Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Φεβρουαρίου 28, 2016

TO TPIΩΔIO AΠOTEΛEI MIA ΠPOETOIMAΣIA ANTIΣTAΣHΣ ΣTH ΛOΓIKH TOY KOΣMOY



Του Σεβ. Μητροπολίτου Δημητριάδος κ. Ιγνατίου
Αν και η αυριανή παραβολή του Ασώτου Υιού ίσως και  να είναι η πιο γνωστή του Ευαγγελίου, αν και  πολλοί  ίσως να θεωρούν πως συγκεφαλαιώνει όλο το πνεύμα της νέας  σχέσης του Θεού με τον άνθρωπο, αν και, από τα πρώτα μας σχολικά χρόνια, μάθαμε να τρέφουμε συμπόνια για τον μικρότερο υιό που συντρίβεται, αλλά και συγκίνηση με τον πατέρα που συγχωρεί, φαίνεται πως ο κοντινότερος ρόλος στη δική μας συμπεριφορά είναι ο μεγαλύτερος υιός. Εκείνος που δικάζει και καταδικάζει τον μικρότερο αδελφό του, εκείνος που αρνείται να χαρεί για την επιστροφή του, εκείνος που προτάσσει την ανθρώπινη δικαιοσύνη του πατρικού ελέους και της συγνώμης.

Η σκληροκαρδία του μεγάλου υιού είναι ένα πάθος, που ο Χριστός  στηλίτευσε επανειλημμένως στη συμπεριφορά των Φαρισαίων. Αν υπάρχει όμως κάτι, που κάνει την παραβολή αυτή τόσο διαχρονική, είναι το γεγονός πως η σκληροκαρδία αυτή παραμένει το καταστροφικότερο πάθος της κοινωνίας μας.
Πολλές είναι  οι φορές που οι άνθρωποι χαρακτηρίζουν  την κοινωνία «σκληρή». Στην σκληρότητα όμως αυτή έχουμε όλοι μας μερίδιο ευθύνης. Από τις σχολικές αίθουσες, στις οποίες αναζητείται πάντα ο άριστος και ο αλάνθαστος, μέχρι τα δελτία ειδήσεων, που πάντα βρίσκονται σε ετοιμότητα να εντοπίσουν εκείνον που έσφαλε, που έπεσε, που απέτυχε, διδασκόμαστε να δικάζουμε βιαστικά και οριστικά, χωρίς ποτέ να ενδιαφερόμαστε για κίνητρα ή για μια ενδεχόμενη μεταμέλεια. Τι ειρωνεία όμως!  Ο αμαρτωλός, ο αποτυχημένος, που τόσο συχνά περιφρονούμε, μάς είναι συγχρόνως και απαραίτητος. Τον απεχθανόμαστε, κι όμως μας χρησιμεύει. Τον καταδικάζουμε, αλλά θέλουμε να τον έχουμε και κοντά μας, μπροστά μας, στα πρωτοσέλιδα των καθημερινών εφημερίδων. Γιατί άραγε; Μήπως διότι το κραυγαλέο  λάθος του επισκιάζει τα δικά μας μικρά και καθημερινά λάθη; Μήπως γιατί ο αναμφίβολα ένοχος αθωώνει τα καθημερινά δικά μας κατά συνθήκη ανεκτά μικρά εγκλήματα; Ή μήπως διότι ο καταδικασμένος από Θεό -ποιον Θεό άραγε- και ανθρώπους μας προσφέρει μια ψευδαίσθηση αξίας και μια παρηγοριά στην υποψία πως περάσαμε μια ζωή χωρίς μεγάλες ρήξεις και χωρίς μεγάλες μετάνοιες , ζωή χλιαρότητας, που ο Θεός απεχθάνεται περισσότερο από το κάθε τι;
 Η συγχώρηση αποτελεί έναν από τους ισχυρότερους δεσμούς με τον Θεό μας, τον Θεό της αγάπης. Από πού άλλου μπορεί να ξεκινήσει κανείς τον δικό του πνευματικό αγώνα, αν όχι από τη συγγνώμη προς τον φταίχτη, από εκεί δηλαδή που Εκείνος ξεκίνησε το σχέδιο της σωτηρίας  μας; Κι όμως! Αυτό το πρώτο βήμα μοιάζει να είναι και το δυσκολότερο. Για το γεγονός αυτό ευθύνεται αναμφίβολα η πεσμένη εγωιστική μας φύση, που αντλεί πολλές φορές καταξίωση από την πτώση του άλλου. Ευθύνεται όμως και το πνεύμα του κόσμου, που διδάσκει πως το λάθος του διπλανού είναι η ευκαιρία σου να τον εκτοπίσεις και να καταλάβεις την θέση του.
Η περίοδος του Τριωδίου αποτελεί μια προετοιμασία αντίστασης στη λογική του κόσμου. Όσο πλησιάζουμε προς τα σωτήρια πάθη του Χριστού μας και όσο η καρδιά μας θα προσηλώνεται σ΄ αυτό το πέραν πάσης ανθρώπινης δικαιοσύνης γεγονός, όλο και ευκολότερη θα γίνεται επιλογή μας να μετράμε τον εαυτό μας, όχι με μέτρο τον αμαρτωλό αδελφό μας, αλλά τον αναμάρτητο Λυτρωτή μας. Η κοσμική τακτική είναι εκείνη που μετατρέπει τον άνθρωπο σε άτεγκτο κριτή, ανοικτίρμονα και, τελικά, εξολοθρευτή κάθε μεταμελημένου, που με κόπο πολύ ξαναστήθηκε στα πόδια του και ζητεί μια δεύτερη ευκαιρία. Μια άλλη τακτική όμως, η τακτική του Εσταυρωμένου Υιού και Λόγου του Θεού, μετατρέπει τον άνθρωπο σε οικτίρμονα συμπαραστάτη του κάθε συντετριμμένου συνανθρώπου, κατά μίμηση του αθώου Ιησού, που αίρει την αμαρτία όλων μας. Είναι τότε που η ψυχή πλημμυρίζει από φιλάνθρωπους οικτιρμούς και η καρδιά γίνεται αληθινά έτοιμη να συν-λυπηθεί και να συν-χαρεί με ειλικρίνεια και άδολη  αδελφική αγάπη.
Η περίοδος του Τριωδίου, που ξεκίνησε την περασμένη Κυριακή, κρύβει πολλή χαρά. Όχι  όμως τη χαρά της αποκριάτικης μάσκας, που μας δίνει μια άλλη ταυτότητα, αποκρύπτοντας τα ελαττώματα και τις πτώσεις μας, αλλά τη χαρά της αληθινής αυτογνωσίας, που γκρεμίζει την αλαζονεία και τον κανιβαλισμό προς τον διπλανό μας, μετατρέποντας την κοινωνία σε παράδεισο αποδοχής, αλληλοϋποστήριξης και απέραντης επιείκειας. 
«Δημοκρατία», 27/2/2016

Σάββατο, Φεβρουαρίου 27, 2016

ΑΣΩΤΟΙ ΑΔΕΛΦΟΙ ΜΟΥ ΧΡΟΝΙΑ ΜΑΣ ΠΟΛΛΑ!...

Φωτογραφία του Ηλίας Υφαντής.
Βέβαια γνωρίζω πως οι περισσότεροι από σας που τιμάτε με τη φιλία σας αυτή εδώ τη γωνιά είστε ενάρετοι.
Αλλά, ακούγοντας την παραβολή του Ασώτου, έχω την εντύπωση ότι οι ενάρετοι κινδυνεύουν περισσότερο να μην πάρουν μέρος στο τραπέζι, που κάνει ο Πατέρας, προκειμένου να γιορτάσει την επιστροφή των αμαρτωλών.
Γι' αυτό ας κάνουμε τον κόπο ν' ακούσουμε για μια ακόμη φορά την παραβολή αυτή. Και ίσως επανεκτιμήσουμε τα πράγματα σχετικά με το πόσες ελπίδες έχουμε να κερδίσουμε τη σωτηρία μας, αλλά και ποιους κινδύνους διατρέχουμε μήπως και τη χάσουμε...
Σας παραθέτω στη συνέχεια την ηλεκτρονική διεύθυνση του σχετικού με την παραβολή του Ασώτου κηρύγματος:

Οι αμαρτίες έχουν τον δικό τους θεό..! (Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς).


  
    Οι αμαρτίες έχουν τον δικό τους θεό και αυτός είναι ο διάβολος. Αυτός είναι και ο κύριος δημιουργός τους. Και οι άνθρωποι όταν κάνουν τις αμαρτίες γίνονται συνεργοί του διαβόλου και όχι μόνον αυτό, αλλά και δούλοι και υπηρέτες του. Οι αμαρτίες έχουν το βασίλειο τους, τον κόσμο τους και αυτός είναι η κόλαση. Και αυτός ο γήινος κόσμος μας, με την θεληματική, εκούσια διαβίωσή μας στις αμαρτίες, γίνεται και είναι δικός τους κόσμος. Και τόσο είναι δικός τους, όσο εμείς οι άνθρωποι με ευχαρίστηση κάνουμε τις αμαρτίες. Ο διάβολος έρχεται με την αμαρτία στον γήινο κόσμο μας και τον κατακτά ολοκληρωτικά με τις αμαρτίες που κάνουν οι άνθρωποι. Και με τη βοήθεια των αμαρτιών, ο διάβολος κυβερνά τους ανθρώπους και κυριαρχεί σ’ αυτούς με το θάνατο. Και κάνει τους ανθρώπους «αβοήθητους δούλους» και γίνεται θεός αυτού του κόσμου, «θεός του αιώνος τούτου» (Β’ Κορ. 4,4). Γι’ αυτό το λόγο, ο Κύριος Ιησούς Χριστός ονομάζει το διάβολο κύριο αυτού του κόσμου, «άρχοντα του κόσμου τούτου» (Ιωάν. 12,31, 14,30).

Γι’ αυτό, αυτός ο κόσμος, «ο κόσμος όλος εν τω πονηρώ κείται» (Α’ Ιωάν. 5,19) και ονομάζεται κακός, «πονηρός κόσμος» (Γαλ. 1,4). Και αυτό μέχρι τον ερχομό του Κυρίου Ιησού Χριστού στον κόσμο μας, μέχρι την «ενσάρκωσή Του» και την θαυμαστή «οικονομία» της σωτηρίας. Και η σωτηρία «συνίσταται» στη νίκη του Σωτήρα κατά της αμαρτίας, νίκη κατά του διαβόλου και της δύ­ναμής του, νίκη κατά της παν-δύναμης αυτού δηλαδή του θανάτου. Μέχρι τον Κύριο Ιησού Χριστό και χωρίς Αυτόν και έξω απ’ Αυτόν, οι άνθρωποι «ζούσαν και ζουν» στις αμαρτίες και στους θανάτους. «Περπατούν» μέσα στην αμαρτία και στο θάνατο μέρα και νύκτα, ή ακόμη περισσότερο ζουν μέσα στο βασίλειο αυτού του κόσμου, αφού περπατούν μέσα στις άπειρες νύχτες της αμαρτίας και του θανάτου. Και αυτός ο κόσμος, τον οποίο ο διάβολος κυβερνά, διαμέσου της αμαρτίας, έχει το δικό του τρόπο ζωής, το δικό του περπάτημα, τη δική του ροή, το δικό του δρόμο. Η αμαρτία πέτυχε να γίνει τρόπος ζωής «Μodus νivendi», για τους ανθρώπους αυτού του κόσμου. Όσο αυτή (η αμαρτία) απέκτησε δικαιώματα στον κόσμο αυτό, τόσο πολύ έγινε οικεία, τόσο έγινε ένα με τους ανθρώπους. Και τόσο έγινε ένα, τόσο βαθιά διείσδυσε στον κόσμο αυτό, τόσο προσεταιρίσθηκε την ανθρώπινη φύση, από την πανάρχαια εποχή, ώστε να μην παρουσιάζει κάτι το στιγμιαίο, κάτι το σύντομο, αλλά κάτι το βαθύ, το διαρκές, το αιώνιο, και «όλος ο αιώνας», όλη η «καιρική» αιωνιότητα να είναι διαποτισμένη από αυτή. Σε κάθε περίπτωση η αμαρτία θέλει και επιθυμεί να γίνει σε αυτό τον κόσμο κάτι το αιώνιο, να γίνει πραγματικά η αιωνιότητά του. Γιατί αυτός ο κόσμος «βλέπει» στην αμαρτία τη ζωή του, την «αθανασία» του, την «αιωνιότητά» του.
Έτσι ο άνθρωπος «περιπατεί κατά τον αιώνα του κόσμου τούτου» και αυτό σημαίνει ό,τι αφού ζει με οικεία και διαρκή την φιλαμαρτησία, βλέπει την αμαρτία σαν κάτι το «φυσικό», κάτι το λογικό, κάτι το απαραίτητο και ακόμη περισσότερο, σαν κάτι το «συν-αιώνιο» στον κόσμο αυτό. Στην πραγματικότητα, ζώντας με την αμαρτία ο άνθρωπος θανατώνει τον εαυτό του, θανατώνει κάθε τι το ανώτερο, το άγιο, το ένθεο, το αθάνατο, το αιώνιο και γίνεται ψυχικά νεκρός.
Αλλά το να περιπατεί ο άνθρωπος «κατά τον αιώνα του κόσμου τούτου» σημαίνει και κάτι ακόμη, ότι περιπατεί «κατά τον άρχοντα της εξουσίας του αέρος», ό,τι περιπατεί σύμφωνα με το θέλημα του διαβόλου. Η ανθρώπινη αμαρτία δεν είναι «αυτοδημιούργητη» αλλά εξάγεται, προέρχεται ολόκληρη από τον διάβολο και εξαρτάται από αυτόν. Η αμαρτία είναι καθαρή επινόηση του διαβόλου. Και προσεταιριζόμενοι οι άνθρωποι την αμαρτία, «κοινωνούν» με το διάβολο, γίνονται «θεληματικά» συνεργοί του.

(Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, «Προς Εφεσίους Επιστολή Απ. Παύλου», εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσ/νίκη, σ.76-78)
πηγή

Γεώργιος Πατρώνος: "Κήρυγμα στην Κυριακή του Ασώτου"


Εισαγωγικά
Η παραβολή του ασώτου, που ακούσαμε σήμερα από το ευαγγελικό Ανάγνωσμα, θεωρείται, ως γνωστόν, από τα ωραιότερα κείμενα της παγκόσμιας φιλολογίας.
Μας θυμίζει παράλληλα την κλασική διήγηση της περιπέτειας του Οδυσσέα από την ελληνική μυθολογία που απομακρύνεται από την Ιθάκη του για να ανδρωθεί και να γίνει σοφότερος από πριν. Πρόκειται για την αιώνια περιπέτεια του ανθρώπου, μέσα στο χρόνο και την ιστορία, να εγκαταλείπει πάντα, τη βεβαιότητα και την ασφάλεια, και να αναζητάει το ανέφικτο και το όνειρο, και στο τέλος σοφότερος απ' αυτή την περιπέτεια της ζωής του να επιστρέφει στην πατρώα οικία και στις βασιλικές του ρίζες, όπου τελικά και αναπαύεται.

Ο αιώνιος αυτός μύθος εκφράσθηκε τόσο γλαφυρά και ρεαλιστικά από τις δύο μεγάλες παραδόσεις της Μεσογείου, από την ποιητική έμπνευση της ελληνικής σοφίας και την αποκαλυπτική γραφίδα του ιουδαϊκού στοχασμού. Αξίζει, νομίζω, να προσεχθεί ιδιαίτερα η αγιογραφική παράδοση του ασώτου υιού, για να ξεδιπλωθεί μπροστά μας η γόνιμη περιπέτεια του ανθρώπου, που ενώ στην αρχή φαίνεται αρνητική στο τέλος παρουσιάζεται αναπόφευκτη και αναγκαία, ώστε ο άνθρωπος στις υπαρξιακές του αναζητήσεις να μη χαθεί αλλά να φτάσει στην επιθυμητή πνευματική του άνδρωση και ενηλικίωση.

1. Η αιώνια τάση των νέων για φυγή και ενηλικίωση
Η παραβολή του ασώτου κατ' αρχήν φαίνεται να επικεντρώνει την προσοχή στα αρνητικά αποτελέσματα της επανάστασης και φυγής του νεότερου υιού από την πατρική κηδεμονία. Ο νεότερος γιός της οικογενείας αισθάνεται να ασφυκτιά στην πατρογονική του γη, να ενοχλείται από την παρουσία του πατέρα του και του πρεσβύτερου αδελφού του και να θέλει να απαλλαγεί από όλα εκείνα που τον έδεναν στο πατρικό σπίτι και τον έκαναν να αισθάνεται πάντα ότι είναι ο μικρότερος και ότι του επιβαλλόταν μια μόνιμη υπακοή και υποταγή.

Είναι ενδεικτική εδώ η απουσία της μητέρας ή κάποιας αδελφής. Η γυναίκα στην ιουδαϊκή παράδοση είναι σχεδόν πάντοτε απούσα ή σιωπούσα. Η γυναίκα ποτέ δεν κάνει επανάσταση. Η γυναίκα ποτέ δεν φεύγει. Η γυναίκα είναι η ρίζα, η παράδοση, η γη που γονιμοποιείται και τρέφει την ζωή. Ο κάθε γιος ποτέ δεν επαναστατεί ενάντια στη μητέρα του και δεν ξεκόβει από την πατρώα γη. Σε αυτήν πάντα επιστρέφει. Αυτή τον τρέφει. Το ίδιο συμβαίνει και στον Οδυσσέα της ελληνικής μυθολογίας. Η Ιθάκη του παραμένει το όνειρο και το όραμα της ζωής του, σε αυτήν και πάλι θα επιστρέψει για να σωθεί και να αναπαυθεί, άνδρας ώριμος πλέον.

Ο νεότερος γιος της παραβολής φεύγει, παίρνοντας μαζί του την πατρική περιουσία που του ανήκει, για να γνωρίσει άλλους λαούς και νέους κόσμους. Ο σκοπός αρχικά σωστός. Η φυγή έχει πολλές φορές μια θετική προοπτική. Εκεί, όμως, «εις χώραν μακράν, διεσκόρπισε την ουσίαν ζων ασώτως». Αυτό είναι το αναπάντεχο αλλά και το αναμενόμενο. Ο νέος τα βλέπει όλα θετικά στην αρχή. Το αρνητικό έρχεται αναπάντεχα, τον αιφνιδιάζει και είναι φορές που τον τσακίζει. Εκεί ακριβώς παίζεται το παιχνίδι της ζωής, στη θέληση και τη δύναμη να αντιδράσει θετικά, να έρθει «εις εαυτόν» και να πάρει τις σωστές αποφάσεις.

Μέσα σ' αυτή τη διαδικασία και την αλληλουχία των γεγονότων, της φυγής, της περιπέτειας, της γνώσης της ζωής, της απογαλάκτισης και της άνδρωσης, φτάνει κανείς σε ένα τέλος, αρκεί το τέλος να είναι η πατρική οικία και η Ιθάκη του. Εξάλλου, η πνευματική ζωή δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια διαρκής πνευματική περιπέτεια.

Οι νέοι πάντα φεύγουν. Η περιπέτεια είναι στο αίμα τους. Θέλουν να απομακρυνθούν από αυτό που ζουν και ξέρουν, να αναζητήσουν νέους κόσμους, να αποκτήσουν νέες εμπειρίες. Είναι αδιανόητο και αφύσικο να μην επιδιώξουν να αμφισβητήσουν το παρελθόν, να αποστασιοποιηθούν από την παράδοση των παλιότερων γενεών, να μην αναζητήσουν να φτιάξουν τον δικό τους κόσμο. Βέβαια σ' αυτή την προσπάθεια αναγκαίο είναι το ξόδεμα της πατρικής περιουσίας. Αυτό είναι το σύνηθες. Δεν υπάρχει περίπτωση που ένα νέο παιδί να μην χαρακτηρισθεί απείθαρχο, να μη μας αιφνιδιάσει με τις αποφάσεις του, να μην μας κάνει να πονέσουμε με τον αποχαιρετισμό του και τη φυγή του. Η ιστορία πάντα έτσι κινείται και διαμορφώνεται, με θετικές και αρνητικές αποφάσεις, με την υπακοή και την πειθαρχία του πρεσβύτερου υιού, με την επανάσταση και την «ασωτεία» του νεότερου. Αρκεί στον ορίζοντα να μη χαθεί η Ιθάκη.


2. Η προβληματική στάση του πρεσβύτερου υιού
Από την άλλη πλευρά έχουμε τη συμπεριφορά του πρεσβύτερου γιου. Στην παραβολή παρουσιάζεται να είναι αυτάρκης, να προβάλει την υπεροχή του έναντι του μικρότερου αδελφού, να υπερτονίζει την πιστότητά του και τη συνέπεια στα οικογενειακά καθήκοντά του. Σκοπός είναι να μειώσει την στάση και την θέση του μικρότερου αδελφού του και να διεκδικήσει υψηλή κληρονομιά, ως αμοιβή των πράξεών του και των αρετών του. Αυτή η εικόνα επαναλαμβάνεται πανομοιότυπα σχεδόν πάντοτε.

Πάντοτε οι πρεσβύτεροι είναι καλύτεροι και αυτοί έχουν πάντα δίκιο. Ο πρεσβύτερος εκφράζει τον συνεπή θρησκευτικό άνθρωπο, τον πειθαρχημένο και δίκαιο, που η ζωή του αισθάνεται να καταξιώνεται εξαιτίας της περιπέτειας του ασώτου της παραβολής. Σχεδόν ο πρεσβύτερος φαίνεται να εύχεται την απώλεια του νεότερου. Η αρετή γι' αυτόν αποκτάει νόημα από την ύπαρξη του κακού. Γι' αυτό πολλές φορές με την αρνητική του στάση παρακινεί και ωθεί τον νεότερο στο δρόμο και στην περιπέτεια της ασωτίας.

Έτσι αιτιολογείται η δυσαρέσκειά του για την επιστροφή του ασώτου. Δεν χαίρεται την επιστροφή του χαμένου αδελφού, δεν επαινεί τη μετάνοιά του, γιατί ποτέ δεν την περίμενε και ποτέ δεν ευχόταν γι' αυτήν. Και τώρα που επέστρεψε ο μικρός αδελφός απέχει προκλητικά από τη χαρά και τις εκδηλώσεις της οικογενειακής γιορτής. Τώρα είναι απών αυτός στη πιο κρίσιμη στιγμή και παρών είναι ο άσωτος.

Η εικόνα αυτή μας θυμίζει και την αρνητική στάση του Φαρισαίου της προηγούμενης Κυριακής, του θρησκευτικού εκείνου «τέλειου» ανθρώπου, που προσπαθεί να εξουθενώσει με κάθε τρόπο κοινωνικά και θρησκευτικά τον αμαρτωλό τελώνη. Όπως όμως τότε δικαιώθηκε στο τέλος ο τελώνης από τον Θεό, έτσι και τώρα δικαιώνεται από τον πατέρα ο άσωτος υιός.

Φαίνεται πως ο πρεσβύτερος με τη στάση του και τη συμπεριφορά του, με τον περίεργο απαιτητικό του ρόλο, εξανάγκασε τελικά τον νεότερο αδελφό να απομακρυνθεί από το σπίτι τους με σκοπό να ιδιοποιηθεί και να κληρονομήσει την τεράστια πατρική περιουσία. Το κακό έχει πάντα την αιτιολογία του. Κανένας δεν γεννιέται άσωτος. Γίνεται άσωτος μέσα στους συσχετισμούς της ζωής.

3. Η τραγική εμπειρία της ζωής «εις χώραν μακράν»
Παραταύτα και ανεξαρτήτως των αιτίων της φυγής, η ζωή «εις χώραν μακράν» της πατρικής οικίας και παρουσίας έχει και την τραγική της όψη. Είναι μια πικρή εμπειρία με φοβερές πολλές φορές συνέπειες. Δεν είναι τόσο η κατασπατάληση της πατρικής «ουσίας», όσο η εμπειρία της νεανικής ασωτίας, που μπορεί να καταστρέψει μια ζωή.

Οι λανθασμένες επιλογές, τα προσωπικά λάθη, είναι μια εμπειρία που βαθαίνουν τη ζωή και μας κάνουν σοφότερους, αν οδηγήσουν στη μετάνοια και στην επιστροφή. Αν όμως επιμείνουμε να ζούμε «εις χώραν μακράν» τότε οι αρνητικές συνέπειες είναι ραγδαίες και καταστροφικές. Η εικόνα του μικρότερου υιού στη χώρα της ασωτίας είναι φριχτή. «Διεσκόρπισε την ουσίαν αυτού ζων ασώτως» και κατά συνέπεια κινδυνεύει η ζωή του από τον «ισχυρόν λιμόν» που ενέσκυψε. Ξενιτεία δεν σημαίνει πλουτισμός, σημαίνει συνήθως «λιμός» στην πιο ουσιαστική υπαρξιακή έννοια. Βιώνει μια ζωή ατελέσφορη. Χάνει το κύρος και το όνομα που είχε, στερείται τα πάντα και υποδύεται τον χοιροβοσκό. Από κληρονόμος πλουσίου πατέρα επιθυμεί τώρα να γίνει ένας έσχατος μισθωτός. Γυμνός, ασθενής, συντετρημένος και περιφρονημένος, περιφέρει «εις χώραν μακράν» την αποτυχία του και την ασωτία του. Άλλη λύση δεν υπάρχει, ή ο επικείμενος θάνατος ή η επιστροφή.

Η παραβολή καταλήγει στην επιστροφή. Ο λόγος του Θεού ποτέ δεν είναι αρνητικός. Μέσα στα υπαρξιακά και ιστορικά αδιέξοδα προβάλλει η αχτίδα της πατρικής αγάπης. Αυτό είναι το σταθερό σημείο και το σταθερό δεδομένο της παραβολής. Από κει ξεκινάει η έξοδος, παρεμβαίνει η σκληρή εμπειρία της ασωτίας, και προβάλλει ως πρόκληση και πρόσκληση η αναγκαιότητα της επιστροφής. Ποτέ δεν μπορούμε να φαντασθούμε έναν Οδυσσέα που παραμένει παθολογικά στην ιστορική του περιπλάνηση. Η Οδύσσεια καταξιώνεται με την επιστροφή του Οδυσσέα στην Ιθάκη του, να καταπολεμήσει ως άνδρας πλέον τους μνηστήρες της γυναίκας του και της βασιλείας του. Ο άσωτος κινδυνεύει με θάνατο αν παραμείνει στην ξένη γη και χώρα, αν δεν επιστρέψει στην οικία του πατρός, στην πατρική αγκάλη.

Η παραβολή καταξιώνει τελικά τον άσωτο υιό. Δεν επαινείται ο πρεσβύτερος για τη στάση του, αλλά ο νεότερος για τις επιλογές του. Και αυτό είναι, πράγματι, ένα θρησκευτικό σκάνδαλο. Η επιβράβευση, ασφαλώς, δεν γίνεται για την επανάστασή του ή για την ασωτία του, αλλά για την μετάνοια και την επιστροφή του. Ο πρεσβύτερος τίθεται υπό κριτικήν όχι ασφαλώς για τη συνέπεια στις υποχρεώσεις του ή για την πιστότητά του στις οικογενειακές αρχές, αλλά για τη σκληροκαρδία του και για την έλλειψη κατανόησης και αγάπης προς τον αδελφό του.

Γι' αυτό η παραβολή επελέγη από την Εκκλησία να αναγιγνώσκεται κατά την περίοδο αυτή εν όψει της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και των γεγονότων του Πάσχα, ως πρόσκληση για μετάνοια και επιστροφή, κατά τον τύπο του ασώτου υιού. Τελικά όλοι μας είμαστε λίγο - πολύ άσωτοι, όλοι μας έχουμε κάνει τις επαναστάσεις μας και τις εξόδους μας, όλοι έχουμε την εμπειρία της προσωπικής πνευματικής μας περιπέτειας. Αυτό είναι δεδομένο. Το ζητούμενο είναι αν θα επιστρέψουμε και πάλι στη δικιά μας Ιθάκη και στη δική μας πατρογονική χώρα.

Επίλογος
Στην παραβολή του Κυρίου δεν αποσιωπάται, και αυτό ας το επισημάνουμε κάποια φορά, και να τονίσουμε μια σκληρή και ανομολόγητη πραγματικότητα, ότι δηλαδή ο άσωτος υιός δεν είναι πάντα το παιδί κάποιας διαλυμένης οικογένειας ή οικογένειας χαμηλής οικονομικής και κοινωνικής τάξης. Οι άσωτοι δεν είναι πάντοτε περιθωριακά παιδιά ή αλητάκια της φτωχογειτονιάς. Μπορεί να είναι και γόνοι αριστοκρατικών οικογενειών ή παιδιά θρησκευτικών και ενάρετων γονέων. Όπως συμβαίνει με την περίπτωση του ασώτου της παραβολής. Θα ήταν υποκρισία εάν πιστεύουμε το αντίθετο. Η κοινωνία μας ιδιαίτερα κραυγάζει για τις περιπτώσεις αυτές. Η ασωτία είναι σήμερα φαινόμενο μάλλον της υψηλής κοινωνίας, παρά των χαμηλών στρωμάτων, που τα παιδιά αυτά εργάζονται σκληρά για την επιβίωσή τους.

Ένα άλλο σημαντικό δίδαγμα που βγαίνει από την παραβολή αυτή είναι, ότι το ενδιαφέρον τελικά δεν επικεντρώνεται ούτε στην αποστασία ούτε στη μετάνοια και επιστροφή του ασώτου. Το μεγάλο μήνυμα βρίσκεται στο γεγονός της πατρικής αγάπης και στη δυνατότητα επιστροφής, αφού η πατρική οικία παραμένει ακόμη γι' αυτόν ανοιχτή. Η επιστροφή από τη χώρα της ασωτίας, από τη γη της Αιγύπτου και της Φαραωνικής δουλείας, δεν θα είχε νόημα εάν δεν υπήρχε δυνατότητα υποδοχής από τον πατέρα στη γη της Επαγγελίας. Όπως ο παλιός Ισραήλ εξέρχεται από την Αίγυπτο, πορεύεται μέσα στην περιπέτεια και τους πειρασμούς της ερήμου, αλλά υπάρχει η γη της επαγγελίας, έτσι και τώρα ο άσωτος υιός βρίσκει ανοιχτή την είσοδο της πατρικής οικίας. Και αυτό δεν πρέπει να θεωρείται πάντοτε δεδομένο.

Υπάρχει και η άλλη σκληρή πραγματικότητα. Συχνά οι επιστροφές δεν γίνονται αποδεκτές. Η πατρική οικία και αγκάλη είναι ερμητικά κλειστές και η μορφή της ασωτίας κορυφώνεται στην αποπομπή και στην τραγική απόρριψη. Πολλές φορές οι κοινωνίες, ιδιαίτερα οι ενάρετες, είναι κλειστές. Η αγκάλη του πατέρα της παραβολής, όμως, είναι ανοιχτή. Συνεχίζει να αγαπά, ελπίζει και προσμένει. Αυτό είναι το ζητούμενο και το θαυμαστό της παραβολής. Η αγάπη και η κατανόηση του πατέρα είναι πρόσκληση διαρκείας για επιστροφή. Η αγάπη και το έλεος του Θεού είναι από τα μεγάλα δεδομένα της ζωής. Αυτό που αναμένεται πλέον είναι η δικιά μας μετάνοια και επιστροφή.

-------------------------------------------------------
πηγή: Γ. Π. Πατρώνου, ομοτιμ. Καθηγητού Παν/μίου Αθηνών, «Κήρυγμα και Θεολογία», τ. Β΄, εκδ. Αποστολική Διακονία

Ἡ Παραβολή τοῦ Ἀσώτου -Ἀρχιμανδρίτης Ἀντώνιος Ρωμαῖος


 



Ἡ παραβολή αὐτή εἶναι ἡ διατύπωση τῆς πιό μεγάλης καί τῆς πιό ὁλοκληρωμένης καμπύλης πού διαγράφει ἡ ἀνθρώπινη ἀσωτεία.

Μέσα σ' αὐτήν τήν παραβολή ὁ Κύριος μᾶς δίνει νά κατανοήσουμε ὅλες τίς συντεταγμένες τῆς ἀνθρώπινης ἀσωτείας. Καί ὁ πρῶτος υἱός ὁ νεώτερος, θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι εἶναι τό σύμβολο τῆς ὁρατῆς, τῆς ἐμφανοῦς ἀσωτείας, ἐνῶ ὁ πρεσβύτερος υἱός εἶναι τό σύμβολο τῆς ἀφανοῦς ἀσωτείας.

Τό 15ον κεφάλαιον τοῦ κατά Λουκᾶν Εὐαγγελίου, περιλαμβάνει καί ἄλλες παραβολές, ὅπως τοῦ «ἀπολωλότος προβάτου», «τῆς ἀπωλεσθείσης δραχμῆς», τήν ὁποία ἀκολουθεῖ αὐτή τοῦ 'Ασώτου υἱοῦ. Μέ αὐτήν τήν παραβολή ὁ Κύριος ἀπαντοῦσε στούς ἐπικριτές Του, γιατί ἦταν «φίλος τελωνῶν καί ἁμαρτωλῶν».

Ἄς πάρουμε τά πράγματα μέ τή σειρά:

Ὁ Πατέρας ἔχει δυό παιδιά. Εἶναι χαρακτηριστικό σύμβολο ὅτι τή θέση τοῦ Πατέρα παίρνει ὁ Θεός. Τά δυό παιδιά εἶναι οἱ δύο βασικές κατηγορίες τῶν ἀνθρώπων: Αὐτοί πού θέλουν νά ζοῦν χωρίς τό Θεό καί αὐτοί πού θέλουν νά ζοῦν «ἐν Θεῷ». Στήν παραβολή βέβαια ἔχουμε τό προβάδισμα τοῦ νεώτερου Υἱοῦ, ὁ ὁποῖος ζητάει ἀπό τόν Πατέρα τήν περιουσίαν πού τοῦ ἀνήκει. Ὁ Κύριος λέει ὅτι ὁ Πατέρας «διεῖλεν αὐτοῖς τόν βίον». Δέν λέει ὅτι ἔδωσε στό μικρό Υἱό αὐτό πού τοῦ ἀνῆκε, ἀλλά λέει ὅτι ἔδωσε καί στά δυό παιδιά, αὐτό πού τούς ἀνῆκε.

Ἐδῶ ἀκριβῶς ἔχουμε τή θεολογική τοποθέτηση ὅτι, ὁ Πανάγαθος Πατέρας ὅλων τῶν ἀνθρώπων προικίζει μέ τά ἴδια προσόντα ὅλους τούς ἀνθρώπους. Δίνει σέ ὅλους τό αὐτεξούσιο, τήν ἐλευθερία, δίνει τά ψυχικά, τά σωματικά καί τά πνευματικά χαρίσματα, δίνει τίς δυνατότητες -πάντοτε μέσα σέ κάποιο περιβαλλοντικό πλαίσιο, σέ κάποια χωροχρονική συντεταγμένη- δίνει τίς προϋποθέσεις στόν ἄνθρωπο νά ὑπάρξει καί νά λειτουργήσει τήν ὕπαρξή του, τήν προσωπικότητά του, μέ αὐτεξουσιότητα καί ἐλευθερία.

Ὁ ἕνας λοιπόν Υἱός παίρνει τήν περιουσία του καί φεύγει μακριά καί ἐκεῖ τήν διασκορπίζει μέ ζωή ἄσωτη, σπάταλη, ἁμαρτωλή.

Δέν μᾶς λέει ἡ παραβολή τί ἔκανε ὁ Πρεσβύτερος, ἀλλά ἀπό τήν ἐξέληξι τῆς διη γήσεως εἶναι σαφές ὅτι, ἐφόσον τοῦ ἐδόθη ἡ περιουσία τήν πῆρε, ἀλλά δέν θέλησε νά ἀποχωριστεῖ ἀπό τόν Πατέρα. Κράτησε ὁ δεύ τερος Υἱός τήν θέση πού εἶχε στήν οἰκογένεια καί νομιμόφρων, ὑποτατεταγμέ νος, ἐργατι κός καί ἐπιμελής συνέχισε νά ζεῖ μέ τόν Πατέρα στό ἴδιο σπιτικό.

'Ενῶ ὅμως φαίνεται ἀπό τήν παραβολή ὅτι ὁ νεώτερος Υἱός φεύγει καί χωρίζεται ἀπό τόν Πατέρα, ὁ Πρεσβύτερος Υἱός δημιουργεῖ ἕναν ἄλλο χωρισμό πού δέν φαίνεται.

Ὁ Πατέρας παράλληλα δείχνει πώς ζεῖ τόν πόνο τοῦ χωρισμοῦ τοῦ νεώτερου Υἱοῦ, πώς πονάει, ἐνδιαφέρεται καί προσδοκᾶ τήν ἐπιστροφή του.

Ὁ Πρεσβύτερος Υἱός, ὅπως διαφαίνεται στή συμπεριφορά του στό τέλος τῆς παραβολῆς, ἀπορρίπτει τόν νεώτερο Υἱό. Ἀπορρίπτει τόν ἀδελφό του, τόν ξεχνάει. Ἀρχίζει νά διαφοροποιεῖ τήν συμπεριφορά του ἔναντι τοῦ ἀδελφοῦ του. Δέν συμβαδίζει μέ τόν Πατέρα στά αἰσθήματα, στό σεβασμό τῆς προσωπικότητας, στήν ἀγάπη. Κι αὐτός ὁ χωρισμός δέν φαίνεται. Αὐτή εἶναι ἡ πρώτη μορφή τῆς κρυφῆς ἀσωτείας.

Εἶναι ἀσωτεία τό ὅτι ὁ πρεσβύτερος Υἱός δέν τρέφει τά αἰσθήματα, τή σκέψη, τά φρονήματα, τή λαχτάρα, τήν ἀγωνία, τήν ἀγάπη γιά τόν ἀδελφό του. Ὅλα αὐτά δηλαδή πού τρέφει ὁ Πατέρας γιά τό νεώτερο παιδί Του.

Ὁ ἄνθρωπος χωρίς τό Θεό ἀρχίζει νά ζεῖ τή ζωή του, νά ὑπάρχει γιά τήν ἡδονή, νά τρυγᾶ τόν καρπό της μέχρι τό τέλος καί νά ἐξαντλεῖ τίς ψυχοσωματικές του δυνάμεις σ' αὐτό τό κυνηγητό τῆς ἡδονῆς. 'Εξαχρειώνεται καί βάζει τόν ἑαυτό του στήν κατάσταση τοῦ ὑποβαθμισμένου ὄντος, ἀκόμα πιό κάτω καί ἀπό τά ζῶα. Δέν ἔχει τή δυνατότητα νά φάει οὔτε τήν τροφή τῶν ζώων πού βόσκει.

Ὅλα αὐτά εἶναι συμβολικά καί φανερώνουν ἀκριβῶς ὅτι ὁ ἄνθρωπος πού κυνηγάει τήν ἡδονή εὐτελίζεται, μειώνεται διαρκῶς μέχρι πού ἄν δέν μετανοήσει καταστρέφεται.

«Δαπανήσαντος δέ αὐτοῦ τά πάντα... οὐδείς ἐδίδου αὐτῷ...». Μέχρι ἐδῶ διαγράφεται σ' αὐτούς τούς στίχους ὅλη ἡ ἐξαχρείωση τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας, ἡ ὁποία θέλει νά ζήσει μακριά ἀπό τό Θεό, μέ τήν σπατάλη τῶν χαρισμάτων, σέ μιά «φιλία» μέ τούς ἀνθρώπους. Φιλία πού δέν εἶναι τίποτα ἄλλο παρά παράχρηση ἤ κατάκριση τοῦ ἑνός ἀπό τόν ἄλλο. Αὐτή ἡ φιλία δέν εἶναι βοηθητική, εὐφρόσυνη. Προκαλεῖ εὐχαρίστηση στά αἰσθητήρια, ἀλλά δέν εὐφραίνει πνευματικά, δέν παραμένει μετά ἀπό αὐτές τίς παραχρήσεις καί καταχρήσεις, δέν ἀφήνει τίποτα πού νά γεμίζει τόν ἄνθρωπο.

Ὁ Πρεσβύτερος Υἱός φαίνεται -ἀπό τήν εἰκόνα πού μᾶς δίδεται στό τέλος- ὅτι εἶναι ἄνθρωπος τοῦ μόχθου, τῆς νομιμότητας, τῆς ὑποταγῆς στό Θεό. Διατηρεῖ ἐπίσης μέσα του τήν ἐπιθυμία τῆς ἀπολαύσεως, τὴς εὐφροσύνης, ἀλλά δέν τήν φανερώνει. Δέν τήν ἀνακοινώνει. Δέν τήν διεκδικεῖ. Δέν ζητάει τίποτα ἀπό τόν Πατέρα. Τήν στερεῖται φαινομενικά ἑκουσίως· ἀλλά μέσα του τήν κρατάει ὁλοζώντανη. Εἶναι κάτι πού τό ζῆ ἔξω ἀπό τή σχέση Του μέ τόν Πατέρα. Ἐδῶ διαφαίνεται μιά ἄλλη πλευρά τῆς ἀσωτείας.

Εἶναι «ἀσωτεία» τό νά κρατᾶμε ἐπιθυμίες, θελήματα, δικαιώματα, σκέψεις, πού δέν τολμᾶμε νά ἀνακοινώσουμε στό Θεό Πατέρα, πού δέν μποροῦμε νά τά κάνουμε προσευχή.

Κι αὐτή ἡ ἀσωτεία εἶναι πολύ βαθιά μέσα μας, πού μᾶς ἐξαχρειώνει χωρίς νά τό καταλαβαίνουμε. Ἐνῶ ἡ ἄλλη πλευρά τοῦ νεώτερου Υἱοῦ εἶναι τόσο φανερή καί κραυγαλέα.

Ὁ Πρεσβύτερος Υἱός ζῆ ἔντονα αὐτή τήν κατάσταση, «τοσαῦτα χρόνια δουλεύω σοι...» κι αὐτό φανερώνεται μέ τό λόγο του. Ὄχι μόνον λοιπόν ἔχει ζωντανή αὐτή τήν ἐπιθυμία, ἀλλά μέσα στήν ἀπομόνωσή του, μέσα στήν αὐτονόμησή του τήν κρυφή, κάνει αὐτή τήν ἐπιθυμία κριτήριο γιά νά ἀναπτύξει τήν ἐπιθετικότητα ἐναντίον τοῦ Θεοῦ Πατέρα, ὅταν ἀργότερα 'Εκεῖνος θά δείξει τή στοργή Του στόν νεώτερο Ἄσωτο Υἱό πού ἐπιστρέφει.

Κυριακὴ τοῦ Ἀσώτου Anthony Bloom





Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ξανὰ καὶ ξανὰ ἔχω τὴν εὐκαιρία νὰ μιλῶ γιὰ τὴν Παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου Υἱοῦ, τὴν ἱστορία τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου, καὶ κάθε φορὰ παρατηρῶ πόσο εὔκολο εἶναι αὐτὸ γιὰ μένα –ὄχι πραγματικά, ἀλλὰ φανταστικὰ - νὰ ταυτιστῶ μὲ τὸν ἁμαρτωλὸ ποὺ βρῆκε τὸν δρόμο του γιὰ τὸν Θεό, τὸν τελώνη ποὺ στάθηκε συντετριμμένος στὴν εἴσοδο τοῦ ναοῦ, ἀνίκανος ἀκόμα καὶ νὰ βαδίσει πρὸς τὸν ἱερὸ τόπο τοῦ Θεοῦ, ἢ μὲ τὸν Ἄσωτο Υἱό, ποὺ παρὰ τὴν βαριὰ ἁμαρτία του, τὴν ἀπίστευτη ἀναισθησία, τὴν σκληρότητά του, βρῆκε τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς στὴν πατρικὴ ἑστία.

Ἀλλὰ πόσο σπάνια μὲ συγκίνησε, ἔστω βιαστικά, ἡ μοίρα τοῦ Φαρισαίου, ἀπὸ τὴν μοίρα τοῦ μεγαλύτερου ἀδελφοῦ – ὅμως ὁ Θεὸς δὲν καταδίκασε κανέναν ἀπὸ τοὺς δύο. Εἶπε γιὰ τὸν τελώνη: Καὶ αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος πῆγε στὸ σπίτι του περισσότερο συγχωρεμένος, περισσότερο ἐλεημένος ἀπὸ τὸν ἄλλο. Δὲν εἶπε ὅτι ὁ Φαρισαῖος πῆγε χωρὶς νὰ τὸν συνοδεύει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὅτι ὁ Θεὸς ξέχασε τὴν πίστη του, τὴν αἴσθηση τῆς ὑπακοῆς πρὸς τὸ καθῆκον.

Καὶ πάλι σήμερα βρισκόμαστε πρόσωπο μὲ πρόσωπο μὲ τὸν μεγαλύτερο ἀδελφό. Ὅλη τὴ ζωὴ του εἶχε ζήσει στὸ πλευρὸ τοῦ πατέρα, ὅλη τὴ ζωὴ του μεριμνοῦσε γιὰ τὶς ὑποθέσεις τοῦ πατέρα του –εἶχε δουλέψει σκληρά, μὲ πίστη, ξεχνώντας τὸν ἑαυτό του, χωρὶς νὰ δίνει σημασία στὴν κούραση, χωρὶς νὰ ζητᾶ καμιὰ ἀνταμοιβή, γιατί αἰσθανόταν ὅτι ἔκανε τὸ σωστό. Στὴν πραγματικότητα ὑστεροῦσε σὲ κάτι: τοῦ ἔλειπε ἡ ζεστασιά, ἡ τρυφερότητα, ἡ χαρὰ γιὰ τὸν πατέρα. Ἀλλὰ ὑπάρχει κάτι ποὺ ἐντυπωσιάζει τόσο σ΄ αὐτὸν - ἡ πίστη του· παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ καρδιά του δὲν ἦταν φλογερή, παρέμεινε πιστός. Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν ἔλαβε καμιὰ φανερὴ ἀνταμοιβὴ ἢ ἀναγνώριση παρέμεινε πιστὸς κι ἐργαζόταν σκληρά.

Πόσο σκληροὶ εἴμαστε ὅταν σκεφτόμαστε ὅτι τοῦ ἀξίζει λίγη ἀπ’ τὴν συμπάθειά μας· ἀλλὰ πόσο λίγοι ἀπὸ ἐμᾶς μποροῦν νὰ εἶναι τόσο πιστοί, τόσο τέλεια καὶ σταθερὰ ὑπάκουοι στὸ κάλεσμα τοῦ καθήκοντος ὅπως αὐτὸς ὅταν δὲν βρίσκουμε ἀνταπόδοση, ὅταν δὲν ἀκοῦμε ἕναν ἐνθαρρυντικὸ λόγο, ὅταν δὲν παίρνουμε τὴν παραμικρὴ ἀμοιβὴ ὅπως ἔκανε ὁ πατέρας ὅσον ἀφορᾶ τὸν μεγαλύτερο υἱό, ἐπειδὴ οἱ γύρω μας, αὐτοὶ τοὺς ὁποίους ἐξυπηρετοῦμε, ποὺ δουλεύουμε σκληρά, ποὺ τὸ συμφέρον τους βρίσκεται ἀκριβῶς στὸ κέντρο τῆς ζωῆς μας, τὸ θεωροῦν δεδομένο. Δὲν εἶναι φυσικό; Δὲν εἶναι γιός μου; Δὲν εἶναι πατέρας μου; Δὲν εἶναι ἀδελφός μου; Σύζυγός μου; Φίλος μου; Δὲν σημαίνουν ὅλα αὐτὰ μία συνολικὴ δίχως ὅρια ἀφοσίωση ποὺ εἶναι ἡ δική του ἀνταμοιβή;

Πόσο σκληροὶ γινόμαστε συχνὰ στοὺς γύρω μας ποὺ τοὺς βάζουμε στὴν θέση τοῦ μεγαλύτερου ἀδελφοῦ- ποὺ ποτὲ δὲν ἀναγνωρίζουμε καὶ ποὺ πάντοτε περιμένουμε νὰ κάνουν τὸ σωστό, ἀδιαμαρτύρητα καὶ τέλεια.

Στὴν πραγματικότητα ὁ ἄσωτος υἱὸς εἶχε ζεστὴ καρδιά, εἶχε ἐπιστρέψει μὲ ραγισμένη καρδιά, ἕτοιμος νὰ ἀλλάξει, ἐνῶ ὁ ἄλλος μποροῦσε μοναχὰ νὰ συνεχίσει, νὰ περπατήσει τὴν πικρὴ πορεία του μὲ τὴν ἀμφιταλαντευόμενη πίστη του· ἐκτὸς ἂν ἀντιμετωπίζοντας τὴν συμπόνια τοῦ πατέρα, ἐκτὸς ἂν καταλάβαινε τί σήμαινε ὅτι ὁ μικρότερος ἀδελφός του ἦταν στὴν πραγματικότητα νεκρὸς καὶ ξανάζησε, ὅτι εἶχε ἀληθινὰ χαθεῖ καὶ βρέθηκε.

Ἂς σκεφθοῦμε τὸν ἑαυτό μας. Ἔχουμε ὅλοι κάποιον γύρω μας ποὺ τοῦ φερόμαστε μὲ τὴν ἴδια ψυχρότητα, ποὺ θεωροῦμε ὅτι εἶχε ὁ μεγαλύτερος υἱός, ἀλλὰ ὅλοι μας ἔχουμε κάποιον πρὸς τὸν ὁποῖο φερόμαστε ἐξίσου περιφρονητικὰ καὶ σκληρὰ ὅπως φερόταν ὁ μεγαλύτερος υἱὸς στὸν μικρότερο ἀδελφὸ ποὺ εἶχε ξεγράψει, ποὺ δὲν ἦταν ἀδελφὸς γιὰ κεῖνον· ποὺ εἶχε φανεῖ ἀγνώμων πρὸς τὸν πατέρα, ποὺ ἦταν ἀσυγχώρητος. Κι ὅμως, ἐκεῖ βρισκόταν ὁ πατέρας, τὸ θύμα τῆς ἀπόρριψης τοῦ υἱοῦ του, τὸ θύμα τῆς ἐλαφρόμυαλης συμπεριφορᾶς του, τῆς σκληρότητάς του, ποὺ τὸν συγχώρησε τρυφερὰ καὶ ὁλόψυχα.

Ἂς βροῦμε τὴ θέση μας σὲ αὐτὴν τὴν τραγικὴ καὶ ὄμορφη παραβολὴ γιατί τότε ἴσως βροῦμε τὸν δρόμο μας, εἴτε παρότι ὁ καθένας πέρα ἀπὸ τὸ νὰ εἶναι ὁ μεγαλύτερος γιός, μολονότι λιγότερο τοῦ καθήκοντος, πολὺ λιγότερο τίμιος, πολὺ λιγότερο ἀφοσιωμένος στὶς μέριμνες τοῦ πατέρα, στοὺς φίλους, στοὺς συγγενεῖς· ἢ ἴσως μποροῦμε ν΄ ἀνακαλύψουμε στὴν καρδιὰ μας μιὰ δημιουργικὴ συμπάθεια γιὰ τὸν μικρότερο γιὸ καὶ νὰ μάθουμε πρῶτα ἀπ’ αὐτὸν ὅτι δὲν ὑπάρχει κατάσταση ἡ ὁποία δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς φέρει μιὰ εἰλικρινῆ μετάνοια, μιὰ μεταστροφὴ καὶ ὅτι ὑπάρχει ἕνας τουλάχιστον - ὁ Θεὸς- καὶ προφανῶς ἕνα πρόσωπο ἢ πολλά, ποὺ εἶναι ἕτοιμα νὰ μᾶς δεχθοῦν, νὰ μᾶς ἀπολυτρώσουν, νὰ μᾶς ἐπαναφέρουν καὶ νὰ μᾶς ἐπιτρέψουν νὰ ξεκινήσουμε μαζὶ μιὰ νέα ζωὴ – μὲ τὸν πατέρα, τὸν νεότερο καὶ τὸν μεγαλύτερο υἱό. Ἀμήν.

Ὁμιλία εἰς τὴν Κυριακὴν τοῦ Ἀσώτου Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς





Ἰδού εὐαγγέλιο πού ἀφορᾶ στό νοῦ καί τό σῶμα τοῦ καθενός μας. Εἶναι τό εὐαγγέλιο τῆς εὐσπλαχνίας. Εἶναι ἡ θαυμαστή παραβολή τοῦ Σωτῆρος, στήν ὁποία ἀπεικονίζεται ὁλόκληρη ἡ ζωή μας. Ἡ δική μου, ἡ δική σου, τοῦ καθενός ἀνθρωπίνου ὄντος ἐπάνω στήν γῆ. Ὅλους τούς ἀφορᾶ τό σημερινό ἅγιο Εὐαγγέλιο. Ὅλους.

Ὁ ἄνθρωπος! Αὐτός ὁ θεϊκός πλοῦτος ἐπάνω στήν γῆ! Κύτταξε τό σῶμα του, τό μάτι, τό αὐτί, τήν γλώσσα. Τί θαυμαστός πλοῦτος. Τό μάτι! Ὑπάρχει τίποτε πιό τέλειο πού νά ἠμπορῇ ὁ ἄνθρωπος νά ἐπινοήσῃ σ’ αὐτόν τόν κόσμο; Κι ὅμως, τό μάτι αὐτό τό ἐδημιούργησε ὁ Κύριος, ὅπως καί τήν ψυχή καί τό σῶμα. Ἡ ψυχή μάλιστα εἶναι ὁλόκληρη ἐξ οὐρανοῦ. Ὁποῖος πλοῦτος! Τό σῶμα! Θαυμαστός θεῖος πλοῦτος πού σοῦ δόθηκε γιά τήν αἰωνιότητα καί ὄχι μόνο γιά τήν πρόσκαιρη αὐτή γήινη ζωή. Καί ψυχή δοσμένη γιά τήν αἰωνιότητα.

Ἀκούσατε τί εὐαγγελίζεται ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος σήμερα. «Τό δέ σῶμα τῷ Κυρίῳ» (Α΄ Κορ. 6, 13). Ὁ Κύριος ἔπλασε τό ἀνθρώπινο σῶμα γιά τήν αἰώνια ζωή, γιά τήν ἀθανασία, γιά τήν καθαρότητα. Τό ἔπλασε γιά τήν αἰώνια ἀλήθεια, γιά τήν αἰώνια δικαιοσύνη καί γιά τήν αἰώνια ἀγάπη: ὅπως τό σῶμα, ἔτσι καί τήν ψυχή. Ὅλα αὐτά εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ, ἀνεκδιήγητα καί μεγάλα καί πλούσια, καί –τό πιό σπουδαῖο– ἀθάνατα καί αἰώνια δῶρα τοῦ Θεοῦ.

Ἐμεῖς ὅμως οἱ ἄνθρωποι τί κάνομε μ’ ὅλα αὐτά τά δῶρα; Τί οἰκοδομοῦμε μέ αὐτά; Παραδίδουμε τό σῶμα στίς ἡδονές καί στά πάθη αὐτοῦ τοῦ κόσμου, καί τήν ψυχή στούς ἀκαθάρτους λογισμούς, τίς ἀκάθαρτες ἐπιθυμίες, τίς ἀκάθαρτες ἡδονές. Διά τῶν ἁμαρτιῶν καί ἡ ψυχή καί τό σῶμα ἀπομακρύνονται ἀπό τόν Θεό, φεύγουν ἀπό τό Θεό, φεύγουν «εἰς χώραν μακράν». Τίνος εἶναι αὐτή ἡ «μακρυνή χώρα;»

Ἀκούσατε ποῦ ὁ ἄσωτος υἱός βόσκει χοίρους. Στήν χώρα τοῦ διαβόλου. Στήν χώρα, ὅπου ὁ διάβολος ἔχει ἐξουσία πάνω στόν ἄνθρωπο διά τῶν παθῶν, διά τῶν ἁμαρτιῶν, καί τόν κρατάει σέ φρικτή τρέλλα, στόν παραλογισμό καί τήν παραφροσύνη.

Λοιπόν, ἡ ἁμαρτία; Κάθε ἁμαρτία εἶναι τρέλλα. Καί ὁ ἄνθρωπος θά εἶναι πάντα μέσα σ’ αὐτή τήν τρέλλα, μέχρις ὅτου συναντηθῆ μέ τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Καί θά συναντηθῇ μέ τήν μετάνοια.

Ἀκούσατε πῶς ὁ ἄσωτος υἱός, αἰσθανόμενος τί σημαίνει ζωή μέσα στήν ἁμαρτία, ζωή μέσα στίς ἡδονές καί τά πάθη αὐτοῦ τοῦ κόσμου, λέγει: «Πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγώ δέ λιμῷ ἀπόλλυμαι» σέ ξένη καί μακρυνή χώρα. «Ἀναστάς πορεύσομαι πρός τόν πατέρα μου». Σηκώθηκε καί πῆγε πρός τόν πατέρα. Καί ὁ οὐράνιος Πατήρ, ὁ Θεός καί Ἐλεήμων Κύριος, «ἔτι αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν καὶ ἐσπλαγχνίσθη καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν», ἐνῶ συγχρόνως ὁ υἱός μέ λυγμούς ἔλεγε: «πάτερ ἥμαρτον εἰς τόν οὐρανόν καί ἐνώπιόν σου, οὐκέτι εἰμί ἄξιος κληθῆναι υἱός σου». Ἁμάρτησα στόν οὐρανό καί σ’ ὅλα τά ἀστέρια. Ὅλα τά ἐμόλυνα μέ τό πύον τῶν παθῶν μου, καί μέ τό σκοτάδι τῶν παθῶν μου τά ἠμαύρωσα ὅλα. «Ἥμαρτον ἐνώπιόν σου»! Φεύγοντας ἀπό σένα, σέ ποιόν προσκολλήθηκα; Δίπλα σέ ποιόν ἤμουν; Τίνος χοίρους ἐγώ ἔβοσκα; Τοῦ διαβόλου! Ἐγώ διαβολοποίησα τήν ψυχή μου, τήν ὁποία ἐσύ μοῦ ἔδωσες νά γίνῃ ἁγία καί ἀθάνατη. Ἐγώ ἐβρώμισα τό σῶμα, ἐθανάτωσα τό σῶμα, ἐξαθλίωσα τό σῶμα!

Ὅταν ὁ ἄσωτος υἱός «ἦλθεν εἰς ἑαυτόν» –ἀφοῦ ἦταν ἐκτός ἐαυτοῦ, στήν τρέλλα, στίς ἡδονές καί στά πάθη αὐτοῦ τοῦ κόσμου– διά τῆς μετανοίας ἔτρεξε πρός τόν πατέρα. Καί ὁ πατέρας τόν ἀγκαλιάζει καί τόν φιλεῖ. Δέν εἶχε τελειώσει ἀκόμη ὁ υἱός τήν ἐξομολόγησί του, δέν εἶχε ἐκφράσει ἀκόμη τήν ἐπιθυμία του νά τόν δεχθῇ ὁ πατέρας του σάν δοῦλο, καί ὁ πατέρας λέγει στούς ὑπηρέτες του: «Φέρετε τήν στολή τήν πρώτη καί ἐνδύσατέ τον καί δῶστε δακτυλίδι στό χέρι του καί ὑποδήματα στά πόδια του καί ἀφοῦ φέρετε τόν μόσχο τόν σιτευτό, σφάξτε τον γιά νά φάγωμεν καί εὐφρανθῶμεν».

Γιά πιό λόγο εὐφραίνεται ὁ οὐρανός; Γιά ποιό λόγο ὁ Θεός εὐφραίνεται στόν οὐρανό; Γιά ποιό λόγο εὐφραίνονται οἱ ἄγγελοι; Σέ ποιόν ὁ Κύριος λέγει νά εὐφρανθῶμεν; Στούς ἀγγέλους!

Ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος χάθηκε μέσα στίς ἁμαρτίες, θυμήθηκε ὅτι ἦταν ἀδελφός τῶν ἀγγέλων καί ἔσπευσε πρός τόν οὐρανό. «Ἥμαρτον εἰς τόν οὐρανόν καί ἐνώπιόν Σου». Ἁμάρτησα στούς ἀγγέλους, στούς ἀρχαγγέλους. Ἐγώ ἐδιαβολοποίησα τόν ἑαυτό μου. Ἔρριξα τόν ἑαυτό μου στήν ἀγέλη τῶν χοίρων, στήν ἀγέλη τῶν παθῶν. Καί νά, τώρα εἶμαι ὅλος ξεσχισμένος, ὅλος κουρελιασμένος. Καί ἡ ψυχή καί τό σῶμα κουρελιασμένα. Ὅλα ἐξαθλιωμένα.

Λοιπόν, τί εἶναι μετάνοια; Ὁ Κύριος τρέχει νά συναντήσῃ τόν μετανοήσαντα υἱό. Τόν ἀγκαλιάζει καί τόν ἀσπάζεται καί ὅλος ὁ οὐρανός συγκινεῖται. Ὅλοι οἱ ἄγγελοι εὐφραίνονται. «Καί ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι» ἀναφέρεται στήν θαυμαστή περικοπή τοῦ Σωτῆρος. Γιά ποιό λόγο χαίρεσθε ἐσεῖς ἅγιοι ἄγγελοι, ἅγιοι ἀρχάγγελοι; Ἐσεῖς, οἱ ὁποῖοι παντοτινά πενθῆτε γιά τόν γήινο αὐτό κόσμο βλέποντας τά δικά σας πεσμένα ἀδέλφια, τούς ἀνθρώπους, πῶς πνίγονται μέσα στίς ἁμαρτίες καί τίς ἡδονές καί τά πάθη καί τούς διαφόρους θανάτους αὐτοῦ τοῦ κόσμου, γιατί εὐφραίνεσθε; «Εὐφραινόμαστε γιά τήν ἀνάστασι, τήν ζωοποίησι τοῦ νεκροῦ ἀδελφοῦ μας ἀνθρώπου, ὅτι νεκρός ἦν καί ἀνέζησε». Νεκρός ἦταν ὁ ἄσωτος υἱός, ὅταν ἦταν μακράν τοῦ Θεοῦ, τῆς πηγῆς τῆς Ζωῆς, μακρυά ἀπό τόν οὐρανό. Ἰδού, ἀνάστασις ἐκ νεκρῶν φαίνεται [ἡ ἐπιστροφή τοῦ ἀσώτου] στά μάτια ὅλων τῶν οὐρανίων δυνάμεων. Ὅλες οἱ οὐράνιες δυνάμεις γι’ αὐτό χαίρονται, «ὅτι ἀπολωλώς ἦν καί εὑρέθη». Πράγματι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι μέσα στίς ἁμαρτίες καί τά πάθη, χάνει τόν ἑαυτό του, δηλαδή δέν ἔχει αὐτογνωσία, εἶναι ἐκτός ἑαυτοῦ.

«Εἰς ἑαυτόν δέ ἐλθών», λέγει ὁ Σωτήρ. Ὁ ἄνθρωπος συνέρχεται, ὅταν σκεφθῇ τίνος εἶναι, δηλ. τοῦ Θεοῦ. Τό σῶμα σου τίνος εἶναι; Τοῦ Θεοῦ. Ἡ ψυχή καί αὐτή τοῦ Θεοῦ. Ὅλα δῶρα, δῶρα τοῦ Θεοῦ. Ἐγώ, ποιός εἶμαι σάν ἄνθρωπος; Τοῦ Θεοῦ, ὅλος τοῦ Θεοῦ! Τό σῶμα μου εἶναι δοξασμένο ἀπό τόν Θεό. Γι’ αὐτό τό ἐδημιούργησε ὁ Θεός, λέγει ὁ ἅγιος Ἀπόστολος στό σημερινό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα. Καί τό σῶμα γιά τόν Κύριο, καί ἡ ψυχή γιά τόν Κύριο. Δοξάζομε τόν Κύριο καί μέ τό σῶμα καί μέ τήν ψυχή. Τοῦ Θεοῦ εἶναι καί τό ἕνα καί τό ἄλλο. Μή νομίζεις ὅτι εἶναι τίποτε δικό σου, ὄχι. Ὅλα εἶναι αἰωνίως τοῦ Θεοῦ. Καί σύ εἶσαι αἰωνίως τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά τότε μόνο, ὅταν ἐσύ τό συνειδητοποιῇς.

Λοιπόν ἡ ἁμαρτία; Δέν ἐπιτρέπει ὁ διάβολος στόν ἄνθρωπο νά συναισθανθῇ ὅτι εἶναι υἱός τοῦ Θεοῦ. Ὁ διάβολος ἐξουσιάζει μέ τήν καρδιά καί δέν ἀφήνει στόν ἄνθρωπο νά σκεφθῆ τόν Θεό, νά θυμηθῆ, ὅτι εἶναι υἱός τοῦ Θεοῦ, ὅτι εἶναι πλούσιος, ἀνεκδιήγητα πλούσιος. Ὅτι αὐτός εἶναι ἀδελφός τῶν ἁγίων ἀγγέλων. Ὁ διάβολος ὅλα τά σκοτίζει, ὅλα τά ἀπομακρύνει ἀπό τόν ἄνθρωπο, τά διαστρεβλώνει, καί τοῦ δίνει ψεύτικες ἡδονές μέσω τῶν ἁμαρτιῶν. Πράγματι ἔχει δίκαιο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅταν λέει στόν Ἅγιο Ἐπίσκοπο καί μαθητή του, Ἀπόστολο Τίτο: «ἦμεν γάρ ποτέ καί ἠμεῖς ἀνόητοι» (Τίτ γ΄, 3) Κοιτάξτε τί λέει ὁ Ἀπόστολος. Πότε Ἅγιε Ἀπόστολε; Ὑποδουλωμένοι στίς διάφορες ἐπιθυμίες καί στά διάφορα πάθη, τότε εἴμασταν τρελλοί καί ἀνόητοι.

Δέν θέλει ὁ Κύριος διά τῆς βίας νά σέ ἀναστήση ἐκ τῶν θανάτων σου, νά σέ ἁρπάξη ἀπό τήν ἁμαρτία. Ἐσύ πρέπει πρῶτος νά τό πῆς στόν ἴδιο: «Κύριε, αὐτή ἡ ἁμαρτία μέ βασανίζει. Δέν τήν θέλω, ἔχει ὅμως ἐξουσία ἐπάνω μου. Ἐλευθέρωσέ με!» Τότε γίνεται θαῦμα. Πάντα. Ποτέ ὁ Κύριος δέν ἀφήνει χωρίς ἀπάντησι τήν προσευχή, ἔστω καί τοῦ μεγαλυτέρου ἁμαρτωλοῦ. Δέν ὑπάρχει φρικτή ἁμαρτία γιά τόν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἀγρυπνεῖ ἐπάνω στή δική του συνείδηση, ἐπάνω στή ζωή του. Ξέρει ὁ ἄνθρωπος, ὅτι μετά τήν προσέλευση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο, ὅτι δέν ὑπάρχη ἁμαρτία, ἀπό τήν ὁποία ὁ Κύριος δέν μπορεῖ νά μᾶς ἐλευθερώση. Δέν ὑπάρχει ἁμαρτία, τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά νικήση, δέν ὑπάρχει ἁμαρτία, τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά διώξη. Ὁ Κύριος δίνει τήν δύναμη. Μόνο κάνε τήν ἀρχή. Μόνο ἀναβόησε, ὅπως ὁ ἄσωτος υἱός: «Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τόν οὐρανόν καί ἐνώπιόν Σου». Ὅταν ἁμαρτάνης, ἁμαρτάνης ὄχι μόνο στόν Θεό, ἀλλά σ’ ὅλα τά οὐράνια κτίσματα, σ’ ὅλα τά ἐπίγεια κτίσματα. Ἁμαρτάνεις στά πουλιά, ἁμαρτάνης στά λουλούδια, τά δένδρα. Ἁμαρτάνεις σ’ ὅλα τά ζωντανά ὄντα. Ἡ ἁμαρτία εἶναι πραγματικά φοβερή, ἄνευ τῆς μετανοίας. Τόσο φοβερή, ὥστε νά σκοτώνη καί νά ρίχνη σ’ ἑκατό θανάτους. Νά ρίχνη στήν ἀγκαλιά τοῦ διαβόλου καί στήν αἰώνια φρικωδεστάτη κόλαση. Χωρίς ἀμφιβολία. Γι’ αὐτό ὁ Θεός ἦλθε σ’ αὐτόν τόν κόσμο. Νά ἐξολοθρεύση τόν φοβερό δράκοντα, ὁ ὁποῖος λέγεται ἁμαρτία. Ἦλθε ὁ Θεάνθρωπος Κύριος Ἰησοῦς Χριστός καί μᾶς ἔδωσε ὅλα τά μέσα νά ἐξολοθρεύσομε τήν ἁμαρτία, τήν κάθε ἁμαρτία. Ἐδημιούργησε τήν Ἐκκλησία Του ἐπάνω στή γῆ καί τῆς ἔδωσε ὅλες τίς οὐράνιες δυνάμεις, γιά νά νικᾶμε καί ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ὅλες τίς ἁμαρτίες, ὅλους τους θανάτους μέσα μας καί γύρω μας.

Ὁ Κύριος μᾶς ἔδωσε τά θαυμαστά Ἅγια Μυστήρια. Τό ἅγιο Βάπτισμα, τή Θεία Κοινωνία, τά ὁποῖα ἐξολοθρεύουν τήν ἁμαρτία. Μᾶς ἔδωσε καί τίς θαυμάσιες ἀρετές, πίστη, ἐλπίδα, ἀγάπη, προσευχή, νηστεία, ἀγρυπνία, πραότητα καί ὅλες τίς ὑπόλοιπες εὐαγγελικές ἀρετές. Γι’ αὐτό δέν ὑπάρχει ἀπόγνωση στόν Χριστιανό ἄνθρωπο σ’ αὐτόν τόν κόσμο.

Ἅς ξυπνήση ὁ Ἀγαθός Θεός ὅλους τους ἀθέους, ὅλους τους ἀπίστους. Ἅς κτυπήση τόν καθένα μέ τόν κεραυνό τοῦ Οὐρανίου Ἐλέους. Μέ τόν κεραυνό τοῦ Οὐρανίου Ἐλέους μέσα στή συνείδηση, μέσα στή ψυχή. Ἅς ξυπνήση ὁ καθένας καί πορευθῆ στήν οὐράνια πατρίδα του, στήν οὐράνια τράπεζα ἀνάμεσα στούς ἁγίους ἀδελφούς του, τούς ἀγγέλους. Ἅς ζήση ἐκεῖ μαζί τους διά τῆς αἰωνίας Θείας Ἀληθείας, αἰωνίας Θείας Διακαιοσύνης καί ὅλων τῶν αἰωνίων οὐρανίων χαρῶν.

Κύριε, Σ’ εὐχαριστοῦμε γιά τό Ἅγιο Εὐαγγέλιο αὐτό. Σ’ εὐχαριστοῦμε γιά τήν ἀγαθή εἴδηση αὐτή. Γιατί δημιούργησες τόν ἄνθρωπο, νά μπορῆ νά νικήση κάθε ἁμαρτία καί κάθε διάβολο. Σέ Σένα δόξα καί εὐχαριστία, πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. 

Ἡ παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου (Λουκ.15,11-32) Μετάνοια: ἐπιστροφὴ ἀπὸ τὴν ἐξορία τοῦ κόσμου


 



Ἡ εὐαγγελικὴ παραβολὴ τοῦ ἀσώτου μέσα ἀπὸ τὸν παραστατικὸ λόγο της ἀπεικονίζει τὸ μυστήριο τῆς ἀνομίας τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ τὸ μεγαλεῖο τῆς ἀποδοχῆς καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Μὲ τρόπο ἀξεπέραστο παρουσιάζει τὴν πτώση καὶ τὴ μετάνοια τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ἀποστασία του καὶ τὴν ἐπιστροφή του.



Ἡ περιπλάνησή μας στὸν κόσμο

Ὁ νεώτερος γιὸς «ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν». Ὁ ἄσωτος γιός, μᾶς λέει τὸ ἱερὸ κείμενο, ἔφυγε καὶ ἐγκατέλειψε τὸ σπίτι του πηγαίνοντας σὲ μακρινὴ καὶ ξένη χώρα. Τὸ συμβολικὸ βάθος αὐτῆς τῆς εἰκόνας εἶναι σπουδαῖο. Ὅσο καὶ ἂν μᾶς φαίνεται παράξενο, ἡ ζωὴ μας σ' αὐτὸ τὸν κόσμο εἶναι ἀποδημία, εἶναι ἐξορία σὲ ξένη χώρα. Καὶ αὐτὸ γιατί ἡ περιπλάνησή μας στὸν κόσμο ἀναποδογυρίζει τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. Συσκοτίζει τὴ σκέψη μας καὶ διαβρώνει τὶς πνευματικές μας εὐαισθησίες. Ἀνατρέπει τὰ σταθερὰ μέτρα καὶ κριτήρια μὲ τὰ ὁποῖα ζυγίζουμε τὰ πράγματα τοῦ κόσμου καὶ ἀξιολογοῦμε τὶς προτεραιότητες τῆς ζωῆς.

Ζοῦμε σ' ἕναν κόσμο ποὺ εἶναι ἀνίκανος νὰ ἀναγνωρίσει καὶ νὰ ἐμπιστευθεῖ τὸν Θεὸ ὡς δημιουργὸ καὶ σωτήρα του, ὅπως μᾶς βεβαιώνει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης. «Ἐν τῷ κόσμῳ ἦν, καὶ ὁ κόσμος δι' αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω», δηλαδὴ ὁ Χριστὸς ἦρθε καὶ ἦταν μέσα στὸν κόσμο καὶ ἐξαιτίας του δημιουργήθηκε ὁ κόσμος, ὅμως «ὁ κόσμος» δὲν τὸν ἀναγνώρισε. Ἡ διαδρομὴ τῆς ζωῆς μας γίνεται ἐξορία ὅταν διαπιστώνουμε ὅτι αὐτὸς ὁ κόσμος, δημιουργημένος ἀπὸ τὸν Θεό, παραδίδεται καὶ κυριαρχεῖται ἀπὸ τὸν «ἄρχοντα τοῦ αἰῶνος τούτου». Τὸ φρόνημα τοῦ κόσμου διαστέλλεται καὶ διαχωρίζεται ἀπὸ τὸ φρόνημα τοῦ Θεοῦ μὲ μία κάθετη διαχωριστικὴ γραμμή, καθὼς «ὅστις φίλος εἶναι τοῦ κόσμου ἐχθρός τοῦ Θεοῦ καθίσταται».

Ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος ζεῖ σὲ μία ἐξορία καὶ ἀποξένωση ἀπὸ τὸν Θεὸ καθὼς σπαταλᾶ τὰ ποικίλα χαρίσματά του ἀσώτως, χωρὶς ὅρους καὶ ὅρια. Ζεῖ σὰν νὰ μὴν ὑπάρχει Θεός, σὰν νὰ μὴν ἦρθε ὁ Χριστὸς στὴ γῆ καὶ τότε ἡ τραγωδία τῆς ἐξορίας του γίνεται πιὸ πικρή. Στὴν προσπάθειά του νὰ γευθεῖ καὶ νὰ ἀπολαύσει τὸν πλοῦτο τῆς ζωῆς, νὰ κατακτήσει καὶ νὰ ἀποκτήσει πολλά, συνήθως τὸ πληρώνει ἀκριβά.



Ἡ ἐπιστροφὴ στὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ Πατέρα

Τὸ πατρικὸ σπίτι γίνεται ὁ τύπος καὶ ἡ εἰκόνα τῆς ἀληθινῆς ζωῆς καὶ κοινωvίας τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ στὴ βασιλεία Του. Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ ἐμπειρία τῶν Ἁγίων μᾶς βεβαιώνουν γιὰ αὐτὴ τὴν πραγματικότητα. Μᾶς προτρέπουν γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ ἀπὸ τὸ ἀδιέξοδο τῆς ἐξορίας τοῦ ἀσώτου. Ἡ εὐαγγελικὴ παραβολὴ καὶ ἡ ὑμνολογία τῆς κατανυκτικῆς περιόδου ποὺ διανύουμε μᾶς βοηθοῦν νὰ ξαναδοῦμε τὴν πνευματική μας κατάσταση μέσα σ' αὐτὴ τὴν προοπτική: «Εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθών» (Λκ. 15,17).

Ὅταν βρίσκουμε τὸν ἀληθινό μας ἑαυτό, ξαναβρίσκουμε τὸ δρόμο τοῦ γυρισμοῦ καὶ τῆς ἐπανασύνδεσής μας μὲ τὸν Θεό. Τότε ἡ μετάνοια γίνεται ἕνα βαθὺ βίωμα, μία πνευματικὴ ἐμπειρία τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ ποὺ μᾶς θεραπεύει ἀπὸ τὴν ἀρρώστια τῆς ἁμαρτίας. Τότε ὁ ἀγώνας μας ἀποκτᾶ ἄλλο νόημα καὶ δυναμική. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι, ἔστω καὶ ἂν οἱ πτώσεις καὶ οἱ ἀδυναμίες μας εἶναι πολλές, δὲν μᾶς βυθίζουν πλέον στὴν ἀπόγνωση. Ἔστω καὶ ἂν τὰ πάθη καὶ τὰ λάθη μας, εἶναι μεγάλα καὶ μᾶς ταλαιπωροῦν δὲν μᾶς τρομάζουν πιά. Οἱ ἐνοχές μας, ὅσο βαριὲς καὶ ἂν εἶναι, δὲν μᾶς ἀρρωσταίνουν ψυχικά. Ἄλλο ἔμμονες ἐνοχές, κατάθλιψη, φόβος, ἄγχος, πληγωμένος ἐγωισμός, γιὰ τὶς ἁμαρτίες καὶ τὰ λάθη ποὺ κάναμε, καὶ ἄλλο ἐσωτερικὴ συντριβή, ταπείνωση, ἀλλὰ καὶ ψυχικὴ γαλήνη ἡ ὁποία ἀπορρέει ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ μᾶς ἀποδέχεται καὶ μᾶς περιμένει ὑπερνικώντας τὴν ἁμαρτωλότητά μας.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἂν αἰσθανόμαστε «εὐτυχισμένοι ὑπαρξιακά», ἄνετοι καὶ βολεμένοι στὸν παρόντα κόσμο, τότε γιατί θὰ πρέπει νὰ ἀναζητήσουμε καὶ νὰ βροῦμε μία εὐτυχία ποὺ δὲν καταλαβαίνουμε ὅτι χάσαμε ἤ τουλάχιστον δὲν νιώθουμε ὅτι μᾶς λείπει; Ἂν δὲν νιώθουμε ἐξόριστοι καὶ ἀποξενωμένοι ἀπὸ τὴν κοινωνία τοῦ Θεοῦ, τότε γιατί θὰ πρέπει νὰ ἀγωνισθοῦμε καὶ ποῦ πρέπει ἄραγε νὰ ἐπιστρέψουμε; Ἴσως θὰ πρέπει νὰ νοσταλγήσουμε τὴ χαμένη χαρὰ στὴν ἀντίπερα ὄχθη τῆς ὄντως ζωῆς, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ ζοῦμε καὶ νὰ ὁμολογοῦμε αὐτὸ ποὺ ἔλεγε ἕνας ὀρθόδοξος μοναχός: «Πιστεύω Κύριε σὲ Ἐσένα γιατί ἔξω ἀπὸ Ἐσένα δὲν ὑπάρχει τίποτε γιὰ ἐμένα». Ἀμήν. 

Ἡ Παραβολή τοῦ Ἀγαθοῦ Πατέρα


Εἶπε ὁ Κύριος αὐτή τήν παραβολή: «Κάποιος ἄνθρωπος εἶχε δύο γιούς. Ὁ μικρότερος ἀπ' αὐτούς εἶπε στόν πατέρα του: “πατέρα, δῶσε μου τό μερίδιο τῆς περιουσίας πού μοῦ ἀναλογεῖ”· κι ἐκεῖνος τούς μοίρασε τήν περιουσία. Ὕστερα ἀπό λίγες μέρες ὁ μικρότερος γιός τά μάζεψε ὅλα κι ἔφυγε σέ χώρα μακρινή. Ἐκεῖ σκόρπισε τήν περιουσία του κάνοντας ἄσωτη ζωή. Ὅταν τά ξόδεψε ὅλα, ἔτυχε νά πέσει μεγάλη πείνα στή χώρα ἐκείνη, καί ἄρχισε κι αὐτός νά στερεῖται. Πῆγε λοιπόν κι ἔγινε ἐργάτης σέ ἕναν ἀπό τούς πολίτες ἐκείνης τῆς χώρας, ὁ ὁποῖος τόν ἔστειλε στά χωράφια του νά βόσκει χοίρους. Ἔφτασε στό σημεῖο νά θέλει νά χορτάσει μέ τά ξυλοκέρατα πού ἔτρωγαν οἱ χοῖροι, ἀλλά κανένας δέν τοῦ ἔδινε. Τελικά συνῆλθε καί εἶπε: “πόσοι ἐργάτες τοῦ πατέρα μου ἔχουν περίσσιο ψωμί, κι ἐγώ ἐδῶ πεθαίνω τῆς πείνας! Θὰ σηκωθῶ καί θά πάω στόν πατέρα μου καί θά τοῦ πῶ: πατέρα, ἁμάρτησα στόν Θεό καί σ' ἐσένα· δέν εἶμαι ἄξιος πιά νά λέγομαι γιός σου· κᾶνε μέ σάν ἕναν ἀπό τούς ἐργάτες σου”. Σηκώθηκε, λοιπόν, καί ξεκίνησε νά πάει στόν πατέρα του.

»Ἐνῶ ἦταν ἀκόμη μακριά, τόν εἶδε ὁ πατέρας του, τόν σπλαχνίστηκε, ἔτρεξε, τόν ἀγκαλίασε σφιχτά καί τόν καταφιλοῦσε. Τότε ὁ γιός του τοῦ εἶπε: “πατέρα, ἁμάρτησα στόν Θεό καί σ' ἐσένα καί δέν ἀξίζω νά λέγομαι παιδί σου”. Ὁ πατέρας ὅμως γύρισε στούς δούλους του καί τούς διέταξε: “βγάλτε γρήγορα τήν καλύτερη στολή καί ντύστε τον· φορέστε του δαχτυλίδι στό χέρι καί δῶστε του ὑποδήματα. Φέρτε τό σιτευτό μοσχάρι καί σφάξτε το νά φᾶμε καί νά εὐφρανθοῦμε, γιατί αὐτός ὁ γιός μου ἦταν νεκρός καί ἀναστήθηκε, ἦταν χαμένος καί βρέθηκε”. 'Ἔτσι ἄρχισαν νά εὐφραίνονται.

»Ὁ μεγαλύτερος γιός του βρισκόταν στό χωράφι· καί καθώς ἐρχόταν καί πλησίαζε στό σπίτι, ἄκουσε μουσικές καί χορούς. Φώναξε, λοιπόν, ἕναν ἀπό τούς ὑπηρέτες καί ρώτησε νά μάθει τί συμβαίνει. Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: “γύρισε ὁ ἀδερφός σου, κι ὁ πατέρας σου ἔσφαξε τό σιτευτό μοσχάρι, γιατί τοῦ ἦρθε πίσω γερός”. Αὐτός τότε θύμωσε καί δέν ἤθελε νά μπεῖ μέσα. Ὁ πατέρας του βγῆκε καί τόν παρακαλοῦσε, ἐκεῖνος ὅμως τοῦ ἀποκρίθηκε: “ἐγώ τόσα χρόνια σοῦ δουλεύω καί ποτέ δέν παράκουσα καμιά ἐντολή σου· κι ὅμως σ' ἐμένα δέν ἔδωσες ποτέ ἕνα κατσίκι γιά νά εὐφρανθῶ μέ τούς φίλους μου. 'Ὅταν ὅμως ἦρθε αὐτός ὁ γιός σου, πού κατασπατάλησε τήν περιουσία σου μέ πόρνες, ἔσφαξες γιά χάρη του τό σιτευτό μοσχάρι”. Κι ὁ πατέρας του τοῦ ἀπάντησε: “παιδί μου, ἐσύ εἶσαι πάντοτε μαζί μου κι ὅ,τι εἶναι δικό μου εἶναι καί δικό σου. Ἔπρεπε ὅμως νά εὐφρανθοῦμε καί νά χαροῦμε, γιατί ὁ ἀδερφός σου αὐτός ἦταν νεκρός κι ἀναστήθηκε, ἦταν χαμένος καί βρέθηκε”» (Λουκ. 15, 1-32).

Ἡ ὡραία παραβολή πού διαβάζεται τή δεύτερη Κυριακή του Τριωδίου καί πού ὀνομάζεται συνήθως «παραβολή τοῦ ἀσώτου ὑiοῦ», χαρακτηρίστηκε ὡς «ὁ μαργαρίτης μεταξύ τῶν παραβολῶν». Ἡ Ἐκκλησία μας, θέλοντας νά προτρέψει τούς ἀνθρώπους στή μετάνοια, ἐν ὄψει μάλιστα τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς καί τῆς Μ. Ἑβδομάδας, προβάλλει τό παράδειγμα τοῦ μετανοήσαντος «ἀσώτου υἱοῦ». Ἄς μή ξεχνοῦμε ὅμως καί τή μορφή τοῦ ἄλλου παιδιοῦ τῆς παραβολῆς, τοῦ μεγαλύτερου παιδιοῦ, πού ἐπικρατεῖ στό δεύτερο μέρος τῆς διηγήσεως. Αὐτός μᾶς θυμίζει ὁπωσδήποτε τόν Φαρισαῖο, γιά τόν ὁποῖο ἔγινε λόγος στήν περικοπή τῆς προηγούμενης Κυριακῆς: Ὅπως ὁ Φαρισαῖος, ἐπαινεῖ καί αὐτός τόν ἑαυτό του γιά τήν ἐργασία πού προσφέρει, ζητεῖ τήν ἀμοιβή του, αἰσθάνεται ὑπεροχή ἔναντι τοῦ ἀσώτου ἀδελφοῦ του καί τέλος δέν μετέχει στήν πατρική χαρά γιά τήν ἐπιστροφή καί μετάνοια τοῦ νεότερου ἀδελφοῦ. Ἀσφαλῶς σέ τέτοιους ἀνθρώπους ἀπευθυνόταν ὁ Ἰησοῦς, ὅταν ἔλεγε τήν παραβολή αὐτή, σέ ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι, ἱκανοποιημένοι ἀπό τή δική τους θρησκευτική αὐτάρκεια, δέν ἔβλεπαν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πού ἀπευθύνεται πρός ὅλους, ἀκόμη καί πρός τούς ἁμαρτωλούς.

Βέβαια, ἡ συμπεριφορά τοῦ μεγαλύτερου παιδιοῦ ἔχει μέσα της κάτι τό πολύ ἀνθρώπινο: ἐκφράζει τήν ἀπαίτηση τοῦ εὐσεβοῦς ἀνθρώπου νά φέρεται ὁ Θεός μέ δικαιοσύνη, τιμωρώντας τόν ἁμαρτωλό καί ἀμείβοντας τόν ἐνάρετο. Βρίσκεται ὅμως μακριά ἀπό τή θρησκεία τῆς ἀγάπης πού ἀποκαλύπτει στόν κόσμο ὁ Χριστός. Αὐτήν τήν ἀγάπη ἐνσαρκώνει ἕνα πρόσωπο τῆς παραβολῆς πού δεσπόζει ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους τῆς διηγήσεως, τό πρόσωπο τοῦ καλοῦ πατέρα. Μπορεῖ στό πρῶτο μέρος τῆς διηγήσεως νά προέχει ἡ μορφή τοῦ ἀσώτου πού μετανοιωμένος ἐπιστρέφει στό πατρικό σπίτι καί στό δεύτερο μέρος ἡ μορφή τοῦ «ἐνάρετου» μεγαλύτερου παιδιοῦ. Σέ ὁλόκληρη ὅμως τή διήγηση κυριαρχεῖ ἡ μορφή τοῦ ἀγαθοῦ καί εὔσπλαγχνου πατέρα.



Ἄς φέρουμε στό νοῦ μας τά ἑξῆς σημεῖα ἀπό τή διήγηση τῆς παραβολῆς:

α. Ἤδη στήν ἀρχή τῆς διηγήσεως ὁ πατέρας, σεβόμενος τήν ἐλεύθερη ἀπόφαση τοῦ νεότερου παιδιοῦ του, ἱκανοποιεῖ τό αἴτημά του καί τοῦ δίνει τό μερίδιο τῆς περιουσίας πού τοῦ ἀνήκει.

β. Περιμένει τήν ἐπιστροφή τοῦ παιδιοῦ του. Κι ὅταν πρῶτος αὐτός τό ἀντικρίζει νά ἐπιστρέφει, τρέχει νά τό προϋπαντήσει, τό ἀγκαλιάζει καί τό «καταφιλεῖ».

γ. Δέν συζητεῖ κἄν τό αἴτημα τοῦ παιδιοῦ του νά γίνει δοῦλος στό πατρικό σπίτι, ἀλλά τό ἀποκαθιστᾶ στήν προηγούμενή του θέση, τό ντύνει, τοῦ βάζει δακτυλίδι στό χέρι καί πανηγυρίζει χαρούμενος γιά τήν ἐπιστροφή του, δίνοντας τό σύνθημα ἑνός γενικοῦ ἑορτασμοῦ γιά τό χαρούμενο γεγονός.

δ. Τήν ἴδια στοργή δείχνει στή συνέχεια καί ἀπέναντι τοῦ μεγαλυτέρου παιδιοῦ του πού δυσανασχετεῖ γιά τόν ἑορτασμό· τό παρακαλεῖ μέ ἀγάπη νά πάρει μέρος στή χαρά γιά τήν ἐπιστροφή τοῦ χαμένου ἀδελφοῦ του.

ε. Τέλος, καί στό μέρος ἀκόμη τῆς διηγήσεως, ὅπου περιγράφεται ἡ ἀσωτεία καί ἡ ἀπόφαση μετάνοιας τοῦ νεότερου παιδιοῦ, στό ὑπόβαθρο βρίσκεται ἡ μορφή τοῦ πατέρα. Θά σκεπτόταν ποτέ νά ἐπιστρέψει στό πατρικό σπίτι ὁ ἄσωτος, ἐάν μέσα στή μνήμη του δέν διατηρόταν ζωηρή ἡ γλυκιά ἀνάμνηση ἑνός πατέρα γεμάτου στοργή καί καλοσύνη;



Μετά ἀπό τή σύντομη σκιαγράφηση τῆς μορφῆς τοῦ ἀγαθοῦ πατέρα μποροῦμε νά διατυπώσουμε τό διπλό μήνυμα τῆς σημερινῆς παραβολῆς ὡς ἑξῆς:

1. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἀποτελεϊ κίνητρο γιά τή μετάνοια τοῦ ἀνθρώπου καί τήν ἐπιστροφή του στήν πατρική οἰκία, στήν κοινωνία μέ τόν Πατέρα. Ἡ παράσταση τοῦ Θεοῦ σάν ὀργισμένου τιμωροῦ ἐμβάλλει φόβο στόν ἄνθρωπο καί τόν ἀπομακρύνει περισσότερο, ἐνῶ ὁ τονισμός τῆς θείας ἀγαθότητας ἀνταποκρίνεται στή χριστιανική ἀντίληψη περί Θεοῦ καί ἐνθαρρύνει τόν ἄνθρωπο νά τόν πλησιάσει.

Καί 2. Τό ἐπίπεδο τῆς πνευματικῆς τελειότητας τοῦ χριστιανοῦ φαίνεται ἀπό τή στάση του καί τή συμμετοχή του στή χαρά τοῦ ἀδελφοῦ. Πολλές φορές μετέχει κανείς πιό εὔκολα στή θλίψη τοῦ ἄλλου, μία καί ἡ θλίψη αὐτή εὐτυχῶς δέν εἶναι δική του. Στή χαρά ὅμως δυσκολοτέρα μετέχει μέ εἰλικρίνεια, ἐπειδή ἀκριβῶς δέν εἶναι δική του. Στήν περίπτωση τῆς παραβολῆς μας ἡ χαρά γιά τή μετάνοια τοῦ ἀδελφοῦ δείχνει τό μέτρο τῆς πνευματικῆς μας ὡριμότητος.

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 26, 2016

Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης για τις απόκριες και τα καρναβάλια

Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης για τις απόκριες και τα καρναβάλια


Ποιός μπορεί να διηγηθεί τις αταξίες, που κάνουν
 οι Χριστιανοί κατά την περίοδο των Αποκρέων, 
και μάλιστα στα νησιά;
Στ’ αλήθεια, θα μπορούσε να πεί κανείς, ότι τότε οι Χριστιανοί
 δαιμονίζονται όλοι, διότι χορεύουν, παίζουν, τραγουδούν
ασυνείδητα, μέχρι και αυτοί οι πλέον γέροντες. Καί, όποιος δεν χορέψει ή δεν τραγουδήσει, θεωρείται τρελλός,
διότι οι άνδρες φορούν γυναικεία φορέματα και
 οι γυναίκες ανδρικά·
διότι ντύνεται ο καθένας με διαφορετικά ρούχα και μάσκες, 
τις κοινώς αποκαλούμενες μουτσούνες· τότε δεν έχει διαφορά
 ηημέρα από την νύκτα· διότι επίσης με την ημέρα και όλη η 
νύκτα ξοδεύεται σε χορούς και μασκαριλίκια· 
τότε δεν διαφέρουν οι λαικοίαπό τους κληρικούς και τους
 ιερωμένους· διότι όλοι εξ ίσου ατακτούν· τότε, για να πώέτσι, 
πανηγυρίζει ηασέλγεια· γιορτάζει ηακολασία· ευφραίνεται η μέθη· 
αγάλλεται η τρυφή και ηασωτεία· χορεύει ο διάβολος με δέκα μανδύλια
και μαζί με αυτόν χορεύει όλο το πλήθος των δαιμόνων· διότι το κέρδος,
 που κάνουν μόνο στις αποκριές, δεν μπορούν να το αποκτήσουν
 σε ολόκληρο τον χρόνο.

Λυπάται δε η αρετή· στενοχωριέται η σωφροσύνη·
 οδύρεται η χριστιανική σεμνότητα και η ευταξία· 
διώχνεται ο φόβος του Θεού και ο φόβος της κολάσεως 
και της κρίσεως· πενθείο Χριστός και θρηνούν όλοι οι
άγγελοι και οι δίκαιοι.
«Ω, και ποιός να μη κλάψει; και ποιός να μη χύσει καρδιοστάλακτα
δάκρυα, βλέποντας την απώλεια και την ανοησία αυτών των Χριστιανών;
Αυτοί είναι τόσο ανόητοι, πούαντί να κερδίσουν από την νηστεία της Αγίας Τεσσαρακοστής, περισσότερο ζημιώνονται από τις απόκριες, και, 
για να κερδίσουν ένα, χάνουν εκατό· και κάνουν οι άθλιοι σαν τους
ανόητους εμπόρους, τρέχοντας σε ζημία και όχι σε κέρδος· διότι
 ασύγκριτα μεγαλύτερη είναι η βλάβη που δέχονται κατά τις απόκριες,
παρά ηωφέλεια που λαμβάνουν από την Τεσσαρακοστή που έρχεται·
 ίλεως, ίλεως, ίλεως να γίνη ο Θεός.
Καί μακάρι αυτός να φωτίση τους άγιους Αρχιερείς και τους 
πνευματικούς και τους διδασκάλους, να εμποδίσουν αυτά τα κακά
με αφορισμούς και με επιτίμια, όπως ορίζει και ο ξβ’ Κανόνας της αγίας και Οικουμενικής Συνόδου:
«Τας ούτω λεγομένας Καλάνδας, και τα λεγόμενα Βοτά,
 και τα καλούμενα Βουμάλια…κατά τι έθος παλαιόν και αλλότριόν
του των Χριστιανών βίου, αποπεμπόμεθα, ορίζοντες μηδένα άνδρα γυναικείαν στολήν ενδιδύσκεσθαι ή γυναίκα την ανδράσιν αρμόδιον
αλλά μήτε προσωπεία κωμικά ή σατυρικά ή τραγικά υποδύεσθαι·
 μήτε το του βδελυκτού Διονύσου όνομα την
 σταφυλήν εκθλίβοντος εν τοις ληνοίς επιβοάν….
Τούς ούν από του νυν τι των προειρημένων επιτελείν εγχειρούντας,
 εν γνώσει τούτων καθισταμένους, τούτους, ει μεν κληρικοί είεν, 
καθαιρείσθαι προστάσσομεν, ει δε λαικοί, αφορίζεσθαι».
*«Χρηστοήθεια των Χριστιανών», Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, 
Λόγος Β’, Μεταφραστής: Βενέδικτος Ιερομόναχος Αγιορείτης, 
Εκδότης: Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου Νέα Σκήτη Αγίου Όρους, 
Έτος έκδοσης: 2010

Το αγόρι που διαρκώς περπατούσε

Πάνω από 20 χιλιάδες πρόσφυγες έχουν εγκλωβιστεί στην Ελλάδα, γιατί η Ευρώπη αρνείται να «πείσει» την Τουρκία να πάψει να στέλνει τα καράβια των δουλεμπόρων της και επίσης αρνείται να εμποδίσει τα παρασυνέδριατων χωρών που κλείνουν τα σύνορα στους πρόσφυγες, καθιστώντας ξεφτιλισμένα κουρελόχαρτα τις αποφάσεις των ευρωπαϊκών οργάνων για το θέμα αυτό.
Δύο απ’ αυτούς τους ανθρώπους που ξεκίνησαν το ταξίδι της ζωής τους -που τους το ανέστειλαν οι παζαρτζήδες της ανθρώπινης ελευθερίας- κρεμάστηκαν στην πλατεία Βικτωρίας και όταν γράφονταν αυτές οι γραμμές -ευτυχώς- η αστυνομία είχε προλάβει να εμποδίσει την αυτοκτονίακαι μεταφέρονταν στο νοσοκομείο.
Άλλοι -αποκλεισμένοι στις εθνικές οδούς της χώρας- εγκαταλείπουν τα παρκαρισμένα λεωφορεία που θα τους πήγαιναν στα σύνορα και ξεκινούν με τα πόδια και άλλοι πάλι παραμένουν στα ρείθρα των πεζοδρομίων, περιμένοντας την ευσπλαχνία των πεινασμένων πολιτώνπου μοιράζονται μαζί τους την μπουκιά του ψωμιού που δεν τους φτάνει.
Η κυβέρνηση, αλαλιασμένη, δεν ξέρει κατά πού να κάνει, αντιλαμβανόμενη -με τραγικά επικαιροποιημένο τρόπο- πόσο δύσκολο είναι να διανύσεις τον δρόμο από τα μανιφέστα, τις ανόητες μαγκιές με τα νταούλια και τα κουνήματα του Γιάνη με ένα ν, ως την πραγματικότητα της διακυβέρνησης μιας χώρας.
Τώρα πια είναι και είμαστε στο τέλος του δρόμου, με την διαφορά ότι εμείς έχουμε ακόμη Θεό να πιστεύουμε και να ελπίζουμε ενώ αυτοί ανακαλύπτουν πως όποια φορά αριστερά ή δεξιά στραφούν, τα είδωλα που υπηρέτησε η μωροφιλοδοξία, η αλαζονεία και η ελλείπουσα παιδεία τους, καταπίπτουν -τελικά- με κρότο. Οι ίδιοι δε, περιφέρονται σαν τραγικές καρικατούρες, αυτού στο οποίο ένας ολόκληρος λαός επένδυσε απελπισμένος.
Ο δρόμος τελειώνει κάτω από τα κουρασμένα βήματα των προσφύγων. «Καταναλώνεται ο δρόμος» και όλοι κάποτε θα φτάσουμε στα σύνορα: Οι σημερινοί ικέτες για να περάσουν απέναντι (στις χώρες που θα τις κάνουν προσωρινές πατρίδες) κι’ εμείς άλλοι για να κλάψουμε και μετά να σφίξουμε τα δόντια και να ξεκινήσουμε για όπου η Άνοιξη (με την προσδοκία ότι θα κερδίσουμε τον χαμένο καιρό) και άλλοι για να αναζητήσουν τα σύνεργα απαγχονισμού του Ιούδα (ο οποίος δεν κρεμάστηκε επειδή πρόδωσε αλλά επειδή δεν μετάνιωσε).
Οι Ευρώπες αυτών που μίσησαν τον Άνθρωπο και γέμισαν τα πουγκιά των λιμασμένων της εξουσίας με αργύρια, για άλλη μία φορά θα θρηνήσουν το μοιραίο λάθος τους να χτίσουν πύργους της Βαβέλ.
Όσοι επιζήσουμε νομίζω πως θα είμαστε κουρασμένοι αλλά και αρκετά σοφοί πια, για να μην θέλουμε να εκδικηθούμε.
Όμως αυτό το αγόρι (που η φωτογραφία του κάνει θραύση στο διαδίκτυο) αυτό το προσφυγόπουλο που με τόσο κουράγιο φορτώθηκε τα πράγματά του και αποφασιστικά προχωράει μόνο του στον απέραντο δρόμο, είμαι βέβαιη πως είναι ένας από την γενιά των αυριανών….εκδικητών.
Το βλέπεις στα μάτια του πως είναι αποφασισμένος να ζήσει, να νικήσει, να γίνει ευτυχισμένος και αυτό ακριβώς θα είναι η «εκδίκηση»: Το πάλεμα για να περπατούν οι άνθρωποι σε μεγάλους ανοιχτούς δρόμους, που δεν σταματούν παρά εκεί που τελειώνουν τα βήματα. Άλλωστε αυτός είναι ο επί γης ορισμός του νυν και αεί, η πρόγευση δηλαδή  του δίχως όρια υπέροχου, που μας ανήκει!
Κοιτάξτε αυτό το αγόρι, όπως αξίζει σε κείνους που γκρεμίζουν τα τείχη….
Κοιτάξτε αυτό το παιδί…Έχει πολύ Απρίλη η κίνησή του και στο βλέμμα του καίνε οι φωτιές τ’ Αϊ Γιαννιού.

Νομίζω πως αύριο θα είναι ένας από τους αγαπημένους των κοριτσιών και εκ των υπερασπιστών των πατρίδων… Θα είναι τότε που θα έχουν αδειάσει τα πλοία από τα ποντίκια και οι αγροί από τους τυφλοπόντικες και θα μπορούν τα καράβια να ξεκινήσουν ταξίδια για «θάλασσες γεμάτες μέρα» και τα χωράφια να ανθίσουν τις ελλείπουσες τόσων ετών αγάπες!

Εντοπίστηκε ο τόπος που κρατούνται όμηροι οι δύο Επίσκοποι της Συρίας(;)

Οι Ελληνορθόδοξοι της Συρίας, που έχουν ξεπουλήσει ο Βαρθολομαίος κι ο Ιερώνυμος... με δύο Επισκόπους ακόμη όμηρους των μισθοφόρων της "πολιτισμένης" δύσης, μαζί με τους αδελφούς τους Μουσουλμάνους και την προστασία του "δικτάτορα" Άσαντ και της Χεζμπολά... θα νικήσουν!
Οι "μετριοπαθείς" εκδημοκρατιστές της Συρίας -σύμφωνα με την "πολιτισμένη" δύση κρατούν ομήρους δύο Ελληνορθόδοξους Επισκόπους
Οι δυνάμεις του "δικτάτορα" Άσαντ κι οι δυνάμεις της Μουσουλμανικής Χεζμπολά, εντόπισαν τον χώρο ομηρία τους στο Χαλέπι...
Ευχή όλων η απελευθέρωσή τους και να είναι ζωντανοί!
Συρία γερά... φωτιά κι ατσάλι στα σκυλιά των ιμπεριαλιστών και των λακέδων τους!

Πατριαρχείο Αντιοχείας (Δαμασκός - Συρία): "Έχει μεγάλη Τιμή αυτή η Σημαία για τη Σοσιαλιστική Αραβική Δημοκρατία της Συρίας"!
Για την Ελλάδα, τι τιμή έχει;
τρελογιάννης

ΚΥΡΙΑΚΗ 28 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2016 – ΙΖ ΛΟΥΚΑ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ Τα φιλάνθρωπα σπλάχνα «Νεκρός ήν και ανέζησε…»

ΚΥΡΙΑΚΗ 28 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2016 – ΙΖ ΛΟΥΚΑ
ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ
(Λουκ. ιε΄11-32) (Α΄ Κορ. στ΄12-20)
  Τα φιλάνθρωπα σπλάχνα
   «Νεκρός ήν και ανέζησε…»
Η γνωστή και τόσο ζωντανή παραβολή του Ασώτου Υιού αναδεικνύει μέσα από το περιεχόμενό της τα φιλάνθρωπα σπλάχνα του Θεού, στα οποία μπορεί ν΄ αναπαυθεί ο άνθρωπος όσο κι αν έχει ξεπέσει, όσο χαμηλά κι αν έχει βρεθεί. Η στάση του νεώτερου υιού αλλά κυρίως του Πατέρα, δίνουν τη δυνατότητα στον άνθρωπο να εντρυφήσει μέσα από το χρυσορυχείο του ευαγγελικού λόγου και να αντλήσει βαθύτερα μηνύματα.
Η ανταρσία
Το σκηνικό που φανερώνει την ανταρσία του νεώτερου γιου κινείται στο επίπεδο μιας λογικής, στη βάση της οποίας ο άνθρωπος αναζητεί και ψάχνει την ελευθερία του σε καταστάσεις που ο ίδιος δεν υποπτεύεται ότι μπορούν να τον εκβάλουν στην πιο αβάστακτη δουλεία και ανυπόφορη σκλαβιά. Δεν υπολόγισε ο νεώτερος γιος ότι η ουσία των πραγμάτων δεν βρίσκεται στην όποια περιουσία απαιτούσε, αλλά στην ίδια την κοινωνία που βρισκόταν με τον πατέρα του και την οποία τόσο αυθαίρετα επιθυμούσε να διακόψει.
Στην πραγματικότητα, ο νέος αυτός δεν βίωνε την αληθινή σχέση αγάπης με τον πατέρα του, αλλά στο βάθος της έβαζε το υλικό συμφέρον. Αν ήταν ειλικρινής, στην παρούσα φάση της ζωής του, από τη στιγμή που ζητούσε να απομακρυνθεί από τη ζεστή αγκαλιά του πατέρα του, δεν θα έπρεπε να αποβλέπει στην περιουσία του. Βλέπουμε ακριβώς εδώ ότι ο άνθρωπος όταν προσκολλάται στα υλικά αγαθά, πόσο αφήνει τον εαυτό του να αναποδογυρίζεται ως ύπαρξη και κατ΄ επέκταση να διαταράσσει την αληθινή σχέση που θα μπορούσε να έχει με τους γύρω του. Τρέφει την ψευδαίσθηση ότι το νόημα της ζωής μπορεί να το ανακαλύψει μέσα από μια αυτονόμηση του εαυτού του, η οποία στο τέλος, δυστυχώς, τον απανθρωπίζει.  
 Η αγάπη ως υπέρβαση
Είναι εκπληκτικό το γεγονός  ότι παρά τις ανθρώπινες παρενέργειες, οι οποίες εκδηλώνονται σ΄ όλο το φάσμα της ανθρώπινης ζωής, αυτές σε καμιά περίπτωση δεν είναι ικανές να ακυρώσουν ή να αναστρέψουν το μεγαλείο της θείας αγάπης.
Η αγάπη του Πατέρα απλώνεται με ένα μοναδικό μεγαλείο, ακόμα και στη φάση που αποκαλύπτεται το έσχατο σημείο κατάπτωσης του άσωτου υιού. Πάντα υπομένει, πάντα περιμένει, πάντα προσκαλεί με ολάνοικτες τις αγκάλες. Η αγάπη του Πατέρα προσφέρει κοινωνία στον νεώτερο υιό και μάλιστα στις χειρότερες φάσεις της ζωής του και τη στιγμή που όλοι τον είχαν άσπλαχνα εγκαταλείψει και τον άφησαν να βιώνει την πιο οδυνηρή μοναξιά. Ποτέ ο Πατέρας δεν είχε χάσει την αίσθηση της υιοθεσίας. Όσο κι αν η ανταρσία του υιού την ανατίνασσε, ο Πατέρας εξακολουθούσε το ίδιο και ακόμα πιο πολύ να τον αισθάνεται παιδί του. Γι΄ αυτό πάντοτε προσδοκούσε και προσέβλεπε στην ευλογημένη ώρα της μεγάλης επιστροφής του. Και όταν επιστρέφει, τον αγκαλιάζει και τον καταφιλεί. Τα οποιαδήποτε λόγια δεν είναι ικανά να φανερώσουν το βάθος της αγάπης του Πατέρα. Το ίδιο το παιδί μπροστά σ΄ αυτό το μεγαλείο της αγάπης, αισθάνεται τη δική του αναξιότητα. Κατάλαβε τι είχε χάσει με την ανταρσία του και πόσα κερδίζει με την επιστροφή του. Περιορίζεται να ζητήσει μια θέση «ως εις των μισθίων» του Πατέρα. Δεν θέλει να ζητήσει τίποτε για τον εαυτό του. Γι΄ αυτό και ο Πατέρας του τα δίνει όλα. Το μεγάλο πανηγύρι της  ζωής στήνεται πάντοτε στο ισχυρό βάθρο της αγάπης, της θεϊκής συγγνώμης, της αληθινής κοινωνίας των προσώπων. Ο μόσχος ο σιτευτός γίνεται η εν Χριστώ σωτηρία για όλους τους ανθρώπους.
Αγαπητοί αδελφοί, 
τα μηνύματα της ωραιότατης αυτής παραβολής που ξεδιπλώνει μπροστά μας η μητέρα μας Εκκλησία, μπορούν να διαπερνούν την ύπαρξη του ανθρώπου και να τον προσανατολίζουν στις πιο ασφαλείς σταθερές στη ζωή του. Ιδιαίτερα η αίσθηση ότι η θεϊκή συγγνώμη και αγάπη, αφήνει ανοικτές τις αγκάλες του Θεού για να μας δέχεται πάντοτε σε όποια θέση κι αν βρεθούμε, όσο κι αν έχουμε εκπέσει. Μπορούμε και εμείς, όπως ο μικρότερος υιός, να έλθουμε «εις εαυτόν» και να γυρίσουμε εκεί όπου η αγάπη του Θεού θα σκεπάζει όλη τη ζωή μας. 
Γένοιτο.
Χριστάκης Ευσταθίου, Θεολόγος

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...