Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Αυγούστου 02, 2015

«Γιά τόν Χριστό καί τήν Παναγία».



                        τοῦ ἀρχιμ.Ἰακώβου Κανάκη
     
Τί πιό ἐπιτυχημένο μήνυμα στήν σχέση μας μέ τόν Θεό. Οἱ ἅγιοι μιλοῦν γιά ἔρωτα Θεοῦ. Ἔτσι τόν βίωναν καί ἔτσι προέτρεπαν νά Τόν γνωρίσουν καί νά Τόν συναντήσουν οἱ ἄνθρωποι. Ξεκαθαρίζουν ὅτι ὁ Θεός δέν εἶναι φόβος, διότι «ἡ ἀγάπη ἔξω βάλλει τόν φόβον».[1] Δέν εἶναι συμφέρον καί χαρακτηρίζουν «μισθωτό» τόν ἄνθρωπο πού τό προσεγγίζει ἔτσι. Ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη, εἶναι ξεκάθαρο αὐτό ἀπό τόν Εὐαγγελιστή Ἰωάννη, τόν «Εὐαγγελιστή τῆς ἀγάπης».[2] Μόνο ὅσοι ἔχουν ἀγαπήσει γνωρίζουν ἀπό ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη στό Θεό εἶναι μόνο δόσιμο. Ὅποιος ἀγαπᾶ πραγματικά χαίρεται ὅταν δίνει. Πῶς νά ξεχάσεις αὐτό πού ἔλεγε ὁ ἅγιος Παΐσιος: «Ἐπιθυμῶ νά κόψω τήν καρδιά μου κομμάτια καί νά τήν μοιράσω στούς ἀνθρώπους». Παράλληλα, καί ὁ ἅγιος Πορφύριος σημείωνε ὅτι: «ἡ καρδιά μου ἔχει μόνο εἴσοδο, ἔξοδο δέν ἔχει». Τί εἶναι αὐτά; Σημεῖα πραγματικῆς Θεϊκῆς ἀγάπης, σημεῖα τῆς αἰωνιότητας στήν καθημερινή μίζερη ζωή μας× Σημεῖα πού δηλώνουν ὅτι ἡ ἀγάπη αὐτή ζῆ ἀκόμα καί στίς μέρες μας, σέ λίγους, σέ ἐλάχιστους, ἀλλά ζῆ γιά νά ἀποδεικνύει ὅτι μπορεῖ καί σήμερα νά ζῆ παρά τίς τόσες ἀντιξοότητες. Ὅλοι μιλοῦν γιά ἀγάπη, ἄγευστοι πολλές φορές τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Μιλοῦν γιά ἀγάπη ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς χωρίς ἴχνος θυσίας. Μιά τέτοια ἀγάπη ὅμως δέν ἀντέχει στό χρόνο, γιατί δέν τήν πότισε ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Γεννήθηκε γιά νά πεθάνει καί ζοῦμε καθημερινά δίπλα μας αὐτήν τήν τραγικότητα. Θυμᾶμαι ἕναν γέροντα, τόν γέροντα Δαμασκηνό στήν μονή τοῦ Μακρυνοῦ, πού ἀγάπησε τό Θεό πολύ καί αὐτή ἡ ἀγάπη φαινόταν στό πρόσωπό του, στήν κίνησή του, στήν μορφή του, στήν ἐπικοινωνία σου μαζί του. Τόν θυμᾶμαι νά μιλᾶ γιά τόν ἔρωτά του στό Χριστό καί ὅτι θά πρέπει νά τόν ἔχουμε μέσα στήν καρδιά μας. Θυμᾶμαι πῶς κίνησε τό χέρι του καί ἀκούμπησε τήν καρδιά του. Ἴσα-ἴσα πού τήν ἀκούμπησε, γιατί δέν ἤθελε νά τραυματίσει τό Χριστό πού ὄντως κατοικοῦσε στήν καρδιά του. Δέν μπορῶ νά ξεχάσω τήν προσοχή, τήν εὐλάβεια, τήν λεπτότητα πού ἀκούμπησε τήν καρδιά του! Τέτοιοι ζηλευτοί  ἀνθρώποι ὑπάρχουν ἀκόμα δίπλα μας, λίγοι πλέον, ἐλάχιστοι ἴσως, ἀλλά ὑπάρχουν γιά νά μᾶς δηλώνουν τήν ὄντως Ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη στό Θεό ἔχει δυνατά ἀλλά διακριτικά σκιρτήματα μέσα στήν καρδιά. Εἶναι ὅλως ἰδιαίτερα. Ἡ ἀγάπη στό Θεό σέ προτρέπει νά διαβάσεις γι᾽Αὐτόν, νά ἀκούσεις γι᾽Αὐτόν, νά τραγουδήσεις γι᾽Αὐτόν, νά ζωγραφίσεις γι᾽Αὐτόν, νά ξαγρυπνήσεις γι᾽Αὐτόν, νά μιλήσεις μέ Αὐτόν, νά στερηθεῖς γι᾽Αὐτόν, νά πεθάνεις γι᾽αὐτόν, νά ἐνωθεῖς μέ Αὐτόν! Ἀλλά ἡ ἀγάπη γι᾽Αὐτόν εἶναι ἀληθινή ἀγάπη ὅταν ἀγαπᾶς ὄχι μόνο Αὐτόν ἀλλά καί κάθετί δικό Του. Καί τά ἄλογα ζῶα, καί τήν φύση καί κυρίως τόν ἄνθρωπο, τό μέγιστο δημιούργημά Του. Ἡ ἀγάπη στό Χριστό περνᾶ ἀπό τήν ἀγάπη στόν ἄνθρωπο, σέ κάθε ἄνθρωπο! Πράγματι, ὁ ἴδιος Εὐαγγελιστής τό ἀναφέρει ὅτι ἀπ᾽αὐτό τό γνώρισμα θά μάθουν ὅλοι πώς εἶστε μαθήτες μου, ἄν δηλαδή ἔχετε ἀγάπη μεταξύ σας.[3]
 Στήν πορεία τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχει πάντα ἕνας ἀκούραστος συμπαραστάτης, ἡ γλυκυτάτη Παναγία,  πού τήν τιμοῦμε τοῦτο τόν ὑπέροχο μήνα τοῦ καλοκαιριοῦ. Αὐτή γνωρίζει ἀπό τήν ἀγάπη πού λέγαμε. Εἶναι ἡ μήτηρ τῆς Ἀγάπης! Μήτηρ αὐτή τεκνία της ἐμεῖς!

Καλή Παναγιά! Καλό Δεκαπενταύγουστο!



[1] Α´Ἰω.4,18.
[3] Ἰω.13,35.
Το είδαμε εδώ

Ο ΜΗΝΑΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΚΑΙ Η ΛΕIΤΟΥΓΙΚΗ ΤΟΥ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ
ΔΗΜΗΤΣΑΝΑ-ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΙΣ
Δημητσάνα - Μεγαλόπολη, Κυριακή 2 Αὐγούστου 2015
ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΕΓΚΥΚΛΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ
Ο ΜΗΝΑΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΚΑΙ Η ΛΕIΤΟΥΓΙΚΗ ΤΟΥ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟ
1. Μπήκαμε, ἀδελφοί μου χριστιανοί, στόν μήνα Αὔγουστο. Ὁ μήνας αὐτός, ὅπως θά ξέρετε πολλοί, εἶναι ὁ τελευταῖος μήνας τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους. Ἔχουμε βέβαια τήν 1η Ἰανουαρίου ὡς πρώτη τοῦ πολιτικοῦ ἔτους, ἀλλά, ὡς ὀρθόδοξοι χριστιανοί, δέν πρέπει νά λησμονοῦμε καί τήν 1η Σεπτεμβρίου, ὡς πρώτη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους. Ἔτσι ὁ μήνας Αὔγουστος εἶναι, ἐπαναλαμβάνω, ὁ τελευταῖος μήνας τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους. Τόν μήνα
αὐτόν τόν ἔχουμε ἀφιερωμένο ἰδιαίτερα στήν Παναγία μας. Αὐτόν τόν μήνα ἑορτάζουμε τήν πιό μεγάλη θεομητορική ἑορτή, τήν Κοίμηση τῆς Παναγίας. Τά προεόρτια τῆς ἑορτῆς αὐτῆς ἀρχίζουν ἀπό τήν 1η τοῦ μηνός καί κάνουμε κάθε μέρα παράκληση στήν Παναγία, ἀλλά ἡ ἑορτή μέ τά μεθεόρτιά της, φθάνει μέχρι τίς 23 τοῦ μηνός, τά «ἐννιάμερα», πού λέμε. Καί τά «σαράντα» τῆς Παναγίας, ἀφοῦ μιλᾶμε γιά «Κοίμηση», δηλαδή, γιά θάνατο, πότε εἶναι τά «σαράντα»; Εἶναι – λογαργιάστε το καί θά τό βρῆτε – εἶναι στίς 24 Σεπτεμβρίου. Αὐτή τήν ἡμέρα κάποτε, γιορτάζοντας στά Κύθηρα μέ πίστη οἱ Χριστιανοί τά «σαράντα» τῆς Παναγίας, ἡ Παναγία τούς ἔκανε μεγάλο θαῦμα, θεράπευσε παράλυτο, καί ἑορτάζουμε ἀπό τότε τήν ἡμέρα αὐτή τήν Παναγία Μυρτιδιώτισσα. – Τά προεόρτια τῆς Παναγίας, ἀδελφοί μου, τό «Δεκαπενταύγουστο» πού λέμε, νηστεύουμε. Λυπᾶμαι γι᾽ αὐτό πού γίνεται στήν ἐπαρχία μας κάθε χρόνο ἀπό μερικούς τοπικούς Συλλόγους, πού στίς ἡμέρες τοῦ Δεκαπενταύγουστου διοργανώνουν χαρωπές ἐκδηλώσεις καί καταλύουν ἔτσι τήν νηστεία. Γι᾽ αὐτό δέν πᾶμε καλά. Μᾶς παίρνει ἡ Παναγία τήν Χάρη της καί τότε πηγαίνουμε «κατά κρημνοῦ». Σᾶς παρακαλῶ, χριστιανοί μου, νά μήν πηγαίνετε στίς ἐκδηλώσεις αὐτές, ὅταν γίνονται σέ περίοδο νηστείας, ἀλλά νά τό λέτε καί σέ ἄλλους νά μήν πηγαίνουν.
2. Ἀλλά τόν Αὔγουστο ἑορτάζουμε καί τήν μεγάλη Δεσποτική ἑορτή, τήν Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος μας. Στίς Δεσποτικές ἑορτές, κατά κανόνα, καταλύεται τό κρέας. Ἀλλά, ἐπειδή ἡ ἑορτή αὐτή πέφτει στήν νηστεία τοῦ Δεκαπενταύγουστου, καταλύεται μόνο τό ψάρι σ᾽ αὐτήν. Στήν ἑορτή τῆς Μεταμόρφωσης ἀναδεικνύεται λαμπρά ἡ θεότητα τοῦ Χριστοῦ. Καί ἔπρεπε αὐτό νά γίνει, γιατί σαράντα μέρες μετά – ἄλλη τεσσαρακοστή τώρα –, σαράντα μέρες μετά τίς 6 Αὐγούστου, λέγω, ἔχουμε τήν μεγάλη ἑορτή τοῦ Σταυροῦ, στίς 14 Σεπτεμβρίου. Καί ἔπρεπε λοιπόν νά φανεῖ ὅτι Αὐτός πού θά πάθει σταυρικό θάνατο, δέν πάσχει ἀπό ἀδυναμία, γιατί εἶναι Θεός. Πάσχει ἑκούσια. Φανερώνεται μέ τήν Μεταμόρφωση ἡ θεϊκή δόξα τοῦ Χριστοῦ, ὥστε οἱ Μαθητές, ὅπως λέγει τό Κοντάκιο τῆς ἑορτῆς, ὅταν θά τόν δοῦν νά πάσχει στό Σταυρό, «τό μέν πάθος νοήσωσιν ἑκούσιον». Συνδέεται λοιπόν στενά ἡ ἑορτή τῆς Μεταμόρφωσης τοῦ Αὐγούστου μέ τήν, μετά ἀπό 40 μέρες, ἑορτή τοῦ Σταυροῦ τόν Σεπτέμβριο, γι᾽ αὐτό καί κατά τήν ἑορτή τῆς Μεταμόρφωσης οἱ Καταβασίες εἶναι «Σταυρόν χαράξας Μωσῆς». 
Σᾶς εὔχομαι, ἀδελφοί, νά γευθεῖτε τό πνευματικό βάθος καί τήν γλυκύτητα τῶν δύο αὐτῶν ἑορτῶν τοῦ μηνός Αὐγούστου, τῆς Μεταμόρφωσης τοῦ Χριστοῦ μας καί τῆς Κοίμησης τῆς Παναγίας μας, καί νά μετάσχετε στήν χάρη καί τήν δόξα τους.  
Μέ πολλές εὐχές,

† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἱερεμίας
το είδαμε εδώ

Θεομητορική ερμηνεία της Νέας Εύας.



       
       Ο μήνας Αύγουστος είναι αφιερωμένος στη Παναγία μας, την Παρθένο Μαρία, που μέσα από τα σπλάχνα της γεννήθηκε στο κόσμο ο Άναρχος Λόγος και Κύριος μας, Ιησούς Χριστός. Το πρόσωπο της Θεοτόκου βάλλεται από αιρετικούς (προτεστάντες) που δεν θέλησαν να μάθουν την Ορθόδοξη Θεολογία μας γύρω από το πρόσωπο το οποίο υποτιμούν και συστηματικά διαβάλουν. Έτσι ακολουθείται το ηθικώς παράδοξο να κατηγορούν συνέχεια και δίχως συστολή την Θεοτόκο, δίχως να γνωρίζουν για τι πράγμα μιλάνε! Εκεί ακριβώς κρύβεται εκτός από την άγνοια και η μισαλλοδοξία, αφού τα πάντα ερμηνεύονται βάση της δικής τους θεωρίας. Πώς γίνεται όμως να κρίνεις μια διδασκαλία, μια θεωρία, ένα λόγο, ή κάποια τοποθέτηση για ένα θέμα με μοναδικό κριτήριο τη δική σου κοσμοθεωρία; Και το πιο λυπηρό · πώς γίνεται να κρίνει κάποιος ένα πρόσωπο και τη θεολογία γύρω απο αυτό το πρόσωπο, όταν ποτέ του δεν έχει μελετήσει συστηματικά κανένα έργο και δεν έχει κάνει την παραμικρή προσπάθεια να προσεγγίσει αυτό, για το οποίο με νεανικό ενθουσιασμό κατηγορεί;

       Η Θεοτόκος δεν ήρθε να εξασθενήσει, ή να αντικαταστήσει τη μεσιτεία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού (Ά Τιμ. Β' 5-6). Η μεσιτεία είναι καθαρά δεήσεως και πρεσβείας. Κατά συνέπειαν «δεν είναι μεσιτεία θυτήριος και λυτρωτική, αλλά μεσιτεία δεήσεως και ικεσίας υπέρ της επί γης στρατευομένης Εκκλησίας» (Η Ορθοδοξία ελπίς του κόσμου, Νικ. Π. Βασιλειάδη, Α΄τόμος, σελ. 211). Η θέση της, η διακονία και η προσφορά της είναι μοναδική για το έργο της Θείας Οικονομίας. Η ελεύθερη επιλογή της για Υπακοή στο θέλημα του Θεού (Λουκ. 1.38) αναδεικνύει το ανθρώπινο κάλλος και τη συμβολή της Θεοτόκου στη Σωτηρία του κόσμου. Στο σημερινό άρθρο θα θίξω το θέμα της Νέας Εύας και αρωγό μου στη προσπάθεια αυτή θα επιστρατεύσω την Αμαλία Σπουρλάκου, διδάκτορα Θεολογίας. 

       «Εν τω μέτρω τούτο της Θείας ενανθρωπήσεως, ήτοι της Θείας σαρκώσεως και της εξ αυτής προκυψάσης νέας γεννήσεως του ανθρώπου, η περί Νέας Εύας έννοια δέον, όπως αναλύεται εις δύο τινά: «Την εν τη των πιστών Εκκλησίαν απο γυναικός» γέννησιν της όντως Ζωής, της Θείας και αθανάτου Ζωής, Χριστού του Θεού, εις αναίρεσιν του θανάτου, και την δια της Εκκλησίας μετάδοσιν της Ζωής ταύτης εν τη νέα δημιουργία, τή απο του Χριστού. Αλλώς ειπείν, η Νέα Εύα ενεργεί και επιτελεί το κατά Θείαν Πρόνοιαν και βούλησιν έργον αυτήςως βοηθός του Νέου Αδάμ εν τω μυστηρίω της Ζωής, εν τη νέα γεννήσει, εις δύο φάσεις: την εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου γέννησιν του Χριστού ως κεφαλής· την εκ Πνεύματος Αγίου και ύδατος αναγέννησιν των ανθρώπων ως Σώματος του Χριστού, ίνα «ομού πάντες ώμεν συνημμένοι και συγκεκολλημένοι τη κεφαλή» (Χρυσοστόμου, προς Εφεσίους, PG 62, 26). Η Χριστιανική αλήθεια περί της αναδημιουργίας του ανθρώπου, της ζωοποιήσεως, δηλαδή, αυτού εν τω Χριστώ, στρέφεται πέριξ των δύο τούτων σημείων, ως αμετακίνητων, αμετάθετων και αμετάβλητων πόλων. Ούτως η Νέα Εύα κέκτηται, ομοίως, και «μαριολογικόν» χαρακτήρα, καθ'όσον η Παρθένος και Θεοτόκος Μαρία κατέστη και αυτή η Μήτηρ της Ζωής.

       Η Εύα, παρατηρεί ο Τερτυλλιανός, ως βοηθός του Αδάμ δηλοί «το γένος της Μαρίας και εφ'εξής της Εκκλησίας» (Adversus Marciomem, II,4,PL 2, 289A). Ο Θεός, ως επεξηγεί ο αυτός, εγνώριζεν ότι η γυνή εν τη Μαρία και εν συνεχεία εν τη Εκκλησία θα ήτο ευεργετική διά τον άνθρωπον και ούτω προεικόνισεν αυτάς εν εκείνη. Διο και διαχωρίζει σαφώς την ιδιότητα εκάστης ως Νέας Εύας εν τω μυστηρίω της Ζωής. «Η Παρθένος μήτηρ του Θεού είναι η Νέα Εύα εν τη πράξη της Υπακοής αυτής εις την Θείαν ενσάρκωσιν· η Εκκλησία, γεγγεννημένη εκ της νυγείσης πλευράς του Χριστού, ως η Εύα εξήλθεν εκ της πλευράς του Αδάμ, είναι η Νέα Εύα, η μήτηρ των Ζώντων, εν τη πνευματική γονιμότητι αυτής». «Αντί της Εύας η Μαρία», λέγει ο ιερός Χρυσόστομος, αναφερόμενος εις την Νέαν Εύαν της ζωής εν τη δια της Θείας σαρκώσεως αναγεννήσει (Λόγος εις το άγιον Πάσχα), ενώ περί της ετέρας, της Νέας Εύας της πνευματικής αναγεννήσεως, δέχεται ότι αυτή είναι η απορρυείσα  εκ της πλευράς του Χριστού, καθ'ομοιότητα της εκ της πλευράς του Αδάμ προκυψάσης Εύας. «Απο Μαρίας γαρ λαμβάνεται η λέξις και περί της Εκκλησίας έσται μοι τούτο λέγειν», διευκρινίζει ο Επιφάνιος Κύπρου, αναφερόμενος εις την αυτήν διάκρισιν της μητρός Εύας. «Τυπικώς η πρώτη Εύα ζωή εκλήθη, ίνα σημάνει τήν δευτέραν, τουτέστιν την Αγίαν Μαρίαν, την γενννήσασαν την Ζωήν των ανθρώπων», παρατηρεί ο Νείλος Σιναϊτης (επιστολή ΣΞΖ', PG 79, 180 D), χωρίς βεβαίως να παραθεωρή το έτερον μέρος της τυπολογικής ερμηνείας της Εύας και του Αδάμ, καθ'ην «ο μεν Αδάμ πέπλασται», η δε Εύα ωκοδομήθη, ίνα δειχθεί Θεός Λόγος εκ Μαρίας μεν το σώμα το άσπιλον αναπλάσας εαυτώ, εκ δε της νυγείσης επί του Σταυρού πλευράς την νύμφην εαυτού την Εκκλησίαν οικοδομών».

        «Το πρώτο ζεύγος (Εύα-Θεοτόκος) καταδεικνύει την συνεργία του ανθρώπου εις το έργον της εισόδου της Ζωής εις τον κόσμον, κατ'αντίθεσιν προς την προτέραν συνεργίαν αυτού εις την εις αυτόν είσοδον του θανάτου. «Η μεν γαρ Εύα πρόφασις γεγένηται θανάτου τοις ανθρώποις· δι'αυτής γαρ εισήλθεν ο θάνατος εις τον κόσμον· η δε Μαρία πρόφασις ζωής, δι'ής εγεννήθη ημίν ζωή» (Επιφανίου Κύπρου, Κατά αιρέσεων). Η ιδιότης, δηλαδή, της Θεοτόκου ως Νέας Εύας περιορίζεται εις την αντιπαραβολήν της Ζωής πρός τον θάνατον, του κυήματος αυτής (του Χριστού) προς το κύημα της Εύας (τον διάβολον). Εις τούτο δε ακριβώς έγκειται  και ο αντιθετικός χαρακτήρ της σχέσεως Εύα-Μαρία, όστις εξ επόψεως υποκειμένου εκφράζει την έναντι του Θεού στάσιν του ανθρώπου εν τη πτώσει (δια της Εύας) και τη ανορθώσει αυτού (δια της Θεοτόκου). Το τελευταίον τούτο είναι τοιαύτης σημασίας, ώστε, εν τέλει, ο συσχετισμός Εύας και Θεοτόκου να αφορά κυρίως εις την υπακοήν της δευτέρας εις το Θείον θέλημα-απαραίτητον προϋπόθεσιν της Θείας σαρκώσεως- ως αποκαθιστώσαν την παρακοήν της πρώτης εις το Θείον θέλημα- μοναδικήν αιτία της εισόδου του θανάτου εις τον κόσμον. Εις το συμπέρασμα τούτο αγόμεθα απολύτως και εκ μόνης της αντιπαραθέσεως  των σχετικών αγιογραφικών κειμένων, Γεν. 3,1-7 και Λουκ. 1,26-38. Εν αμφοτέροις τούτοις τίθεται θέμα αποδοχής του Θείου θελήματος εκ μέρους του ανθρώπου, αλλά και παρέχονται τα δύο ακραία παραδείγματα της συμπεριφοράς αυτού έναντι εκείνου, μετά των γνωστών προεκτάσεων αυτών δια την απώλειαν και την σωτηρίαν του κόσμου. 

        Η Εύα δεν απεδέχθη το Θείον θέλημα, παρακούσασα την εντολήν, ενώ αντιθέτος η Παρθένος Μαρία υπέταξεν εαυτήν πλήρως τω Θεώ, υπακούσασα. Η Θεοτόκος Μαρία είναι απλώς η Νέα Εύα της υπακοής, η αντιπαραβαλλομένη εις την παλαιάν Εύαν της απειθείας και ανυπακοής έναντι του Θεού, η γεννήσασα την ζωήν, ως εκείνη τον θάνατον. Η Ζωής όμως αυτή εν συνεχεία μεταδίδεται τοις ανθρώποις δια του μυστηρίου της Εκκλησίας, της μόνης δεχομένης Αυτήν διηνεκώς εκ του Θεού Πατρός δι'Υιού εν Αγίω Πνεύματι. Ο Χριστός παρέχει τω αναγεγενημένω δια της Εκκλησίας την μετοχήν της εαυτού ζωής, ήτις προσδιορίζει την αιώνιον ζωήν. Η πνευματική μητρότης της Εκκλησίας αφορά, δηλαδή εις την εν Χριστώ υπόστασιν του ανθρώπου, ην ούτως λαμβάνει εκ του Χριστού και της Εκκλησίας, ως μητρός, δι'ό και δεν πρέπει να συγχέεται αυτή προς την μητρότητα της Θεοτόκου Μαρίας. Η Εκκλησία είναι δια τον Χριστιανόν, ότι και η φυσική μήτηρ διά τον εξ αυτής γεννώμενον, ήτοι η μητρότης αυτής είναι φύσεως οντολογικής.

        Ούτω, το δεύτερον ζεύγος (Εύα-Εκκλησία) εκφράζει την κατ'αναλογίαν πρός την πρώτην επιτελουμένην δευτέραν γέννησιν του ανθρώπου εν τη Ζωή και την διατήρησιν αυτού εν αυτή. Ο συσχετισμός, δηλαδή, Εύας και Εκκλησίας αφορά κυρίως εις την αποστολήν της τελευταίας παρά τω πλευρώ του Νέου Αδάμ-Χριστού, καθ'ομοιότητα του μυστηρίου της πρώτης, ως βοηθού του παλαιού Αδάμ, και εις την τελείωσιν του δι'αυτών προτυπωθέντος μυστηρίου της όλης δημιουργίας. Ως πληροφορούμεθα εκ του H. Holstein, και δια «την λατινικήν παράδοσιν», ο «παραλληλισμός Μαρίας και Εκκλησίας», ως πρός την Εύαν, υπήρξεν έως του η' αιώνος ανάλογος. Η Θεοτόκος, δηλαδή, «συνεκρίνετο πρός την Εύαν κατά την πράξιν της υπακοής αυτής εις την Θείαν ενσάρκωσιν», ενώ «η Εκκλησία συνεκρίνετο προς την Εύαν κατά την γόνιμον μητρότητα αυτής, ως "μητρός των ζώντων". [...]

        Δια της αντιθέσεως Εύα-Θεοτόκος οι Πατέρες της Εκκλησίας διαπραγματεύονται ουσία το θέμα της συνδρομής της οικείας προαιρέσεως του ανθρώπου εις τον έργον Χάριτι Θεία θεώσεως αυτού. Η συνδρομή αυτή αφορά εις μόνην, πλήν απαραίτητον, την αποδοχήν του Θείου θελήματος περί αυτού, οριζομένην απ'αρχής διά των υπό του Θεού αιτουμένων εν τω γενικώ όρω της υπακοής. Η αντίθεσις Εύα-Θεοτόκος αποτελεί αναντιρρήτως υποδειγματικήν πατερικήν διδασκαλίαν εν τω σχολείο της αληθείας περί της ορθής χρήσεως του αυτεξουσίου εν τω αγώνι της αποτάξεως του Σατανά και της συντάξεως τω Χριστώ». 


Η Νέα Εύα, Μήτηρ και Παρθένος, Εκκλησιολογική-Θεομητορική Προσέγγισις
Αμαλία Σπουρλάκου-Ευτυχιάδου, Διδάκτορος Θεολογίας. 
Το είδαμε  εδώ

Εἶ­ναι οἱ Ἑ­τε­ρό­δο­ξοι μέ­λη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας;




Ἄρθρο τοῦ Κα­θη­γη­τή Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ. Δη­μη­τρί­ου Τσε­λεγ­γί­δη
Πρω­τί­στως πρέ­πει νά δι­ευ­κρι­νή­σου­με ὅ­τι ὡς Ὀρ­θό­δο­ξοι πι­στεύ­ου­με, σύμ­φω­να μέ τό Σύμ­βο­λο Πί­στε­ως τῆς Νι­καί­ας-Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως (381), «εἰς μί­αν, ἁ­γί­αν, ἀ­πο­στο­λι­κήν καί κα­θο­λι­κήν Ἐκ­κλη­σί­αν». Κα­τά τήν ἀ­δι­ά­κο­πη δογ­μα­τι­κή συ­νεί­δη­ση τοῦ πλη­ρώ­μα­τος τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας, δη­λα­δή κα­τά τήν αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α της, ἡ μί­α αὐ­τή Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη.
Ἡ ὁ­μο­λο­γί­α τοῦ Συμ­βό­λου ὅ­τι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι «μί­α» ση­μαί­νει πώς αὐ­τή εἶ­ναι βα­σι­κή ἰ­δι­ό­τη­τα τῆς ταυ­τό­τη­τάς της. Πρα­κτι­κῶς αὐ­τό ση­μαί­νει ὅ­τι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α δέν μπο­ρεῖ νά δι­αι­ρε­θεῖ, νά κομ­μα­τι­α­στεῖ, ἐ­πει­δή αὐ­τή εἶ­ναι τό μυ­στη­ρι­α­κό σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ. Καί ὁ Χρι­στός ὡς κε­φα­λή τοῦ σώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας οὔ­τε πολ­λά σώ­μα­τα μπο­ρεῖ νά ἔ­χει οὔ­τε καί δι­η­ρη­μέ­νο σῶ­μα νά κα­τέ­χει. Στό σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ νι­κή­θη­κε καί αὐ­τός ὁ θά­να­τος. Ἔτ­σι, ὅ­ποι­ος ἐν­τάσ­σε­ται στό σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ καί πα­ρα­μέ­νει ζων­τα­νός σ' αὐ­τό μέ τά θε­ουρ­γά μυ­στή­ρι­α καί τήν ἀ­γα­πη­τι­κή τή­ρη­ση τῶν ἐν­το­λῶν, με­τα­βαί­νει ἀ­πό τόν βι­ο­λο­γι­κό θά­να­το στήν αἰ­ώ­νι­α καί ἀ­ΐ­δι­α ζω­ή τοῦ Τρι­α­δι­κοῦ Θε­οῦ. Καί ὅ­πως τά κλα­δι­ά τῆς ἀμ­πέ­λου δέν μπο­ροῦν νά ζή­σουν καί νά καρ­πο­φο­ρή­σουν, ἄν ἀ­πο­κο­ποῦν ἀ­πό τήν ἄμ­πε­λο, ἔτ­σι καί ὁ ἀ­πο­κο­μμέ­νος ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α πι­στός ἤ καί ὁ­λό­κλη­ρες κοι­νό­τη­τες πι­στῶν- ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἀ­πό τό ἀ­ριθ­μη­τι­κό τους πλῆ­θος- δέν μπο­ροῦν οὔ­τε νά ὑ­πάρ­ξουν ἐν Χρι­στῷ οὔ­τε νά συ­στή­σουν ἄλ­λη Ἐκ­κλη­σί­α. 
Ἡ πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι θε­ό­πνευ­στη καί ἀ­δι­α­πραγ­μά­τευ­τη. Σύμ­φω­να μέ τήν συγ­κε­κρι­μέ­νη πί­στη της, πολ­λές ἤ δι­η­ρη­μέ­νες Ἐκ­κλη­σί­ες δέν μπο­ροῦν νά ὑ­πάρ­χουν, ἐ­πει­δή ἀ­πο­τε­λεῖ...
ἀν­τί­φα­ση ἐν τοῖς ὅ­ροις τό μί­α καί τό πολ­λές ἤ τό μί­α καί τό δι­η­ρη­μέ­νη. Τό δι­η­ρη­μέ­νη ἀ­ναι­ρεῖ στήν πρά­ξη τήν πί­στη στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, πού μό­νο ὡς μί­α καί ἀ­δι­αί­ρε­τη μπο­ρεῖ νά κα­τα­νο­η­θεῖ μέ βά­ση τήν ὀρ­θό­δο­ξη αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α. Ἀ­πο­τε­λεῖ ἄρ­νη­ση τῆς πί­στε­ως τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἄρ­νη­ση τῆς ταυ­τό­τη­τας καί τῆς αὐ­το­συ­νει­δη­σί­ας της, ὅ­ταν κά­ποι­ος κά­νει λό­γο ἐν­συ­νεί­δη­τα γι­ά δι­η­ρη­μέ­νη Ἐκ­κλη­σί­α. Ἔτ­σι, οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι δέν ἔ­χουν κα­νέ­να ψυ­χο­λο­γι­κό πρό­βλη­μα (κόμ­πλεξ) ταυ­τό­τη­τας ἐ­ξαι­τί­ας τῆς ἀ­πο­κο­πῆς ἀ­πό τό σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῶν Δυ­τι­κῶν Χρι­στι­α­νῶν. Βε­βαί­ως πο­νοῦν, προ­σεύ­χον­ται καί ἐν­δι­α­φέ­ρον­ται γι­ά τή με­τά­νοι­α καί τήν ἐ­πι­στρο­φή τους.



1. Ἀ­πο­στο­λι­κή Πί­στη
Ἡ ἔν­τα­ξη καί ἡ πα­ρα­μο­νή στό μυ­στη­ρι­α­κό σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, τήν Ἐκ­κλη­σί­α, δέν εἶ­ναι ἀ­προ­ϋ­πό­θε­τη. Προ­ϋ­πο­θέ­τει ὁ­πωσ­δή­πο­τε τήν χω­ρίς ὅ­ρους ἀ­πο­δο­χή καί ὁ­μο­λο­γί­α τῆς ἀ­πο­στο­λι­κῆς πί­στε­ως, ὅ­πως αὐ­τή ἑρ­μη­νεύ­τη­κε καί ὁ­ρι­ο­θε­τή­θη­κε ἀ­πό τίς ἀ­πο­φά­σεις τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.

Ἔτ­σι, ὅ­ταν κά­ποι­ος πι­στός -ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἀ­πό τή θε­σμι­κή θέ­ση πού ἔ­χει στό σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας- ἤ σύ­νο­λα πι­στῶν -ἀ­νε­ξαρ­τή­τως τοῦ ἀ­ριθ­μοῦ τους- πα­ρα­βι­ά­σουν ἐκ πε­ποι­θή­σε­ως τήν ὁ­ρι­ο­θε­τη­μέ­νη πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἀ­πο­κό­πτον­ται ἀ­πό τό σῶ­μα της. Καί ἄν εἶ­ναι σ' ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε ἱ­ε­ρα­τι­κό ἀ­ξί­ω­μα κα­θαι­ροῦν­ται, ἐ­νῶ οἱ λα­ϊ­κοί ἀ­φο­ρί­ζον­ται, ὅ­πως προ­κύ­πτει ἀ­πό τά Πρα­κτι­κά τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων. Τοῦ­το ση­μαί­νει ὅ­τι δέν μπο­ροῦν στό ἑ­ξῆς νά με­τέ­χουν καί νά κοι­νω­νοῦν στά μυ­στή­ρι­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.

Οἱ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοί ἔ­χουν ἐκ­πέ­σει ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α ἐ­πι­σή­μως τόν 11ο αἰ­ώ­να. Τό 1014 εἰ­σή­γα­γαν στό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως τήν ἐ­σφαλ­μέ­νη δογ­μα­τι­κή δι­δα­σκα­λί­α τους γι­ά τό Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα, τό γνω­στό F­i­l­i­o­q­ue. Σύμ­φω­να μέ τή δι­δα­σκα­λί­α αὐ­τή τό Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα ὡς θεῖ­ο Πρό­σω­πο ἔ­χει τήν ὕ­παρ­ξή του ἐκ­πο­ρευ­τῶς καί ἀ­πό τόν Πα­τέ­ρα καί ἀ­πό τόν Υἱ­ό. Ἡ δογ­μα­τι­κή δι­δα­σκα­λί­α τῶν Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κῶν ὅ­μως ἀ­να­τρέ­πει τήν ἀ­πο­στο­λι­κή πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας στόν Τρι­α­δι­κό Θε­ό, ἀ­φοῦ κα­τά τόν Εὐ­αγ­γε­λι­στή Ἰ­ω­άν­νη τό Πνεῦ­μα τῆς Ἀ­λη­θεί­ας «πα­ρά τοῦ Πα­τρός ἐκ­πο­ρεύ­ε­ται» (15,26). Ἄλ­λω­στε, ἡ Γ΄ Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δος δι­ά τοῦ Προ­έ­δρου της, ἁ­γί­ου Κυ­ρίλ­λου Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας, ἀ­να­φε­ρό­με­νη στό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως κα­θό­ρι­σε ἀ­πα­γο­ρευ­τι­κά, ὅ­τι «οὐ­δε­νί ἐ­πι­τρέ­πε­ται λέ­ξιν ἀ­μεῖ­ψαι τῶν ἐγ­κει­μέ­νων ἐ­κεῖ­σε ἤ μί­αν γοῦν πα­ρα­βῆ­ναι συλ­λα­βήν» (σέ κα­νέ­ναν δέν ἐ­πι­τρέ­πε­ται νά προ­σθέ­σει ἤ νά ἀ­φαι­ρέ­σει οὔ­τε μί­α συλ­λα­βή ἀ­πό αὐ­τά πού δι­α­τυ­πώ­θη­καν στό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως). Ὅ­λες οἱ ἑ­πό­με­νες Οἰ­κου­με­νι­κές Σύ­νο­δοι κα­τα­κύ­ρω­σαν τίς ἀ­πο­φά­σεις τῆς Γ΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς.

Εἶ­ναι λοι­πόν προ­φα­νές ὅ­τι οἱ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοί -κα­τ' ἐ­πέ­κτα­ση καί οἱ Προ­τε­στάν­τες πού υἱ­ο­θέ­τη­σαν τό F­i­l­i­o­q­ue- ἔ­χουν ἐκ­πέ­σει ἀ­πό τήν ἀ­πο­στο­λι­κή πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Εἶ­ναι γι' αὐ­τό πε­ριτ­τό νά ἀ­να­φέ­ρου­με ὅ­λους τούς με­τέ­πει­τα νε­ω­τε­ρι­σμούς στήν πί­στη ἐκ μέ­ρους τῶν Δυ­τι­κῶν Χρι­στι­α­νῶν (ὅ­πως τό ἀ­λά­θη­το τοῦ πά­πα, τά μα­ρι­ο­λο­γι­κά δόγ­μα­τα, τό πρω­τεῖ­ο, ἡ κτι­στή Χά­ρη κ.ἄ.­).

2. Ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή
Μέ τήν ἀ­πο­στο­λι­κή πί­στη συν­δέ­ε­ται ἀ­δι­αί­ρε­τα καί ἡ ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή. Ἡ ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή ἔ­χει οὐ­σι­α­στι­κό πε­ρι­ε­χό­με­νο μό­νο μέ­σα στό σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, καί προ­ϋ­πο­θέ­τει ὁ­πωσ­δή­πο­τε τήν ἀ­πο­στο­λι­κή πί­στη.
Λέ­γον­τας ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή ἐν­νο­οῦ­με τήν ἀ­δι­ά­κο­πη συ­νέ­χει­α τῆς ἡ­γε­σί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­πό τούς Ἀ­πο­στό­λους. Ἡ συ­νέ­χει­α αὐ­τή ἔ­χει χα­ρι­σμα­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα καί δι­α­σφα­λί­ζε­ται μέ τή με­τά­δο­ση τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ἐ­ξου­σί­ας τῶν Ἀ­πο­στό­λων στούς Ἐ­πι­σκό­πους τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί δι' αὐ­τῶν στούς ἱ­ε­ρεῖς.

Ὁ τρό­πος με­τα­δό­σε­ως τῆς πνευ­ματ­ι­κῆς-ἀ­πο­στο­λι­κῆς ἐ­ξου­σί­ας στούς Ἐ­πι­σκό­πους γί­νε­ται μέ τή χει­ρο­το­νί­α. Ἄν, ἑ­πο­μέ­νως, κά­ποι­ος ἐ­πί­σκο­πος ἔ­χει λά­βει μέ κα­νο­νι­κό - ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό τρό­πο τή χει­ρο­το­νί­α του καί στή συ­νέ­χει­α βρε­θεῖ ἐ­κτός τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἐ­ξαι­τί­ας τῆς ἐ­σφαλ­μέ­νης πί­στε­ώς του, παύ­ει οὐ­σι­α­στι­κά νά ἔ­χει καί τήν ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή, ἀ­φοῦ αὐ­τή ἔ­χει νό­η­μα μό­νο μέ­σα στό μυ­στη­ρι­α­κό σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, τήν Ἐκ­κλη­σί­α.

Κα­τά συ­νέ­πει­α, ἄν κά­ποι­ος ἐ­πί­σκο­πος ἤ καί ὁ­λό­κλη­ρη το­πι­κή Ἐκ­κλη­σί­α -ἀ­νε­ξαρ­τή­τως ἀ­ριθ­μοῦ με­λῶν- ἐκ­πέ­σουν ἀ­πό τήν πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὅ­πως αὐ­τή ἐκ­φρά­στη­κε ἀ­λα­θή­τως στίς Οἰ­κου­με­νι­κές Συ­νό­δους, παύ­ουν νά ἔ­χουν οἱ ἴ­δι­οι τήν ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή, ἐ­πει­δή βρί­σκον­ται ἤ­δη ἐ­κτός τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Καί, ἀ­φοῦ δι­α­κό­πτε­ται ἡ ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή οὐ­σι­α­στι­κά, δέν μπο­ρεῖ νά γί­νε­ται λό­γος γι­ά κα­το­χή ἤ γι­ά συ­νέ­χει­α τῆς ἀ­πο­στο­λι­κῆς δι­α­δο­χῆς στούς ἐκ­πε­σόν­τες ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α.

Μέ βά­ση τά πα­ρα­πά­νω, ὁ ἴ­δι­ος ὁ πά­πας, ἀλ­λά καί τό σύ­νο­λο τῶν Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κῶν ἐ­πι­σκό­πων στε­ροῦν­ται τήν ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή, ἐ­πει­δή στε­ρη­θέν­τες τήν ἀ­πο­στο­λι­κή πί­στη ξέ­πε­σαν ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α. Κα­τά συ­νέ­πει­α, λό­γος γι­ά ἀ­πο­στο­λι­κή δι­αδ­ο­χή ἐ­κτός τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι λό­γος ἀ­τε­κμη­ρί­ω­τος ἐ­πι­στη­μο­νι­κά, εἶ­ναι δη­λα­δή λό­γος ἀ­θε­ο­λό­γη­τος.

3. Ἱερωσύνη καί τά ἄλλα Μυ­στή­ρι­α
Ἡ ἱ­ε­ρω­σύ­νη στό πλαί­σι­ο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι ἡ ἱ­ε­ρω­σύ­νη τοῦ ἴ­δι­ου τοῦ Χρι­στοῦ, ἀ­φοῦ ὁ ἴ­δι­ος ὁ Χρι­στός τε­λεῖ τά μυ­στή­ρι­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας Του δι­ά τῶν Ἐ­πι­σκό­πων καί Ἱ­ε­ρέ­ων Του.
Ἡ ἱ­ε­ρω­σύ­νη προ­ϋ­πο­θέ­τει τήν ἀ­δι­ά­κο­πη συ­νέ­χει­ά της ἀ­πό τούς Ἀ­πο­στό­λους, προ­ϋ­πο­θέ­τει δη­λα­δή τήν ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή. Πρω­τί­στως ὅ­μως ἡ ἱ­ε­ρω­σύ­νη προ­ϋ­πο­θέ­τει τόν Θε­άν­θρω­πο Χρι­στό ὡς ἱ­ε­ρουρ­γό στό μυ­στη­ρι­α­κό Σῶ­μα Του, τήν Ἐκ­κλη­σί­α. Σέ τε­λευ­ταί­α ἀ­νά­λυ­ση, ἡ ἱ­ε­ρω­σύ­νη τοῦ Χρι­στοῦ ὑ­φί­στα­ται στήν Ἐκ­κλη­σί­α καί πα­ρέ­χε­ται ἀ­πό τόν ἴ­δι­ο τόν Χρι­στό δι­ά τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας Του καί γι­ά τήν Ἐκ­κλη­σί­α Του. Αὐ­το­νο­μη­μέ­νη ἱ­ε­ρω­σύ­νη καί αὐ­το­νο­μη­μέ­να ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α μυ­στή­ρι­α δέν μπο­ροῦν νά ὑ­πάρ­χουν.

Ἡ ἱ­ε­ρω­σύ­νη, ὅ­πως ἄλ­λω­στε καί ὅ­λα τά μυ­στή­ρι­α, ἀ­πο­τε­λεῖ λει­τουρ­γι­κή φα­νέ­ρω­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας (ἡ Ἐκ­κλη­σί­α «ση­μαί­νε­ται ἐν τοῖς μυ­στη­ρί­οις», κατά τόν Ἅγιο Νικόλαο Καβάσιλα­). Τοῦ­το ση­μαί­νει, ὅ­τι γι­ά νά ὑ­πάρ­χουν μυ­στή­ρι­α, πρέ­πει προ­η­γου­μέ­νως νά ὑ­πάρ­χει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α. Τά μυ­στή­ρι­α εἶ­ναι σάν τά κλα­δι­ά ἑ­νός δέν­δρου. Ζων­τα­νά κλα­δι­ά, πού ἀν­θοῦν καί καρ­πο­φο­ροῦν, μπο­ροῦν νά ὑ­πάρ­χουν μό­νον ὅ­ταν αὐ­τά εἶ­ναι ὀρ­γα­νι­κή προ­έ­κτα­ση τοῦ δέν­δρου, ὅ­ταν δη­λα­δή εἶ­ναι ὀν­το­λο­γι­κά συν­δε­μέ­να μέ τόν κορ­μό τοῦ δέν­δρου.

Εἶ­ναι θε­ο­λο­γι­κά ἀ­κα­τα­νό­η­το νά ὑ­πο­στη­ρί­ζε­ται ὅ­τι οἱ ἑ­τε­ρό­δο­ξοι, Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοί ἤ Προ­τε­στάν­τες, ἔ­χουν ἔ­στω καί ἕ­να μυ­στή­ρι­ο, π.χ. τό βά­πτι­σμα. Τό θε­με­λι­ῶ­δες ἐ­ρώ­τη­μα πού πρέ­πει νά τί­θε­ται ἐ­δῶ εἶ­ναι: Ποι­ός ἱ­ε­ρούρ­γη­σε τό μυ­στή­ρι­ο τοῦ Βα­πτί­σμα­τος; Ποῦ βρῆ­κε τήν ἱ­ε­ρω­σύ­νη ὁ ἱ­ε­ρουρ­γός; Ποι­ός τοῦ ἔ­δω­σε τήν ἱ­ε­ρω­σύ­νη, ἀ­φοῦ αὐ­τήν τήν πα­ρέ­χει μό­νον ἡ Ἐκ­κλη­σί­α; Καί ποῦ βρέ­θη­κε ἡ Ἐκ­κλη­σί­α στούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους, ἀ­φοῦ αὐ­τοί λό­γῳ τῆς ἐ­σφαλ­μέ­νης δογ­μα­τι­κῆς πί­στε­ώς τους ξέ­πε­σαν ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α;

4. Ἡ θε­ω­ρί­α τῶν «δύ­ο πνευ­μό­νων» τοῦ Χρι­στοῦ
Ἡ θε­ω­ρί­α αὐ­τή ἔ­χει τήν πα­τρό­τη­τά της στόν Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμό. Σύμ­φω­να μέ τή θε­ω­ρί­α αὐ­τή ὁ Χρι­στός ἔ­χει ὡς «πνεύ­μο­νές» Του τόν Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κισμό καί τήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α.
Σή­με­ρα, δυ­στυ­χῶς, ἡ θε­ω­ρί­α αὐ­τή υἱ­ο­θε­τή­θη­κε καί ἀ­πό πολ­λούς ὀρ­θό­δο­ξους ἱ­ε­ράρ­χες καί λα­ϊ­κούς ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κούς θε­ο­λό­γους, μᾶλ­λον ἀ­βα­σά­νι­στα. Καί τοῦ­το, γι­α­τί ἡ θε­ω­ρί­α αὐ­τή κρι­νό­με­νη ἀ­πό ὀρ­θό­δο­ξη ἄ­πο­ψη ὄ­χι μό­νον ἀ­θε­ο­λό­γη­τη εἶ­ναι, ἀλ­λά καί κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά βλά­σφη­μη.

Ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α δι­α­φο­ρο­ποι­εῖ­ται ὀν­το­λο­γι­κά ἀ­πό τό Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμό γι­ά κα­θα­ρά δογ­μα­τι­κούς λό­γους. Ἔτ­σι, ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α θε­ω­ρεῖ ὅ­τι μό­νον αὐ­τή δι­α­σώ­ζει τόν χα­ρα­κτή­ρα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὡς Θε­αν­θρω­πί­νου Σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ. Ὁ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμός ἔ­χει ἐ­δῶ καί χί­λι­α χρό­νι­α ἐκ­πέ­σει ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ.

Ἄλ­λω­στε, ἐ­πει­δή ἡ Ἐκ­κλη­σί­α κα­τά τό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως εἶ­ναι «μί­α» καί ἑ­νι­αί­α, εἶ­ναι θε­ο­λο­γι­κά τε­λεί­ως ἀ­κα­τα­νό­η­το νά ὑ­πο­νο­οῦν­ται, σύμ­φω­να μέ τήν πα­ρα­πά­νω θε­ω­ρί­α, ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α καί ὁ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμός ὡς οἱ «δύ­ο πνεύ­μο­νες» τοῦ Χρι­στοῦ, ὡς κά­ποι­α ἰ­σό­τι­μα δη­λα­δή μέ­λη τοῦ σώ­μα­τός Του. Σέ αὐ­τήν τήν πε­ρί­πτω­ση θά πρέ­πει νά θε­ω­ρή­σου­με ὅ­τι τά ἄλ­λα μέ­λη τοῦ σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ ἤ πα­ρα­μέ­νουν ἀ­κά­λυ­πτα ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κῶς ἤ κα­λύ­πτον­ται ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κά ἀ­πό ἄλ­λες, ἐ­κτός τῶν δύ­ο, Ἐκ­κλη­σί­ες. Κά­τι τέ­τοι­ο ὅ­μως θά μᾶς ὁ­δη­γοῦ­σε εὐ­θέ­ως στήν υἱ­ο­θέ­τη­ση τῆς προ­τε­σταν­τι­κῆς ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κῆς θε­ω­ρί­ας τῶν κλά­δων» (B­r­a­n­ch t­h­e­o­ry). [Λέγοντας θεωρία τῶν κλάδων ἐννοοῦμε τή θεωρία τῶν προτεσταντῶν γιά τήν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἐκ­κλη­σί­α κα­τά τούς προ­τε­στάν­τες εἶ­ναι ἡ ἀ­ό­ρα­τη κο­νω­νί­α τῶν ἁ­γί­ων. Οἱ δι­ά­φο­ρες ἱ­στο­ρι­κές-ἐμ­πει­ρι­κές ἐκ­κλη­σί­ες ὅ­λων τῶν δογ­μά­των ἔ­χουν νο­μι­μό­τη­τα καί ἰ­σό­τη­τα ὑ­πάρ­ξε­ως, ὡς κλα­δι­ά τοῦ ἑ­νός δέν­δρου τῆς ἀ­ό­ρα­της ἐκ­κλη­σί­ας. Ἡ ἀ­ό­ρα­τη ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι ἡ κα­θαυ­τό ἐκ­κλη­σί­α ἡ ὁ­ποί­α καί ὁ­μο­λο­γεῖ­ται στό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως. Κα­τά συ­νέ­πει­α, καμ­μί­α ἐ­πι­μέ­ρους το­πι­κή ἐκ­κλη­σί­α ὁ­ποι­ου­δή­πο­τε δόγ­μα­τος, δέν ἐν­σαρ­κώ­νει τήν «μί­α ἁ­γί­α κα­θο­λι­κή καί ἀ­πο­στο­λι­κή Ἐκ­κλη­σί­α». Καμ­μί­α το­πι­κή ἐκ­κλη­σί­α δέν μπο­ρεῖ νά ἰ­σχυ­ρι­σθεῖ ὅ­τι κα­τέ­χει τήν πλη­ρό­τη­τα τῆς ἀ­πο­κα­λυ­φθεί­σας ἀ­λή­θει­ας. Ἡ μί­α ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ εἶ­ναι το συ­νο­λι­κό ἄ­θροι­σμα τῶν ἐ­πι­μέ­ρους τμη­μά­των της, δη­λα­δή τῶν κα­τά τό­πους ἐκ­κλη­σι­ῶν ὅ­λων τῶν δογ­μά­των, ὅ­σο καί ἄν δι­α­φέ­ρουν δογ­μα­τι­κά με­τα­ξύ τους]. Πράγ­μα τε­λεί­ως ἀ­πα­ρά­δε­κτο ἀ­πό ὀρ­θό­δο­ξη ἄ­πο­ψη.

Εἶ­ναι ὅ­μως καί βλά­σφη­μη ἡ πα­ρα­πά­νω Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κῆς προ­έ­λευ­σης θε­ω­ρί­α πε­ρί τῶν «δύ­ο πνευ­μό­νων» τοῦ Χρι­στοῦ, ὅ­ταν αὐ­τή συμ­βαί­νει νά υἱ­ο­θε­τεῖ­ται ἀ­πό Ὀρ­θο­δό­ξους. Καί εἶ­ναι κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά βλά­σφη­μη, ἐ­πει­δή ἐν­τάσ­σει στό ἄ­μω­μο Σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ τόν Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμό ὡς ὀρ­γα­νι­κό μέ­λος Του (ὡς ἕ­να «πνεύ­μο­νά» Του), τή στιγ­μή πού ὁ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμός θε­σμι­κά πά­σχει ὀν­το­λο­γι­κῶς, ὡς πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἐ­κτός τοῦ Θε­αν­θρω­πί­νου σώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.

5. «Ἀ­δελ­φές Ἐκ­κλη­σί­ες»
Ἀρ­χι­κά ὁ ὅ­ρος «ἀ­δελ­φές Ἐκ­κλη­σί­ες» εἶ­ναι ἀ­πό ἀ­δό­κι­μος ἕ­ως ἀ­πα­ρά­δε­κτος. Ἀ­δό­κι­μος θε­ο­λο­γι­κά εἶ­ναι, ὅ­ταν χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται γι­ά νά ἐκ­φρά­σει τή σχέ­ση με­τα­ξύ τῶν το­πι­κῶν Ὀρ­θο­δό­ξων Ἐκ­κλη­σι­ῶν. Τε­λεί­ως ἀ­πα­ρά­δε­κτος θε­ο­λο­γι­κά εἶ­ναι ὁ ὅ­ρος, ὅ­ταν χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται γι­ά νά προσ­δι­ο­ρί­σει τόν ὀν­το­λο­γι­κό χα­ρα­κτή­ρα τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας καί τοῦ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμοῦ.

Κα­ταρ­χήν, ὁ ὅ­ρος «ἀ­δελ­φές Ἐκ­κλη­σί­ες» δέν εἶ­ναι βι­βλι­κά θε­με­λι­ω­μέ­νος, οὔ­τε κἄν νο­μι­μο­ποι­η­μέ­νος. Ὅ­ταν ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ἀ­να­φέ­ρε­ται στίς δι­ά­φο­ρες το­πι­κές Ἐκ­κλη­σί­ες, δέν τίς ἀ­πο­κα­λεῖ «ἀ­δελ­φές», οὔ­τε ὑ­πο­νο­εῖ ὅ­τι ὑ­πάρ­χει κά­ποι­α Ἐκ­κλη­σί­α ὡς «μη­τέ­ρα» αὐ­τῶν τῶν κα­τά τό­πους Ἐκ­κλη­σι­ῶν. Ἔ­χει τή συ­νεί­δη­ση ὅ­τι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι μί­α καί ὅ­τι αὐ­τή ἔ­χει κα­θο­λι­κό χα­ρα­κτή­ρα, μέ τήν ἔν­νοι­α τῆς πλη­ρό­τη­τας τῆς ἀ­λη­θεί­ας καί τῆς ζω­ῆς της, κε­φα­λή τῆς ὁ­ποί­ας εἶ­ναι, ὅ­πως μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ, ὁ ἴ­δι­ος ὁ Χρι­στός. Ἔτ­σι, ὅ­ταν ἀ­πευ­θύ­νε­ται σέ κά­ποι­α το­πι­κή Ἐκ­κλη­σί­α, ἔ­χει τή στε­ρε­ό­τυ­πη ἔκ­φρα­ση: «τῇ Ἐκ­κλη­σί­ᾳ τῇ οὔ­σῃ ἐν.­.. (π.χ. Κο­ρίν­θῳ)­». Τοῦ­το ση­μαί­νει ὅ­τι ἡ φα­νέ­ρω­ση τῆς ὅ­λης Ἐκ­κλη­σί­ας μπο­ρεῖ νά γί­νε­ται σέ κά­θε τό­πο, ὅ­που ὑ­πάρ­χει ἡ εὐ­χα­ρι­στι­α­κή κοι­νό­τη­τα τῶν πι­στῶν ὑ­πό τόν Ἐ­πί­σκο­πό της. Εἶ­ναι βε­βαί­ως αὐ­το­νό­η­το ὅ­τι ἡ ἑ­νό­τη­τα τῶν κα­τά τό­πους Ἐκ­κλη­σι­ῶν αὐ­τῶν δι­α­σφα­λί­ζε­ται μέ τήν κο­ι­νω­νί­α με­τα­ξύ τους στήν αὐ­τή πί­στη, ζω­ή καί ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή τά­ξη. Τήν ἑ­νό­τη­τα τῶν το­πι­κῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν ἐγ­γυ­ᾶ­ται στήν πρά­ξη ἡ σύ­νο­δος τῶν Ἐ­πι­σκό­πων τους.

Ἀ­πό τά πα­ρα­πά­νω γί­νε­ται κα­τα­νο­η­τό ὅ­τι, ἀ­φοῦ καί οἱ ὁ­μό­φρο­νες το­πι­κές Ἐκ­κλη­σί­ες στό πλαί­σι­ο τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας δέν νο­μι­μο­ποι­οῦν­ται θε­ο­λο­γι­κά, ὅ­ταν ὀ­νο­μά­ζον­ται «ἀ­δελ­φές», πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο δέν ὑ­πάρ­χει θε­ο­λο­γι­κό-ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κό ὑ­πό­βα­θρο γι­ά νά ὀ­νο­μά­ζον­ται «ἀ­δελ­φές Ἐκ­κλη­σί­ες» ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α καί ὁ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμός. Ἄλ­λω­στε ὁ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμός δέν μπο­ρεῖ νά ὀ­νο­μά­ζε­ται κα­τά κυ­ρι­ο­λε­ξί­α Ἐκ­κλη­σί­α με­τά τό 1014, ἐ­πει­δή ἀ­πό τό­τε ὑ­φί­σταν­ται πνευ­μα­τι­κῶς γι' αὐ­τόν τά ἐ­πι­τί­μι­α τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων, μέ συ­νέ­πει­α τήν ἔκ­πτω­ση ἀ­πό τό Θε­αν­θρώ­πι­νο σῶ­μα.

Ἐ­δῶ πρέ­πει νά ση­μει­ω­θεῖ ὅ­τι ἡ ἄρ­ση τῶν πα­ρα­πά­νω ἐ­πι­τι­μί­ων δέν μπο­ρεῖ νά γί­νει ἀ­πό κα­νέ­να θε­σμι­κό πρό­σω­πο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὅ­σο ψη­λά καί ἄν βρί­σκε­ται στήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή ἱ­ε­ραρ­χί­α, πα­ρά μό­νον ἀ­πό Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δο. Ἀλ­λά καί τοῦ­το μπο­ρεῖ νά γί­νει μό­νο στήν πε­ρί­πτω­ση πού ἀρ­θοῦν προ­η­γου­μέ­νως οἱ δογ­μα­τι­κοί λό­γοι, στούς ὁ­ποί­ους οὐ­σι­α­στι­κά ὀ­φεί­λε­ται ἡ ἔκ­πτω­ση τοῦ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμοῦ ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α.

Εἶ­ναι λοι­πόν φα­νε­ρό ὅ­τι, ἐ­πι­σή­μως, ἀ­πό τό 1014 ὁ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμός δέν εἶ­ναι Ἐκ­κλη­σί­α. Τοῦ­το πρα­κτι­κῶς ση­μαί­νει ὅ­τι δέν ἔ­χει τήν ὀρ­θή ἀ­πο­στο­λι­κή πί­στη καί τήν ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή. Δέν ἔ­χει τήν ἄ­κτι­στη Χά­ρη καί κα­τε­πέ­κτα­ση δέν ἔ­χει τά θε­ουρ­γά μυ­στή­ρι­α, πού κα­θι­στοῦν τό Θε­αν­θρώ­πι­νο σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας «κοι­νω­νί­α θε­ώ­σε­ως» τοῦ ἀν­θρώ­που. Καί, ἐ­πει­δή ἡ Ἐκ­κλη­σί­α δέν μπο­ρεῖ πα­ρά νά εἶ­ναι καί νά πα­ρα­μέ­νει ἕ­ως τῆς συν­τε­λεί­ας μί­α καί ἀ­δι­αί­ρε­τη, κά­θε χρι­στι­α­νι­κή κοι­νό­τη­τα, ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, εἶ­ναι ἁ­πλά αἱ­ρε­τι­κή. 


ΠΗΓΗ: "Ἐν Συνειδήσει", Ἔκτακτη ἔκδοση τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεγάλου Μετεώρου-Ἰούνιος 2009
το  είδαμε εδώ

Ὑπάρχει plan B καὶ λέγεται Παναγία!

 «Καὶ σὲ μεσίτριαν ἔχω, πρὸς τὸν φιλάνθρωπον Θεόν»
Πρὸς ὅλους τούς ἀγαπητοὺς φίλους bloggers καὶ πρὸς τὰ μέλη καί φίλους. 
Διαδῶστε τὸ παρακάτω μήνυμα ἐν ὄψει τοῦ καλοκαιριοῦ τοῦ Πάσχα.
Μέσα στὸν Αὔγουστο, τόν μήνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, στηρίξτε τὸ φρόνημα καὶ τὴν ψυχὴ τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ ἐν μέσω δύσκολων συγκυριῶν ποὺ πρόκειται νὰ βιώσουμε… καὶ ἤδη βιώνουμε. «Πυροδοτῆστε» μὲ τὰ πνευματικὰ ὄπλα τῆς ζώσης Πίστεώς μας τὸν καθηγμένο Ἕλληνα. Μὲ ζωντανὲς πνευματικὲς ἀναρτήσεις γίνετε ἡ αἰτία νὰ σηκωθεῖ τὸ κεφάλι τοῦ Ἕλληνα καὶ τῆς Ἑλληνίδος πάλι ψηλά.
Ἡ Ἑλλάδα ποτὲ δὲν πεθαίνει γιατί ἔχει Ἀρχιστράτηγο καὶ βοηθὸ τὴν...
Ὑπεραγία Θεοτόκο. Διαδῶστε το κι ὁ καθένας ἀπὸ τὸ μετερίζι του ἂς κάνει αὐτὸ ποὺ πρέπει…
Ἤδη πολλοὶ ἀπὸ ἐσᾶς ὁμολογεῖτε Χριστὸ καὶ Ἑλλάδα μὲ περισσὸ κόπο καὶ μπορεῖ νὰ αἰσθάνεστε μόνοι ἀλλὰ ἀνήκετε ἀπὸ τώρα στοὺς «πνευματικοὺς συστρατιῶτες τῆς  Ρωμιοσύνης» ποὺ ἔρχεται ἀκάθεκτη καὶ πρωταγωνιστικὰ στὸ προσκήνιο τῆς Παγκόσμιας Ἱστορίας.
Ἂς ἐπαναπροσδιορίσουμε πάλι τὶς ζωές μας, ἂς νοηματοδοτήσουμε τὰ ἀγαθὰ τῆς ἐλευθερίας, τῆς πραγματικῆς δημοκρατίας, ἀλλὰ καὶ τοῦ Ἑλληνικοῦ φιλότιμου καὶ τῆς ἀνθρωπιᾶς.

Καλὴ Παναγία!
Κωνσταντῖνος Βαρδάκας
πηγή
το είδαμε εδώ

ΣΠΑΝΙΑ ΦΩΤΟ: Όταν ο Μίκης ήταν στην Πάτρα! Εκλεισε τα 90!

theodorakisΤα 90 του χρόνια γιόρτασε την Τετάρτη ο Μίκης Θεοδωράκης! Ο οποίος όπως είναι γνωστό έζησε τα μαθητικά του χρόνια στην Πάτρα. Η φωτογραφία είναι από το 1934. Ο Μίκης σε ηλικία 9 ετών στην αγκαλιά του πατέρα του, ο οποίος υπηρετούσε ως νομικός στην Νομαρχία Αχαΐας. Έμαθε μουσική στο Ωδείο Πατρών, έμενε στην Πλατεία Βουδ, φοίτησε στην Μέση Σχολή, το μετέπειτα 3ο Γυμνάσιο Αρρένων. 
Η φωτογραφία είναι του Παναγιώτη Πορφυρόπουλου.

το είδαμε εδώ

Η Θεοτόκος εντός και εκτός της ορθοδοξίας




Η τιμή των ορθοδόξων προς την Θεοτόκο, φαίνεται πολύ καθαρά και φαεινότερα από χιλιάδες θεολογικές αναλύσεις, στην παραδοσιακή εικονογραφία. Ποτέ η Θεοτόκος δεν εικονίζεται χωρίς να φέρει εν αγκάλαις ή παραπλεύρως τον Χριστό, εκτός από μερικές εξαιρέσεις, πού όμως αποτελούν συνήθως έναν τύπο δέησης προς τον Υιό και Θεό της. Πολλές εικόνες της Θεοτόκου, χωρίς τον Χριστό είναι νεωτερισμοί, πού ιδία συνηθίζουν οι ρώσοι και δεν έχουν άμεση ανταπόκριση με την ορθόδοξη θεολογία. Η Παναγία λοιπόν δεν είναι η θεά της παπικής μαριολατρείας, ούτε η ψιλή γυναίκα του αυστηρού προτεσταντισμού. Είναι η πύλη της θεότητας και γέφυρα ουρανού και γής , πού προβάλει στον κόσμο τον Υιό και Θεό της. Γι αυτό και στην γνήσια ορθόδοξη δογματική, μαριολογία δεν υπάρχει, αλλά η Υπεραγία Θεοτόκος και τα περί αυτής δόγματα, είναι αντικείμενο της χριστολογίας και μόνον. Μόνο διά του Ιησού Χριστού και της ασπόρου γεννήσεως Του, θεωρείται η Θεοτόκος και προβάλλεται ως δοχείον της αχωρήτου θεότητος, νενυμφευμένη τω Πατρί και δεδεγμένη το Άγιον Πνεύμα, διά του οποίου συνέλαβε και έτεκε Θεάνθρωπον Χριστό. Ακόμα και στην θέωση της, δηλαδή στην κατα χάριν θεότητα της, συμβάλει όχι μια ηθική καθαρότητα της ή εξίσωση της με την Τριάδα, αλλά η υπακοή της στο σχέδιο της αγίας Τριάδος και η δοχή του Θειου Λόγου πού την ανεβασε υψηλότερα από κάθε κτίσμα και αυτούς τους αγγέλους. Ποτέ λοιπόν η θεοτόκος δεν θεωρείται και δεν τιμάται ξέχωρα από ό,τι έχει να κάνει σε σχέση με τον Υιό και Θεό της.

Και οι αλλόθρησκοι ακόμα τιμάνε την Υπεραγία Θεοτόκο, γιατί στην Ανατολή το μητρικό στοιχείο στην θεότητα είναι από τα αρχαία χρόνια παρόν, εκ των ουκ άνευ πρώτον, αλλά  κύριον γιατί η Ανατολή γνωρίζει να βιώνει τα πιό έντονα συναισθήματα σαν ένα βίωμα ζωής, σε όλη τους την γκάμα. Έτσι το θεομητορικό πρόσωπο ως πηγή του ελέους και αντικείμενο ειλικρινούς λατρευτικής αγάπης, δεν μπορούσε να μείνει απαρατήρητο στον κόσμο τον ανατολίτικο τον καρδιακό και γεμάτο ποίηση. 

Το ίδιο και οι ρωμαιοκαθολικοί βέβαια, από τους δυτικούς, τιμούν την Παναγία,φτάνοντας όμως στην υπερβολική λατρεία, ωσάν να ήταν η Παναγία κάποια πάπισσα ή βασιλομήτωρ με αναφορές όμως και στην αειπαρθενία της, σε ηθικό όμως πλαίσιο, όπως συνηθίζουν οι υποταγμένοι άνθρωποι, σε εξουσίες και κανόνες. Στους παπικούς επίσης η Παναγιά μοιάζει με την Ιστάρ, την θεά των βαβυλωνίων πού γεννά τον υπερήρωα θεό και τιμάται ως σύμβολο της μητριαρχικής εξουσίας, από τα πιό σκοτεινα χρόνια της ανθρωπότητας. Η μαριολατρία των δυτικών είναι ίση με την παπολατρεία, γιατί προβάλει τον υπέρθεο υπεράνθρωπο.

Οι μόνοι πού δεν δέχονται την Παναγία είναι οι προτεστάντες. Γιατί κάθε προτεστάντης επιφυλάσσει για τον εαυτό του, τον τίτλο του πλέον ευνοημένου από τον διδάσκαλο θεό και του εκλεκτού ανθρώπου πού είναι καθ΄ολα τέλειος. Σε αυτόν τον προτεσταντικό κόσμο αυτολατρείας απορρίπτεται λοιπόν η λατρεία των αγίων, και συνεπώς μισείται-με όλη την έννοια της λέξης- η υπεροχή μιας γυναίκας του λαού, της Παναγίας, έστω και αν αυτή γέννησε τον Θεό. Κανείς δεν είναι ανώτερος από το ατομο, τον καλό χριστιανό γερμανό ευρωπαίο άντρα, πού τηρεί τους κανόνες και τις προδιαγραφές, πολλές φορές ούτε ο Χριστός, ο οποίος Χριστός κρίνεται από τις προδιαγραφές των Γραφών σε πολλά μοντέλα και κατά το δοκούν της κοινότητας και των αναγκών της και όχι ως είναι.( Ας το έχουν υπ όψιν τους αυτό και πολύ "διδάσκαλοι της ορθοδοξίας", πού οι μόνες αναφορές τους στην Θεοτόκο, είναι αγιογραφικές και αυτές και μίζερες, χωρίς πνοή θεολογίας). Αν λοιπόν ο προτεστάντης ξεπερνά και αυτόν τον Χριστό στο κοσμοείδωλο του, καταφέρνει και αγνοεί και την Παναγία.Στην ουσία της αυτή η στάση είναι άρνηση της θεότητας του Χριστού, πού αντιμετωπίζεται ως κοινός διδάσκαλος της μεγάλης προτεσταντικής αδελφότητας και η παναγία άρα μία ψιλή γυναίκα πού έτυχε να γεννήσει τον Χριστό. Η αρνηση της τιμής της Θεοτόκου από αυτούς, συνιστά λοιπόν άρνηση της θεότητας του Χριστού. Μια αντίχριστη πραγματικότητα, με θεό τον θρησκευόμενο άνθρωπο.


το είδαμε: εδώ

ΠΑΤΡΑ: Ξίνισε τα μούτρα του ο παπάς… γιατί ήθελε χοντρό φακελάκι! ΔΕΙΤΕ ΤΙ ΕΙΠΕ ΣΤΟ ΖΕΥΓΑΡΙ Ο... ΑΘΕΟΦΟΒΟΣ



papas-kriti-tsakwmos-me-dimarxoΠου κοιτάζει τα ζευγάρια γνωστός ιερέας της Πάτρας, ο οποίος «λειτουργεί» σε εκκλησία που γιορτάζει… το καλοκαίρι; Στις τσέπες! Αρκετοί ιερείς είναι γνωστοί για την φιλοχρηματία τους, όμως ο συγκεκριμένος… ξεπερνά τους πάντες!Σύμφωνα με όσα μας κατήγγειλε ζευγάρι, απευθύνθηκε στον συγκεκριμένο ιερέα, αφού είχε επιλέξει την εκκλησία στην οποία λειτουργεί για την πραγματοποίηση διπλού μυστηρίου. Γάμου και βάπτισης! Όταν ο παπάς άκουσε πως το ζευγάρι θα βάπτιζε κιόλας και μάλιστα… Σάββατο, άρχισε τις «γκρίνιες»: Μα τι λέτε τώρα, και γάμος και βάπτιση και Σάββατο; «Μα η εκκλησία θα χάσει, γιατί θα στερηθεί μία τελετή» τους είπε ο παπάς και όπως ήταν φυσικό οι μελλόνυμφοι έμειναν… με ανοιχτό το στόμα!Η συνέχεια όμως ήταν εκπληκτικότερη! Την ημέρα του διπλού μυστηρίου, ο παπάς τους πλησίασε και πάλι! Και ενώ το παιδί προετοιμαζόταν για την βάπτιση, τους ρώτησε ευθέως… «πόσα χρήματα θα αφήσουν για την εκκλησία»! Το ζευγάρι του παρέδωσε έναν φάκελο μέσα στον οποίον υπήρχαν 90 ευρώ, ο ιερέας τον άνοιξε και τότε έγινε… ταύρος! «Τι πράγματα είναι αυτά; 90 ευρώ θα δώσετε για το παιδί σας»; τους είπε. Ο γαμπρός πήρε τον λόγο και εξήγησε στον παπά ότι … «τόσα διέθεταν» ενώ η νύφη που είχε γίνει έξω φρενών… με δυσκολία κρατούσε το στόμα της κλειστό! Ο ιερέας δεν μπορούσε να συγκρατήσει την δυσφορία του και συνεχώς «μουρμούραγε»! Ακόμη και το μυστήριο… άρον άρον το τελείωσε! Φαινόταν πως «ήλπιζε» πως το ζευγάρι θα δώσει… και άλλον φάκελο με χρήματα (για τον γάμο που θα ακολουθούσε) ωστόσο μετά και το δεύτερο μυστήριο… απογοητεύθηκε ακόμη περισσότερο! Οι νεόνυμφοι δεν του έδωσαν χρήματα κι εκείνος έχοντας γίνει… πυρ και μανία αποφάσισε να τους εκδικηθεί! Στην κυριολεξία (με την δικαιολογία ότι άργησαν) τους πέταξε έξω από τον Ιερό Ναό. «Έκλεινε τις πόρτες, ούτε να φωτογραφίες μέσα στην εκκλησία δεν μας άφησε να βγάλουμε» μας είπαν. Ο παπάς έμεινε στα 90 ευρώ και φυσικά δεν γνωρίζουμε αν τα συγκεκριμένα χρήματα πήγαν υπέρ των σκοπών της εκκλησίας ή… στην τσέπη του! Θέλουμε όμως να πιστεύουμε πως ο έλεγχος που ούτως ή άλλως κάνει ο Μητροπολίτης (με βάση τον αριθμό των μυστηρίων που τελούνται σε κάθε εκκλησία) θα αποδείξει κατά πόσο ο συγκεκριμένος ιερέας έχει αυξήσει την προσωπική του περιουσία από τα «τυχερά» των γάμων και βαπτίσεων!
πηγή

Ένας Άγιος αναρωτιέται, που είναι ο Θεός;


Τι αξία έχει αδελφοί μου, εάν μιλώ αιώνια για τον Θεό και ο Θεός αιώνια σιωπά; Μπορώ άραγε να υπερασπιστώ το δίκαιο του Θεού, εάν ο Θεός δεν το θέσει υπό την προστασία Του; Μπορώ να αποδείξω τον Θεό στους άθεους εάν ο Θεός κρύβεται;
Μπορώ να αγαπώ τα παιδιά Του, εάν Αυτός είναι αδιάφορος απέναντι στα παθήματά τους;
Όχι. Τίποτα από όλα αυτά δεν μπορώ. Οι λέξεις μου δεν έχουν φτερά για να μπορούν να υψώσουν στον Θεό όλους τους πεσμένους και ξεπερασμένους από τον Θεό ούτε έχουν φωτιά για να ζεστάνουν τις παγωμένες καρδίες των παιδιών έναντι του Πατέρα τους. Οι λέξεις μου δεν είναι τίποτα, αν δεν είναι απήχηση και επανάληψη αυτού που ο Θεός με τη δική του δυνατή γλώσσα λέει.
Τί είναι ο ψίθυρος στα βότσαλα της ακτής μπροστά στο φοβερό βουητό του ωκεανού; Έτσι είναι και οι λέξεις μου απέναντι στους λόγους του Θεού. Πώς μπορεί να ακούσει κάποιος τον ψίθυρο στα βότσαλα, τα σκεπασμένα από τον αφρό του μανιώδους στοιχείου, όταν είναι κουφός μπροστά στο βουητό του ωκεανού;
Πώς θα δει τον Θεό στα λόγια μου εκείνος που δεν μπορεί να τον δει στη φύση και στη ζωή;
Πώς οι αδύναμες ανθρώπινες λέξεις μπορούν να πείσουν εκείνον που ούτε οι κεραυνοί δεν είναι σε θέσει να πείσουν;
Πώς θα ζεσταθεί με μία σπίθα εκείνος που άφησε τη φωτιά πίσω του;
Δεν σιωπά ο Θεός αδελφοί μου, αλλά μιλά δυνατότερα από όλες τις θύελλες και τους κεραυνούς. Δεν εγκαταλείπει ο Θεός τον δίκαιο, αλλά τον παρακολουθεί στα παθήματά του και απαλά τον οδηγεί στον θρόνο. Δεν εξαρτάται ο Θεός από οποιουδήποτε την καλή θέληση, αλλά πράττει τα πάντα εξαρτώμενα από τη δική Του καλή θέληση. Θα ήταν κακόμοιρος ο Θεός μας, εάν εξαρτιόταν από τις δικανικές υπερασπίσεις ενός θνητού ανθρώπου.
Ο Θεός είναι αυτός που είναι, είτε εμείς τον μεγαλύνουμε είτε τον υποτιμούμε.
Ο Θεός θα υπάρχει , φωτεινός και μεγάλος όπως και σήμερα, και τότε που οι ακτίνες του ηλίου μάταια θα αναζητούν ένα ανθρώπινο πλάσμα στη γη, και αντί ζωντανών θα ζεσταίνουν μόνον τους τάφους των νεκρών…
Το ζήτημα της υπάρξεως του Θεού και της Θείας του Οικονομίας θα καταστρεφόταν αν εξαρτιόταν από τους λόγους μου και από τις δικές σας συνήθειες. Αλλά το ζήτημα του Θεού, ανεξάρτητα απ’ όλους εμάς θα πετύχει και θα νικήσει. Εκείνος του οποίου τα χρόνια δεν έχουν αριθμό και η οντότητά του δεν έχει αρχή και τέλος δεν μπορεί  να αφήσει το «επίγειο σπίτι» του στις διαθέσεις μας, στα αδύναμα δημιουργήματά του, των οποίων η αρχή και το τέλος σχεδόν συναντιόνται σε ένα σημείο και των οποίων η οντότητα είναι μία κουκκίδα.
Δεν είναι ο άνθρωπος φερέγγυος αλλά ο Θεός και πιστός εγγυητής της Βασιλείας της αγάπης στη γη…

Από το βιβλίο: Αργά βαδίζει ο Χριστός, Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς,

Σχόλιο:
Τελικά σιωπά ο Θεός; Μάλλον αν τα πάρουμε από την αρχή υπάρχει ο Θεός; Και αν υπάρχει γιατί δεν μας απαντά, γιατί σιωπά, γιατί δεν κάνει κάτι για όλα αυτά τα κακά που υπάρχουν στον κόσμο, γιατί δεν τιμωρεί τους άδικους, γιατί δεν ευεργετεί του αδικημένους, γιατί δεν επεμβαίνει επιτέλους και να εκλείψει  κάθε αδικία, πείνα, οδύνη πάνω στη γη;
Σίγουρα όλοι μας έχουμε σκεφτεί πάνω κάτω δι’ αυτού του τρόπου. Αλλά μάλλον θα έπρεπε όλοι μας να αναρωτηθούμε: Εγώ πώς ζω, πώς μιλώ, πώς συμπεριφέρομαι, πώς αγαπώ (αν αγαπώ), μήπως αδικώ, μήπως κακολογώ, μήπως τελικά η προσωπική μου πνευματική, ηθική κατάσταση είναι τέτοια που μάλλον θα έπρεπε να με προβληματίσει;
 Πώς είναι δυνατόν να γνωρίσουμε τον Θεό όταν δεν γνωρίζουμε ούτε τον εαυτό μας; Πώς είναι δυνατόν να αγαπήσουμε τον  αόρατο (αλλά πανταχού παρόν) Θεό όταν δεν αγαπούμε ούτε και αυτούς που μας αγαπούν και που τους βλέπουμε; (για να μην μιλήσουμε για τους εχθρούς μας…)
Είναι γεγονός ότι όλοι μας ρίχνουμε το φταίξιμο πάντα στους άλλους και ποτέ στον εαυτό μας. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και εδώ. Φταίει ο Θεός λέμε, και αν δεν το λέμε με τα χείλια μας οι λογισμοί μας και οι πράξεις μας αυτό αποδεικνύουν.
Δεν θέλουμε να αλλάξουμε εμείς αλλά θέλουμε να αλλάξει ο Θεός όλους τους άλλους. Θέλουμε να γίνουν όλοι σαν και εμάς, να σκέφτονται σαν και εμάς, να μιλούν, να συμπεριφέρονται όπως εμείς, ακόμα και αυτός ο ίδιος ο Θεός.
Από αυτό λοιπόν το λάθος σκεπτικό πηγάζουν όλα αυτά τα γιατί που πολλές φορές απευθύνουμε στον Θεό ενώ θα έπρεπε να τα απευθύνουμε στον εαυτό μας.
Η απίστευτη ελευθερία που μας παρέχει ο Θεός, το αυτεξούσιό μας είναι θα λέγαμε η αιτία όλων των κακών, όχι όμως το αυτεξούσιο καθ’ αυτό (αυτό δείχνει το μεγαλείο της ταπεινώσεως του Θεού μας και την άπειρη αγάπη του προς εμάς) αλλά η κακή του χρήση, η διεστραμμένη του χρήση που μας έχει κάνει δούλους των παθών και των συνηθειών μας.
Ζητώντας από τον Θεό δικαιοσύνη, ζητάμε κάτι πολύ τολμηρό. Ποιος άραγε είναι τόσο δίκαιος ώστε να ζητά δικαιοσύνη; Ποιος άραγε είναι τόσο αγαθός και καθαρός που να μην φοβάται τον Δίκαιο Κριτή;
Ας προσέχουμε λοιπόν τί ζητούμε, διότι μπορεί αυτό που ζητούμε να είναι και η καταδίκη μας. Καλύτερα να προσευχόμαστε για το Θείο του Έλεος, παρά να ζητούμε καταδίκη των κακών, των αιρετικών, των άθεων, των αμαρτωλών διότι πολύ φοβούμαι ότι ζητούμε την δική μας καταδίκη.

Αρχιμανδρίτης Παύλος Παπαδόπουλος

το είδαμε  εδώ

Οἱ Παρακλητικοὶ Κανόνες πρὸς Τὴν Παναγία μας





Tοῦ Ἰωάννου Μ. Φουντούλη,
Ἀπό τό βιβλίο: Λογικὴ Λατρεία, Θεσ/κη 1971, σ. 173-178).
Ὁ Αὔγουστος εἶναι ὁ μήνας τῆς Παναγίας.
 Ἡ μεγάλη ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως, τῆς μνήμης, τῆς Θεοτόκου, ποὺ ἐτέθη ἀκριβῶς στὸ μέσον τοῦ μηνὸς αὐτοῦ, ἦταν αἰτία καὶ ὅλες οἱ ἡμέρες του νὰ πάρουν σιγὰ – σιγὰ ἕνα Θεομητορικὸ χαρακτήρα. Οἱ δεκατέσσαρες πρῶτες ἡμέρες μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι εἶναι τὰ προεόρτιά της καὶ οἱ ὑπόλοιπες τὰ μεθέορτα, ἡ παράταση τῆς μεγάλης αὐτῆς Θεομητορικῆς ἑορτῆς. 
Κατὰ τὴν αὐστηρὰ ἑορτολογικὴ τάξη, προεόρτιος ἡμέρα εἶναι μόνο ἡ παραμονή, ἡ 14η τοῦ μηνός, κατὰ τὴν ὁποία καὶ μόνο ὑπάρχουν εἰδικὰ τροπάρια στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀκολουθία. Ἀλλὰ τὸ λειτουργικὸ ἔθιμο, ποὺ σήμερα ἀποτελεῖ πιὰ γενικῶς καθιερωμένη παράδοση, συνέδεσε ὅλες τὶς πρὸ τῆς ἑορτῆς ἡμέρες μὲ τὴν προπαρασκευὴ γιὰ τὸν ἑορτασμὸ τῆς μνήμης τῆς Παναγίας, ἀφ’ ἑνὸς μὲν μὲ τὴν προπαρασκευαστικὴ νηστεία, ἀφ’ ἑτέρου δὲ μὲ τὴ ψαλμωδία τῶν παρακλητικῶν κανόνων πρὸς αὐτὴν μετὰ τὸν ἑσπερινὸ τῶν ἡμερῶν αὐτῶν. 
Ἡ μεθέορτος πάλι περίοδος κατὰ τὸ ἰσχύον τυπικὸ λήγει τὴν 23η Αὐγούστου, ἠμέρα κατὰ τὴν ὁποία «ἀποδίδεται» ἡ ἑορτή, τὰ Ἐννιάμερα. Πάντοτε ὅμως κατὰ τὸ παρελθὸν ὑπῆρχαν τάσεις παρατάσεως τοῦ ἑορτασμοῦ. Ἔτσι σὲ πολλὰ μοναστήρια τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἡ ἑορτὴ ἀπεδίδετο τὴν 28η Αὐγούστου. Διάταγμα ἐξ ἄλλου τοῦ αὐτοκράτορα Ἀνδρόνικου Β΄ τοῦ Παλαιολόγου ὅριζε νὰ ἑορτάζεται ἡ μνήμη τῆς Θεοτόκου καθ’ ὅλο τὸν Αὔγουστο μήνα ἀπὸ τὴν 1η μέχρι τὴν 31η. 
Σὲ ἀνάλογο τάση φαίνεται ὅτι ὀφείλεται καὶ ἡ τοποθέτηση στὴν 31η τοῦ Αὐγούστου...
τῆς ἑορτῆς τῆς καταθέσεως τῆς Τίμιας Ζώνης τῆς Θεοτόκου στὴν Ἁγία Σορό, ποὺ βρισκόταν στὸ ναὸ τῆς Θεοτόκου στὰ Χαλκοπρατεία τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Κατὰ τὸν τρόπο αὐτὸν ὁ Θεομητορικὸς μήνας, ἀλλά καὶ ὁλόκληρο τὸ ἔτος, ποὺ ἔληγε τὴν 31η Αὐγούστου, σφραγιζόταν μὲ μία Θεομητορικοῦ χαρακτήρα ἑορτή.

Κατὰ τὸν Αὔγουστο, λοιπόν, τὸν μήνα τῆς Παναγίας, στοὺς ναούς μας, καὶ μάλιστα στὰ προσκυνήματα τὰ ἀφιερωμένα στὸ ὄνομά της, θὰ συντρέξουν οἱ πιστοί μας γιὰ νὰ ὑμνολογήσουν τὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀναφέρουν σ’ αὐτὴν τὴ θλίψη καὶ τὶς ἀγωνίες τους. Καὶ δικαίως, γιατί ἡ Θεοτόκος εἶναι ἡ λογικὴ κλίμακα ποὺ κατέβασε τὸν Θεὸ στὸν κόσμο καὶ ἀνέβασε τὸν ἄνθρωπο στὸν Θεό. Εἶναι ὁ κρίκος ποὺ συνέδεσε τὸν οὐρανὸ μὲ τὴ γῆ, ποὺ ἔδωσε στὸν Θεὸ τὴν σάρκα, ὥστε νὰ γίνει, ἀπὸ ἄκρα φιλανθρωπία, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ «ὁμοούσιος ἡμῖν κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα», σὰρξ ἐκ τῆς σαρκὸς καὶ ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος. Καὶ στὴν παρρησία τῆς μητέρας Του, ποὺ τὴν ἄφησε πεθαίνοντας στὸν σταυρὸ στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰωάννου καὶ γιὰ δική μας μητέρα, καταφεύγουν τώρα τὰ παιδιά της, οἱ ἀδελφοί τοῦ Χριστοῦ. Δὲν ἦταν ἡ διαθήκη Του αὐτή, ποὺ τὴν ἔγραψε ἐπάνω στὸν αἱματοβαμμένο σταυρό Του, ὅταν βλέποντας «τὴν μητέρα καὶ τὸν μαθητὴν παρεστῶτα, ὅν ἤγαπα» εἶπε πρὸς αὐτὴν τὸ «Ἰδοὺ ὁ υἱός σου» καὶ πρὸς τὸν μαθητὴ «Ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου»;

Μὲ τὸ θάρρος λοιπὸν καὶ τὴν ἀγάπη τῶν παιδιῶν πρὸς τὴν μητέρα ἀπευθύνεται ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ πρὸς τὴν Θεοτόκο, γιὰ νὰ διαβιβάσει Ἐκείνη τὰ αἰτήματά του πρὸς τὸν Υἱὸ καὶ Θεό της, χρησιμοποιώντας καὶ πάλι τὴν παρρησία τῆς μητέρας. Γιατί μέσα στὸ μυστικὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία, νεκροὶ δὲν ὑπάρχουν. Ὅλοι ζοῦν ἐν Χριστῷ καὶ συνεχίζουν καὶ στὸν οὐρανὸ τὶς προσευχὲς καὶ τὶς δεήσεις γιὰ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ζοῦν στὴ γῆ καὶ ἀγωνίζονται τὸν καλὸν ἀγώνα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, ὅπως ἀκριβῶς καὶ οἱ ζῶντες στὸν κόσμο τοῦτο δέονται γιὰ τοὺς ἄλλους ἀδελφοὺς των, ζώντας ἢ κεκοιμημένους.

Καὶ πολὺ περισσότερο ἡ Θεοτόκος στὴ δόξα τοῦ οὐρανοῦ δὲν παύει νὰ ἐκτελεῖ τὸ ἔργο τῆς μεσιτείας ποὺ ἔκαμε καὶ στὴ γῆ. Ὅπως στὸ γάμο τῆς Κανᾶ ἐνδιαφέρθηκε γιὰ τὴ χαρὰ τῶν ἀνθρώπων καὶ ζήτησε καὶ πέτυχε ἀπὸ τὸν Χριστὸ τὴν θαυματουργική Του ἐπέμβαση, ἔτσι καὶ μεταστάσα ἀπὸ τὴ γῆ δὲν ἐγκατέλειψε τὴ γῆ, ἀλλὰ διαρκῶς διαβιβάζει τὶς αἰτήσεις μας πρὸς τὸν Υἱὸ καὶ Θεό της.

Γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο εἶναι ἡ «προστασία» ἡ «ἀκαταίσχυντος» καὶ ἡ «μεσιτεία» ἡ «ἀμετάθετος», ποὺ δὲν παραβλέπει τὶς ἱκετευτικές μας φωνές, ἀλλὰ ἀντιλαμβάνεται καὶ προφθάνει στὴ βοήθεια ἐκείνων ποὺ ἔχουν ἀνάγκη, ὅπως πολὺ χαρακτηριστικὰ ψάλλει ὁ ποιητὴς τοῦ γνωστοῦ κοντακίου.

Σ’ αὐτὴν λοιπὸν τὴ θεολογικὴ βάση στηρίζεται ἡ Ἐκκλησία ὅταν κατὰ τὶς πρῶτες ἡμέρες τοῦ μηνὸς αὐτοῦ ψάλλει στοὺς ναούς μας τοὺς παρακλητικοὺς κανόνας πρὸς τὴν Παναγία. Θὰ ἑνώσουμε καὶ ἐμεῖς μαζὶ μὲ τὸν ὑπόλοιπο λαὸ τοῦ Θεοῦ τὴ φωνή μας καὶ θὰ ἀπευθύνουμε πρὸς αὐτὴν τοὺς ὡραίους ὕμνους, ποὺ συνέθεσαν οἱ ἱεροὶ ποιητὲς τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ πνευματοκίνητοι συντάκτες τῶν ἱερῶν αὐτῶν ἀκολουθιῶν. Αὐτὲς ἀκριβῶς τὶς παρακλητικὲς ἀκολουθίες θὰ δοῦμε σήμερα. Τὸ θέμα εἶναι καὶ ἐπίκαιρο καὶ πρακτικῶς χρήσιμο, ἀφοῦ ἀπὸ σήμερα τὸ βράδυ θὰ σημαίνουν οἱ καμπάνες τῶν ἐκκλησιῶν μας καὶ θὰ μᾶς καλοῦν σ’ αὐτές.

Οἱ δύο ἀκολουθίες αὐτὲς μᾶς εἶναι γνωστὲς μὲ τὸ ὄνομα «Μικρὸς» καὶ «Μέγας παρακλητικὸς κανὼν εἰς τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον». Ἔτσι ἐπιγράφονται στὰ λειτουργικά μας βιβλία. Στὴν πραγματικότητα ὅμως εἶναι κάτι τὸ εὐρύτερο.

Ὁ κανὼν εἶναι μέρος μόνο τῆς ὅλης ἀκολουθίας, τὸ μεγαλύτερο καὶ ἴσως τὸ πιὸ ἐντυπωσιακό. Εἶναι τὸ στοιχεῖο ποὺ μὲ τὴν ἐναλλαγὴ του διαφοροποιεῖ τὴν κατὰ τὰ ἄλλα ὅμοια ἀκολουθία σὲ δύο, ποὺ γιὰ νὰ διακρίνονται ὀνομάζονται ἡ μία «Μεγάλη Παράκλησις» καὶ ἡ ἄλλη «Μικρά». Καὶ οἱ δύο κανόνες ἔχουν ἴσο ἀριθμὸ τροπαρίων, 32 τροπάρια ὁ καθένας-τέσσαρα σὲ κάθε ὠδή, τοῦ μεγάλου ὅμως κανόνα τὰ τροπάρια καὶ οἱ εἱρμοί, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἐξαρτῶνται τὰ τροπάρια, εἶναι φανερὰ ἐκτενέστερα.

Αὐτὸ ὅμως δὲν εἶναι, νομίζω, ἀρκετὸ νὰ αἰτιολογήσει τὸ ἐπίθετο «μέγας» σ’ αὐτόν. Φαίνεται ὅτι ὁ μέγας αὐτὸς κανὼν ἐψάλλετο πανηγυρικώτερα, ἰδιαιτέρως κατὰ τὴν περίοδο τοῦ δεκαπενταύγουστου, ὅπως δείχνουν καὶ τὸ ἐξαποστειλάριο «Ἀπόστολοι ἐκ περάτων…», ποὺ ψάλλεται στὸ τέλος του. Κατόπιν καὶ ἡ ἐπανάληψις τῶν δύο τροπαρίων «Διάσωσον ἀπὸ κινδύνων…» καὶ «Ἐπίβλεψον ἐν εὐμενείᾳ…», ποὺ γίνεται στὸ τέλος κάθε ὠδῆς τοῦ μεγάλου, ἐνῶ στὸν μικρὸ μόνο στὸ τέλος τῆς γ΄ καὶ τῆς ς΄ ὠδῆς, μαρτυρεῖ μία τάση πρὸς ἔξαρση ἐπὶ τὸ πανηγυρικώτερον τοῦ πρώτου. Ὁ μικρὸς ἐψάλλετο, ὅπως καὶ ἡ ἐπιγραφὴ του μαρτυρεῖ, καθ’ ὅλο τὸ ἔτος «ἐν πάσῃ περιστάσει καὶ θλίψει ψυχῆς».

Κατὰ τὴν ἰσχύουσα σήμερα πράξη, οἱ δύο κανόνες κατὰ τὴν περίοδο τοῦ δεκαπενταύγουστου ψάλλονται ἐναλλάξ, γιὰ τὴν ἀποφυγή, προφανῶς, τῆς μονοτονίας, στὸ τέλος τοῦ ἑσπερινοῦ ὅλων τῶν ἡμερῶν ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἑσπερινὸ τῶν Σαββάτων, τῆς Μεταμορφώσεως καὶ τῆς Κοιμήσεως.

Αὐτὴ ἡ σύνδεση τῆς παρακλήσεως μὲ τὴν ἀκολουθία τοῦ ἑσπερινοῦ μας φέρνει στὸ νοῦ τὴν ἀντίστοιχο μοναχικὴ τάξη, ποὺ στὶς ὁλονυκτίες τῶν μονῶν συνάπτεται ὁ ὄρθρος στὸν ἑσπερινό. Ἡ ὅλη ἀκολουθία δηλαδὴ τοῦ ἑσπερινοῦ καὶ τῆς παρακλήσεως μαζί, γίνονται σὰν ἕνα εἶδος μικρᾶς παννυχίδος στὰ μέτρα καὶ τὶς δυνατότητες τῶν ἐνοριῶν, μικρῆς ὁλονυκτίας πρὸς τιμὴν τῆς Θεοτόκου.

Ἂν προσέξουμε τὴ δομὴ τῆς ἀκολουθίας τῆς παρακλήσεως, θὰ ἀναγνωρίσουμε σ’ αὐτὴν τὸ σχῆμα καὶ τὴ διάταξη ἑνὸς ὑποτυπώδους ὄρθρου. Ἀρχίζει μὲ ἕνα θρηνητικὸ ψαλμό, τὸν τελευταῖο τῶν ψαλμῶν τοῦ ἑξάψαλμου («Κύριε εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου…»-ψαλμὸς 142ος), τὸ «Θεὸς Κύριος…» μὲ τὰ Θεομητορικὰ τροπάρια «Τῇ Θεοτόκῳ ἐκτενῶς νῦν προσδράμωμεν…» καὶ «Οὐ σιωπήσωμεν ποτὲ Θεοτόκε…», τὸν 50ο ψαλμὸ «Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου…», τὸν Κανόνα μὲ Κάθισμα στὸ τέλος τῆς γ΄ καὶ τὸ Κοντάκιο στὸ τέλος τῆς ς΄ ὠδῆς καὶ τὴν παρεμβολὴ τῶν ἀναβαθμῶν, τοῦ εὐαγγελίου καὶ τῆς Συναπτῆς του, μὲ τὰ τροπάρια ποὺ συνοδεύουν τὸν 50ο ψαλμὸ στὸν ὄρθρο, τὰ μεγαλυνάρια μετὰ τὴν θ΄ ὠδὴ καὶ στὸ τέλος τροπάρια πού μποροῦν νὰ παραλληλισθοῦν πρὸς τὰ ἐξαποστειλάρια τοῦ ὄρθρου στὸ Μέγα Παρακλητικὸ κανόνα ἢ πρὸς τὰ ἀπόστιχα τοῦ ὄρθρου στὴν μικρὰ Παράκληση. Ἂν συνδυάσουμε μάλιστα τὰ ἀνωτέρω πρὸς τὴν τάξη ποὺ ἰσχύει στὶς ἑορτὲς τῶν ἁγίων, ποὺ ὡς πρῶτος κανὼν στὸν ὄρθρο ψάλλεται ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀνωτέρω παρακλητικοὺς κανόνας πρὸς τὴν Θεοτόκο, δὲν μᾶς μένει καμιὰ ἀμφιβολία, ὅτι καὶ στὶς παρακλήσεις ἔχουμε ἕνα Θεομητορικὸ παρακλητικὸ ὄρθρο κατὰ τὸν τύπο τῶν μοναχικῶν ὁλονυκτιῶν.

Ὁ μικρὸς κανὼν φέρεται ὑπὸ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοστηρίκτου μοναχοῦ ἢ τοῦ Θεοφάνους, πού ἴσως πρόκειται γιὰ τὸ ἴδιο πρόσωπο ποὺ χαρακτηρίζεται πότε μὲ τὸ κοσμικό, πότε μὲ τὸ μοναχικό του ὄνομα. Ποιὸς ὅμως ἀπὸ τοὺς πολλοὺς ὁμώνυμους ποιητὲς εἶναι ὁ συντάκτης τοῦ κανόνος αὐτοῦ δὲν εἶναι εὔκολο νὰ προσδιορισθεῖ.

Τοῦ μεγάλου ποιητὴς εἶναι ὁ τελευταῖος αὐτοκράτωρ τῆς Νικαίας Θεόδωρος Δούκας ὁ Λάσκαρις (1222-Ι258). Ὁ δεύτερος αὐτὸς κανὼν ἔχει μᾶλλον προσωπικὸ χαρακτήρα καὶ ἀναφέρεται εἰδικῶς στὰ παθήματα καὶ τὶς περιστάσεις τοῦ βίου τοῦ πολυπαθοῦς αὐτοῦ βασιλέως. Ὁ πρῶτος εἶναι γενικότερος καὶ ταιριάζει σὲ κάθε ἄνθρωπο θλιβόμενο, ἀσθενοῦντα καὶ πάσχοντα ἀπὸ πνευματικὲς καὶ σωματικὲς ἀσθένειες, ἀπὸ ἐπιβουλὲς δαιμονικὲς καὶ κάθε ἄλλο ψυχοσωματικὸ κίνδυνο.


Καὶ οἱ δύο Κανόνες ψάλλονται σὲ ἦχο πλ. δ΄. Ἡ α΄ ὠδὴ τοῦ Μικροῦ ἔχει εἱρμὸ τὸ «Ὑγράν διοδεύσας», τοῦ μεγάλου τὸ «Ἁρματηλάτην Φαραώ». Καὶ οἱ δύο ἁμιλλῶνται στὴν ἐκλογὴ ὡραίων εἰκόνων, λεπτοῦ καὶ εὐγενοῦς τρόπου ἐκφράσεως τῆς δεήσεως, ζωηρῆς περιγραφῆς τῶν θλίψεων καὶ τῶν συμφορῶν καὶ τῶν αἰσθημάτων πίστεως, πόνου, ἀλλὰ καὶ ἐλπίδος καὶ ἐγκαρτερήσεως. Ὁ θρῆνος τοῦ πιστοῦ δὲν εἶναι ἔκφραση ἀπογνώσεως καὶ ἀπελπισίας, ἀλλὰ αἴτηση τοῦ Θείου ἐλέους καὶ τῆς βοηθείας τῆς Θεοτόκου γιὰ τὴ συνέχιση τοῦ ἀγῶνος τοῦ βίου καὶ γιὰ τὴν νικηφόρο ἀντιμετώπιση τῶν πειρασμῶν.

το είδαμε εδώ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...