ανάσταση Χριστού θεασάμενοι», ενώ αναστήθηκε ο Χριστός μία φορά πριν από χίλια έτη και ούτε τότε τον είδε κανένας να ανασταίνεται; Άραγε μήπως η θεία Γραφή θέλει να ψευδόμαστε; Μακριά μια τέτοια σκέψη· αντίθετα συνιστά μάλλον να λέμε την αλήθεια, ότι δηλαδή μέσα στον καθένα από εμάς τους πιστούς γίνεται η ανάσταση του Χριστού και αυτό όχι μία φορά, αλλά κάθε ώρα, όπως θα έλεγε κανείς, ο ίδιος ο Δεσπότης Χριστός ανασταίνεται μέσα μας, λαμπροφορώντας και απαστράπτοντας τις αστραπές της αφθαρσίας και της θεότητας. Διότι η φωτοφόρα παρουσία του Πνεύματος μας υποδεικνύει την ανάσταση του Δεσπότη, που έγινε το πρωί, ή καλύτερα μας επιτρέπει να βλέπομε τον ίδιο εκείνον τον αναστάντα. Γι’ αυτό και λέμε· «Θεός είναι ο Κύριος και εφανερώθηκε σε μας», και υποδηλώνοντας την Β’ Παρουσία του λέμε συμπληρωματικά· «ευλογημένος είναι αυτός που έρχεται στο όνομα του Κυρίου». Σε όποιους λοιπόν φανερωθεί ο αναστημένος Χριστός, οπωσδήποτε φανερώνεται πνευματικώς στα πνευματικά τους μάτια. Διότι, όταν έλθει μέσα μας δια του Πνεύματος, μας ανασταίνει από τους νεκρούς και μας ζωοποιεί και μας επιτρέπει να τον βλέπομε μέσα μας αυτόν τον ίδιο όλο ζωντανό, αυτόν τον αθάνατο και άφθαρτο, και όχι μόνον αυτό, αλλά και μας δίνει τη χάρη να γνωρίζομε ευκρινώς ότι συνανασταίνει και συνδοξάζει και εμάς μαζί του, όπως μαρτυρεί όλη η θεία Γραφή.

Αυτά λοιπόν είναι τα θεία μυστήρια των Χριστιανών, αυτή είναι η κρυμμένη μέσα τους δύναμη της πίστεώς μας, την οποία οι άπιστοι ή δύσπιστοι, ή καλύτερα να πω ημίπιστοι, δεν βλέπουν, ούτε βέβαια μπορούν καθόλου να τη δουν. Και άπιστοι, δύσπιστοι και ημίπιστοι είναι αυτοί που δεν φανερώνουν την πίστη με τα έργα. Διότι χωρίς έργα πιστεύουν και οι δαίμονες και ομολογούν ότι είναι Θεός ο Δεσπότης Χριστός. «Σε γνωρίζομε» (Μάρκος 1:24. Λουκάς 4:34), λένε, «εσένα τον Υιό του Θεού» (Ματθαίος 8:29), και αλλού· «αυτοί οι άνθρωποι είναι δούλοι του Θεού του Υψίστου» (Πράξεις 16:17). Αλλά όμως ούτε τους δαίμονες ούτε τους ανθρώπους αυτούς θα ωφελήσει η τέτοια πίστη. Διότι δεν υπάρχει κανένα όφελος από τέτοια πίστη, επειδή είναι νεκρή κατά το θείο Απόστολο. Διότι λέγει· «η πίστη χωρίς τα έργα είναι νεκρή» (Ιακώβου, 2:26), όπως και τα έργα χωρίς την πίστη. Πως είναι νεκρή; Επειδή δεν έχει μέσα της τον Θεό που τη ζωογονεί, επειδή δεν απέκτησε μέσα της εκείνον που είπε· «αυτός που με αγαπά θα τηρήσει τις εντολές μου» (Ιωάννης, 14:21.23), «και εγώ και ο Πατέρας μου θα έλθουμε και θα κατοικήσομε μέσα του» (Ιωάννης, 14:23), για να εξαναστήσει με την παρουσία του από τους νεκρούς αυτόν που την κατέχει και να τον ζωοποιήσει και να του επιτρέψει να δει μέσα του και αυτόν που αναστήθηκε και αυτόν που ανέστησε.

Εξ αιτίας αυτού λοιπόν είναι νεκρή η τέτοια πίστη, η καλύτερα νεκροί είναι αυτοί που την κατέχουν χωρίς έργα. Διότι η πίστη στον Θεό πάντα ζει και επειδή είναι ζώσα ζωοποιεί αυτούς που προσέρχονται από αγαθή πρόθεση και την αποδέχονται, η οποία και έφερε πολλούς από το θάνατο στη ζωή και πριν από την εργασία των εντολών και τους υπέδειξε τον Χριστό και Θεό. Και θα ήταν δυνατό, εάν  έμεναν πιστοί στις εντολές του και τις φύλαγαν μέχρι θανάτου, να διαφυλαχθούν και αυτοί απ’ αυτές, όπως δηλαδή έγιναν από μόνη την πίστη. Επειδή όμως μεταστράφηκαν, όπως το στραβό τόξο, και ακολούθησαν τις προηγούμενες πράξεις τους, εύλογα αμέσως βρέθηκαν να έχουν ναυαγήσει ως προς την πίστη και δυστυχώς στέρησαν τους εαυτούς τους από τον αληθινό πλούτο, που είναι ο Χριστός ο Θεός.

Για να μη πάθομε λοιπόν και εμείς αυτό το πράγμα, ζητώ να τηρήσομε με όση δύναμη έχομε τις εντολές του Θεού, για να απολαύσομε και τα παρόντα και τα μέλλοντα αγαθά, εννοώ δηλαδή αυτήν την ίδια τη θέα του Χριστού, την οποία είθε να επιτύχομε όλοι μας με τη χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν».



(Φ. ΕΠΕ 19Δ, σελ. 113- 117). 

Συναξαριστής της 20ης Απριλίου

Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Τριχινᾶς

 


«Τὶς ἀσθενεῖ, καὶ οὐκ ἀσθενῶ;». Ποιός, δηλαδή, ἀσθενεῖ καὶ δὲν ἀσθενῶ, δὲν συμπάσχω καὶ ἐγὼ μαζί του; Αὐτὴ τὴν φράση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, δικαιωματικὰ θὰ μποροῦσε νὰ τὴν πεῖ καὶ ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Τριχινᾶς. Διότι ἀφιέρωσε ὅλη του τὴν ζωὴ στὴ διακονία τῶν φτωχῶν καὶ τῶν ἀῤῥώστων. Ὀνομάστηκε Τριχινᾶς, διότι εἶχε τρίχινα φορέματα.

Ἡ ζωή του ἦταν λιτὴ καὶ μὲ πολλὴ ἐγκράτεια, προκειμένου νὰ δίνει ὅσο γινόταν περισσότερα ἀγαθὰ στοὺς πάσχοντες. Τὴ νύχτα ὁ Θεόδωρος πάντα ἔβρισκε χρόνο γιὰ προσευχὴ καὶ μελέτη. Ζοῦσε μέσα σὲ μία κοινωνία στερημένων ἀνθρώπων, ποὺ οἱ ἀνάγκες τους ἦταν μεγάλες.
(Συναξαριακὲς πηγὲς ἀναφέρουν ὅτι γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ πλουσίους, καὶ ὅτι ἀπὸ πολὺ νέος ἔγινε μοναχὸς στὴ Μονὴ ποὺ ὀνομάστηκε τοῦ Τριχινᾶ).

Γι᾿ αὐτὸ παρακινοῦσε πολλοὺς πλουσίους νὰ διαθέτουν ὅσα ἀγαθὰ μποροῦσαν. Πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς τοῦ ἔδιναν ἀρκετὰ χρήματα καὶ εἴδη πρώτης ἀνάγκης, τὰ ὁποῖα ὁ Θεόδωρος διέθετε μὲ πολλὴ διάκριση. Πρῶτα σ᾿ ἐκείνους ποὺ εἶχαν περισσότερη ἀνάγκη, ὅπως ὀρφανά, φτωχὲς χῆρες καὶ ἀῤῥώστους οἰκογενειάρχες. Εὐεργετοῦσε μέχρι καὶ τὴν τελευταία ἡμέρα τῆς ζωῆς του.

Ἔτσι, ἰσχύει γι᾿ αὐτὸν ὁ λόγος τῆς Ἁγίας Γραφῆς, «ἐσκόρπισεν, ἔδωκεν τοῖς πένησιν ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα». Μοίρασε, δηλαδή, καὶ ἔδωσε ἄφθονα στοὺς φτωχούς, καὶ ἡ ἀρετή του ἀπὸ τὶς ἀγαθοεργίες μένει γιὰ πάντα.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Δῶρον ἔνθεον, τῆς ἐγκρατείας, σκεῦος ἔμψυχον, τῆς ἀπαθείας, ἀνεδείχθης θεοφόρε Θεόδωρε· τὸν γὰρ Θεὸν θεραπεύσας τοῖς ἔργοις σου, τῶν παρ’ αὐτοῦ δωρημάτων ἠξίωσαι. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν σοί Πάτερ ἀκριβῶς διεσώθη τό κατ᾽ εἰκόνα· λαβών γάρ τόν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καί πράττων ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μέν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δέ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διό καί μετά Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὅσιε Θεόδωρε τό πνεῦμά σου.

Κοντάκιον
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Φωτὸς καταστολήν, ἱερῶς ἐξυφαίνων, τριχίνῳ σεαυτόν, περιέστελλες ῥάκει, Θεόδωρε πανόσιε, Παρακλήτου κειμήλιον· ὅθεν χάριτος, ὑπερφυοῦς ἠξιώθης, μύρον εὔοσμον, ἀπὸ τοῦ τάφου βλυστάνων, ψυχῶν καθαρτήριον.

Μεγαλυνάριον
Ράκεσι τριχίνοις σκέπων σαυτόν, τὸ κῴδιον Πάτερ, τῆς νεκρώσεως καὶ φθορᾶς, ἐναπεξεδύθης, καὶ τῆς ἀθανασίας, τὴν χλαῖναν ἐστολίσω, μάκαρ Θεόδωρε.

 
Οἱ Ἅγιοι Βίκτωρ, Ζωτικός, Ἀκίνδυνος, Καισάριος, Σεβηριανός, Χριστοφόρος, Ζήνων, Θεωνᾶς καὶ Ἀντωνῖνος

Ὅλοι μαρτύρησαν στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Διοκλητιανοῦ (284-305), καὶ αἰτία τοῦ ἐνδόξου μαρτυρίου τους, ὁ μεγαλομάρτυς καὶ τροπαιοφόρος Γεώργιος.

Καὶ οἱ μὲν Ἅγιοι Βίκτωρ, Ἀκίνδυνος, Ζωτικός, Ζήνων καὶ Σεθηριανός, ὅταν εἶδαν τὸν Ἅγιο Γεώργιο νὰ μένει ἄθικτος ἐπάνω στὸ βασανιστικὸ ὄργανο τοῦ τροχοῦ, μὲ μία φωνὴ καὶ οἱ πέντε ὁμολόγησαν τὸν Χριστὸ Θεὸ ἀληθινό. Ὁ ἀποκεφαλισμός τους ἦταν ἄμεσος καὶ ἔτσι πῆραν τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.

Οἱ δὲ Χριστοφόρος, Θεωνᾶς, Καισάριος καὶ Ἀντωνῖνος ἦταν δορυφόροι τοῦ βασιλιᾶ. Ὅταν λοιπὸν καὶ αὐτοὶ εἶδαν τὸν Ἅγιο Γεώργιο, διὰ τῆς προσευχῆς, νὰ ἔχει ἀναστήσει κάποιον νεκρὸ Ἕλληνα, πέταξαν τὰ διάσημα τοῦ ἀξιώματός τους καὶ μπροστὰ στὸ βασιλιὰ καὶ τὸ πλῆθος, ὁμολόγησαν τὸν Χριστὸ Θεὸ ἀληθινό.

Ἡ φυλάκισή τους ἦταν ἄμεση. Μετὰ μερικὲς ἡμέρες ὁδηγήθηκαν μπροστὰ στὸν Διοκλητιανὸ καὶ ἀφοῦ τοὺς κρέμασαν, τοὺς ξέσχισαν καὶ τοὺς ἔκαιγαν μὲ ἀναμμένες λαμπάδες. Τελικὰ τοὺς ἔριξαν μέσα στὸ καμίνι τῆς φωτιᾶς καὶ ἔτσι πῆραν τὸ ἔνδοξο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.

 
Ὁ Ἅγιος Ζακχαῖος ὁ Ἀπόστολος

 


Ἡ Ἱστορία τοῦ Ζακχαίου βρίσκεται στὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο (ιθ´ 10). Εἶναι ὁ γνωστὸς ἀρχιτελώνης τῆς Ἱεριχοῦς, ποὺ ἀνέβηκε στὴ συκομουριὰ (ἐπειδὴ δὲν τὸν εὐνοοῦσε τὸ ὕψος του) γιὰ νὰ δεῖ τὸν διερχόμενο Ἰησοῦ.

Ὁ Κύριος θαύμασε τὴν πίστη του, διέταξε νὰ κατεβεῖ ἀπὸ τὸ δένδρο καὶ νὰ μεταβοῦν μαζὶ στὸ σπίτι του, ἀφοῦ συγχώρησε ὅλα τὰ ἁμαρτήματα ποὺ εἶχε διαπράξει μέχρι ἐκείνη τὴν στιγμή.

Λέγεται ὅτι μετὰ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου, ὁ Ζακχαῖος ἀκολούθησε τὸν Ἀπόστολο Πέτρο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο καὶ χειροτονήθηκε ἀργότερα Ἐπίσκοπος Καισαρείας.

 
Ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος Ἱερομάρτυρας, ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας

 


Στοὺς Συναξαριστὲς δὲν βρίσκουμε βιογραφικὸ ὑπόμνημα. Πολὺ λίγες πληροφορίες γιὰ τὴν ζωή του ἔχουμε ἀπὸ ἄλλες πηγές. Ὅτι δηλαδὴ ἀσκήτευσε στὸ ὄρος Σινᾶ, στὶς ἀρχὲς τοῦ 6ου αἰῶνα καὶ ἀπὸ τὸ Σινᾶ πῆγε στὴν Ἀντιόχεια, ὅπου ἔγινε ἀποκρισιάριος τῆς Ἐκκλησίας Ἀλεξανδρείας.

Ὅταν πέθανε ὁ ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας Δόμνος, λαὸς καὶ κλῆρος τὸν ἀνέβασαν στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο Ἀντιοχείας (559). Ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστῖνος, μὲ πρόφαση ὅτι δῆθεν κατασπατάλησε τὴν ἐκκλησιαστικὴ περιουσία, τὸν ἐξόρισε τὸ 570 στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπου παρέμεινε μελετῶντας καὶ συγγράφοντας μέχρι τὸ 593, ὅταν ἐπανῆλθε στὸν θρόνο του, καὶ πέθανε κατὰ τὸ 599.

Τώρα ὅσον ἀφορᾶ τὸ τέλος του, ποὺ οἱ Συναξαριστὲς σημειώνουν μαρτυρικό, ὅτι δηλαδὴ μαρτύρησε διὰ ξίφους, θετικὲς πληροφορίες δὲν ἔχουμε.

 
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Παλαιολαυρίτης

Μέσα στὴν οἰκογένειά του φύλαξε ὅλες τὶς ἀρετές, ποὺ ἡ Ἅγια Γραφὴ παραγγέλει στὰ παιδιά. Τίμησε τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα του, ὑπάκουσε στὰ θελήματά τους, ἔδειξε σ᾿ αὐτοὺς τὴν μεγαλύτερη τρυφερὴ στοργή, πρόθυμος στὸ νὰ προλαβαίνει τὶς ἐπιθυμίες τους, τύπος τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἀλληλοβοήθειας μεταξὺ τῶν ἄλλων ἀδελφῶν του.

Ἀργότερα γύρισε πολλοὺς τόπους, προσπαθῶντας νὰ καταρτίζει τὸν ἑαυτό του πνευματικότερα καὶ κατατάχθηκε στὸ μοναχικὸ βίο. Καὶ ἐδῶ, τήρησε μὲ ἀκρίβεια τὶς ὑποχρεώσεις τοῦ σχήματός του. Κατόπιν ἱερὸς πόθος τὸν ἔφερε στὴν Ἱερουσαλήμ, ὅπου προσκύνησε τοὺς Ἁγίους Τόπους.

Τελευταία τὸν δέχτηκε ἡ μονὴ τοῦ ὁσίου Χαρίτωνα, καὶ αὐτὴ εἶδε τοὺς μεγάλους πνευματικοὺς ἀγῶνες του. Ἔφυγε ἀπὸ τὴν ζωὴ αὐτὴ πρὸς τὸν Κύριο, γεμάτος πίστη καὶ ἐλπίδα, ἀφοῦ χρησιμοποίησε τὴν ζωή του γιὰ τὴν δόξα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἀγάπη τῶν ἀδελφῶν του.

 
Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος κτήτωρ Μονῆς Μετεώρου

 


Γεννήθηκε στὴ Νέα Πάτρα τῆς Πελοποννήσου τὸ 1305 ἀπὸ γονεῖς ἐπιφανεῖς καὶ πλούσιους. Μικρὸς ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα καὶ παραδόθηκε στὴν ἐπιμέλεια τοῦ θείου του. Ἀλλ᾿ ὅταν κατέλαβαν τὴν πατρίδα του οἱ ξένοι, ἀναχώρησε στὴ Θεσσαλονίκη καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου γνώρισε τοὺς διάσημους τότε ἀσκητὲς Γρηγόριο τὸν Σιναΐτη τὸν ἡσυχαστή, Ἰσίδωρο τὸν Θεσσαλονικέα, τὸν ὕστερα Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη, καὶ ἄλλους ὁσίους ἄνδρες, ἀπὸ τοὺς ὁποίους διδάχθηκε τὴν ὑψηλὴ ἀσκητικὴ ζωή.

Ἀφοῦ ἐπισκέφθηκε καὶ ἄλλους τόπους, κατέφυγε στοὺς Σταγούς.  Ἐκεῖ ἐπάνω στὰ πανύψηλα βράχια καὶ συγκεκριμένα ἐπάνω σὲ μία πέτρα τὴν λεγόμενη Στῦλο, κατοίκησε μὲ δυὸ μαθητές του καὶ ἔκτισε ναό. Τὴν πέτρα ἐκείνη ὀνόμασε Μετέωρο.

Ἐπειδὴ ὅμως οἱ προσερχόμενοι γιὰ ἄσκηση πολλαπλασιάθσηκαν, ἵδρυσε κοινόβιο μὲ Ναὸ στὸ ὄνομα τῆς Μεταμόρφωσης τοῦ Σωτῆρα Χριστοῦ. Ἐκεῖ λοιπὸν πέρασε ἀσκητικὰ τὰ χρόνια του, καὶ ἀφοῦ ἔζησε 78 ἐτῶν, ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὸ 1383.

 
Ὁ Ὅσιος Ἰωάσαφ συνασκητὴς τοῦ Ὁσ. Ἀθανασίου τοῦ Μετεωρίτη

 


Γεννήθηκε στὰ μέσα του 14ου αἰῶνα. Πατέρας του ἦταν ὁ δεσπότης τῆς Ἠπείρου καὶ Θεσσαλίας Συμεὼν Οὐρέσης (Σερβικῆς καταγωγῆς, ἀλλὰ ἀπὸ Ἑλληνίδα μητέρα). Μητέρα του ἡ Θωμαΐδα, θυγατέρα τοῦ δεσπότη τῆς Ἠπείρου Ἰωάννη Β´ τοῦ Παλαιολόγου.

Ὁ Ὅσιος κατὰ τὴν βάπτισή του, πῆρε τὸ ὄνομα Ἰωάννης καὶ εἶχε μεγάλη κλίση στὴ μοναχικὴ ζωή. Ὅταν πέθανε ὁ πατέρας του καὶ κλήθηκε νὰ ἀναλάβει τὸν θρόνο ὁ Ἰωάννης σὰν διάδοχός του, αὐτὸς προτίμησε τὸ μοναχικὸ ῥάσο, παρὰ τὴν βασιλικὴ πορφύρα.

Ἔτσι παραχώρησε τὸν θρόνο στὸν συγγενῆ του Ἀλέξιο Ἄγγελο Φιλανθρωπηνὸ καὶ αὐτὸς ἐκάρη μοναχός με τὸ ὄνομα Ἰωάσαφ, στὴ Μονὴ Μετεώρου ἀπὸ τὸν Ὅσιο Ἀθανάσιο.

Ἡ πνευματικὴ συνεργασία μεταξὺ τῶν δυὸ ἀνδρῶν ὑπῆρξε ἄριστη καὶ πολὺ οἰκοδομητική. Λόγω ὅμως βαρβαρικῶν ἐπιδρομῶν στὴν περιοχὴ ἐκείνη, ὁ Ἰωάσαφ ἔφυγε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος.

Τὸ 1401 ἐπέστρεψε στὸ Μετέωρο καὶ ἐκεῖ μὲ νηστεία καὶ προσευχὴ τελείωσε τὴν ἐπίγεια ζωή του τὸ 1423.

 
Ὁ Ἅγιος Γαβριήλ (Πολωνός)

 


Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Γαβριὴλ γεννήθηκε τὸ ἔτος 1684 μ.Χ. στὸ χωριὸ Ζβιέρκϊυ, ποὺ βρίσκεται νότια τῆς πόλεως Μπιαλιστὸκ τῆς ἐπαρχίας Ζαμπλουντόου, κατὰ τὴν ἐποχὴ ποὺ γίνονταν διωγμοὶ καὶ διακρίσεις κατὰ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀπὸ τοὺς Οὐνίτες στὴν Πολωνία. Ὅταν ὁ Ἅγιος ἦταν σὲ ἡλικία 6 ἐτῶν, ἀπήχθηκε καὶ ὁδηγήθηκε στὴν πόλη Μπιαλιστόκ, ὅπου καὶ μαρτύρησε, τὸ ἔτος 1690, ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς τῆς Ἐκκλησίας.

Ὅταν τὸν 18ο αἰώνα μ.Χ. οἱ Χριστιανοὶ ἄνοιξαν τὸν τάφο του, βρῆκαν τὸ ἱερὸ λείψανό του ἄφθορο. Τὸ ἅγιο σκήνωμα μεταφέρθηκε στὴν πόλη Μπιαλιστὸκ τῆς Πολωνίας, ὅπου παρέμεινε μέχρι τὸν Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ὁπότε μεταφέρθηκε στὴ Ρωσία, στὸ ναὸ τῆς Ὑπεραγίας Σκέπης τοῦ Γκρόντνο.

 

 

Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Ρώσου Μητροπολίτου Φιλαρέτου, στὶς 21 Σεπτεμβρίου τοῦ ἔτους 1992, τὸ ἱερὸ λείψανο μετακομίσθηκε μὲ τιμὲς καὶ εὐλάβεια στὴν πόλη τοῦ Μπιαλιστόκ.

Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς Ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Ἡ ἐν Ὀρθοδοξίᾳ Ἡνωμένη Εὐρώπη», τοῦ Γ.Ε. Πιπεράκη, Ἐκδ. «Ἑπτάλοφος», Ἀθῆναι 1997.
 

 
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἐκ Ρωσίας

 


Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος τοῦ Ὄσεβεν, κατὰ κόσμον Ἀλέξιος, γεννήθηκε στὶς 17 Μαρτίου 1427 στὴν περιοχὴ Βυζεοζέρο τῆς Ρωσίας ἀπὸ τὴν οἰκογένεια τοῦ Νικηφόρου καὶ τῆς Φωτεινῆς Ὄσεβεν.

Ὁ Ἀλέξιος ἦταν τὸ τελευταῖο ἀπὸ τὰ πέντε παιδιὰ καὶ ἦλθε στὸν κόσμο χάρη στὶς διακαεῖς προσευχὲς τῶν γονέων του. Ἡ Παναγία Παρθένος καὶ ὁ Ἅγιος Κύριλλος τῆς Λευκῆς Λίμνης εἶχαν ἐμφανιστεῖ στὴν μητέρα του καὶ τῆς εἶχαν ὑποσχεθεῖ τὴν γέννηση ἑνὸς παιδιοῦ. Ἂν καὶ ὁ Ἀλέξιος ἦταν ὁ μικρότερος υἱός, οἱ γονεῖς του ἤλπιζαν ὅτι αὐτὸς θὰ τοὺς συμπαραστεκόταν στὰ γηρατειά τους. Φθάνοντας στὴν ἐφηβεία ὁ Ἀλέξιος ἔμαθε νὰ διαβάζει καὶ νὰ γράφει, προετοιμαζόμενος νὰ γίνει ἕνας πολυμήχανος κτηματίας. Σὲ ἡλικία δεκαοκτὼ ἐτῶν οἱ γονεῖς του ἐπιχείρησαν νὰ τὸν παντρέψουν, διαλέγοντας μία πλούσια ὑποψήφια σύζυγο, ἀλλὰ ὁ Ἀλέξιος ἀπέσπασε τὴν ὑπόσχεσή τους νὰ πάει νὰ προσευχηθεῖ στὸ μονασήῆρι τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου πρὶν νυμφευθεῖ. Ἐκεῖ πλέον ἔμεινε.

Ἔχοντας παρατηρήσει τὴν ταπείνωση τοῦ νεαροῦ δόκιμου, ὁ ἡγούμενος τοῦ πρότεινε νὰ γίνει μοναχός. Ὁ Ἀλέξιος ὅμως ἀρνήθηκε, θέλοντας προηγουμένως νὰ δοκιμάσει ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του. Ἔτσι ἔζησε ἕξι χρόνια σὲ ὑπακοὴ καὶ σὲ διακονία τῆς μοναστικῆς κοινότητας, μελετώντας τὶς Γραφὲς καὶ τὰ ἔργα τῶν Ἁγίων Πατέρων. Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν μακρὰ περίοδο ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἀλέξανδρος.

Στὸ μεταξὺ οἱ γονεῖς του εἶχαν μεταφερθεῖ στὸ χωριὸ τοῦ Βολόσοβο, τριάντα χιλιόμετρα μακριὰ ἀπὸ τὴν πόλη Καργκοπόλ, στὰ περίχωρα τοῦ ποταμοῦ Ὀνέγκα. Ὁ πατέρας τοῦ Ὁσίου, Νικηφόρος, μὲ τὴν ἄδεια τοῦ ἄρχοντος τοῦ Νόβγκοροντ Ἰωάννου, εἶχε ἱδρύσει στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Κουργιούγκα ἕνα χωριό, τὸ ὁποῖο στὴ συνέχεια ὀνόμασε Ὄσεβεν.

Ὁ μοναχὸς Ἀλέξανδρος ζήτησε ἀπὸ τὸν ἡγούμενο τὴν ἄδεια νὰ συναντήσει τοὺς γονεῖς του, ἐπιθυμώντας νὰ τοὺς ζητήσει τὴν συγχώρεση καὶ τὴν εὐλογία τους γιὰ τὸν ἀναχωρητικὸ βίο ποὺ ἐπέλεξε. Ὁ ἡγούμενος δὲν ἔδωσε ἀμέσως τὴν ἄδεια στὸ νεαρὸ μοναχό, ἐπισημαίνοντάς του τοὺς κινδύνους τῆς μοναχικῆς ζωῆς, ἀλλὰ ὁ Ἀλέξανδρος ζήτησε νὰ τὸν ἀφήσει νὰ φύγει. Φοβόταν πράγματι μήπως ἐκπέσει στὴν ἁμαρτία τῆς ἀλαζονείας, ἀφοῦ ἤδη ἀπελάμβανε φήμη ἀσκητοῦ ἀνάμεσα στοὺς ἀδελφούς. Τελικὰ ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἔλαβε τὴν εὐλογία.

Εὐτυχισμένος ἀπὸ τὴν συνάντηση μὲ τὸν υἱό του, ὁ πατέρας του Νικηφόρος τοῦ πρότεινε νὰ ἐγκατασταθεῖ κατὰ μῆκος τοῦ ποταμοῦ Κουργιούγκα καὶ τοῦ ὑποσχέθηκε νὰ τὸν βοηθήσει στὴν κατασκευὴ μιᾶς μονῆς μέσα στὴν ἔρημο. Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος δέχθηκε καὶ ἔστησε σὲ ἕνα τόπο σταυρὸ ὡς σημεῖο ἱδρύσεως τοῦ μελλοντικοῦ μοναστηριοῦ καὶ ὑποσχέθηκε νὰ παραμείνει σὲ αὐτὸ μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του.

Ὅμως ἐπέστρεψε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου, ὅπου διακόνησε γιὰ λίγο καιρὸ στὴν κουζίνα, στὸ ἀρτοποιεῖο καὶ στὴ χορωδία, ἐνῷ στὴν συνέχεια χειροτονήθηκε διάκονος. Τότε ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος πῆγε στὸν ἡγούμενο καὶ τοῦ διηγήθηκε ὅτι τρεῖς φορὲς εἶχε ἀκούσει μία μυστηριώδη φωνὴ ποὺ τὸν καλοῦσε νὰ χτίσει ἕνα μοναστήρι καὶ ὅτι εἶχε ὑποσχεθεῖ νὰ ζήσει σὲ αὐτὸ μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Ὁ ἡγούμενος τὸν ἄφησε νὰ φύγει, ἀφοῦ τὸν εὐλόγησε μὲ τὶς εἰκόνες τὶς Παναγίας τῆς Ὁδηγήτριας καὶ τοῦ Ἁγίου Νικολάου.

Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος καθαγίασε τὸν τόπο μὲ τὴν εὐλογία τῶν εἰκόνων, ἄφησε τὸν πατέρα του νὰ ἐπιβλέπει τὶς ἐργασίες οἰκοδομήσεως τοῦ ναοῦ καὶ πῆγε στὸν Ἐπίσκοπο τοῦ Νόβγκοροντ (1459 – 1470), ἀπὸ τὸν ὁποῖο χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καὶ τοποθετήθηκε ἡγούμενος τοῦ νέου μοναστηριοῦ.

Οἱ ἰδιοκτῆτες τῶν γειτονικῶν κτημάτων ἦταν πρόθυμοι νὰ δωρίσουν στὸ μοναστήρι ὅλα τὰ ὅμορα κτήματα, ἀλλὰ ὁ Ὅσιος δέχθηκε μόνο τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς κοινότητος. Ὅταν περατώθηκε ὁ ναός, καθαγιάσθηκε πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Νικολάου.

Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου, γύρω ἀπὸ τὸν Ὅσιο συγκεντρώθηκε μία κοινότητα μοναχῶν. Ὁ Ὅσιος εἰσήγαγε αὐστηροὺς κανόνες μοναστικῆς βιοτῆς καὶ πολιτείας, ποὺ συμπεριελάμβαναν ἀπόλυτη ἡσυχία στὸ ναό, στὴν τράπεζα καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἀναγνώσεως τῶν Βίων τῶν Ἁγίων. Ἀπαγόρευαν ἐπίσης, νὰ μένει κάποιος στὸ κελλί του δίχως νὰ κάνει τίποτα καὶ καθόριζαν τὴν ἀνάγνωση Ψαλμῶν καὶ τὴ συνεχὴ ἐπανάληψη τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐκτελέσεως τῶν διακονημάτων.

«Ἀδελφοί», ἔλεγε συχνὰ ὁ Ὅσιος στοὺς μοναχούς του, «μὴν ἀφήνετε νὰ σᾶς τρομάζουν οἱ δυσκολίες καὶ οἱ κόποι τῆς ἐρήμου. Ἐσεῖς γνωρίζετε ὅτι ὁ δρόμος γιὰ νὰ εἰσέλθετε στὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν διέρχεται μέσα ἀπὸ ἀγῶνες. Ἐνισχύσατε τὴν ἀμοιβαία ἀγάπη καὶ τὴν ταπείνωση. Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη καὶ ἀγαπᾶ τοὺς ταπεινούς».

Ὅμως οἱ ἀσκητικοὶ ἀγῶνες κλόνισαν τὴν ὑγεία τοῦ Ὁσίου. Ὅταν ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἀρρώστησε, ἐπικαλέσθηκε τὸν Ἅγιο Κύριλλο, τὸν προστάτη του. Αὐτὸς τοῦ παρουσιάσθηκε μὲ λευκὸ ἔνδυμα καὶ ἀφοῦ τὸν σταύρωσε τοῦ εἶπε: «Μὴ θλίβεσαι ἀδελφέ, ἐγὼ θὰ προσευχηθῶ γιὰ σένα καὶ ἡ ὑγεία σου θὰ ἀποκατασταθεῖ. Ἀλλὰ μὴν ἀθετεῖς τὴν ὑπόσχεσή σου, μὴν ἐγκαταλείπεις τὸ μοναστήρι. Ἐγὼ θὰ σὲ βοηθήσω». Ξυπνώντας ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος διαπίστωσε ὅτι εἶχε θεραπευθεῖ. Τὸ ἑπόμενο πρωινό, ἔλαβε μέρος στὴ Θεία Λειτουργία καὶ στὸ τέλος διηγήθηκε στὴν κοινότητα τῶν μοναχῶν τὴ θαυματουργικὴ ἐμφάνιση τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου.

Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἔζησε ἀκόμα εἴκοσι ἑπτὰ χρόνια στὸ μοναστήρι ποὺ ἵδρυσε καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1479.

Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ὁσίου τὸ μοναστήρι ἄρχισε νὰ παρακμάζει, παρόλο ποὺ ὁ Ὅσιος δὲν ἔπαψε νὰ τὸ προστατεύει. Μία ἡμέρα ἕνας ὑπηρέτης τοῦ μοναστηριοῦ, ὁ Μᾶρκος, εἶδε στὸν ὕπνο του ἕνα ὅραμα: τὸ μοναστήρι ἔσφυζε ἀπὸ ζωή. Ἕνας στάρετς μὲ ἄσπρα μαλλιά, ποὺ ἦταν Ἐπίσκοπος, εὐλογοῦσε μὲ ἕνα σταυρὸ ὅσους ἐργάζονταν σὲ μία κατασκευή.

Ἕνας ἄλλος στάρετς μὲ μακριὰ γενειάδα ράντιζε μὲ ἁγιασμὸ καὶ ἕνας τρίτος, μετρίου ἀναστήματος καὶ μὲ μαλλιὰ ἀνοιχτὰ καστανά, θυμιάτιζε. Τοὺς παρακολουθοῦσε ἀπὸ μακριὰ ἕνας τέταρτος στάρετς νεαρῆς ἡλικίας. Ὁ τρίτος ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος, ποὺ ἐξήγησε ὅτι οἱ στάρετς ποὺ βοηθοῦσαν, ἦταν ὁ Ἅγιος Νικόλαος καὶ ὁ Ἅγιος Κύριλλος, ἐνῷ ὁ νεαρὸς ποὺ στεκόταν χωριστὰ ἦταν ὁ σκευοφύλακας τοῦ μοναστηριοῦ, ὁ Μάξιμος, ποὺ πρὶν λίγο χρονικὸ διάστημα εἶχε γίνει μοναχὸς καὶ ὁ ὁποῖος στὴν συνέχεια, μετὰ ἀπὸ προφητεία τοῦ Ὁσίου Ἀλεξάνδρου, θὰ γινόταν ἡγούμενος μέχρι τὸ ἔτος 1525 καὶ θὰ καλλιεργοῦσε στὸ μοναστήρι τὴν παλαιά του πνευματικότητα.

 
Μετακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Νικολάου Ἐπισκόπου Ἀχρίδος καὶ Ζίτσης

 


Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Νικολάου Ἐπισκόπου Ἀχρίδος καὶ Ζίτσης τιμᾶται τὴν 5η Μαρτίου. Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονὸς τῆς μετακομιδῆς.

Ὁ Ἅγιος Θεοτιμος Ἐπίσκοπος Ρουμανίας

Ὁ Ἅγιος Θεοτιμος ἦταν Ἐπίσκοπος Τόμεως ἢ Τόμων τῆς Μικρᾶς Σκυθίας κατὰ τὰ τέλη τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ. Οἱ περὶ τὸν Δούναβη κατοικοῦντες βάρβαροι Οὗννοι, θαυμάζοντας τὴν ἀρετὴ τοῦ Ἁγίου, τὸν ὀνόμαζαν θεὸ τῶν Ρωμαίων.

Ὁ Ἅγιος, κατὰ τὸν Ἅγιο Ἱερώνυμο, συνέγραψε σὲ διαλόγους «Ὁμιλίας βραχείας καὶ κομματικᾶς», τῶν ὁποίων ἀποσπάσματα σώζονται στὰ Παράλληλά του Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ.

Ὁ Ἅγιος Θεοτιμος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 407 μ.Χ.

ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΑΤΡΩΝ κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΣΧΑ





 

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...